Language of document : ECLI:EU:T:2011:377

Υπόθεση T-189/06

Arkema France SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ίση μεταχείριση – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Πρόστιμα – Ανακοίνωση περί της συνεργασίας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 %

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

2.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 %

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

3.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού – Απόφαση με πολλούς αποδέκτες

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 253 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Συνεκτίμηση του μεγέθους και του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως που υφίσταται την κύρωση – Καταλληλότητα – Εφαρμογή ενός πολλαπλασιαστικού συντελεστή στο αρχικό ποσό

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής περί διαπιστώσεως παραβάσεως, εκδοθείσα κατόπιν άλλων καταδικαστικών αποφάσεων στις οποίες είχε ληφθεί υπόψη το στοιχείο της υποτροπής – Παραβίαση της αρχής ne bis in idem – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 18 και 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 21 και 23, στοιχείο β΄)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 18 και 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 21 και 23, στοιχείο β΄)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συνεκτίμηση της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως με την Επιτροπή εκτός του πλαισίου που καθορίζεται από την ανακοίνωση περί συνεργασίας – Προϋποθέσεις – Όρια

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04, 98/C 9/03, σημείο 3, και 2002/C 45/03)

1.      Η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, αυτό συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την προσωπική εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση.

Στην ειδική περίπτωση στην οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί καθοριστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής αυτής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

Η διάρθρωση της κατοχής του κεφαλαίου θυγατρικής συνιστά επαρκές κριτήριο για να χρησιμοποιηθεί το εν λόγω τεκμήριο, χωρίς η Επιτροπή να υποχρεούται να προβάλει πρόσθετες ενδείξεις όσον αφορά την έμπρακτη άσκηση επιρροής της μητρικής εταιρίας. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι τέτοιες πρόσθετες ενδείξεις προβλήθηκαν σε άλλες υποθέσεις.

Όταν ο έλεγχος του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής θεωρήθηκε επαρκής για τη χρησιμοποίηση του εν λόγω τεκμηρίου σε σχέση με όλους τους αποδέκτες αποφάσεως περί επιβολής προστίμου για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, και ελλείψει επιχειρήματος αντικρούοντος το τεκμήριο αυτό, το γεγονός ότι η Επιτροπή επικαλέσθηκε, έναντι ορισμένων αποδεκτών της αποφάσεως αυτής, πρόσθετες ενδείξεις, είτε για να ενισχύσει το συμπέρασμα που ήδη προκύπτει εγκύρως από τον πλήρη έλεγχο του κεφαλαίου της θυγατρικής είτε για να απαντήσει στα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να σημαίνει ότι οι αρχές που εφάρμοσε η Επιτροπή δεν ήσαν οι ίδιες για όλους τους αποδέκτες και ότι παραβιάσθηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

(βλ. σκέψεις 31-34, 46-47, 52-53, 59)

2.      Οσάκις η Επιτροπή εφαρμόζει το τεκμήριο της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής προκειμένου να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της, εναπόκειται στη μητρική εταιρία να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι η θυγατρική της ενεργεί στην αγορά αυτοτελώς.

Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οικονομικές, οργανωτικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση. Δεν πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιορίζεται η εκτίμηση αυτή στα στοιχεία και μόνον που αφορούν τη stricto sensu εμπορική πολιτική της θυγατρικής, όπως είναι η στρατηγική της διανομής ή των τιμών. Ειδικότερα, το επίμαχο τεκμήριο δεν μπορεί να ανατραπεί από την απόδειξη και μόνον του γεγονότος ότι η θυγατρική είναι αυτή που διαχειρίζεται τις συγκεκριμένες αυτές πτυχές της εμπορικής πολιτικής της χωρίς να λαμβάνει σχετικές οδηγίες.

Το γεγονός και μόνον ότι η μητρική εταιρία είναι μη επιχειρησιακή εταιρία χαρτοφυλακίου δεν μπορεί να αρκεί για να αποκλεισθεί το να έχει ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής, συντονίζοντας μεταξύ άλλων τις χρηματοοικονομικές επενδύσεις στο πλαίσιο του ομίλου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση ομίλου εταιριών, μια εταιρία χαρτοφυλακίου είναι μια εταιρία που αποσκοπεί στη συγκέντρωση των συμμετοχών σε διάφορες εταιρίες, προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία διεύθυνση.

Επιπλέον, ο καταμερισμός των καθηκόντων, που συνιστά σύνηθες φαινόμενο σε έναν όμιλο εταιριών, δεν αρκεί για να ανατραπεί το εν λόγω τεκμήριο της καθοριστικής επιρροής.

