Language of document : ECLI:EU:T:2015:695

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 25ης Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«REACH – Ένταξη του τριοξειδίου του χρωμίου στον κατάλογο των χημικών ουσιών η χρήση των οποίων υπόκειται σε αδειοδότηση – Χρήσεις ή κατηγορίες χρήσεων που εξαιρούνται από την απαίτηση αδειοδοτήσεως – Έννοια της “ισχύουσας ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος” – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Αναλογικότητα – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της χρηστής διοικήσεως»

Στην υπόθεση T‑360/13,

Verein zur Wahrung von Einsatz und Nutzung von Chromtrioxid und anderen Chrom-VI-verbindungen in der Oberflächentechnik eV (VECCO), με έδρα το Memmingen (Γερμανία), και οι προσφεύγουσες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, εκπροσωπούμενες από τους C. Mereu, K. Van Maldegem, δικηγόρους, και J. Beck, solicitor,

προσφεύγουσες,

υποστηριζόμενες από την

Assogalvanica, με έδρα την Πάδοβα (Ιταλία), και τους λοιπούς παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, εκπροσωπούμενους από τους C. Mereu, K. Van Maldegem και J. Beck,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την K. Talabér-Ritz και τον J. Tomkin,

καθής,

υποστηριζόμενης από τον

Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (EΟΧΠ), εκπροσωπούμενο από τον W. Broere, την M. Heikkilä και τον T. Zbihlej,

παρεμβαίνοντα,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΕ) 348/2013 της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 2013, για την τροποποίηση του παραρτήματος XIV του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) (ΕΕ L 108, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich (εισηγητή), πρόεδρο, J. Schwarcz και V. Tomljenović, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η πρώτη προσφεύγουσα, η Verein zur Wahrung von Einsatz und Nutzung von Chromtrioxid und anderen Chrom-VI-verbindungen in der Oberflächentechnik eV (VECCO), είναι ένωση γερμανικού δικαίου που εκπροσωπεί τους μεταγενέστερους χρήστες του τριοξειδίου του χρωμίου.

2        Οι 185 προσφεύγουσες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα I, μπορούν να καταταγούν σε τρεις ομάδες. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τις προσφεύγουσες που χρησιμοποιούν το τριοξείδιο του χρωμίου σε υδατικό διάλυμα για την επεξεργασία επιφανειών. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τις προσφεύγουσες που δραστηριοποιούνται στην προμήθεια μειγμάτων τα οποία περιέχουν τριοξείδιο χρωμίου και προορίζονται για την επικάλυψη επιφανειών. Η τρίτη ομάδα συγκροτείται από τις προσφεύγουσες που είναι βιομηχανικοί πελάτες οι οποίοι χρησιμοποιούν επικαλύψεις επιφανειών με χρώμιο για τα δικά τους πρωτογενή προϊόντα, ειδικότερα υπό την ιδιότητα προμηθευτών ή κατασκευαστών μηχανικών εξααρτημάτων, μηχανών και λοιπών προϊόντων.

3        Τον Αύγουστο 2010, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαβίβασε στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (EΟΧΠ) φάκελο (στο εξής: φάκελος που καταρτίσθηκε σύμφωνα προς τα οριζόμενα στο παράρτημα XV), που εκπονήθηκε προς τον σκοπό του χαρακτηρισμού του τριοξειδίου του χρωμίου ως ουσίας που προκαλεί πολύ μεγάλη ανησυχία, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 1999/21/ΕΚ (EE L 396, σ. 1). Με τον φάκελο αυτό, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρότεινε να χαρακτηρισθεί το τριοξείδιο του χρωμίου ως ουσία που προκαλεί πολύ μεγάλη ανησυχία, για τον λόγο ότι είχε ταξινομηθεί μεταξύ των καρκινογόνων ουσιών της κατηγορίας 1 και μεταξύ των μεταλλαξιογόνων ουσιών της κατηγορίας 2 στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/EΟΚ και 1999/45/EΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) 1907/2006 (ΕΕ L 353, σ. 1), και για τον λόγο ότι η ουσία αυτή πληροί, ως εκ τούτου, τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1907/2006. Ο φάκελος αυτός αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε δύο εκθέσεις, ήτοι σε έκθεση αναλύσεως των κινδύνων που συνέταξε το Ηνωμένο Βασίλειο το 2005, με τον τίτλο «European Union Risk Assessment Report, 3rd Priority List, Volume 53» (Έκθεση αξιολογήσεως των κινδύνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 3ος κατάλογος προτεραιότητας, τόμος 53), και σε έκθεση που συνέταξε το Ινστιτούτο υγείας και ασφάλειας στην εργασία της γερμανικής κοινωνικής ασφαλίσεως εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, με τον τίτλο «MEGA-Auswertungen zur Erstellung von REACH-Expositionsszenarien für Chrom (VI) – Verbindungen (2000 bis 2009) in Deutschland» [Έκθεση αξιολογήσεων MEGA προς τον σκοπό παρουσιάσεως των σεναρίων εκθέσεως REACH που αφορούν τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση στις ενώσεις χρωμίου (VI) (2000 έως 2009) στη Γερμανία] (στο εξής: έκθεση MEGA).

4        Σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 4, του κανονισμού 1907/2006, ο φάκελος που καταρτίσθηκε σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παράρτημα XV δημοσιεύθηκε στις 30 Αυγούστου 2010, τάχθηκε δε προθεσμία για την υποβολή σχολίων, η οποία εξέπνευσε στις 14 Οκτωβρίου 2010. Μετά την υποβολή των σχολίων, ο εν λόγω φάκελος διαβιβάσθηκε στην επιτροπή των κρατών μελών του ΕΟΧΠ, σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού. Η εν λόγω επιτροπή δέχθηκε την πρόταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στη συνέχεια, με την απόφασή του της 14ης Δεκεμβρίου 2010, ο ΕΟΧΠ συμπεριέλαβε, σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 8, του ως άνω κανονισμού, το τριοξείδιο του χρωμίου στον κατάλογο των υποψηφίων ουσιών προς ενδεχόμενη εγγραφή στο παράρτημα XIV του ιδίου κανονισμού (στο εξής: κατάλογος των υποψηφίων ουσιών), του οποίου επικαιροποιημένη εκδοχή δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του ΕΟΧΠ στις 15 Δεκεμβρίου 2010.

5        Σύμφωνα με το άρθρο 58, παράγραφος 4, του κανονισμού 1907/2006, ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε, στις 15 Ιουνίου 2011, σχέδιο συστάσεως για τις ουσίες που πρέπει να εγγραφούν στο παράρτημα XIV του ιδίου κανονισμού, το οποίο περιέχει τον κατάλογο των ουσιών που υπόκεινται σε αδειοδότηση, και κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τα σχόλιά τους πριν από τις 14 Σεπτεμβρίου 2011. Στο πλαίσιο των σχολίων που υπέβαλε στον ΕΟΧΠ κατά την ως άνω δημόσια διαβούλευση, η πρώτη προσφεύγουσα πρότεινε να προβλεφθεί εξαίρεση, κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, για τη χρήση του τριοξειδίου του χρωμίου ως ενεργού καταλύτη. Στη συνέχεια, τα σχόλια που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι, μεταξύ των οποίων ιδίως η πρώτη προσφεύγουσα, δημοσιεύθηκαν.

6        Στις 19 Δεκεμβρίου 2011, η επιτροπή των κρατών μελών του ΕΟΧΠ εξέδωσε τη γνώμη της επί του σχεδίου συστάσεως που μνημονεύεται ανωτέρω, στη σκέψη 5.

7        Στις 20 Δεκεμβρίου 2011, ο ΕΟΧΠ υπέβαλε τη σύστασή του για τις υποψήφιες προς εγγραφή στο παράρτημα XIV του κανονισμού 1907/2006 ουσίες. Με τη σύσταση αυτή, ο ΕΟΧΠ πρότεινε να μη χορηγηθεί εξαίρεση από την απαίτηση αδειοδοτήσεως για καμία από τις χρήσεις του τριοξειδίου του χρωμίου.

8        Σύμφωνα με το άρθρο 131 και την προβλεπόμενη στο άρθρο 133, παράγραφος 4, του κανονισμού 1907/2006 διαδικασία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε, στις 17 Απριλίου 2013, τον κανονισμό (ΕΕ) 348/2013, για την τροποποίηση του παραρτήματος XIV του κανονισμού 1907/2006 (ΕΕ L 108, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη).

9        Με την προσβαλλόμενη πράξη, το τριοξείδιο του χρωμίου συμπεριελήφθη στο παράρτημα XIV του κανονισμού 1907/2006. Δεν χορηγήθηκε καμία εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού υπέρ ορισμένων χρήσεων του τριοξειδίου του χρωμίου.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιουλίου 2013, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

11      Με έγγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Οκτωβρίου 2013, η Assogalvanica και 93 άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ των προσφευγουσών. Κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, οι αιτήσεις της Assogalvanica και των λοιπών παρεμβαινόντων, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, έγιναν δεκτές με διάταξη της 4ης Μαρτίου 2014, VECCO κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑360/13, EU:T:2014:130). Οι λοιπές αιτήσεις παρεμβάσεως απορρίφθηκαν.

12      Με έγγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 2013, ο ΕΟΧΠ ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, η αίτησή του έγινε δεκτή με διάταξη της 22ας Νοεμβρίου 2013.

13      Στις 22 Ιανουαρίου 2014, ο ΕΟΧΠ κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως.

14      Στις 11 Μαρτίου 2014, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του ΕΟΧΠ.

15      Στις 24 Απριλίου 2014, η Assogalvanica και οι λοιποί παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, κατέθεσαν το δικό τους υπόμνημα παρεμβάσεως. Στις 18 Ιουνίου 2014, οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού.

16      Με το δικόγραφο της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να κρίνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι εν μέρει παράνομη, καθόσον ερείδεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και αντιβαίνει στο άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας (συμπεριλαμβανομένων των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της υπεροχής των επιστημονικών γνωματεύσεων)·

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που δεν περιλαμβάνει, στη σειρά 16, πέμπτη στήλη, του παραρτήματός της, υπό τον τίτλο «Εξαιρούμενες χρήσεις (κατηγορίες χρήσεων)», την ακόλουθη εξαίρεση: «χρήση τριοξειδίου του χρωμίου σε υδατικό διάλυμα για παραγωγικούς σκοπούς, με τήρηση, επομένως, του μέγιστου δείκτη εκθέσεως 5μg/m3 (ή 0.005 μg/m3)» ή παρεμφερή διατύπωση, προκειμένου να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης πράξεως η «χρήση τριοξειδίου του χρωμίου για γαλβανοπλαστική, διαδικασίες εγχαράξεως, ηλεκτρολυτική λείανση και άλλες διαδικασίες και τεχνολογίες επιφανειακής κατεργασίας καθώς και αναμείξεως» ή διατύπωση με την αυτή έννοια·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη, ούτως ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν από το δεύτερο και το τέταρτο αίτημά τους.

