Language of document : ECLI:EU:C:2008:257

Υπόθεση C-133/06

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κοινή πολιτική ασύλου — Οδηγία 2005/85/ΕΚ — Διαδικασία χορηγήσεως και ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα στα κράτη μέλη — Ασφαλείς χώρες καταγωγής — Ασφαλείς ευρωπαϊκές τρίτες χώρες — Κοινοί ελάχιστοι κατάλογοι — Διαδικασία θεσπίσεως και τροποποιήσεως των κοινών ελάχιστων καταλόγων — Άρθρο 67, παράγραφοι 1 και 5, πρώτη περίπτωση, ΕΚ — Αναρμοδιότητα»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Θεωρήσεις, άσυλο, μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Διαδικασία χορηγήσεως και ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα στα κράτη μέλη

(Άρθρο 202 ΕΚ· οδηγία 2005/85 του Συμβουλίου, δέκατη ένατη και εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη)

2.        Πράξεις των οργάνων – Προπαρασκευαστική διαδικασία – Κανόνες της Συνθήκης – Επιτακτικός χαρακτήρας

(Άρθρο 67 § 2, περίπτωση 2, ΕΚ)

3.        Θεωρήσεις, άσυλο, μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Διαδικασία χορηγήσεως και ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα στα κράτη μέλη

(Άρθρα 63, εδ. 1, σημεία 1 και 2, στοιχείο α΄, 67 §§ 1 και 5, και 202 ΕΚ· οδηγία 2005/85 του Συμβουλίου)

1.        Σύμφωνα με το άρθρο 202 ΕΚ, οσάκις πρέπει να ληφθούν, σε κοινοτικό επίπεδο, μέτρα εκτελέσεως μιας βασικής πράξεως, εναπόκειται στην Επιτροπή να ασκεί αυτή την αρμοδιότητα. Το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογεί δεόντως, ανάλογα με τη φύση και το περιεχόμενο της βασικής πράξεως που πρόκειται να εφαρμοστεί, τυχόν εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτόν.

Συναφώς, η δέκατη ένατη και η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2005/85, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, όπου γίνεται αναφορά στην πολιτική βαρύτητα του χαρακτηρισμού τρίτων χωρών ως ασφαλών χωρών καταγωγής και στις συνέπειες που μπορεί να έχει ο ορισμός της έννοιας «ασφαλείς [ευρωπαϊκές] τρίτες χώρες» για τους αιτούντες άσυλο αντιστοίχως, έχουν ως σκοπό να διευκρινίσουν τους λόγους για τους οποίους απαιτείται διαβούλευση με το Κοινοβούλιο πριν από τη θέσπιση και την τυχόν τροποποίηση των καταλόγων ασφαλών χωρών και όχι να αιτιολογήσουν επαρκώς την απόφαση του Συμβουλίου να επιφυλάξει στον εαυτό του, κατ’ εξαίρεση, την άσκηση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων.

(βλ. σκέψεις 47-49)

2.        Οι κανόνες που ρυθμίζουν τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η βούληση των κοινοτικών οργάνων προβλέπονται από τη Συνθήκη και είναι δεσμευτικοί τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ίδια τα κοινοτικά όργανα. Μόνον η Συνθήκη μπορεί, σε ειδικές περιπτώσεις όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 67, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, ΕΚ, να εξουσιοδοτεί ένα κοινοτικό όργανο να τροποποιήσει μία διαδικασία λήψεως αποφάσεως, την οποία θεσπίζει η ίδια η Συνθήκη.

Η τυχόν αναγνώριση υπέρ ενός κοινοτικού οργάνου της δυνατότητας να δημιουργεί νέες νομικές βάσεις με διατάξεις του παράγωγου δικαίου, ανεξαρτήτως του αν η προβλεπόμενη διαδικασία εκδόσεως μιας πράξεως καθίσταται περισσότερο ή λιγότερο περίπλοκη, θα ισοδυναμούσε με απονομή στο κοινοτικό αυτό όργανο νομοθετικής εξουσίας, υπερβαίνουσας τα όρια που προβλέπει σχετικώς η Συνθήκη. Τούτο θα σήμαινε ότι παρέχεται σε αυτό το κοινοτικό όργανο η δυνατότητα να παραβιάζει την αρχή της θεσμικής ισορροπίας μεταξύ των κοινοτικών οργάνων, κατά την οποία κάθε κοινοτικό όργανο πρέπει να ασκεί τις αρμοδιότητές του σεβόμενο τις αρμοδιότητες των άλλων.

Εξάλλου, η ύπαρξη προγενέστερης πρακτικής, συνιστάμενης στη δημιουργία νομικών βάσεων με πράξεις του παράγωγου δικαίου, δεν είναι δυνατό να θεμελιώσει παρέκκλιση από τους κανόνες της Συνθήκης και δεν μπορεί, επομένως, να δημιουργήσει προηγούμενο που δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα.

(βλ. σκέψεις 54-57, 60)

3.        Προκειμένου να διευκρινιστεί αν είτε η δια νομοθετικής πράξεως θέσπιση και τροποποίηση των καταλόγων ασφαλών χωρών είτε η ενδεχόμενη απόφαση περί εφαρμογής του άρθρου 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ, με την ανάθεση στην Επιτροπή της ασκήσεως εκτελεστικών αρμοδιοτήτων ή με τη διατήρηση από το Συμβούλιο του δικαιώματος ασκήσεως των αρμοδιοτήτων αυτών, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 5 του άρθρου 67 ΕΚ, πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν το Συμβούλιο, εκδίδοντας την οδηγία 2005/85, θέσπισε κοινοτική νομοθεσία περί καθορισμού των κοινών κανόνων και των βασικών αρχών που διέπουν τους τομείς στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 63, πρώτο εδάφιο, σημεία 1 και 2, στοιχείο α΄, ΕΚ.

Δεδομένου ότι η οδηγία 2005/85 θεσπίζει λεπτομερή κριτήρια, βάσει των οποίων μπορούν ακολούθως να καταρτιστούν οι κατάλογοι ασφαλών χωρών, το Συμβούλιο, εκδίδοντας αυτή τη νομοθετική πράξη, θέσπισε «κοινοτική νομοθεσία η οποία […] καθορίζει τους κοινούς κανόνες και τις βασικές αρχές» κατά την έννοια του άρθρου 67, παράγραφος 5, πρώτη περίπτωση, ΕΚ, οπότε πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία συναποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 63, 65-66)