Language of document : ECLI:EU:C:2020:735

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 17ης Σεπτεμβρίου 2020 (1)

Υπόθεση C499/18 P

Bayer CropScience AG και Bayer AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 485/2013 – Δραστικές ουσίες clothianidin και imidacloprid – Όροι εγκρίσεως – Μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον – Επανεξέταση της εγκρίσεως – Εύρος της εξετάσεως – Αρχή της προφυλάξεως – Βάρος αποδείξεως – Απαγόρευση χρήσεως εκτός των θερμοκηπίων – Απαγόρευση πωλήσεως σπόρων που έχουν υποστεί επέμβαση με αυτές τις δραστικές ουσίες»






Περιεχόμενα



I.      Εισαγωγή

1.        Η παρούσα διαδικασία αφορά το κύρος εκτελεστικού κανονισμού (2) με τον οποίο η Επιτροπή τροποποίησε τους όρους εγκρίσεως δύο φυτοπροστατευτικών δραστικών ουσιών. Κατόπιν της τροποποιήσεως, οι εν λόγω δραστικές ουσίες μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιηθούν μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό. Βεβαίως, ο κανονισμός για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα (3) παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει μια έγκριση. Ωστόσο, η Bayer CropScience AG και η Bayer AG (στο εξής: Bayer) χρησιμοποιούν την υπό κρίση υπόθεση ως εφαλτήριο για να αμφισβητήσουν εκ βάθρων την εφαρμογή της δυνατότητας αυτής.

2.        Συναφώς, η Bayer επικρίνει κυρίως το ότι η Επιτροπή επανεξέτασε και τροποποίησε τις εγκρίσεις, μολονότι, κατά την Bayer, δεν είχαν προκύψει επαρκείς νέες επιστημονικές γνώσεις σε σύγκριση με την αρχική διαδικασία εγκρίσεως. Η Bayer ζητεί, επίσης, μια πιο εμπεριστατωμένη επιστημονική εκτίμηση των κινδύνων που ενέχουν οι δραστικές ουσίες, ιδίως δε με χρήση συγκεκριμένων κατευθυντήριων γραμμών. Τέλος, η Bayer βάλλει, ιδίως, κατά των απαγορεύσεων χρήσεως των δραστικών ουσιών σε εφαρμογές επί φυλλωμάτων ή σε μη επαγγελματικό επίπεδο.

3.        Η προκειμένη διαδικασία παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εμβαθύνει και να λάβει θέση ως προς τη διαδικασία επανεξετάσεως και τη δυνατότητα τροποποιήσεως μιας εγκρίσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων, καθώς και, ιδίως, να διευκρινίσει τη σημασία της αρχής της προφυλάξεως στο πλαίσιο αυτό. Επιπλέον, ανακύπτουν νέα ζητήματα σχετικά με την έκταση του έννομου συμφέροντος, καθώς ο επίδικος εκτελεστικός κανονισμός καταργήθηκε εν τω μεταξύ.

II.    Το νομικό πλαίσιο

4.        Η έγκριση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των δραστικών ουσιών που χρησιμοποιούνταν σε αυτά διεπόταν, αρχικώς, από την οδηγία περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων του 1991 (4), η οποία αποτέλεσε τη βάση για την έγκριση των επίδικων δραστικών ουσιών. Η οδηγία όμως αντικαταστάθηκε, το 2009, από τον κανονισμό για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

5.        Τα κριτήρια εγκρίσεως για τις δραστικές ουσίες των φυτοπροστατευτικών προϊόντων καθορίζονται, ιδίως, στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα:

«1.      Μια δραστική ουσία εγκρίνεται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ όταν είναι δυνατόν να αναμένεται, με βάση τις σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια για την έγκριση που ορίζονται στα σημεία 2 και 3 του εν λόγω παραρτήματος, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω δραστική ουσία πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3.