18      Η Επιτροπή και ο ΕΟΧΠ ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή αβάσιμη,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες καθώς και την Assogalvanica και τους λοιπούς παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Assogalvanica και οι λοιποί παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι εν μέρει παράνομη, καθόσον ερείδεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και αντιβαίνει στο άρθρο 58, παράγραφος 2 του κανονισμού 1907/2006, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας (συμπεριλαμβανομένων των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της υπεροχής των επιστημονικών γνωματεύσεων)·

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που δεν περιλαμβάνει στη σειρά 16, πέμπτη στήλη, του παραρτήματός της, υπό τον τίτλο «Εξαιρούμενες χρήσεις (κατηγορίες χρήσεων)», την ακόλουθη εξαίρεση: «χρήση τριοξειδίου του χρωμίου σε υδατικό διάλυμα για παραγωγικούς σκοπούς, με τήρηση, επομένως, του μέγιστου δείκτη εκθέσεως 5μg/m3 (ή 0.005 μg/m3)» ή παρεμφερή διατύπωση προκειμένου να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης πράξεως η «χρήση τριοξειδίου του χρωμίου για γαλβανοπλαστική, διαδικασίες εγχαράξεως, ηλεκτρολυτική λείανση και άλλες διαδικασίες και τεχνολογίες επιφανειακής κατεργασίας καθώς και αναμείξεως» ή οιαδήποτε άλλη διατύπωση δυνάμενη να εξαιρέσει τη χρήση του τριοξειδίου του χρωμίου στη βιομηχανία της επικαλύψεως από το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης πράξεως·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη, ούτως ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 2015, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, υποβάλλοντας νέα επιστημονική ανάλυση σχετικά με τα δεδομένα της εκθέσεως MEGA. Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες ζητούν να περιληφθεί η εν λόγω έκθεση εμπειρογνωμόνων στη δικογραφία και να ζητηθεί από τους διαδίκους, με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, να λάβουν θέση επί της επιρροής της στην επίλυση της διαφοράς.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού του πρώτου και του τρίτου αιτήματος της Assogalvanica και των λοιπών παρεμβαινόντων, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II

21      Κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Οργανισμού, η παρέμβαση μπορεί να έχει ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη των αιτημάτων του ενός των διαδίκων. Επομένως, ο παρεμβαίνων δεν μπορεί να διευρύνει τα αιτήματα του διαδίκου υπέρ του οποίου παρεμβαίνει (απόφαση της 10ης Μαΐου 2001, Kaufring κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑186/97, T‑187/97, T‑190/97 έως T‑192/97, T‑210/97, T‑211/97, T‑216/97 έως T‑218/97, T‑279/97, T‑280/97, T‑293/97 και T‑147/99, Συλλογή, EU:T:2001:133, σκέψη 137).

22      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν από το δεύτερο και το τέταρτο αίτημά τους. Επομένως, το πρώτο και το τρίτο αίτημα της Assogalvanica και των λοιπών παρεμβαινόντων, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ, δεν διατυπώνονται πλέον προς στήριξη αιτημάτων των προσφευγουσών και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

 Επί της ουσίας

23      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, πρώτον, από πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, τρίτον, από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και, τέταρτον, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της «υπεροχής των επιστημονικών γνωματεύσεων».

24      Επιβάλλεται να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006

25      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, καθόσον δεν εξαίρεσε από την απαίτηση αδειοδοτήσεως την επίμαχη χρήση του τριοξειδίου του χρωμίου. Κατά τις προσφεύγουσες, ο κίνδυνος που απορρέει από τη χρήση αυτή τελεί υπό έλεγχο. Υπάρχει ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται ελάχιστα μέτρα τα οποία οι εργοδότες οφείλουν να λάβουν υποχρεωτικά, για να θέσουν υπό έλεγχο τους κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση του τριοξειδίου του χρωμίου, και δη η οδηγία 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλομένους σε χημικούς παράγοντες (δέκατη τέταρτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 131, σ. 11), και η οδηγία 2004/37/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες κατά την εργασία (έκτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου) (ΕΕ L 158, σ. 50). Οι οδηγίες αυτές είναι «ειδικές» ακόμη και για τις ουσίες τις οποίες δεν μνημονεύουν ρητώς, στο μέτρο που οι ουσίες αυτές εμπίπτουν σε μια από τις κατηγορίες ουσιών τις οποίες αφορούν οι εν λόγω οδηγίες. Το γεγονός ότι οι οδηγίες αυτές δεν περιλαμβάνουν οριακή τιμή επαγγελματικής εκθέσεως για το τριοξείδιο του χρωμίου δεν αναιρεί το ότι αυτές είναι αρκούντως «ειδικές» και προβλέπουν «στοιχειώδεις απαιτήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006. Η απαίτηση οριακών τιμών εκθέσεως ισοδυναμεί με καθιέρωση μέγιστων απαιτήσεων, πράγμα που υπερβαίνει το πλαίσιο του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, το οποίο αναφέρεται μόνο σε στοιχειώδεις απαιτήσεις. Στην ανακοίνωσή της σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των κινδύνων και τις στρατηγικές περιορισμού των κινδύνων από τις ουσίες: τριοξείδιο του χρωμίου, διχρωμικό αμμώνιο, διχρωμικό κάλιο (ΕΕ 2008, C 152, σ. 1), η Επιτροπή έκρινε, επιπλέον, επαρκή τα μέτρα που εφαρμόζονται ήδη για τον περιορισμό των κινδύνων. Στον «χάρτη πορείας για τις ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία», τον οποίο δημοσίευσε τον Φεβρουάριο 2013, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι κίνδυνοι μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο ακόμη και «εκτός» του κανονισμού 1907/2006. Επιπλέον, ουδείς ειδικός κίνδυνος καρκίνου προκαλείται από τον τομέα της ηλεκτροεπιμεταλλώσεως, πράγμα που οφείλεται στην αποτελεσματικότητα των μέτρων περιορισμού των κινδύνων που έλαβαν οι εργοδότες. Εξάλλου, στους χρήστες τριοξειδίου του χρωμίου έχουν εφαρμογή και άλλες νομοθετικές διατάξεις για την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος, όπως η οδηγία 2012/18/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες και για την τροποποίηση και στη συνέχεια την κατάργηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 197, σ. 1), η οδηγία 2010/75/ΕΕ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334, σ. 17), και διατάξεις πολλών εθνικών δικαίων. Επαρκές επίπεδο ελέγχου των κινδύνων που συνδέονται με τις επίμαχες χρήσεις του τριοξειδίου του χρωμίου διασφαλίζεται, επιπλέον, από μια σειρά εθνικών κανόνων και θα μπορούσε να επιτευχθεί και με την οικειοθελή εφαρμογή των οριακών τιμών επαγγελματικής εκθέσεως. Τέλος, την υποχρέωση αξιολογήσεως της δυνατότητας εξαιρέσεως και το συναφές βάρος αποδείξεως φέρει, στο πλαίσιο του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, η Επιτροπή και όχι οι επιχειρηματίες.

26      Η Assogalvanica και οι λοιποί παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, συντάσσονται κατ’ ουσίαν με τα επιχειρήματα των προσφευγουσών, υπογραμμίζοντας συγχρόνως ότι η Επιτροπή και ο ΕΟΧΠ θα όφειλαν να έχουν εξετάσει διεξοδικά και εμπεριστατωμένα την αποτελεσματικότητα των μέτρων που ήδη ίσχυαν, πράγμα που προκύπτει από τον όρο «ορθώς» που περιλαμβάνεται στο γράμμα του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006 καθώς και από τον σκοπό που διατυπώνεται στο άρθρο 55 του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή και ο ΕΟΧΠ οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς της Ένωσης. Το άρθρο 58, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού δεν προβλέπει, άλλωστε, παρά στοιχειώδεις απαιτήσεις, οπότε θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της επικουρικότητας να επιβάλει η Επιτροπή μονομερώς αυστηρότερες απαιτήσεις. Η αξιολόγηση δυνάμει της τελευταίας αυτής διατάξεως θα απαιτούσε διεξοδικότερη ανάλυση όχι μόνο της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, αλλά και της υποκείμενης νομοθεσίας, της πρακτικής εφαρμογής της και των πραγματικών δεδομένων που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι στοιχειώδεις απαιτήσεις παρέχουν τη δυνατότητα επαρκούς ελέγχου των κινδύνων.

27      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον ΕΟΧΠ, αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

28      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, με τον κανονισμό 1907/2006, ο νομοθέτης θέσπισε νομικό καθεστώς για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων, αποσκοπώντας, μεταξύ άλλων, κατά την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 1907/2006, να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των ουσιών στην εσωτερική αγορά ενώ ταυτοχρόνως θα εξασφαλίζονται η ανταγωνιστικότητα και η καινοτομία. Ειδικότερα, στον τίτλο VII του εν λόγω κανονισμού προβλέπεται διαδικασία αδειοδοτήσεως. Ο σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι, κατά το άρθρο 55 του εν λόγω κανονισμού, να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως ότι οι κίνδυνοι από τις ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία ελέγχονται επαρκώς και ότι οι ουσίες αυτές αντικαθίστανται προοδευτικά από κατάλληλες εναλλακτικές οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες ουσίες ή τεχνολογίες. Η διαδικασία αδειοδοτήσεως μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις ουσίες που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του εν λόγω κανονισμού.

29      Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως συνίσταται στην εξέταση από τον ΕΟΧΠ του κατά πόσον μια ουσία πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006 επί τη βάσει, μεταξύ άλλων, φακέλου που καταρτίσθηκε σύμφωνα προς τα οριζόμενα στο παράρτημα XV του ιδίου κανονισμού. Ο φάκελος αυτός καταρτίζεται είτε, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, από τον ΕΟΧΠ είτε από κράτος μέλος. Κατά τη λήξη του ως άνω σταδίου, ο ΕΟΧΠ χαρακτηρίζει την εν λόγω ουσία ως πληρούσα τα κριτήρια αυτά και την περιλαμβάνει στον κατάλογο των υποψηφίων ουσιών.

30      Το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως αφορά την εγγραφή ουσίας, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των υποψηφίων ουσιών, στο παράρτημα XIV του κανονισμού 1907/2006, σύμφωνα με το άρθρο 58 του κανονισμού αυτού. Εφόσον η εν λόγω ουσία εγγραφεί στο παράρτημα αυτό και συντρέχουν οι προϋποθέσεις της απαγορεύσεώς της, όπως ορίζονται στο άρθρο 56 του εν λόγω κανονισμού, δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί ή να διατεθεί στο εμπόριο, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο του τρίτου σταδίου της εν λόγω διαδικασίας, έχει χορηγηθεί άδεια για ειδική χρήση, δυνάμει του άρθρου 60 του ιδίου κανονισμού. Η απόφαση περί εγγραφής της ουσίας αυτής στο εν λόγω παράρτημα εκδίδεται από την Επιτροπή επί τη βάσει συστάσεως που εκπονεί ο ΕΟΧΠ λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη γνώμη της επιτροπής των κρατών μελών και τα σχόλια, ιδίως όσον αφορά χρήσεις που θα πρέπει να εξαιρεθούν από την απαίτηση αδειοδοτήσεως δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, τα οποία υποβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι στο πλαίσιο δημόσιας διαβουλεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 58, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού.

31      H απόφαση περί εγγραφής ουσίας, την οποία αφορά το άρθρο 57 του κανονισμού 1907/2006, στο παράρτημα XIV του εν λόγω κανονισμού πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού αυτού, να προσδιορίζει, μεταξύ άλλων, τις χρήσεις ή κατηγορίες χρήσεων που εξαιρούνται από την απαίτηση αδειοδοτήσεως, εάν υπάρχουν, και τους όρους για τις εξαιρέσεις αυτές, εάν υπάρχουν. Η χορήγηση των εξαιρέσεων αυτών διέπεται από το άρθρο 58, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, κατά το οποίο ορισμένες χρήσεις ή κατηγορίες χρήσεων είναι δυνατόν να εξαιρούνται από την απαίτηση αδειοδοτήσεως, εάν, βάσει της ισχύουσας ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος, ο κίνδυνος τελεί υπό έλεγχο.

