Language of document : ECLI:EU:T:2009:350

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 23ης Σεπτεμβρίου 2009 (*)

«Περιβάλλον – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Εθνικό σχέδιο της Πολωνίας περί κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής για την περίοδο 2008 έως 2012 – Τρίμηνη προθεσμία – Αρμοδιότητες κρατών μελών και Επιτροπής – Ίση μεταχείριση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 3, και άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/87»

Στην υπόθεση T‑183/07,

Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από την E. Ośniecka-Tamecka, στη συνέχεια, από τον T. Nowakowski, ακολούθως από τον T. Kozek, έπειτα από τον M. Dowgielewicz και, τέλος, εκπροσωπούμενη από τους M. Dowgielewicz, M. Jarosz και M. Nowacki,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, εκπροσωπούμενη από τις J. Fazekas, R. Somssich και M. Fehér,

από

τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas,

και από

τη Σλοβακική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον J. Čorba, στη συνέχεια από την B. Ricziová,

παρεμβαίνουσες,

κατά

της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον U. Wölker και την K. Herrmann,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις Z. Bryanston-Cross και C. Gibbs, επικουρούμενες από τον H. Mercer, barrister, στη συνέχεια, από τις I. Rao και S. Ossowski, επικουρούμενες από τον J. Maurici, barrister,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο την ακύρωση, εν όλω ή εν μέρει, της αποφάσεως C(2007) 1295 τελικό της Επιτροπής, της 26ης Μαρτίου 2007, σχετικά με το εθνικό σχέδιο κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, το οποίο κοινοποίησε η Δημοκρατία της Πολωνίας για την περίοδο 2008 έως 2012, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275, σ. 32),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τις I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Φεβρουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

I –  Διεθνείς και κοινοτικές ρυθμίσεις σχετικά με τη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών περί των κλιματικών μεταβολών και το Πρωτόκολλο του Κυότο

1        Η σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών περί των κλιματικών μεταβολών που υπεγράφη στη Νέα Υόρκη στις 9 Μαΐου 1999 (στο εξής: CCNUCC), η οποία εγκρίθηκε στο όνομα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την υπ’ αριθ. 94/69/EK απόφαση του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με τη σύναψη της CCNUCC (ΕΕ 1994, L 33, σ. 11), έχει ως απώτερο σκοπό τη σταθεροποίηση των ατμοσφαιρικών συγκεντρώσεων των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου σε επίπεδο που να αποτρέπει την επικίνδυνη ανθρωπογενή παρεμβολή στο κλιματικό σύστημα. Το Παράρτημα 1 της CCNUCC περιλαμβάνει κατάλογο των συμβαλλομένων κρατών, μεταξύ των οποίων και η Δημοκρατία της Πολωνίας, η οποία, περαιτέρω, κατατάσσεται στην κατηγορία των χωρών που βρίσκονται υπό μετάβαση στην οικονομία της αγοράς. Η CCNUCC τέθηκε σε ισχύ εντός της Κοινότητας στις 21 Μαρτίου 1994. Η CCNUCC κυρώθηκε από τη Δημοκρατία της Πολωνίας στις 28 Ιουλίου 1994 και τέθηκε ως προς αυτήν σε ισχύ στις 26 Οκτωβρίου 1994.

2        Προκειμένου να επιτευχθεί ο απώτερος σκοπός της CCNUCC, υπεγράφη, στις 11 Δεκεμβρίου 1997, το Πρωτόκολλο του Κυότο στη CCNUCC (Απόφαση 1/CP.3 «Έγκριση του Πρωτοκόλλου του Κυότο [στη CCNUCC]»). Το παράρτημα A του Πρωτοκόλλου του Κυότο, περιλαμβάνει κατάλογο των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, καθώς και κατάλογο των τομέων/κατηγοριών των πηγών που καλύπτονται από το Πρωτόκολλο του Κυότο. Το παράρτημα Β του Πρωτοκόλλου του Κυότο περιλαμβάνει κατάλογο των συμβαλλομένων μερών με τις αντίστοιχες ποσοτικοποιημένες υποχρεώσεις τους περιορισμού ή μειώσεως των εκπομπών.

3        Στις 25 Απριλίου 2002, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση του Συμβουλίου 2002/358/ΕΚ, για την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του Πρωτοκόλλου του Κυότο στη [CCNUCC] και την από κοινού τήρηση των σχετικών δεσμεύσεων (ΕΕ L 130, σ. 1). Το Πρωτόκολλο του Κυότο, καθώς και τα παραρτήματά του Α και Β, περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της αποφάσεως 2002/358. Ο πίνακας των ποσοτικοποιημένων υποχρεώσεων περιορισμού ή μειώσεως των εκπομπών, που αποβλέπει στον καθορισμό των αντιστοίχων επιπέδων εκπομπών για την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου του Κυότο, περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2002/358.

4        Η Δημοκρατία της Πολωνίας κύρωσε το Πρωτόκολλο του Κυότο στις 13 Δεκεμβρίου 2002. Το Πρωτόκολλο του Κυότο τέθηκε σε ισχύ στην Κοινότητα και στη Δημοκρατία της Πολωνίας στις 16 Φεβρουαρίου 2005.

II –  Ρυθμίσεις σχετικά με το κοινοτικό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου

5        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275, σ. 32) (στο εξής: οδηγία), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004 (ΕΕ L 338, σ. 18) ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία καθιερώνει ένα κοινοτικό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας […] προκειμένου να προωθήσει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό.»

6        Το άρθρο 9 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Για κάθε περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2, κάθε κράτος μέλος καταρτίζει εθνικό σχέδιο με τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που σκοπεύει να κατανείμει για την περίοδο αυτή και τον τρόπο κατανομής. Το σχέδιο βασίζεται σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των τυχόν παρατηρήσεων του κοινού. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της Συνθήκης, η Επιτροπή διατυπώνει, το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, κατευθύνσεις για την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Για την περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, το σχέδιο δημοσιεύεται και κοινοποιείται στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη μέχρι τις 31 Μαρτίου 2004 το αργότερο. Για τις μετέπειτα περιόδους, το σχέδιο δημοσιεύεται και κοινοποιείται στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη δεκαοκτώ τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου.

2.      Τα εθνικά σχέδια κατανομής δικαιωμάτων εξετάζονται στο πλαίσιο της επιτροπής του άρθρου 23, παράγραφος 1, [της οδηγίας].

3.      Εντός τριμήνου από την κοινοποίηση εθνικού σχεδίου κατανομής δικαιωμάτων από κράτος μέλος βάσει της παραγράφου 1, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει το σχέδιο αυτό, ή οποιαδήποτε πτυχή του, για λόγους μη συμβατότητας με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ ή με τις διατάξεις του άρθρου 10. Το κράτος μέλος λαμβάνει απόφαση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1 ή 2, μόνον εάν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις γίνουν αποδεκτές από την Επιτροπή. Κάθε απορριπτική απόφαση της Επιτροπής αιτιολογείται.»

7        Το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Κατά την πενταετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2008 και για κάθε μετέπειτα πενταετή περίοδο, κάθε κράτος μέλος αποφασίζει τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που θα κατανείμει για την εν λόγω περίοδο και αρχίζει τη διαδικασία κατανομής των δικαιωμάτων στο φορέα εκμεταλλεύσεως κάθε εγκατάστασης. Η απόφαση λαμβάνεται δώδεκα τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου και βασίζεται στο εθνικό του σχέδιο κατανομής που έχει καταρτισθεί βάσει του άρθρου 9 και σύμφωνα με το άρθρο 10, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του κοινού.»

8        Το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας απαριθμεί δώδεκα κριτήρια για τα εθνικά σχέδια κατανομής. Τα κριτήρια υπό στοιχεία 1 έως 3, 5 και 6, 10 και 12 του παραρτήματος ΙΙΙ ορίζουν αντιστοίχως τα εξής:

«1.      Η συνολική ποσότητα των προς κατανομή δικαιωμάτων για τη σχετική περίοδο πρέπει να αντιστοιχεί προς την υποχρέωση του κράτους μέλους να περιορίσει τις εκπομπές του βάσει της αποφάσεως 2002/358/ΕΚ και του πρωτοκόλλου του Κυότο, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, την αναλογία των συνολικών εκπομπών που τα δικαιώματα αυτά αντιπροσωπεύουν σε σύγκριση με τις εκπομπές από πηγές που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και, αφετέρου, των εθνικών πολιτικών ενέργειας, και θα πρέπει να συμφωνεί με το εθνικό πρόγραμμα για τις κλιματικές μεταβολές. Η συνολική ποσότητα των προς κατανομή δικαιωμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει την ενδεχομένως απαιτούμενη για την αυστηρή εφαρμογή των κριτηρίων του παρόντος παραρτήματος. Πριν από το 2008, η ποσότητα πρέπει να συμβαδίζει με την κατεύθυνση της επίτευξης ή της υπερ-επίτευξης του στόχου κάθε κράτους μέλους σύμφωνα με την απόφαση 2002/358/ΕΚ και το πρωτόκολλο του Κυότο.

2.      Η συνολική ποσότητα των προς κατανομή δικαιωμάτων πρέπει να αντιστοιχεί προς τις εκτιμήσεις της πραγματικής και της προβλεπόμενης προόδου προς εκπλήρωση των συνεισφορών των κρατών μελών στις δεσμεύσεις της Κοινότητας βάσει της αποφάσεως 93/389/ΕΟΚ.

3.      Οι ποσότητες των προς κατανομή δικαιωμάτων πρέπει να αντιστοιχούν προς το δυναμικό, συμπεριλαμβανομένου του τεχνολογικού δυναμικού, δραστηριοτήτων που καλύπτονται από αυτό το σύστημα μειώσεως των εκπομπών. Τα κράτη μέλη μπορούν να βασίζουν την κατανομή δικαιωμάτων στις μέσες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου ανά προϊόν σε κάθε τομέα δραστηριοτήτων και στην πρόοδο που είναι δυνατόν να επιτευχθεί σε κάθε δραστηριότητα.

[…]

5.      Το σχέδιο δεν πρέπει να εισάγει διακρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων ή τομέων ώστε να ευνοούνται αθεμίτως κάποιες επιχειρήσεις ή δραστηριότητες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Συνθήκης, και ιδίως των άρθρων 87 και 88 αυτής.

6.      Το σχέδιο πρέπει να περιέχει πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι νεοεισερχόμενοι θα μπορούν να αρχίζουν να συμμετέχουν στο κοινοτικό σύστημα στο οικείο κράτος μέλος.

[…]

10.      Το σχέδιο περιέχει πίνακα των εγκαταστάσεων που καλύπτει η παρούσα οδηγία, με τις ποσότητες δικαιωμάτων που πρόκειται να διατεθούν σε καθεμία.

[…]

12.      Το σχέδιο ορίζει το ανώτατο ποσό [των πιστοποιημένων μειώσεων εκπομπών] και [των μονάδων μειώσεως εκπομπών] που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από φορείς εκμεταλλεύσεως εντός του κοινοτικού συστήματος ως ποσοστό της κατανομής των δικαιωμάτων σε κάθε εγκατάσταση. Το ποσοστό συνάδει προς τις υποχρεώσεις συμπληρωματικότητας δυνάμει του πρωτοκόλλου του Κυότο και των αποφάσεων που ελήφθησαν δυνάμει της UNFCCC και του πρωτοκόλλου του Κυότο.»

 Ιστορικό της διαφοράς

9        Με το από 30 Ιουνίου 2006 έγγραφο, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας το εθνικό σχέδιο κατανομής για την περίοδο 2008 έως 2012 (στο εξής: ΕΣΚ). Κατά το ΕΣΚ, η Δημοκρατία της Πολωνίας σκόπευε να κατανείμει στην καλυπτόμενη από την οδηγία εθνική της βιομηχανία συνολική ετήσια μέση ποσότητα 284,648332 εκατομμυρίων τόνων ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα (στο εξής: MteCO2).

10      Το ΕΣΚ συνοδευόταν από το απευθυνόμενο προς την Επιτροπή έγγραφο, της 29ης Ιουνίου 2006, του πολωνικού Υπουργείου Περιβάλλοντος, όπου επισημαινόταν ότι «οι πίνακες με τα προηγούμενα δεδομένα καθώς και με τις προβλέψεις εκπομπών, για τις οποίες γίνεται λόγος στο παράρτημα 10 των προαναφερθεισών κατευθυντηρίων οδηγιών, θα διαβιβασθούν στην Επιτροπή ευθύς μετά τη λήψη των απαραίτητων ενημερωμένων δεδομένων» και ότι «η οριστική έκδοση του ονομαστικού καταλόγου των φορέων εκμεταλλεύσεως των εγκαταστάσεων και ο αριθμός των δικαιωμάτων που τους έχει κατανεμηθεί θα διαβιβασθεί στην Επιτροπή μετά την έκδοση αποφάσεως από το Συμβούλιο υπουργών».

11      Στο από 30 Αυγούστου 2006 απευθυνόμενο προς τη Δημοκρατία της Πολωνίας έγγραφο, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατόπιν πρώτης εξετάσεως του ΕΣΚ, προέκυψε ότι αυτό ήταν ελλιπές και ότι, ως είχε, δεν ήταν συμβατό προς τα κριτήρια υπό στοιχεία 2 και 5 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας. Κάλεσε, κατόπιν αυτού, τη Δημοκρατία της Πολωνίας να απαντήσει, εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών, σε ορισμένα ερωτήματα και αιτήματα για παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι θα ήταν σε θέση να τοποθετηθεί επί του ΕΣΚ το αργότερο εντός προθεσμίας τριών μηνών από της πλήρους ενημερώσεώς της.

12      Με το από 30 Οκτωβρίου 2006 έγγραφο, ο Πολωνός Υφυπουργός Περιβάλλοντος ζήτησε από την Επιτροπή να μεταθέσει την ταχθείσα προθεσμία για την απάντησή του στο έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2006 έως τα τέλη της τρίτης εβδομάδας του μηνός Νοεμβρίου του 2006, υποστηρίζοντας κυρίως ότι αυτός ο επιπρόσθετος χρόνος θα του επέτρεπε να προετοιμάσει ακριβή ενημέρωση και να διευκρινίσει βασικές πτυχές, ώστε η Επιτροπή να είναι ακολούθως σε θέση να προβεί σε ορθή και πραγματικά πλήρη εκτίμηση του υποβληθέντος εγγράφου.

13      Η Δημοκρατία της Πολωνίας απάντησε στο από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο με το έγγραφο της 29ης Δεκεμβρίου 2006. Με το από 9 Ιανουαρίου 2007 έγγραφο κοινοποίησε συμπληρωματικές πληροφορίες.

14      Στις 26 Μαρτίου 2007, η Επιτροπή, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας εξέδωσε την απόφαση C (2007) 1295 τελικό σχετικά με το ΕΣΚ (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή διαπιστώνει, στην ουσία, τη μη συμμόρφωση προς αρκετά από τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας και, ως εκ τούτου, μειώνει κατά 76,132937 MteCO2 τη συνολική ετήσια ποσότητα εκπομπών που προβλέπεται στο ΕΣΚ και καθορίζει το ανώτατο όριο σε 208,515395 MteCO2.

