Language of document : ECLI:EU:T:2011:278

Υπόθεση T-192/06

Caffaro Srl

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Πρόστιμα – Παραγραφή – Διαφορετική μεταχείριση – Διάρκεια της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 5, στοιχείο δ΄)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συμμετοχή η οποία φέρεται ότι υπήρξε αποτέλεσμα εξαναγκασμού – Σχέση οικονομικής εξαρτήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 5, στοιχείο δ΄)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Επιβολή – Αναγκαία προϋπόθεση να αντλεί η επιχείρηση κέρδος από την παράβαση – Δεν υφίσταται – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Ανυπαρξία κέρδους

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 5, στοιχείο δ΄)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Κριτήρια αξιολογήσεως της αποτρεπτικότητας

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατάταξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε διάφορες κατηγορίες

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Χρήση δηλώσεων άλλων επιχειρήσεων, οι οποίες μετείχαν στην παράβαση, ως αποδεικτικών μέσων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Πλημμέλειες με τις οποίες βαρύνεται η εν λόγω απόφαση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Εκτίμηση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συμπεριφορά που αποκλίνει από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της συμπράξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, δεύτερη περίπτωση)

1.      Η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ συνιστά ένα από τα μέσα που διαθέτει προς εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας που της έχει ανατεθεί από το δίκαιο της Ένωσης. Η αποστολή αυτή περιλαμβάνει το καθήκον ασκήσεως μιας γενικής πολιτικής με σκοπό την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση αυτή.

Η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει επιβάλει στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν μπορεί να της στερήσει τη δυνατότητα να αυξήσει οποτεδήποτε το ύψος αυτό για να εξασφαλίσει την εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης.

Το ως άνω περιθώριο εκτιμήσεως υφίσταται, κατά μείζονα λόγο, στο πλαίσιο της δυνατότητας επιβολής, σε ορισμένες περιπτώσεις, «συμβολικού» προστίμου, την οποία προέβλεψε η Επιτροπή στο σημείο 5, στοιχείο δ΄, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ή της μη επιβολής προστίμου.

(βλ. σκέψεις 37-39)

2.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι ένα μετέχον σε σύμπραξη μέρος ενήργησε ενώ βρισκόταν σε σχέση οικονομικής εξαρτήσεως δεν αποτελεί, αυτό καθαυτό, περίσταση ικανή να αποκλείσει την ευθύνη του εν λόγω μετέχοντος σε σύμπραξη μέρους. Μια τέτοια περίσταση δεν θα πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται οπωσδήποτε υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

Μια επιχείρηση που συμμετέχει σε συσκέψεις με αντικείμενο την προσβολή του ανταγωνισμού, έστω και αν εξαναγκάζεται προς τούτο από άλλες συμμετέχουσες επιχειρήσεις που διαθέτουν μεγαλύτερη οικονομική ισχύ, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή και να καταγγείλει τις εν λόγω θίγουσες τον ανταγωνισμό δραστηριότητες αντί να συνεχίσει να συμμετέχει στις εν λόγω συσκέψεις. Συγκεκριμένα, έστω και αν υποτεθεί ότι μια επιχείρηση υπέστη πιέσεις για να προσχωρήσει στη σύμπραξη, η εν λόγω επιχείρηση είχε πάντοτε τη δυνατότητα να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές αντί να μετάσχει στη σύμπραξη.

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εκτιμήσεων, ούτε η φερόμενη ως σχέση εξαρτήσεως έναντι ενός άλλου μετέχοντος στη σύμπραξη μέρους ούτε η απειλητική στάση που υποτίθεται ότι υιοθέτησε το τελευταίο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως καταστάσεις που η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη της ως ελαφρυντικές περιστάσεις.

Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να υποχρεωθεί να λάβει υπόψη τα ίδια αυτά στοιχεία προκειμένου να αποφασίσει τη μη επιβολή προστίμου ή επιβολή μόνο συμβολικού προστίμου.

(βλ. σκέψεις 41-44)

3.      Η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεών της δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και οι αποφάσεις σχετικά με άλλες υποθέσεις έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων αυτών, όπως οι αφορώσες τις σχετικές αγορές, τα οικεία προϊόντα, τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και τις σχετικές περιόδους. Η αρχή αυτή ισχύει επίσης όσον αφορά τις προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν επέβαλε πρόστιμο ή επέβαλε μόνο συμβολικό πρόστιμο.

Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι, επίσης στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και δεν μπορεί να αντιμετωπίζει παρόμοιες καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο ή να αντιμετωπίζει διαφορετικές καταστάσεις με πανομοιότυπο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

(βλ. σκέψεις 46-47)

4.      Το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν αποκόμισε κανένα όφελος από μια παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ δεν μπορεί να εμποδίσει την επιβολή προστίμου, διότι διαφορετικά το πρόστιμο δεν θα είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει, προκειμένου να καθορίσει το ποσό των προστίμων, ότι η παράβαση εξασφάλισε αθέμιτο όφελος στις οικείες επιχειρήσεις, ούτε να λάβει υπόψη, ενδεχομένως, ότι δεν αποκομίσθηκε κέρδος από την επίδικη παράβαση.

Η έλλειψη τέτοιου οφέλους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντική περίσταση δυναμένη να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου και, επομένως, δεν αποτελεί λόγο δικαιολογούντα την επιβολή συμβολικού προστίμου. Οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν, κατ’ αρχήν, και όσον αφορά το γεγονός ότι μια επιχείρηση μετέσχε σε συμπαιγνία με τους ανταγωνιστές της εις βάρος των δικών της οικονομικών συμφερόντων και ότι υπέστη, ως εκ τούτου, τα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της συμπαιγνίας, δεδομένου ότι μια τέτοια περίσταση δεν αποτελεί, επίσης, στοιχείο το οποίο θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση και, κατά μείζονα λόγο, ως περίσταση δικαιολογούσα την επιβολή συμβολικού προστίμου.

Μια επιχείρηση που εξακολουθεί να συνεννοείται με τους ανταγωνιστές της για τις τιμές, παρά τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υφίσταται, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπραξε λιγότερο σοβαρή παράβαση απ’ ό,τι άλλες επιχειρήσεις που επίσης εμπλέκονται στη συμπαιγνία.

(βλ. σκέψεις 59-62)

5.      Το πρόστιμο που επιβλήθηκε σε μια επιχείρηση που μετέσχε σε μια παράνομη σύμπραξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στερούμενο πρακτικής αποτελεσματικότητας μόνον λόγω του ότι η επιχείρηση αυτή δεν δραστηριοποιείται, πλέον, εντός της οικείας αγοράς χωρίς, ωστόσο, να έχει παύσει να ασκεί οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, ο συναρτώμενος προς το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα συντελεστής αξιολογείται με γνώμονα πλειάδα στοιχείων και όχι μόνο με βάση την ειδική κατάσταση της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως.

Επιπλέον, η ως άνω αξιολόγηση δεν συμπεριλαμβάνει την εκτίμηση της πιθανότητας υποτροπής της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως. Πράγματι, η επιδίωξη προσδόσεως αποτρεπτικού χαρακτήρα στο πρόστιμο δεν εκτιμάται αποκλειστικά σε συνάρτηση με τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά ειδικά η απόφαση περί επιβολής προστίμου, στον βαθμό που το πρόστιμο πρέπει επίσης να παροτρύνει επιχειρήσεις με παρόμοιο μέγεθος και διαθέτουσες ανάλογους πόρους να απέχουν από τη συμμετοχή σε τέτοιες παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού. Όσον αφορά τον κατασταλτικό χαρακτήρα του προστίμου, αυτός δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί αν η αναστολή των εμπορικών δραστηριοτήτων στην οικεία αγορά συνεπαγόταν τη μη επιβολή στην επιχείρηση προστίμου για τη διαπραχθείσα παράβαση.

(βλ. σκέψεις 66-67, 69-70)

6.      Η κατανομή των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες, προκειμένου οι εν λόγω μετέχοντες να αντιμετωπισθούν διαφορετικά κατά το στάδιο του καθορισμού των αρχικών ποσών των προστίμων, πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά την οποία απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Εξάλλου, το ποσό των προστίμων πρέπει, τουλάχιστον, να είναι ανάλογο προς τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως.

Το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη, στο πλαίσιο διαφοροποιημένης αντιμετωπίσεως, διαφορετικό έτος αναφοράς όσον αφορά ένα μέλος της συμπράξεως δεν έχει, αυτό καθαυτό, ως συνέπεια την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Βεβαίως, αφενός, η χρήση κοινού έτους αναφοράς για όλες τις επιχειρήσεις που είχαν συμμετοχή στην ίδια παράβαση παρέχει σε κάθε επιχείρηση την εγγύηση ότι τυγχάνει της ιδίας μεταχειρίσεως με τις υπόλοιπες, δεδομένου ότι οι κυρώσεις προσδιορίζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο, και, αφετέρου, η επιλογή έτους αναφοράς το οποίο περιλαμβάνεται στην περίοδο διαπράξεως των παραβάσεων επιτρέπει την εκτίμηση του εύρους της διαπραχθείσας παραβάσεως με γνώμονα την οικονομική πραγματικότητα όπως παρίστατο κατά την ως άνω περίοδο.

