Language of document : ECLI:EU:T:2015:840

Υπόθεση T‑499/12

HSH Investment Holdings Coinvest-C Sàrl και
HSH Investment Holdings FSO Sàrl

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Τραπεζικός τομέας — Αναδιάρθρωση της HSH Nordbank — Απόφαση κηρύττουσα την ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά υπό ορισμένους όρους — Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα — Μειοψηφών μέτοχος του δικαιούχου της ενισχύσεως — Έννοια του αυτοτελούς εννόμου συμφέροντος — Εν μέρει απαράδεκτο — Απομείωση κεφαλαίου»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 12ης Νοεμβρίου 2015

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή ασκηθείσα από προσφεύγοντα ο οποίος δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως — Παραδεκτό — Προϋπόθεση — Πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι του προσφεύγοντος

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Ενεργητική νομιμοποίηση — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση της Επιτροπής κηρύττουσα μια ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά υπό ορισμένους όρους — Ατομικός επηρεασμός — Κριτήρια — Ιδιότητα μετέχοντος σε διοικητική διαδικασία — Απουσία θέσεως διαπραγματευτή σαφώς οριοθετημένης — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Απόφαση της Επιτροπής κηρύττουσα μια ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά υπό ορισμένους όρους — Προσφυγή μετόχου της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση — Παραδεκτό — Προϋπόθεση — Έννομο συμφέρον διακριτό από αυτό της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

4.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Έλλειψη — Απαράδεκτο

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 44 § 1, στοιχείο γʹ]

5.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση της Επιτροπής σε θέματα κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απόφαση της Επιτροπής κηρύττουσα μια ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά υπό ορισμένους όρους — Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 107 § 3 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 7)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να χαρακτηρισθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά — Ενισχύσεις για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους — Ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως — Επιμερισμός των επιβαρύνσεων — Καθορισμός της τιμής εκδόσεως των μετοχών στο πλαίσιο ανακεφαλαιοποιήσεως στην οποία εμπλέκονται οι μέτοχοι της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση — Δυνατότητα της Επιτροπής να αρνηθεί να λάβει υπόψη θωράκιση έναντι κινδύνου και να απαιτήσει να ληφθούν υπόψη τα αναμενόμενα μέτρα αναδιαρθρώσεως και αντισταθμίσεως — Επιτρέπεται

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2008/C 270/02 της Επιτροπής)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να χαρακτηρισθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά — Ενισχύσεις για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους — Ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως — Επιμερισμός των βαρών — Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να χαρακτηρισθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά — Ενισχύσεις για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους — Ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως — Επιμερισμός των βαρών — Ανεπαρκής μείωση της συμμετοχής των μειοψηφούντων μετόχων — Διόρθωση μέσω εφάπαξ πληρωμής υπέρ του πλειοψηφούντος μετόχου — Επιτρέπεται

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ)

10.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να χαρακτηρισθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά — Ενισχύσεις για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους — Εκτίμηση — Συνεκτίμηση προγενέστερης πρακτικής —Αποκλείεται

(Άρθρο 107 § 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ)

1.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από μη προνομιούχο προσφεύγοντα, ελλείψει εννόμου συμφέροντος του τελευταίου αυτού, παρέλκει η εξέταση του αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συναφώς, στον προσφεύγοντα απόκειται να αποδείξει το έννομο συμφέρον του, αποδεικνύοντας, ειδικότερα, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως.

Πάντως, οσάκις η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται από μη προνομιούχο διάδικο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης, η προϋπόθεση κατά την οποία τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου μέτρου πρέπει να είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση, συμπίπτει με τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, για να εκτιμηθεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεκτική προσφυγής από τις προσφεύγουσες, πρέπει να εξεταστεί αν συνιστά πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών.

(βλ. σκέψεις 23, 25-27)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 29, 30, 33, 45)

3.      Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ένα πρόσωπο, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία μπορεί να επικαλεστεί έννομο συμφέρον διαφορετικό από αυτό της επιχειρήσεως την οποία αφορά η πράξη της Ένωσης και της οποίας κατέχει μέρος του κεφαλαίου, δεν μπορεί να προασπίσει άλλως τα συμφέροντά του έναντι της πράξεως αυτής παρά ασκώντας τα δικαιώματα του εταίρου της επιχειρήσεως αυτής, η οποία έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή.

Συναφώς, όταν η προσφυγή του αποσκοπεί στην πλήρη ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής κηρύττουσας ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά, μέτοχος της επιχειρήσεως που έλαβε ενισχύσεις δεν έχει διαφορετικό έννομο συμφέρον από την τελευταία αυτή.