15      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες πτυχές του [ΕΣΚ] για την πρώτη πενταετή περίοδο του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας είναι ασύμβατες, αντιστοίχως, προς:

1.      τα κριτήρια [υπό στοιχεία] 1 [έως] 3 του παραρτήματος III της οδηγίας: το τμήμα της συνολικής προς κατανομή ποσότητας δικαιωμάτων –που ισούται με τον ετήσιο όγκο εκπομπών των 76,132937 [MteCO2], το επίπεδο διαδοχικής προσαρμογής σε κάθε μείωση του αριθμού εγκαταστάσεων και με το ένα πέμπτο της συνολικής ποσότητας δικαιωμάτων που κατανεμήθηκε από τη [Δημοκρατία της] Πολωνίας δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας– δεν είναι συμβατό με τις πραγματοποιηθείσες κατ’ εφαρμογή της αποφάσεως 280/2004/ΕΚ εκτιμήσεις και με το δυναμικό, συμπεριλαμβανομένου του τεχνολογικού, δραστηριοτήτων που καλύπτονται από το κοινοτικό σύστημα μειώσεως των εκπομπών· αυτό το τμήμα μειώθηκε στο ύψος των δικαιωμάτων που κατανεμήθηκαν για τα προγράμματα που αφορούν τις καλυπτόμενες από την οδηγία εγκαταστάσεις, που πραγματοποιήθηκαν το 2005, και επιτρέποντας κατά τη διάρκεια του ιδίου έτους τη μείωση ή τον περιορισμό των εκπομπών τους, κατά το μέτρο που οι μειώσεις ή οι περιορισμοί στηρίζονται σε δικαιολογημένα και εξακριβωμένα δεδομένα· επίσης, το τμήμα της συνολικής ποσότητας δικαιωμάτων, ανερχόμενο δυνητικώς σε 6,2884 [MteCO2] ανά έτος, το οποίο αντιστοιχεί στις πρόσθετες εκπομπές των εγκαταστάσεων καύσης, κατά το μέτρο που οι εν λόγω εκπομπές δεν συνδέονται αποκλειστικώς με την ανάπτυξη, από αυτές τις εγκαταστάσεις, νέων δραστηριοτήτων και δεν στηρίζονται σε αιτιολογημένα και εξακριβωμένα δεδομένα, σύμφωνα με τη γενική μεθοδολογική προσέγγιση του [ΕΣΚ]·

2.      το κριτήριο [υπό στοιχείο] 5 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας: η κατανομή σε ορισμένες εγκαταστάσεις δικαιωμάτων που υπερβαίνουν τις εκτιμηθείσες ανάγκες λόγω αναγνώρισης των μέτρων που λήφθηκαν σε πρώιμο στάδιο, της χρησιμοποιήσεως βιομάζας ή της συμπαραγωγής·

3.      το κριτήριο [υπό στοιχείο] 6 του παραρτήματος III της οδηγίας: οι πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι νεοεισερχόμενοι μπορούν να αρχίσουν να συμμετέχουν στο κοινοτικό καθεστώς·

4.      το κριτήριο [υπό στοιχείο] 10 του παραρτήματος III της οδηγίας: η πρόθεση της [Δημοκρατίας της] Πολωνίας να μεταφέρει τα δικαιώματα που αρχικώς κατανεμήθηκαν σε εγκαταστάσεις του τομέα παραγωγής οπτάνθρακα σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής σε περίπτωση που οι εγκαταστάσεις αυτές πωλούν αέρια οπτανθρακοποίησης στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής·

5.      το κριτήριο [υπό στοιχείο] 12 του παραρτήματος III της οδηγίας: το ανώτατο ποσό μειώσεως των πιστοποιημένων εκπομπών και της μονάδας μειώσεως των εκπομπών που οι νεοεισερχόμενοι μπορούν να χρησιμοποιούν στο κοινοτικό σύστημα, υπό τη μορφή ποσοστού δικαιωμάτων που κατανέμονται σε κάθε εγκατάσταση, ύψους 25 %, δεν είναι συμβατό με τις υποχρεώσεις συμπληρωματικότητας της [Δημοκρατίας της] Πολωνίας που απορρέουν από το Πρωτόκολλο του Κυότο και προς τις εκδοθείσες αποφάσεις δυνάμει της CCNUCC ή του Πρωτοκόλλου του Κυότο, κατά το μέτρο που υπερβαίνει το όριο του 10 %.

Άρθρο 2

Δεν προβάλλονται αντιρρήσεις στο [ΕΣΚ] υπό την επιφύλαξη ότι οι κάτωθι τροποποιήσεις θα γίνουν κατά τρόπο μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις και θα κοινοποιηθούν στην Επιτροπή το συντομότερο δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτούμενες προθεσμίες για την εφαρμογή των εθνικών διαδικασιών, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση:

1.      η συνολική ποσότητα των προς κατανομή δικαιωμάτων στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος θα μειωθεί στο ύψος: του ετήσιου όγκου εκπομπών των 76,132937 [MteCO2], του επιπέδου διαδοχικών προσαρμογών σε κάθε μείωση του αριθμού των εγκαταστάσεων και του ενός πέμπτου της συνολικής ποσότητας δικαιωμάτων που κατανεμήθηκε από τη [Δημοκρατία της] Πολωνίας δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας· τα πρόσθετα κατανεμηθέντα δικαιώματα στις εγκαταστάσεις καθώς καθορίζονται σύμφωνα με τη γενική μεθοδολογική προσέγγιση που ορίζεται στο [ΕΣΚ], βάσει των δεδομένων για τις αιτιολογημένες και εξακριβωμένες εκπομπές, που αφορούν αποκλειστικά τις νέες δραστηριότητές τους, ενώ η συνολική ποσότητα μειώνεται στο ύψος της διαφοράς μεταξύ των κατανεμηθέντων δικαιωμάτων στις προαναφερθείσες εγκαταστάσεις και των 6,2884 [MteCO2], που αντιστοιχεί στο ετήσιο αποθεματικό για τις εγκαταστάσεις αυτές· η συνολική ποσότητα αυξάνεται κατά τα κατανεμηθέντα δικαιώματα για τα προγράμματα που αφορούν τις καλυπτόμενες από την οδηγία εγκαταστάσεις, που πραγματοποιήθηκαν το 2005, και επιτρέποντας κατά τη διάρκεια του ιδίου έτους τη μείωση ή τον περιορισμό των εκπομπών τους, κατά το μέτρο που αυτές οι μειώσεις ή οι περιορισμοί στηρίζονται σε αιτιολογημένα και εξακριβωμένα δεδομένα·

2.      τα κατανεμηθέντα στις εγκαταστάσεις δικαιώματα δεν θα υπερβαίνουν τις εκτιμηθείσες ανάγκες, λόγω αναγνώρισης των ληφθέντων μέτρων σε πρώιμο στάδιο, της χρησιμοποιήσεως βιομάζας ή της συμπαραγωγής·

3.      οι πληροφορίες θα παρέχονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι νεοεισερχόμενοι να μπορούν να αρχίσουν να συμμετέχουν στο κοινοτικό σύστημα, κατά τρόπο συμβατό με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ της [οδηγίας] και τις διατάξεις του άρθρου 10, της τελευταίας.

4.      η ποσότητα των κατανεμηθέντων δικαιωμάτων σε μία από τις αναφερόμενες στο [ΕΣΚ] εγκαταστάσεις, ασκούσα δραστηριότητα στην εθνική επικράτεια, θα προσαρμόζεται λόγω του κλεισίματος άλλων εγκαταστάσεων της επικράτειας·

5.      το ανώτατο όριο μειώσεως των εξακριβωμένων εκπομπών και της μονάδας μειώσεως εκπομπών που οι φορείς εκμεταλλεύσεως μπορούν να χρησιμοποιούν στο κοινοτικό σύστημα, υπό τη μορφή ποσοστού κατανεμηθέντων δικαιωμάτων ανά εγκατάσταση, θα μειωθεί ώστε να μην υπερβαίνει το όριο του 10 %.

Άρθρο 3

1.      Η μέση συνολική ετήσια ποσότητα εκπομπών που πρέπει να κατανεμηθεί από τη [Δημοκρατία της Πολωνίας] κατ’ εφαρμογή [του ΕΣΚ] στις αναφερόμενες στο εν λόγω σχέδιο εγκαταστάσεις και στους νεοεισερχόμενους –μειούμενη, αφενός, στο επίπεδο των διαδοχικών προσαρμογών σε κάθε μείωση του αριθμού των εγκαταστάσεων και στο ένα πέμπτο της συνολικής ποσότητας των κατανεμηθέντων από τη [Δημοκρατία της] Πολωνίας δικαιωμάτων δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας, και, αφετέρου, στο ύψος της διαφοράς μεταξύ των πρόσθετων κατανεμηθέντων δικαιωμάτων στις εγκαταστάσεις καύσης και των 6,2884 εκατομμυρίων τόνων που αντιστοιχεί στο ετήσιο αποθεματικό για τις εγκαταστάσεις αυτές, στη συνέχεια αυξανόμενη κατά τα κατανεμηθέντα δικαιώματα για τα προγράμματα που αφορούν τις καλυπτόμενες από την οδηγία εγκαταστάσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2005 και επιτρέποντας κατά τη διάρκεια του ιδίου έτους τη μείωση ή τον περιορισμό των εκπομπών τους, κατά το μέτρο που αυτές οι μειώσεις ή οι περιορισμοί προέρχονται αποκλειστικώς από την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και στηρίζονται σε αιτιολογημένα και εξακριβωμένα δεδομένα– θα είναι ίση με και όχι ανώτερη των 208,515395 [MteCO2].

2.      Το [ΕΣΚ] δύναται να τροποποιηθεί χωρίς προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, αν η τροποποίηση αφορά τα κατανεμηθέντα σε ορισμένες εγκαταστάσεις δικαιώματα, εντός των ορίων της συνολικής ποσότητας προς κατανομή δικαιωμάτων στις εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο σχέδιο, σε συνέχεια βελτιώσεων της ποιότητας των δεδομένων, ή αν αφορά στη μείωση του ποσοστού των δωρεάν προς κατανομή δικαιωμάτων εντός των ορίων του άρθρου 10 της οδηγίας.

3.      Κάθε αναγκαία τροποποίηση του [ΕΣΚ] για τη διόρθωση των ασυμβατοτήτων που επισημαίνονται στο άρθρο 1 της παρούσας αποφάσεως, εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 2, πρέπει να κοινοποιείται το συντομότερο δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη τις αναγκαίες προθεσμίες για την εφαρμογή των εθνικών διαδικασιών χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και απαιτεί την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας. Κάθε άλλη τροποποίηση του [ΕΣΚ], εξαιρουμένων των αναφερομένων στο άρθρο 2 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι αποδεκτή.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Πολωνίας.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Η Δημοκρατία της Πολωνίας, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28 Μαΐου 2007, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17      Με χωριστό δικόγραφο, κατατεθέν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημέρα, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ταχεία διαδικασία του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Με απόφαση της 10ης Ιουλίου 2007, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) απέρριψε το εν λόγω αίτημα.

18      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου μεταβλήθηκε, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

19      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 7η Σεπτεμβρίου 2007, η Δημοκρατία της Πολωνίας υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζήτησε από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με διάταξη της 9ης Νοεμβρίου 2007, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση αυτή.

20      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Αυγούστου 2007, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2007, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή. Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας υπέβαλε το υπόμνημα παρεμβάσεως στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Με χωριστά δικόγραφα, τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Μαρτίου 2008, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Επιτροπή υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του κατατεθέντος από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας υπομνήματος παρεμβάσεως.

21      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Οκτωβρίου 2007, η Δημοκρατία της Λιθουανίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Με διάταξη της 19ης Νοεμβρίου 2007, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου έκρινε ότι το εν λόγω αίτημα υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 115 του Κανονισμού Διαδικασίας, αλλά μετά την παρέλευση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων του άρθρου 115, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού. Κατά συνέπεια, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου αποδέχθηκε το εν λόγω αίτημα, περιορίζοντας, όμως, τα δικαιώματα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 6, του ιδίου κανονισμού.

22      Με χωριστά δικόγραφα, τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 και 20 Φεβρουαρίου 2008, αντιστοίχως, η Σλοβακική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Ουγγαρίας ζήτησαν να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Με διάταξη της 10ης Απριλίου 2008, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου έκρινε ότι και τα δύο εν λόγω αιτήματα υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 115 του Κανονισμού Διαδικασίας, αλλά μετά την παρέλευση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων του άρθρου 115, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού. Κατά συνέπεια, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου αποδέχθηκε τα δύο αιτήματα, περιορίζοντας, όμως, τα δικαιώματα της Σλοβακικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 6, του ιδίου κανονισμού.

23      Η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

25      Σε γενικές γραμμές, όπως προκύπτει από τη σύνοψη των προβληθέντων από τη Δημοκρατία της Πολωνίας λόγων ακυρώσεως, που περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος της προσφυγής υπό τον τίτλο «Αιτήματα», επιχειρείται να αποδειχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «εκδόθηκε από την Επιτροπή, άνευ σχετικής αρμοδιότητας, κατά παράβαση των ουσιαστικών κανόνων, των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ και καθ’ υπέρβαση των εξουσιών της».

26      Ειδικότερα, προς στήριξη της προσφυγής της, η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει, κατ’ ουσίαν, εννέα λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, αφενός, παράβαση των διατάξεων της οδηγίας, ήτοι του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 3, των κριτηρίων υπό στοιχεία 1 έως 3 και 12 του παραρτήματος ΙΙΙ και του άρθρου 13, παράγραφος 2, και, αφετέρου, από προσβολή του δικαιώματος ενημερώσεως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, περί των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και διακύβευση της ενεργειακής της ασφάλειας.

I –  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράνομη έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως μετά τη λήξη της κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας τρίμηνης προθεσμίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, με το αιτιολογικό ότι, μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας που διέθετε, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, για να απορρίψει το ΕΣΚ ή οποιαδήποτε πτυχή αυτού (στο εξής: τρίμηνη προθεσμία), δεν ήταν πλέον αρμόδια να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η προθεσμία αυτή είχε αρχίσει από της ημερομηνίας κοινοποιήσεως του ΕΣΚ, ήτοι εν προκειμένω στις 30 Ιουνίου 2006. Το από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο της Επιτροπής, με το οποίο ζητούσε την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών ως προς το ΕΣΚ, δεν ανέστειλε την προθεσμία αυτή. Προς στήριξη της απόψεώς της, η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλείται την απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεμβρίου 2005, T‑178/05, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑4807), και ειδικότερα τις σκέψεις 55 και 73 αυτής. Συμπεραίνει ότι επιβάλλεται, αφενός, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και αφετέρου, να κριθεί ότι το ΕΣΚ έγινε δεκτό από την Επιτροπή.

28      Ειδικότερα, από την προαναφερθείσα στη σκέψη 27 ανωτέρω απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής προκύπτει ότι, όταν η Επιτροπή εκτιμά ότι ένα ΕΣΚ είναι ελλιπές, μπορεί να το απορρίψει και να απαιτήσει την κοινοποίηση νέου ΕΣΚ, αποκλειστικώς πριν από την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας. Ως εκ τούτου, κακώς, στο σημείο 7 της ανακοινώσεώς της σχετικά με τις περαιτέρω κατευθύνσεις για τα σχέδια κατανομής της περιόδου 2008-2012 του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής [COM (2005) 703 τελικό], δημοσιευθείσα στις 22 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η τρίμηνη προθεσμία άρχεται μόνον από της υποβολής πλήρους ΕΣΚ. Ομοίως, στο από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφό της, η Επιτροπή επανέλαβε αυτήν την πεπλανημένη ερμηνεία των λεπτομερειών εφαρμογής της τρίμηνης προθεσμίας, επισημαίνοντας ότι θα εξέδιδε απόφαση, εντός τρίμηνης προθεσμίας αρχομένης από της λήψεως του συνόλου των πληροφοριών που είχε ζητήσει.

29      Ως προς το από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο, η Δημοκρατία της Πολωνίας εκτιμά ότι αυτό δεν συνιστά απορριπτική απόφαση του ΕΣΚ. Το αίτημά της για παράταση της προθεσμίας απαντήσεως στο έγγραφο αυτό αφορούσε την αναφερόμενη σε αυτό δεκαήμερη προθεσμία και όχι την τρίμηνη προθεσμία. Παρατηρεί ότι, παρά το γεγονός ότι δεν παρείχε καμία απάντηση στο έγγραφο αυτό προ της 29ής Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή δεν εξέδωσε απορριπτική απόφαση. Συνεπώς, η τρίμηνη προθεσμία δεν ήταν δυνατό να διακοπεί με οποιαδήποτε πράξη εκάστου των εμπλεκομένων στη διαδικασία μερών.

30      Τέλος, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η έλλειψη συμπληρωματικών πληροφοριών που ζητήθηκαν με το από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο αρκούσε για την αιτιολόγηση απορριπτικής αποφάσεως του ΕΣΚ, η Επιτροπή θα δεσμευόταν να εκδώσει μία τέτοια απόφαση προ της 30ής Σεπτεμβρίου 2006 και να ζητήσει από τη Δημοκρατία της Πολωνίας να παρουσιάσει ένα νέο πλήρες ΕΣΚ.

