Language of document : ECLI:EU:T:2013:11

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 15ης Ιανουαρίου 2013(*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος BELLRAM – Προγενέστερο λεκτικό εθνικό σήμα και προγενέστερα εικονιστικά εθνικά σήματα RAM και Ram – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Δικαίωμα ακροάσεως – Άρθρο 63, παράγραφος 2, άρθρα 75 και 76 του κανονισμού 207/2009 – Προθεσμία ανακοπής»

Στην υπόθεση T‑237/11,

Lidl Stiftung & Co. KG, με έδρα το Neckarsulm (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον T. Träger, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τις K. Klüpfel και D. Walicka,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Lactimilk, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον P. Casamitjana Lleonart, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 1ης Μαρτίου 2011 (υπόθεση R 1154/2009-4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Lactimilk, SA και της Lidl Stiftung & Co. KG,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγητή) και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Μαΐου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Οκτωβρίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Σεπτεμβρίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Ιανουαρίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπαντήσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 2012,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 10ης Ιουλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 15 Μαΐου 2006 η προσφεύγουσα Lidl Stiftung & Co. KG υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο BELLRAM.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην κατηγορία προϊόντων «τυριά».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο Κοινοτικών Σημάτων αριθ. 42/2006, της 16ης Οκτωβρίου 2006.

5        Στις 9 Ιανουαρίου 2007 η παρεμβαίνουσα Lactimilk, SA άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως του σήματος που ζητήθηκε για τα προπαρατεθέντα στη σκέψη 3 προϊόντα της κλάσεως 29.

6        Η ανακοπή στηριζόταν σε δικαίωμα επί των ακόλουθων προγενέστερων ισπανικών σημάτων:

–        του εικονιστικού σήματος, χρώματος κίτρινου και μπλε, που καταχωρίστηκε με αριθμό 2414439 (στο εξής: πρώτο προγενέστερο εικονιστικό σήμα) και το οποίο αναπαρίσταται κατωτέρω:

Image not found

–        του εικονιστικού σήματος που καταχωρίστηκε με αριθμό 98550 (στο εξής: δεύτερο προγενέστερο εικονιστικό σήμα) και το οποίο αναπαρίσταται κατωτέρω:

Image not found

–        του λεκτικού σήματος RAM που καταχωρίστηκε με αριθμό 151890 (στο εξής: προγενέστερο λεκτικό σήμα).

7        Το πρώτο προγενέστερο εικονιστικό σήμα καταχωρίστηκε για προϊόντα τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Κρέατα, ψάρια, πουλερικά και κυνήγια· εκχυλίσματα κρέατος· φρούτα, λαχανικά, κρέατα και ψάρια διατηρημένα (κονσέρβες), αποξηρανθέντα και μαγειρεμένα· ζελατίνες, κομπόστες· αυγά· έλαια και λίπη βρώσιμα· έτοιμα γεύματα με βάση το κρέας, ψάρια ή λαχανικά και ειδικώς γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, γιαούρτι, τυρί, βούτυρο, μαργαρίνη και νωπή κρέμα γάλακτος (γαλακτοκομικά προϊόντα)».

8        Το δεύτερο προγενέστερο εικονιστικό σήμα καταχωρίστηκε για προϊόντα τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Όλοι οι τύποι βουτύρου, νωπό γάλα, συμπυκνωμένο γάλα και γάλα σε σκόνη, τυρί, βούτυρο, γιαούρτι, κεφίρ και άλλα παράγωγα του γάλακτος».

9        Το προγενέστερο λεκτικό σήμα καταχωρίστηκε αρχικώς για προϊόντα τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Νωπό γάλα, συμπυκνωμένο γάλα και γάλα σε σκόνη, τυρί, βούτυρο, γιαούρτι, κεφίρ και άλλα παράγωγα του γάλακτος». Ο κατάλογος αυτός προϊόντων συμπληρώθηκε μεταγενέστερα από τον κατάλογο προϊόντων που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: « Τρόφιμα ζωικής προέλευσης· έλαια και λίπη βρώσιμα· αποξηραμένα λαχανικά και άλλα λαχανικά έτοιμα προς κατανάλωση ή διατηρημένα· ζελατίνες και μαρμελάδες· κρέατα, πουλερικά και κυνήγια· αυγά· σάλτσες για σαλάτες· ροφήματα με γάλα στα οποία το γάλα είναι το βασικό συστατικό· αποκλειομένων ρητώς των διατηρημένων ψαριών και προϊόντων αλιείας».

10      Η ανακοπή ασκήθηκε ως προς όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσδιορίζονται από τα τρία προγενέστερα σήματα.

11      Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκε ο λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009).

12      Στις 31 Αυγούστου 2009 το τμήμα ανακοπών δέχθηκε την ανακοπή της παρεμβαίνουσας περιοριζόμενο αποκλειστικώς σε σύγκριση μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του πρώτου προγενέστερου εικονιστικού σήματος. Καταρχάς, όσον αφορά τη σύγκριση των προϊόντων τα οποία αφορούν τα εν λόγω σήματα, το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι αυτά ήταν όμοια. Εν συνεχεία, όσον αφορά τη σύγκριση των σημείων, το τμήμα ανακοπών, αφενός, παρατήρησε ότι υφίστατο μέτριος βαθμός οπτικής και φωνητικής ομοιότητας μεταξύ τους. Αφετέρου, επισήμανε ότι κανένα από τα δύο αυτά σημεία δεν είχε ιδιαίτερη εννοιολογική σημασία στα ισπανικά. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τον μέτριο διακριτικό χαρακτήρα του πρώτου προγενέστερου εικονιστικού σήματος, το τμήμα ανακοπών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως. Περαιτέρω, το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του πρώτου προγενέστερου εικονιστικού σήματος, δεν χρειαζόταν να προβεί σε σύγκριση μεταξύ, αφενός, του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και, αφετέρου, του δεύτερου προγενέστερου εικονιστικού σήματος και του προγενέστερου λεκτικού σήματος.

13      Την 1η Οκτωβρίου 2009 η προσφεύγουσα άσκησε κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

14      Με απόφαση της 1ης Μαρτίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών έκρινε, αφενός, ότι, καθόσον η παρεμβαίνουσα είχε αποδείξει μόνον την καταχώριση του προγενέστερου λεκτικού σήματος, η εξέταση του κινδύνου συγχύσεως μπορούσε να γίνει μόνο σε σχέση με το εν λόγω σήμα, αποκλειομένων των δύο προγενέστερων εικονιστικών σημάτων (βλ. σημεία 13 έως 20 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Αφετέρου, στο πλαίσιο της εξετάσεως του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού σήματος, το τμήμα προσφυγών έκρινε, καταρχάς, ότι η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου λεκτικού σήματος είχε αποδειχθεί μόνον ως προς «το γάλα, την κρέμα γάλακτος και τα ροφήματα με γάλα στα οποία το γάλα είναι το βασικό συστατικό», με συνέπεια ότι μπορούσε να θεωρηθεί καταχωρισθέν μόνον ως προς τα προϊόντα αυτά (βλ. σκέψεις 23 έως 29 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υφίστατο ομοιότητα ανάμεσα «στο γάλα, την κρέμα γάλακτος και τα ροφήματα με γάλα στα οποία το γάλα είναι το βασικό συστατικό» που καλύπτονται από το προγενέστερο λεκτικό σήμα και τα προϊόντα της κατηγορίας «τυριά» που καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (βλ. σημείο 30 της εν λόγω αποφάσεως). Επιπλέον, έκρινε ότι τα επίμαχα σημεία ήταν παρόμοια (βλ. σημεία 31 έως 35 της εν λόγω αποφάσεως) καθώς και ότι είχε αποδειχθεί ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα είχε αποκτήσει, με την εντατική χρήση του, αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα (βλ. σημεία 37 έως 39 της εν λόγω αποφάσεως). Υπό το φως των ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού σήματος, και τούτο ακόμη και αν εθεωρείτο ότι το τελευταίο είχε μέτριο διακριτικό χαρακτήρα (βλ. σημεία 36 έως 40 της εν λόγω αποφάσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

16      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους οι οποίοι στηρίζονται, πρώτον, σε προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως και υπέρβαση της εξουσίας εκτιμήσεως εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, δεύτερον, σε πλάνη του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το προγενέστερο λεκτικό σήμα και τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως του κινδύνου συγχύσεως, τρίτον, από πλάνη όσον αφορά την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου λεκτικού σήματος, τέταρτον, σε εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου λεκτικού σήματος και, πέμπτον, εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων σημείων.

