Language of document : ECLI:EU:T:2015:840

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 12ης Νοεμβρίου 2015 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Τραπεζικός τομέας — Αναδιάρθρωση της HSH Nordbank — Απόφαση κηρύττουσα την ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά υπό ορισμένους όρους — Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα — Μειοψηφών μέτοχος του δικαιούχου της ενισχύσεως — Έννοια του αυτοτελούς εννόμου συμφέροντος — Εν μέρει απαράδεκτο — Απομείωση κεφαλαίου»

Στην υπόθεση T‑499/12,

HSH Investment Holdings Coinvest‑C Sàrl, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

HSH Investment Holdings FSO Sàrl, με έδρα το Λουξεμβούργο,

εκπροσωπούμενες από τους H.‑J. Niemeyer, H. Ehlers και C. Kovács, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn, T. Maxian Rusche και R. Sauer,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/477/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.29338 [C 29/09 (πρώην N 264/09)] της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπέρ της HSH Nordbank AG (ΕΕ 2012, L 225, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva και C. Wetter (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Απριλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η HSH Nordbank AG δημιουργήθηκε στις 2 Ιουνίου 2003 από τη συγχώνευση της Hamburgische Landesbank και της Landesbank Schleswig-Holstein. Αποτελεί με τις θυγατρικές της (στο εξής: όμιλος HSH) την πέμπτη γερμανική περιφερειακή τράπεζα.

2        Η HSH Nordbank και ο όμιλος HSH υπέστησαν, όπως πλείονα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τις επιπτώσεις της κρίσης η οποία επήλθε το 2007 (αποκαλούμενη κρίση «των επισφαλών ενυπόθηκων πιστώσεων») και εντάθηκε τον Σεπτέμβριο του 2008 με την πτώχευση της τράπεζας Lehman Brothers, οπότε η HSH Nordbank ζήτησε από το Sonderfonds Finanzmarktstabilisierung (ειδικό γερμανικό ταμείο σταθεροποιήσεως των χρηματοπιστωτικών αγορών· στο εξής: ειδικό ταμείο) εγγυήσεις ρευστότητας ύψους 30 δισεκατομμυρίων ευρώ.

3        Κατόπιν της γνωμοδοτήσεως της Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht (γερμανικής αρχής ελέγχου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) ότι η χορήγηση τέτοιου είδους εγγυήσεως θα δυσχέραινε την τήρηση της γερμανικής νομοθεσίας περί των απαιτήσεων σε θέματα ιδίων πόρων, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 30 Απριλίου 2009, δύο μέτρα ενισχύσεως, ήτοι, πρώτον, ανακεφαλαιοποίηση 3 δισεκατομμυρίων ευρώ (στο εξής: ανακεφαλαιοποίηση), με έκδοση μετοχών της HSH Nordbank και πλήρη κάλυψη των μετοχών αυτών από ίδρυμα δημοσίου δικαίου, το HSH Finanzfonds, δημιουργηθέν και ελεγχόμενο από τα Länder του Αμβούργου και του Schleswig-Holstein, το οποίο τους ανήκει κατά ίσα μέρη, και, δεύτερον, εγγύηση αποκαλούμενη «δευτερεύουσας ζημίας» 10 δισεκατομμυρίων ευρώ (στο εξής: θωράκιση έναντι κινδύνου), για προστασία της HSH Nordbank κατά των ζημιών που δύνανται να θίξουν το χαρτοφυλάκιο απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων και για ενίσχυση με τον τρόπο αυτό των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας. Το τμήμα «πρωτεύουσας ζημίας» εξακολουθεί να βαρύνει την HSH Nordbank.

4        Με απόφαση της 29ης Μαΐου 2009 σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 264/09 (ΕΕ C 179, σ. 1), η Επιτροπή επέτρεψε την ανακεφαλαιοποίηση και τη θωράκιση έναντι κινδύνου για περίοδο έξι μηνών ως μέτρα διασώσεως του ομίλου HSH, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΕΚ, και ζήτησε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να της υποβάλει σχέδιο αναδιαρθρώσεως εντός προθεσμίας τριών μηνών.

5        Τα δύο προαναφερθέντα Länder χορήγησαν τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως στην HSH Nordbank τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2009. Λόγω της ανακεφαλαιοποιήσεως, το ειδικό ταμείο χορήγησε στην HSH Nordbank τμήμα των εγγυήσεων ρευστότητας που είχε ζητήσει, ύψους 17 δισεκατομμυρίων ευρώ (στο εξής: εγγύηση ρευστότητας).

6        Την 1η Σεπτεμβρίου 2009 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέβαλε στην Επιτροπή σχέδιο αναδιαρθρώσεως του ομίλου HSH.

7        Η Επιτροπή κίνησε, στις 22 Οκτωβρίου 2009, τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση και τη θωράκιση έναντι κινδύνου. Οι ενδιαφερόμενοι εκλήθησαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της αποφάσεως της Επιτροπής, στις 21 Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ C 281, σ. 42). Στο πλαίσιο αυτό, οι επενδυτικές εταιρίες με σύμβουλο την αμερικανική εταιρία JC Flowers & Co. LLC, στις οποίες συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες, η HSH Investment Holdings Coinvest‑C Sàrl και η HSH Investment Holdings FSO Sàrl, ζήτησαν, στις 3 Δεκεμβρίου 2009, συμπληρωματική προθεσμία για να προσκομίσουν τις παρατηρήσεις τους, η οποία τους χορηγήθηκε. Οι εν λόγω παρατηρήσεις περιήλθαν στην Επιτροπή στις 17 Δεκεμβρίου 2009, κατόπιν συσκέψεως με την Επιτροπή και όλους τους ενδιαφερομένους, περιλαμβανομένης της JC Flowers & Co., η οποία εκπροσωπούσε μεταξύ άλλων τις προσφεύγουσες, στις 2 Δεκεμβρίου 2009.

8        Οι επενδυτικές εταιρίες με σύμβουλο την JC Flowers & Co., οι οποίες κατείχαν από κοινού το 25,67 % του κεφαλαίου της HSH Nordbank προ της ανακεφαλαιοποιήσεως, κατείχαν πλέον μόνον το 9,19 % κατόπιν αυτής, καθόσον δεν έλαβαν οικειοθελώς μέρος στην ανακεφαλαιοποίηση.

9        Για να ληφθούν υπόψη οι συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με το εν προκειμένω αναζητούμενο σχέδιο αναδιαρθρώσεως, οι οποίες διαβιβάστηκαν μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Ιουνίου 2011, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέβαλε, στις 11 Ιουλίου 2011, τροποποιημένο σχέδιο αναδιαρθρώσεως.

10      Με την απόφασή της 2012/477/ΕΕ της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.29338 [C 29/09 (πρώην N 264/09)] της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπέρ της HSH Nordbank (ΕΕ 2012, L 225, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή έκρινε ότι η ανακεφαλαιοποίηση, η θωράκιση έναντι κινδύνου και η εγγύηση ρευστότητας συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αλλά συνάδουν με την εσωτερική αγορά, καθόσον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τηρεί τις αναληφθείσες έναντι της Επιτροπής δεσμεύσεις, οι οποίες απαριθμούνται στα παραρτήματα I και III της προσβαλλομένης αποφάσεως, και τους όρους που έθεσε η Επιτροπή, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της εν λόγω αποφάσεως.

11      Κατά το σημείο 1.11 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Εφάπαξ πληρωμή και αύξηση κεφαλαίου», η HSH Finanzfonds και η HSH Nordbank οφείλουν να τροποποιήσουν ή να συμπληρώσουν με πρόσθετα έγγραφα τη σύμβαση που συνήψαν στις 2 Ιουνίου 2009 σχετικά με τη διάθεση πλαισίου εγγύησης «κατά τρόπον ώστε να θεμελιώνεται δικαίωμα της HSH Finanzfonds […] σε εφάπαξ πληρωμή ονομαστικής αξίας 500 εκατομμυρίων ευρώ στην HSH [Nordbank]» (στο εξής: εφάπαξ πληρωμή). Η εφάπαξ πληρωμή συνίσταται στην εκ μέρους της HSH Nordbank καταβολή 500 εκατομμυρίων ευρώ στην HSH Finanzfonds, το δε ποσόν αυτό πρέπει στη συνέχεια να χρησιμοποιηθεί, όπως προκύπτει σαφώς από το γράμμα του εν λόγω σημείου 1.11 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης αποφάσεως, για «αύξηση του κεφαλαίου με εισφορά σε είδος» της HSH Nordbank. Το σημείο 1.13 του ιδίου αυτού παραρτήματος διευκρινίζει ότι η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου υπέρ της HSH Finanzfonds που αντιπροσωπεύει το προαναφερθέν ποσό πρέπει να επέλθει «χωρίς δικαίωμα προαίρεσης των μειοψηφούντων μετόχων» ή, αν πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω μεικτής αύξησης κεφαλαίου με εισφορά σε είδος/με ρευστό κεφάλαιο, με δικαίωμα προαίρεσης όλων των μετόχων, πλην της HSH Finanzfonds για το τμήμα του ρευστού κεφαλαίου.

12      Το σημείο 3 του ίδιου παραρτήματος, με τίτλο «Απαγόρευση διανομής μερισμάτων», ορίζει ότι, «[έ]ως τη χρήση του 2012 (συμπεριλαμβανομένης της χρήσης αυτής, η οποία λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2014), η HSH [Nordbank] δεν προβαίνει στη διανομή μερισμάτων».

13      Εξάλλου, το σημείο 4 του εν λόγω παραρτήματος, με τίτλο «Προστασία αποθεματικών» ορίζει ότι «[τ]ην περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2015 έως 31 Δεκεμβρίου 2016, τα μερίσματα που διανέμονται δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 50 % του ετήσιου πλεονάσματος της αντίστοιχης προηγούμενης χρήσης» και [καταβάλλονται] «αν δεν υπονομεύουν μεσοπρόθεσμα την τήρηση των διατάξεων της Βασιλείας ΙΙΙ περί του επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Νοεμβρίου 2012, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

15      Η Επιτροπή κατέθεσε την 1η Φεβρουαρίου 2013 υπόμνημα αντικρούσεως.

16      Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν το υπόμνημα απαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Απριλίου 2013. Το υπόμνημα ανταπαντήσεως περιήλθε στην εν λόγω Γραμματεία στις 11 Ιουνίου 2013.

17      Κατόπιν της μερικής ανανεώσεως των μελών του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε ως εκ τούτου η υπό κρίση υπόθεση.

18      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει τον πέμπτο λόγο του δευτέρου μέρους, B.I, του δικογράφου της προσφυγής και τις αιτιάσεις του δευτέρου μέρους, B.II, του δικογράφου της προσφυγής ως απαράδεκτους·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή προέβη στην ανάκληση των δύο λοιπών αιτημάτων, τα οποία είχε προβάλλει έτι επικουρικότερον, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως η οποία έλαβε χώρα στις 22 Απριλίου 2015.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

21      Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι μπορούν παραδεκτώς να ασκήσουν την υπό κρίση προσφυγή, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση τις θίγει άμεσα και ατομικά, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων της HSH Nordbank. Υποστηρίζουν ότι η νομολογία αναγνωρίζει στους μετόχους, μοναδικούς ή πλείονες, το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσθέτουν ότι έλαβαν ενεργώς μέρος στη διοικητική διαδικασία κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

22      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και υποστηρίζει, ειδικότερα, χωρίς ωστόσο να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η προσφυγή τους είναι απαράδεκτη.

23      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, παρέλκει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2003, Olivieri κατά Επιτροπής και EMEA, T‑326/99, Συλλογή, EU:T:2003:351, σκέψη 66, και διάταξη της 15ης Μαΐου 2013, Post Invest Europe κατά Επιτροπής, T‑413/12, EU:T:2013:246, σκέψη 17).

24      Συγκεκριμένα, το έννομο συμφέρον συνιστά την ουσιώδη και κύρια προϋπόθεση της προσφυγής στη δικαιοσύνη. Επομένως, προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέτρο που ο προσφεύγων έχει συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως είναι, αυτή καθεαυτήν, ικανή να επάγεται έννομες συνέπειες και, συνεπώς, ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε και ότι ο διάδικος αυτός έχει αποδεδειγμένα γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την ακύρωση της εν λόγω πράξεως (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2009, Socratec κατά Επιτροπής, T‑269/03, EU:T:2009:211, σκέψη 36, και διάταξη Post Invest Europe κατά Επιτροπής, σκέψη 23 ανωτέρω, EU:T:2013:246, σκέψη 22).