31      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, έχει την άποψη ότι, αν και αυτό δεν διευκρινίζεται στην οδηγία, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι η τρίμηνη προθεσμία δεν μπορεί να αρχίσει παρά από της κοινοποιήσεως του πλήρους ΕΣΚ. Σύμφωνα με την αρχή της αγαστής συνεργασίας με τα κράτη μέλη, οφείλει να τα καλεί να συμπληρώνουν τα ελλιπή ΕΣΚ, και αυτό εντός τριών μηνών από της κοινοποιήσεώς τους. Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια διοικητική πρακτική, επιβάλλεται να τηρείται ως χρόνος ενάρξεως της τρίμηνης προθεσμίας η ημερομηνία πρωτοκολλήσεως του κοινοποιούμενου ΕΣΚ στη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής, ήτοι, εν προκειμένω, στις 6 Ιουλίου 2006.

 Β – Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

32      Επιβάλλεται να υπομνησθεί, εκ προοιμίου, ότι τα ακόλουθα στοιχεία δεν αμφισβητούνται από τα διάδικα μέρη. Αφενός, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε το ΕΣΚ στις 30 Ιουνίου 2006 και η εν λόγω κοινοποίηση συνοδευόταν από έγγραφο του πολωνικού Υπουργείου Περιβάλλοντος όπου ρητώς επισημαινόταν ότι απουσίαζε από το ΕΣΚ ορισμένος αριθμός στοιχείων, τα οποία θα κοινοποιούνταν μεταγενεστέρως στην Επιτροπή. Αφετέρου, η Επιτροπή έλαβε το ΕΣΚ στις 30 Ιουνίου 2006. Επίσης, στο από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο, η Επιτροπή ρητώς επισήμανε στη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι κατά τον χρόνο εκείνο το ΕΣΚ ήταν ελλιπές και μη συμβατό προς ορισμένα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας και ως εκ τούτου την καλούσε να απαντήσει σε αρκετά ερωτήματα και αιτήματα παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών. Τέλος, στις 30 Οκτωβρίου 2006, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε επισήμως μετάθεση της προθεσμίας απαντήσεως στα ερωτήματα και αιτήματα παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών που περιέχονταν στο από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο.

33      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται να εκτιμηθεί η βασιμότητα των επιχειρημάτων που επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας, τα οποία κατατείνουν να αποδείξουν ότι, εν προκειμένω, η κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας τρίμηνη προθεσμία, αφενός, άρχισε από της 30ής Ιουνίου 2006, οπότε το ΕΣΚ ήταν ακόμα ελλιπές, και, αφετέρου, έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2006.

34      Πρώτον, ως προς το ζήτημα του αν η τρίμηνη προθεσμία άρχισε από της 30ής Ιουνίου 2006, όταν το κοινοποιηθέν ΕΣΚ ήταν ελλιπές, επιβάλλεται κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, εντός τριμήνου από της κοινοποιήσεως ΕΣΚ από κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει το ΕΣΚ αυτό, ή οποιαδήποτε πτυχή αυτού, για λόγους μη συμβατότητας με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ ή τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας.

35      Δεύτερον, όπως έχει ήδη κρίνει το Πρωτοδικείο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποτεθεί ότι σε περίπτωση κοινοποιήσεως ελλιπούς ΕΣΚ, δεν άρχεται η τρίμηνη προθεσμία που διαθέτει η Επιτροπή για την απόρριψη του ΕΣΚ. Πράγματι, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, κοινοποιώντας ένα ελλιπές ΕΣΚ, να αναβάλουν επ’ αόριστον την έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας (απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 73).

36      Τρίτον, κατά τη νομολογία, η κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας εξουσία ελέγχου και απορρίψεως των ΕΣΚ από την Επιτροπή είναι σαφώς οριοθετημένη, περιοριζόμενη τόσο από ουσιαστικά όσο και από χρονικά όρια. Αφενός, ο έλεγχος αυτός περιορίζεται στην εξέταση από την Επιτροπή της συμβατότητας του ΕΣΚ με τα κριτήρια του παραρτήματος III και τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας και, αφετέρου, πρέπει να ασκείται εντός προθεσμίας τριών μηνών από της εκ μέρους του κράτους μέλους κοινοποιήσεως του εν λόγω ΕΣΚ. (διάταξη του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2007, T‑387/04, EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1195, σκέψη 104· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2007, T‑374/04, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4431, σκέψη 116). Επιπλέον, ως προς τα χρονικά όρια, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν ορίζει παρά μόνο μία τρίμηνη προθεσμία κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή μπορεί να εκφέρει την άποψή της επί του ΕΣΚ.

37      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι ορθώς η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η τρίμηνη προθεσμία άρχισε από της εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας κοινοποιήσεως του ΕΣΚ, ήτοι στις 30 Ιουνίου 2006.

38      Αυτή η τελευταία διαπίστωση δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο, στην ουσία, η τρίμηνη προθεσμία αρχίζει, σύμφωνα με πάγια διοικητική πρακτική, από της ημερομηνίας πρωτοκολλήσεως της επιστολής κοινοποιήσεως του ΕΣΚ στη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής, ήτοι εν προκειμένω στις 6 Ιουλίου 2006.

39      Πράγματι, είναι επιβεβλημένη κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του επιχειρήματος περί υπάρξεως τέτοιου είδους πάγιας διοικητικής πρακτικής. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι ρητώς ορίζεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, η κοινοποίηση του ΕΣΚ ως χρόνος ενάρξεως της τρίμηνης προθεσμίας. Επίσης, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί την σε αυτήν κοινοποίηση του ΕΣΚ στις 30 Ιουνίου 2006.

40      Δεύτερον, ως προς το ζήτημα αν η τρίμηνη προθεσμία έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2006, πρέπει να αξιολογηθούν τα έννομα αποτελέσματα που παρήχθησαν με το από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο της Επιτροπής, με το οποίο, αφενός, διαπίστωσε τον ελλιπή και μη συμβατό χαρακτήρα του ΕΣΚ και, αφετέρου, κάλεσε τη Δημοκρατία της Πολωνίας να απαντήσει σε ορισμένο αριθμό ερωτημάτων και αιτημάτων παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών.

41      Κατ’ αρχάς, προκύπτει από τη νομολογία ότι ο a priori έλεγχος που διενεργείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν καταλήγει οπωσδήποτε σε εγκριτική απόφαση. Πράγματι, η Επιτροπή οφείλει να παρεμβαίνει μόνον κατά το μέτρο που κρίνει αναγκαίο να προβάλει αντιρρήσεις ως προς ορισμένες πτυχές του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ και να εκδώσει απορριπτική απόφαση, σε περίπτωση αρνήσεως του κράτους μέλους να τροποποιήσει το ΕΣΚ του. Αυτές οι αντιρρήσεις και η απορριπτική απόφαση πρέπει δε να διατυπώνονται εντός τρίμηνης προθεσμίας από της κοινοποιήσεως του ΕΣΚ. Άλλως, το κοινοποιηθέν ΕΣΚ καθίσταται οριστικό και ισχύει πλέον γι’ αυτό τεκμήριο νομιμότητας το οποίο επιτρέπει να δοθεί τέλος στην προσωρινή απαγόρευση εκτελέσεως του ΕΣΚ από το κράτος μέλος (διάταξη EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 115). Επίσης, ως προς τη σαφώς οριοθετημένη εξουσία που διαθέτει η Επιτροπή για την εξέταση των ΕΣΚ, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 36 ανωτέρω, αυτές οι αντιρρήσεις και η απορριπτική απόφαση πρέπει απαραιτήτως να στηρίζονται στη διαπίστωση ασυμβατότητας του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ προς τα κριτήρια αξιολογήσεως που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ ή προς τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας.

42      Εν συνεχεία, ελλείψει stricto sensu γενικής εγκριτικής εξουσίας της Επιτροπής ως προς το κοινοποιούμενο ΕΣΚ, η μη προβολή αντιρρήσεων εκ μέρους της εντός της τρίμηνης προθεσμίας δεν δύναται να στηρίξει οποιοδήποτε τεκμήριο εγκρίσεως του ΕΣΚ. Συνεπώς, η παρέλευση της προθεσμίας αυτής έχει ως μόνη έννομη συνέπεια ότι το ΕΣΚ καθίσταται οριστικό και δύναται να εκτελεσθεί από το κράτος μέλος (διάταξη EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 120).

43      Επομένως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπή μπορεί να παρέμβει προ της λήξεως της τρίμηνης προθεσμίας, όχι μόνον, προβάλλοντας, αρχικώς, αντιρρήσεις ή θέτοντας ερωτήματα εν σχέσει με διάφορες πτυχές του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ, αλλά, και αν, ακολούθως, αρνηθεί το κράτος μέλος να τροποποιήσει το ΕΣΚ του, απορρίπτοντας το κοινοποιηθέν ΕΣΚ. Καθόσον η έκδοση απορριπτικής αποφάσεως έχει ως έννομη συνέπεια τη διακοπή της τρίμηνης προθεσμίας, μόλις η Επιτροπή προβάλλει αντιρρήσεις ή θέσει ερωτήματα εν σχέσει με διάφορες πτυχές του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ, η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται.

44      Περαιτέρω, εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι στο από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο, ήτοι δύο μήνες από της κοινοποιήσεως του ΕΣΚ, η Επιτροπή, αφενός, επισήμως επέστησε την προσοχή της Δημοκρατίας της Πολωνίας στον όχι μόνο ελλιπή, αλλά και μη συμβατό κατά το στάδιο εκείνο χαρακτήρα του ΕΣΚ με τα εφαρμοζόμενα κριτήρια αξιολογήσεως στο πλαίσιο εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας. Αφετέρου, κάλεσε τη Δημοκρατία της Πολωνίας να απαντήσει σε αρκετά ερωτήματα και αιτήματα παροχής πρόσθετων πληροφοριών προκειμένου να συμπληρώσει το ΕΣΚ. Τα εν λόγω αιτήματα αφορούσαν ιδίως τον ονομαστικό κατάλογο των φορέων εκμεταλλεύσεως των εγκαταστάσεων και την ποσότητα των δικαιωμάτων που η Δημοκρατία της Πολωνίας προτίθετο να τους κατανείμει, δεδομένα που απουσίαζαν από το ΕΣΚ. Αυτά τα δύο, όμως, είδη δεδομένων, που απαιτούνται σύμφωνα με το κριτήριο υπό στοιχείο 10 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας, είναι καθοριστικής σημασίας για την εξέταση από την Επιτροπή της συμβατότητας του ΕΣΚ. Ελλείψει τέτοιων δεδομένων, επιβάλλεται να αναγνωρισθεί ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εξετάσει το ΕΣΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας. Τέλος, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, σε συνέχεια του από 30 Αυγούστου 2006 εγγράφου, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αρνήθηκε να τροποποιήσει το ΕΣΚ της και να απαντήσει στα ερωτήματα που είχε θέσει η Επιτροπή με το εν λόγω έγγραφό της.

45      Από την προηγηθείσα ανάπτυξη προκύπτει ότι το από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο περιείχε αντιρρήσεις, προβληθείσες από την Επιτροπή εντός της τρίμηνης προθεσμίας, κατά την έννοια της παρατεθείσας ανωτέρω στις σκέψεις 41 και 42 νομολογίας. Συνεπώς, βάσει των σκέψεων που προηγήθηκαν στη σκέψη 43, κακώς η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η εν προκειμένω τρίμηνη προθεσμία, η οποία είχε ανασταλεί με τις αντιρρήσεις και τα ερωτήματα του από 30 Αυγούστου 2006 εγγράφου, έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2006.

46      Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε απορριπτική του ΕΣΚ απόφαση προ της παρελεύσεως της τρίμηνης προθεσμίας. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, απορριπτική απόφαση ενός ΕΣΚ, αν και δεν αποκλείεται να εκδοθεί σε δεύτερο χρόνο, μπορεί να εκδοθεί μόνον εφόσον το οικείο κράτος μέλος απορρίψει τις αντιρρήσεις της Επιτροπής ή αρνηθεί να τροποποιήσει το ΕΣΚ του. Εν προκειμένω, όμως, δεν αμφισβητείται ότι ο Πολωνός υπουργός περιβάλλοντος, στο συνοδευτικό του ΕΣΚ έγγραφό του, το οποίο κοινοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου 2006, εφιστούσε ήδη από της ημερομηνίας αυτής την προσοχή των υπηρεσιών της Επιτροπής στον ελλιπή χαρακτήρα του ΕΣΚ και στο γεγονός ότι τα ελλείποντα στοιχεία θα κοινοποιούνταν σε μεταγενέστερο χρόνο. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι, μετά από το έγγραφο της Επιτροπής της 30ής Αυγούστου 2006, η Δημοκρατία της Πολωνίας, όχι μόνο δεν αρνήθηκε να απαντήσει στα περιεχόμενα στο εν λόγω έγγραφο ερωτήματα και αιτήματα της Επιτροπής, ήτοι περί τροποποιήσεως του ΕΣΚ, αλλά αντιθέτως, με την ευκαιρία των συζητήσεων μεταξύ των υπηρεσιών της και αυτών της Επιτροπής, και ακολούθως επισήμως με το έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 2006, ζήτησε από την Επιτροπή να μεταθέσει την ταχθείσα προθεσμία ώστε να μπορέσει να παρουσιάσει τις απαντήσεις της στα ερωτήματα και αιτήματα παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών. Επιπλέον, από το έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 2006 προκύπτει ότι επέμενε ως προς το ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να προβεί κατά τον τρόπο αυτό σε πραγματικά ορθή και πλήρη εξέταση του ΕΣΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν υπήρχε λόγος να απορρίψει το ΕΣΚ κατά το στάδιο εκείνο, προτού λάβει απάντηση από τη Δημοκρατία της Πολωνίας επί των ερωτημάτων και αιτημάτων συμπληρωματικών πληροφοριών του από 30 Αυγούστου 2006 εγγράφου της.

47      Από το σύνολο της προηγηθείσας αναπτύξεως προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

II –  Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παράβαση του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

48      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας με το αιτιολογικό ότι δεν προέβη στην αξιολόγηση, αδικαιολόγητα και «χωρίς επαρκή αιτιολόγηση», των περιεχομένων στο ΕΣΚ δεδομένων και ότι υποκατέστησε την ανάλυση των δεδομένων αυτών με την ανάλυση δικών της δεδομένων που προέκυψαν εφαρμόζοντας δική της στερούμενη συνοχής μέθοδο οικονομικής αναλύσεως.

49      Πρώτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απέρριψε τη δική της ανάλυση των περιεχόμενων στο ΕΣΚ δεδομένων, καθώς και των δεδομένων που της κοινοποίησε σε απάντηση επί των τεθέντων με το από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο ερωτημάτων της. Προκειμένου να δικαιολογήσει την απόρριψη των δεδομένων αυτών, η Επιτροπή διατείνεται ότι στερούνται αξιοπιστίας, χωρίς, όμως, περαιτέρω συγκεκριμένη αιτιολόγηση. Εν προκειμένω, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή απλώς επισήμανε στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι «δεν θα [μπορούσε] επομένως να αποκλεισθεί ότι οι πραγματικές εκπομπές είχαν υπερεκτιμηθεί σε σχέση με τα αντίστοιχα κοινοποιηθέντα από τη [Δημοκρατία της] Πολωνίας στοιχεία για τις εκπομπές κατά τα προηγούμενα έτη». Η Επιτροπή κατ’ αυτόν τον τρόπο «απαξίωσε» τα παρασχεθέντα από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεδομένα και όλες τις προσπάθειες καταρτίσεως του ΕΣΚ βάσει και σύμφωνα με τις οδηγίες της.

50      Περαιτέρω, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν απέδειξε ότι τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα ήταν ακατάλληλα. Μάλιστα, ιδίως ως προς τις δηλωθείσες εκπομπές από τη Δημοκρατία της Πολωνίας προ του 2005, επισημαίνει ότι αυτές είχαν αποτελέσει αντικείμενο εκθέσεως στο πλαίσιο της CCNUCC και είχαν ελεγχθεί από την Επιτροπή, χωρίς καμία παρατήρηση εκ μέρους της.