18      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν το βάσιμο όλων των ανωτέρω λόγων.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας και σε υπέρβαση της εξουσίας εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών

19      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο βασικές αιτιάσεις στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Αφενός, προσβολή εκ μέρους του τμήματος προσφυγών του δικαιώματός της ακροάσεως, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 63, παράγραφος 2, και τα άρθρα 75 και 76 του κανονισμού 207/2009. Αφετέρου, υπέρβαση από το τμήμα προσφυγών της εξουσίας του εκτιμήσεως, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) 216/96 της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1996, σχετικά με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ (ΕΕ L 28, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2082/2004 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ L 360, σ. 8), σε συνδυασμό με το άρθρο 63, παράγραφος 2, και τα άρθρα 75 και 76 του κανονισμού 207/2009 τα οποία προβλέπουν το δικαίωμα ακροάσεως. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε, στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας, να της δώσει την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του προγενέστερου λεκτικού σήματος, δεδομένου ότι το τμήμα ανακοπών είχε προβεί σε σύγκριση αποκλειστικώς του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση με το πρώτο προγενέστερο εικονιστικό σήμα.

20      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

21      Καταρχάς, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας σχετικά με την προσβολή από το τμήμα προσφυγών του δικαιώματός της ακροάσεως, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι, «[κ]ατά την εξέταση της προσφυγής, το τμήμα προσφυγών καλεί τους διαδίκους, όποτε είναι αναγκαίο και εντός προθεσμίας που τους τάσσει, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις κοινοποιήσεις που τους έχει απευθύνει ή τις γνωστοποιήσεις που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους».

22      Επιπλέον, το άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009 προβλέπει τα εξής:

«Οι αποφάσεις του [ΓΕΕΑ] αιτιολογούνται. Μπορούν να στηρίζονται μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.»

23      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009 κατοχυρώνει, στο πλαίσιο του δικαίου του κοινοτικού σήματος, τη γενική αρχή προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας [βλ. κατ’ αναλογία απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 2009, T‑191/07, Anheuser-Busch/ΓΕΕΑ – Budějovický Budvar (BUDWEISER), Συλλογή 2009, σ. II‑691, σκέψεις 33 και 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Δεδομένου ότι το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και το άρθρο 76 του ίδιου κανονισμού προβλέπουν το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων όσον αφορά τις παρατηρήσεις, τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών, τα εν λόγω δύο άρθρα κατοχυρώνουν επίσης, στο πλαίσιο του δικαίου του κοινοτικού σήματος, τη γενική αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας.

24      Βάσει της γενικής αυτής αρχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται, εξάλλου, από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389), οι αποδέκτες αποφάσεων που θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της. Προς τούτο, πρέπει να έχουν επαρκή προθεσμία (βλ. απόφαση BUDWEISER, σκέψη 23 ανωτέρω, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι κατόπιν της εξετάσεως της προσφυγής επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής, δυνάμενο «να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση», δηλαδή, εν προκειμένω, να αποφανθεί το ίδιο επί της ανακοπής απορρίπτοντάς την ή κηρύσσοντάς την βάσιμη, επικυρώνοντας ή ακυρώνοντας ως προς τούτο την απόφαση που εκδόθηκε από το ΓΕΕΑ. Επομένως, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, για να αποφανθεί επί της προσφυγής, καλείται να προβεί εκ νέου σε πλήρη εξέταση της ανακοπής επί της ουσίας, τόσο από νομικής απόψεως όσο και ως προς τα πραγματικά περιστατικά (βλ. απόφαση BUDWEISER, σκέψη 23 ανωτέρω, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Επιπλέον, το άρθρο 76 του κανονισμού 207/2009 προβλέπει τα εξής:

«1. Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το [ΓΕΕΑ] εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά· εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρισης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

2. Το [ΓΕΕΑ] μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων δεν έγινε επίκληση ή αποδείξεις που δεν προσεκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.»

27      Εν προκειμένω, πρώτον, διαπιστώνεται ότι ούτε από τις διατάξεις που επικαλείται η προσφεύγουσα ούτε από τη νομολογία προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών υποχρεούται να ζητήσει από τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και ενός από τα προγενέστερα σήματα σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών στηρίζει την εξέταση του κινδύνου συγχύσεως σε προγενέστερο σήμα το οποίο το τμήμα ανακοπών δεν έλαβε υπόψη του, αλλά του οποίου έγινε βασίμως επίκληση προς στήριξη της εν λόγω ανακοπής. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε ότι, με την ανακοπή της 9ης Ιανουαρίου 2007, η παρεμβαίνουσα επικαλέστηκε ιδίως το προγενέστερο λεκτικό σήμα προς στήριξη της εν λόγω ανακοπής ούτε ότι στο πλαίσιο των λόγων που προέβαλε προς στήριξη της υποβληθείσας στις 19 Ιουνίου 2007 ανακοπής η παρεμβαίνουσα επικαλέστηκε ρητώς τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού σήματος.

28      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα είχε πράγματι την ευκαιρία, τόσο ενώπιον του τμήματος ανακοπών όσο και ενώπιον του τμήματος προσφυγών, να προβάλει τα επιχειρήματά της σχετικά με την έλλειψη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και ιδίως του προγενέστερου λεκτικού σήματος, αλλά ότι αυτή επέλεξε να μην προβάλει, ενώπιον του τμήματος προσφυγών, επιχειρήματα σχετικά με το προγενέστερο σήμα. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι, με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, προέβαλε επιχειρήματα για την αμφισβήτηση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ αποκλειστικώς του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του πρώτου προγενέστερου εικονιστικού σήματος και όχι μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού σήματος. Στο μέτρο, όμως, που η ανακοπή στηριζόταν κυρίως στο προγενέστερο λεκτικό σήμα και το τμήμα προσφυγών είχε την εξουσία, σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, να εξετάσει κατά πόσον υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ αποκλειστικώς του προγενέστερου αυτού σήματος και του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, στην προσφεύγουσα εναπόκειτο, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, να διατυπώσει, στο πλαίσιο της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών, τις παρατηρήσεις της σχετικά με το προγενέστερο λεκτικό σήμα, εφόσον επιθυμούσε όπως το τμήμα προσφυγών απαντήσει σε αυτές με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι δεν μπορούσε να προβλέψει ότι το τμήμα προσφυγών θα στήριζε την εξέταση του κινδύνου συγχύσεως επί του προγενέστερου λεκτικού σήματος.

29      Από τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 27 και 28 ανωτέρω προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, καθόσον δεν κάλεσε την προσφεύγουσα να διατυπώσει παρατηρήσεις επί του προγενέστερου λεκτικού σήματος, δεν προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως.

30      Εξάλλου, στο μέτρο που η προσφεύγουσα δεν προέβαλε, στο πλαίσιο της προσφυγής της κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, επιχειρήματα σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού σήματος, δεν μπορεί βασίμως να επικρίνει το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών δεν απάντησε ρητώς στα εν λόγω επιχειρήματα με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, μολονότι το τμήμα προσφυγών καλείται να προβεί σε νέα πλήρη εξέταση του βάσιμου της ανακοπής, πάντως, από το άρθρο 76 του κανονισμού 207/2009, το περιεχόμενο του οποίου παρατίθεται στη σκέψη 26 ανωτέρω, προκύπτει ότι υποχρεούται να εξετάσει μόνον τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του. Αν συνέβαινε το αντίθετο, το τμήμα προσφυγών θα καλούνταν να αποφανθεί επί ισχυρισμών και επιχειρημάτων που η προσφεύγουσα δεν θέλησε να προβάλλει στο στάδιο αυτό της διαδικασίας.