25      Κατά πάγια νομολογία, στον προσφεύγοντα απόκειται να αποδείξει το έννομο συμφέρον του (διάταξη της 31ης Ιουλίου 1989, S. κατά Επιτροπής, C‑206/89 R, Συλλογή, EU:C:1989:333, σκέψη 8, και απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Sniace κατά Επιτροπής, T‑141/03, Συλλογή, EU:T:2005:129, σκέψη 31). Ο προσφεύγων οφείλει, ειδικότερα, να αποδείξει την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Το συμφέρον πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς και εκτιμάται την ημέρα που ασκείται η προσφυγή (αποφάσεις Sniace κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, EU:T:2005:129, σκέψη 25, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑136/05, Συλλογή, EU:T:2007:295, σκέψη 34).

26      Πάντως, οσάκις η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται από μη προνομιούχο διάδικο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης, η προϋπόθεση κατά την οποία τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου μέτρου πρέπει να είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση, συμπίπτει με τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:656, σκέψη 38, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Alro κατά Επιτροπής, T‑517/12, Συλλογή, EU:T:2014:890, σκέψη 25).

27      Επομένως, για να εκτιμηθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεκτική προσφυγής από τις προσφεύγουσες, πρέπει να εξεταστεί αν συνιστά πράξη η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων έναντι αυτών (βλ., συναφώς, αποφάσεις Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2011:656, σκέψη 40, και Alro κατά Επιτροπής, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:T:2014:890, σκέψη 26).

28      Στη συνέχεια, σημειωτέον ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται, ως προκύπτει εκ της όλης οικονομίας της, κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται για τη χορήγηση της ενισχύσεως (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, T‑443/08 και T‑455/08, Συλλογή, EU:T:2011:117, σκέψη 50, και διάταξη της 19ης Φεβρουαρίου 2013, Provincie Groningen κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑15/12 και T‑16/12, EU:T:2013:74, σκέψη 41).

29      Κατά συνέπεια, όταν η προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως διαπιστώνουσας την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως δεν ασκείται από το οικείο κράτος μέλος, αλλά από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η εν λόγω προσφυγή είναι παραδεκτή, προκειμένου για ατομική ενίσχυση και όχι για καθεστώς ενισχύσεων, μόνον καθόσον η προσβαλλομένη πράξη αφορά άμεσα και ατομικά το πρόσωπο αυτό κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

30      Κατά πάγια νομολογία, όσοι δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτή τους αφορά ατομικά, παρά μόνον αν τους θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων τους ή λόγω συγκεκριμένης πραγματικής καταστάσεως η οποία τους χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, έτσι, τους εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της αποφάσεως (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, Συλλογή, EU:C:1963:17, σ. 197, και της 17ης Ιουλίου 2014, Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, T‑457/09, Συλλογή, EU:T:2014:683, σκέψη 80).

31      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι ένα πρόσωπο, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία μπορεί να επικαλεστεί έννομο συμφέρον διαφορετικό από αυτό της επιχειρήσεως την οποία αφορά η πράξη της Ένωσης και της οποίας κατέχει μέρος του κεφαλαίου, δεν μπορεί να προασπίσει άλλως τα συμφέροντά του έναντι της πράξεως αυτής παρά ασκώντας τα δικαιώματα του εταίρου της επιχειρήσεως αυτής, η οποία έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2000, Euromin κατά Συμβουλίου, T‑597/97, Συλλογή, EU:T:2000:157, σκέψη 50· διάταξη της 27ης Μαρτίου 2012, European Goldfields κατά Επιτροπής, T‑261/11, EU:T:2012:157, σκέψη 21· διάταξη Post Invest Europe κατά Επιτροπής, σκέψη 23 ανωτέρω, EU:T:2013:246, σκέψη 24, και απόφαση Westfälisch-Lippischer Sparkassen und Giroverband κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:T:2014:683, σκέψη 112).

32      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή, με την απόφασή της, κηρύσσει την ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά και, επομένως, η εν λόγω απόφαση δεν θίγει τον δικαιούχο της ενισχύσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, σκέψη 28 ανωτέρω, EU:T:2011:117, σκέψη 52) δεν απαλλάσσει τον δικαστή της Ένωσης από την υποχρέωση να εξετάσει μήπως η εκτίμηση της Επιτροπής παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του εν λόγω δικαιούχου (βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2002, Nuove Industrie Molisane κατά Επιτροπής, T‑212/00, Συλλογή, EU:T:2002:21, σκέψη 38· απόφαση Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:T:2007:295, σκέψη 36, και διάταξη Provincie Groningen κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 28 ανωτέρω, EU:T:2013:74, σκέψη 32).

33      Εξάλλου, κατά τη νομολογία, πράξη ενδέχεται να αφορά ατομικά προσφεύγοντα λόγω της ενεργού συμμετοχής του στη διαδικασία κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη μόνον όταν πρόκειται για ειδικές περιπτώσεις στις οποίες ο προσφεύγων κατείχε θέση διαπραγματευτή σαφώς καθορισμένη και στενά συνδεδεμένη με το ίδιο το αντικείμενο της αποφάσεως, γεγονός που τον περιήγαγε σε πραγματική κατάσταση η οποία τον διέκρινε έναντι κάθε άλλου προσώπου (βλ., συναφώς, διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2013, Banco Bilbao Vizcaya Argentaria κατά Επιτροπής, T‑429/11, EU:T:2013:488, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να καθοριστεί αν και, ενδεχομένως, σε ποιον βαθμό είναι παραδεκτή η προσφυγή, δεδομένου ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες, όπερ, εξάλλου, δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους.

35      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ένα άρθρο 1, με το οποίο η Επιτροπή, στην παράγραφο 1, θεωρεί την ανακεφαλαιοποίηση, τη θωράκιση έναντι κινδύνου και την εγγύηση ρευστότητας ως κρατικές ενισχύσεις και, στην παράγραφο 2, εκτιμά τις τρεις αυτές ενισχύσεις συμβατές με την εσωτερική αγορά. Το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως ορίζει ότι το αρχικό σχέδιο αναδιαρθρώσεως, υποβληθέν την 1η Σεπτεμβρίου 2009, τροποποιηθέν τελευταίως με την κοινοποίηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 11ης Ιουλίου 2011, περιλαμβανομένων των όρων του παραρτήματος II της ίδιας αυτής αποφάσεως, θα εκτελεστεί από το εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με το προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα. Το παράρτημα αυτό, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 11 έως 13 ανωτέρω, θέτει ως όρους του συμβατού των επίμαχων ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, αφενός, την εφάπαξ πληρωμή και, αφετέρου, την απαγόρευση, κατόπιν τον περιορισμό, της διανομής μερισμάτων.

36      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν αιτήματα που περιλαμβάνουν δύο μέρη. Στο δεύτερο τμήμα του δικογράφου της προσφυγής, ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της και προβάλλουν, προς στήριξη των αιτημάτων αυτών, πέντε λόγους ακυρώσεως. Στο πρώτο τμήμα του δικογράφου της προσφυγής ζητούν την εν μέρει ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή τους επέβαλε υποχρεώσεις, ως μειοψηφούντες μετόχους. Συναφώς, προβάλλουν οκτώ λόγους ακυρώσεως.

37      Πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτόν της προσφυγής καθόσον περιλαμβάνει αιτήματα αφορώντα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της.

38      Προκαταρκτικώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι η προσφυγή δεν ασκείται από τον δικαιούχο των μέτρων ενισχύσεως, αλλά από δύο εκ των μειοψηφούντων μετόχων του εν λόγω δικαιούχου. Δεύτερον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα αυτά είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά, υπό την επιφύλαξη τηρήσεως ορισμένων όρων, μεταξύ των οποίων η εφάπαξ πληρωμή και η απαγόρευση, κατόπιν ο περιορισμός, διανομής μερισμάτων. Τρίτον, οι απορρέουσες από τους όρους αυτούς υποχρεώσεις επιβαρύνουν, κατά το γράμμα του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως και του παραρτήματος II αυτής, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ως αποδέκτη της ίδιας αυτής αποφάσεως καθώς και την HSH Nordbank και την HSH Finanzfonds ως νομικά πρόσωπα στα οποία επιβάλλονται οι επίμαχοι όροι.

39      Κατά πρώτον, πρέπει συνεπώς να εξακριβωθεί αν, ως μειοψηφούντες μέτοχοι, οι προσφεύγουσες δύνανται, όσον αφορά την ουσία της προσβαλλομένης αποφάσεως, να προβάλλουν έννομο συμφέρον διαφορετικό από αυτό της HSH Nordbank, κατ’ εφαρμογήν της υπομνησθείσας στη σκέψη 31 ανωτέρω νομολογίας.

40      Εκ προοιμίου, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι, όσον αφορά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο η Επιτροπή θεωρεί τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως συμβατά με την εσωτερική αγορά, το συμφέρον των προσφευγουσών συμπίπτει με το συμφέρον της HSH Nordbank.

41      Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, χωρίς τα μέτρα διασώσεως που αποτελούν η ανακεφαλαιοποίηση, η θωράκιση έναντι κινδύνου και η εγγύηση ρευστότητας, η HSH Nordbank θα είχε πιθανότατα πτωχεύσει και οι μειοψηφούντες μέτοχοί της, εξαναγκασθέντες να υποστούν εκποίηση των μεριδίων τους σε ευτελή τιμή, αν όχι εκμηδένισή τους, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, θα είχαν απολέσει την επένδυσή τους στο κεφάλαιο της HSH Nordbank. Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, αρκεί η παραπομπή στα λογιστικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον πίνακα 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τον οποίο προκύπτει ότι η HSH Nordbank πραγματοποίησε ζημία 3 δισεκατομμυρίων 195 εκατομμυρίων ευρώ το 2008 (οι λοιποί ίδιοι πόροι της ανέρχονταν, κατά την έκθεση δραστηριοτήτων του ιδίου αυτού έτους, λίγο άνω των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ) και 838 εκατομμυρίων ευρώ το 2009. Το σωρευθέν έλλειμμα της HSH Norbank ανερχόταν, στις 31 Δεκεμβρίου 2009, σε 1 δισεκατομμύριο 851 εκατομμύρια ευρώ.

42      Στη συνέχεια, οι προσφεύγουσες, ενώ δεν έλαβαν μέρος στην ανακεφαλαιοποίηση, μολονότι νομικώς μπορούσαν να το πράξουν (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 255 και 256 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ευνοήθηκαν εντούτοις από την επίμαχη διάσωση χωρίς να υποστούν, αρχικώς, άλλες επιπτώσεις πέραν της απομειώσεως της αξίας των μεριδίων τους λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω ανακεφαλαιοποιήσεως. Επομένως, το συμφέρον τους συνέπεσε σαφώς, εν προκειμένω, με το συμφέρον της εταιρίας, ήτοι για τη χορήγηση των επίμαχων κρατικών ενισχύσεων ώστε να καταστεί δυνατή η βιωσιμότητα της εταιρίας αυτής.

43      Τέλος, αν τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως είχαν θεωρηθεί ασύμβατα προς την εσωτερική αγορά, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα είχε υποχρεωθεί να τα ανακτήσει από την HSH Nordbank, όπερ θα ασκούσε επιρροή στην οικονομική κατάσταση των προσφευγουσών, αναλόγως της συμμετοχής τους στο κεφάλαιό της.