Ωστόσο, από τα ανωτέρω δεν προκύπτει ότι η επιλογή του κοινού έτους αποτελεί το μόνο μέσον για τον προσδιορισμό των κυρώσεων κατά τρόπο συνάδοντα προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Ειδικότερα, η Επιτροπή μπορεί νομίμως να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, για μια συγκεκριμένη επιχείρηση, το κοινό έτος αναφοράς δεν περιλαμβάνεται στην περίοδο διαπράξεως των παραβάσεων που ελήφθη υπόψη ως προς την επιχείρηση αυτή και, επομένως, δεν αποτελεί λυσιτελή ένδειξη ως προς το ατομικό ειδικό βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως και, ως εκ τούτου, μπορεί να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών της εν λόγω επιχειρήσεως, ο οποίος αφορά έτος διαφορετικό από το κοινό έτος αναφοράς, υπό τον όρο ότι η κατανομή των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες παραμένει συνεπής και αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

Πράγματι, ακριβώς βάσει αναλόγων κριτηρίων πρέπει να επιλέγεται διαφορετική εταιρική χρήση αναφοράς, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όταν πρόκειται για επιχείρηση που δεν δραστηριοποιείται, πλέον, στην αγορά κατά τη διάρκεια της εταιρικής χρήσεως η οποία ελήφθη υπόψη ως προς τα λοιπά μετέχοντα στη σύμπραξη μέρη και η οποία δεν αποτελεί, ως εκ τούτου, αξιόπιστο δείκτη όσον αφορά την πραγματική οικονομική κατάσταση της ως άνω επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 83, 87-91)

7.      Η δήλωση μιας κατηγορούμενης επιχειρήσεως, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από άλλες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη περί της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις τελευταίες αυτές επιχειρήσεις, αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψη 116)

8.      Στο μέτρο που ορισμένα σημεία του αιτιολογικού μιας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού είναι, αφ’ εαυτών, ικανά να δικαιολογήσουν επαρκώς από νομικής απόψεως την απόφαση, οι πλημμέλειες που βαρύνουν άλλα σημεία του αιτιολογικού της πράξεως δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο διατακτικό της.

(βλ. σκέψη 124)

9.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, καίτοι η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιεί σε μια επιχείρηση, την οποία αφορά μια έρευνα, ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, η υποχρέωση αυτή αφορά την ενημέρωση που παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά το στάδιο της λήψεως του πρώτου σε βάρος της μέτρου. Έτσι, τα δικαιώματα άμυνας μιας επιχειρήσεως δεν έχουν προσβληθεί λόγω όψιμης ενημερώσεως όταν η επιχείρηση αυτή έχει ενημερωθεί για τη διεξαγόμενη έρευνα, με προσήκοντα τρόπο, κατά το στάδιο μιας αιτήσεως παροχής πληροφοριών, εφόσον η εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών συνιστά το πρώτο μέτρο που ελήφθη σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 162-163)

10.    Από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη της χωριστά καθεμία από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται στο σημείο 3 των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών. Μολονότι οι περιστάσεις που απαριθμούνται στο ως άνω σημείο συγκαταλέγονται ασφαλώς μεταξύ εκείνων που μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή σε μια δεδομένη περίπτωση, ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, όταν μια επιχείρηση προβάλλει στοιχεία ικανά να αποτελέσουν ένδειξη περί της συνδρομής μιας των περιστάσεων αυτών.

Έτσι, εφόσον οι κατευθυντήριες γραμμές δεν περιέχουν επιτακτικό κανόνα όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη, η Επιτροπή διατηρεί ένα περιθώριο εκτιμήσεως ώστε να εκτιμά σφαιρικώς την έκταση της ενδεχόμενης μειώσεως του ποσού των προστίμων, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ελαφρυντικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση.

(βλ. σκέψεις 173-174)

11.    Για να καθοριστεί αν μια ελαφρυντική περίσταση πρέπει να τύχει εφαρμογής υπέρ μιας επιχειρήσεως λόγω μη ουσιαστικής εφαρμογής των παράνομων συμφωνιών, βάσει του σημείου 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, πρέπει να εξακριβωθεί αν η επιχείρηση προέβαλε επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία συμμετείχε στις παράνομες συμφωνίες, απέφυγε πράγματι να τις εφαρμόσει υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, μέχρι του σημείου να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της συμπράξεως.

(βλ. σκέψη 178)