51      Η Δημοκρατία της Πολωνίας προσθέτει, επίσης, ότι υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, η Επιτροπή υποχρεούται να προβαίνει σε κατ’ ιδίαν εκτίμηση, ανά καλυπτόμενο από την οδηγία οικονομικό τομέα, των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν από το κράτος μέλος για την προετοιμασία του ΕΣΚ. Συναφώς υπενθυμίζει ότι το υπό στοιχείο 3 κριτήριο του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας αναγνωρίζει στα κράτη μέλη το δικαίωμα να στηρίζουν τις μεθόδους κατανομής των δικαιωμάτων επί δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν ως προς τις δραστηριότητες διαφόρων καλυπτόμενων από την οδηγία οικονομικών τομέων.

52      Η Δημοκρατία της Πολωνίας, στο υπόμνημα αντικρούσεως, ισχυρίζεται ότι η υιοθετηθείσα από την Επιτροπή θέση, η οποία την οδήγησε να μη λάβει υπόψη τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα, είναι αποτέλεσμα πεπλανημένης και αναιτιολόγητης από μέρους της Επιτροπής ερμηνείας του ρόλου της κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως των ΕΣΚ. Κατ’ αυτήν, αποστολή της Επιτροπής είναι να αποδείξει, παραθέτοντας προς τούτο πλήρη επιχειρηματολογία, ότι η εφαρμοσθείσα στο ΕΣΚ μέθοδος αντιβαίνει προς τις διατάξεις της οδηγίας.

53      Ειδικότερα, πάντοτε κατά το υπόμνημα αντικρούσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας εμμένει στο ότι, προκειμένου να απορρίψει την προτεινόμενη μέθοδο αξιολογήσεως του ΕΣΚ, η Επιτροπή όφειλε, σεβόμενη τον «κυρίαρχο ρόλο» που διαθέτουν τα κράτη μέλη εν προκειμένω, να αποδείξει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο και σαφή ότι η μέθοδος αυτή αντιβαίνει προς τις διατάξεις της οδηγίας. Ομοίως, φρονεί ότι τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και στο υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι τα χρησιμοποιηθέντα στο ΕΣΚ δεδομένα δεν ήταν αντικειμενικά και αξιόπιστα. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι κατά το χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως δεν διέθετε οποιαδήποτε απόδειξη περί του εσφαλμένου ή ανακριβούς χαρακτήρα των περιεχομένων στο ΕΣΚ δεδομένων και απλώς διαπίστωνε ότι δεν ήταν δυνατό να αποκλεισθεί ότι τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα «αύξαναν δυσανάλογα τα πραγματικά επίπεδα εκπομπών αερίων».

54      Δεύτερον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν δικαιούται, άνευ αιτιολογήσεως και διαβουλεύσεως με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να υποκαταστήσει τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα του δεύτερου με τα δικά της δεδομένα, τα οποία προέκυψαν από την εφαρμογή της δικής της μεθόδου οικονομικής αναλύσεως, η οποία ομοίως υποκαθιστά τη μέθοδο του κράτους μέλους. Προς τον σκοπό της αξιολογήσεως ενός ΕΣΚ, η Επιτροπή είναι αρμόδια μόνο να εξετάζει τα δεδομένα που παρέχει το κράτος μέλος. Μία τέτοιας μορφής μέθοδος αξιολογήσεως των εν λόγω δεδομένων διαφέρει τόσο από την εφαρμογή εκ μέρους της Επιτροπής της δικής της μεθόδου οικονομικής αναλύσεως, όσο και από την αντικατάσταση των στοιχείων αυτή της μεθόδου με τα δικά της δεδομένα, την κατά διακριτική ευχέρεια διόρθωση αυτών εκ μέρους της Επιτροπής και, τέλος, την εντολή που απηύθυνε στη Δημοκρατία της Πολωνίας να χρησιμοποιήσει τα κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτηθέντα δεδομένα.

55      Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η Επιτροπή δεν επισήμανε ούτε στις περαιτέρω κατευθύνσεις του 2005 (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω) ούτε στο από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφό της ότι προτίθετο να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο Primes ως μέθοδο οικονομικής αναλύσεως για την αξιολόγηση της αυξήσεως του ακαθαρίστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) και του ενδεχομένου μειώσεως των εκπομπών. Μόνο στην από 27 Οκτωβρίου 2006 έκθεσή της επί της επιτευχθείσας προόδου για την υλοποίηση των σκοπών του πρωτοκόλλου του Κυότο [COM (2006) 658 τελικό], η οποία δημοσιεύθηκε μετά από την κοινοποίηση του ΕΣΚ εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας, η Επιτροπή επισήμανε ότι, προκειμένου να αξιολογήσει τη συμβατότητα του ΕΣΚ με τα κριτήρια υπό στοιχεία 2 και 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας θα στηριζόταν στη «μέθοδο ΑΕΠ» αντί στην «τομεακή μέθοδο» που χρησιμοποιούσε η Δημοκρατία της Πολωνίας στο ΕΣΚ.

56      Σε κάθε περίπτωση, ως προς την αξιοπιστία της μεθόδου Primes, η Δημοκρατία της Πολωνίας επισημαίνει ότι, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διέθετε ακριβέστερα και πλέον ενημερωμένα δεδομένα σχετικά με το πολωνικό ΑΕΠ. Τούτο προκύπτει από τη σημείωση στο τέλος της σελίδας 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως όπου η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν είχε λάβει υπόψη τα δεδομένα των προσωρινών προβλέψεων του Φεβρουαρίου 2007, που είχαν δημοσιευθεί από τη γενική διεύθυνση «Οικονομικές και χρηματοδοτικές υποθέσεις» στις 16 Φεβρουαρίου 2007, διότι ήταν διαθέσιμα μόνο για επτά κράτη μέλη, και ως εκ τούτου δεν συνιστούσαν συνεπές και δίκαιο σύνολο δεδομένων για το σύνολο της Ένωσης.

57      Η δε εκτίμηση της Επιτροπής στο υπόμνημα αντικρούσεως, κατά την οποία, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η μέθοδος αξιολογήσεως των ΕΣΚ πρέπει να είναι ταυτόσημη για όλα τα κράτη, αντιβαίνει προς τις ίδιες τις κατευθύνσεις της σχετικά με την κατάρτιση των ΕΣΚ αλλά και προς την πρακτική της λήψεως αποφάσεων εν προκειμένω ως προς άλλα κράτη μέλη. Η Δημοκρατία της Πολωνίας παρατηρεί ότι η χρησιμοποίηση των πλέον πρόσφατων και ακριβών διαθέσιμων δεδομένων δεν συνιστά «δυσμενή διάκριση».

58      Προσθέτει, επίσης, ότι σε κανένα σημείο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως του ΕΣΚ, η Επιτροπή δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις της, αφενός, ως προς τη διαπίστωση ότι η μέθοδος αξιολόγησής της για την κατάρτιση ενός ΕΣΚ παρέβαινε τις κοινοτικές διατάξεις, και, αφετέρου, ως προς την επιλογή αυτής να αξιολογήσει το επιτρεπόμενο επίπεδο εκπομπών κατά τη «μέθοδο ΑΕΠ» αντί της «τομεακής μεθόδου» και, τέλος, ως προς την εφαρμογή της μεθόδου Primes που χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Οι συζητήσεις στο πλαίσιο επιτροπών ή αντιπροσωπευτικών οργάνων επί των κριτηρίων που θα έπρεπε να εφαρμοσθούν από την Επιτροπή δεν αίρει την υποχρέωσή της να εκθέσει στη Δημοκρατία της Πολωνίας τα συμπεράσματά της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Συνεπώς, ελλείψει τέτοιας μορφής προηγούμενης διαβουλεύσεως, η Επιτροπή παρέβη την αρχή της συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας και των κρατών μελών.

59      Στο υπόμνημα αντικρούσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας ισχυρίζεται, προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή διαθέτει, κατά την οδηγία, περιορισμένο ρόλο που συνίσταται αποκλειστικώς στην εξέταση των κοινοποιούμενων σε αυτήν ΕΣΚ λαμβάνοντας υπόψη τα προβλεπόμενα στην οδηγία κριτήρια. Επίσης, υπενθυμίζει ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας, κάθε κράτος μέλος αποφασίζει επί της συνολικής ποσότητας των προς κατανομή δικαιωμάτων και κινεί τη διαδικασία κατανομής δικαιωμάτων στους οικείους φορείς εκμεταλλεύσεως. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεσμεύεται, πριν από την απόρριψη ενός ΕΣΚ, ήτοι πριν να επιβάλει περισσότερο περιορισμένες άδειες εκπομπής αερίων θερμοκηπίου από τις προβλεπόμενες στο ΕΣΚ, να αποδείξει με τρόπο συγκεκριμένο και λεπτομερή, ότι το ΕΣΚ δεν είναι συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο. Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, σκοπός της αξιολογήσεως ενός ΕΣΚ από την Επιτροπή δεν είναι η υποκατάσταση του κράτους μέλους κατά την κατάρτιση του ΕΣΚ του.

60      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτή αξιοποίησε τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα κατά το στάδιο αξιολογήσεώς του.

61      Ειδικότερα, η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει, στην αντίκρουσή της, στο τμήμα που αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ένα νέο λόγο ακυρώσεως, αφορώντα παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, κατά τον οποίο η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων ελέγχου που της απονέμει η οδηγία αυτή. Επίσης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που αναφέρεται στο δικόγραφο της προσφυγής αφορούσε αποκλειστικώς το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας. Συνεπώς, ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

62      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, στην προσβαλλομενη απόφαση, έκρινε ότι ορισμένες πτυχές του ΕΣΚ δεν ήταν συμβατές με αρκετά κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας. Προσθέτει ότι όρισε την αντίστοιχη ετήσια ποσότητα δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου σε 208,515395 MteCO2 μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κατά 76,132937 MteCO2 την ετήσια ποσότητα δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που είχε προταθεί από τη Δημοκρατία της Πολωνίας με το ΕΣΚ.

63      Υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, κατά την αξιολόγηση του ΕΣΚ υπό το πρίσμα των κριτηρίων υπό στοιχεία 1 έως 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας, έλαβε υπόψη τρεις δείκτες, ήτοι, αφενός, τα εξακριβωμένα δεδομένα σχετικά με τις πραγματικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου του 2005 (στο πλαίσιο του υπό στοιχείο 2 κριτηρίου) και, αφετέρου, τις προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ το 2010, και, τέλος, τις τάσεις σχετικά με τα ποσοστά εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για την περίοδο 2005 έως 2010 (αυτοί οι δύο τελευταίοι δείκτες σχετίζονται με το κριτήριο υπό στοιχείο 3). Με τον όρο «εξακριβωμένα δεδομένα» νοούνται τα δεδομένα που διαβιβάσθηκαν από τις εγκαταστάσεις, τα οποία στη συνέχεια ελέγχθηκαν, καταχωρίστηκαν και εξακριβώθηκαν από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.

64      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ορθή εξέταση ενός ΕΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας πρέπει να οδηγεί στην αποφυγή δημιουργίας πλεονασμάτων δικαιωμάτων που ενδέχεται να καταλήξει στη συνέχεια σε «κατάρρευση της αγοράς», όπως έγινε κατά την περίοδο εμπορίας μεταξύ 2005 και 2007. Μόνον η «σημαντική μείωση των δικαιωμάτων» θα συνέβαλε στην επίτευξη του σκοπού της οδηγίας, δηλαδή, στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό. Συναφώς, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας διατείνεται ότι η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει, κατά την επιλογή των δεδομένων της, το γεγονός ότι η παροχή των προταθέντων από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεδομένων θα είχε ενδεχομένως ως συνέπεια τη δημιουργία άμεσου πλεονάσματος δικαιωμάτων και συνεπώς πλεονάζουσα προσφορά στην αγορά εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, γεγονός που θα είχε αντίκτυπο επί των τιμών των εν λόγω δικαιωμάτων.

65      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκτιμά ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν την υποχρεώνει να χρησιμοποιεί τη μέθοδο αναλύσεως που προτείνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος καθώς και τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα, τα οποία εξετάζει. Βεβαίως, δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν «ευρεία διακριτική ευχέρεια» κατά την εφαρμογή του ΕΣΚ τους μετά από την αξιολόγηση της Επιτροπής. Παρά ταύτα, προκειμένου για την αξιολόγηση ενός ΕΣΚ βάσει των κριτηρίων του παραρτήματος ΙΙΙ και του άρθρου 10 της οδηγίας, οφείλει να χρησιμοποιεί τα πλέον αντικειμενικά και αξιόπιστα δεδομένα, καθώς και, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των κρατών μελών, την ίδια μέθοδο οικονομικής αναλύσεως ως προς όλα, γεγονός που θα μπορούσε ενίοτε να την οδηγήσει, ως προς ορισμένα μεταξύ αυτών, στη χρησιμοποίηση δεδομένων που δεν είναι πλήρως ενημερωμένα. Η Επιτροπή προσθέτει ότι αυτή η υποχρέωση, δηλαδή της χρησιμοποιήσεως αξιόπιστων δεδομένων σχετικά με τις εκπομπές, κατά την αξιολόγηση των ΕΣΚ, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, απορρέει από τα άρθρα 14 και 15 της τελευταίας και από την απόφαση της Επιτροπής 2004/156/ΕΚ, της 29ης Ιανουαρίου 2004, περί θεσπίσεως κατευθυντηρίων γραμμών για την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατ’ εφαρμογή της οδηγίας (ΕΕ L 59, σ. 1). Λόγω της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ως προς τις σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικού και οικολογικού χαρακτήρα που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ελέγχου των ΕΣΚ, δεν υποχρεούται να παρέχει λεπτομερείς εξηγήσεις σχετικά με τη χρησιμοποίηση οικονομικών και οικολογικών δεικτών. Τέλος, υποστηρίζει ότι η εκτίμηση στην οποία προβαίνει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν αποσκοπεί στην υποκατάσταση του ΕΣΚ, αλλά αποκλειστικώς στον καθορισμό ανώτατου ορίου για τη συνολική ποσότητα των [προς κατανομή] δικαιωμάτων.

66      Προκειμένου να αποδείξει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν τις δικές τους μεθόδους υπολογισμού της συνολικής ποσότητας των προς κατανομή δικαιωμάτων, παραθέτει ως παράδειγμα τις περιπτώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας, της Γαλλίας και της Δανίας, οι οποίες δεν υπερέβησαν το «καθορισμένο όριο» για την ποσότητα των επιτρεπόμενων εκπομπών στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου εμπορίας, με αποτέλεσμα να μην απορριφθούν ούτε τα ΕΣΚ τους ούτε οι συνολικές ποσότητες των δικαιωμάτων που προβλέπονταν σε αυτά.

67      Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, η επιλογή πολιτικής εκ μέρους της Επιτροπής ως προς τα δεδομένα, η οποία εκ φύσεως εμπεριέχει μία σύνθετη οικονομική απόφαση και αποτελεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, δεν περιορίζεται στην εκτίμηση της ποσότητας των υπόψη δεδομένων, αλλά περιλαμβάνει περαιτέρω μία εξέταση της αντίδρασης που ενδέχεται να έχει η αγορά εν σχέσει με την ποιότητα των δεδομένων αυτών. Επιπλέον, η πρόταση περί υπερβάλλοντος επιπέδου κατανομής, όπως εν προκειμένω, θα συνεπαγόταν προφανώς μείζονες επιπτώσεις στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας. Συνεπώς, η εν λόγω πρόταση κατανομής έπρεπε να εξετασθεί υπό το πρίσμα των πρόσθετων αιτηθέντων δικαιωμάτων από άλλα κράτη μέλη στα αντίστοιχα ΕΣΚ τους.