44      Συνεπώς, πρέπει να κριθεί ότι, καθόσον η προσφυγή τους αφορά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος διαφορετικού από αυτό της HSH Nordbank, αν υποτεθεί ότι η HSH Nordbank είχε η ίδια συμφέρον προς αμφισβήτηση της διατάξεως αυτής. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί, βάσει αυτού, ότι η προσβαλλομένη απόφαση τις αφορά ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

45      Κατά δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζουν, οι προσφεύγουσες πληρούν το τελευταίο αυτό κριτήριο λόγω της συμμετοχής τους στη διοικητική διαδικασία. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι είναι αληθές ότι οι προσφεύγουσες έλαβαν μέρος, όπως και το σύνολο των επενδυτικών εταιριών με σύμβουλο την JC Flowers & Co., στη διοικητική διαδικασία, δεν ζητήθηκε η γνώμη τους ως διαπραγματευτών, κατά την παρατεθείσα στη σκέψη 33 ανωτέρω νομολογία, ή με την ιδιότητα άμεσων δικαιούχων της ενισχύσεως, αλλά ως απλών ενδιαφερομένων μερών. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, η συμμετοχή των προσφευγουσών στην εν λόγω διαδικασία δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση τις αφορά ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

46      Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως και η προσφυγή είναι, επομένως, απαράδεκτη κατά το δεύτερο μέρος της, με το οποίο ζητούν την ακύρωση του συνόλου της εν λόγω αποφάσεως.

47      Περαιτέρω, πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό του πρώτου μέρους της προσφυγής, το οποίο αφορά τα αιτήματα για την εν μέρει ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή επέβαλε υποχρεώσεις στις προσφεύγουσες, ως μειοψηφούντες μετόχους.

48      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 38 ανωτέρω, το γράμμα του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως και του παραρτήματος II αυτής ουδόλως αφορούν τις προσφεύγουσες. Σε αυτά κατονομάζονται μόνον, ως νομικά πρόσωπα, πέραν του οικείου κράτους μέλους, η HSH Nordbank, δικαιούχος των επίμαχων μέτρων ενισχύσεως, και η HSH Finanzfonds, πλειοψηφών μέτοχος της HSH Nordbank. Επομένως, το παραδεκτόν της προσφυγής καθόσον έχει ως αντικείμενο το αίτημα ακυρώσεως των επιβληθεισών στην HSH Nordbank όρων, ήτοι, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες, primo, την εφάπαξ πληρωμή, secundo, την απαγόρευση διανομής μερισμάτων και, tertio, τον περιορισμό της διανομής μερισμάτων, προϋποθέτει ότι οι προσφεύγουσες προτάσσουν έννομο συμφέρον διαφορετικό από αυτό της HSH Nordbank, όπερ συνεπάγεται ότι οι εν λόγω όροι παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών.

49      Για να καθορισθεί η τυχόν ύπαρξη τέτοιου συμφέροντος, πρέπει να εφαρμοσθούν τα κριτήρια που εκτίθενται στην απόφαση Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω (EU:T:2014:683).

50      Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων, μειοψηφών μέτοχος της δικαιούχου των κρατικών ενισχύσεων εταιρίας, οι οποίες κρίθηκαν συμβατές με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΕΚ, μπορεί εν μέρει παραδεκτώς να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής, καθόσον η Επιτροπή επέβαλε στους μετόχους να πωλήσουν την εταιρία σε ανεξάρτητον τρίτο, όπερ τους υποχρέωσε, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, να «παραιτηθούν, εντός επιτακτικών προθεσμιών, του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας» επί της εν λόγω εταιρίας (απόφαση Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:T:2014:683, σκέψη 116).

51      Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε «ότι τα μη προσωπικά δικαιώματα των εταίρων γερμανικής ανώνυμης εταιρίας περιορίζονται, αφενός, στη διανομή των κερδών της εταιρίας και, αφετέρου, στη συμμετοχή στη διανομή του προϊόντος της εκκαθαρίσεως της επιχειρήσεως», καθόσον η ιδιότητα του μετόχου δεν απονέμει δικαιώματα «επί των περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως» (απόφαση Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:T:2014:683, σκέψη 118).

52      Εφόσον η HSH Nordbank είναι ανώνυμη εταιρία γερμανικού δικαίου, οι κατοχυρωθείσες από το Γενικό Δικαστήριο αρχές, υπομνησθείσες στις σκέψεις 50 και 51 ανωτέρω, μπορούν να εφαρμοσθούν στην προκειμένη περίπτωση.

53      Όσον αφορά την εφάπαξ πληρωμή, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η πληρωμή αυτή επήλθε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο «[η] Γερμανία εξασφαλίζει ότι το αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης […], συμπεριλαμβανομένων του καταλόγου δεσμεύσεων των παραρτημάτων I και ΙΙΙ και των όρων του παραρτήματος II, θα εφαρμοσθεί απολύτως σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που περιλαμβάνεται στον κατάλογο δεσμεύσεων και όρων».

54      Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των σημείων 1.11 και 1.13 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρατεθεισών στη σκέψη 11 ανωτέρω, προκύπτει ότι η εφάπαξ πληρωμή είναι, στην πραγματικότητα, σύνθετη πράξη, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο σχετικό με την stricto sensu πληρωμή μέρος. Η πράξη αυτή περιλαμβάνει τρία διαφορετικά μέρη.

55      Πρώτον, η HSH Nordbank πραγματοποιεί πληρωμή 500 εκατομμυρίων ευρώ υπέρ της HSH Finanzfonds, όπερ συνιστά μείωση των περιουσιακών στοιχείων του πρώτου ιδρύματος και αύξηση των περιουσιακών στοιχείων του δεύτερου ιδρύματος. Δεύτερον, το ποσόν αυτό χρησιμοποιείται ταυτόχρονα από την HSH Finanzfonds προς απόκτηση νέων μετοχών της HSH Nordbank και, επομένως, προς αύξηση της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο της εταιρίας αυτής. Τρίτον, η εν λόγω αύξηση κεφαλαίου αποκλειστικώς υπέρ της HSH Finanzfonds μειώνει μηχανικώς το μερίδιο που κατέχουν οι λοιποί μέτοχοι, στους οποίους συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες.

56      Όσον αφορά το πρώτο μέρος, σημειωτέον ότι, όπως αναφέρεται στη σκέψη 51 ανωτέρω, με την απόφαση Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω (EU:T:2014:683, σκέψη 118), κρίθηκε expressis verbis ότι, «σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, η ιδιότητα του μετόχου δεν απονέμει δικαιώματα επί των περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως». Ειδικότερα, τα ζητήματα σχετικά με τη μείωση των στοιχείων του ενεργητικού του ισολογισμού αφορούν την εμπορική δραστηριότητα της οικείας εταιρίας και την πώληση ή την εκκαθάριση της περιουσίας της. Επομένως, η εταιρία αυτή μπορεί σαφώς να προβάλει κάθε επιχείρημα με σκοπό την αμφισβήτηση των μέτρων που έλαβε συναφώς η Επιτροπή (βλ., συναφώς, απόφαση Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:T:2014:683, σκέψη 117). Οι όροι που αφορούν τη μείωση του συνόλου του ενεργητικού του ισολογισμού ανώνυμης εταιρίας γερμανικού δικαίου δεν επηρεάζουν, κατά συνέπεια, κανένα δικαίωμα των μετόχων της εταιρίας αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:T:2014:683, σκέψη 118). Εξ αυτών προκύπτει ότι, όσον αφορά την stricto sensu πληρωμή, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν έννομο συμφέρον διαφορετικό από αυτό της HSH Nordbank.

57      Όσον αφορά το δεύτερο μέρος, το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει τη δυνατότητα επιλογής, δηλαδή, είτε απλώς τη χρησιμοποίηση των 500 εκατομμυρίων ευρώ για αύξηση του κεφαλαίου με εισφορά σε είδος της HSH Nordbank υπέρ της HSH Finanzfonds είτε τη χρησιμοποίηση αυτή σε συνδυασμό με αύξηση του κεφαλαίου με εισφορά σε ρευστό κεφάλαιο από τους μειοψηφούντες μετόχους. Πάντως, κατά το σημείο 1.13 του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως αυτής, «παραμένει στη διακριτική ευχέρεια» της HSH Finanzfonds και της HSH Nordbank «η επιλογή της μορφής που θα λάβει η αύξηση κεφαλαίου ώστε να εξασφαλιστεί η ταχύτερη εφαρμογή και η εγγραφή στο εμπορικό μητρώο». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η Επιτροπή επέτρεψε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στη δικαιούχο της ενισχύσεως εταιρία και στον πλειοψηφούντα μέτοχό της τον τυχόν περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας των μειοψηφούντων μετόχων απαγορεύοντάς τους την απόκτηση νέων μετοχών, όπερ αντίκειται στη συνήθη λειτουργία ανώνυμης εταιρίας. Εξάλλου, εναλλακτικώς, έγινε δεκτός στην πράξη ο αποκλεισμός των μειοψηφούντων μετόχων, στους οποίους συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η έστω δυνητική αυτή απαγόρευση θίγει το δικαίωμα ιδιοκτησίας των προσφευγουσών (απόφαση Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:T:2014:683, σκέψη 116), καθόσον μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, εφόσον απαγορεύεται στους μειοψηφούντες μετόχους η δυνατότητα διατηρήσεως της σχετικής συμμετοχής τους στο κεφάλαιο της HSH Nordbank. Η εν λόγω απαγόρευση περιορίζει επίσης, κατ’ αναλογίαν, τα κοινωνικά δικαιώματα του μετόχου, εφόσον η ικανότητα λήψεως αποφάσεων του μετόχου αυτού δεν περιορίζεται από την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς αλλά από το αποτέλεσμα της προσβαλλομένης αποφάσεως η οποία, επί του σημείου αυτού, επάγεται επομένως έννομα αποτελέσματα επί των μειοψηφούντων μετόχων, στους οποίους συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες (βλ., συναφώς, απόφαση Alro κατά Επιτροπής, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:T:2014:890, σκέψη 26).

58      Όσον αφορά το τρίτο μέρος, επισημαίνεται ότι η μεταβίβαση μέρους των ρευστών διαθεσίμων της HSH Nordbank στην ανακεφαλαιοποίησή της αποκλειστικώς υπέρ της HSH Finanzfonds θίγει τα δικαιώματα των προσφευγουσών ως μετόχων, όχι μόνον, όπως σημειώνεται στη σκέψη 57 ανωτέρω, λόγω της μικρότερης επιρροής των προσφευγουσών στα όργανα λήψεως αποφάσεων της HSH Nordbank, αλλά επίσης λόγω του ότι το κέρδος τους, σε σχέση με καθορισμένα χρηματικά ποσά (το μέρος των κερδών που μπορεί να διανεμηθεί υπό μορφή μερισμάτων), θα είναι μικρότερο λόγω της μειώσεως της ονομαστικής αξίας κάθε μετοχής.

59      Συνολικώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγουσες απέδειξαν την ύπαρξη προσωπικού εννόμου συμφέροντος διαφορετικού από αυτό της HSH Nordbank όσον αφορά το δεύτερο και τρίτο μέρος που μνημονεύονται στις σκέψεις 57 και 58 ανωτέρω (βλ., συναφώς, απόφαση Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, σκέψη 30 ανωτέρω, EU:T:2014:683, σκέψη 120), αφού η εφάπαξ πληρωμή παραμένει ουδέτερη για την εταιρία, εφόσον η δαπάνη των 500 εκατομμυρίων ευρώ ρευστών διαθεσίμων αντισταθμίστηκε με την ταυτόχρονη αύξηση 500 εκατομμυρίων ευρώ του εταιρικού κεφαλαίου.

60      Συνεπώς, η προσφυγή είναι παραδεκτή, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά τις προσφεύγουσες καθόσον η Επιτροπή επιβάλλει με την απόφαση αυτή ως όρο την αύξηση του κεφαλαίου της HSH Nordbank αποκλειστικώς υπέρ της HSH Finanzfonds.

61      Εξάλλου, όσον αφορά την απαγόρευση διανομής μερισμάτων μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014 και τον περιορισμό της τυχόν καταβολής τους υπό τους υπομνησθέντες στη σκέψη 13 ανωτέρω όρους μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2015 και 31ης Δεκεμβρίου 2016, σημειωτέον ότι τα μέτρα αυτά αφορούν ασφαλώς τη διανομή των κερδών της εταιρίας κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 51 ανωτέρω. Πάντως, ο αναγκαίος αυτός όρος δεν αρκεί, εφόσον οι προσφεύγουσες πρέπει να έχουν ίδιο έννομο συμφέρον, δηλαδή να έχουν, συναφώς, υπό την ιδιότητά τους ως μειοψηφούντων μετόχων, έννομο συμφέρον διαφορετικό από αυτό της HSH Nordbank.