[…]

2.      Τα υπολείμματα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, τα οποία προκύπτουν από εφαρμογή σύμφωνα με την ορθή πρακτική φυτοπροστασίας και σε ρεαλιστικές συνθήκες χρήσης, πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)      δεν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των ευπαθών ομάδων, ή στην υγεία των ζώων, λαμβάνοντας υπόψη γνωστές συσσωρευτικές και συνεργιστικές επιδράσεις όπου υπάρχουν επιστημονικές μέθοδοι, αποδεκτές από την Αρχή, για την αξιολόγηση των επιδράσεων αυτών, ή στα υπόγεια ύδατα·

β)      δεν έχουν μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον.

Για τα υπολείμματα που είναι σημαντικά από τοξικολογική, οικοτοξικολογική ή περιβαλλοντική άποψη ή αφορούν το πόσιμο ύδωρ, υπάρχουν μέθοδοι γενικής χρήσης για τη μέτρησή τους. Τα αναλυτικά πρότυπα πρέπει να είναι ευκόλως διαθέσιμα.

3.      Το φυτοπροστατευτικό προϊόν, εφόσον χρησιμοποιείται σύμφωνα με την ορθή πρακτική φυτοπροστασίας και σε ρεαλιστικές συνθήκες χρήσης, πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)      είναι επαρκώς αποτελεσματικό·

β)      δεν έχει άμεσες ή με καθυστέρηση επιβλαβείς επιδράσεις ή μελλοντική βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων, περιλαμβανομένων των ευπαθών ομάδων, ή την υγεία των ζώων, άμεσα ή μέσω του πόσιμου νερού (λαμβάνοντας υπόψη τις ουσίες που δημιουργούνται από την επεξεργασία του ύδατος), των τροφίμων, των ζωοτροφών ή του αέρα, ή συνέπειες στο χώρο εργασίας ή άλλες έμμεσες επιδράσεις, λαμβάνοντας υπόψη γνωστές συσσωρευτικές και συνεργιστικές επιδράσεις όταν υπάρχουν επιστημονικές, αποδεκτές από την Αρχή, μέθοδοι αξιολόγησης των επιδράσεων αυτών, ή στα υπόγεια ύδατα·

γ)      δεν έχει μη αποδεκτή επίδραση στα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα·

δ)      δεν προκαλεί αδικαιολόγητους πόνους και ταλαιπωρίες στα σπονδυλωτά που πρέπει να ελεγχθούν·

ε)      δεν έχει μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες, όταν υπάρχουν επιστημονικές μέθοδοι, αποδεκτές από την Αρχή για την αξιολόγηση των επιδράσεων αυτών:

i)      την πορεία και τη διάχυση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο περιβάλλον, ιδίως δε τη μόλυνση των επιφανειακών υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των υδάτων των εκβολών ποταμών και των παράκτιων υδάτων, των υπόγειων υδάτων, του αέρα και του εδάφους, λαμβάνοντας υπόψη τους χώρους μακριά από το σημείο χρήσης του προϊόντος μετά από μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις στο περιβάλλον·

ii)      την επίδρασή του σε μη στοχευόμενα είδη, συμπεριλαμβανομένης της διαρκούς συμπεριφοράς των ειδών αυτών·

iii)      την επίδρασή του στη βιοποικιλότητα και στο οικοσύστημα.»

6.        Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ο παραγωγός δραστικής ουσίας υποβάλλει αίτηση για την έγκριση της δραστικής ουσίας συνοδευόμενη από διάφορα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι η δραστική ουσία πληροί τα κριτήρια εγκρίσεως που ορίζει το άρθρο 4.

7.        Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) λαμβάνει υπόψη τις διαθέσιμες κατευθυντήριες γραμμές, προκειμένου να εκτιμήσει αν μια δραστική ουσία μπορεί να αναμένεται ότι πληροί τα κριτήρια εγκρίσεως του άρθρου 4.

8.        Το σημείο 1.3 του παραρτήματος II του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα αφορά επίσης τη χρήση κατευθυντήριων γραμμών:

«Κατά τη διαδικασία αξιολόγησης και λήψης αποφάσεων που προβλέπεται στα άρθρα 4 έως 21, τα κράτη μέλη και η Αρχή λαμβάνουν υπόψη τυχόν περαιτέρω καθοδήγηση που προκύπτει στο πλαίσιο της Μόνιμης Επιτροπής για την Τροφική Αλυσίδα και την Υγεία των Ζώων, ώστε να βελτιώνονται, όπου κρίνεται σκόπιμο, οι εκτιμήσεις κινδύνου.»

