Language of document : ECLI:EU:T:2011:378

Υπόθεση T-190/06

Total SA και Elf Aquitaine SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Δικαιώματα άμυνας – Τεκμήριο αθωότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ίση μεταχείριση – Αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων – Αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Ασφάλεια δικαίου – Κατάχρηση εξουσίας – Πρόστιμα»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Αναγκαίο περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Περιεχόμενο

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27)

4.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού – Απόφαση με πολλούς αποδέκτες

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 253 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Καταλογισμός της παράβασης μιας θυγατρικής εταιρίας στην ενιαία επιχείρηση που συναπαρτίζουν η εταιρία αυτή και η μητρική της εταιρία – Άγνοια, εκ μέρους της μητρικής εταιρίας, της παραβατικής συμπεριφοράς της θυγατρικής της – Αποκλείεται

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως των προστίμων που έχουν ήδη επιβληθεί για άλλες επιζήμιες για τον ανταγωνισμό δραστηριότητες – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

1.      Η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, αυτό συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση.

Στην ειδική περίπτωση στην οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί καθοριστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής αυτής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

Η διάρθρωση της κατοχής του κεφαλαίου θυγατρικής συνιστά επαρκές κριτήριο για να χρησιμοποιηθεί το εν λόγω τεκμήριο, χωρίς η Επιτροπή να υποχρεούται να προβάλει πρόσθετες ενδείξεις όσον αφορά την έμπρακτη άσκηση επιρροής της μητρικής εταιρίας. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι τέτοιες πρόσθετες ενδείξεις προβλήθηκαν σε άλλες υποθέσεις. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του επίμαχου τεκμηρίου δεν εξαρτάται από την ύπαρξη τέτοιων ενδείξεων. Ομοίως, δεν απαιτείται να αποδείξει προς τούτο η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία γνώριζε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της.

Αν η Επιτροπή έχει κρίνει, σε σχέση με όλους τους αποδέκτες αποφάσεως περί επιβολής προστίμου για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, ότι ο έλεγχος του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής αρκούσε, ελλείψει επιχειρήματος αντικρούοντος το τεκμήριο που προκύπτει από τον έλεγχο αυτό, για να καταλογιστεί η ευθύνη σε μια μητρική εταιρία, έχουν δε εκτεθεί οι πρόσθετες ενδείξεις επιρροής ασκηθείσας από ορισμένες από τις εμπλεκόμενες μητρικές εταιρίες επί των θυγατρικών τους, εφόσον ήσαν διαθέσιμες, είτε για να ενισχυθεί το συμπέρασμα που είχε ήδη εγκύρως προκύψει από τον πλήρη έλεγχο του κεφαλαίου της θυγατρικής είτε για να δοθεί απάντηση στα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι οικείες επιχειρήσεις, το γεγονός ότι, όσον αφορά ορισμένους αποδέκτες της αποφάσεως, η Επιτροπή επικαλέσθηκε, πλέον του τεκμηρίου, ορισμένες πρόσθετες ενδείξεις της καθοριστικής επιρροής που ασκούσαν οι μητρικές εταιρίες δεν μπορεί να σημαίνει ότι οι αρχές που εφαρμόσθηκαν δεν ήσαν οι ίδιες για όλους τους αποδέκτες και ότι παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

(βλ. σκέψεις 35-38, 49-50, 190, 196)

2.      Οσάκις η Επιτροπή εφαρμόζει το τεκμήριο της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής προκειμένου να καταλογίσει σε μητρική εταιρία την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της, εναπόκειται στη μητρική εταιρία να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι η θυγατρική της ενεργεί στην αγορά αυτοτελώς. Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οικονομικές, οργανωτικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση. Δεν πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιορίζεται η εκτίμηση αυτή στα στοιχεία και μόνον που αφορούν τη stricto sensu εμπορική πολιτική της θυγατρικής, όπως είναι η στρατηγική της διανομής ή των τιμών. Ειδικότερα, το επίμαχο τεκμήριο δεν μπορεί να ανατραπεί από την απόδειξη και μόνον του γεγονότος ότι η θυγατρική είναι αυτή που διαχειρίζεται τις συγκεκριμένες αυτές πτυχές της εμπορικής πολιτικής της χωρίς να λαμβάνει σχετικές οδηγίες. Ομοίως, μολονότι η αλληλοεπικάλυψη των διευθυντικών στελεχών μεταξύ της μητρικής εταιρίας και της θυγατρικής συνιστά ένδειξη ασκήσεως καθοριστικής επιρροής, η απουσία μιας τέτοιας αλληλοεπικαλύψεως δεν μπορεί να συνιστά επαρκή ένδειξη της αυτοτέλειας της θυγατρικής.