62      Αφενός, επί του σημείου αυτού, επισημαίνεται ότι εταιρία μπορεί να έχει συμφέρον στη διανομή μερισμάτων για να διατηρήσει τους μετόχους της καθώς και να τους ανταμείψει για την επένδυσή τους και, ως εκ τούτου, να θίγεται από μέτρο απαγορεύσεως, κατόπιν περιορισμού, της διανομής αυτής, και κατά συνέπεια μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει το εν λόγω μέτρο. Αφετέρου, η μη διανομή μερισμάτων την ωφελεί, εφόσον ενισχύει τα ίδια κεφάλαιά της, όπερ ήταν ο σκοπός της Επιτροπής όσον αφορά την HSH Nordbank. Το δε συμφέρον του μετόχου μπορεί να διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό. Γενικώς, βραχυπρόθεσμα, το συμφέρον μετόχου είναι να αποκομίσει, το συντομότερο δυνατόν, κέρδος από την επένδυσή του και, επομένως, διανομή μερισμάτων. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ο μέτοχος αποσκοπεί στην ανάπτυξη της εταιρίας, παραδείγματος χάρη για την πραγματοποίηση κέρδους κατά την πώληση των μετοχών του, και, σε περίοδο κρίσης, όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αναπτύξεως της εταιρίας, στη διατήρηση ή στην αποκατάσταση της εν λόγω εταιρίας.

63      Εν προκειμένω, τα συμφέροντα των μετόχων, μειοψηφούντων ή πλειοψηφούντων, και τα συμφέροντα της εταιρίας φαίνεται ότι διαφέρουν. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, για να καταστεί εφικτή η διάσωση της HSH Nordbank, το κοινό συμφέρον της HSH Nordbank και όλων των μετόχων της ήταν να ενισχυθεί ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της εταιρίας, ούτως ώστε να μπορέσει να βελτιώσει τη διαβάθμισή της και να προσελκύσει νέους επενδυτές. Επομένως, δεν μπορεί να αναγνωριστεί στις προσφεύγουσες ίδιο έννομο συμφέρον όσον αφορά την απαγόρευση, κατόπιν τον περιορισμό, της διανομής μερισμάτων. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση επί του σημείου αυτού δεν τις αφορά ατομικά.

64      Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα τεκμηριωμένο λόγο ή ακριβές επιχείρημα, προς στήριξη των αιτημάτων τους για την ακύρωση της εν λόγω απαγορεύσεως ή περιορισμού.

65      Συνεπώς, πέραν όσων αφορούν το αίτημα ακυρώσεως του όρου σχετικά με την αύξηση του κεφαλαίου της HSH Nordbank αποκλειστικώς υπέρ της HSH Finanzfonds, ως προς τον οποίο οι προσφεύγουσες απέδειξαν ότι τις αφορά άμεσα και ατομικά κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Συγκεκριμένα, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες και, αφετέρου, επιπλέον, όσον αφορά τον όρο περί απαγορεύσεως, στη συνέχεια δε περιορισμού, της διανομής μερισμάτων, το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιλαμβάνει τις απαιτούμενες κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 διευκρινίσεις.

 Επί της ουσίας

 Επί των «γενικών» λόγων του πρώτου μέρους του δικογράφου της προσφυγής

66      Μεταξύ των οκτώ λόγων τους οποίους προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του πρώτου μέρους του δικογράφου της προσφυγής τους και οι οποίοι δύνανται να θεωρηθούν παραδεκτοί, πρέπει, αρχικώς, να εξετασθούν οι λόγοι που μπορούν να χαρακτηρισθούν «γενικοί», αλλά σε σχέση με το αίτημα που περιλαμβάνεται στη σκέψη 65 ανωτέρω, ήτοι μόνον καθόσον αφορούν την εφάπαξ πληρωμή.

–       Επί της αθετήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

67      Πρώτον, πρέπει να εξετασθεί ο δεύτερος λόγος, με τον οποίο οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι αθέτησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μη εξηγώντας για ποιον λόγο πρέπει να θεωρηθούν ως δικαιούχοι έμμεσης κρατικής ενισχύσεως και μη αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους υπολογίστηκε εσφαλμένως η επιχειρηματική αξία της HSH Nordbank.

68      Προκαταρκτικώς, πρέπει να εκτεθεί συνοπτικώς γιατί οι προσφεύγουσες μπορεί να χαρακτηρισθούν ως έμμεσοι δικαιούχοι κρατικής ενισχύσεως. Εν προκειμένω, οι μειοψηφούντες μέτοχοι της HSH Nordbank άντλησαν όφελος, μέσω του νομικού αυτού προσώπου του οποίου είναι μέτοχοι, από τα μέτρα ενισχύσεως εκ των οποίων ευνοήθηκε άμεσα και ονομαστικά η HSH Nordbank, ειδικότερα από την ανακεφαλαιοποίηση, και μάλιστα χωρίς να έχουν λάβει μέρος στην εν λόγω ανακεφαλαιοποίηση, αντιθέτως προς τους κύριους μετόχους της HSH Nordbank. Η Επιτροπή εκτίμησε (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 245 και 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ότι θα είχε στοιχειοθετηθεί η έμμεση αυτή ενίσχυση αν δεν είχαν θεσπισθεί οι όροι του παραρτήματος II της προσβαλλομένης αποφάσεως, με σκοπό να καταστεί η άμεση ενίσχυση (η οποία και μόνο αποτελεί το αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας) συμβατή με την εσωτερική αγορά.

69      Επισημαίνεται ότι είναι αβάσιμο το πρώτο σκέλος του παρόντος λόγου, με το οποίο προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε γιατί θεώρησε τις προσφεύγουσες δικαιούχους έμμεσης κρατικής ενισχύσεως. Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 247 έως 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους θα στοιχειοθετούνταν η εν λόγω έμμεση ενίσχυση ελλείψει νέου επιμερισμού των βαρών μεταξύ μετόχων και για ποιους λόγους εκτίμησε ότι πρέπει να αντικρούσει τις ενστάσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των τρίτων.

70      Επομένως, στην αιτιολογική σκέψη 247 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρεται ότι «[τ]ο πλεονέκτημα που παρεσχέθη εμμέσως στους μειοψηφούντες μετόχους προέκυψε εκ της παραιτήσεως των δημοσίων μετόχων από τα πρόσθετα μετοχικά μερίδια στην HSH [Nordbank], τα οποία θα είχαν λάβει εάν είχε καθοριστεί σωστά η τιμή των νέων μεριδίων» και «μεταξύ των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην HSH [Nordbank] από δημόσιους πόρους και του πλεονεκτήματος που απεκόμισαν οι μειοψηφούντες μέτοχοι υφίσταται αιτιώδης σχέση». Στην αιτιολογική σκέψη 248 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, αντιθέτως προς όσα περιλαμβάνονται στις προαναφερθείσες ενστάσεις, το πλεονέκτημα για τους μειοψηφούντες μετόχους προερχόταν σαφώς από το Δημόσιο, εφόσον, κατά την εκ μέρους της γενικής συνελεύσεως των μετόχων λήψη της αποφάσεως για την ανακεφαλαιοποίηση, τον αριθμό και την τιμή των μεριδίων, οι «δημόσιοι μέτοχοι παρέστησαν ως μέτοχοι και ενήργησαν υπό την ιδιότητά τους ως δημοσίων οργανισμών».

71      Οι αιτιολογικές σκέψεις 249 έως 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως άπτονται της αποδείξεως του γεγονότος ότι η πολύ περιορισμένη απομείωση του κεφαλαίου μετά την ανακεφαλαιοποίηση συνιστά, αν δεν επανορθωθεί, ενίσχυση.

72      Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ότι η σύγκριση με μια από προηγούμενες αποφάσεις της σε θέματα επιμερισμού βαρών μεταξύ μετόχων δεν ασκεί επιρροή (αιτιολογική σκέψη 254 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ανέφερε ότι, εφόσον οι χρηματοοικονομικές συνεισφορές των μειοψηφούντων μετόχων έγιναν πριν από τα μέτρα ενισχύσεως και, ειδικότερα, πριν από την ανακεφαλαιοποίηση, οι συνεισφορές αυτές δεν μπορεί να έχουν επιπτώσεις στη νομιμότητα των διορθώσεων που έπρεπε να επέλθουν επί των εν λόγω μέτρων (αιτιολογικές σκέψεις 255 και 256 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

73      Επομένως, η Επιτροπή κατέληξε, στην αιτιολογική σκέψη 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίσταται «δυνητικό πλεονέκτημα υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων» και, συνεπώς, «ανάγκη σωστού επιμερισμού των βαρών». Συνεπώς, προκύπτει σαφώς ότι το πρώτο σκέλος του λόγου, το οποίο αντλείται από ελλιπή αιτιολόγηση, δεν είναι βάσιμο.

74      Περαιτέρω, από την εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ούτε το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 71 ανωτέρω, το ζήτημα της αξίας της HSH Nordbank και, στη συνέχεια, της τιμής των μετοχών που αποτελούν το κεφάλαιό της εξετάζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 249 έως 253 της εν λόγω αποφάσεως. Στις σκέψεις αυτές τονίζεται ότι η ανάλυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των δημοσίων μετόχων της HSH Nordbank, η οποία βασίζεται στην έκθεση εκτιμήσεως που πραγματοποίησε εταιρία οικονομικού ελέγχου μεγάλης φήμης (στο εξής: έκθεση εκτιμήσεως), είχε πολλά κενά (αιτιολογική σκέψη 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ήτοι το γεγονός ότι η εν λόγω εκτίμηση βασιζόταν σε επιχειρηματικό σχέδιο το οποίο δεν ελάμβανε υπόψη την ανάγκη «εκπληρώσεως των ρυθμιστικών κεφαλαιακών απαιτήσεων» (αιτιολογική σκέψη 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, επομένως, ουσιαστικής αναδιαρθρώσεως της HSH Nordbank.

75      Η Επιτροπή επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το ενδεχόμενο ομαλοποιήσεως των αγορών το 2011, η οποία όπως προέβλεπε το επιχειρηματικό σχέδιο, δεν μπορεί «να θεωρηθεί συντηρητική» (ίδια αιτιολογική σκέψη). Τονίζει επίσης (αιτιολογική σκέψη 252 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και οι δημόσιοι μέτοχοι της HSH Nordbank δεν έλαβαν υπόψη τις επιφυλάξεις που εξέφρασαν οι συντάκτες της εκθέσεως εκτιμήσεως, ειδικότερα το γεγονός ότι η υποβάθμιση της HSH Nordbank από A σε BBB+ με αρνητική προοπτική «δεν αντανακλώταν στο σχέδιο χρηματοδότησης στο οποίο είχε βασιστεί η εκτίμηση και, επομένως, δεν είχε ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της ενδεικτικής τιμής» της εταιρίας αυτής. Εξάλλου, η επιστροφή στη διαβάθμιση A το 2013 βασιζόταν, κατά την Επιτροπή, σε εσφαλμένη προκείμενη. Η Επιτροπή προσθέτει, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι η εν λόγω έκθεση τόνιζε ακριβώς την ανάγκη ενσωματώσεως των αναδιαρθρώσεων οι οποίες δεν επιβάλλονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων. Τέλος, η Επιτροπή καταλήγει ότι υπολογίστηκε εσφαλμένως η επιχειρηματική αξία, στην έκθεση εκτιμήσεως, λαμβάνοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι θα τεθεί σε εφαρμογή η θωράκιση έναντι κινδύνου (αιτιολογική σκέψη 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ ακριβώς αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι να καθορίσει αν τα επίμαχα μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και, σε καταφατική περίπτωση, αν συνάδουν με την εσωτερική αγορά και υπό ποιους όρους.