68      Κατά την Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, για τον λόγο αυτόν, πρώτον, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα σχετικά με τις εκπομπές σε όλα τα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια του έτους 2005, όπως δημοσιεύθηκαν, στις 15 Μαΐου 2006, στο ανεξάρτητο σύστημα καταγραφής συναλλαγών της Κοινότητας (CITL). Προσθέτει ότι, με ανακοίνωση τύπου της ίδιας ημερομηνίας, επισήμανε ότι θεωρούσε τα δεδομένα αυτά ως τα καλύτερα και ακριβέστερα και ότι θα τα λάμβανε υπόψη κατά την αξιολόγηση των ΕΣΚ για την περίοδο 2008 έως 2012. Τα εν λόγω δεδομένα περιλήφθηκαν ομοίως στην έκθεση του 2006 (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω) και, ως προς τη Δημοκρατία της Πολωνίας, συμπληρώθηκαν βάσει της απάντησής της στο από 30 Αυγούστου 2006 έγγραφο. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, σε αντίθεση με τα δεδομένα εκπομπών του έτους 2005, τα δεδομένα που κοινοποιήθηκαν από τη Δημοκρατία της Πολωνίας με το ΕΣΚ, τα οποία αναφέρονται σε έτη προ του 2005, δεν είχαν εξακριβωθεί με ανεξάρτητο τρόπο και δεν απέκλειε ότι «αύξαναν δυσανάλογα τα πραγματικά επίπεδα εκπομπών αερίων». Το γεγονός ότι αυτά τα δεδομένα είχαν αποτελέσει αντικείμενο εκθέσεως στο πλαίσιο της CCNUCC και είχαν υπό το πρίσμα αυτό ελεγχθεί από την Επιτροπή δεν συνιστούσε αυτομάτως «αναγνώρισή» τους στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων.

69      Δεύτερον, η Επιτροπή παρατηρεί, αφενός, ότι χρησιμοποίησε τη μέθοδο Primes αποκλειστικώς προκειμένου να καθορίσει τον δείκτη σχετικά με τα ποσοστά εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για την περίοδο 2005 έως 2010, και, αφετέρου, ότι πρόκειται για μέθοδο που περιλαμβάνει τα πλέον αξιόπιστα δεδομένα σε σχέση με τον βαθμό μειώσεως των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Αυτό το σύστημα δεδομένων το επεξεργάζονται και διαχειρίζονται, για λογαριασμό της Επιτροπής, ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα εν λόγω δεδομένα είχαν συλλεχθεί κατά την ίδια περίοδο για όλα τα κράτη μέλη, γεγονός που διασφάλιζε, επομένως, ένα συγκρίσιμο επίπεδο συνοχής και ακρίβειας. Τέλος, το γεγονός ότι η εξέταση του ΕΣΚ κατέστη αδύνατη κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2006, καθώς οι απολύτως αναγκαίες πληροφορίες προς τον σκοπό αυτόν απεστάλησαν από τη Δημοκρατία της Πολωνίας στην Επιτροπή μόλις το 2007, δεν έθεσε τη Δημοκρατία της Πολωνίας σε θέση διαφορετική, ήτοι πλεονεκτικότερη, ως προς τη χρησιμοποίηση των προβλέψεων για το ΑΕΠ, σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, τα οποία είχαν κοινοποιήσει πλήρη ΕΣΚ.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

70      Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως διακρίνεται σε δύο σκέλη. Ως προς το πρώτο σκέλος, η Δημοκρατία της Πολωνίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι απέρριψε, αδικαιολόγητα και «χωρίς επαρκή αιτιολόγηση», την προταθείσα μέθοδο οικονομικής αναλύσεως, καθώς και τα περιληφθέντα στο ΕΣΚ δεδομένα. Ως προς τα υπομνήματα των διαδίκων, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, στο πλαίσιο του εν λόγω σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ. Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος, της προσάπτει ότι παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας, αφενός, υποκαθιστώντας την εν λόγω μέθοδο και τα εν λόγω δεδομένα με τη δική της μέθοδο αξιολογήσεως και τα δικά της δεδομένα, τα οποία προέκυψαν από τη μέθοδό της, και, αφετέρου, επιβάλλοντάς της, επικαλούμενη τον έλεγχο του ΕΣΚ, ανώτατο όριο ως προς τη συνολική ποσότητα των προς κατανομή δικαιωμάτων.

1.     Ως προς την ύπαρξη νέου προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως, προβληθέντος από τη Δημοκρατία της Πολωνίας κατά το στάδιο του υπομνήματος αντικρούσεως, σύμφωνα με τον οποίο η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της ελέγχου

71      Επιβάλλεται να εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η αιτίαση που αφορά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων ελέγχου που της απονέμει το άρθρο αυτό, συνιστά νέο λόγο ακυρώσεως και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί.

72      Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών, καθώς και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

73      Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει από τα αιτήματα του δευτέρου μέρους της προσφυγής (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω), η Δημοκρατία της Πολωνίας προσάπτει, εν γένει, στην Επιτροπή ότι εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση άνευ σχετικής αρμοδιότητας και «κατά παράβαση των ουσιαστικών κανόνων, των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ και καθ’ υπέρβαση των εξουσιών της». Από τη σύνοψη των προβληθέντων από τη Δημοκρατία της Πολωνίας λόγων ακυρώσεως προκύπτει ότι, ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής, είχε προσάψει στην Επιτροπή ότι είχε υπερβεί τις αρμοδιότητες που της απονέμει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας ως προς την εξουσία εξετάσεως ενός ΕΣΚ.

74      Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, στο σημείο 53 της προσφυγής της, η Δημοκρατία της Πολωνίας ισχυρίζεται, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ότι στο πλαίσιο εξετάσεως ενός ΕΣΚ, η Επιτροπή δικαιούται αποκλειστικώς να εξετάζει τη συμβατότητα των δεδομένων που παρέχονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σε σχέση με τα προβλεπόμενα στην οδηγία κριτήρια αξιολογήσεως. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν δικαιούται, στο πλαίσιο αυτό, να υποκαταστήσει με δικά της δεδομένα τα παρασχεθέντα από το κράτος μέλος δεδομένα. Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, ομοίως, ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας προσθέτει, στο ίδιο σημείο της προσφυγής, ότι πρέπει να διακρίνεται η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των παρεχομένων από κράτος μέλος δεδομένων στο ΕΣΚ του από τη χρησιμοποίηση της δικής της μεθόδου οικονομικής αναλύσεως, την υποκατάσταση των δεδομένων του ΕΣΚ με τα δικά της, την κατά διακριτική ευχέρεια διόρθωσή τους από την ίδια ή ακόμη από την εντολή που απευθύνει η Επιτροπή στο οικείο κράτος μέλος να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα που συνήχθησαν με τον τρόπο αυτόν.

75      Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, στο σημείο 54 της προσφυγής, η Δημοκρατία της Πολωνίας ισχυρίζεται ότι κάθε κράτος μέλος δικαιούται, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας να αναμένει ότι η Επιτροπή θα προβεί σε κατ’ ιδίαν εκτίμηση των δεδομένων που αυτό χρησιμοποίησε για την κατάρτιση του ΕΣΚ του. Ομοίως, στο σημείο 56 της προσφυγής, η Δημοκρατία της Πολωνίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν απέδειξε ότι τα περιληφθέντα στο ΕΣΚ δεδομένα ήταν ακατάλληλα.

76      Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι τα προβαλλόμενα στο σημείο 8 του υπομνήματος αντικρούσεως από τη Δημοκρατία της Πολωνίας επιχειρήματα, στο πλαίσιο αναπτύξεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, είναι κατ’ ουσίαν όμοια με όσα ανέπτυξε κατά το ίδιο μεν στάδιο της έγγραφης διαδικασίας, αλλά στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω). Πράγματι, και στις δύο περιπτώσεις, ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι, προκειμένου για την έκδοση αποφάσεως, όπως η προσβαλλόμενη, και ιδίως προκειμένου για την απόρριψη της προτεινόμενης από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μεθόδου αξιολογήσεως, η Επιτροπή οφείλει, πάντοτε σεβόμενη τον «κυρίαρχο ρόλο» των κρατών μελών κατά την κατάρτιση των ΕΣΚ, να αποδείξει κατ’ αδιαμφισβήτητο και σαφή τρόπο ότι η εν λόγω μέθοδος παραβαίνει τις διατάξεις της οδηγίας. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε ένσταση απαραδέκτου αυτού του περιλαμβανόμενου στο υπόμνημα αντικρούσεως ισχυρισμού του δευτέρου λόγου ακυρώσεως. Τέλος, από τα προβληθέντα επιχειρήματα στο προαναφερθέν σημείο 52, τα οποία επίσης προβλήθηκαν με το δικόγραφό της αντικρούσεως προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ρητώς ότι η υιοθετηθείσα από την Επιτροπή θέση, βάσει της οποίας δεν έλαβε υπόψη τα περιλαμβανόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα, απορρέει από πεπλανημένη και αναιτιολόγητη ερμηνεία εκ μέρους της του ρόλου της κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως των ΕΣΚ.

77      Σε κάθε περίπτωση, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, στο υπόμνημα αντικρούσεως, η ίδια η Επιτροπή, αφενός, διαπιστώνει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτή αξιοποίησε τα περιλαμβανόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα κατά το στάδιο αξιολογήσεώς του, και, αφετέρου, αντικρούει ρητώς αυτόν τον λόγο προβάλλοντας ότι αφορά τις συνθήκες ασκήσεως της εξουσίας εξετάσεως του ΕΣΚ, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας.

78      Από τις προηγηθείσες διαπιστώσεις προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής, όχι μόνον είχε προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν είχε τηρήσει τους όρους ασκήσεως της αρμοδιότητάς της αξιολογήσεως των ΕΣΚ, που απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, αλλά, επιπλέον, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή είχε ενεργήσει καθ’ υπέρβαση των ορίων της εν λόγω αρμοδιότητας, υποκαθιστώντας με τη δική της μέθοδο οικονομικής αναλύσεως την προταθείσα στο ΕΣΚ, διορθώνοντας κατά διακριτική ευχέρεια τα εν λόγω δεδομένα και υποχρεώνοντάς την να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα που συνήχθησαν με τον τρόπο αυτόν.

79      Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, η αιτίαση που αφορά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων ελέγχου που της απονέμει το εν λόγω άρθρο, δεν συνιστά νέο λόγο ακυρώσεως. Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή.

2.     Επί της βασιμότητας του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

 Προκαταρκτικές διαπιστώσεις

80      Εν πρώτοις, επιβάλλεται να υπομνησθούν οι επιδιωκόμενοι από την οδηγία σκοποί, η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών δυνάμει των διατάξεων αυτών και, τέλος, το περιεχόμενο του δικαστικού ελέγχου του κοινοτικού δικαστή επί αποφάσεων του είδους της προσβαλλομένης.

 Επί των σκοπών της οδηγίας

81      Ως προς τους επιδιωκόμενους από την οδηγία σκοπούς, το Πρωτοδικείο έχει ήδη κρίνει ότι ο κύριος δεδηλωμένος σκοπός της οδηγίας είναι η ουσιώδης μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου προκειμένου να καταστεί δυνατή η τήρηση των δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών που ανελήφθησαν με το Πρωτόκολλο του Κυότο. Ο σκοπός αυτός πρέπει να επιτευχθεί ενώ επιδιώκεται παράλληλα η επίτευξη σειράς «επιμέρους σκοπών» και με τη χρήση ορισμένων μηχανισμών. Ο κύριος προς τούτο μηχανισμός είναι το κοινοτικό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων (άρθρο 1 και δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας), η λειτουργία του οποίου καθορίζεται από ορισμένους «επιμέρους σκοπούς», δηλαδή από τη διατήρηση συνθηκών οικονομικής αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας, τη διασφάλιση της οικονομικής αναπτύξεως και της απασχολήσεως, καθώς και της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς και των όρων ανταγωνισμού (άρθρο 1 και πέμπτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας) (απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 124).

 Επί της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών

82      Όσον αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών προκειμένου περί της μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο οδηγίας στον τομέα του περιβάλλοντος, πρέπει να υπομνησθεί το γράμμα του άρθρου 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, κατά το οποίο «[η] οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών». Επομένως, όταν η οικεία οδηγία δεν καθορίζει τον τύπο και τα μέσα για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, η ελευθερία δράσεως του κράτους μέλους ως προς την επιλογή του κατάλληλου τύπου και των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού είναι, καταρχήν, απόλυτη. Τα κράτη μέλη, πάντως, φέρουν, στο πλαίσιο της ελευθερίας που τους αναγνωρίζει το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, την υποχρέωση επιλογής του τύπου και των μέσων που είναι τα πλέον κατάλληλα για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των οδηγιών. Από τα ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι, ελλείψει κοινοτικού κανόνα που να καθορίζει σαφώς και επακριβώς τον τύπο και τα μέσα που πρέπει να μετέλθει το κράτος μέλος, στην Επιτροπή εναπόκειται, στο πλαίσιο ασκήσεως της εξουσίας της ελέγχου, βάσει ιδίως των άρθρων 211 ΕΚ και 226 ΕΚ, να αποδείξει κατά τρόπο νομικά επαρκή ότι τα μέσα που μετήλθε προς τούτο το κράτος μέλος αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο (απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83      Πρέπει να προστεθεί ότι μόνο με την εφαρμογή των αρχών αυτών μπορεί να διασφαλισθεί η τήρηση της κατ’ άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, αρχής της επικουρικότητας, η οποία δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα κατά την άσκηση των κανονιστικών αρμοδιοτήτων τους και η οποία τεκμαίρεται ότι τηρήθηκε κατά την έκδοση της οδηγίας (αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας). Κατά την αρχή αυτή, στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Κοινότητα δρα μόνον εάν και στον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης είναι αδύνατο να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, σε τομέα, όπως του περιβάλλοντος, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 174 ΕΚ έως 176 ΕΚ, όπου υφίσταται κοινή αρμοδιότητα της Κοινότητας και των κρατών μελών, η Κοινότητα, δηλαδή εν προκειμένω η Επιτροπή, φέρει το βάρος αποδείξεως ως προς το σε ποιο βαθμό περιορίζονται οι αρμοδιότητες του κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, η διακριτική του ευχέρεια σε σχέση με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν στη σκέψη 82 ανωτέρω (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 79).

84      Ως προς την οδηγία, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, καθορίζει σαφώς και επακριβώς, στο άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 3, και στο άρθρο 11, παράγραφος 2, την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με την κατάρτιση, τον έλεγχο και τη θέση σε εφαρμογή των ΕΣΚ. Συνεπώς, δεδομένης της άμεσης σχέσεως που υφίσταται μεταξύ τους ως προς την κατανομή των αρμοδιοτήτων, επιβάλλεται να εκτιμηθούν τα άρθρα αυτά συνολικώς, τόσο σε σχέση με την ερμηνεία τους όσο και με την εξέταση κάθε λόγου ακυρώσεως που αφορά την παράβασή τους.

–       Επί των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών

85      Ως προς τις αρμοδιότητες των κρατών μελών, από το άρθρο 9, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι τα κράτη μέλη είναι, κατ’ αρχάς, αποκλειστικώς αρμόδια να χαράσσουν ένα ΕΣΚ που να προσδιορίζει τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που προτείνουν να κατανείμουν κατά τη σχετική περίοδο και τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να τα κατανείμουν και, ακολούθως, να προσδιορίζουν τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που θα κατανείμουν ανά πενταετή περίοδο και να κινούν τη διαδικασία της επιμέρους κατανομής των δικαιωμάτων αυτών.

86      Βεβαίως, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας, η άσκηση των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών πρέπει να στηρίζεται επί κριτηρίων αντικειμενικών και διαφανών όπως αυτά του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας. Ομοίως, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας, όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία απορρίπτει, εν όλω ή εν μέρει, ένα ΕΣΚ, το οικείο κράτος μέλος δεν δύναται να εκδώσει απόφαση δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας παρά μόνον αν η Επιτροπή αποδεχθεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις.

87      Πάντως, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία δεν καθορίζει σαφώς και επακριβώς τον τύπο και τα μέσα για την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκεται. Επίσης, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 85 ανωτέρω, τα κράτη μέλη είναι αποκλειστικώς αρμόδια να καταρτίζουν το ΕΣΚ τους και να αποφασίζουν επί της συνολικής ποσότητας των προς κατανομή δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο κατά την εφαρμογή του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.

88      Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως έχει ήδη κρίνει το Πρωτοδικείο, διαθέτουν ορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς τη μεταφορά της οδηγίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 80) και, συνεπώς, και ως προς την επιλογή των μέτρων που κρίνουν ως πλέον κατάλληλα για την επίτευξη, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της εθνικής αγοράς ενέργειας, του επιδιωκόμενου από την εν λόγω οδηγία σκοπού.