31      Από τα προεκτεθέντα (σκέψεις 27 έως 30 ανωτέρω) προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

32      Δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών υπερέβη την εξουσία του εκτιμήσεως, στο μέτρο που υποχρεούνταν να ενημερώσει την προσφεύγουσα για την πρόθεσή του να αντικαστήσει, στο πλαίσιο της εξετάσεως του κινδύνου συγχύσεως, το πρώτο προγενέστερο εικονιστικό σήμα με το προγενέστερο λεκτικό σήμα, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τους κανόνες δικαίου των οποίων την παράβαση επικαλείται η προσφεύγουσα και οι οποίοι παρατίθενται στη σκέψη 19 ανωτέρω, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 216/96 προβλέπει τα εξής:

«Ο εισηγητής εξετάζει προκαταρκτικά την προσφυγή. Μπορεί να συντάξει, ακολουθώντας τις οδηγίες του προέδρου του τμήματος, τις κοινοποιήσεις προς τους διαδίκους. Τις κοινοποιήσεις αυτές υπογράφει ο εισηγητής εξ ονόματος του τμήματος.»

33      Εξάλλου, το άρθρο 10 του κανονισμού 216/96 προβλέπει ότι, «εάν το τμήμα κρίνει σκόπιμο να ενημερώσει τους διαδίκους για τον τρόπο με τον οποίο ενδέχεται να εκτιμήσει ορισμένα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, η εν λόγω ενημέρωση πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε δέσμευση του τμήματος προς την κατεύθυνση αυτή».

34      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι δύο διατάξεις του κανονισμού 216/96 που παρατίθενται στις σκέψεις 32 και 33 ανωτέρω και οι οποίες, κατά την προσφεύγουσα, πρέπει να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με το άρθρο 63, παράγραφος 2, και τα άρθρα 75 και 76 του κανονισμού 207/2009 που προβλέπουν το δικαίωμα ακροάσεως, ουδεμία υποχρέωση επιβάλλουν στο τμήμα προσφυγών να ενημερώσει τους διαδίκους σχετικά με την πρόθεσή του να λάβει υπόψη κάποιο από ή όλα τα προγενέστερα σήματα που αποτελούν αντικείμενο της ανακοπής κατά την εκ μέρους του εξέταση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως.

35      Επομένως, πρέπει να απορριφθούν η δεύτερη αιτίαση της προσφεύγουσας και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, στο σύνολό του, ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε πλάνη όσον αφορά τα προσδιοριζόμενα από το προγενέστερο λεκτικό σήμα προϊόντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως του κινδύνου συγχύσεως

36      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με τον κανόνα 15, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1041/2005 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2005 (ΕΕ L 172, σ. 4). Συναφώς, η προσφεύγουσα παρατηρεί, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όφειλε να λάβει υπόψη του μόνον τα «νωπό γάλα, συμπυκνωμένο γάλα και γάλα σε σκόνη, τυρί, βούτυρο, γιαούρτι, κεφίρ και άλλα παράγωγα του γάλακτος» που προσδιορίζονται από το προγενέστερο λεκτικό σήμα, στο μέτρο που μόνον τα προϊόντα αυτά κατονομάζονταν στην ανακοπή που κατατέθηκε εντός της κατά νόμον τρίμηνης προθεσμίας από τη δημοσίευση της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

37      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

38      Πρώτον, πρέπει να αναφερθούν οι βασικοί κανόνες που διέπουν την κατάθεση ανακοπής, δεύτερον να προσδιοριστεί το ακριβές περιεχόμενο της ανακοπής που άσκησε η παρεμβαίνουσα, τούτο δε προκειμένου, τρίτον, να διαπιστωθεί κατά πόσον, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών καλώς έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της εξετάσεως του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων σημάτων, το σύνολο των προϊόντων που προσδιορίζονται από το προγενέστερο λεκτικό σήμα ή κατά πόσον όφειλε να λάβει υπόψη μέρος μόνον αυτών.

39      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, «κατά της καταχώρισης του σήματος μπορεί να ασκηθεί ανακοπή, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος, για τον λόγο ότι το σήμα δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό προς καταχώριση δυνάμει του άρθρου 8 [του ίδιου κανονισμού]».

40      Εν συνεχεία, το άρθρο 41, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 ορίζει τα εξής:

«Η ανακοπή πρέπει να ασκείται γραπτώς και να είναι αιτιολογημένη. […] Εντός προθεσμίας που τάσσει το [ΓΕΕΑ], και σε επίρρωση του αιτήματός του, ο ανακόπτων δύναται να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά, να προσκομίσει αποδείξεις και να διατυπώσει παρατηρήσεις.»

41      Περαιτέρω, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει τα εξής:

«Το δικόγραφο της ανακοπής περιλαμβάνει:

[…]

β)      σαφή μνεία του προγενέστερου σήματος ή προγενέστερου δικαιώματος επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή, δηλαδή:

i)      στις περιπτώσεις που η ανακοπή αφορά προηγούμενο σήμα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ ή β΄ του κανονισμού [207/2009 …], μνεία του αριθμού πρωτοκόλλου της αίτησης ή του αριθμού καταχώρησης του προγενέστερου σήματος, μνεία εάν το προγενέστερο σήμα έχει καταχωρηθεί ή αίτηση καταχώρησης, καθώς επίσης και μνεία των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων, όπου χρειάζεται, των κρατών της Μπενελούξ, στα οποία ή για τα οποία προστατεύεται το προηγούμενο σήμα ή, εάν είναι απαραίτητο, μνεία ότι πρόκειται για κοινοτικό σήμα·

[…]

στ) τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά η ανακοπή·

[…].»

42      Επιπροσθέτως, ο κανόνας 17, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95 ορίζει τα εξής:

«Εάν το δικόγραφο της ανακοπής δεν είναι σύμφωνο με τις λοιπές διατάξεις του κανόνα 15 [του κανονισμού 2868/95, το ΓΕΕΑ] ενημερώνει τον ανακόπτοντα σχετικά και τον καλεί να διορθώσει τις ελλείψεις που παρατηρήθηκαν εντός περιόδου δύο μηνών. Αν οι ελλείψεις δεν θεραπευθούν εμπρόθεσμα, το [ΓΕΕΑ] απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη.»

43      Εξάλλου, κατά τον κανόνα 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, «[ε]άν η ανακοπή κριθεί ότι είναι παραδεκτή σύμφωνα με τον κανόνα 17 [του εν λόγω κανονισμού, το ΓΕΕΑ] αποστέλλει κοινοποίηση στους διαδίκους ενημερώνοντάς τους ότι η διαδικασία ανακοπής θεωρείται ότι αρχίζει δύο μήνες μετά την παραλαβή της κοινοποίησης».

44      Τέλος, ο κανόνας 19 του κανονισμού 2868/95, σχετικά με την «Τεκμηρίωση της ανακοπής», προβλέπει τα εξής:

«1. Το [ΓΕΕΑ] δίνει τη δυνατότητα στον ανακόπτοντα να παρουσιάσει τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τα επιχειρήματα που τεκμηριώνουν την ανακοπή ή να συμπληρώσει οιαδήποτε πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις ή επιχειρήματα που έχουν ήδη κατατεθεί σύμφωνα με τον κανόνα 15, παράγραφος 3, εντός ταχθείσας από αυτό προθεσμίας και η οποία πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον σε δύο μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει η διαδικασία ανακοπής σύμφωνα με τον κανόνα 18, παράγραφος 1, [του ίδιου κανονισμού].

2. Εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο ανακόπτων πρέπει επίσης να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, εγκυρότητα και έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή του προγενέστερου δικαιώματος, καθώς επίσης και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το δικαίωμά του να ασκήσει την ανακοπή. Ειδικότερα, ο ανακόπτων παρέχει τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

α)      εάν η ανακοπή αφορά σήμα που δεν είναι κοινοτικό σήμα, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης ή την καταχώρησή του:

[…]

ii)      στην περίπτωση που το σήμα έχει καταχωρηθεί, αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού καταχώρησης και, όπου ενδείκνυται, του πιο πρόσφατου πιστοποιητικού ανανέωσης που αποδεικνύει ότι η περίοδος προστασίας του σήματος υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και οιαδήποτε παράτασή του, ή ισοδύναμα έγγραφα της διοικητικής αρχής στην οποία έγινε η καταχώρηση του σήματος·

[…]»

45      Δεύτερον, πρέπει να καθοριστεί το περιεχόμενο της ανακοπής που άσκησε η παρεμβαίνουσα εν προκειμένω.

46      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι, με την κατατεθείσα στις 9 Ιανουαρίου 2007 ανακοπή της, η παρεμβαίνουσα ανέφερε ότι αυτή αφορούσε «όλα τα προϊοντα και υπηρεσίες που καλύπτονταν από [το προγενέστερο λεκτικό σήμα]».

47      Εν συνεχεία, προς στήριξη της κατατεθείσας στις 9 Ιανουαρίου 2007 ανακοπής της, η παρεμβαίνουσα προσκόμισε πιστοποιητικό (στο εξής: πρώτο πιστοποιητικό) του Oficina Española de Patentes y Marcas (ισπανικό γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων), με ημερομηνία 4 Ιουνίου 2004, στο οποίο αναφερόταν ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα είχε κατατεθεί στις 30 Μαρτίου 1944, για προϊόντα της κλάσεως 29 τα οποία αντιστοιχούσαν στην ακόλουθη περιγραφή: «Νωπό γάλα, συμπυκνωμένο γάλα και γάλα σε σκόνη, τυρί, βούτυρο, γιαούρτι, κεφίρ και άλλα παράγωγα του γάλακτος».

48      Περαιτέρω, από το έγγραφο της 19ης Φεβρουαρίου 2007 που το ΓΕΕΑ απηύθυνε στην παρεμβαίνουσα προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ την κάλεσε να υποβάλει ή να συμπληρώσει, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, ήτοι μέχρι τις 20 Ιουνίου 2007, οποιαδήποτε πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις και επιχειρήματα προέβαλε προς στήριξη της ανακοπής της και να αποδείξει την ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων τα οποία αφορούσε η ανακοπή της.

49      Τέλος, η παρεμβαίνουσα, με το από 18 Ιουνίου 2007 έγγραφο που απέστειλε στο ΓΕΕΑ ως απάντηση στο προαναφερθέν στη σκέψη 48 ανωτέρω έγγραφο, παρέσχε στο ΓΕΕΑ αντίγραφο του πιστοποιητικού καταχωρίσεως του προγενέστερου λεκτικού σήματος. Στο πιστοποιητικό αυτό (στο εξής: δεύτερο πιστοποιητικό) του Oficina Española de Patentes y Marcas, με ημερομηνία 28 Μαρτίου 2007, αναφέρεται ότι το εν λόγω σήμα, το οποίο καταχωρίστηκε στις 30 Μαρτίου 1944, αφορά τα προϊόντα της κλάσεως 29 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Νωπό γάλα, συμπυκνωμένο γάλα και γάλα σε σκόνη, τυρί, βούτυρο, γιαούρτι, κεφίρ και άλλα παράγωγα του γάλακτος». Διευκρινίζεται επίσης ότι, από τις 8 Σεπτεμβρίου 1995, η καταχώριση επεκτάθηκε στα προϊόντα που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Τρόφιμα ζωικής προέλευσης· έλαια και λίπη βρώσιμα· αποξηραμένα λαχανικά και άλλα λαχανικά έτοιμα προς κατανάλωση ή διατηρημένα· ζελατίνες και μαρμελάδες· κρέατα, πουλερικά και κυνήγια· αυγά· σάλτσες για σαλάτες· ροφήματα με γάλα στα οποία το γάλα είναι το βασικό συστατικό· αποκλειομένων ρητώς των διατηρημένων ψαριών και προϊόντων αλιείας».

50      Επομένως, από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 46 έως 49 ανωτέρω προκύπτει, καταρχάς, ότι η παρεμβαίνουσα άσκησε την ανακοπή της εντός τρίμηνης προθεσμίας από τη δημοσίευση στο Δελτίο Κοινοτικών Σημάτων της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Εν συνεχεία, μολονότι στο δικόγραφο της ανακοπής αναφερόταν ότι η ανακοπή αφορούσε «όλα τα προϊόντα που καλύπτονται» από το προγενέστερο λεκτικό σήμα, εντούτοις το πρώτο πιστοποιητικό απαριθμούσε μέρος μόνον των προϊόντων που καλύπτονται από το εν λόγω σήμα. Τέλος, η προσφεύγουσα προσκόμισε το δεύτερο πιστοποιητικό, που απαριθμούσε το σύνολο των προϊόντων που καλύπτει το εν λόγω σήμα, εντός της ταχθείσας από το ΓΕΕΑ προς συμπλήρωση της ανακοπής της προθεσμίας.

51      Τρίτον, υπό το φως, αφενός, των κανόνων που εκτίθενται στα σημεία 39 έως 44 ανωτέρω και, αφετέρου, των διαπιστώσεων που περιέχονται στη σκέψη 50 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι το τμήμα προσφυγών ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη, στο πλαίσιο της εξετάσεως του κινδύνου συγχύσεως, το σύνολο των προϊόντων που αφορά το προγενέστερο σήμα.

52      Συγκεκριμένα, πρώτον, η παρεμβαίνουσα άσκησε την ανακοπή της στις 9 Ιανουαρίου 2007, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, ήτοι εντός τρίμηνης προθεσμίας από τη δημοσίευση στο Δελτίο Κοινοτικών Σημάτων, στις 16 Οκτωβρίου 2006, του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (βλ. σημείο 4 ανωτέρω), επικαλούμενη ρητώς το προγενέστερο λεκτικό σήμα.

53      Εν συνεχεία, από το δικόγραφο της ανακοπής της παρεμβαίνουσας προκύπτει ότι αυτή, αφενός, σύμφωνα με τον κανόνα 15, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, σημείο i, του κανονισμού 2868/95, προσδιόρισε σαφώς το προγενέστερο λεκτικό σήμα ως ένα από τα σήματα τα οποία αφορούσε η ανακοπή της. Αφετέρου, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 2868/95, επισήμανε ότι «όλα τα προϊόντα» τα οποία αφορούσε το προγενέστερο λεκτικό σήμα έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της ανακοπής. Ασφαλώς, μολονότι είναι λυπηρό το γεγονός ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα και προκύπτει από τον φάκελο του ΓΕΕΑ, αυτή προσκόμισε το πρώτο πιστοποιητικό το οποίο περιλάμβανε μέρος μόνον των προϊοντων που προστατεύονται από το προγενέστερο λεκτικό σήμα, εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι το γεγονός αυτό ουδόλως επηρεάζει τη διαπίστωση που ρητώς συνάγεται από το δικόγραφο της ανακοπής ότι δηλαδή αυτή, προς στήριξη της ανακοπής της, επικαλέστηκε το σύνολο των προϊόντων που προστατεύονται από το εν λόγω σήμα.