76      Κατόπιν των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

77      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να προβεί στην εξέταση του άλλου λόγου που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου, ήτοι της υπάρξεως διαδικαστικής πλημμέλειας, απορρέουσας από την παράτυπη περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

–       Επί της παραβάσεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 και της παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, απορρέουσας από την παράτυπη περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας

78      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, λόγω της παράτυπης περατώσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, παραβιάστηκαν το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), και η αρχή της ασφάλειας δικαίου, εφόσον η Επιτροπή δεν έλαβε καμία από τις αποφάσεις που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 1, για την περάτωση της επίμαχης διαδικασίας σχετικά με τις τυχόν παράνομες ενισχύσεις που έλαβαν οι μειοψηφούντες μέτοχοι. Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, καίτοι απόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να αφήνει ανοιχτή την επίσημη διαδικασία έρευνας, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει εντούτοις να αναφέρει, δυνάμει της αρχής της ασφάλειας δικαίου, για ποια μέτρα περατώνει τη διαδικασία, όπερ δεν συνέβη όσον αφορά τις επίμαχες έμμεσες ενισχύσεις.

79      Προεισαγωγικώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 παραπέμπει στο άρθρο 7, παράγραφοι 2 έως 5, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει τέσσερα είδη αποφάσεων: την απόφαση με την οποία θεωρείται ότι το επίμαχο μέτρο δεν είναι ενίσχυση (παράγραφος 2), την απόφαση η οποία αναγνωρίζει, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεως από το οικείο κράτος μέλος, ότι η επίμαχη ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά («θετική απόφαση», καθοριζόμενη στην παράγραφο 3), την απόφαση κατά την οποία η Επιτροπή επιβάλλει με θετική απόφαση όρους βάσει των οποίων μπορεί να καταστεί δυνατή η αναγνώριση του συμβατού με την εσωτερική αγορά και υποχρεώσεις βάσει των οποίων μπορεί να ελέγχει την τήρηση της αποφάσεώς της («υπό όρους απόφαση», η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 4) και, τέλος, την απόφαση με την οποία η Επιτροπή εκτιμά ότι η ενίσχυση είναι ασύμβατη με την εσωτερική αγορά («αρνητική απόφαση», μνημονευόμενη στην παράγραφο 5). Οι προσφεύγουσες ορθώς διατείνονται ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας πρέπει να ολοκληρώνεται με ένα από τα τέσσερα αυτά είδη αποφάσεων.

80      Πάντως, κακώς οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι τούτο δεν συνέβη όσον αφορά τις τυχόν έμμεσες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στους μειοψηφούντες μετόχους και, ειδικότερα, ότι το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αναφέρει τίποτα συναφώς. Συγκεκριμένα, συνομολογείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι υπό όρους απόφαση, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, εφόσον η χορηγηθείσα στην HSH Nordbank κρατική ενίσχυση θεωρείται συμβατή με την εσωτερική αγορά υπό τον όρο ότι θα γίνουν διορθώσεις ως προς τον επιμερισμό των βαρών μεταξύ μετόχων, για να ενισχυθεί η συνεισφορά των μειοψηφούντων μετόχων. Επομένως, η Επιτροπή δεν χρειάστηκε να αποφανθεί ως προς την ύπαρξη έμμεσης κρατικής ενισχύσεως χορηγηθείσας υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων, διότι ακριβώς για να μη συσταθεί η ενίσχυση αυτή ελήφθη η απόφαση περί της εφάπαξ πληρωμής.

81      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 και δεν παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου μη αποφαινόμενη, στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί της υπάρξεως έμμεσης ενισχύσεως υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων, στους οποίους συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες, εφόσον οι λεπτομερώς αναφερόμενοι στις σκέψεις 11 έως 13 ανωτέρω όροι τέθηκαν ακριβώς για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αυτό. Η συλλογιστική αυτή ουδαμώς αντικρούει τη συλλογιστική που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 73 και το σημείο 5 της αποφάσεως για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, μνημονευθείσας στη σκέψη 7 ανωτέρω, καθόσον η διαδικασία αυτή αποσκοπούσε απλώς στην παροχή δυνατότητας στην Επιτροπή να ελέγξει αν η εν λόγω έμμεση ενίσχυση μπορούσε να συσταθεί, όπερ, κατά το θεσμικό αυτό όργανο, θα συνέβαινε χωρίς τους τιθέμενους με την προσβαλλόμενη απόφαση όρους.

82      Συνεπώς, ο παρών λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

–       Επί των λόγων οι οποίοι αφορούν, καταρχάς, την μη ύπαρξη αυτοτελούς ενισχύσεως υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων, στη συνέχεια, την πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών κατά την εξέταση του τυχόν πλεονεκτήματος που δόθηκε στους μειοψηφούντες αυτούς μετόχους και, τέλος, τον μη συνυπολογισμό των προηγουμένως παρασχεθεισών από τις προσφεύγουσες παροχών στο πλαίσιο επιμερισμού των βαρών

83      Πρέπει να εξετασθούν από κοινού ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος, καθόσον και οι τρεις αφορούν την εκτίμηση της βασιμότητας της εκ μέρους της Επιτροπής αποδείξεως όσον αφορά την τυχόν ύπαρξη έμμεσης ενισχύσεως υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων, στους οποίους συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες. Επί της ουσίας, οι λόγοι αυτοί προσομοιάζουν με αυτόν της ελλιπούς αιτιολογήσεως, από την εξέταση του οποίου προέκυψε ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε, επαρκώς κατά νόμο, το σύνολο των ζητημάτων αυτών. Τώρα πρόκειται για τη βασιμότητα της θέσεως της Επιτροπής συναφώς.

84      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση που αντλείται από το ότι η προβαλλομένη έμμεση ενίσχυση δεν συνιστά αυτοτελή ενίσχυση, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (C‑382/99, Συλλογή, EU:C:2002:363, σκέψεις 62 επ.), και της 20ής Νοεμβρίου 2003, GEMO (C‑126/01, Συλλογή, EU:C:2003:622, σκέψεις 28 επ.), για να υποστηρίξουν ότι έμμεση ενίσχυση υφίσταται μόνον αν το οικονομικό πλεονέκτημα μεταβιβάζεται από τον αρχικό δικαιούχο (εν προκειμένω την HSH Nordbank) σε άλλους δικαιούχους (στη συγκεκριμένη περίπτωση, τους μειοψηφούντες μετόχους). Ωστόσο, φρονούν ότι η νομολογία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί in casu, εφόσον το οικονομικό πλεονέκτημα που έλαβαν, όπως και οι λοιποί μειοψηφούντες μέτοχοι, συνιστά «απλώς την οικονομική αντανάκλαση της χορηγηθείσας στην HSH Nordbank στηρίξεως».

85      Η αιτίαση αυτή προσκρούει σε δύο ενστάσεις, οι οποίες συγκλίνουν προς απόρριψή της. Πρώτον, όπως εκτέθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου σχετικά με την ελλιπή αιτιολόγηση, η Επιτροπή δεν σκοπούσε στην απόδειξη της υπάρξεως αφεαυτής έμμεσης ενισχύσεως, αλλά στο ότι η ενδεχόμενη αυτή ενίσχυση θα στοιχειοθετούνταν αν δεν λαμβάνονταν διορθωτικά μέτρα για τη χορηγηθείσα στην HSH Nordbank ενίσχυση. Επομένως, η μείζων προκείμενη του συλλογισμού των προσφευγουσών είναι ανακριβής. Δεύτερον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή σκοπούσε να αποδείξει την ύπαρξη αφεαυτής ενισχύσεως υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων, παρατηρείται ότι η παρατεθείσα από τις προσφεύγουσες νομολογία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μερικής μεταβιβάσεως του χορηγηθέντος στον αρχικό δικαιούχο πλεονεκτήματος.

86      Η πρώτη αιτίαση πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

87      Όσον αφορά, δεύτερον, την προβαλλομένη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με την αναγνώριση πλεονεκτήματος υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η έκθεση εκτιμήσεως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, βασίστηκε σε αναγνωρισμένες μεθόδους. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι ήταν απαραίτητο να γίνει, εν προκειμένω, «συντηρητική» εκτίμηση και φρονούν ότι η εν λόγω θέση αρχής της Επιτροπής ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Τονίζουν ότι απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, ακόμα και σε περίπτωση σύνθετων οικονομικών εκτιμήσεων, να ελέγχει τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, την αξιοπιστία τους και τη συνοχή τους καθώς και το κατά πόσον μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που αντλεί εξ αυτών η Επιτροπή. Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η έκθεση εκτιμήσεως αναφέρει μια αντικειμενική επιχειρηματική αξία και, άρα, ουδέτερη· υποστηρίζουν ότι αβέβαιες μελλοντικές εκτιμήσεις δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τρόπον θέτοντα μονομερώς σε δυσμενή θέση τα συμφέροντα ενός μέρους, όπερ θα συνέτρεχε στην περίπτωση πιο συντηρητικής προβλέψεως.

88      Εξάλλου, κατά τις προσφεύγουσες:

–        κατά τον χρόνο της εκτιμήσεως, ήταν ρεαλιστικό να θεωρηθεί ότι το γενικό πλαίσιο των χρηματοοικονομικών προϋποθέσεων θα ομαλοποιούνταν μετά το 2011·

–        η συνεκτίμηση άλλων μέτρων αναδιαρθρώσεως πέραν αυτών των οποίων είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο η HSH Nordbank δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς και δεν θα ασκεί επιρροή επί του αποτελέσματος, εφόσον οι συμμετοχές και τα χαρτοφυλάκια που χρησιμεύουν για τον καθορισμό της επιχειρηματικής αξίας εκτιμώνται σε σχέση με την αξία τους στην αγορά και η μείωση της επιχειρηματικής αξίας την οποία θεωρεί δεδομένη η Επιτροπή θα συνέβαινε στην πραγματικότητα μόνο σε περίπτωση πωλήσεως κάτω της αξίας αγοράς·

–        η μη συνεκτίμηση της υποβαθμίσεως της HSH Nordbank από οργανισμό αξιολογήσεως δικαιολογούνταν επίσης αντικειμενικώς, εφόσον η εν λόγω υποβάθμιση δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση της επιχειρηματικής αξίας·

–        ο συνυπολογισμός της θωρακίσεως έναντι κινδύνου δικαιολογούνταν αντικειμενικώς·

–        η μείωση της τιμής εκδόσεως κοινών μετοχών κατά την ανακεφαλαιοποίηση δεν δικαιολογούνταν αντικειμενικώς.

89      Υπενθυμίζεται επίσης το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών. Όπως προκύπτει από το σημείο 32 του υπομνήματος αντικρούσεως, κατά την ανακεφαλαιοποίηση, η τιμή εκδόσεως νέων μετοχών καθορίστηκε σε 19 ευρώ ανά μονάδα, βάσει της εκθέσεως εκτιμήσεως, κατά την οποία η επιχειρηματική αξία εντασσόταν σε εύρος τιμών κυμαινόμενο από 2,01 έως 2,94 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι τιμή μετοχής από 19,1 έως 27,8 ευρώ. Επομένως, η τιμή που έγινε δεκτή είναι ελάχιστα χαμηλότερη του χείριστου ενδεχόμενου του εύρους τιμών που περιλαμβάνεται στην έκθεση εκτιμήσεως. Πάντως, η Επιτροπή έκρινε ότι ακόμα και η τιμή αυτή των 19 ευρώ ανά μετοχή ήταν «σαφώς υπερβολικά υψηλή» (αιτιολογική σκέψη 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σημείο 32 του υπομνήματος αντικρούσεως).

90      Οι προσφεύγουσες, για τους προβληθέντες στις σκέψεις 87 και 88 ανωτέρω λόγους, θεωρούν ότι η εκτίμηση της επιχειρηματικής αξίας της HSH Nordbank, και, κατά συνέπεια, η τιμή των αποτελουσών το κεφάλαιό της μετοχών, συνάδουν με το δίκαιο.

91      Απαιτείται να εξεταστεί κάθε ένα από τα πέντε επιχειρήματα που προβλήθηκαν στη σκέψη 88 ανωτέρω, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητήθηκαν.