Το γεγονός και μόνον ότι η μητρική εταιρία είναι μη επιχειρησιακή εταιρία χαρτοφυλακίου δεν μπορεί να αρκεί για να αποκλεισθεί το να έχει ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής, συντονίζοντας μεταξύ άλλων τις χρηματοοικονομικές επενδύσεις στο πλαίσιο του ομίλου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση ομίλου εταιριών, μια εταιρία χαρτοφυλακίου είναι μια εταιρία που αποσκοπεί στη συγκέντρωση των συμμετοχών σε διάφορες εταιρίες, προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία διεύθυνση.

Επιπλέον, σε έναν όμιλο εταιριών, ο καταμερισμός των καθηκόντων συνιστά σύνηθες φαινόμενο που δεν αρκεί για να ανατραπεί το τεκμήριο κατά το οποίο οι μητρικές εταιρίες και οι θυγατρικές τους συνιστούν μία ενιαία επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Το αυτό ισχύει όσον αφορά το γεγονός ότι η θυγατρική παρεμβαίνει στην αγορά ιδίω ονόματι και για δικό της λογαριασμό, και όχι ως εκπρόσωπος της μητρικής της εταιρίας. Κανένα συμπέρασμα ομοίως δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι η μητρική εταιρία ουδέποτε είχε κοινούς πελάτες με τη θυγατρική της, ότι ήταν απούσα από τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνταν η θυγατρική της και από τις συναφείς αγορές, ότι η σχετική με τα οικεία προϊόντα δραστηριότητα αντιπροσώπευε μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του συνολικού κύκλου εργασιών της μητρικής εταιρίας και ότι τα προϊόντα αυτά αντιπροσώπευαν μερικά μόνο από τα πολυάριθμα προϊόντα της δραστηριότητας της θυγατρικής της.

Περαιτέρω, δεδομένου ότι η αυτοτέλεια της θυγατρικής δεν εκτιμάται με γνώμονα μόνον τις πτυχές της επιχειρησιακής διαχειρίσεως της επιχειρήσεως, το γεγονός ότι η θυγατρική αυτή ουδέποτε έθεσε σε εφαρμογή, προς όφελος της μητρικής εταιρίας, μια ειδική πολιτική πληροφορήσεως στη σχετική αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αρκεί για να αποδειχθεί η αυτοτέλειά της. Ομοίως, από το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν παρουσιάζεται ως ένας μοναδικός συνομιλητής, τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά το στάδιο της ένδικης διαδικασίας, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η οικεία θυγατρική είναι αυτοτελής σε σχέση με την ή τις μητρικές της εταιρίες.

Επιπλέον, δεν είναι η άμεση εμπλοκή της μητρικής εταιρίας στην παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία ενιαία επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να καταλογίσει στην πρώτη παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού που διέπραξε η θυγατρική της. Ένας τέτοιος καταλογισμός δεν μπορεί, επομένως, να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι η μητρική εταιρία δεν ενημερώθηκε από τη θυγατρική της και έλαβε γνώση της υπάρξεως της συμπράξεως μόνον κατόπιν των ελέγχων που διενήργησε η Επιτροπή στις εγκαταστάσεις της θυγατρικής.

Τέλος, ο τρόπος με τον οποίο οι τρίτοι αντιλαμβάνονται την εικόνα μιας εταιρίας δεν αρκεί από μόνος του για να αποδειχθεί ότι μια θυγατρική είναι αυτοτελής έναντι της ή των μητρικών της εταιριών.

(βλ. σκέψεις 55-57, 65, 68, 71-73, 75-76, 78)

3.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει ιδίως ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων που απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση, στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, πρέπει να περιλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδεται και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας. Ειδικότερα, η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση το νομικό πρόσωπο στο οποίο ενδέχεται να επιβληθούν πρόστιμα, να απευθύνεται σε αυτό και να αναφέρει υπό ποία ιδιότητα του προσάπτονται τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά. Έτσι, εφόσον η εταιρία κατά της οποίας γίνεται επίκληση του επίμαχου τεκμηρίου μπορεί, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και κατά την ακρόαση από τον σύμβουλο ακροάσεων, να προβάλει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία προκειμένου να αμφισβητήσει το τεκμήριο αυτό και εφόσον η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά για να εγκαταλείψει, ενδεχομένως, αιτιάσεις που αποδείχθηκαν αστήρικτες, τηρείται η αρχή της ισότητας των όπλων.