32      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006 συνέτρεχαν και ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να χορηγήσει εξαίρεση δυνάμει της διατάξεως αυτής, πρέπει να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, κατά πόσον υφίστατο, εν προκειμένω, «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση [του τριοξειδίου του χρωμίου] για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος». Εάν αυτό συμβαίνει, θα πρέπει να εκτιμηθεί, στη συνέχεια, αν, «βάσει της [εν λόγω] ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας […] ο κίνδυνος [ελεγχόταν] ορθώς». Τέλος, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, θα πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή, η οποία «είναι δυνατόν» να χορηγήσει εξαίρεση από την απαίτηση αδειοδοτήσεως και η οποία, επομένως, διαθέτει περιθώρια εκτιμήσεως συναφώς, υπέπεσε σε πλάνη κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας.

33      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να τονισθεί ότι «κοινοτική νομοθεσία» κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, είναι κανόνας δικαίου που εκδόθηκε από φορέα εντός της Ένωσης και έχει ως σκοπό να παραγάγει δεσμευτικά αποτελέσματα. Επομένως, όπως άλλωστε παραδέχτηκαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κανόνες που ανήκουν σε πλείονα εθνικά δίκαια καθώς και οικειοθελείς πρακτικές δεν είναι δυνατόν να πληρούν την πρώτη προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, στο μέτρο που δεν συνιστούν «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος». Επομένως, δεν συντρέχει λόγος να εξετασθούν ούτε οι εθνικοί κανόνες που επικαλούνται οι προσφεύγουσες ούτε οι οικειοθελείς πρακτικές στις οποίες αναφέρθηκαν.

34      Όσον αφορά την ανακοίνωση της Επιτροπής, της οποίας γίνεται μνεία ανωτέρω, στη σκέψη 25, και στην οποία αναφέρονται οι προσφεύγουσες, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι αυτή περιέχει πληροφορίες που αφορούν την αξιολόγηση των κινδύνων και των στρατηγικών για τον περιορισμό τους, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το τριοξείδιο του χρωμίου. Αντιθέτως, δεν έχει δεσμευτικό περιεχόμενο και δεν επεξηγεί άλλη διάταξη, αλλά περιορίζεται, αφενός, στο να ενημερώσει για τα αποτελέσματα της αξιολογήσεως, ιδίως, για τους κινδύνους που απορρέουν από τις χρήσεις του τριοξειδίου του χρωμίου, και, αφετέρου, στο να διευκρινίσει ότι η Επιτροπή εξέδωσε τη σύστασή της της 30ής Μαΐου 2008, για μέτρα περιορισμού των κινδύνων από τις ουσίες τριοξείδιο του χρωμίου, διχρωμικό αμμώνιο και διχρωμικό κάλιο (ΕΕ L 158, σ. 65), στην οποία η εν λόγω ανακοίνωση περιέχει αναφορά. Ελλείψει κανονιστικού χαρακτήρα, η ανακοίνωση αυτή δεν μπορεί, όπως άλλωστε παραδέχτηκαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να θεωρηθεί ως «κοινοτική νομοθεσία», κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006.

35      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί μόνον εάν οι οδηγίες τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δηλαδή οι οδηγίες 98/24, 2004/37, 2010/75 και 2012/18, συνιστούν «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος», κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006.

36      Πρώτον, οι προσφεύγουσες, όπως και η Assogalvanica και οι λοιποί παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, επικαλούνται δύο οδηγίες που εντάσσονται στο πλαίσιο της προστασίας των εργαζομένων στον χώρο εργασίας, ήτοι τις οδηγίες 98/24 και 2004/37.

37      Όσον αφορά την οδηγία 98/24, οι προσφεύγουσες καθώς και η Assogalvanica και οι λοιποί παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, αναφέρονται, ιδίως, στο άρθρο 1, στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, στα άρθρα 8 και 10 αυτής. Δυνάμει του άρθρου 1 αυτής, σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι να καθορίσει «στοιχειώδεις προδιαγραφές για την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά τους που προέρχονται ή ενδέχεται να προέλθουν από την επίδραση χημικών παραγόντων οι οποίοι υπάρχουν στο χώρο εργασίας ή ως αποτέλεσμα οιασδήποτε εργασιακής δραστηριότητας όπου υπεισέρχονται χημικοί παράγοντες». Η ίδια οδηγία προβλέπει, κυρίως, μέτρα που πρέπει να λάβουν οι εργοδότες για να αποφύγουν ή να περιορίσουν τους κινδύνους που απορρέουν από την έκθεση των εργαζομένων στις σχετικές ουσίες. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, ιδίως, υποχρεώσεις που αφορούν την αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται οι εργαζόμενοι στον χώρο εργασίας (άρθρο 4), την αντικατάσταση επιβλαβών ουσιών από ουσίες λιγότερο επιβλαβείς (άρθρο 6), τον περιορισμό της ποσότητας τέτοιων ουσιών (άρθρο 6), την ατομική προστασία (άρθρο 6), τη συνεχή ιατρική παρακολούθηση των οικείων εργαζομένων (άρθρο 10) και, τέλος, την ενημέρωση των εργαζομένων και των αρμοδίων αρχών (άρθρο 9, παράγραφος 3). Επομένως, η εν λόγω οδηγία καθιερώνει μια κλίμακα μέτρων. Κατά πρώτο και κύριο λόγο, η έκθεση του εργαζομένου στην επικίνδυνη ουσία πρέπει να αποφεύγεται, με την αντικατάσταση, κατά προτίμηση, της επικίνδυνης ουσίας με μια λιγότερο επικίνδυνη ουσία και, εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, με την εφαρμογή ενός κλειστού συστήματος παραγωγής. Εάν δεν είναι δυνατή η λήψη κανενός από τα μέτρα αυτά, η έκθεση των εργαζομένων πρέπει να περιορισθεί όσο γίνεται περισσότερο με μέτρα συλλογικής προστασίας, όπως η βελτίωση των συστημάτων αερισμού και των μεθόδων εργασίας. Τέλος, εάν τα μέτρα αυτά δεν είναι επαρκή για την αποτροπή της εκθέσεως των εργαζομένων, ο εργοδότης οφείλει, τρίτον, να προβλέψει μέτρα ατομικής προστασίας, όπως η διάθεση κατάλληλου προστατευτικού εξοπλισμού.

38      H οδηγία 98/24 εφαρμόζεται, γενικώς, σε όλους τους χημικούς παράγοντες. Έχει γενικό περιεχόμενο. Αποσκοπεί, ιδίως, στον καθορισμό υποχρεώσεων που οφείλουν να τηρούν οι εργοδότες, οι οποίοι πρέπει να εξασφαλίσουν το προσήκον επίπεδο ασφαλείας για τους εργαζομένους στον χώρο εργασίας. Εντούτοις, επιβάλλεται να τονισθεί ότι η οδηγία προβλέπει δεσμευτικές οριακές τιμές επαγγελματικής εκθέσεως για τις ουσίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι αυτής, στις οποίες, επί του παρόντος, συγκαταλέγονται μόνον ο μεταλλικός μόλυβδος και οι ενώσεις του. Για τις άλλες ουσίες, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τον μελλοντικό καθορισμό «ενδεικτικών οριακών τιμών επαγγελματικής έκθεσης που θεσπίζονται σε κοινοτικό επίπεδο»· προβλέπει επίσης ότι «[ο]ι οριακές αυτές τιμές εισάγονται ή αναθεωρούνται λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες τεχνικές μέτρησης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ», και ότι «[τ]α κράτη μέλη ενημερώνουν τις οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών σχετικά με τις οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης που θεσπίζονται σε κοινοτικό επίπεδο». Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, «[γ]ια τους χημικούς παράγοντες για τους οποίους θεσπίζεται ενδεικτική οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης σε κοινοτικό επίπεδο, τα κράτη μέλη θεσπίζουν εθνική οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης, λαμβάνοντας υπόψη την κοινοτική οριακή τιμή, και καθορίζουν το χαρακτήρα της σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και πρακτική». Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της αυτής οδηγίας, «[ε]ίναι δυνατό να καθορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο δεσμευτικές οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης οι οποίες, εκτός από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά τη θέσπιση των ενδεικτικών οριακών τιμών επαγγελματικής έκθεσης, αντανακλούν τους παράγοντες εφικτότητας και διατηρούν ταυτόχρονα το στόχο της διασφάλισης της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία.»

39      Όσον αφορά τη σχέση ανάμεσα στην οδηγία 98/24 και τον κανονισμό 1907/2006, ο κανονισμός αυτός προβλέπει, στην αιτιολογική σκέψη 5, ότι «θα πρέπει να εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τον χώρο εργασίας και το περιβάλλον» και, στην αιτιολογική σκέψη 12, ότι «δεν θίγει την εφαρμογή των οδηγιών για την προστασία των εργαζομένων και το περιβάλλον, και ειδικά της οδηγίας [2004/37] και της οδηγίας [98/24], βάσει [των οποίων] οι εργοδότες υποχρεούνται να καταργούν τις επικίνδυνες ουσίες, όποτε είναι τεχνικώς εφικτό, ή να τις υποκαθιστούν από λιγότερο επικίνδυνες ουσίες». Το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται «με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας για τον χώρο εργασίας και το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ […], της οδηγίας 96/61/ΕΚ […], της οδηγίας [98/24], της οδηγίας 2000/60/ΕΚ […] και της οδηγίας [2004/37]».

40      Υπό το πρίσμα των προηγουμένων σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο μέτρο που η οδηγία 98/24 δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη ουσία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των προαναφερθεισών ουσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ότι είναι ειδική, εφόσον εφαρμόζεται γενικώς σε όλες τις χημικές ουσίες, ούτε ότι επιβάλλει στοιχειώδεις απαιτήσεις, εφόσον θεσπίζει μόνον ένα γενικό πλαίσιο για τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι εργοδότες οι οποίοι εκθέτουν τους μισθωτούς τους σε κινδύνους που απορρέουν από τις χρήσεις των χημικών ουσιών. O γενικός χαρακτήρας της εν λόγω οδηγίας αναδεικνύεται σαφώς από το γεγονός ότι ο νομοθέτης θεώρησε, στο άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, ότι ο καθορισμός των οριακών τιμών είναι αναπόσπαστο στοιχείο του μηχανισμού προστασίας των εργαζομένων και ότι χρειάζεται ακόμη να καθοριστούν οι τιμές αυτές για τις ουσίες για τις οποίες δεν υφίστανται τέτοιες τιμές. Επομένως, αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν η Αssogalvanica και οι λοιποί παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, απαιτώντας οριακές τιμές επαγγελματικής εκθέσεως, διότι η απαίτηση αυτών των οριακών τιμών προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 3 της ίδιας οδηγίας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν προσέθεσε εξ ιδίας πρωτοβουλίας ειδικές απαιτήσεις, αλλά, αντιθέτως, ορθώς θεώρησε ότι, ελλείψει οριακών τιμών, η εν λόγω οδηγία δεν συνιστούσε «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος», κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006.