92      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τον εσφαλμένο χαρακτήρα του ενδεχομένου ομαλοποιήσεως της αγοράς μετά το 2011, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι ορθώς η Επιτροπή υπενθυμίζει, στο σημείο 38 του υπομνήματος αντικρούσεως, ότι ουδόλως δεσμεύεται από τους κανόνες που εφαρμόζουν οι εταιρίες οικονομικού ελέγχου κατά την κατάρτιση των εκθέσεών τους. Στη συνέχεια, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, οι εν λόγω κανόνες αποσκοπούν στην αποφυγή και στον περιορισμό των κινδύνων και, επομένως, στη σύνεση που πρέπει να επιδεικνύεται, όπερ η Επιτροπή ορθώς υπενθύμισε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Τέλος, το ενδεχόμενο αυτό μπορεί πράγματι να χαρακτηριστεί ως μη συντηρητική προσέγγιση κατά τον καθορισμό της τιμής των μετοχών, διότι, αφενός, από την έκθεση εκτιμήσεως προκύπτει ότι οι αναμενόμενοι το 2009 και το 2010 ρυθμοί αναπτύξεως αντιστοιχούσαν σε κατάρρευση (2009), κατόπιν σε ελαφρά ανάκαμψη (2010), γεγονός από το οποίο δεν μπορούσε να συναχθεί επιστροφή σε ομαλή οικονομική ανάπτυξη το 2011, και, αφετέρου, η ίδια αυτή έκθεση δεν περιλαμβάνει επιχειρηματολογία ή συλλογιστική επί των οποίων να μπορεί να στηριχθεί το ενδεχόμενο αυτό, εφόσον απλώς αναφέρεται ότι το επιχειρηματικό σχέδιο προβλέπει τέτοια επιστροφή. Συνεπώς, το πρώτο επιχείρημα των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

93      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη μη συνεκτίμηση, κατά τον υπολογισμό της τιμής εκδόσεως νέων μετοχών, των μέτρων αναδιαρθρώσεως και αντισταθμίσεως, πρέπει να κριθεί ότι απόκειται στις γερμανικές αρχές, κατά τη λήψη του μέτρου ενισχύσεως το οποίο αποτελεί η ανακεφαλαιοποίηση, να προβλέψουν σε τι συνίσταται η έρευνα της Επιτροπής βάσει της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων. Καίτοι είναι αληθές ότι στην έκθεση εκτιμήσεως προτάθηκαν ορισμένα μέτρα αναδιαρθρώσεως, τούτο έγινε για να δοθεί στην HSH Nordbank η δυνατότητα να συμμορφωθεί μόνο με τη γερμανική νομοθεσία, μεταξύ άλλων, σε σχέση με την αναμενόμενη παρέμβαση του ειδικού ταμείου. Περαιτέρω, ορθώς τόνισε η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 252 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η έκθεση εκτιμήσεως επισήμανε την ανάγκη τυχόν λήψεως πρόσθετων μέτρων αναδιαρθρώσεως και αντισταθμίσεως, χωρίς ωστόσο να αντληθούν σχετικώς οι συνέπειες ως προς τον καθορισμό της τιμής των μετοχών της HSH Nordbank.

94      Κατά συνέπεια, οι μειοψηφούντες μέτοχοι της HSH Nordbank, στους οποίους συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες, δεν μπορούν να αντλήσουν επιχείρημα από το γράμμα της εκθέσεως αυτής, a fortiori για να υποστηρίξουν ότι δεν μπορούσαν να προβλέψουν την εφαρμογή κανόνων δικαίου τους οποίους σαφώς γνώριζαν και όφειλαν να έχουν υπόψη τους ως συνετοί και ενημερωμένοι επιχειρηματίες που έπρεπε να είναι όσον αφορά μέτρα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντά τους (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, C‑194/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:497, σκέψη 71, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Eurallumina κατά Επιτροπής, T‑308/11, EU:T:2014:894, σκέψη 59).

95      Κακώς επίσης υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες ότι η συνεκτίμηση των αναδιαρθρώσεων και των αντισταθμίσεων δεν μπορεί να επηρεάσει τον καθορισμό της επιχειρηματικής αξίας της HSH Nordbank αν δεν υπάρξει πώληση κάτω της τιμής αγοράς. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η μελέτη επί της οποίας βασίζονται οι προσφεύγουσες, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα A 3 του δικογράφου προσφυγής, στηρίζεται στο αξίωμα ότι ο πωλητής διατηρεί τη δυνατότητα να μην προβεί στην πώληση, δυνατότητα η οποία, εξ ορισμού, αποκλείεται στην περίπτωση του τροποποιηθέντος σχεδίου αναδιαρθρώσεως που υπέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εφόσον το σχέδιο αυτό περιελάμβανε την υποχρέωση πωλήσεως ορισμένων χαρτοφυλακίων και τομέων δραστηριότητας εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Ομοίως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εκ μέρους της HSH Nordbank παύση των νέων δραστηριοτήτων της δεν είχε αντίκτυπο στην επιχειρηματική αξία, εφόσον η παύση αυτή είχε ως αυτόματη συνέπεια τη διαρκή μείωση των αποθεμάτων αναλόγως των προθεσμιών των σχετικών με τα στοιχεία του ενεργητικού που συνθέτουν τα χαρτοφυλάκια τα οποία αφορούν οι εν λόγω δραστηριότητες. Το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η εν λόγω παύση δεν έχει επιπτώσεις θα ήταν λυσιτελές μόνον αν υπήρχε επαρκής αποδοτικότητα των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού για να καλύψουν τις δαπάνες τους χρηματοδοτήσεως ή αντικαταστάσεως των δραστηριοτήτων αυτών με άλλες, πλέον πρόσφατες και επαρκώς αποδοτικές. Ωστόσο, οι προσφεύγουσες ουδόλως απέδειξαν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα των προσφευγουσών πρέπει επίσης να απορριφθεί.

96      Όσον αφορά, κατά τρίτον, τη μη συνεκτίμηση της υποβαθμίσεως της HSH Nordbank από οργανισμό αξιολογήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως ανακριβές το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η υποβάθμιση αυτή δεν έχει κανένα αντίκτυπο στον καθορισμό της επιχειρηματικής αξίας της HSH Nordbank. Αντιστρόφως, υπενθυμίζεται ότι οι διαβαθμίσεις αυτές έχουν μάλιστα ως αντικείμενο και, τον περισσότερο χρόνο, ως αποτέλεσμα να αντανακλούν με τη μεγαλύτερη δυνατόν ακρίβεια την επιχειρηματική αξία και τη διαρκή εξέλιξη της αξίας αυτής.

97      Κατόπιν τούτου, η μη συνεκτίμηση της υποβαθμίσεως μπορεί να δικαιολογείται αντικειμενικώς από οικονομική άποψη αν η οικεία επιχείρηση έχει στη διάθεσή της στοιχεία ανατρέποντα τους λόγους της υποβαθμίσεως αυτής, παραδείγματος χάρη άλλες διαβαθμίσεις οργανισμών αξιολογήσεως βαίνουσες προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, τούτο συντρέχει εν προκειμένω, εφόσον οι προσφεύγουσες αναφέρουν τη διατήρηση της διαβαθμίσεως A από δύο άλλους οργανισμούς. Από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο πρώτος οργανισμός υποβάθμισε την HSH Nordbank τον Μάιο του 2009, οι δε δύο άλλοι οργανισμοί έπραξαν το ίδιο μόλις μετά έναν χρόνο, τον Μάιο και τον Ιούλιο του 2010. Πάντως, το σύνολο των διαβαθμίσεων αυτών ήταν στη διάθεση της Επιτροπής, διότι η ανακεφαλαιοποίηση και η θωράκιση έναντι κινδύνου χορηγήθηκαν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2009 και η επίσημη διαδικασία έρευνας κινήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2009. Η Επιτροπή δικαιολογεί την ανάλυσή της επικαλούμενη το γεγονός ότι, γενικώς, αρκεί και μια απλή υποβάθμιση προς αύξηση του πιστωτικού κόστους της οικείας επιχειρήσεως. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε ότι, κατά την κρίση των επισφαλών ενυπόθηκων πιστώσεων, οι λίγοι εναπομένοντες επενδυτές ήσαν εξαιρετικά ευαίσθητοι στην υποβάθμιση, έστω και αν ένας μόνον οργανισμός έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου. Κατά την Επιτροπή, η πρώτη υποβάθμιση είχε, επομένως, από αυτή την άποψη, ιδιαίτερη σημασία.

98      Χωρίς να ελαχιστοποιείται η σημασία του τελευταίου αυτού επιχειρήματος, είναι εντούτοις απορριπτέο. Συγκεκριμένα, η σχετική εμπιστοσύνη των αγορών, τουλάχιστον μέχρι τον Μάιο του 2010, για τη βιωσιμότητα της επιχειρήσεως απέρρεε από τη διατήρηση της διαβαθμίσεως της εν λόγω επιχειρήσεως από πολλούς οργανισμούς αξιολογήσεως (εν προκειμένω, από δύο εκ των τριών «μεγάλων» οργανισμών). Κατά συνέπεια, κακώς η Επιτροπή αναφέρει την απώλεια της διαβαθμίσεως «A» υπέρ του «BBB+» προς στήριξη της συλλογιστικής της η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε υπερεκτιμηθεί η επιχειρηματική αξία της HSH Nordbank.

99      Πρέπει να εξετασθούν τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγουσών πριν να καθορισθεί ο αντίκτυπος της εσφαλμένης αυτής αναλύσεως επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

100    Όσον αφορά, τέταρτον, το γεγονός ότι θεωρήθηκε δεδομένη και τεθείσα σε εφαρμογή η θωράκιση έναντι κινδύνου, ενώ η Επιτροπή έπρεπε να αποφανθεί επί του κατά πόσον συνιστούσε κρατική ενίσχυση και, ενδεχομένως, αν η ενίσχυση αυτή ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι δεν μπορούσε να συνεκτιμηθεί ex ante το μέτρο αυτό για τον καθορισμό της οικονομικής αξίας της επιχειρήσεως, καίτοι η HSH Nordbank «γνώριζε ήδη τις λεπτομέρειες σχετικά με τη θωράκιση έναντι κινδύνου, όπως το κόστος, το ύψος και η διάρκεια». Συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι το περιεχόμενο των μέτρων αυτών ήταν γνωστό και η εν λόγω εταιρία το είχε γνωστοποιήσει στους συνομιλητές της για να τους καθησυχάσει περί της οικονομικής βιωσιμότητάς της ουδόλως συνάγεται ότι η Επιτροπή θα θεωρούσε τα μέτρα αυτά ως κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά, κατά τα λοιπά, όπως εν προκειμένω, τηρουμένων ορισμένων όρων. Επομένως, καίτοι τα εν λόγω μέτρα θα μπορούσαν να συνεκτιμηθούν ως εγγύηση της οικονομικής επιβιώσεως της HSH Nordbank, τούτο δεν συνιστά εντούτοις λυσιτελές νομικό θεμέλιο για να ενσωματωθούν ως μια από τις παραμέτρους του καθορισμού της οικονομικής αξίας της επιχειρήσεως πριν από την αναγνώριση της νομιμότητας των μέτρων αυτών από απόψεως του δικαίου της Ένωσης. Η παραδοχή αντίθετου αξιώματος θα καθιστούσε άνευ ουσίας και λόγου υπάρξεως την εφαρμοστέα στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων διαδικασία.