54      Τέλος, λαμβανομένης υπόψη της αντιφάσεως μεταξύ, αφενός, του δικογράφου της ανακοπής, στο οποίο αναφερόταν ότι η ανακοπή αφορούσε το σύνολο των προϊόντων που κάλυπτε το προγενέστερο λεκτικό σήμα και, αφετέρου, του πρώτου πιστοποιητικού στο οποίο περιλαμβανόταν μέρος μόνον των εν λόγω προϊόντων, το ΓΕΕΑ, σύμφωνα με τον κανόνα 19, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, σημείο i, του κανονισμού 2868/95, ζήτησε από την παρεμβαίνουσα να προσκομίσει άλλο πιστοποιητικό το οποίο να αποδεικνύει την ύπαρξη του προγενέστερου λεκτικού σήματος και την έκταση της προστασίας του, πράγμα το οποίο η παρεμβαίνουσα έπραξε προσκομίζοντας το δεύτερο πιστοποιητικό το οποίο απαριθμούσε κατά τρόπο εξαντλητικό όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες επί των οποίων αυτή ανέφερε ότι επιθυμούσε να στηρίξει την ανακοπή της.

55      Επομένως, η παρεμβαίνουσα, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν διεύρυνε παρανόμως το περιεχόμενο της ανακοπής της μετά την εκπνοή της τρίμηνης προθεσμίας, αλλά εγκύρως τη συμπλήρωσε προσκομίζοντας το δεύτερο πιστοποιητικό που περιέχει τον ακριβή κατάλογο του συνόλου των προϊόντων τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα.

56      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε πλάνη όσον αφορά την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου λεκτικού σήματος

57      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου λεκτικού σήματος και ότι με τον τρόπο αυτό παρέβη τα άρθρα 15 και 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009.

58      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

59       Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 207/2009, η προστασία των κοινοτικών σημάτων δικαιολογείται μόνον εφόσον τα σήματα αυτά πράγματι χρησιμοποιούνται. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 προβλέπει ότι ο αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος μπορεί να ζητήσει την απόδειξη ότι έγινε ουσιαστική χρήση του προγενεστέρου σήματος στο έδαφος εντός του οποίου το σήμα προστατευόταν κατά τα πέντε έτη που προηγήθηκαν της δημοσιεύσεως της αιτήσεως για την καταχώριση κοινοτικού σήματος κατά της οποίας έχει ασκηθεί ανακοπή.

60      Εν συνεχεία, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, τα στοιχεία για την απόδειξη της χρήσης αφορούν τον τόπο, τον χρόνο, την έκταση και τη φύση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

61      Επιπλέον, δυνάμει της συνδυασμένης εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009, η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως ενός, εθνικού ή κοινοτικού, προγενεστέρου σήματος, επί της οποίας στηρίζεται η ανακοπή κατά αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, περιλαμβάνει και την απόδειξη της χρήσεως του προγενεστέρου σήματος υπό μορφή διαφορετική λόγω στοιχείων που δεν αλλοιώνουν τον διακριτικό χαρακτήρα αυτού του σήματος όσον αφορά τη μορφή υπό την οποία έχει καταχωρισθεί [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 2005, T‑29/04, Castellblanch κατά ΓΕΕΑ – Champagne Roederer (CRISTAL CASTELLBLANCH), Συλλογή 2005, σ. II‑5309, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

62      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τις δύο αιτιάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα αρχίζοντας από τη δεύτερη.

63      Πρώτον, στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία περί της ουσιαστικής χρήσεως που η παρεμβαίνουσα προσκόμισε στο ΓΕΕΑ αφορούσαν τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα περί των οποίων λόγος γίνεται στη σκέψη 6 ανωτέρω και, ειδικότερα, το πρώτο προγενέστερο εικονιστικό σήμα και όχι το προγενέστερο λεκτικό σήμα. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑234/06 P, Il Ponte Finanziaria κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑7333), η παρεμβαίνουσα δεν μπορούσε να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου λεκτικού σήματος στηριζόμενη σε έγγραφα που απεικόνιζαν το πρώτο προγενέστερο εικονιστικό σήμα.

64      Με την προσβαλλόμενη απόφαση και, ιδίως, με τη σκέψη 26 αυτής, το τμήμα προσφυγών επισήμανε κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι η παρεμβαίνουσα είχε προσκομίσει τιμολόγια, ποσού αρκετών χιλιάδων ευρώ έκαστο, τα οποία είχε αποστείλει προς τις ισπανικές υπεραγορές λιανικής πώλησης κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου μεταξύ Οκτωβρίου 2001 και Οκτωβρίου 2006, τα τιμολόγια δε αυτά περιείχαν το λεκτικό στοιχείο RAM τόσο στην κεφαλίδα τους όσο και στο κείμενο που προσδιορίζει το είδος των πωλούμενων προϊόντων, ήτοι γάλα, κρέμα γάλακτος και ροφήματα με γάλα, καθώς και την ποσότητα και την τιμή τους. Αφετέρου, με τη σκέψη 27 της εν λόγω αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε περαιτέρω ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα εμφανιζόταν, επίσης, σε διάφορα έγγραφα που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα, όπως διαφημιστικές φωτογραφίες και συσκευασίες ορισμένων από τα προϊόντα που αφορά το εν λόγω σήμα.

65      Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, όσον αφορά τα τιμολόγια που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, ότι σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009, το γεγονός ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα ήταν τυπωμένο με μπλε χρώμα και επί ενός κίτρινου ημικυκλίου δεν μετέβαλε τον διακριτικό του χαρακτήρα, δεδομένου ότι επρόκειτο για βασικές γραφικές παραστάσεις, ευρέως χρησιμοποιούμενες στο εμπόριο.

66      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αφενός, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών με τις σκέψεις 26 και 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός τιμολογίων που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα και στα οποία τα διάφορα πωλούμενα προϊόντα προσδιορίζονται ειδικώς από το προγενέστερο λεκτικό σήμα καλύπτει ολόκληρη την κρίσιμη περίοδο των πέντε ετών που προηγήθηκε της δημοσιεύσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα. Αφετέρου, στα εν λόγω τιμολόγια προστίθενται διάφορες διαφημιστικές φωτογραφίες και συσκευασίες επί των οποίων εμφαίνονται όχι μόνον το πρώτο προγενέστερο εικονιστικό σήμα, αλλά και το προγενέστερο λεκτικό σήμα.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με βάση τα έγγραφα που αναφέρονται στη σκέψη 66 ανωτέρω το τμήμα προσφυγών μπορούσε βασίμως να καταλήξει στο συμπέρασμα περί ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου λεκτικού σήματος.

68      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, το τμήμα προσφυγών, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν μπορούσε να στηριχθεί εγκύρως επί εγγράφων που αποδεικνύουν την ουσιαστική χρήση του πρώτου προγενέστερου εικονιστικού σήματος προκειμένου να συναγάγει τη χρήση του προγενέστερου λεκτικού σήματος με το σκεπτικό ότι δεν υφίσταντο σημαντικές διαφορές μεταξύ των εν λόγω δύο σημάτων, αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη, κατά την εξέταση της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου λεκτικού σήματος, προβαίνοντας στη διαπίστωση που παρατίθεται στη σκέψη 65 ανωτέρω, εντούτοις το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει το συμπέρασμα που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη και κατά το οποίο τα αποδεικτικά στοιχεία περί της χρήσεως του προγενέστερου λεκτικού σήματος ήταν επαρκή ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η χρήση του εν λόγω σήματος ήταν ουσιαστική.

69      Δεύτερον, στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου λεκτικού σήματος αποδείχθηκε μόνον ως προς το «γάλα του οποίου η επεξεργασία γίνεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία και διατηρημένα ροφήματα με βάση το γάλα». Επομένως, το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε με τη σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παρεμβαίνουσα είχε αποδείξει την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου λεκτικού σήματος για το «γάλα, κρέμα γάλακτος, ροφήματα με γάλα στα οποία το γάλα είναι το βασικό συστατικό», με εξαίρεση τα λοιπά προϊόντα που προσδιορίζονται από το προγενέστερο λεκτικό σήμα.