Όσον αφορά την έλλειψη συστήματος πληροφορήσεως μεταξύ της μητρικής εταιρίας και της θυγατρικής της, το γεγονός ότι η τελευταία αυτή ουδέποτε έθεσε σε εφαρμογή, προς όφελος της μητρικής της εταιρίας, μια ειδική πολιτική πληροφορήσεως στη σχετική αγορά ομοίως δεν μπορεί να αρκεί για να αποδειχθεί η αυτοτέλειά της, δεδομένου ότι η αυτοτέλεια της θυγατρικής δεν εκτιμάται με γνώμονα μόνον τις πτυχές της επιχειρησιακής διαχειρίσεως της επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 67-69, 74, 76, 78)

3.      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, το οποίο έλαβε το συγκεκριμένο μέτρο, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται τόσο βάσει του περιεχομένου της όσο και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα.

Όταν μια απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ αφορά πολλούς αποδέκτες και θέτει ζήτημα καταλογισμού της παραβάσεως, πρέπει να περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς καθένα των αποδεκτών της, ειδικότερα ως προς εκείνους οι οποίοι, κατά το γράμμα της ως άνω αποφάσεως, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής. Έτσι, έναντι μιας μητρικής εταιρίας που ευθύνεται για την παράβαση αλληλεγγύως, μια τέτοια απόφαση πρέπει να εκθέτει εμπεριστατωμένα τους λόγους που δικαιολογούν γιατί η παράβαση πρέπει να καταλογισθεί σ’ αυτήν την εταιρία.

Όταν η Επιτροπή στηρίζεται στο τεκμήριο κατά το οποίο μια μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της και οι οικείες εταιρίες έχουν προβάλει, κατά τη διοικητική διαδικασία, στοιχεία που αποσκοπούσαν στην ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, η απόφαση πρέπει να περιέχει επαρκή έκθεση των λόγων που δύνανται να δικαιολογήσουν τη θέση της Επιτροπής ότι τα στοιχεία αυτά δεν επαρκούσαν για να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι. Συνεπώς, δεν μπορεί να της προσάπτεται ότι δεν απάντησε επακριβώς σε έκαστο των επιχειρημάτων που προέβαλε μία επιχείρηση. Συγκεκριμένα, μια συνολική απάντηση μπορεί, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να αρκεί προκειμένου η επιχείρηση να μπορέσει να υπερασπισθεί λυσιτελώς τα δικαιώματά της και το Γενικό Δικαστήριο να μπορέσει να ασκήσει τον έλεγχό του.

(βλ. σκέψεις 89-91, 96)

4.      Η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά ώστε το ποσό αυτό να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα και, συναφώς, μπορεί μεταξύ άλλων να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της οικείας επιχειρήσεως.

Η ανάγκη εξασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου επιβάλλει την κατάλληλη προσαρμογή του ύψους του προστίμου ώστε το εν λόγω πρόστιμο να μην καθίσταται αμελητέο ή, αντιθέτως, υπερβολικά υψηλό, ιδίως σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως, σύμφωνα με όσα επιβάλλονται, αφενός, από την ανάγκη εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του προστίμου και, αφετέρου, από τον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας.

Είναι ιδίως η δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως να διαθέσει ευκολότερα τους αναγκαίους πόρους για την πληρωμή του προστίμου που μπορεί να δικαιολογήσει, προκειμένου να έχει το πρόστιμο επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα, την εφαρμογή ενός πολλαπλασιαστικού συντελεστή. Συναφώς, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει την ύπαρξη δεσμού μεταξύ της χρησιμοποιήσεως των πόρων της οικείας επιχειρήσεως και της επίμαχης παραβάσεως, αλλά μπορεί νομίμως να λάβει υπόψη το συνολικό μέγεθος της επιχειρήσεως. Εφόσον η προσαύξηση που εφάρμοσε η Επιτροπή στηρίζεται νομίμως στο μέγεθος της οικείας επιχειρήσεως και δεδομένου ότι οι πόροι που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της παραβάσεως δεν συνιστούν κατάλληλο κριτήριο, η εφαρμογή της προσαυξήσεως δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως λόγω του γεγονότος και μόνον ότι δεν κάνει διάκριση μεταξύ των ενεχομένων στην παράβαση επιχειρήσεων βάσει του εν λόγω κριτηρίου. Επιπλέον, μια προσαύξηση δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη σε σχέση με τον σκοπό της αποτροπής, οσάκις δικαιολογείται πλήρως λαμβανομένου υπόψη του συνολικού μεγέθους της εν λόγω επιχειρήσεως, που πιστοποιείται από τον ιδιαίτερα σημαντικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών αυτής.