41      Τέλος, εάν γινόταν δεκτή η προσέγγιση που προτείνουν οι προσφεύγουσες, σύμφωνα με την οποία η οδηγία 98/24 πρέπει να θεωρηθεί ως ειδική νομοθεσία ανεξαρτήτως του αν επιβάλλει οριακές τιμές επαγγελματικής εκθέσεως, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι όλοι οι χημικοί παράγοντες διέπονται από «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις». Στην περίπτωση αυτή, δεν θα μπορούσε πρακτικώς ποτέ να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο χορηγήσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 58, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού εξαιρέσεως, παρά το γεγονός ότι η διάταξη αυτή συνιστά αυστηρή εξαίρεση από την αρχή που καθιερώνει το άρθρο 57 του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 69 του ιδίου κανονισμού, σύμφωνα με την οποία οι ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία πρέπει, κατ’ αρχήν, να εγγράφονται στο παράρτημα XIV του εν λόγω κανονισμού και να υπόκεινται στη διαδικασία αδειοδοτήσεως που προβλέπει το άρθρο 60 του ιδίου κανονισμού. Επομένως, η προσέγγιση που προτείνουν οι προσφεύγουσες θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο τον σκοπό και τη λειτουργία που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

42      Όσον αφορά την οδηγία 2004/37, οι προσφεύγουσες καθώς και η Assogalvanica και οι λοιποί παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, επικαλούνται, μεταξύ άλλων, το άρθρο 1, το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 4, το άρθρο 5, παράγραφοι 1, 3 και 5, και τα άρθρα 6 και 14 της εν λόγω οδηγίας. To αντικείμενο της οδηγίας αυτής είναι, κατά το άρθρο 1 αυτής, η «προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά τους, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης των κινδύνων αυτών, που προέρχονται ή μπορούν να προέλθουν από την έκθεση σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες κατά την εργασία». Η ίδια οδηγία ορίζει «τις ελάχιστες ειδικές προδιαγραφές στον τομέα αυτόν, περιλαμβανομένων και οριακών τιμών». Επομένως, η εν λόγω οδηγία προβλέπει, όπως η οδηγία 98/24, κλίμακα μέτρων τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, υποχρεώσεις σχετικά με την αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται οι εργαζόμενοι στον χώρο εργασίας (άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 4), την αντικατάσταση των επικίνδυνων ουσιών με λιγότερο επικίνδυνες ουσίες (άρθρο 4), τη μείωση της ποσότητας των ουσιών αυτών (άρθρο 5), την ατομική προστασία (άρθρα 8 και 10), τη συνεχή ιατρική παρακολούθηση των οικείων εργαζομένων (άρθρο 14) και, τέλος, την ενημέρωση των εργαζομένων και των αρμοδίων αρχών (άρθρα 11, 12 και 19).

43      H οδηγία 2004/37 εφαρμόζεται σε όλους τους καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες. Εντούτοις, προβλέπει δεσμευτικές οριακές τιμές επαγγελματικής εκθέσεως για το βενζόλιο, το μονομερές βινυλοχλωρίδιο και τις σκόνες σκληρών ξύλων (παράρτημα III). Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ότι «[τ]ο Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 137, παράγραφος 2, της Συνθήκης [ΣΕΚ, νυν άρθρο 153, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ], καθορίζει οριακές τιμές στις οδηγίες βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, όσον αφορά όλους εκείνους τους καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες για τους οποίους τούτο είναι δυνατόν, και, εν ανάγκη, άλλες άμεσα συνδεόμενες διατάξεις». Η αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας διευκρινίζει συναφώς ότι «[ο]ι οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης πρέπει να θεωρούνται ως σημαντική συνιστώσα των γενικών ρυθμίσεων για την προστασία των εργαζομένων» και ότι «[ο]ι οριακές τιμές πρέπει να αναθεωρούνται, όταν κρίνεται αναγκαίο, με βάση τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα».

44      Όπως αναφέρθηκε σε σχέση με την οδηγία 98/24, ο κανονισμός 1907/2006 δεν ασκεί καμία επιρροή στην εφαρμογή των οδηγιών σχετικά με την προστασία των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2004/37, για την οποία ισχύει η ίδια συλλογιστική με αυτή που εκτέθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 40. Στο μέτρο που η οδηγία αυτή δεν αναφέρεται σε άλλη ουσία εκτός από το βενζόλιο, το μονομερές βινυλοχλωρίδιο ή τις σκόνες σκληρών ξύλων, για τα οποία καθορίζει μέγιστες τιμές επαγγελματικής εκθέσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε «ειδική», ούτε επιβάλλουσα στοιχειώδεις απαιτήσεις. Eπιπλέον, όπως για την οδηγία 98/24, ο νομοθέτης σαφώς όρισε στο άρθρο 16 της οδηγίας 2004/37 ότι ο καθορισμός των οριακών τιμών αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του μηχανισμού προστασίας των εργαζομένων και ότι χρειαζόταν ακόμη να καθοριστούν οι τιμές αυτές για τις ουσίες για τις οποίες δεν υπήρχαν τέτοιες τιμές. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 57, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1907/2996, το οποίο εντάσσει τις καρκινογόνες και μεταλλαξιογόνες ουσίες στον μηχανισμό αδειοδοτήσεως που ρυθμίζεται στον τίτλο VII του κανονισμού αυτού, ο σκοπός και η λειτουργία του συστήματος ελέγχου και προστασίας που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός θα μπορούσαν να τεθούν σε σοβαρό κίνδυνο, εάν γινόταν δεκτό ότι η οδηγία 2004/37 είναι ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος, κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, για οποιαδήποτε καρκινογόνο ή μεταλλαξιογόνο ουσία. Όσον αφορά την οδηγία 2004/37, ισχύει η ίδια συλλογιστική με αυτή που εκτέθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 41.

45      Επομένως, όσον αφορά το τριοξείδιο του χρωμίου, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ούτε η οδηγία 98/24 ούτε η οδηγία 2004/37 συνιστούν «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος» κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006.

46      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγουσών καθώς και της Assogalvanica και των λοιπών παρεμβαινόντων, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II.

47      Κατ’ αρχάς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, απαιτώντας, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, οριακές τιμές επαγγελματικής εκθέσεως, επιδίωξε, στην πραγματικότητα, να επιβάλει όχι στοιχειώδεις απαιτήσεις, αλλά μέγιστες απαιτήσεις. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το κριτήριο που αντλείται από τις «στοιχειώδεις απαιτήσεις» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει οποιοδήποτε μέτρο προβλεπόμενο από νομοθετική πράξη της Ένωσης. Η στοιχειώδης απαίτηση πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, αφενός, συνιστά ελάχιστη προδιαγραφή προς το συμφέρον των εργαζομένων ή άλλων ενδιαφερομένων προσώπων και, αφετέρου, επιτρέπει να ληφθούν ή να επιβληθούν ακόμη αυστηρότερα μέτρα στο εθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο πιο αυστηρής νομοθεσίας από αυτή η οποία, στο επίπεδο της Ένωσης, επιβάλλει τη στοιχειώδη απαίτηση. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι απαιτούνται οριακές τιμές επαγγελματικής εκθέσεως δεν συνεπάγεται την εφαρμογή μέγιστης απαιτήσεως, αλλά συνιστά στοιχειώδη απαίτηση που μπορεί να επιβάλλεται κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006.

48      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, επιπλέον, ότι αρκεί, για να είναι η νομοθεσία «ειδική» κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, να αναφέρεται σε κατηγορία ουσιών και, ιδίως, στα κριτήρια ταξινομήσεως. Η πρώτη προσφεύγουσα παραθέτει ένα έγγραφο του ΕΟΧΠ με τον τίτλο «Preparation of draft Annex XIV entries for the third recommandation of substances to be included in Annex XIV – General Approach» (Προετοιμασία σχεδίων εγγραφής ουσιών στο παράρτημα XIV – Γενική προσέγγιση), από το οποίο, όπως υποστηρίζει, συνάγεται ότι η ένταξη μιας ουσίας σε κατηγορίες όπως «καρκινογόνες ουσίες» ή «μεταλλαξιογόνες ουσίες» αρκεί για να θεωρηθεί ότι η νομοθεσία που αφορά μια από τις κατηγορίες αυτές είναι ειδική.

49      Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί.

50      Πρώτον, το έγγραφο που παραθέτουν οι προσφεύγουσες δεν είναι παρά μια απλή ανακοίνωση του ΕΟΧΠ που ενημερώνει τους ενδιαφερομένους για την προσέγγιση που υιοθετεί ο ΕΟΧΠ προκειμένου να αξιολογήσει, ιδίως, τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006. Το έγγραφο αυτό δεν έχει καμία νομική ισχύ και δεν ασκεί επιρροή στην ερμηνεία του εν λόγω άρθρου από τον δικαστή της Ένωσης.

51      Δεύτερον, από το γράμμα του σημείου 5.1, δεύτερη αιτιολογική σκέψη, του εγγράφου που παραθέτουν οι προσφεύγουσες δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι αρκεί οιοδήποτε κριτήριο ταξινομήσεως για να θεωρηθεί ότι νομοθεσία που αφορά κατηγορία ουσιών οι οποίες εμπίπτουν στο κριτήριο αυτό είναι ειδική.

52      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι το σημείο 5.1, δεύτερη αιτιολογική σκέψη, του εγγράφου που παραθέτουν οι προσφεύγουσες αναφέρεται στον επαρκή έλεγχο των κινδύνων. Κατά συνέπεια, υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς το αν ο ΕΟΧΠ είχε την πρόθεση, με την ως άνω αιτιολογική σκέψη, να διευκρινίσει τα κριτήρια που εκτιμά ότι παρέχουν τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι μια νομοθεσία είναι ειδική.

53      Επιπλέον, στο έγγραφο που παραθέτουν οι προσφεύγουσες, ο ΕΟΧΠ διευκρινίζει ότι, «κατά γενικό κανόνα, η εν λόγω νομοθεσία θα πρέπει να αναφέρεται στην ειδική ουσία που πρέπει να εγγραφεί στο παράρτημα XIV [του κανονισμού 1907/2006], είτε με τη μνεία της ουσίας αυτής είτε με την αναφορά της ομάδας στην οποία ανήκει η ουσία αυτή, για παράδειγμα με την αναφορά των κριτηρίων ταξινομήσεως ή των κριτηρίων του παραρτήματος XIII [του εν λόγω κανονισμού]». Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ΕΟΧΠ είχε την πρόθεση να διευκρινίσει τα κριτήρια που εκτιμά ότι παρέχουν τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι μια νομοθεσία είναι ειδική, από το επίμαχο χωρίο θα μπορούσε μόνον να συναχθεί ότι, πρωτίστως, η νομοθεσία πρέπει να αναφέρεται στη συγκεκριμένη ουσία αυτή καθεαυτή και ότι, εάν αυτό δεν συμβαίνει, θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι και μια κατηγορία ουσιών είναι αντικείμενο ειδικής νομοθεσίας, εφόσον όμως η νομοθεσία αυτή αφορούσε κατηγορία που διακρίνεται σαφώς από τις λοιπές ουσίες. Κατά συνέπεια, η φύση νομοθεσίας που αφορά κατηγορία ουσιών ως ειδικής πρέπει να είναι παρεμφερής προς την φύση ως ειδικής νομοθεσίας η οποία αφορά μία και μόνον ουσία. Κατά συνέπεια, η απλή αναφορά σε καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες ή χημικές ουσίες είναι υπερβολικά γενική.