9.        Το σημείο 3.8.3 του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα περιέχει ειδικές απαιτήσεις για την προστασία των μελισσών:

«Μια δραστική ουσία, ένα αντιφυτοτοξικό ή συνεργιστικό εγκρίνεται μόνον εάν διαπιστωθεί, μετά από κατάλληλη αξιολόγηση του κινδύνου βάσει των κοινοτικών ή διεθνώς αποδεκτών κατευθυντήριων γραμμών για τις δοκιμές, ότι η χρήση, υπό τους προτεινόμενους όρους χρήσης των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική αυτή ουσία, το αντιφυτοτοξικό ή συνεργιστικό:

–        θα έχει ως αποτέλεσμα μιαν αμελητέα έκθεση των μελισσών, ή

–        δεν επιφέρει καμία μη αποδεκτή οξεία ή χρόνια επίδραση στην επιβίωση και στην ανάπτυξη της αποικίας, λαμβανομένων υπόψη των επιδράσεων στις προνύμφες μελισσών και στη συμπεριφορά των μελισσών.»

10.      Το άρθρο 21 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα ρυθμίζει την επανεξέταση της εγκρίσεως ως εξής:

«1.      Η Επιτροπή μπορεί να επανεξετάσει την έγκριση μιας δραστικής ουσίας ανά πάσα στιγμή. Λαμβάνει υπόψη το αίτημα κράτους μέλους να επανεξετασθεί, με βάση τις νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, η έγκριση μιας δραστικής ουσίας, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου μετά την επανεξέταση των αδειών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 1, υπάρχουν ενδείξεις ότι ενδέχεται να διακυβευθεί η επίτευξη των στόχων που τέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv) και στοιχείο β) σημείο i), και το άρθρο 7 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Σε περίπτωση που, με βάση τις νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες η ουσία δεν πληροί πλέον τα κριτήρια έγκρισης του άρθρου 4, ή όταν δεν έχουν υποβληθεί οι απαιτούμενες συμπληρωματικές πληροφορίες όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 στοιχείο στ), η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη, την Αρχή και τον παραγωγό της δραστικής ουσίας και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο παραγωγός πρέπει να υποβάλει τα σχόλιά του.

2.      Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνώμη ή την επιστημονική ή τεχνική βοήθεια των κρατών μελών και της Αρχής. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να υποβάλουν τα σχόλιά τους στην Επιτροπή εντός τριμήνου μετά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. Η Αρχή υποβάλει τη γνώμη της ή τα αποτελέσματα των εργασιών της στην Επιτροπή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος.

3.      Σε περίπτωση που η Επιτροπή συμπεραίνει ότι δεν πληρούνται πλέον τα κριτήρια έγκρισης που αναφέρονται στο άρθρο 4, ή ότι δεν έχουν προσκομισθεί οι απαιτούμενες πρόσθετες πληροφορίες βάσει του άρθρου 6 στοιχείο στ), εκδίδεται κανονισμός για την ανάκληση ή την τροποποίηση της έγκρισης με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 79 παράγραφος 3.

Εφαρμόζονται το άρθρο 13 παράγραφος 4 και το άρθρο 20 παράγραφος 2.»

11.      Η αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα αναφέρει, συναφώς, τα ακόλουθα:

«Θα πρέπει να προβλέπεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις η δυνατότητα τροποποίησης ή απόσυρσης της έγκρισης δραστικής ουσίας όταν δεν πληρούνται πλέον τα κριτήρια με βάση τα οποία χορηγήθηκε […].»

12.      Κατά το άρθρο 53, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, «σε ειδικές περιπτώσεις ένα κράτος μέλος μπορεί να αδειοδοτήσει, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 120 ημέρες, τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, για περιορισμένη και ελεγχόμενη χρήση, σε περίπτωση που το μέτρο αυτό κρίνεται αναγκαίο λόγω κινδύνου, ο οποίος δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με άλλα εύλογα μέσα».