70      Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα τιμολόγια καθώς και οι διαφημιστικές φωτογραφίες και συσκευασίες που περιγράφονται στη σκέψη 64 ανωτέρω αποδεικνύουν ακριβώς την πώληση διαφόρων τύπων γάλακτος, όπως πλήρες, ημιαποκορυφωμένο και αποκορυφωμένο, καθώς και κρέμας γάλακτος και ροφημάτων με βάση το γάλα, όπως σοκολατούχων ροφημάτων με βάση το γάλα.

71      Πρώτον, μολονότι δεν αμφισβητείται, όπως παρατηρεί κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα, ότι από κανένα από τα έγγραφα που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα δεν αποδεικνύεται ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα χρησιμοποιήθηκε για μια κατηγορία προϊόντων προσδιοριζομένων ως «νωπό γάλα», καταρχάς, πάντως, δεν αμφισβητείται, όπως παρατηρεί το ΓΕΕΑ, ότι ο προσδιορισμός «νωπό γάλα», στο πλαίσιο του προγενέστερου λεκτικού σήματος, πρέπει να νοείται ως αναφερόμενος στο γάλα σε υγρή μορφή, δεδομένου ότι αυτή η μορφή γάλακτος συμπληρώνει τον κατάλογο των λοιπών τύπων γάλακτος στους οποίους συγκαταλέγεται «το συμπυκνωμένο γάλα» και το «γάλα σε σκόνη» τα οποία αφορά το εν λόγω σήμα. Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι το «φρέσκο γάλα» συνιστά μια κατηγορία γάλακτος η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πλήρες γάλα, ημιαποκορυφωμένο γάλα ή αποκορυφωμένο γάλα. Τέλος, και εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς παρατηρεί η παρεμβαίνουσα, το πλήρες γάλα, το ημιαποκορυφωμένο γάλα και το αποκορυφωμένο γάλα περιλαμβάνονται στην κατηγορία των «ροφημάτων με γάλα στα οποία το γάλα είναι το βασικό συστατικό», τα οποία αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στα «γάλατα» στα οποία προστίθενται άλλα συστατικά. Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι η παρεμβαίνουσα δεν απέδειξε τη χρήση του προγενέστερου λεκτικού σήματος όσον αφορά το «γάλα» ή το «φρέσκο γάλα» πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

72      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η παρεμβαίνουσα προσκόμισε περιορισμένα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τη χρήση του προγενέστερου λεκτικού σήματος για την «κρέμα γάλακτος», χωρίς να προβάλει με το δικόγραφο της ανακοπής ότι το εν λόγω προϊόν αντιστοιχούσε στα «παράγωγα του γάλακτος», επισημαίνεται ότι, αφενός, στα τιμολόγια που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα και περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 64 ανωτέρω εμφαίνονται πλείονες πωλήσεις «κρέμας γάλακτος» κατά την οικεία περίοδο. Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η «κρέμα γάλακτος» αντιστοιχεί σε «παράγωγα του γάλακτος». Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα της προσφεύγουσας συναφώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

73      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα «ροφήματα με γάλα στα οποία το γάλα είναι το βασικό συστατικό» δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο μέτρο που δεν περιλαμβάνονταν στην ανακοπή, αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Συγκεκριμένα, αφενός, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 51 έως 55 ανωτέρω, η παρεμβαίνουσα ορθώς επικαλέστηκε, προς στήριξη της ανακοπής της, το σύνολο των προστατευόμενων από το εν λόγω σήμα προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των «ροφημάτων με γάλα στα οποία το γάλα είναι το βασικό συστατικό». Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η παρεμβαίνουσα απέδειξε την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου λεκτικού σήματος σε σχέση με τα τελευταία αυτά προϊόντα.

74      Υπό τις συνθήκες αυτές, η πρώτη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει αλυσιτελής.

 Επί του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται αντιστοίχως από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου λεκτικού σήματος και εσφαλμένη εκτίμηση κατά τη σύγκριση των επίμαχων σημείων

75      Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 76 του κανονισμού 207/2009 καθώς επίσης τον κανόνα 19, παράγραφοι 1 και 3, και τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95. Η προσφεύγουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών κακώς έλαβε υπόψη τον αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου λεκτικού σήματος ενώ η παρεμβαίνουσα δεν προέβαλε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ούτε επιχειρήματα ούτε αποδεικτικά στοιχεία συναφώς.

76      Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009. Συναφώς, η προσφεύγουσα φρονεί ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού σήματος. Καταρχάς, μόνο μακρινή ομοιότητα υφίσταται μεταξύ του γάλακτος και του τυριού. Επιπλέον, τα επίμαχα σημεία δεν είναι παρόμοια, στο μέτρο ιδίως που το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν τονίζεται στη λήγουσα. Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τον αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα, λόγω ιδίως του ότι η εκ μέρους του εξέταση περιοριζόταν από το περιεχόμενο της ανακοπής όπως αυτό καθορίστηκε από την παρεμβαίνουσα. Τέλος, το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως έκρινε ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων σημάτων, δεδομένου ιδίως ότι το σημείο BELLRAM αποτελείται από μία και μόνο λέξη και λαμβανομένου υπόψη του νεωτερικού χαρακτήρα του όρου «bellram».

77      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν τους δύο αυτούς λόγους ακυρώσεως.

78      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, καίτοι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος επί του οποίου στηρίζεται κάποια ανακοπή πρέπει, ασφαλώς, να ληφθεί υπόψη για να αξιολογηθεί ο κίνδυνος συγχύσεως, εντούτοις είναι ένα μόνον από τα στοιχεία που υπεισέρχονται κατά την αξιολόγηση αυτή [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Ιανουαρίου 2012, T‑378/09, Spar κατά ΓΕΑΑ – Spa Group Europe (SPA GROUP), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Για τον λόγο αυτόν, τα επιχειρήματα που η προσφεύγουσα προβάλλει στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν ταυτόχρονα με τα επιχειρήματα που αυτή προβάλλει στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού σήματος δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως.

79      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτηθέν σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

80      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, αναλόγως του τρόπου που το οικείο κοινό αντιλαμβάνεται τα σχετικά σήματα και προϊόντα ή υπηρεσίες και λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως δε της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

81      Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων και το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιανουαρίου 2009, T‑316/07, Commercy κατά ΓΕΕΑ – easyGroup IP Licensing (easyHotel), Συλλογή 2009, σ. II‑43, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

82      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της οικείας κατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι ο βαθμός προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατόν να μεταβάλλεται αναλόγως της κατηγορίας των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), Συλλογή 2007, σ. II‑449, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

83      Τέλος, όσον αφορά τη συνεκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα ενός σήματος στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, υπενθυμίζεται ότι ακόμη και αν ένα προγενέστερο σήμα έχει περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα, μπορεί να υπάρξει κίνδυνος συγχύσεως, ιδίως λόγω ομοιότητας των σχετικών σημείων και προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση SPA GROUP, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι ο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων σημάτων πρέπει να εκτιμηθεί με βάση τον Ισπανό μέσο καταναλωτή. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών με τη σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα, αφενός, τα επίμαχα προϊόντα απευθύνονται στους τελικούς καταναλωτές οι οποίοι περιλαμβάνονται στο ευρύ κοινό και, αφετέρου, το προγενέστερο λεκτικό σήμα καταχωρίστηκε στην Ισπανία.

 Επί της συγκρίσεως των προϊόντων τα οποία αφορούν τα επίμαχα σήματα

85      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών που περιλαμβάνεται στο σημείο 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία το «γάλα, κρέμα γάλακτος, ροφήματα με γάλα στα οποία το γάλα είναι το βασικό συστατικό», τα οποία αφορά το προγενέστερο λεκτικό σήμα, είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με τα «τυριά» τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Κατά την προσφεύγουσα, δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων τα οποία αφορούν τα επίμαχα σήματα ή η οποιαδήποτε ομοιότητα είναι πολύ μακρινή.