54      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται δύο οδηγίες, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο της προστασίας του περιβάλλοντος, ήτοι τις οδηγίες 2010/75 και 2012/18, χωρίς όμως να διευκρινίζουν σε ποιο βαθμό οι εν λόγω οδηγίες συνιστούν «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος», κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, παραπέμπουν απλώς στο παράρτημα A.22 του δικογράφου της προσφυγής, το οποίο, χωρίς μνεία ούτε του συντάκτη ούτε της πηγής εκθέσεως με τον τίτλο «Environmental Risk Reduction Strategy and Analysis of Advantages and Drawbacks for Hexavalent Chromium» (Στρατηγική για τη μείωση των περιβαλλοντικών κινδύνων και την ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων από τη χρήση του εξασθενούς χρωμίου), αναπαράγει το τμήμα 4 της εκθέσεως αυτής και περιλαμβάνει περισσότερες από 40 σελίδες. Κατά τις προσφεύγουσες, η οδηγία 2010/75 καθώς και ένα έγγραφο που φέρει τον τίτλο «BREF», ήτοι ένα έγγραφο αναφοράς για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές επιφανειακής κατεργασίας των μετάλλων και των πλαστικών υλών, με ημερομηνία Αυγούστου 2006, διασφαλίζουν την προσφυγή στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, δηλαδή στις πλέον αποτελεσματικές, εξελιγμένες και εύκολες στην υλοποίησή τους μεθόδους λειτουργίας, προκειμένου να εμποδισθούν ή να περιορισθούν οι εκπομπές και οι επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.

55      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ως άνω επιχειρηματολογία προβάλλεται απαραδέκτως, καθόσον οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι οδηγίες 2010/75 και 2012/18 συνιστούν «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος», κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, δεδομένου ότι δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ενεργήσει αντί των προσφευγουσών προσπαθώντας να ανεύρει και να εντοπίσει το ίδιο, στο ογκώδες παράρτημα Α.22 της προσφυγής στο οποίο γενικώς παραπέμπουν οι προσφεύγουσες, τα στοιχεία που θα μπορούσε να κρίνει ικανά να στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους (βλ., συναφώς, διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 1993, Koelman κατά Επιτροπής, T‑56/92, Συλλογή, EU:T:1993:105, σκέψη 23). Άλλωστε, η επιχειρηματολογία αυτή, στο μέτρο που αφορά μόνο τον έλεγχο των κινδύνων, προβάλλεται επίσης απαραδέκτως, διότι ούτε η γενική και μόνο παραπομπή στο παράρτημα, χωρίς να διευκρινίζονται τα χωρία ή οι παράγραφοι που ασκούν επιρροή, εξηγεί γιατί θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο κίνδυνος τέθηκε υπό έλεγχο. Η ίδια συλλογιστική ισχύει όσον αφορά το έγγραφο που καλείται «BREF». Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω έγγραφο δεν τέθηκε στη διάθεση του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο δεν μπορεί, επομένως, να το εξετάσει.

56      Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σχετικά με την οδηγία 2012/18 προβάλλεται παραδεκτώς, η εν λόγω οδηγία ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος», κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, παρά το γεγονός ότι η οδηγία αυτή τυγχάνει εφαρμογής στο τριοξείδιο του χρωμίου δυνάμει του μέρους 1 του παραρτήματος I αυτής, σε συνδυασμό με το παράρτημα VI, πίνακας 3.1, αριθμός ευρετηρίου 024‑001-00-0, του κανονισμού 1272/2008.

57      Πράγματι, από το άρθρο 1 της οδηγίας 2012/18 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση κανόνων για την πρόληψη «μεγάλων ατυχημάτων» σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες και τον περιορισμό των συνεπειών τους στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, με στόχο να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλη την Ένωση με συνεπή και αποτελεσματικό τρόπο. Στο άρθρο 5, παράγραφος 1, η εν λόγω οδηγία προβλέπει γενικές υποχρεώσεις για τους επιχειρηματίες, οι οποίοι οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη των μεγάλων ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Το παράρτημα III, σημείο β΄, της ίδιας οδηγίας εξειδικεύει τα ζητήματα τα οποία πρέπει να ρυθμίζει το σύστημα διαχειρίσεως της ασφαλείας που οι επιχειρηματίες είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν στις εγκαταστάσεις τους, δυνάμει του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας, ήτοι, μεταξύ άλλων, την κατάρτιση και την ευαισθητοποίηση του προσωπικού, τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των σοβαρών κινδύνων, τον έλεγχο των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, τη διαχείριση των μετατροπών στις εγκαταστάσεις, τις διεργασίες ή τους χώρους αποθηκεύσεως, το πρόγραμμα αντιμετωπίσεως έκτακτων καταστάσεων, τη συνεχή παρακολούθηση των επιδόσεων, την αναφορά των ατυχημάτων και τον περιοδικό έλεγχο και επανεξέταση.

58      Το παράρτημα Ι της οδηγίας 2012/18 καθορίζει, εξάλλου, τις οριακές ποσότητες επικίνδυνης ουσίας εντός επιχειρήσεως (σε τόννους) για να οριοθετήσει έτσι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Επομένως, η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις στις οποίες υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε ποσότητες μικρότερες των ποσοτήτων που αναγράφονται στη στήλη 2 του παραρτήματος Ι, μέρος 1 ή μέρος 2, της οδηγίας. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή αφορά τις επιχειρήσεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ως «μονάδες κατώτερης βαθμίδας», κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 3 της οδηγίας, ή ως «μονάδες ανώτερης βαθμίδας», κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού. Επομένως, το παράρτημα I της ίδιας οδηγίας δεν θεσπίζει ούτε οριακές τιμές επαγγελματικής εκθέσεως ούτε οριακές τιμές εκπομπών για μια επιχείρηση.

59      Κατά συνέπεια, ο σκοπός της οδηγίας 2012/18 έγκειται στην εξασφάλιση της ασφάλειας των εγκαταστάσεων προκειμένου να αποφεύγονται «μεγάλα» ατυχήματα. Η οδηγία δεν αφορά ούτε αυτές καθεαυτές τις ειδικές χρήσεις των επικίνδυνων ουσιών στο πλαίσιο των συνήθων βιομηχανικών δραστηριοτήτων μιας επιχειρήσεως ούτε την προστασία των ανθρώπων από την υπερβολικά υψηλή έκθεση στις επικίνδυνες ουσίες στον χώρο εργασίας τους. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006.

60      Τρίτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σχετικά με την οδηγία 2010/75 προβάλλεται παραδεκτώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η εν λόγω οδηγία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά «ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος», κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006.

61      Κατά το άρθρο 1 αυτής, η οδηγία 2010/75 περιλαμβάνει «κανόνες σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης που προκαλούν οι βιομηχανικές δραστηριότητες». Προβλέπει επίσης κανόνες για την αποφυγή και, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, τη μείωση των εκπομπών στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα και το έδαφος, καθώς και για την πρόληψη της παραγωγής αποβλήτων, ώστε να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του. Κατά το άρθρο 2 αυτής, η οδηγία εφαρμόζεται στις βιομηχανικές δραστηριότητες οι οποίες προκαλούν ρύπανση και αναφέρονται στα κεφάλαια II έως VI αυτής. Δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες έρευνας και αναπτύξεως ούτε στη δοκιμή νέων προϊόντων και διαδικασιών. Δυνάμει του παραρτήματος I της οδηγίας, αυτή εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στη δραστηριότητα της «[ε]πιφανειακή[ς] επεξεργασία[ς] μετάλλων ή πλαστικών υλικών με ηλεκτρολυτικές ή χημικές διεργασίες, εφόσον ο όγκος των κάδων που χρησιμοποιούνται για την κατεργασία υπερβαίνει τα 30 m³». Το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν όλα τα αναγκαία μέτρα τηρήσεως των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 11 και 18 της οδηγίας, ήτοι, μεταξύ άλλων, να καθορίσουν οριακές τιμές εκπομπών για τις ρυπαντικές ουσίες, που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας, και για άλλες ρυπαντικές ουσίες που είναι πιθανόν να εκπέμπονται από την οικεία εγκατάσταση σε σημαντικές ποσότητες ανάλογα με τη φύση τους και τη δυνατότητα μεταφοράς της ρυπάνσεως από το ένα επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος στο άλλο. Το παράρτημα αυτό απαριθμεί μια σειρά ουσιών και, μεταξύ άλλων, ουσίες και μείγματα που έχουν αποδεδειγμένα ιδιότητες καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες ή ικανές να βλάψουν την αναπαραγωγή μέσω της ατμόσφαιρας ή στο υδάτινο περιβάλλον ή μέσω του αέρα ή του ύδατος.

62      Επομένως, μολονότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η οδηγία 2010/75 μπορεί να τύχει εφαρμογής, γενικώς, στις βιομηχανικές εκπομπές που προέρχονται από τις χρήσεις του τριοξειδίου του χρωμίου, επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι η οδηγία αυτή δεν περιέχει καμία ειδική διάταξη σχετικά με την ως άνω ουσία. Εφαρμόζεται μόνο στην επιφανειακή επεξεργασία μετάλλων ή πλαστικών υλικών με ηλεκτρολυτικές ή χημικές διεργασίες, εφόσον ο όγκος των κάδων που χρησιμοποιούνται για την κατεργασία υπερβαίνει τα 30 m3. Επομένως, η οδηγία αφορά συγκεκριμένη βιομηχανική μέθοδο, η οποία υπερβαίνει κάποιο υψηλό όριο ως προς τον όγκο, και όχι μια ειδική ουσία της μεθόδου αυτής και δεν εφαρμόζεται σε όλους τους τύπους της εν λόγω μεθόδου, ιδίως στις μεθόδους που δεν υπερβαίνουν το αναφερθέν όριο.

63      Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες, καθώς και η Assogalvanica και οι λοιποί παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, δεν απέδειξαν, όσον αφορά το τριοξείδιο του χρωμίου, την ύπαρξη «ισχύουσας ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος», κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006.

64      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, δηλαδή την ύπαρξη κινδύνου που τελεί υπό έλεγχο βάσει της ισχύουσας ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος, επιβάλλεται να τονισθεί ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 32, εξαίρεση από την απαίτηση αδειοδοτήσεως μπορεί να χορηγηθεί μόνον εάν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται με τη διάταξη αυτή. Όταν δεν υφίσταται ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί η εν λόγω δεύτερη προϋπόθεση. Επιπλέον, πρέπει να τονισθεί ότι, ενόψει της φράσεως «compte tenu» που απαντά στο γαλλικό κείμενο της εν λόγω διατάξεως και των όρων που χρησιμοποιούνται σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις της εν λόγω διατάξεως, όπως η γερμανική έκφραση «auf der Grundlage» και η αγγλική «on the basis of», ο έλεγχος του κινδύνου πρέπει να στηρίζεται στην εν λόγω ισχύουσα ειδική κοινοτική νομοθεσία. Όμως, ελλείψει τέτοιας νομοθεσίας, είναι αδύνατον οποιοσδήποτε έλεγχος του κινδύνου, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένος, να προκύπτει από τη νομοθεσία αυτή, λόγος ο οποίος, αυτός καθεαυτός, αρκεί προκειμένου να διαπιστωθεί ότι δεν πληρούται εν προκειμένω η δεύτερη προϋπόθεση. Τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προσπαθώντας να καταδείξουν ότι, στην πραγματικότητα, οι κίνδυνοι που απορρέουν από τις διάφορες χρήσεις του τριοξειδίου του χρωμίου είναι, για άλλους λόγους, πρακτικώς ανύπαρκτοι, ή έστω αμελητέοι ή ελεγχόμενοι, δεν αποδεικνύουν τον σύνδεσμο μεταξύ του υποτιθέμενου ελέγχου των κινδύνων και μιας ισχύουσας ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας και είναι, κατά συνέπεια, αλυσιτελή.