Επιπλέον, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει μέτρα έρευνας έναντι επιχειρήσεως πριν από την αποστολή ανακοινώσεως των αιτιάσεων, όταν αυτή θεωρεί ότι διαθέτει πληροφορίες που δικαιολογούν την αποστολή της ως άνω ανακοινώσεως. Ομοίως, δεν προκύπτει από τον κώδικα ορθής πρακτικής της Επιτροπής ότι η τελευταία αυτή οφείλει να λαμβάνει μέτρα έρευνας έναντι όλων των νομικών οντοτήτων που συναποτελούν την οικεία επιχείρηση προτού εκδώσει την ανακοίνωση των αιτιάσεων.

Τέλος, όταν η Επιτροπή χρησιμοποιεί το τεκμήριο κατά το οποίο μια μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή επί μιας θυγατρικής, αν κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου αυτής, προκειμένου να τη θεωρήσει από κοινού υπεύθυνη με τη θυγατρική της για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στην τελευταία αυτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή χαρακτηρίζει τη μητρική αυτή εταιρία a priori «ένοχη», καθόσον η εν λόγω εταιρία έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει το προαναφερθέν τεκμήριο, που προβλήθηκε με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, αποδεικνύοντας την αυτοτέλεια της θυγατρικής της. Η έκδοση ανακοινώσεως αιτιάσεων εκ μέρους της Επιτροπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί απόδειξη ενοχής εις βάρος της οικείας επιχειρήσεως. Άλλως, η κίνηση οποιασδήποτε σχετικής διαδικασίας θα μπορούσε, δυνητικώς, να θεωρηθεί προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας.

(βλ. σκέψεις 105-107, 118, 120, 125-127)

4.      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται τόσο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα.

Όταν μια απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ αφορά πολλούς αποδέκτες και θέτει ζήτημα καταλογισμού της παραβάσεως, πρέπει να περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς καθένα των αποδεκτών της, ειδικότερα ως προς εκείνους οι οποίοι, κατά το γράμμα της ως άνω αποφάσεως, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής. Έτσι, έναντι μιας μητρικής εταιρίας που ευθύνεται για την παράβαση αλληλεγγύως, μια τέτοια απόφαση πρέπει να εκθέτει εμπεριστατωμένα τους λόγους που δικαιολογούν γιατί η παράβαση πρέπει να καταλογισθεί σ’ αυτήν την εταιρία.

Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή πρέπει να αναπτύξει ρητώς τη συλλογιστική της όταν λαμβάνει, στο πλαίσιο της σχετικής με τη λήψη αποφάσεων πρακτικής της, μια απόφαση η οποία βαίνει πολύ πέραν των προηγουμένων αποφάσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν αρκεί συνεπώς να διατυπώσει η Επιτροπή μια συνοπτική αιτιολογία, παραπέμποντας ιδίως σε πάγια σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική.

Επιπλέον, όταν η Επιτροπή στηρίζεται στο τεκμήριο κατά το οποίο μια μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της και οι οικείες εταιρίες έχουν προβάλει, κατά τη διοικητική διαδικασία, στοιχεία που αποσκοπούσαν στην ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, η απόφαση πρέπει να περιέχει επαρκή έκθεση των λόγων που δύνανται να δικαιολογήσουν τη θέση της Επιτροπής ότι τα στοιχεία αυτά δεν επαρκούσαν για να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, δεν μπορεί να της προσάπτεται ότι δεν απάντησε επακριβώς σε έκαστο των επιχειρημάτων που προέβαλε μια επιχείρηση. Ο συνοπτικός χαρακτήρας της αιτιολογίας μπορεί να δικαιολογείται εξάλλου από το γεγονός ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλε η μητρική εταιρία συνίσταται, κατ’ ουσίαν, σε απλούς ισχυρισμούς και δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τους δεσμούς μεταξύ των μητρικών και των θυγατρικών εταιριών κατά την παραβατική περίοδο.

(βλ. σκέψεις 130-131, 137, 148-149, 153-154)

5.      Η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Ειδικότερα, ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να θεωρείται ότι σημαίνει μια οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Οσάκις αυτός ο φορέας παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή.