–       Επί των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής

89      Ως προς τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, από τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι η εξουσία της ελέγχου και απορρίψεως των ΕΣΚ είναι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 36 ανωτέρω, σαφώς οριοθετημένη. Στην ουσία, αναφορικά με τους ουσιαστικούς περιορισμούς της εξουσίας αυτής, η Επιτροπή είναι αποκλειστικώς αρμόδια να εξακριβώνει τη συμβατότητα των ληφθέντων από το κράτος μέλος μέτρων με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ και τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της οδηγίας, η Επιτροπή υποχρεούται, όταν αποφασίζει να απορρίψει ένα ΕΣΚ, να αιτιολογεί την απόφασή της. Πάντως, κατά τη νομολογία, όταν η άσκηση αυτής της σαφώς οριοθετημένης εξουσίας ελέγχου των ΕΣΚ συνεπάγεται σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικού και οικολογικού χαρακτήρα υπό το πρίσμα του γενικού σκοπού μειώσεως των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μέσω ενός συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων που να λειτουργεί κατά τρόπο αποδοτικό και οικονομικώς αποτελεσματικό (άρθρο 1 και αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας), τότε και η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 80).

90      Εξάλλου, τα κράτη μέλη προκειμένου να λάβουν, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας, απόφαση ως προς τη συνολική ποσότητα των προς κατανομή δικαιωμάτων, προς τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας υποχρεώσεώς τους, κατά την οποία μία τέτοια απόφαση δεν μπορεί να εκδοθεί παρά μόνον αν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις έχουν γίνει αποδεκτές από την Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δικαιούται, όταν αξιολογεί ένα ΕΣΚ να προβαίνει σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις ως προς τις διαπιστούμενες ασυμβατότητες, και, εφόσον είναι απαραίτητο, να διατυπώνει προτάσεις ή συστάσεις, προκειμένου το κράτος μέλος να είναι σε θέση να τροποποιήσει το ΕΣΚ κατά τέτοιο τρόπο ώστε, να το καταστήσει, κατά την Επιτροπή, συμβατό με τα κριτήρια ελέγχου που προβλέπει η οδηγία.

 Επί του εύρους του δικαστικού ελέγχου

91      Συνάγεται ότι, στο πλαίσιο του συναφούς ελέγχου νομιμότητας, ο κοινοτικός δικαστής ασκεί πλήρη έλεγχο ως προς την εκ μέρους της Επιτροπής ορθή εφαρμογή των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, το περιεχόμενο των οποίων πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους ερμηνείας που έχει δεχθεί η νομολογία. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Επιτροπή οσάκις αυτή πρέπει να προβεί, στο πλαίσιο αυτό, σε σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικού και οικολογικού χαρακτήρα. Ως προς τούτο, το Πρωτοδικείο οφείλει να περιορισθεί στο να ελέγξει αν το επίμαχο μέτρο ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας, αν η Επιτροπή υπερέβη προδήλως τα όρια εξουσίας εκτιμήσεως και αν τηρήθηκαν καθ’ όλα οι δικονομικές εγγυήσεις οι οποίες είναι θεμελιώδους σημασίας στο πλαίσιο αυτό (βλ. απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Με βάση το σύνολο των προπαρατεθεισών αρχών επιβάλλεται πλέον να εξετασθεί η βασιμότητα του προβαλλόμενου από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο ζητεί, κατ’ ουσίαν από το Πρωτοδικείο να κρίνει αν, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας, κατά το ότι σφετερίσθηκε την κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, και άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας αρμοδιότητα καταρτίσεως και θέσεως σε εφαρμογή των ΕΣΚ των κρατών μελών, και ως εκ τούτου, ενήργησε καθ’ υπέρβαση της αρμοδιότητάς της ελέγχου των ΕΣΚ που της απονέμει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας.

 Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

93      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ειδικότερα ότι τμήμα της συνολικής ποσότητας των δικαιωμάτων που πρότεινε στο ΕΣΚ να κατανείμει η Δημοκρατία της Πολωνίας, ήτοι 76,132937 MteCO2 ετησίως, είναι ασύμβατο προς τα κριτήρια υπό στοιχεία 1 έως 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας. Ταυτοχρόνως, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν προβάλλονται αντιρρήσεις κατά του ΕΣΚ, υπό την επιφύλαξη, όμως, ότι θα γίνουν ορισμένες τροποποιήσεις επ’ αυτού και συγκεκριμένα θα μειωθεί η συνολική ποσότητα των προς κατανομή δικαιωμάτων, για τους σκοπούς του κοινοτικού συστήματος, κατά 76,132937 MteCO2 ετησίως. Τέλος, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η συνολική ετήσια μέση ποσότητα δικαιωμάτων που πρέπει να κατανεμηθεί από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, σε εφαρμογή του ΕΣΚ, στις αναφερόμενες σε αυτό εγκαταστάσεις καθώς και στους νεοεισερχόμενους ισούται με 208,513395 MteCO2, υπέρβαση της οποίας δεν επιτρέπεται.

94      Το Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι οι αναφερόμενες στη σκέψη 93 διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζονται στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 13, τελευταίο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο ειδικότερα διαπιστώνεται ότι το μέσο ετήσιο πλεόνασμα δικαιωμάτων της Δημοκρατίας της Πολωνίας για την περίοδο 2008-2012, το οποίο ανερχόταν σε 76,132937 MteCO2 μετά το πρώτο στάδιο υπολογισμού, δεν είναι συμβατό με τα κριτήρια υπό στοιχεία 1 έως 3 του παραρτήματος της οδηγίας.

95      Πράγματι, το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπουν ρητώς στο εν λόγω ετήσιο πλεόνασμα. Ομοίως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 62 ανωτέρω, από τα έγγραφα της Επιτροπής προκύπτει ότι το ανώτατο όριο της ετήσιας ποσότητας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, που ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ ανώτατο σε 208,515395 MteCO2, προκύπτει από τη μείωση της ετήσιας ποσότητας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που πρότεινε η Δημοκρατία της Πολωνίας στο ΕΣΚ, ήτοι 284,648332 MteCO2, κατά την ίδια ποσότητα των 76,132937 MteCO2.

96      Τέλος, η Επιτροπή ήλεγξε τη συμβατότητα του ΕΣΚ με τα κριτήρια υπό στοιχεία 1 έως 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας, στο πλαίσιο των αιτιολογικών σκέψεων 4 έως 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί η βασιμότητα του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ενόψει των αναπτυσσομένων στις αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγων.

97      Επιβάλλεται να εξετασθούν διαδοχικώς τα δύο σκέλη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, εκκινώντας από το δεύτερο σκέλος, που αφορά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας.

98      Λαμβάνοντας υπόψη την παρατιθέμενη στη σκέψη 91 νομολογία, δεδομένου ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί της βασιμότητας του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο οφείλει, κατά πρώτον, να εξετάσει αν, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εφήρμοσε ορθώς τους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου ως προς την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της ιδίας, ο ασκούμενος από το Πρωτοδικείο έλεγχος σχετικά με το νομικό αυτό ζήτημα πρέπει να είναι πλήρης. Μόνο, αν έχει διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή ορθώς εφήρμοσε τους εν λόγω κανόνες, θα εξετασθεί αν ο έλεγχος στον οποίο προέβη ως προς τη συμβατότητα του ΕΣΚ με τα κριτήρια της οδηγίας και, ειδικότερα, η επιλογή της μεθόδου οικονομικής και οικολογικής αναλύσεως του ΕΣΚ, ενέχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

 Επί της βασιμότητας του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

99      Ως προς το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 3, αφενός, υποκαθιστώντας την προταθείσα μέθοδο αναλύσεως και τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα με τη δική της μέθοδο αξιολογήσεως και με δεδομένα που συνήχθησαν βάσει αυτής, και, αφετέρου, επιβάλλοντάς της, στο πλαίσιο του ελέγχου του ΕΣΚ, ανώτατο όριο συνολικής ποσότητας των προς κατανομή δικαιωμάτων, το οποίο όφειλε να μην υπερβεί.

100    Πρώτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, να υποκαταστήσει την προταθείσα μέθοδο αξιολογήσεως και τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα, με τη δική της μέθοδο αξιολογήσεως και τα δικά της δεδομένα. Συναφώς, το Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι το σύνολο των επιχειρημάτων που προβάλλονται από την Επιτροπή με την αντίκρουσή της ως προς το ζήτημα αυτό τείνουν να επιβεβαιώσουν ότι εκτίμησε πεπλανημένως την έκταση των αρμοδιοτήτων που της απονέμει η οδηγία.

101    Κατ’ αρχάς, δεν ευσταθεί ο προκύπτων από τα έγγραφά της ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η οδηγία δεν την υποχρεώνει να χρησιμοποιεί τα περιεχόμενα στο εξεταζόμενο ΕΣΚ δεδομένα και ότι, κατά την αξιολόγηση, οφείλει να χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο για όλα τα κράτη μέλη. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, η εξουσία της ελέγχου των ΕΣΚ αφορά υποχρεωτικώς τα περιεχόμενα στο σχετικό ΕΣΚ δεδομένα, καθώς, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 82 έως 90 ανωτέρω, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει τη συμβατότητά τους με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ και τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας. Εναπόκειται, επομένως, υποχρεωτικώς σε αυτήν να ελέγξει την επιλογή των δεδομένων του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους προκειμένου να αξιολογήσει το ΕΣΚ του.

102    Βεβαίως, στο πλαίσιο της εξουσίας της ελέγχου των ΕΣΚ, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε δική της μέθοδο αξιολογήσεως των ΕΣΚ βασιζόμενη σε δεδομένα τα οποία θεωρεί η ίδια ως πλέον κατάλληλα και ότι τα χρησιμοποίησε ως εργαλείο σύγκρισης για την αξιολόγηση των περιεχομένων στα ΕΣΚ των κρατών μελών δεδομένα, δηλαδή δεδομένα των οποίων τη συμβατότητα με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ και τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας οφείλει να εξετάσει. Προς τούτο, κατά το μέτρο που η κατάρτιση και η χρησιμοποίηση μίας τέτοιας μεθόδου προϋποθέτουν σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικού και οικολογικού χαρακτήρα, η Επιτροπή διαθέτει, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, διακριτική ευχέρεια, σύμφωνα με την οποία η χρησιμοποίηση μίας τέτοιου είδους μεθόδου αξιολογήσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά μόνον εφόσον πρόκειται για πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

103    Παρά ταύτα, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να εκδώσει απόφαση στηριζόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, δεν μπορεί να ισχυρίζεται, όπως προκύπτει από τα έγγραφά της και την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι απέρριψε τα περιεχόμενα στο εξεταζόμενο ΕΣΚ δεδομένα, υποκαθιστώντας τα ευθύς εξαρχής με δεδομένα προκύψαντα από τη δική της μέθοδο. Αντιθέτως προς τις αιτιάσεις της Επιτροπής, υποστηριζόμενης από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αυτή δεν υποχρεούται, εκ της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των κρατών μελών, να χρησιμοποιεί και να εφαρμόζει την ίδια μέθοδο αξιολογήσεως των ΕΣΚ για όλα τα κράτη μέλη.

104    Επιβάλλεται, πράγματι, να επισημανθεί συναφώς ότι η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των κρατών μελών δεν συνεπάγεται τροποποίηση της κατά την οδηγία κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία τεκμαίρεται ότι τηρήθηκε κατά την έκδοση αυτής (αιτιολογική σκέψη 30 της εν λόγω οδηγίας). Συνεπώς, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 82 έως 90 ανωτέρω, τα κράτη μέλη είναι αποκλειστικώς αρμόδια να καταρτίζουν το ΕΣΚ τους και να λαμβάνουν την τελική απόφαση επί της συνολικής ποσότητας των προς κατανομή δικαιωμάτων.

105    Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 82 ανωτέρω, η προσφυγή των κρατών μελών σε διαφορετικούς τύπους και μέσα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από μία οδηγία σκοπού, είναι συνυφασμένη με την ίδια τη φύση μίας τέτοιας πράξεως. Συνεπώς, δεδομένου ότι η οδηγία δεν καθορίζει σαφώς και επακριβώς τον τύπο και τα μέσα μεταφοράς της [στο εθνικό δίκαιο], διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που της απονέμει η οδηγία, υποστηρίζοντας ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως της επιβάλλει να χρησιμοποιεί και να εφαρμόζει την ίδια μέθοδο αξιολογήσεως των ΕΣΚ για όλα τα κράτη μέλη προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος από την οδηγία σκοπός.

106    Η χρησιμοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής της ίδιας μεθόδου αξιολογήσεως των ΕΣΚ για όλα τα κράτη μέλη θα ισοδυναμούσε με την παραδοχή ότι έχει, πράγματι, όχι μόνον την εξουσία ομοιόμορφης εφαρμογής του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων, αλλά και ότι δύναται να παρεμβαίνει καθοριστικά στην κατάρτιση των ΕΣΚ. Ο νομοθέτης, όμως, ως προς την εξουσία ελέγχου των ΕΣΚ, δεν απένειμε στην Επιτροπή με την οδηγία ούτε τέτοιου είδους εξουσία ούτε τέτοιου είδους δυνατότητα καθοριστικής παρεμβάσεως.

107    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, στηριζόμενη στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αξιολόγησε το ΕΣΚ λαμβάνοντας υπόψη τα δικά της δεδομένα που προέκυψαν από την εφαρμογή της δικής της μεθόδου αξιολογήσεως.

108    Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή δεν αρκέστηκε, προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν και είχε το δικαίωμα προς τούτο, να συγκρίνει τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα με τα δεδομένα που προέκυψαν από την εφαρμογή της δικής της μεθόδου αξιολογήσεως, προκειμένου να ελέγξει τη συμβατότητα των πρώτων με τα κριτήρια της οδηγίας. Αντιθέτως, διαπιστώνεται ότι η μέθοδος ελέγχου των ΕΣΚ που χρησιμοποίησε, είχε στην πράξη, ως αποτέλεσμα την εκ μέρους της Επιτροπής κατάρτιση, κατ’ εντελώς αυτοτελή τρόπο, του δικού της ΕΣΚ αναφοράς και τον έλεγχο της συμβατότητας των κοινοποιηθέντων ΕΣΚ, όχι βάσει των κριτηρίων της οδηγίας, αλλά, πρωτίστως, βάσει των δεδομένων και στοιχείων που προέκυψαν από την εφαρμογή της δικής της μεθόδου.

109    Εξάλλου, το Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι, όπως υπογραμμίσθηκε στη σκέψη 66 ανωτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει στα έγγραφά της ότι άλλα κράτη μέλη μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τη δική τους μέθοδο υπολογισμού για τον καθορισμό της συνολικής ποσότητας προς κατανομή δικαιωμάτων, στο μέτρο που «δεν υπερέβησαν το καθορισμένο όριο για την ποσότητα των επιτρεπτών εκπομπών κατά τη δεύτερη περίοδο εμπορίας», με αποτέλεσμα τη μη απόρριψη ούτε των ΕΣΚ τους ούτε της συνολικής ποσότητας των δικαιωμάτων που πρότειναν σε αυτά. Γενικώς, από μία τέτοια επιχειρηματολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε τη γνώμη ότι ο έλεγχός της επί των ΕΣΚ έπρεπε πρωτίστως να στηριχθεί στην αντιπαράθεση της περιεχόμενης στο ΕΣΚ ποσότητας δικαιωμάτων με την ποσότητα που εκείνη θεωρούσε «δυνατή» λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα που προέκυψαν βάσει της δικής της μεθόδου αξιολογήσεως.

110    Συνεπώς, η Επιτροπή αρκέσθηκε, εν τέλει, να υποκαταστήσει τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα με τα δικά της, χωρίς κατά κανένα τρόπο να ελέγξει τη συμβατότητα των πρώτων με τα κριτήρια της οδηγίας.

111    Κατά τα λοιπά, αναφορικά πάντοτε με την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των κρατών μελών την οποία επικαλείται η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι το ΕΣΚ είχε ειδικότερα αξιολογηθεί λαμβάνοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2004, για τη χάραξη κατευθύνσεων ώστε να διευκολυνθούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ της [οδηγίας] και τις περιστάσεις υπό τις οποίες αναγνωρίζεται η ύπαρξη ανωτέρας βίας [COM (2003) 830 τελικό].