65      Δεδομένου ότι δεν συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, η Επιτροπή δεν διέθετε εν προκειμένω περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη χορήγηση εξαιρέσεως δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί, πάντως, ότι, αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω, στη σκέψη 32, η διακριτική ευχέρεια που θα διέθετε η Επιτροπή δεν θα ήταν απεριόριστη και δεν θα της έδινε το δικαίωμα να θεσπίσει αυθαίρετα μέτρα. Πάντως, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών καθώς και της Assogalvanica και των λοιπών παρεμβαινόντων, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει, δεδομένου ότι, βάσει των στοιχείων που προβλήθηκαν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής ήταν τόσο περιορισμένο ώστε να είναι υποχρεωμένη να χορηγήσει την εξαίρεση που ζητήθηκε.

66      Υπό το πρίσμα του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, καθόσον δεν χορήγησε την εξαίρεση που ζήτησαν οι προσφεύγουσες. Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου αυτού είναι απορριπτέος.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

67      Οι προσφεύγουσες θέτουν, κατ’ ουσίαν, εν αμφιβόλω την επιστημονική βάση της προσβαλλόμενης πράξεως, καθόσον το κύριο επιχείρημά τους έγκειται στο ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε προσηκόντως το ζήτημα αν οι κίνδυνοι που απορρέουν από τις διάφορες χρήσεις της βιομηχανίας της επιχρωμιώσεως είχαν τεθεί υπό έλεγχο.

68      Δεδομένου ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχε η πρώτη προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, παρέλκει, όπως εκτίθεται ανωτέρω, στη σκέψη 63, η εξέταση του κατά πόσον οι κίνδυνοι που απορρέουν από τις διάφορες χρήσεις της βιομηχανίας της επιχρωμιώσεως είχαν ή όχι τεθεί υπό έλεγχο.

69      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή είχε πράγματι υποπέσει σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να δεχθεί το αίτημα των προσφευγουσών περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, στο μέτρο που η πράξη αυτή δεν προβλέπει τη χορήγηση της εξαιρέσεως που ζήτησαν οι προσφεύγουσες.

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Eπί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

71      Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την Assogalvanica και τους λοιπούς παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, υποστηρίζουν ότι, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, η de facto απαγόρευση όλων των χρήσεων του τριοξειδίου του χρωμίου που εισήγαγε η προσβαλλόμενη πράξη ήταν αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Θα πρέπει, ιδίως, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ουσία αυτή χρησιμοποιείται πρωτίστως στη βιομηχανία της επιχρωμιώσεως ως ενδιάμεσο προϊόν, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού 1907/2006.

72      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον ΕΟΧΠ, αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

73      Υπό το πρίσμα των εκτεθέντων στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν διέθετε εν προκειμένω περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη χορήγηση εξαιρέσεως δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, διότι δεν συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο, δεν ήταν δυνατόν να παραβιάσει ούτε την αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζοντας το άρθρο αυτό καθ’ ον τρόπο αυτό το ίδιο της επέβαλλε. Επομένως, εφόσον η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να λάβει απόφαση περί μη χορηγήσεως εξαιρέσεως, δεν ήταν δυνατόν, εκ του λόγου τούτου, να παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας.

74      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα των προσφευγουσών θα μπορούσε να ευδοκιμήσει –όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή– μόνον εάν αφορούσε αυτή καθεαυτή τη νομιμότητα του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006. Εντούτοις, όπως διευκρίνισαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν προβάλλουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του εν λόγω άρθρου.

75      Όσον αφορά το επιχείρημα της Assogalvanica και των λοιπών παρεμβαινόντων, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, ότι το τριοξείδιο του χρωμίου, ως ενδιάμεσο προϊόν κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού 1907/2006, δεν πρέπει να υπόκειται στην απαίτηση αδειοδοτήσεως κατά την έννοια του τίτλου VII του κανονισμού 1907/2006, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που οι εν λόγω παρεμβαίνοντες έχουν την πρόθεση να επικαλεστούν, με το επιχείρημα αυτό, τη μη εφαρμογή του τίτλου VII, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 8, του εν λόγω κανονισμού, πρόκειται για ισχυρισμό που μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς, όπως αυτό ορίσθηκε από τους κυρίους διαδίκους και, κατά συνέπεια, προβάλλεται απαραδέκτως (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής C‑474/09 P έως C‑476/09 P, EU:C:2011:522, σκέψη 111). Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι επίσης αβάσιμο, διότι οι εν λόγω παρεμβαίνοντες δεν προσκομίζουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί του ότι το τριοξείδιο του χρωμίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδιάμεσο προϊόν, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού αυτού. Ζητούν, ωστόσο, από το Γενικό Δικαστήριο να αξιολογήσει το ίδιο «αν η μετατροπή του τριοξειδίου του χρωμίου σε μέταλλο χρωμίου κατά τη διαδικασία της επιχρωμιώσεως πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 8, του [εν λόγω] κανονισμού ή, επικουρικώς, για την εξαίρεση του άρθρου 58, παράγραφος 2, του [ιδίου κανονισμού], με αποτέλεσμα η αυστηρή, χωρίς την πρόβλεψη εξαιρέσεων, εγγραφή του τριοξειδίου του χρωμίου στο παράρτημα XIV να είναι παράνομη». Εντούτοις, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητήσει αποδεικτικά στοιχεία που οι διάδικοι δεν προσκόμισαν.

76      Το επιχείρημα αυτό, στο μέτρο που, όπως ανέφεραν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αφορά μόνο το ζήτημα αν η απόφαση της Επιτροπής περί μη χορηγήσεως εξαιρέσεως κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006 ήταν αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, προβάλλεται αλυσιτελώς για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, στη σκέψη 73.

77      Εν κατακλείδι, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και «της υπεροχής των επιστημονικών γνωματεύσεων»

78      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο αιτιάσεις. Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, επικαλούνται προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας, υποστηρίζοντας, ιδίως, ότι, ελλείψει προσβάσεως στα στοιχεία της εκθέσεως MEGA, δεν μπόρεσαν να δικαιολογήσουν πλήρως την αίτηση εξαιρέσεως από την απαίτηση αδειοδοτήσεως. Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, επικαλούνται παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της «υπεροχής των επιστημονικών γνωματεύσεων», ιδίως για τον λόγο ότι η Επιτροπή και ο ΕΟΧΠ δεν είχαν στην κατοχή τους την εν λόγω έκθεση και, κατά συνέπεια, δεν μπόρεσαν να εξετάσουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η πρώτη προσφεύγουσα στο πλαίσιο της δημόσιας διαβουλεύσεως δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη.

79      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον ΕΟΧΠ, αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

80      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι ο τίτλος VII του κανονισμού 1907/2006 δεν προβλέπει δικαίωμα αιτήσεως να χορηγηθεί εξαίρεση και ότι μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 58, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού οι προσφεύγουσες εκλήθησαν να υποβάλουν, ως ενδιαφερόμενα μέρη, «σχόλια […] ιδίως όσον αφορά τις χρήσεις που πρέπει να εξαιρούνται από την υποχρέωση αδειοδότησης».

81      Εντούτοις, η δημόσια διαβούλευση που προβλέπει το άρθρο 58, παράγραφος 4, του κανονισμού 1907/2006 δεν παρέχει στους ενδιαφερομένους ειδικά διαδικαστικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα που τέθηκαν στη διάθεση του ΕΟΧΠ ή της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας εγγραφής των ουσιών στο παράρτημα XIV του εν λόγω κανονισμού. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει μόνο το δικαίωμα υποβολής σχολίων. Οι προσφεύγουσες όμως δεν υποστήριξαν ότι ο ΕΟΧΠ ή η Επιτροπή προσέβαλαν το δικαίωμά τους να υποβάλουν σχόλια στο πλαίσιο της προαναφερθείσας δημόσιας διαβουλεύσεως. Επομένως, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών περί προσβολής των δικαιωμάτων τους άμυνας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

82      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη νομολογία που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες. Βεβαίως, η σκέψη 130 της αποφάσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑75/06, Συλλογή, EU:T:2008:317), αναφέρεται, συγκεκριμένα, στον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας «σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου». Εντούτοις, στην υπό κρίση υπόθεση, η διαδικασία που αφορά την εγγραφή του τριοξειδίου του χρωμίου στο παράρτημα XIV του κανονισμού 1907/2006 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «διαδικασία που κινήθηκε κατά» των προσφευγουσών. Επιπλέον, η πρόβλεψη δημόσιας διαβουλεύσεως στο άρθρο 58 του εν λόγω κανονισμού δεν αναιρεί το γεγονός ότι ούτε ο ΕΟΧΠ ούτε η Επιτροπή υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου αυτού, να ακούσουν τον ιδιώτη τον οποίο θα μπορούσε να αφορά η προσβαλλόμενη πράξη (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2003, Bactria κατά Επιτροπής, C‑258/02 P, Συλλογή, EU:C:2003:675, σκέψη 43). Τέλος, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες αναφέρουν το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο αυτό δεν μπορεί να τροποποιήσει το περιεχόμενο του άρθρου 58, παράγραφος 4, του κανονισμού 1907/2006 και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να δημιουργήσει διαδικαστικά δικαιώματα που δεν προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός. Άλλωστε, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν παράβαση του κανονισμού 1049/2001.

83      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ουδόλως υποχρεούτο να παράσχει, μόνο για τις ανάγκες της δημόσιας διαβουλεύσεως, πρόσβαση σε έγγραφα που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγήθηκε, συμπεριλαμβανομένης της εκθέσεως MEGA. Επομένως, το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε στην κατοχή της την έκθεση αυτή και αν ήταν σε θέση να παράσχει πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο δεν έχει εν προκειμένω σημασία. Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της «υπεροχής των επιστημονικών γνωματεύσεων»

84      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την εξέταση της πρώτης αιτιάσεως του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή και ο ΕΟΧΠ δεν προσέβαλαν τα διαδικαστικά δικαιώματα των προσφευγουσών. Τέλος, στο πλαίσιο της λήψεως αποφάσεως για τη χορήγηση εξαιρέσεως, ήταν επίσης θεμιτό η Επιτροπή και ο ΕΟΧΠ να μην προβούν σε αξιολόγηση του ζητήματος κατά πόσον οι κίνδυνοι που απορρέουν από ορισμένες χρήσεις του τριοξειδίου του χρωμίου είχαν τεθεί υπό έλεγχο.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η επιστημονική αξιολόγηση στην οποία προέβησαν ο ΕΟΧΠ και η Επιτροπή διεξήχθη κατά μη προσήκοντα τρόπο, τα σφάλματα αυτά διεπράχθησαν σε προηγούμενα στάδια της διαδικασίας, ήτοι, συγκεκριμένα, κατά την εκπόνηση του φακέλου σύμφωνα με το παράρτημα XV, και δεν μπορούν να καταστήσουν πλημμελή την απόφαση περί μη χορηγήσεως εξαιρέσεως δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006. Πράγματι, η απόφαση αυτή στηριζόταν, όπως ακριβώς η σύσταση του ΕΟΧΠ, αποκλειστικώς στην έλλειψη «ισχύουσας ειδικής κοινοτικής νομοθεσίας με την οποία επιβάλλονται στοιχειώδεις απαιτήσεις στη χρήση της ουσίας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος», κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, και όχι στον έλεγχο των κινδύνων. Επομένως, ενδεχόμενα σφάλματα ως προς την επιστημονική ανάλυση του ελέγχου των κινδύνων κατά τα προηγούμενα στάδια διαδικασίας, ήτοι, συγκεκριμένα, κατά την εκπόνηση του εν λόγω φακέλου, δεν μπορούσαν να ασκήσουν καμία επιρροή στη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής.

86      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

87      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, έπρεπε να απορριφθεί και το αίτημα επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας.