Τούτο ισχύει ιδίως όταν, καταρχάς, χωρίς μέτρα διασώσεως όπως η ανακεφαλαιοποίηση, η θωράκιση έναντι κινδύνου και η εγγύηση ρευστότητας, η η επιχείρηση υπέρ της οποίας ελήφθησαν τα εν λόγω μέτρα θα είχε πιθανότατα πτωχεύσει και ο μέτοχός της, εξαναγκασθείς να υποστεί εκποίηση των μεριδίων του σε ευτελή τιμή, αν όχι εκμηδένισή τους, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, θα είχαν απολέσει την επένδυσή του. Εν συνεχεία, το συμφέρον του μετόχου που δεν μετέσχε στην ανακεφαλαιοποίηση, μολονότι νομικώς μπορούσε να το πράξει, συμπίπτει με αυτό της ανακεφαλαιοποιηθείσας επιχειρήσεως, ήτοι για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων ώστε να καταστεί δυνατή η βιωσιμότητα της εταιρίας αυτής. Τέλος, αν τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως είχαν θεωρηθεί ασύμβατα προς την εσωτερική αγορά, το κράτος μέλος θα είχε υποχρεωθεί να τα ανακτήσει από τη δικαιούχο επιχείρηση, όπερ θα ασκούσε επιρροή στην οικονομική κατάσταση του μετόχου, αναλόγως της συμμετοχής του στο κεφάλαιό της.

Αντιθέτως, ο μέτοχος επιχειρήσεως που έχει λάβει ενισχύσεις έχει έννομο συμφέρον διακριτό από της τελευταίας αυτής όταν η προσφυγή του αποσκοπεί στη μερική ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής, της οποίας μερικές πτυχές των όρων που επιβλήθηκαν για να κηρυχθούν οι ενισχύσεις συμβατές προς την εσωτερική αγορά θίγουν, έστω και δυνητικώς, το δικαίωμα ιδιοκτησίας του μετόχου ή συνεπάγονται μείωση των κερδών του λόγω της μειώσεως της ονομαστικής αξίας κάθε μετοχής.

Ωστόσο, όσον αφορά μέτρο απαγορεύσεως και κατόπιν περιορισμού των μερισμάτων, μολονότι τα μέτρα αυτά αφορούν τη διανομή των κερδών επιχειρήσεως, τα συμφέροντα του μετόχου και της δικαιούχου επιχειρήσεως συμπίπτουν όταν, για να καταστεί δυνατή η διάσωση της εν λόγω επιχειρήσεως, το κοινό συμφέρον της τελευταίας αυτής και του συνόλου των μετόχων της ήταν να ενισχυθεί ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της εταιρίας, ούτως ώστε να μπορέσει να βελτιώσει τη διαβάθμισή της και να προσελκύσει νέους επενδυτές. Συγκεκριμένα, αφενός, εταιρία μπορεί να έχει συμφέρον στη διανομή μερισμάτων για να διατηρήσει τους μετόχους της καθώς και να τους ανταμείψει για την επένδυσή τους και, ως εκ τούτου, να θίγεται από μέτρο απαγορεύσεως, κατόπιν περιορισμού, της διανομής αυτής, και κατά συνέπεια μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει το εν λόγω μέτρο. Αφετέρου, η μη διανομή μερισμάτων την ωφελεί, εφόσον ενισχύει τα ίδια κεφάλαιά της. Το δε συμφέρον του μετόχου μπορεί να διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό. Γενικώς, βραχυπρόθεσμα, το συμφέρον του μετόχου είναι να αποκομίσει, το συντομότερο δυνατόν, κέρδος από την επένδυσή του και, επομένως, διανομή μερισμάτων. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ο μέτοχος αποσκοπεί στην ανάπτυξη της εταιρίας, παραδείγματος χάρη για την πραγματοποίηση κέρδους κατά την πώληση των μετοχών του, και, σε περίοδο κρίσης, όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αναπτύξεως της εταιρίας, στη διατήρηση ή στην ανάκαμψη της εν λόγω εταιρίας.

(βλ. σκέψεις 31, 40-43, 57-59, 61-63)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 64, 65)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 68-76)

6.      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ], προβλέπει τέσσερα είδη αποφάσεων: την απόφαση με την οποία θεωρείται ότι το επίμαχο μέτρο δεν είναι ενίσχυση, την απόφαση η οποία αναγνωρίζει, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεως από το οικείο κράτος μέλος, ότι η επίμαχη ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά («θετική απόφαση»), την απόφαση κατά την οποία η Επιτροπή επιβάλλει με θετική απόφαση όρους βάσει των οποίων μπορεί να καταστεί δυνατή η αναγνώριση του συμβατού με την εσωτερική αγορά και υποχρεώσεις βάσει των οποίων μπορεί να ελέγχει την τήρηση της αποφάσεώς της («υπό όρους απόφαση») και, τέλος, την απόφαση με την οποία η Επιτροπή εκτιμά ότι η ενίσχυση είναι ασύμβατη με την εσωτερική αγορά («αρνητική απόφαση»).

Απόφαση με την οποία κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα σε επιχείρηση θεωρείται συμβατή με την εσωτερική αγορά υπό τον όρο ότι θα γίνουν διορθώσεις ως προς τον επιμερισμό των βαρών μεταξύ μετόχων, για να ενισχυθεί η συνεισφορά των μειοψηφούντων μετόχων, συνιστά υπό όρους απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Στο πλαίσιο αυτό, συνεπώς, η Επιτροπή δεν χρειαζόταν να αποφανθεί ως προς την ύπαρξη έμμεσης κρατικής ενισχύσεως χορηγηθείσας υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων, διότι ακριβώς για να μη συσταθεί η ενίσχυση αυτή εισήχθησαν οι εν λόγω διορθώσεις.