112    Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο υπογραμμίζει ότι, στο σημείο 10 της εν λόγω ανακοινώσεως, η Επιτροπή ρητώς επισήμανε, ως προς τα νέα κράτη μέλη, που δεν περιλαμβάνονταν στην απόφαση 2002/358, μεταξύ των οποίων και η Δημοκρατία της Πολωνίας, ότι οι αντίστοιχοι στόχοι τους, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κυότο, αποτελούν σημείο αναφοράς για το κριτήριο υπό στοιχείο 1 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας, κριτήριο το οποίο συνδέει τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων με τον επιμέρους στόχο κάθε κράτους μέλους σε εφαρμογή είτε της αποφάσεως 2002/358 είτε του ιδίου του Πρωτοκόλλου του Κυότο. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει, στις ίδιες τις κατευθύνσεις της, ότι τα νέα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Δημοκρατία της Πολωνίας, απολαύουν διαφορετικής μεταχειρίσεως σε σχέση με τα λοιπά κράτη ως προς την κατάρτιση των ΕΣΚ τους.

113    Αναφορικά με το επιχείρημα της Επιτροπής, υποστηριζόμενης από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, κατά το οποίο, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των κρατών μελών, μπορούσε να μη λάβει υπόψη ορισμένα ενημερωμένα δεδομένα του ΕΣΚ, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία αποσκοπεί στη δημιουργία μιας αποτελεσματικής ευρωπαϊκής αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που να θίγει όσο το δυνατό λιγότερο την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση (άρθρο 1 και αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας). Έτσι, μολονότι η οδηγία αποσκοπεί στη μείωση των αερίων θερμοκηπίου σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Κοινότητας και των κρατών μελών στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου του Κυότο, ο σκοπός αυτός πρέπει να υλοποιηθεί, κατά το δυνατό, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της ευρωπαϊκής οικονομίας. Επομένως, τα ΕΣΚ που καταρτίζονται στο πλαίσιο της οδηγίας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ακριβή δεδομένα και στοιχεία που αφορούν τις προβλεπόμενες εκπομπές για τις εγκαταστάσεις και τους καλυπτόμενους από την οδηγία τομείς. Αν ένα ΕΣΚ στηρίζεται εν μέρει σε εσφαλμένα στοιχεία ή σε εσφαλμένες εκτιμήσεις σχετικά με το επίπεδο των εκπομπών ορισμένων τομέων ή εγκαταστάσεων, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προτείνει τροποποιήσεις του ΕΣΚ, συμπεριλαμβανομένων των αυξήσεων των συνολικών ποσών των προς κατανομή δικαιωμάτων, για να επιλυθούν τα προβλήματα αυτά πριν εμφανιστεί ο αντίκτυπός τους στην αγορά (απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 60).

114    Ομοίως, από τη νομολογία προκύπτει ότι από κανένα στοιχείο της οδηγίας, της φύσεως ή των σκοπών του συστήματος που αυτή θεσπίζει δεν προκύπτει ότι αποκλείεται η δυνατότητα κράτους μέλους, μετά από εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας απόφαση της Επιτροπής, να τροποποιήσει τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ του δεδομένα, ώστε, για παράδειγμα, να λάβει υπόψη νέα στοιχεία συλλεχθέντα ιδίως κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 11 της οδηγίας, δεύτερη δημόσια διαβούλευση (απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 58).

115    Περαιτέρω, όπως αναγνώρισε το Πρωτοδικείο στην απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, τα κράτη μέλη διαθέτουν επίσης το δικαίωμα να προβούν σε εκ των υστέρων προσαρμογές, μετά την έκδοση αποφάσεως για την επιμέρους κατανομή, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας.

116    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας δημόσια διαβούλευση που προηγείται της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως βάσει της ίδιας διατάξεως, θα καθίστατο άνευ αντικειμένου και οι παρατηρήσεις του κοινού θα ήταν άνευ πρακτικού αποτελέσματος αν οι τροποποιήσεις του ΕΣΚ που θα προτείνονταν μετά από κατ’ εφαρμογήν της ίδιας αυτής διατάξεως απόφαση της Επιτροπής, περιορίζονταν σε αυτές που αναφέρει η Επιτροπή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 57).

117    Βάσει της ανωτέρω υπομνησθείσας νομολογίας, εκτιμάται ότι τα κράτη μέλη μπορούν, επομένως, χωρίς απαραιτήτως να δεσμεύονται από τις περιλαμβανόμενες σε απόφαση εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας παρατηρήσεις της Επιτροπής, να διορθώνουν και να ενημερώνουν το ΕΣΚ τους μετά από την έκδοση μίας τέτοιας αποφάσεως, αλλά και να προβαίνουν σε προσαρμογή του μετά από την έκδοση της αποφάσεώς τους για την επιμέρους κατανομή.

118    Συνεπώς, βάσει τόσο του γράμματος της οδηγίας αλλά και της εν γένει οικονομίας και των σκοπών του συστήματος που καθιερώνει και της σχετικής νομολογίας, η Επιτροπή υποχρεούται να μεριμνά, σε μόνιμη βάση, ώστε τα ΕΣΚ να λαμβάνουν υπόψη τα πλέον ακριβή, κι επομένως τα κατά το δυνατόν πλέον ενημερωμένα, δεδομένα και πληροφορίες προκειμένου να βλάπτεται όσο το δυνατό λιγότερο η οικονομική ανάπτυξη και η απασχόληση, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα αποτελεσματικό σύστημα δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.

119    Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των κρατών μελών, θα μπορούσε να μη λάβει υπόψη ορισμένα ενημερωμένα δεδομένα του ΕΣΚ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

120    Από την προηγηθείσα ανάπτυξη, και καθώς παρέλκει η εξέταση αν η Επιτροπή ορθώς επέλεξε τη μέθοδο Primes ως μέθοδο αξιολογήσεως του ΕΣΚ, προκύπτει ότι ορθώς η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να υποκαταστήσει τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα με τα δικά της δεδομένα, τα οποία προέκυψαν βάσει της ίδιας μεθόδου αξιολογήσεως που εφαρμόσθηκε σε όλα τα κράτη μέλη.

121    Δεύτερον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, ουσιαστικά, ότι η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, κατά το μέτρο που, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, δεν είχε το δικαίωμα να της επιβάλει, κατόπιν ελέγχου του ΕΣΚ, ανώτατο όριο στη συνολική ποσότητα των προς κατανομή δικαιωμάτων.

122    Από τα εκτεθέντα στη σκέψη 65 ανωτέρω επιχειρήματα προκύπτει ότι η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εκτίμηση στην οποία προβαίνει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, δεν αποσκοπεί στην υποκατάσταση του ΕΣΚ, αλλά αποκλειστικώς στον καθορισμό της μέγιστης συνολικής ποσότητας των προς κατανομή δικαιωμάτων.

123    Συναφώς διαπιστώνεται ότι, καθορίζοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση ένα τέτοιο ανώτατο όριο δικαιωμάτων πέραν του οποίου το ΕΣΚ θεωρείται ασύμβατο προς την οδηγία, η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου που της απονέμουν οι διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας.

124    Βεβαίως, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή είναι η αποκλειστικώς αρμόδια, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, να ελέγχει, και δη να απορρίπτει, τα ΕΣΚ που καταρτίζουν τα κράτη μέλη βάσει των κριτηρίων της οδηγίας.

125    Αντιθέτως, ενόψει των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 82 έως 90 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει, όπως επιβεβαιώνει και η ίδια στα έγγραφά της, ότι, βάσει της αρμοδιότητας αυτής, δύναται να καθορίζει τη μέγιστη συνολική ποσότητα των προς κατανομή δικαιωμάτων.

126    Όλως αντιθέτως, όπως ρητώς προκύπτει από τη νομολογία, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας, σε κάθε κράτος μέλος, και όχι στην Επιτροπή, απόκειται να αποφασίσει, βάσει του ΕΣΚ του που καταρτίζεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 και σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, για τη συνολική ποσότητα των δικαιωμάτων που θα κατανείμει την επίμαχη περίοδο, να κινήσει τη διαδικασία κατανομής των δικαιωμάτων αυτών στον φορέα εκμεταλλεύσεως κάθε εγκαταστάσεως καθώς και να αποφανθεί περί της κατανομής των εν λόγω δικαιωμάτων (διάταξη του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 2008, C‑503/07 P, Saint-Gobain Glass Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑2217, σκέψη 75).

127    Εν προκειμένω, επιβάλλοντας στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ανώτατο όριο δικαιωμάτων πέραν του οποίου το ΕΣΚ θεωρείται ασύμβατο προς τα κριτήρια αξιολογήσεως της οδηγίας, η Επιτροπή, στην πράξη, υποκατέστησε τη Δημοκρατία της Πολωνίας ως προς τον κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας καθορισμό της συνολικής ποσότητας δικαιωμάτων. Πράγματι, από το εν λόγω διατακτικό προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υποχρεούτο να τροποποιήσει το ΕΣΚ κατά τρόπο ώστε η συνολική ποσότητα των δικαιωμάτων να είναι σε κάθε περίπτωση μικρότερη από ή ίση με το όριο αυτό, άλλως δεν θα ήταν σε θέση να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας.

128    Συνεπώς, μία τέτοιου είδους απόφαση όχι μόνον αποστερεί τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας, εννόμου αποτελέσματος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, θίγει την αποκλειστική αρμοδιότητα που το άρθρο αυτό απονέμει στα κράτη μέλη προκειμένου να αποφασίσουν περί της συνολικής ποσότητας δικαιωμάτων που θα κατανέμουν ανά πενταετία, αρχομένη από της 1ης Ιανουαρίου 2008.

129    Τέλος, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος της Επιτροπής, υποστηριζόμενης από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, κατά το οποίο η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να καθορίζει ανώτατο όριο της συνολικής ποσότητας των προς κατανομή δικαιωμάτων μειώνοντας το προτεινόμενο από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, σύμφωνα με το ΕΣΚ της, ύψος του πλεονάσματος των δικαιωμάτων, ενέχει τον κίνδυνο κατάρρευσης της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου. Πράγματι, αρκεί να σημειωθεί ότι, ακόμη και αν η εν λόγω θέση ήταν βάσιμη, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει, σε μία έννομη τάξη όπως αυτή της Κοινότητας, τη διατήρηση σε ισχύ της προσβαλλομένης αποφάσεως παρά το γεγονός ότι αυτή έχει εκδοθεί κατά παράβαση της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, όπως αυτή καθορίζεται στην οδηγία.

130    Ομοίως, επιβάλλεται η απόρριψη και του επιχειρήματος του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, κατά το οποίο απόκειται στην Επιτροπή να επιλέγει τα δεδομένα, αν μη τι άλλο για λόγους επιλογής πολιτικής. Όλως αντιθέτως, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι απόκειται στα κράτη μέλη να επιλέγουν τα μέτρα που κατά την κρίση τους είναι τα πλέον κατάλληλα για την επίτευξη, στο ειδικό πλαίσιο της εθνικής αγοράς ενέργειας, του επιδιωκόμενου από την οδηγία σκοπού. Η προσέγγιση της Επιτροπής, υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, κατά την οποία μόνον τα δεδομένα που αυτή χρησιμοποίησε μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου για την κατάρτιση ενός ΕΣΚ, αποστερεί προδήλως τα κράτη μέλη της διακριτικής τους ευχέρειας, όπως αυτή υπομνήσθηκε στη σκέψη 88 ανωτέρω.

131    Κατόπιν των ανωτέρω, με τον καθορισμό στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως μέγιστης συνολικής ποσότητας των προς κατανομή δικαιωμάτων, η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που της απονέμονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας.

132    Από τις διαπιστώσεις στις σκέψεις 120 και 131 ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς, στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας με το αιτιολογικό ότι, αφενός, υποκαθιστώντας τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα με τα δικά της δεδομένα, που προέκυψαν από την εφαρμογή της δικής της μεθόδου αξιολογήσεως των ΕΣΚ των κρατών μελών, και, αφετέρου, καθορίζοντας τη μέγιστη συνολική ποσότητα των προς κατανομή δικαιωμάτων από τη Δημοκρατία της Πολωνίας για την περίοδο μεταξύ 2008 και 2012, ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν οι διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας.

133    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών αιτιάσεων της Δημοκρατίας της Πολωνίας προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το σκέλος αυτό κρίνεται βάσιμο.

134    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται περαιτέρω η εξέταση της βασιμότητας των προβαλλομένων επιχειρημάτων προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγους ακυρώσεως, που αφορά αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

135    Ως προς το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή απέρριψε, άνευ αιτιολογήσεως, τη μέθοδο οικονομικής αναλύσεως που χρησιμοποιήθηκε για την κατάρτιση του ΕΣΚ, καθώς επίσης και τα δεδομένα που προέκυψαν βάσει αυτής της μεθόδου και περιλαμβάνονται σε αυτό το ΕΣΚ.

136    Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνείας η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε τη βαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους και ο κοινοτικός δικαστής να ασκεί τον έλεγχό του (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψη 96, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 2002, Τ-231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2085, σκέψη 164).

137    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη άμεσα και ατομικά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 1999, T‑198/98, Micro Leader Business κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑3989, σκέψη 40). Δεν απαιτείται να διευκρινίζει η αιτιολογία όλα τα καίρια πραγματικά ή νομικά στοιχεία, διότι το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το περιεχόμενό της αλλά και με το πλαίσιό της, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 136 ανωτέρω, σκέψη 97, και Joynson κατά Επιτροπής, σκέψη 136 ανωτέρω, σκέψη 165).

138    Πρέπει να υπομνησθεί, επίσης, ότι η τήρηση της κατ’ άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όπως επαναλαμβάνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της οδηγίας, όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής περί μερικής ή συνολικής απορρίψεως ενός ΕΣΚ, είναι κατά μείζονα λόγο κεφαλαιώδους σημασίας, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση της εξουσίας ελέγχου βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας συνεπάγεται σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικού και οικολογικού χαρακτήρα, ενώ ο έλεγχος από τον κοινοτικό δικαστή της νομιμότητας και της βασιμότητας των εκτιμήσεων αυτών είναι περιορισμένος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 2007, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

139    Πρώτον, όπως επισήμανε ήδη το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 87 και 88 ανωτέρω, κατά το μέτρο που η οδηγία δεν καθορίζει σαφώς και επακριβώς τον τύπο και τα μέσα που οφείλουν να χρησιμοποιήσουν τα κράτη μέλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οδηγία σκοπού, αυτά διαθέτουν ορισμένη διακριτική ευχέρεια. Αυτό ισχύει ειδικότερα στην περίπτωση της επιλογής μεθόδου οικονομικής αναλύσεως και υπολογισμού των δεδομένων προκειμένου για την κατάρτιση των ΕΣΚ από τα κράτη μέλη.

140    Επίσης, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας προκύπτει ότι η Επιτροπή είναι αποκλειστικώς αρμόδια να εξακριβώσει τη συμβατότητα των ληφθέντων από το κράτος μέλος μέτρων με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ και τις διατάξεις του άρθρου 10, της οδηγίας.

141    Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας, ορίζοντας ότι η Επιτροπή υιοθετεί κατευθυντήριες γραμμές για την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, βάσει των αρχών του παραρτήματος IV της οδηγίας, δεν θα μπορούσαν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ο κοινοτικός νομοθέτης αναγνώρισε στην Επιτροπή εξουσία καθορισμού της μεθόδου οικονομικής αναλύσεως και υπολογισμού των δεδομένων που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν από τα κράτη μέλη για την κατάρτιση των ΕΣΚ τους.

142    Πράγματι, από τις διατάξεις του άρθρου 5, του άρθρου 14, παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 15 της οδηγίας προκύπτει ότι αυτού του είδους οι κατευθύνσεις προσδιορίζουν τις συνθήκες παρακολουθήσεως και υποβολής εκθέσεων, για τις εγκαταστάσεις των οποίων οι δραστηριότητες καλύπτονται από το παράρτημα Ι της οδηγίας, τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, κι αυτό υπό τον έλεγχο των κρατών μελών. Συνεπώς, οι κατευθυντήριες οδηγίες που εκδόθηκαν από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας και είναι εφαρμοστέες εν προκειμένω, δηλαδή οι οδηγίες που υιοθετήθηκαν με την απόφαση 2004/156, αποσκοπούν αποκλειστικώς στη δημιουργία δυνατότητας τόσο για τις εγκαταστάσεις όσο και για τα κράτη μέλη να συλλέξουν τα πλέον αξιόπιστα δεδομένα.