13.      Το άρθρο 69 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα προβλέπει έκτακτα μέτρα:

«Εάν είναι σαφές ότι μια εγκεκριμένη δραστική ουσία, […] είναι πιθανό να συνιστά σοβαρό κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον και ότι αυτός ο κίνδυνος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά με τα μέτρα που λαμβάνουν το ή τα οικεία κράτη μέλη, λαμβάνονται αμέσως μέτρα για τον περιορισμό ή την απαγόρευση της χρήσης ή/και της πώλησης της εν λόγω ουσίας ή του προϊόντος […] με πρωτοβουλία της Επιτροπής […].»

III. Το ιστορικό της διαφοράς και η αίτηση αναιρέσεως

14.      Με την οδηγία 2006/41 (5) και την οδηγία 2008/116 (6), η Επιτροπή προσέθεσε στο παράρτημα I της οδηγίας περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων τις δραστικές ουσίες clothianidin και imidacloprid, οι οποίες ανήκουν στην οικογένεια των νεονικοτινοειδών, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επέτρεψε τις εν λόγω ουσίες. Η άδεια ίσχυε έως τις 31 Ιουλίου 2016 (clothianidin) και έως τις 31 Ιουλίου 2019 (imidacloprid).

15.      Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ουσίες imidacloprid και clothianidin παράγονται και διατίθενται στο εμπόριο από τον όμιλο Bayer.

A.      Οι κατευθυντήριες γραμμές του EPPO

16.      Το σύστημα αξιολογήσεως της επικινδυνότητας φυτοπροστατευτικών προϊόντων για τις μέλισσες είχε θεσπισθεί αρχικώς από τον Ευρωπαϊκό και Μεσογειακό Οργανισμό Φυτοπροστασίας (European and Mediterranean Plant Protection Organisation, EPPO). Το σύστημα αυτό παρουσιαζόταν στο υπ’ αριθ. PP 3/10 έγγραφο με τίτλο «Environmental risk assessment scheme for plant protection products» (Σύστημα αξιολογήσεως περιβαλλοντικών κινδύνων από τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του EPPO).

17.      Στις 18 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή ζήτησε από την EFSA να επανεξετάσει τις κατευθυντήριες γραμμές του EPPO υπό το πρίσμα της αξιολογήσεως των χρόνιων κινδύνων για τις μέλισσες, της εκθέσεως (των μελισσών) σε μικρές δόσεις, της εκθέσεως σε υγρά σταγονόρροιας και της αξιολογήσεως της σωρεύσεως κινδύνων.

18.      Στις 23 Μαΐου 2012, ανταποκρινόμενη στο από 18 Μαρτίου 2011 αίτημα της Επιτροπής, η EFSA δημοσίευσε γνωμοδότηση σχετικά με την επιστημονική βάση της δημιουργίας συστήματος αξιολογήσεως της επικινδυνότητας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων για τις μέλισσες (7). Στη γνωμοδότηση αυτή εντοπίστηκαν διάφοροι τομείς στους οποίους θα έπρεπε να βελτιωθούν στο μέλλον οι αξιολογήσεις των κινδύνων για τις μέλισσες. Επισημάνθηκαν, μεταξύ άλλων, πολλές αδυναμίες των κατευθυντήριων γραμμών του EPPO, που προκαλούσαν αβεβαιότητα ως προς τον πραγματικό βαθμό εκθέσεως των μελισσών, και τέθηκαν κρίσιμα ζητήματα για την υγεία των μελισσών τα οποία δεν είχαν εξετασθεί στο παρελθόν από τις κατευθυντήριες γραμμές του EPPO.

19.      Στη συνέχεια, η EFSA ανέπτυξε δικές της κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες όμως δεν έχουν ακόμη εγκριθεί τυπικώς, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (8) και από την επιχειρηματολογία που προέβαλε η Bayer στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, και, ως εκ τούτου, δεν είναι δεσμευτικές.