101    Πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι δεν ασκεί επιρροή το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε συγχρόνως να αρνηθεί να ληφθεί υπόψη η θωράκιση έναντι κινδύνου και να απαιτήσει να ληφθούν υπόψη τα αναμενόμενα μέτρα αναδιαρθρώσεως και αντισταθμίσεως. Επισημαίνεται ότι τα μέτρα αντισταθμίσεως, όπως η εκχώρηση χαρτοφυλακίων ή κλάδων δραστηριότητας, θα είχαν, ούτως ή άλλως, απαιτηθεί από τις αγορές και τις τράπεζες, αφ’ ης στιγμής ήταν δεδομένη η αρχή της επιβιώσεως της επιχειρήσεως, για να αυξηθεί η αποδοτικότητά της. Στο πλαίσιο αυτό, όπως ορθώς υπενθύμισε η Επιτροπή στο υπόμνημα απαντήσεώς της, η έκθεση εκτιμήσεως είχε σκοπό τον καθορισμό της αξίας της HSH Nordbank άνευ ενισχύσεως, προκειμένου να καθορισθεί επί τη βάσει αυτή η τιμή εκδόσεως των μετοχών με προορισμό, ακριβώς, τη χρηματοδότηση των μέτρων ενισχύσεως. Επομένως, ήταν φυσικό ότι η HSH Nordbank, για τον καθορισμό της επιχειρηματικής αξίας, έλαβε υπόψη τις δεσμεύσεις σχετικά με τις διαδικασίες τις οποίες έπρεπε να αναμένει ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας. Τούτο δεν ισχύει για τα μέτρα ενισχύσεως που αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία δεν αντιστοιχούν σε συνιστώσες της επιχειρηματικής αξίας στην αγορά, αλλά αποτελούν εξαιρετικές διευκολύνσεις για να αποφευχθεί η πτώχευση της HSH Nordbank και να καταστεί δυνατή η ανάκαμψή της εν καιρώ. Επομένως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, δυνάμει της ανακοινώσεως της Επιτροπής με τίτλο «Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης» (ΕΕ 2008, C 270, σ. 8), η παροχή εγγυήσεως του Δημοσίου πρέπει να θεωρείται ως επείγον μέτρο και, ως εκ τούτου, να είναι κατ’ ανάγκην προσωρινή, καθόσον μια τέτοια εγγύηση πρέπει, επίσης, να συνοδεύεται από μέτρα αναδιαρθρώσεως ή εκκαθαρίσεως του δικαιούχου (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português, C‑667/13, Συλλογή, EU:C:2015:151, σκέψη 70). Εξάλλου, βάσει ουδενός στοιχείου μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή θα έκρινε νόμιμα τα εν λόγω μέτρα, ήτοι ότι θα τα θεωρούσε είτε ως μη συνιστώντα κρατική ενίσχυση είτε ως κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά. Επιπροσθέτως, το συμβατόν της ενισχύσεως αυτής αναγνωρίστηκε μόνον υπό όρους, οι δε προσφεύγουσες αμφισβητούν εξάλλου τους όρους αυτούς. Επομένως, πρέπει να επισημανθεί ότι, καίτοι θα ήταν εύλογο και χρήσιμο να γνωστοποιήσει η HSH Nordbank στους εμπορικούς συνεργάτες της και στις τράπεζες πως θα ήταν η οικονομική της κατάσταση μετά τη χορήγηση της θωρακίσεως έναντι κινδύνου, η εν λόγω θωράκιση έναντι κινδύνου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό των νεοεκδιδόμενων μετοχών στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποιήσεως χωρίς να υπερεκτιμηθεί μηχανικώς η αξία αυτή.

102    Το τέταρτο επιχείρημα των προσφευγουσών δεν μπορεί, επομένως, να γίνει δεκτό.

103    Όσον αφορά, πέμπτον και τέλος, τον μη δικαιολογημένο χαρακτήρα της μειώσεως της τιμής εκδόσεως των νέων μετοχών, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η τιμή αυτή ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ χαμηλή, βασιζόμενες στη μέση ανά μετοχή τιμή των 23,50 ευρώ που προκύπτει από την έκθεση εκτιμήσεως. Δεδομένου ότι το τελευταίο αυτό επιχείρημα πρέπει να αναλυθεί, στην πράξη, ως συμπέρασμα των τεσσάρων προηγουμένων επιχειρημάτων, πρέπει να κριθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη όλων των λόγων που δέχθηκε η Επιτροπή, με εξαίρεση αυτού που αφορά την υποβάθμιση από έναν μόνον από τους τρεις σημαντικότερους οργανισμούς αξιολογήσεως, το θεσμικό αυτό όργανο έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων και δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η αξία των 19 ευρώ ανά μετοχή ήταν υπερβολικά υψηλή και έπρεπε να αντισταθμιστεί με νέο επιμερισμό των βαρών μεταξύ των μετόχων.

104    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση των προσφευγουσών πρέπει επίσης να απορριφθεί.

105    Όσον αφορά, τρίτον, τον λόγο περί μη συνεκτιμήσεως των προηγουμένων παροχών των προσφευγουσών στο πλαίσιο επιμερισμού των βαρών, επιβάλλεται να απορριφθεί ως ανίσχυρος. Συγκεκριμένα, στην παρούσα διαφορά διακυβεύεται μόνον η προσβαλλόμενη απόφαση (όπερ αποκλείει τη συμπεριφορά όλων των μετόχων της HSH Nordbank πριν από την απόφασή της να προσφύγει στην παρέμβαση των γερμανικών αρχών στο πλαίσιο των μέτρων διασώσεως), και εξάλλου όχι καθόσον η απόφαση αυτή αναγνωρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, αλλά καθόσον επιβάλλει στους μειοψηφούντες μετόχους της HSH Nordbank ορισμένους όρους απτόμενους νέου επιμερισμού των βαρών μεταξύ μετόχων προκειμένου να καταστούν οι εν λόγω ενισχύσεις συμβατές με την εσωτερική αγορά. Το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες παρενέβησαν, όπως εξάλλου το σύνολο των λοιπών μετόχων, πριν από την ανακεφαλαιοποίηση δεν μπορεί, επομένως, να ασκεί επιρροή στην εκτίμηση της νομιμότητας των εν λόγω όρων. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται, όπως τονίζει και η Επιτροπή, ότι, όταν αποφασίστηκε η αύξηση κεφαλαίου το 2008, οι μέτοχοι της HSH Nordbank ανέμεναν ότι η επένδυσή τους θα ήταν κερδοφόρος. Συγκεκριμένα, θεωρούσαν ότι η HSH Nordbank είχε βγει αλώβητη από την οικονομική κρίση και είχαν επισημάνει στην Επιτροπή ότι ενήργησαν σύμφωνα με την αρχή του επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, πράγμα με το οποίο συμφώνησε η Επιτροπή (βλ. αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο λόγος αυτός ασκεί επιρροή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

–       Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τον νέο επιμερισμό των βαρών

106    Με τον έβδομο λόγο του πρώτου μέρους του δικογράφου της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή, αφενός, δεν εξακρίβωσε αν η αρχή αυτή τηρήθηκε σε σχέση με τον νέο επιμερισμό βαρών που προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και, αφετέρου, παραβίασε πράγματι την εν λόγω αρχή επιβάλλοντάς τους την εφάπαξ πληρωμή.

107    Παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι το πρώτο σκέλος του λόγου είναι αβάσιμο.

108    Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει, πριν δικαιολογήσει την επιβολή όρων στους μειοψηφούντες μετόχους, ότι «το τροποποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης περιλαμβάνει πρόσθετα μέτρα με τα οποία βελτιώνεται σαφώς η συμμετοχή των μειοψηφούντων μετόχων στον επιμερισμό των βαρών» (αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι «με τα πρόσθετα αυτά μέτρα για την αμοιβή της θωράκισης έναντι κινδύνου που επέβαλε η Επιτροπή […] αυξάνεται η συνεισφορά για τον επιμερισμό των βαρών» (αιτιολογική σκέψη 259 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι «βελτιώνεται σημαντικά και η συμμετοχή των μειοψηφούντων μετόχων στον επιμερισμό των βαρών μέσω του περιορισμού της αμοιβής για τα κεφαλαιακά μέσα» (αιτιολογική σκέψη 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, υπενθυμίζει ότι, πάντως, από την άποψη του σκοπού «συμμετοχής των μετόχων στον επιμερισμό των βαρών» (αιτιολογική σκέψη 261 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως πρέπει να κριθούν ασύμβατα προς την εσωτερική αγορά αν δεν μπορούν να εκδοθούν νέες διατάξεις βελτιώνουσες τη συμμετοχή των μειοψηφούντων μετόχων στον επιμερισμό των βαρών. Τονίζει ρητώς, στην αιτιολογική σκέψη 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απαγόρευση διανομής μερισμάτων πρέπει «να περιορίζεται δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας». Στην αιτιολογική σκέψη 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναζητεί, επί λέξει, «επαρκή ίδια συνεισφορά και επαρκή συμμετοχή στον επιμερισμό των βαρών», όπερ αντιστοιχεί, σιωπηρώς, αλλά οπωσδήποτε, στο γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την αρχή της αναλογικότητας κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν εξέτασε την τήρηση της εν λόγω αρχής.

109    Το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει επίσης να απορριφθεί για τους ακόλουθους λόγους.

110    Η Επιτροπή προέβαλε, στα υπομνήματά της και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να αμφισβητήσουν τα μέτρα τα οποία, κατ’ αρχήν, τις έθεταν σε ευνοϊκότερη θέση από αυτήν που θα προέκυπτε αν δεν είχε εγκριθεί η ενίσχυση. Πάντως, εφόσον αποδείχθηκε το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών υπό τους όρους που καθορίζονται στις σκέψεις 56 έως 60 ανωτέρω, η εξέταση της νομιμότητας των όρων που επέβαλε η Επιτροπή —και, μεταξύ άλλων, η εξέταση της εκ μέρους τους τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας— πρέπει να γίνει από τον δικαστή της Ένωσης, σε σχέση, αφενός, με τους λόγους που προέβαλαν οι προσφεύγουσες και κρίθηκαν παραδεκτοί και βάσιμοι, καθώς και, αφετέρου, με λόγους δημοσίας τάξεως.

111    Επί της ουσίας, φαίνεται ότι η Επιτροπή τήρησε σαφώς την αρχή αυτή εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν αορίστως οι προσφεύγουσες. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε ούτε να υπολογίσει αριθμητικώς κατά πόσον οι μειοψηφούντες μέτοχοι δεν είχαν επαρκώς συμμετάσχει στον επιμερισμό των βαρών, ούτε να καθορίσει ποιο είναι το ποσό των βαρών των μετόχων το οποίο απορρέει από την εφάπαξ πληρωμή υπό μορφή μετοχών.

112    Συναφώς, όπως ευστόχως επισημάνθηκε στο υπόμνημα αντικρούσεως, παρατηρείται ότι ο αριθμητικός υπολογισμός της ανεπαρκούς συμμετοχής στον επιμερισμό των βαρών των μειοψηφούντων μετόχων προκύπτει σαφώς από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 40 και 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή αν πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ της τιμής των 19 ευρώ ανά μετοχή η οποία έγινε πράγματι δεκτή εν προκειμένω και της διορθωθείσας από την Επιτροπή τιμής (9,1 ευρώ, ήτοι 13,6 ευρώ αφαιρώντας το όφελος της θωρακίσεως έναντι κινδύνου, μείον 4,5 ευρώ σε σχέση με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τη μείωση της τιμής εκδόσεως των νέων μετοχών του μερίσματος 10 % που δεν καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009-2012). Όσον αφορά την αξία της εφάπαξ πληρωμής υπό μορφή μετοχών, η αιτιολογική σκέψη 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως παρέχει στις προσφεύγουσες τις απαραίτητες διευκρινίσεις.

113    Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Επιτροπή τήρησε σαφώς την αρχή της αναλογικότητας.

 Επί των «ειδικών» λόγων του πρώτου μέρους του δικογράφου της προσφυγής

114    Στη συνέχεια, πρέπει να εξετασθούν οι λόγοι οι οποίοι μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «ειδικοί», αλλά μόνον όσον αφορούν την εφάπαξ πληρωμή.

115    Συναφώς, ο έκτος λόγος, ο οποίος αντλείται από το ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999 και την ανακοίνωσή της σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον κοινοτικό τραπεζικό τομέα (ΕΕ 2009, C 72, σ. 1) επιβάλλοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση όρους και υποχρεώσεις που δεν συνδέονται με την αναδιάρθρωση της HSH Nordbank, αλλά συνιστούν συγκαλυμμένη υπό όρους έγκριση έμμεσης ενισχύσεως, στρέφεται, στην πραγματικότητα, αποκλειστικώς κατά της εφάπαξ πληρωμής. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθούν ορισμένα στοιχεία.

116    Η εφάπαξ πληρωμή αποτελεί το αντικείμενο των αιτιολογικών σκέψεων 245 έως 259 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Συμμετοχή των μειοψηφούντων μετόχων στον επιμερισμό των βαρών». Η Επιτροπή επαναλαμβάνει τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας (αιτιολογική σκέψη 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πριν απορρίψει τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των λοιπών ενδιαφερομένων μερών, στα οποία συγκαταλέγονται οι μειοψηφούντες μέτοχοι (ήτοι η ένωση των ταμιευτηρίων του Schleswig-Holstein και οι εταιρίες με σύμβουλο την JC Flowers & Co., στις οποίες συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες).