143    Ως εκ τούτου, απόκειται στην Επιτροπή, στο πλαίσιο ασκήσεως της εξουσίας της ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, να αιτιολογήσει για ποιο λόγο τα μέσα που χρησιμοποίησε η Δημοκρατία της Πολωνίας για την κατάρτιση του ΕΣΚ ήταν ασύμβατα προς τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ και τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας. Κατά τα λοιπά, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της οδηγίας προκύπτει ρητώς ότι ο νομοθέτης υπογράμμισε με έμφαση την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή όταν απορρίπτει ένα ΕΣΚ.

144    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τον έλεγχο της συμβατότητας του ΕΣΚ με το κριτήριο αριθ. 2 του παραρτήματος της οδηγίας, η Επιτροπή απέρριψε τα κοινοποιηθέντα από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεδομένα σχετικά με τα έτη προ του 2005 ως «λιγότερο αξιόπιστα» με το αιτιολογικό ότι, κατά την άποψή της, αφενός, δεν είχαν εξακριβωθεί κατά τρόπο ανεξάρτητο και συνεπή και, αφετέρου, δεν ήταν βέβαιο ότι αντιστοιχούσαν ακριβώς στον αριθμό των περιλαμβανόμενων στο σύστημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Στην ίδια δε αιτιολογική σκέψη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν θα [μπορούσε] επομένως να αποκλεισθεί ότι οι πραγματικές εκπομπές είχαν υπερεκτιμηθεί σε σχέση με τα αντίστοιχα στοιχεία για τις εκπομπές των προηγούμενων ετών που είχαν κοινοποιηθεί από τη [Δημοκρατία της] Πολωνίας» και ότι η «αρχική ποσότητα, που προέκυψε από τον μέσο όρο των δεδομένων για τις εξακριβωθείσες κατά τρόπο ανεξάρτητο εκπομπές το 2005, και τα λοιπά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν από τη [Δημοκρατία] της Πολωνίας, ενδέχεται να μην ήταν όντως αντιπροσωπευτική των πραγματικών εκπομπών και δεν διασφάλιζε ότι το σύνολο των δικαιωμάτων δεν υπερέβαινε ό,τι ήταν αναγκαίο».

145    Ως προς την απόρριψη από την Επιτροπή της μεθόδου οικονομικής αναλύσεως που χρησιμοποιήθηκε από τη Δημοκρατία της Πολωνίας για την κατάρτιση του ΕΣΚ, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, αναφορικά με τον έλεγχο συμβατότητας του ΕΣΚ με το υπό στοιχείο 3 κριτήριο του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας, η Επιτροπή αρκέσθηκε να επισημάνει, στην αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι μεταξύ του συνόλου των δεδομένων που τέθηκαν στη διάθεσή της, έκρινε ότι οι πλέον ακριβείς και αξιόπιστες εκτιμήσεις αναφορικά τόσο με την αύξηση του ΑΕΠ όσο και με τις βελτιώσεις στην κατανάλωση άνθρακα ήταν αυτές που προέκυψαν βάσει της μεθόδου Primes. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν περιέλαβε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογία που να επεξηγεί ως προς τι η μέθοδος οικονομικής αναλύσεως που χρησιμοποίησε η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν ήταν αξιόπιστη.

146    Αναφορικά με την απόρριψη των περιεχομένων στο ΕΣΚ δεδομένων με το αιτιολογικό ότι δεν ήταν, κατά την άποψή της, τα καλύτερα διαθέσιμα και ότι επομένως ετίθετο ζήτημα υπερεκτιμήσεως των εκπομπών από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, από την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η Επιτροπή αρκέστηκε να συγκρίνει τη συνολική ποσότητα των δικαιωμάτων που πρότεινε η Δημοκρατία της Πολωνίας στο ΕΣΚ με τα αποτελέσματα των δικών της υπολογισμών. Βάσει αυτής της συγκρίσεως, επομένως, εκτίμησε ότι δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο υπερεκτιμήσεως της εν λόγω ποσότητας και, στηριζόμενη σε αυτήν την απλή υπόθεση, αποφάσισε να απορρίψει τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

147    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προσδιόρισε στην προσβαλλόμενη απόφαση τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα τα οποία θεώρησε «μη αξιόπιστα». Περιορίσθηκε, μάλιστα, στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να αναφέρει τα κοινοποιηθέντα από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεδομένα για τα προηγούμενα έτη.

148    Ομοίως, η Επιτροπή δεν εξήγησε για ποιο λόγο τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα δεν ήταν αξιόπιστα. Ούτε περαιτέρω διαπίστωσε ότι δεν είχαν εξακριβωθεί κατά τρόπο ανεξάρτητο και συνεπή.

149    Ως προς το τελευταίο σημείο, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, λαμβάνοντας υπόψη το βάρος αποδείξεως που φέρει, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν παρέσχε στην προσβαλλόμενη απόφαση κανένα στοιχείο που να επεξηγεί επαρκώς τον λόγο για τον οποίο η επιλογή της μεθόδου οικονομικής αναλύσεως και τα χρησιμοποιηθέντα από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεδομένα ήταν αντίθετα προς το κοινοτικό δίκαιο.

150    Περαιτέρω, πάντοτε επί του τελευταίου αυτού σημείου, επισημαίνεται ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας επιβεβαιώνει ότι τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα είχαν αποτελέσει αντικείμενο εκθέσεως στο πλαίσιο της CCNUCC και, ως προς το σημείο αυτό, είχαν ελεγχθεί από την Επιτροπή. Εντούτοις, σε απάντηση του επιχειρήματος αυτού, η Επιτροπή περιορίζεται να επισημάνει ότι τούτο δεν συνιστά αυτομάτως «αναγνώρισή» τους στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων.

151    Ως προς το εν λόγω ζήτημα, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, στο μέτρο που η οδηγία δεν προβλέπει τη μέθοδο οικονομικής αναλύσεως την οποία θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για την κατάρτιση των ΕΣΚ τους και αναγνωρίζει, συναφώς, ορισμένη διακριτική ευχέρεια των τελευταίων, η αιτιολόγηση αυτού του είδους δεν εξηγεί για ποιους λόγους η Επιτροπή απέρριψε τα χρησιμοποιηθέντα από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεδομένα. Πράγματι, καθόσον η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ούτε το γεγονός ότι τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα είχαν αποτελέσει αντικείμενο εκθέσεως στο πλαίσιο της CCNUCC ούτε το γεγονός ότι ήλεγξε η ίδια τα εν λόγω δεδομένα, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι δεν θα έπρεπε να αποκλεισθεί εκ των προτέρων ότι διαθέτουν έναν ορισμένο βαθμό αξιοπιστίας. Συνεπώς, η Επιτροπή όφειλε να εξηγήσει για ποιους λόγους αυτά τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα δεν ήταν αξιόπιστα και, ως εκ τούτου, έπρεπε να απορριφθούν σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας.

152    Η απλή διαβεβαίωση εκ μέρους της Επιτροπής, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα δικά της δεδομένα κατέληγαν σε πλέον αξιόπιστα αποτελέσματα δεν επεξηγεί επαρκώς, ενόψει της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 82 έως 90 ανωτέρω, ως προς τι τα χρησιμοποιηθέντα στο ΕΣΚ από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεδομένα δεν ήταν σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας.

153    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας που απολαύουν τα κράτη μέλη κατά την κατάρτιση των ΕΣΚ τους, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρίπτοντας τη μέθοδο οικονομικής αναλύσεως που χρησιμοποιήθηκε από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, καθώς και τα περιεχόμενα στο ΕΣΚ δεδομένα. Ως εκ τούτου, κρίνεται ομοίως βάσιμο το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

154    Εκ των αναφερομένων στις σκέψεις 133 και 153, καθώς και εκ των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 93 έως 95, προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, εξετασθείς ως προς τα δύο σκέλη αυτού και, κατά συνέπεια, να ακυρωθούν τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Έννομες συνέπειες της ακυρώσεως των άρθρων 1, παράγραφος 1, 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως επί των λοιπών όρων του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως

155    Επιβάλλεται σε αυτό το σημείο εξετάσεως της παρούσας προσφυγής η εκτίμηση των συνεπειών της ακυρώσεως των αναφερομένων στη σκέψη 154 ανωτέρω διατάξεων της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τη νομιμότητα των λοιπών διατάξεων της ίδιας πράξεως.

156    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η μερική ακύρωση μιας κοινοτικής πράξεως είναι δυνατή μόνον όταν τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να αποσπαστούν από την υπόλοιπη πράξη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑29/99, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑11221, σκέψη 45, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑239/01, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10333, σκέψη 33· βλ., επίσης, επ’ αυτού, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2003, C‑378/00, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑937, σκέψη 30). Το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι η πιο πάνω απαίτηση περί δυνατότητας διαχωρισμού δεν πληρούται όταν η μερική ακύρωση μιας πράξεως θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η ουσία της πράξεως αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2005, C‑244/03, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. I‑4021, σκέψη 13· βλ. επίσης, επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1998, C‑68/94 και C‑30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑1375, σκέψη 257, και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 46).

157    Εν προκειμένω, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει αρχικώς τα εξής: «Οι ακόλουθες πτυχές του [ΕΣΚ] της [Δημοκρατίας της Πολωνίας] για την πρώτη πενταετή περίοδο του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας είναι ασύμβατες, αντιστοίχως, προς: […]». Στη συνέχεια, στις παραγράφους 1 έως 5 του ιδίου άρθρου, η Επιτροπή απαριθμεί διάφορες ασυμβατότητες του ΕΣΚ προς αρκετά κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας. Λαμβανομένης υπόψη της δομής του άρθρου 1, η ενδεχόμενη ακύρωση ορισμένων από τις παραγράφους του θα είχε ως συνέπεια τη μείωση του αριθμού των ασυμβατοτήτων προς την οδηγία, οι οποίες διαπιστώθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

158    Διαπιστώνεται δε ότι το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει αρχικώς τα εξής: «Δεν προβάλλονται αντιρρήσεις στο [ΕΣΚ] υπό την επιφύλαξη ότι οι κάτωθι τροποποιήσεις θα γίνουν κατά τρόπο μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις και θα κοινοποιηθούν στην Επιτροπή το συντομότερο δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτούμενες προθεσμίες για την εφαρμογή των εθνικών διαδικασιών, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση». Στη συνέχεια, στις παραγράφους 1 έως 5 του άρθρου αυτού, η Επιτροπή προσδιορίζει, σε κάθε παράγραφο, την τροποποίηση του ΕΣΚ που είναι απαραίτητη, κατά την άποψή της, για την άρση της αναφερόμενης στην αντίστοιχη παράγραφο του άρθρου 1 ασυμβατότητας. Συνεπώς, η ενδεχόμενη ακύρωση ορισμένων από τις παραγράφους του θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα τη διατήρηση σε ισχύ της δέσμευσης της Επιτροπής να μην προβάλει αντιρρήσεις ως προς το ΕΣΚ, μειώνοντας τον αριθμό των τροποποιήσεων υπό την επιφύλαξη των οποίων αυτή η δέσμευση είχε αρχικώς αναληφθεί.

159    Ομοίως, υπογραμμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 157 και 158 ανωτέρω, τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνδέονται ευθέως μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, κάθε ασυμβατότητα προβλεπόμενη στις πέντε παραγράφους του άρθρου 1 αποτελούν αντικείμενο, στις πέντε παραγράφους του άρθρου 2 της ίδιας αποφάσεως, προτεινόμενης τροποποιήσεως ώστε να καταστεί το ΕΣΚ συμβατό, κατά την άποψη της Επιτροπής, με την οδηγία. Ως εκ τούτου, αν υποτεθεί ότι μία από τις διαπιστούμενες στο άρθρο 1 από την Επιτροπή ασυμβατότητες δεν είναι αιτιολογημένη, και πρέπει για τον λόγο αυτόν να απορριφθεί, η παράγραφος του άρθρου 2 με την προτεινόμενη τροποποίηση για την άρση της εν λόγω ασυμβατότητας θα καθίστατο αυτομάτως άνευ αντικειμένου.

160    Από την οικονομία των δύο αυτών άρθρων προκύπτει ότι οι παράγραφοί τους 1 έως 5 δεν μπορούν να αποσπασθούν κατά την έννοια της παρατεθείσας στη σκέψη 156 ανωτέρω νομολογίας. Πράγματι, η ενδεχόμενη ακύρωση μίας εκ των παραγράφων του άρθρου 1, όπως επίσης και της αντίστοιχης παραγράφου του άρθρου 2, θα είχε ως συνέπεια την μεταβολή της ίδιας της ουσίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

161    Μία τέτοιας μορφής ακύρωση θα υποκαθιστούσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την οποία το ΕΣΚ θα μπορούσε να εγκριθεί υπό την επιφύλαξη των πέντε συγκεκριμένων τροποποιήσεων που θα επέτρεπαν την άρση των πέντε ασυμβατοτήτων προς τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας, με μία διαφορετική απόφαση κατά τους όρους της οποίας το σχέδιο αυτό θα μπορούσε να εγκριθεί υπό την επιφύλαξη ενός λιγότερο σημαντικού αριθμού τροποποιήσεων. Το ίδιο θα ίσχυε επίσης δεδομένου ότι η απόφαση που κατά τον τρόπο αυτόν υποκαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση θα ήταν ουσιαστικώς διαφορετική της τελευταίας, της οποίας τη διαπιστωθείσα ασυμβατότητα αμφισβητεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Δημοκρατία της Πολωνίας και της οποίας η αντιστοίχως προβλεπόμενη τροποποίηση απαιτείται ως προς το άρθρο 1, παράγραφος 1 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αυτή, όμως, ακριβώς η ασυμβατότητα απαιτούσε την πλέον σημαντική τροποποίηση του ΕΣΚ.

162    Ως προς το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί να επισημανθεί ότι οι διατάξεις αυτές περιέχουν διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των λοιπών διατάξεων της προσβαλλομένης αποφάσεως.

163    Εκ των προαναφερθέντων προκύπτει ότι, όπως τονίσθηκε στη σκέψη 154 ανωτέρω, κατά το μέτρο που ακυρώνονται τα άρθρα 1, παράγραφος 1, 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, και εφόσον παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη της παρούσας προσφυγής, επιβάλλεται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

164    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

165    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Η Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Σλοβακική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν επομένως τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C (2007) 1295 τελικό της Επιτροπής, της 26ης Μαρτίου 2007, σχετικά με το εθνικό σχέδιο κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, το οποίο κοινοποίησε η Δημοκρατία της Πολωνίας για την περίοδο 2008 έως 2012, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου.

2)      Η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της εξόδων, τα δικαστικά έξοδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

3)      Η Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Σλοβακική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων

Νομικό πλαίσιο

I –  Διεθνείς και κοινοτικές ρυθμίσεις σχετικά με τη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών περί των κλιματικών μεταβολών και το Πρωτόκολλο του Κυότο

II –  Ρυθμίσεις σχετικά με το κοινοτικό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

I –  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράνομη έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως μετά τη λήξη της κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας τρίμηνης προθεσμίας

Α – Επιχειρήματα των διαδίκων

Β – Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II –  Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παράβαση του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας

Α – Επιχειρήματα των διαδίκων

Β – Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

1.  Ως προς την ύπαρξη νέου προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως, προβληθέντος από τη Δημοκρατία της Πολωνίας κατά το στάδιο του υπομνήματος αντικρούσεως, σύμφωνα με τον οποίο η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της ελέγχου

2.  Επί της βασιμότητας του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

α) Προκαταρκτικές διαπιστώσεις

Επί των σκοπών της οδηγίας

Επί της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών

–  Επί των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών

–  Επί των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής

Επί του εύρους του δικαστικού ελέγχου

β) Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί της βασιμότητας του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγους ακυρώσεως, που αφορά αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Έννομες συνέπειες της ακυρώσεως των άρθρων 1, παράγραφος 1, 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως επί των λοιπών όρων του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.