20.      Αντιθέτως, η ομάδα εργασίας του EPPO για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα διαπίστωσε, το 2018, ότι δεν διέθετε πλέον τις αναγκαίες ειδικές γνώσεις για να μεριμνά για τις κατευθυντήριες γραμμές του EPPO και, για τον λόγο αυτόν, τις απέσυρε (9).

B.      Ο επίδικος εκτελεστικός κανονισμός

21.      Κατά τα έτη 2008 και 2009, ορισμένα περιστατικά συνδεόμενα με την καταχρηστική χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τις επίδικες δραστικές ουσίες προκάλεσαν απώλειες αποικιών μελισσών. Τα κράτη μέλη που επηρεάστηκαν από τα περιστατικά αυτά αντέδρασαν λαμβάνοντας περιοριστικά μέτρα.

22.      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αντιδρώντας στα περιστατικά αυτά, εξέδωσε την οδηγία 2010/21 (10), η οποία θέσπισε πρόσθετες διατάξεις για τις σχετικές δραστικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων μέτρων αμβλύνσεως των κινδύνων με σκοπό την προστασία των μη στοχευόμενων οργανισμών, ιδίως των μελισσών.

23.      Σε ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται, σε εθνικό επίπεδο, περιοριστικά μέτρα για τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιείχαν τις επίδικες δραστικές ουσίες. Κατόπιν συζητήσεως με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 22 Μαρτίου 2012, να ζητήσει για το ζήτημα αυτό τη γνωμοδότηση της EFSA. Συναφώς, στηρίχθηκε και στην τελική έκθεση του προγράμματος παρακολουθήσεως και έρευνας Apenet στην Ιταλία, που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2011, στην οποία εκφράζονταν ανησυχίες σχετικά με τη χρήση σπόρων που έχουν υποστεί επεξεργασία με φυτοπροστατευτικά προϊόντα τα οποία περιείχαν τις επίδικες δραστικές ουσίες.

24.      Στις 30 Μαρτίου 2012 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science μελέτη σχετικά με την υποθανατηφόρα επίδραση στις μέλισσες της δραστικής ουσίας imidacloprid (στο εξής: μελέτη Whitehorn). Οι συντάκτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η χρήση της δραστικής αυτής ουσίας, σε κανονικό επίπεδο, μπορούσε να έχει σημαντικές επιδράσεις στη σταθερότητα και την επιβίωση των αποικιών μελισσών και αγριομελισσών.

25.      Στις 3 Απριλίου 2012 η Επιτροπή ζήτησε από την EFSA, δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, να αξιολογήσει τις νέες μελέτες και να εξετάσει, μέχρι τις 30 Απριλίου 2012 (και, κατόπιν παρατάσεως, μέχρι τις 31 Μαΐου 2012), κατά πόσον οι δόσεις που χρησιμοποιήθηκαν για τα πειράματα που αναφέρονται στη μελέτη Whitehorn ήταν παρόμοιες με τις δόσεις στις οποίες εκτίθενται πράγματι οι μέλισσες στην Ένωση, λαμβανομένων υπόψη των εγκεκριμένων χρήσεων σε επίπεδο Ένωσης και των εγκρίσεων που χορηγούνται από τα κράτη μέλη (στο εξής: πρώτη ανάθεση). Η Επιτροπή ζήτησε επίσης να πληροφορηθεί αν τα αποτελέσματα των μελετών θα μπορούσαν να ισχύουν και για άλλα νεονικοτινοειδή που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία σπόρων, ιδίως την ουσία clothianidin.

26.      Στις 25 Απριλίου 2012 η Επιτροπή ζήτησε από την EFSA να επικαιροποιήσει, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012, τις αξιολογήσεις των κινδύνων που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με τις επίδικες ουσίες. Το αίτημα αυτό αφορούσε, ειδικότερα, αφενός, την οξεία και χρόνια επίδραση στην ανάπτυξη και την επιβίωση των αποικιών, λαμβανομένης υπόψη της επιδράσεως στις προνύμφες των μελισσών και στη συμπεριφορά των μελισσών, και, αφετέρου, την επίδραση των υποθανατηφόρων δόσεων στην επιβίωση και τη συμπεριφορά των μελισσών (στο εξής: δεύτερη ανάθεση).