117    Κατά την Επιτροπή, εφόσον οι μετοχές τις οποίες κατέχουν οι μειοψηφούντες μέτοχοι που δεν έλαβαν μέρος στην ανακεφαλαιοποίηση απομειώθηκαν ανεπαρκώς, δηλαδή η τιμή τους ήταν υπερβολικά υψηλή, ελλείψει σωστού επιμερισμού των βαρών στο πλαίσιο διασώσεως της HSH Nordbank, βάσει του οποίου τα μέτρα ενισχύσεως θα θεωρούνταν συμβατά με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι το έμμεσο πλεονέκτημα που προέκυψε, για τους μειοψηφούντες μετόχους, από τη μη επιβολή των όρων που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, καθόσον, αν η τιμή των μετοχών είχε καθορισθεί σωστά, οι δημόσιοι μέτοχοι (ήτοι τα Länder του Αμβούργου και του Schleswig-Holstein) θα δικαιούνταν πρόσθετα μερίδια στο κεφάλαιο της HSH Nordbank, από τα οποία είχαν παραιτηθεί (αιτιολογικές σκέψεις 247 και 248 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

118    Η Επιτροπή απορρίπτει επίσης τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των μειοψηφούντων μετόχων περί της σημασίας της αρχικής εκτιμήσεως της τιμής και του αριθμού των μετοχών. Κατά τους διαδίκους αυτούς, οι εν λόγω παράμετροι, καθορισθείσες βάσει της εκθέσεως εκτιμήσεως, ήσαν κρίσιμες, ενώ η Επιτροπή εκτιμά ότι η παράλειψη ορισμένων πτυχών στην έκθεση αυτή κατέληξε σε υπερεκτίμηση της τιμής ανά μετοχή κατά την ανακεφαλαιοποίηση (αιτιολογικές σκέψεις 249 και 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ειδικότερα, η Επιτροπή εκφράζει τη διαφωνία της με δύο από τα ενδεχόμενα που έγιναν δεκτά στην έκθεση εκτιμήσεως για τον καθορισμό της τιμής των μετοχών (αιτιολογικές σκέψεις 251 και 252 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ομαλοποιήσεως των αγορών το 2011 και ανακτήσεως της διαβαθμίσεως A από τους οργανισμούς αξιολογήσεως (το 2009, η HSH Nordbank είχε υποβαθμιστεί σε BBB+ με αρνητική προοπτική), τα οποία κρίνει ως μη ευλόγως αισιόδοξα.

119    Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτών την ανάγκη διορθώσεως μέσω της εφάπαξ πληρωμής, για να επιτευχθεί το ηθελημένο επίπεδο μειώσεως των μεριδίων των μειοψηφούντων μετόχων στο κεφάλαιο της HSH Nordbank (αιτιολογική σκέψη 259 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

120    Στο πλαίσιο του έκτου λόγου, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η εφάπαξ πληρωμή, καθόσον επιβαρύνει τους μειοψηφούντες μετόχους, στους οποίους συγκαταλέγεται, δεν μπορεί να αποτελέσει συνεισφορά της HSH Nordbank στην επιστροφή του στοιχείου της ενισχύσεως το οποίο κατά το στάδιο εκείνο κρίθηκε ασύμβατο με την εσωτερική αγορά στην αιτιολογική σκέψη 209 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι τα ληφθέντα μέτρα δεν περιλαμβάνουν ροές πληρωμών επιστροφής στον χορηγούντα την ενίσχυση.

121    Η Επιτροπή υπενθυμίζει σαφώς ότι η HSH Finanzfonds «διαδραματίζει διπλό ρόλο […] μετόχου της […] HSH Nordbank, αφενός, και χορηγούντος την ενίσχυση, αφετέρου». Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά την εφάπαξ πληρωμή, 500 εκατομμύρια ευρώ καταβλήθηκαν στην HSH Finanzfonds από την HSH Nordbank, τα οποία αφαιρέθηκαν ταυτόχρονα από τα στοιχεία του ενεργητικού της HSH Nordbank. Το ποσόν αυτό καταβλήθηκε υπό μορφή μετοχών, η δε αύξηση κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε αναλόγως. Εντούτοις, τα στοιχεία του ενεργητικού της HSH Finanzfonds αυξήθηκαν κατά 500 εκατομμύρια ευρώ κατόπιν της πράξεως αυτής και, εφόσον το ίδιο αυτό ποσό μειώθηκε από τα στοιχεία του ενεργητικού της HSH Nordbank (πριν ενσωματωθεί εκ νέου στο εταιρικό της κεφάλαιο), η αξία των μεριδίων όλων των μετόχων στο εν λόγω κεφάλαιο μειώθηκε.

122    Καίτοι είναι αληθές ότι, με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή μετακύλισε μέρος των ζημιών στο επενδυθέν κεφάλαιο από τους μειοψηφούντες μετόχους, στους οποίους συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες, για να καταστεί δυνατός νέος επιμερισμός των βαρών μεταξύ των μειοψηφούντων μετόχων και του πλειοψηφούντος μετόχου HSH Finanzfonds, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι ο εν λόγω επιμερισμός δεν δικαιολογείται, όπως κρίθηκε στη σκέψη 113 ανωτέρω. Επιπλέον, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα των προσφευγουσών, η εφάπαξ πληρωμή παράγει αποτελέσματα επί όλων των μετόχων, ακόμα και αν το γεγονός ότι ο πλειοψηφών μέτοχος, ο οποίος, υπό την ιδιότητα αυτή, συνεισφέρει επομένως και αυτός στην ανακατανομή του ποσού των 500 εκατομμυρίων ευρώ ως αξίας των μετοχών που ήδη κατέχει, είναι επίσης δικαιούχος των νεοεκδιδόμενων μετοχών, μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση διαφορετικής μεταχειρίσεως. Πάντως, δεν πρόκειται παρά για μια διαστρεβλωμένη εικόνα της εφάπαξ πληρωμής, διότι η HSH Finanzfonds μόνον υπό την ιδιότητα του χορηγούντος την ενίσχυση, ο οποίος υπέστη κυρώσεις από την υπερεκτίμηση της επιχειρηματικής αξίας, έλαβε νέες μετοχές, και όχι υπό την ιδιότητα του μετόχου. Όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, προς επίτευξη της επανεξισορροπήσεως αυτής θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί νέος οργανισμός δημοσίου δικαίου ο οποίος δεν θα είναι μέτοχος, αλλά μόνον αποδέκτης των κεφαλαίων, οπότε θα γινόταν ο ίδιος επιμερισμός των βαρών μεταξύ όλων των μετόχων υπέρ του χορηγούντος την ενίσχυση, τον οποίον θα εκπροσωπούσε ο εν λόγω οργανισμός.

123    Επομένως, πρέπει να κριθεί ότι η εφάπαξ πληρωμή, καίτοι έχει ως οικονομική συνέπεια τη μείωση της αξίας των μεριδίων των μειοψηφούντων μετόχων στο κεφάλαιο της HSH Nordbank, έχει εντούτοις νομική βάση καθόσον τους επιβάλλει να μετέχουν αναλογικώς της συμμετοχής των δημοσίων μετόχων κατά την ανακεφαλαιοποίηση, οπότε οι μειοψηφούντες μέτοχοι δεν είναι εμμέσως δικαιούχοι ενισχύσεως και τα επίμαχα μέτρα δύνανται να κριθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά.

124    Ο έκτος λόγος του πρώτου μέρους του δικογράφου της προσφυγής πρέπει επομένως να απορριφθεί.

125    Στο πλαίσιο του όγδοου λόγου του πρώτου μέρους του δικογράφου της προσφυγής, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τρεις αποφάσεις της Επιτροπής.

126    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η πρακτική της Επιτροπής σε θέματα λήψεως αποφάσεων επί άλλων υποθέσεων, δεν είναι σε θέση να θίξει το κύρος μεταγενέστερης αποφάσεως, δυνάμενης να εκτιμηθεί μόνον υπό το φως των αντικειμενικών κανόνων της Συνθήκης (αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2010, Todaro Nunziatina & C., C‑138/09, Συλλογή, EU:C:2010:291, σκέψη 21, και Eurallumina κατά Επιτροπής, σκέψη 94 ανωτέρω, EU:T:2014:894, σκέψη 80).

127    Επιπροσθέτως, πρέπει να αναφερθούν τα εξής στοιχεία.

128    Όσον αφορά τη σύγκριση με την απόφαση της Επιτροπής της 7ης Μαΐου 2009, οι προσφεύγουσες προβάλλουν το γεγονός ότι ο όμιλος Generali, ο οποίος δεν συμμετείχε στην αύξηση του κεφαλαίου, δεν υποχρεώθηκε να συνεισφέρει στα βάρη, «πέραν της αναστολής της διανομής τυχόν μερισμάτων κατά τη διάρκεια δύο οικονομικών χρήσεων». Συνάγεται ότι η πρώτη αυτή σύγκριση αφορά, επομένως, μόνον τη βασιμότητα της εφάπαξ πληρωμής. Εφόσον, κατά την εξέταση του έκτου λόγου, αποδείχθηκε η εν λόγω βασιμότητα, η σύγκριση αυτή δεν έχει πιθανότητες ευδοκιμήσεως.

129    Η δεύτερη σύγκριση γίνεται σύμφωνα με το ίδιο σιωπηρό αξίωμα, καθόσον οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, στην υπόθεση αυτή στην οποία ορισμένοι μέτοχοι δεν έλαβαν μέρος στην αύξηση του κεφαλαίου, από το ανακοινωθέν τύπου της Επιτροπής «δεν προκύπτει κατά πόσον οι [εν λόγω] μέτοχοι μετέσχον στον επιμερισμό των βαρών με απλή απαγόρευση διανομής μερισμάτων ή επιβολής πρόσθετων βαρών».

130    Στο πλαίσιο της τρίτης συγκρίσεως, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι η Επιτροπή ήταν της γνώμης ότι, στην υπόθεση η οποία κατέληξε στην απόφαση της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31883 (πρώην N 516/10), «τα βαυαρικά ταμιευτήρια φέρουν πρόσθετο βάρος δεδομένου ότι δεν λαμβάνουν πλέον ετήσια αμοιβή για τις παθητικές συμμετοχές τους και πρέπει να παραιτηθούν της καταβολής μερισμάτων λόγω της απαγορεύσεως διανομής μερισμάτων» και εκτιμούν ότι τα βάρη αυτά «δεν συγκρίνονται με το βάρος που φέρουν οι μειοψηφούντες μέτοχοι της HSH Nordbank λόγω της εφάπαξ πληρωμής και του περιορισμού των μερισμάτων».

131    Και στην περίπτωση αυτή δεν αμφισβητείται η καθεαυτή παρανομία της απαγορεύσεως, κατόπιν του περιορισμού, της διανομής μερισμάτων, καθόσον η αμφισβήτηση αυτή είναι, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτη εν προκειμένω, όπως κρίθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, αλλά αμφισβητείται το κατά πόσον είναι σύννομη η προσθήκη τους στο βάρος που αντιπροσωπεύει η εφάπαξ πληρωμή. Κατά συνέπεια, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που αφορούν την πρώτη σύγκριση, η δεύτερη και η τρίτη σύγκριση δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η εν λόγω προσθήκη ενέχει οιαδήποτε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ούτε ότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον η αρχή αυτή τηρήθηκε εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στη σκέψη 113 ανωτέρω.

132    Επομένως, ο όγδοος λόγος του πρώτου μέρους του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί.

133    Συνολικώς, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η εφάπαξ πληρωμή, η οποία είχε αποκλειστικώς ως σκοπό, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, να καταστήσει την κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά, συνιστά όρο δυσανάλογο ή αντίθετο προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

134    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

135    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη των προσφευγουσών στα δικαστικά έξοδα και αυτές ηττήθηκαν, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις HSH Investment Holdings Coinvest-C Sàrl και HSH Investment Holdings FSO Sàrl στα δικαστικά έξοδα.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Νοεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.