(βλ. σκέψεις 113-115, 117-120)

5.      Η εφαρμογή της αρχής non bis in idem εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Η αρχή αυτή απαγορεύει συνεπώς την επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου αγαθού. Στο μέτρο όμως που η Επιτροπή προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση στη συνεκτίμηση προηγούμενων παραβάσεων, όχι για να επιβάλει ξανά κύρωση για τις εν λόγω παραβάσεις, αλλά μόνο για να τιμωρήσει την προσφεύγουσα για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός της υποτροπής της, το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει ήδη λάβει υπόψη τις ίδιες παραβάσεις στις δύο προαναφερθείσες προγενέστερες αποφάσεις δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής non bis in idem.

(βλ. σκέψεις 127-128)

6.      Από τα σημεία 21 και 23 της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων προκύπτει ότι, για να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις για μείωση του ύψους του προστίμου, μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία που να συνιστούν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τις αποδείξεις που είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή.

Επιπλέον, προκειμένου να εφαρμόσει τα όρια μειώσεως του ποσού του προστίμου που προβλέπονται στο σημείο 23, στοιχείο β΄, της εν λόγω ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, η Επιτροπή πρέπει να ορίσει το χρονικό σημείο κατά το οποίο η επιχείρηση ικανοποίησε την προϋπόθεση αυτή.

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την οικονομία του συστήματος που προβλέπεται στην εν λόγω ανακοίνωση, το οποίο προβλέπει τρία διαφορετικά όρια για την «πρώτη», τη «δεύτερη» και τις «επόμενες» επιχειρήσεις που πληρούν την ως άνω προϋπόθεση και συνεπάγεται επομένως ότι η Επιτροπή οφείλει να προσδιορίζει το ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο ικανοποιήθηκαν από την οικεία επιχείρηση οι προϋποθέσεις μειώσεως του ποσού του προστίμου, συγκρίνοντας τα παρασχεθέντα αποδεικτικά στοιχεία με αυτά που ήταν ήδη στην κατοχή της κατά την ημερομηνία της αιτήσεως. Ορθώς η Επιτροπή στηρίζεται, αφενός, επί του χρονολογικού αυτού κριτηρίου και, αφετέρου, επί του βαθμού της προστιθέμενης αξίας των συμβολών των επιχειρήσεων, εξετάζοντας, σύμφωνα με τον όρο που προβλέπεται στο σημείο 21 της εν λόγω ανακοινώσεως, αν τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία είχαν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με αυτά που είχε ήδη στην κατοχή της κατά τη χρονική στιγμή της υποβολής κάθε αντίστοιχης αιτήσεως.

Η μέθοδος αυτή, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη χρονική όσο και την ποιοτική πτυχή της συμβολής και ανταμείβοντας την επιχείρηση που ικανοποίησε, πρώτη, τους όρους της μειώσεως, ανταποκρίνεται στους σκοπούς που επιδιώκει η εν λόγω ανακοίνωση, καθόσον παρακινεί τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να συνεργαστούν να παρέμβουν όσο το δυνατόν νωρίτερα στην έρευνα, προσκομίζοντας, με την πρώτη τους αίτηση, το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν στη διάθεσή τους. Ειδικότερα, δημιουργώντας την προτροπή υπερβάσεως του ορίου σημαντικής προστιθέμενης αξίας ήδη από την πρώτη αίτηση, αποτρέπει τον εκ μέρους της επιχειρήσεως που υποβάλλει αίτηση επιεικούς μεταχειρίσεως κατακερματισμό της προσπάθειάς της για συνεργασία καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ανακοίνωση περί της συνεργασίας στηρίζεται σε μια μέθοδο που καθιστά αναγκαίο τον καθορισμό μιας ακριβούς χρονολογικής τάξεως των αιτήσεων, αντιστοιχούσας στους σκοπούς της διαφάνειας και της ασφαλείας δικαίου, η εφαρμογή της δεν μπορεί να αποκλίνει ανάλογα με το αν το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των αιτήσεων είναι μεγάλο ή μικρό.

(βλ. σκέψεις 146-148, 153-155)

7.      Η Επιτροπή, καίτοι δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας που παρέχουν τα μέλη μιας συμπράξεως, να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διαθέτει εντούτοις ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να αξιολογήσει την ποιότητα και τη χρησιμότητα της συνεργασίας συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να ελεγχθεί παρά για πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψη 168)

8.      Όσον αφορά τις παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, καταρχήν, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί βασίμως να προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τον βαθμό της συνεργασίας του ως ελαφρυντική περίσταση, εκτός του νομικού πλαισίου της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Συνεπώς, δεν μπορεί βασίμως να προσάπτεται στην Επιτροπή, οσάκις έλαβε υπόψη τη συνεργασία επιχειρήσεως, μειώνοντας το ποσό του προστίμου κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, ότι δεν εφάρμοσε πρόσθετη μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, πέραν του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως.

(βλ. σκέψεις 178-179)