27.      Την 1η Ιουνίου 2012, προς εκτέλεση της πρώτης αναθέσεως, η EFSA υπέβαλε δήλωση σχετικά με τα συμπεράσματα των πρόσφατων μελετών για την υποθανατηφόρα επίδραση ορισμένων νεονικοτινοειδών στις μέλισσες βάσει των χρήσεων που επιτρέπονται επί του παρόντος στην Ευρώπη. Στη δήλωση αυτή, η EFSA αξιολόγησε τη μελέτη Whitehorn καθώς και μια μελέτη, σχετικά με την ουσία clothianidin, που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2012 (στο εξής: μελέτη Schneider).

28.      Στις 25 Ιουλίου 2012 μετά τις ανησυχίες που εξέφρασε η EFSA ότι δεν θα ήταν σε θέση να ολοκληρώσει τη δεύτερη ανάθεση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη δήλωση της 1ης Ιουνίου 2012 και διατηρώντας παράλληλα την προθεσμία της 31ης Δεκεμβρίου 2012, περιόρισε το περιεχόμενο της εν λόγω δεύτερης αναθέσεως, ώστε να δοθεί προτεραιότητα μόνο στην επανεξέταση των επίδικων δραστικών ουσιών και ενός επιπλέον νεονικοτινοειδούς, της ουσίας thiamethoxam, χωρίς επανεξέταση δύο άλλων νεονικοτινοειδών, και να επικεντρωθεί η επανεξέταση στη χρήση τους για την επεξεργασία των σπόρων και υπό μορφή κόκκων.

29.      Στις 16 Ιανουαρίου 2013 η EFSA δημοσίευσε τα συμπεράσματά της όσον αφορά την αξιολόγηση των κινδύνων που συνεπάγονται για τις μέλισσες οι επίδικες δραστικές ουσίες (στο εξής: συμπεράσματα της EFSA), βάσει των οποίων διαπίστωσε ότι ορισμένες χρήσεις προκαλούν αυξημένο οξύ κίνδυνο για τις μέλισσες. Επιπλέον, με τα συμπεράσματα της EFSA επισημάνθηκαν πολλά ζητήματα επί των οποίων υφίσταται αβεβαιότητα, λόγω της ελλείψεως επιστημονικών στοιχείων.

30.      Με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε από την Bayer να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των συμπερασμάτων της EFSA και η Bayer ανταποκρίθηκε με επιστολές της 25ης Ιανουαρίου 2013. Ομοίως, με έγγραφο της 22ας Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε από την Bayer να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου της προσβαλλομένης πράξεως. Η Bayer υπέβαλε τις σχετικές παρατηρήσεις της με επιστολές της 1ης Μαρτίου 2013. Επιπλέον, ενώσεις που εκπροσωπούν τον κλάδο των φυτοφαρμάκων, μεταξύ των οποίων, ως εκ τούτου, και η Bayer, συμμετείχαν σε διάφορες συνεδριάσεις με τις υπηρεσίες της Επιτροπής τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2013, που αποσκοπούσαν στο να συγκεντρωθούν οι απόψεις των ενδιαφερομένων μερών (βιομηχανίας, περιβαλλοντικών μη κυβερνητικών οργανώσεων) σχετικά με τα συμπεράσματα της EFSA και τα μέτρα που επρόκειτο να λάβει η Επιτροπή.

31.      Στις 24 Μαΐου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε τον επίδικο εκτελεστικό κανονισμό. Όσον αφορά τις εξεταζόμενες ουσίες, η Επιτροπή επέβαλε, ιδίως, τους ακόλουθους περιορισμούς ως προς την έγκριση:

–        απαγόρευση κάθε μη επαγγελματικής χρήσεως, σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους·

–        απαγόρευση χρήσεως για εφαρμογή σε σπόρους ή στο έδαφος για τα ακόλουθα δημητριακά, όταν τα δημητριακά αυτά σπέρνονται από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο: κριθάρι, κεχρί, βρώμη, ρύζι, σίκαλη, σόργο, τριτικάλι, σίτο·