88      Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 113, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας καθώς και από τη νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να δεχθεί αίτημα περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας προκειμένου να ληφθούν υπόψη νέα πραγματικά περιστατικά, μόνον εάν ο ενδιαφερόμενος διάδικος στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή στην επίλυση της διαφοράς, τα οποία δεν μπόρεσε να επικαλεστεί πριν από τη λήξη της προφορικής διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Roquette Frères κατά Επιτροπής, T-322/01, Συλλογή, EU:T:2006:267, σκέψη 323).

89      Εντούτοις, εν προκειμένω, τα νέα πραγματικά περιστατικά που προέβαλαν οι προσφεύγουσες αφορούν αποκλειστικά τα στοιχεία της εκθέσεως MEGA και το ζήτημα αν η Επιτροπή και ο ΕΟΧΠ υπέπεσαν σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την επιστημονική αξιολόγηση του ελέγχου των κινδύνων σε στάδια της διαδικασίας που προηγήθηκε αυτής που αφορούσε την απόφαση περί χορηγήσεως εξαιρέσεως δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006.

90      Όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, στις σκέψεις 68 και 69, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή είχε πράγματι υποπέσει σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί το αίτημα των προσφευγουσών περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, στο μέτρο που η πράξη αυτή δεν προβλέπει τη χορήγηση της εξαιρέσεως που ζήτησαν οι προσφεύγουσες.

91      Επομένως, τα νέα πραγματικά περιστατικά που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή στην επίλυση της διαφοράς.

92       Για τον ίδιο λόγο, παρέλκει η ακρόαση των διαδίκων όσον αφορά την επιρροή της εκθέσεως εμπειρογνωμόνων στην επίλυση της διαφοράς.

 Επί των δικαστικών εξόδων

93      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού αυτού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 της αυτής διατάξεως, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

94      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με τα το σχετικό αίτημά της.

95      Οι παρεμβαίνοντες και ο ΕΟΧΠ θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Verein zur Wahrung von Einsatz und Nutzung von Chromtrioxid und anderen Chrom-VI-verbindungen in der Oberflächentechnik eV (VECCO) και οι λοιπές προσφεύγουσες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα I φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Η Assogalvanica και οι λοιποί παρεμβαίνοντες, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα II, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

4)      Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) φέρει τα δικαστικά του έξοδα

Dittrich

Schwarcz

Tomljenović

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Σεπτεμβρίου 2015.

(υπογραφές)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Adolf Krämer GmbH & Co. KG, με έδρα την Ulm (Γερμανία),

AgO Argentum GmbH Oberflächenveredelung, με έδρα τη Νυρεμβέργη (Γερμανία),

Alfred Kruse GmbH Metallveredelungen, με έδρα το Langenfeld (Γερμανία),

AL-Oberflächenveredlungsgesellschaft m.b.H, με έδρα το Wuppertal (Γερμανία),

Anke GmbH & Co. KG Oberflächentechnik, με έδρα την Essen (Γερμανία),

ATC Armoloy Technology Coatings GmbH & Co. KG, με έδρα το Mosbach (Γερμανία),

August Schröder GmbH & Co. KG Oberflächenveredelung, με έδρα το Hemer (Γερμανία),

August Sure KG, με έδρα το Lüdenscheid (Γερμανία),

Baaske Oberflächenveredlung GmbH, με έδρα το Wuppertal (Γερμανία),

Hartchrom Beck GmbH, με έδρα το Güglingen (Γερμανία),

Bredt GmbH, με έδρα το Meschede (Γερμανία),

Breidert Galvanic GmbH, με έδρα την Darmstadt (Γερμανία),

Chrom-Müller Metallveredelung GmbH, με έδρα το Oberndorf a. N. (Γερμανία),

Chrom-Schmitt GmbH & Co. KG, με έδρα το Baden-Baden (Γερμανία),

C. Hübner GmbH, με έδρα το Marktoberdorf (Γερμανία),

C. W. Albert GmbH & Co. KG, με έδρα το Hemer-Bredenbruch (Γερμανία),

Detlef Bingen Gesellschaft mit beschränkter Haftung, με έδρα το Langenfeld (Γερμανία),

Dittes Oberflächentechnik GmbH, με έδρα το Keltern (Γερμανία),

Duralloy Süd GmbH, με έδρα το Villingen-Schwenningen (Γερμανία),

Durochrom-Bogatzki, με έδρα το Oberndorf a. N. (Γερμανία),

Metallveredlung Emil Weiß GmbH & Co. KG, με έδρα το Mitwitz (Γερμανία),

Ewald Siodla Metallveredelungsgesellschaft mbH, με έδρα το Witten (Γερμανία),

Flügel CSS GmbH & Co. KG, με έδρα το Solingen (Γερμανία),

Fritz Zehnle Galvanische Anstalt, Inh. Gerd Joos e.K., με έδρα το Triberg (Γερμανία),

Galvanoform Gesellschaft für Galvanoplastik mbH, με έδρα το Lahr (Γερμανία),

Galvano Herbert Geske e.K. , με έδρα το Solingen (Γερμανία),

Galvanotechnik Friedrich Holst GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

Galvano Weis, Weis GmbH & Co., Galvanische Werkstätte KG, με έδρα το Emmering (Γερμανία),

gebr. böge Metallveredelungs GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

Hans Giesbert GmbH & Co. KG, με έδρα τοMömbris (Γερμανία),

Groz-Beckert KG, με έδρα το Albstadt (Γερμανία),

GTW GmbH, με έδρα το Werl (Γερμανία),

GWC Coating GmbH, με έδρα το Villingen-Schwenningen (Γερμανία),

Hartchrom Beuthel GmbH, με έδρα το Schwelm (Γερμανία),

Hartchrom Erb GmbH, με έδρα τη Weiterstadt (Γερμανία),

Hartchrom GmbH, με έδρα την Karlsruhe (Γερμανία),

Hartchrom GmbH Werner Kreuz, με έδρα το Blumberg (Γερμανία),

Hartchrom Schoch GmbH, με έδρα το Sternenfels (Γερμανία),

Hartchrom Teikuro Automotive GmbH, με έδρα το Sternenfels (Γερμανία),

Heine Optotechnik GmbH & Co. KG, με έδρα το Herrsching (Γερμανία),

Heinrich Schnarr GmbH Metallveredlungswerk, με έδρα το Mainaschaff (Γερμανία),

Heinrich Schulte Söhne GmbH & Co. KG, με έδρα το Arnsberg (Γερμανία),

Heinz Daurer und Söhne GmbH & Co. KG Metall-Veredelung-Lampertheim, με έδρα το Lampertheim (Γερμανία),

Helmut Gossmann Metallveredelungs-GmbH, με έδρα το Goldbach (Γερμανία),

Henry Gevekoth GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

Heyer GmbH Oberflächentechnik, με έδρα τη Lübeck (Γερμανία),

HFJ Galvano Kiel GmbH, με έδρα το Kiel (Γερμανία),

Hueck Engraving GmbH & Co. KG, με έδρα το Viersen (Γερμανία),

Imhof Hartchrom GmbH, με έδρα την Karlstadt (Γερμανία),

Johannes Jander GmbH & Co. KG Metalloberflächenveredelung, με έδρα το Iserlohn (Γερμανία),

Johann Maffei GmbH & Co. KG, με έδρα το Iserlohn-Simmern (Γερμανία),

Kesseböhmer Beschlagsysteme GmbH & Co. KG, με έδρα το Bad Essen (Γερμανία),

Knipex-Werk C. Gustav Putsch KG, με έδρα το Wuppertal (Γερμανία),

Kreft & Röhrig Gesellschaft mit beschränkter Haftung, με έδρα το Troisdorf-Friedrich-Wilhelms Hütte (Γερμανία),

Kriebel Metallveredelung GmbH, με έδρα την Kirschfurt (Γερμανία),

LKS Kronenberger GmbH Metallveredlungswerk, με έδρα την Seligenstadt (Γερμανία),

Kunststofftechnik Bernt GmbH, με έδρα το Kaufbeuren (Γερμανία),

L B - Oberflächentechnik GmbH, με έδρα το Wuppertal (Γερμανία),

Linder Metallveredelungsgesellschaft mit beschränkter Haftung, με έδρα την Albstadt (Γερμανία),

Metallisierwerk Peter Schreiber GmbH, με έδρα το Ντύσσελντορφ (Γερμανία),

Montanhydraulik GmbH, με έδρα το Holzwickeden (Γερμανία),

Morex SpA, με έδρα το Crespano del Grappa (Ιταλία),

Motoren-Sauer Instandsetzungs-GmbH, με έδρα το Hösbach (Γερμανία),

MSC/Copperflow Ltd, με έδρα το Bolton, Greater Manchester (Ηνωμένο Βασίλειο),

Neumeister Hydraulik GmbH, με έδρα τη Neuenstadt am Kocher (Γερμανία),

Nießer Metallveredelung GmbH, με έδρα το Röthenbach a. d. Pegnitz (Γερμανία),

Norddeutsche Hartchrom GmbH & Co. KG, με έδρα την Ganderkesee (Γερμανία),

Oberflächenzentrum Elz GmbH, με έδρα το Limburg (Γερμανία),

OK Oberflächenveredelung GmbH & Co. KG, με έδρα το Sundern (Γερμανία),

OTH Oberflächentechnik Hagen GmbH & Co. KG, με έδρα το Hagen (Γερμανία),

OT Oberflächentechnik GmbH & Co. KG, με έδρα το Schwerin (Γερμανία),

Präzisionsgalvanik GmbH Wolfen, με έδρα το Bitterfeld-Wolfen (Γερμανία),

Rahrbach GmbH, με έδρα το Heiligenhaus (Γερμανία),

Rudolf Clauss GmbH & Co. KG Metallveredlung, με έδρα το Mülheim a. d. Ruhr (Γερμανία),

Rudolf Jatzke Galvanik-Hartchrom Günter Holthöfer GmbH & Co. KG, με έδρα το Bielefeld (Γερμανία),

Schaeffler Technologies AG & Co. KG, με έδρα το Herzogenaurach (Γερμανία),

Scherer GmbH, με έδρα το Haslach im Kinzigtal (Γερμανία),

Schmitz Hydraulikzylinder GmbH, με έδρα το Büttelborn (Γερμανία),

Schnarr Metallveredlung GmbH, με έδρα το Waiblingen (Γερμανία),

Schornberg Galvanik GmbH, με έδρα τη Lippstadt (Γερμανία),

Robert Schrubstock GmbH & Co. KG, με έδρα το Velbert (Γερμανία),

Schulte Hartchrom GmbH, με έδρα το Arnsberg (Γερμανία),

Schwing GmbH, με έδρα το Sankt Stefan im Lavanttal (Αυστρία),

Silit-Werke GmbH & Co. KG, με έδρα το Riedlingen (Γερμανία),

Steinbach & Vollmann GmbH & Co. KG , με έδρα το Heiligenhaus (Γερμανία),

Strötzel Oberflächentechnik GmbH & Co. KG, με έδρα το Hildesheim (Γερμανία),

Süss Oberflächentechnik GmbH, με έδρα το Wetzlar (Γερμανία),

Thoma Metallveredelung GmbH, με έδρα το Heimertingen (Γερμανία),

Viemetall Viersener Metallveredlung Pottel GmbH & Co. KG, με έδρα το Viersen (Γερμανία),