Συνεπώς, η Επιτροπή δεν παραβαίνει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 και δεν παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου μη αποφαινόμενη, στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί της υπάρξεως έμμεσης ενισχύσεως υπέρ των μειοψηφούντων μετόχων, εφόσον οι διορθώσεις σχετικά με τον επιμερισμό των βαρών μεταξύ μετόχων, προκειμένου να ενισχυθεί η συμβολή των μειοψηφούντων μετόχων, τέθηκαν ακριβώς για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αυτό.

(βλ. σκέψεις 79-81)

7.      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, για τον καθορισμό της τιμής εκδόσεως των μετοχών στο πλαίσιο ανακεφαλαιοποιήσεως στην οποία εμπλέκονται οι μέτοχοι της επιχειρήσεως που έλαβε ενισχύσεις, η Επιτροπή δύναται να αρνηθεί να λάβει υπόψη θωράκιση έναντι κινδύνου και να απαιτήσει να ληφθούν υπόψη τα μέτρα αναδιαρθρώσεως και αντισταθμίσεως.

Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά, όπως η εκχώρηση χαρτοφυλακίων ή κλάδων δραστηριότητας, θα είχαν, ούτως ή άλλως, απαιτηθεί από τις αγορές και τις τράπεζες, αφ’ ης στιγμής ήταν δεδομένη η αρχή της επιβιώσεως της επιχειρήσεως, για να αυξηθεί η αποδοτικότητά της. Στο πλαίσιο αυτό, όταν έκθεση εκτιμήσεως αποσκοπεί στον καθορισμό της αξίας της επιχειρήσεως που έλαβε ενισχύσεις αν δεν είχαν χορηγηθεί οι εν λόγω ενισχύσεις, προκειμένου να καθορισθεί επί τη βάσει αυτή η τιμή εκδόσεως των μετοχών που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των μέτρων ενισχύσεως, είναι φυσικό η εν λόγω επιχείρηση, για τον καθορισμό της αξίας της, να λάβει υπόψη τις δεσμεύσεις σχετικά με τις διαδικασίες τις οποίες πρέπει να αναμένει ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας. Τούτο δεν ισχύει για τα μέτρα ενισχύσεως που δεν αντιστοιχούν σε συνιστώσες της επιχειρηματικής αξίας στην αγορά, αλλά αποτελούν εξαιρετικές διευκολύνσεις για να αποφευχθεί η πτώχευση της επιχειρήσεως αυτής και να καταστεί δυνατή η εν καιρώ ανάκαμψή της.

Συναφώς, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η παροχή εγγυήσεως του Δημοσίου πρέπει να θεωρείται ως επείγον μέτρο και, ως εκ τούτου, να είναι κατ’ ανάγκην προσωρινή, καθόσον μια τέτοια εγγύηση πρέπει, επίσης, να συνοδεύεται από μέτρα αναδιαρθρώσεως ή εκκαθαρίσεως του δικαιούχου.

Καίτοι θα ήταν εύλογο και χρήσιμο να γνωστοποιήσει η ενισχυθείσα επιχείρηση στους εμπορικούς συνεργάτες της και στις τράπεζες πώς θα ήταν η οικονομική της κατάσταση μετά τη χορήγηση της θωρακίσεως έναντι κινδύνου, η εν λόγω θωράκιση έναντι κινδύνου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό των νεοεκδιδόμενων μετοχών στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποιήσεως χωρίς να υπερεκτιμηθεί μηχανικώς η αξία αυτή.

(βλ. σκέψη 101)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 108, 111-113)

9.      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, για να διασφαλισθεί ο επιμερισμός των βαρών μεταξύ των μειοψηφούντων μετόχων και δημοσίου οργανισμού που είναι πλειοψηφών μέτοχος επιχειρήσεως που έλαβε ενισχύσεις, εφάπαξ πληρωμή συνιστάμενη στην καταβολή εκ μέρους της επιχειρήσεως που έλαβε ενισχύσεις ενός χρηματικού ποσού προς τον εν λόγω δημόσιο οργανισμό, προκειμένου το ποσό αυτόν να χρησιμοποιηθεί για αύξηση του κεφαλαίου της ενισχυθείσας επιχειρήσεως με εισφορά σε είδος, καίτοι έχει ως οικονομική συνέπεια τη μείωση της αξίας των μεριδίων των μειοψηφούντων μετόχων στο κεφάλαιο της επιχειρήσεως που έλαβε ενισχύσεις, έχει εντούτοις νομική βάση καθόσον τους επιβάλλει να μετέχουν αναλογικώς της συμμετοχής των δημοσίων μετόχων κατά την ανακεφαλαιοποίηση, οπότε οι μειοψηφούντες μέτοχοι δεν είναι εμμέσως δικαιούχοι ενισχύσεως και τα επίμαχα μέτρα δύνανται να κριθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά.

(βλ. σκέψη 123)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 126-131)