–        απαγόρευση εφαρμογής σε φυλλώματα για τα ακόλουθα δημητριακά: κριθάρι, κεχρί, βρώμη, ρύζι, σίκαλη, σόργο, τριτικάλι, σίτο·

–        απαγόρευση χρήσεως για εφαρμογές σε σπόρους, στο έδαφος ή σε φυλλώματα για εκατό περίπου καλλιέργειες, μεταξύ των οποίων καλλιέργειες ελαιοκράμβης, σόγιας, ηλίανθου και αραβοσίτου, με εξαίρεση χρήσεις σε θερμοκήπια και εφαρμογές σε φυλλώματα μετά την ανθοφορία·

–        απαγόρευση χρήσεως και διαθέσεως στην αγορά των σπόρων ορισμένων καλλιεργειών που έχουν υποστεί επεξεργασία με φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν τις επίμαχες ουσίες, με εξαίρεση τους σπόρους που χρησιμοποιούνται σε θερμοκήπια. Αυτό αφορούσε, ιδίως, τους σπόρους των θερινών δημητριακών, της ελαιοκράμβης, της σόγιας, του ηλίανθου και του αραβοσίτου.

32.      Μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θέσπισε νέες ρυθμίσεις ως προς τις εγκρίσεις για τις ουσίες clothianidin (11) και imidacloprid (12), επιβάλλοντας ακόμη πιο αυστηρούς περιορισμούς. Η Bayer δεν προσέβαλε τα μέτρα αυτά. Καθόσον φαίνεται, μάλιστα, η έγκριση για την ουσία clothianidin έχει λήξει εν τω μεταξύ (13).

IV.    Η ένδικη διαδικασία

33.      Η Bayer CropScience AG άσκησε κατά του επίδικου εκτελεστικού κανονισμού την προσφυγή στην υπόθεση T‑429/13. Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε να παρέμβουν υπέρ της προσφεύγουσας η Association générale des producteurs de maïs et autres céréales cultivées de la sous-famille des panicoïdées (AGPM), η National Farmers’ Union (NFU), η Association européenne pour la protection des cultures (European Crop Protection Association) (ECPA), η Rapool-Ring GmbH Qualitätsraps deutscher Züchter (Rapool-Ring), η European Seed Association (ESA) και η Agricultural Industries Confederation Ltd (AIC).

34.      Ο ίδιος πρόεδρος τμήματος επέτρεψε, επίσης, να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής το Βασίλειο της Σουηδίας, η Union nationale de l’apiculture française (UNAF), η Deutsche Berufs- und Erwerbsimkerbund e.V. (DBEB), η Österreichische Erwerbsimkerbund (ÖEB), η Stichting Greenpeace Council (Greenpeace), το Pesticide Action Network Europe (PAN Europe), η Bee Life – European Beekeeping Coordination (Bee Life) και η Buglife – The Invertebrate Conservation Trust (Buglife).

35.      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση της 17ης Μαΐου 2018, Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑429/13 και T‑451/13, EU:T:2018:280).

36.      Η Bayer, πιο συγκεκριμένα η Bayer CropScience AG και η Bayer AG, άσκησαν, στις 27 Ιουλίου 2018, την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ζητώντας από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑429/13·

–        να κάνει δεκτή την πρωτόδικη προσφυγή και να ακυρώσει τον επίδικο κανονισμό καθόσον αφορά τις αναιρεσείουσες·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η ίδια και οι αναιρεσείουσες τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στην αναιρετική διαδικασία.

37.      Οι NFU και AIC προβάλλουν τα ίδια αιτήματα. Η ECPA υποστηρίζει τα αιτήματα της Bayer, πλην όμως δεν προβάλλει δικά της επιχειρήματα.

38.      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την Bayer στα δικαστικά έξοδα.

39.      Η UNAF, οι DBEB/ÖEB, οι Greenpeace/PAN Europe/Bee Life/Buglife καθώς και η Σουηδία υποστηρίζουν τα αιτήματα της Επιτροπής.

40.      Επιπλέον, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στο Stichting De Bijenstichting (ίδρυμα προστασίας των μελισσών) να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

41.      Οι διάδικοι κατέθεσαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους. Οι Bayer, NFU, AIC, η Επιτροπή, οι DBEB/ÖEB και οι Greenpeace/PAN Europe/Bee Life/Buglife συμμετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Ιουνίου 2020.