Walzen-Service-Center GmbH, με έδρα το Oberhausen (Γερμανία),

Wavec GmbH, με έδρα την Eisenhüttenstadt (Γερμανία),

Wilhelm Bauer GmbH & Co. KG, με έδρα το Hannover (Γερμανία),

Willy Remscheid Galvanische Anstalt GmbH, με έδρα το Solingen (Γερμανία),

Willy Remscheid Kunststofftechnik GmbH, με έδρα το Velbert (Γερμανία),

Wiotec, Inhaber Udo Wilmes e.K., με έδρα το Ense (Γερμανία),

Wissing Hartchrom GmbH, με έδρα το Lohmar (Γερμανία),

alfi GmbH Isoliergefäße, Metall‑ und Haushaltswaren, με έδρα το Wertheim (Γερμανία),

BIA Kunststoff- und Galvanotechnik GmbH & Co. KG, με έδρα το Solingen (Γερμανία),

Siegfried Boner e.K., με έδρα το Villingen-Schwenningen (Γερμανία),

Bruchmühlbacher Galvanotechnik (BG) GmbH, με έδρα το Bruchmühlbach-Miesau (Γερμανία),

C + C Krug GmbH, με έδρα το Velbert (Γερμανία),

Collini GmbH, με έδρα το Aperg (Γερμανία),

Collini Gesellschaft m.b.H, με έδρα το Hohenems (Αυστρία),

Collini GmbH, με έδρα το Marchtrenk (Αυστρία),

Collini Wien GmbH, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία),

Federal-Mogul TP Europe GmbH & Co KG, με έδρα το Burscheid (Γερμανία),

Fischer GmbH & Co. surface technologies KG, με έδρα το Katzenelnbogen (Γερμανία),

Friederici Oberflächenveredlung GmbH, με έδρα το Iserlohn (Γερμανία),

Galvano Wittenstein GmbH, με έδρα το Solingen (Γερμανία),

Gedore-Werkzeugfabrik GmbH & Co. KG, με έδρα το Remscheid (Γερμανία),

Gerhardi Kunststofftechnik GmbH, με έδρα το Lüdenscheid (Γερμανία),

Gosma - Werkzeugfabrik und Metallveredelung Weber GmbH, με έδρα το Gosheim (Γερμανία),

Hartchrom-Meuter Ernst Meuter GmbH & Co. KG, με έδρα το Solingen (Γερμανία),

Hartchrom Spezialbeschichtung Winter GmbH, με έδρα το Treuen (Γερμανία),

Hasler AG, Aluminiumveredlung, με έδρα το Turgi (Ελβετία),

Hartchrom Haslinger Oberflächentechnik GmbH, με έδρα το Linz (Αυστρία),

Hentschel Harteloxal GmbH & Co. KG, με έδρα το Schorndorf (Γερμανία),

Kammin Metallveredelung KG, με έδρα το Friesenheim (Γερμανία),

Karl-Heinz Bauer GmbH Galvanische Anstalt, με έδρα το Ispringen (Γερμανία),

Maschinenfabrik KBA‑Mödling AG, με έδρα το Maria Enzersdorf (Αυστρία),

Albert Kißling Galvanische Werke GmbH, με έδρα το Neusäß (Γερμανία),

KME Germany GmbH & Co. KG, με έδρα το Osnabrück (Γερμανία),

Lahner KG, με έδρα το Brunn am Gebirge (Αυστρία),

Liebherr‑Aerospace Lindenberg GmbH, με έδρα το Lindenberg (Γερμανία),

MTU Aero Engines AG, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία),

MTU Maintenance Hannover GmbH, με έδρα το Langenhagen (Γερμανία),

Münze Österreich AG, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία),

Nehlsen‑BWB Flugzeug‑Galvanik Dresden GmbH & Co. KG, με έδρα τη Δρέσδη (Γερμανία),

Orbis Will GmbH + Co. KG, με έδρα το Ahaus (Γερμανία),

Riag Oberflächentechnik AG, με έδρα το Wängi (Ελβετία),

Franz Rieger Metallveredlung, με έδρα το Steinheim am Albuch (Γερμανία),

Saxonia Galvanik GmbH, με έδρα την Halsbrücke (Γερμανία),

Schweizer Galvanotechnic GmbH & Co. KG, με έδρα το Heilbronn (Γερμανία),

G. Schwepper Beschlag GmbH + Co, με έδρα το Heiligenhaus (Γερμανία),

R. Spitzke Oberflächen‑ und Galvanotechnik GmbH & Co. KG, με έδρα το Barsbüttel (Γερμανία),

Stahl Judenburg GmbH, με έδρα το Judenburg (Αυστρία),

VTK Veredelungstechnik Krieglach GmbH, με έδρα το Krieglach (Αυστρία),

STI Surface Technologies International Holding AG, με έδρα το Steinach (Ελβετία),

Witech GmbH, με έδρα το Remscheid (Γερμανία),

Kurt Zecher GmbH, με έδρα το Paderborn (Γερμανία),

De Martin AG, Metallveredelung, με έδρα το Wängi (Ελβετία),

Hattler & Sohn GmbH, με έδρα το Villingen-Schwenningen (Γερμανία),

Alfacrom 2000 Srl, με έδρα το Fiume Veneto (Ιταλία),

F.LLI Angelini Sud Srl, με έδρα το Arzano (Ιταλία),

Bertola Srl, με έδρα τοMarene (Ιταλία),

Bugli Srl, με έδρα το Scandicci (Ιταλία),

Burello Srl, με έδρα το Pavia di Udine (Ιταλία),

Galvanica CMB Di Bittante Franco EC – Snc, με έδρα το Scorzé (Ιταλία),

Casprini Gruppo Industriale SpA, με έδρα την Cavrilia (Ιταλία),

C.F.G. Rettifiche Srl, με έδρα την Argenta (Ιταλία),

CIL – Cromatura e Rettifica Srl, με έδρα την Esine (Ιταλία),

Cromatura Dura Srl, με έδρα την Lozza (Ιταλία),

Cromital Srl, με έδρα την Parme (Ιταλία),

Cromoflesch Di Bolletta Giuseppe & C. – Snc, με έδρα το Salzano (Ιταλία),

Cromogalante Srl, με έδρα την Πάδοβα (Ιταλία),

Cromotrevigiana Srl, με έδρα το Ponzano Veneto (Ιταλία),

Elezinco Srl, με έδρα το Castelfidardo (Ιταλία),

Galvanica Nobili Srl, με έδρα το Marano sul Panaro (Ιταλία),

Galvanotecnica Vignati Srl, με έδρα την Canegrate (Ιταλία),

Galvitek Srl, με έδρα τη Βερόνα (Ιταλία),

Gilardoni Vittorio Srl, με έδρα το Mandello del Lario (Ιταλία),

Industria Galvanica Dalla Torre Ermanno e Figli Srl, με έδρα την Villorba (Ιταλία),

La Galvanica Trentina Srl, με έδρα το Rovereto (Ιταλία),

Nicros Srl, με έδρα το Conegliano (Ιταλία),

O.C.M. Di Liboà Mauro & C. – Snc, με έδρα το Mondovì (Ιταλία),

Rubinetterie Zazzeri SpA, με έδρα την Incisa Valdarno (Ιταλία),

Silga SpA, με έδρα το Castelfidarno (Ιταλία),

Surcromo Di Suttora Marco, με έδρα την Pieve Emanuele (Ιταλία),

Tobaldini SpA, με έδρα την Altavilla Vicentina (Ιταλία),

Tre Albi SNC Di Trentin Silvano Bittante Mario & Albanese Giancarlo, με έδρα το Vedelago (Ιταλία),

Adolf Boos GmbH & Co. KG, με έδρα το Iserlohn (Γερμανία),

Henkel Beiz‑ und Elektropoliertechnik GmbH & Co. KG, με έδρα το Waidhofen an der Thaya (Αυστρία),

Saueressig GmbH + Co.KG, με έδρα το Vreden (Γερμανία),

Saueressig Polska sp. z o.o., με έδρα το Tarnowo Podgórne (Πολωνία),

Wetzel GmbH, με έδρα το Grenzach-Wyhlen (Γερμανία),

Wetzel sp. z o.o., με έδρα το Duchnów (Πολωνία),

Apex Cylinders Ltd, με έδρα το Bristol (Ηνωμένο Βασίλειο),

Federal-Mogul Burscheid GmbH, με έδρα το Burscheid (Γερμανία),

Federal-Mogul Friedberg GmbH, με έδρα το Friedberg (Γερμανία),

Federal-Mogul Vermögensverwaltungs-GmbH, με έδρα το Burscheid (Γερμανία),

Federal-Mogul Operations France SAS, με έδρα το Saint‑Jean‑de‑la‑Ruelle (Γαλλία),

Dietmar Schrick GmbH, με έδρα το Solingen (Γερμανία),

Cromatura Dalla Torre Sergio Snc Di Dalla Torre Sergio EC, με έδρα την Breda di Tiave (Ιταλία),

Hartchromwerk Brunner AG, με έδρα το Saint Galle (Ελβετία),

Schulz Hartchrom GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Ecometal, με έδρα το Trévise (Ιταλία),

Comité européen pour le traitement de surface (CETS), με έδρα την Louvain (Βέλγιο),

Österreichische Gesellschaft für Oberflächentechnik (AOT), με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία),

Surface Engineering Association (SEA), με έδρα το Birmingham (Ηνωμένο Βασίλειο),

Zentralverband Oberflächentechnik e.V. (ZVO), με έδρα το Hilden (Γερμανία),

Eco-Chim Galvanotecnica di Antoniazzi G. & C. Snc, με έδρα το Codognè (Ιταλία),

Heiche Oberflächentechnik GmbH, με έδρα το Schwaigern (Γερμανία),

Schwäbische Härtetechnik Ulm GmbH & Co. KG, με έδρα την Ulm (Γερμανία),

Trattamento superfici metalliche Srl (TSM), με έδρα το Schio (Ιταλία),

Aros Hydraulik GmbH, με έδρα το Memmingen (Γερμανία),

Berndorf Band GmbH, με έδρα το Berndorf (Αυστρία),

Eberhard Derichs Maschinen- und Apparatebau GmbH, με έδρα το Krefeld (Γερμανία),

Friedrich Fausel Metalldrückerei, με έδρα το Herrlingen (Γερμανία),

Goldhofer AG, με έδρα το Memmingen (Γερμανία),

Heidelberger Druckmaschinen AG, με έδρα τη Χαϊδελβέργη (Γερμανία),

Huhtamaki Flexible Packaging Germany GmbH & Co. KG, με έδρα το Ronsberg (Γερμανία),

ITW Automotive Products GmbH, με έδρα το Hodenhagen (Γερμανία),

Josef Van Baal GmbH, με έδρα το Krefeld (Γερμανία),

Kleinvoigtsberger Elektrobauelemente GmbH, με έδρα την Großschirma (Γερμανία),

Kniggendorf & Kögler GmbH, με έδρα το Laatzen (Γερμανία),

Liebherr-Components Kirchdorf GmbH, με έδρα το Kirchdorf (Γερμανία),

Max Hilscher GmbH, με έδρα την Dornstadt (Γερμανία),

Mora Metrology GmbH, με έδρα το Aschaffenburg (Γερμανία),

Norsystec – Nohra-System-Technik – GmbH, με έδρα τη Nohra (Γερμανία),

Otto Littmann Maschinenfabrik - Präzisionsmechanik GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

Provertha Connectors Cables & Solutions GmbH, με έδρα το Pforzheim (Γερμανία),

Roland Merz, κάτοικος Ober-Ramstadt (Γερμανία),

Schwing-Stetter Baumaschinen GmbH, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία),

SML Maschinengesellschaft mbH, με έδρα το Lenzing (Αυστρία),

ThyssenKrupp Steel Europe AG, με έδρα το Duisbourg (Γερμανία),

Windmöller & Hölscher KG, με έδρα το Lengerich (Γερμανία).


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.