86      Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Άλλοι παράγοντες μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), Συλλογή 2007, σ. II‑2579, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

87      Εν προκειμένω, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα «τυριά», που προσδιορίζονται από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, είναι προϊοντα τα οποία παρασκευάζονται, πλήρως ή σχεδόν πλήρως, με βάση το «γάλα» που περιλαμβάνεται μεταξύ των προϊόντων τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Επομένως, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα προϊόντα τα οποία αφορούν τα εν λόγω σήματα δεν διαφέρουν ιδιαίτερα ως εκ της φύσέως τους αλλά, αντιθέτως, παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα. Η ομοιότητα αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, το «γάλα» και τα «τυριά» θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ανταγωνιστικά ή υποκατάστατα από έναν καταναλωτή ο οποίος επιθυμεί να ακολουθήσει μια διατροφή πλούσια σε ασβέστιο. Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι τα επίμαχα προϊόντα συνιστούν διαφορετικά διατροφικά είδη και έχουν διαφορετική γεύση δεν αναιρούν την ως άνω διαπίστωση.

88      Δεύτερον, μολονότι αποδείχθηκε, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι σημαντικοί Ισπανοί παρασκευαστές τυριού δεν παράγουν γάλα, εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει, όπως ορθώς παρατηρεί το ΓΕΕΑ, ο μέσος Ισπανός καταναλωτής να αγνοεί το εν λόγω στοιχείο. Συγκεκριμένα, ο μέσος καταναλωτής ενδέχεται να έχει την πεποίθηση ότι τα τυριά και το γάλα προέρχονται από τις ίδιες επιχειρήσεις, λαμβανομένου υπόψη του ότι τα τυριά παρασκευάζονται πλήρως ή σχεδόν πλήρως με βάση το γάλα.

89      Τρίτον, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, όπως υπογραμμίζει το ΓΕΕΑ, τα επίμαχα προϊόντα έχουν το ίδιο δίκτυο διανομής, ήτοι ιδίως τις υπεραγορές λιανικής πώλησης, και ότι, όπως επισημαίνει το τμήμα προσφυγών στο σημείο 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πωλούνται στα ίδια τμήματα γαλακτομικών προϊόντων των εν λόγω υπεραγορών λιανικής πώλησης.

90      Υπό το φως των προεκτεθέντων στις σκέψεις 87 έως 89 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι τα επίμαχα προϊόντα παρουσίαζαν μεγάλη ομοιότητα. Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας συναφώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί της συγκρίσεως των επίμαχων σημείων

91      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μεταξύ των επίμαχων σημείων δεν υφίσταται ομοιότητα ή ότι μεταξύ αυτών υφίσταται μικρή ομοιότητα.

92      Κατά πάγια νομολογία, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των επίμαχων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που αυτά προκαλούν, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών αντιλαμβάνεται τα σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως σύνολο και δεν προχωρά σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Καταρχάς, το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι από οπτικής απόψεως τα επίμαχα σημεία, συνολικώς θεωρούμενα, ήταν παρόμοια. Συναφώς, το τμήμα προσφυγών επισήμανε κατ’ ουσίαν ότι, μολονότι τα δύο αντιπαρατιθέμενα σήματα περιέχουν διαφορετικό αριθμό γραμμάτων, λόγω των τεσσάρων πρώτων γραμμάτων «b», «e», «l» και «l», του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, ακόμη και αν το τελευταίο αυτό σήμα εξεταστεί ως σύνολο, είναι μάλλον απίθανο οι καταναλωτές να αγνοήσουν το γεγονός ότι τα δύο σήματα έχουν κοινά τα τρία γράμματα «r», «a» και «m», τα οποία αντιπροσωπεύουν σχεδόν το μισό σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

94      Η προσφεύγουσα δεν συμφωνεί με την εκτίμηση αυτή και υποστηρίζει ότι είναι μάλλον απίθανο οι καταναλωτές να εντοπίσουν ότι τα τρία τελευταία γράμματα, «r», «a» και «m» συμπίπτουν στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και στο προγενέστερο λεκτικό σήμα, καθόσον, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, τα σήματα που αποτελούνται από μία μόνο λέξη γίνονται αντιληπτά ως ενιαίο σύνολο και όχι ως αποτελούμενα από διαφορετικά στοιχεία.

95      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού σήματος υφίστανται οπτικές διαφορές, δεδομένου ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιλαμβάνει επτά γράμματα ενώ το προγενέστερο λεκτικό σήμα περιλαμβάνει μόνον τρία και ότι τα τέσσερα πρώτα γράμματα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση διαφέρουν από εκείνα τα οποία συνθέτουν το προγενέστερο λεκτικό σήμα. Εντούτοις, οι διαφορές αυτές δεν αρκούν για να αποκλείσουν το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα εν λόγω σήματα, θεωρούμενα στο σύνολό τους, είναι παρόμοια από οπτικής απόψεως, λαμβανομένων υπόψη των ομοιοτήτων τους. Πρώτον, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών, το γεγονός ότι η μία από τις δύο συλλαβές που αποτελούν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι πανομοιότυπη με τη μοναδική συλλαβή που αποτελεί το προγενέστερο λεκτικό σήμα δημιουργεί εντύπωση ομοιότητας μεταξύ των εν λόγω σημάτων. Δεύτερον, το γεγονός ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προσλαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο δεν αναιρεί την ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων σημάτων που οφείλεται στο ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα περιέχεται πλήρως στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Τρίτον, η ομοιότητα αυτή, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν μετριάζεται από το γεγονός ότι η κοινή στα δύο αυτά σήματα συλλαβή, ήτοι η συλλαβή «ram», συνιστά απλώς τη δεύτερη συλλαβή στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, οι δε καταναλωτές, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, προσδίδουν συνήθως μεγαλύτερη σημασία στο αρχικό μέρος των σημείων. Συγκεκριμένα, η λέξη «ram» που αποτελεί το προγενέστερο λεκτικό σήμα και η λέξη «bellram» που αποτελεί το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, τα οποία περιέχουν αντίστοιχα τρία και επτά γράμματα, είναι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, βραχέα σημεία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κοινή στα επίμαχα δύο σήματα συλλαβή «ram» είναι ικανή να προσελκύσει με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο την προσοχή του ενδιαφερόμενου καταναλωτή.

96      Επομένως, πρέπει, αφενός, να απορριφθούν ως αβάσιμα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας συναφώς και, αφετέρου, να διαπιστωθεί, κατ’ αναλογία προς τη διαπίστωση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών, ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το προγενέστερο λεκτικό σήμα, συνολικώς εξεταζόμενα, παρουσιάζουν ομοιότητα από οπτικής απόψεως.

97      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι από φωνητικής απόψεως τα επίμαχα σημεία, συνολικώς εξεταζόμενα, ήταν παρόμοια. Αφενός, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προφέρεται σε δύο συλλαβές. Αφετέρου, σύμφωνα με τους κανόνες προφοράς της ισπανικής γλώσσας, τονίζεται η δεύτερη συλλαβή η οποία είναι πανομοιότυπη με τη μοναδική συλλαβή που αποτελεί το προγενέστερο λεκτικό σήμα. Επιπλέον, η δεύτερη αυτή συλλαβή αρχίζει με το γράμμα «r» το οποίο συνιστά έναν φθόγγο ο οποίος προφέρεται έντονα και αυτοτελώς στην ισπανική γλώσσα.

98      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση αυτή του τμήματος προσφυγών. Λαμβανομένων υπόψη των κανόνων προφοράς της ισπανικής γλώσσας, είναι εσφαλμένο να θεωρηθεί ότι μια λέξη τονίζεται κατ’ ανάγκην στη λήγουσα. Συναφώς, ο τονισμός εξαρτάται από το κατά πόσον υπάρχει σημείο τονισμού, ορισμένες δε πολυσύλλαβες λέξεις δεν έχουν κανένα σημείο τονισμού. Επιπλέον, το γράμμα «r» δεν προφέρεται έντονα.