Ωστόσο, η παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να καταλογίζεται κατά μη διφορούμενο τρόπο σε ένα νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα. Κατά συνέπεια, αν αποδειχθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας παραβάσεως, πρέπει να προσδιοριστεί το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που ευθυνόταν για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως, ώστε να του καταλογιστεί η αντίστοιχη ευθύνη. Περαιτέρω, η πρακτική της Επιτροπής που συνίσταται στο να θεωρεί μια εταιρία από κοινού υπεύθυνη για την καταβολή τμήματος του προστίμου που επιβλήθηκε σε μια άλλη εταιρία, εφόσον η επιζήμια για τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της τελευταίας αυτής μπορεί να της καταλογιστεί, συνάδει με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Σε μια τέτοια περίπτωση, στην εν λόγω εταιρία επιβάλλεται πρόστιμο για μια παράβαση που λογίζεται ότι έχει η ίδια διαπράξει συνεπεία του καταλογισμού αυτού.

Συνεπώς, το γεγονός ότι απόφαση της Επιτροπής προσδιορίζει διάφορα νομικά πρόσωπα τα οποία πρέπει να έχουν από κοινού την ευθύνη για την καταβολή του προστίμου δεν είναι ασύμβατο προς την έννοια της επιχειρήσεως. Πρόκειται, αντιθέτως, για ακριβή εφαρμογή της εννοίας αυτής, εφόσον αποδεικνύεται ότι η οικεία επιχείρηση απαρτίζεται, από νομικής απόψεως, από διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Ομοίως, ουδεμία παράβαση της έννοιας της επιχειρήσεως μπορεί να συναχθεί απλώς και μόνον από το γεγονός ότι τα διάφορα αυτά νομικά πρόσωπα ευθύνονται για την καταβολή του προστίμου όσον αφορά όμως διαφορετικά ποσά. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση ότι διάφορα νομικά πρόσωπα απαρτίζουν μία ενιαία επιχείρηση η οποία ευθύνεται για την τέλεση της παραβάσεως δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι όλα τα κρίσιμα στοιχεία για τον υπολογισμό του προστίμου μπορούν να τους καταλογιστούν κατά τον ίδιο τρόπο, ιδίως όταν η σύνθεση, από νομικής απόψεως, της οικείας επιχειρήσεως έχει εξελιχθεί διαχρονικά.

(βλ. σκέψεις 162-166)

6.      Οσάκις παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού καταλογίστηκε σε μητρική εταιρία λόγω του ότι αυτή συναποτελεί μία ενιαία επιχείρηση με τη θυγατρική της, και όχι λόγω της άμεσης εμπλοκής της στην παράβαση, το γεγονός ότι δεν γνώριζε τη σύμπραξη δεν ασκεί επιρροή στον καταλογισμό αυτό.

Συναφώς, εφόσον η μητρική αυτή εταιρία δεν υποστηρίζει ότι η θυγατρική της που μετέσχε άμεσα στην παράβαση δεν γνώριζε το συνολικό σχέδιο των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό διακανονισμών, το γεγονός ότι δεν γνώριζε τη σύμπραξη δεν συνιστά ένδειξη του ότι η σοβαρότητα της παραβάσεως που διέπραξε η επιχείρηση την οποία συναποτελεί με τη θυγατρική της είναι μικρότερη και δεν μπορεί συνεπώς να συνιστά λόγο που δικαιολογεί μείωση του ποσού του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 217-218)

7.      Η Επιτροπή, όταν διαπιστώνει ότι μια επιχείρηση έχει διαπράξει πλείονες χωριστές παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, έχοντας μετάσχει σε διάφορες χωριστές συμπράξεις κατά την ίδια περίοδο, έχει το δικαίωμα να επιβάλει στην επιχείρηση αυτή διάφορα πρόστιμα, έκαστο των οποίων δεν υπερβαίνει τα όρια που καθορίζει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Έκαστο των προστίμων αυτών πρέπει οπωσδήποτε να στηρίζεται στην εκτίμηση της διάρκειας και της σοβαρότητας της παραβάσεως λόγω της οποίας επιβάλλεται. Εφόσον η επιβολή προστίμου σε επιχείρηση για διάφορες επιζήμιες για τον ανταγωνισμό δραστηριότητες που αφορούν άλλα προϊόντα δεν επηρεάζει το υποστατό συγκεκριμένης παραβάσεως διαπιστωθείσας από την Επιτροπή, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της αποτροπής που επιδιώκουν τα πρόστιμα, το γεγονός και μόνον ότι επιβλήθηκαν πρόσφατα σε επιχείρηση άλλα πρόστιμα για εν μέρει παρόμοιες παραβάσεις δεν μπορεί να δικαιολογήσει μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή για την οικεία παράβαση.

(βλ. σκέψεις 246-247)