99      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως παρατηρεί το τμήμα προσφυγών, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιλαμβάνει μία επιπλέον συλλαβή σε σχέση με αυτή που αποτελεί το προγενέστερο λεκτικό σήμα και ότι η πρώτη από τις δύο συλλαβές που αποτελούν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση διαφέρει από εκείνη η οποία αποτελεί το προγενέστερο λεκτικό σήμα. Εντούτοις, οι διαφορές αυτές δεν αρκούν για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής να σχηματίσει την ετύπωση ότι τα σήματα αυτά, συνολικώς εξεταζόμενα, είναι παρόμοια από φωνητικής απόψεως, λαμβανομένων υπόψη των ομοιοτήτων τους. Συγκεκριμένα, πρώτον, τα εν λόγω σήματα αποτελούνται από μια πανομοιότυπη συλλαβή η οποία, αφενός, συνιστά το μοναδικό λεκτικό στοιχείο που αποτελεί το προγενέστερο λεκτικό σήμα και, αφετέρου, είναι η μία από τις δύο συλλαβές που συνθέτουν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Δεύτερον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι, στην ισπανική γλώσσα, τονίζεται, καταρχήν, η δεύτερη συλλαβή, εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι, εν προκειμένω, τονίζεται μάλλον η πρώτη παρά η δεύτερη συλλαβή, κατά τρόπον ώστε, προφερόμενη, η πρώτη συλλαβή να περιορίζει τη σημασία της δεύτερης. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής είναι σε θέση να αντιληφθεί ευδιάκριτα τη φωνητική ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων λαμβανομένου υπόψη του ότι η συλλαβή «ram» είναι κοινή στα αντιπαρατιθέμενα σήματα. Τρίτον, ακόμη και αν γίνει, καταρχήν, δεκτό ότι ο καταναλωτής προσδίδει συνήθως μεγαλύτερη σημασία στο αρχικό μέρος των λέξεων, εντούτοις αυτό δεν ισχύει εν προκειμένω. Αφενός, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη του ότι τα επίμαχα σήματα είναι δύο βραχέα σημεία, το γεγονός ότι η συλλαβή «ram» είναι κοινή στα επίμαχα σήματα είναι ικανό να προσελκύσει με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο την προσοχή του ενδιαφερόμενου καταναλωτή κατά την προφορά της οικείας συλλαβής. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα το σύμφωνο «r» δεν προφέρεται έντονα στην ισπανική γλώσσα, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για ένα έντονο και αυτοτελές σύμφωνο, ικανό να τονίσει τη σημασία, από φωνητικής απόψεως, της δεύτερης συλλαβής του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

100    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, αφενός, να απορριφθούν ως αβάσιμα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας συναφώς και, αφετέρου, να διαπιστωθεί η ύπαρξη φωνητικής ομοιότητας μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού σήματος συνολικώς εξεταζόμενων.

101    Τρίτον, το τμήμα προσφυγών, με το σημείο 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι, από εννοιολογικής απόψεως, η εννοιολογική σύγκριση των επίμαχων σημείων δεν ήταν ικανή να επηρεάσει την εκτίμηση περί ομοιότητάς τους. Η διαπίστωση αυτή, την οποία η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί, πρέπει να επικυρωθεί δεδομένου ότι, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών, κανένα από τα επίμαχα δύο σημεία, συνολικώς εξεταζόμενα, δεν έχει κάποιο νόημα.

102    Υπό το φως των προεκτεθέντων στις σκέψεις 96, 100 και 101 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα επίμαχα σημεία, συνολικώς εξεταζόμενα, είναι παρόμοια, λαμβανομένης υπόψη, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών με το σημείο 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της οπτικής και φωνητικής ομοιότητάς τους και του γεγονότος, εξάλλου, ότι η απουσία νοήματος δεν είναι ικανή να επηρεάσει την εκτίμηση περί ομοιότητάς τους. Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας συναφώς πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

 Επί του κινδύνου συγχύσεως

103    Το τμήμα προσφυγών, με τα σημεία 37 έως 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε, καταρχάς, ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα είχε αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων περί εντατικής χρήσεως του σήματος που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα. Περαιτέρω, το τμήμα προσφυγών, με το σημείο 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του αυξημένου διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου λεκτικού σήματος, της οπτικής και φωνητικής ομοιότητας μεταξύ των σημείων και της μεγάλης ομοιότητας των προϊόντων, υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως. Τέλος, στο σημείο 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι, μολονότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα είχε μέτριο διακριτικό χαρακτήρα, εντούτοις υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων σημείων.

104    Η προσφεύγουσα διαφωνεί με την εκτίμηση αυτή, υποστηρίζοντας, στο πλαίσιο του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, πρώτον, ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τον ενισχυμένο διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου λεκτικού σήματος, στο μέτρο που η παρεμβαίνουσα δεν προέβαλε επιχειρήματα συναφώς εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένα έκρινε ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων σημάτων, αν ληφθεί ιδίως υπόψη ότι το σημείο BELLRAM αποτελείται από μία μόνο λέξη και ο ενιαίος και νέος χαρακτήρας της λέξης «bellram».

105    Εν προκειμένω, στο μέτρο που το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από τον μέσο τελικό καταναλωτή (βλ. σκέψη 84 ανωτέρω), που τα επίμαχα προϊόντα παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα (βλ. σκέψη 90 ανωτέρω), και στο μέτρο που τα επίμαχα σημεία είναι παρόμοια (βλ. σκέψη 102 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων σημείων και τούτο είτε το προγενέστερο λεκτικό σήμα έχει είτε όχι, αυξημένο ή περιορισμένο, διακριτικό χαρακτήρα.

106    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου λεκτικού σήματος, εντούτοις το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλει τη διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα περί υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων σημάτων.

107    Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν αναιρούν το συμπέρασμα που εκτίθεται στη σκέψη 106 ανωτέρω.

108    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το στοιχείο «ram» διατηρεί αυτοτελή διακριτική θέση στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό, το οποίο η προσφεύγουσα προέβαλε επίσης στο πλαίσιο της συγκρίσεως των επίμαχων σημείων, πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 95 και 99 ανωτέρω.

109    Δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το Γενικό Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τη νομολογία του, έκρινε, στο πλαίσιο υποθέσεων που αφορούσαν άλλα από τα επίμαχα σήματα, ότι η ύπαρξη μίας και μόνης κοινής συλλαβής δεν αρκούσε προς δημιουργία κινδύνου συγχύσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση, στο πλαίσιο δεδομένης υποθέσεως, ότι η ύπαρξη μίας και μόνης συλλαβής κοινής σε δύο σήματα δεν αρκεί προς δημιουργία κινδύνου συγχύσεως συνδέεται με τα πραγματικά περιστατικά της οικείας υποθέσεως και δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών, προβαίνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στις διαπιστώσεις που επαναλαμβάνονται στη σκέψη 102 ανωτέρω, δεν υπέπεσε σε πλάνη.

110    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως ως εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

111    Δεδομένου ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθούν, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

112    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Lidl Stiftung & Co. KG στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιανουαρίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας και σε υπέρβαση της εξουσίας εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε πλάνη όσον αφορά τα προσδιοριζόμενα από το προγενέστερο λεκτικό σήμα προϊόντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως του κινδύνου συγχύσεως

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε πλάνη όσον αφορά την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου λεκτικού σήματος

Επί του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται αντιστοίχως από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου λεκτικού σήματος και εσφαλμένη εκτίμηση κατά τη σύγκριση των επίμαχων σημείων

Επί της συγκρίσεως των προϊόντων τα οποία αφορούν τα επίμαχα σήματα

Επί της συγκρίσεως των επίμαχων σημείων

Επί του κινδύνου συγχύσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.