V.      Νομική εκτίμηση

42.      Η αίτηση αναιρέσεως βάλλει κατά της νομικής εκτιμήσεως διαφόρων σταδίων εφαρμογής του άρθρου 21 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, τα οποία οδήγησαν στην έκδοση του επίδικου εκτελεστικού κανονισμού.

1.      Προκαταρκτική παρατήρηση

43.      Κατά το άρθρο 21 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να επανεξετάσει την έγκριση μιας δραστικής ουσίας (παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος) και, βάσει της επανεξετάσεως, να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει την έγκριση εάν συμπεράνει ότι δεν πληρούνται πλέον τα κριτήρια εγκρίσεως που αναφέρονται στο άρθρο 4 (παράγραφος 3).

44.      Όπως μαρτυρά και η αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, από το άρθρο 4 προκύπτουν, κατ’ ουσίαν, δύο προϋποθέσεις για την έγκριση δραστικής ουσίας. Πρώτον, η χρήση της για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα δεν πρέπει να έχει επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των ευπαθών ομάδων, ή στην υγεία των ζώων, ή στα υπόγεια ύδατα (παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ). Δεύτερον, δεν πρέπει να έχει μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον (παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, στοιχείο εʹ).

45.      Αν η έγκριση δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, είναι παράνομη. Βεβαίως, η ανάκληση παράνομης αποφάσεως επιτάσσει την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της απαιτήσεως ασφάλειας δικαίου και της απαιτήσεως νομιμότητας (14). Ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί, όμως, να εξασφαλίσει την ισορροπία αυτή καθορίζοντας συγκεκριμένες δυνατότητες (15). Τούτο έπραξε στο άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, δεδομένου ότι η έγκριση τροποποιείται ή ανακαλείται στο μέτρο που δεν συνάδει με τα κριτήρια του άρθρου 4, και, κατά το μέτρο αυτό, αναγνώρισε την υπεροχή της νομιμότητας. Τούτο δεν συνιστά πρόβλημα υπό το πρίσμα της αρχής της ασφάλειας δικαίου, διότι είναι πάντοτε δυνατή η ανάκληση παράνομης αποφάσεως για το μέλλον (16).

46.      Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι αφορά αποκλειστικώς επιδράσεις στο περιβάλλον. Οι επιβλαβείς επιδράσεις στο περιβάλλον, όμως, δεν αποκλείουν κατ’ ανάγκη την έγκριση, παρά μόνον όταν είναι «μη αποδεκτές». Το σημείο 3.8.3 του παραρτήματος II του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα συγκεκριμενοποιεί τούτο σε σχέση με τις μέλισσες, διευκρινίζοντας ότι η έκθεσή τους πρέπει να είναι «αμελητέα» και να μην επιφέρει καμία «μη αποδεκτή» οξεία ή χρόνια επίδραση στην επιβίωση και στην ανάπτυξη της αποικίας, λαμβανομένων υπόψη των επιδράσεων στις προνύμφες μελισσών και στη συμπεριφορά των μελισσών.

47.      Επομένως, η εκτίμηση της νομιμότητας της εγκρίσεως εξαρτάται από μια περίπλοκη στάθμιση. Δεν μπορεί να περιοριστεί στη συνεκτίμηση των επιδράσεων ή της εκθέσεως όσον αφορά το προστατευόμενο αγαθό, δηλαδή τις μέλισσες. Αντιθέτως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το συμφέρον που συνδέεται με τη χρήση της δραστικής ουσίας, διότι δεν αποκλείεται το συμφέρον αυτό να υπερτερεί των δυσμενών επιδράσεών της, δηλαδή οι επιδράσεις της να είναι «αποδεκτές». Τούτο συνάδει και με την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, η οποία ορίζει ότι σκοπός του κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα η εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας της Κοινότητας. Επιπλέον, ειδικά σε σχέση με την τροποποίηση ή την ανάκληση εγκρίσεως, τίθεται το ζήτημα κατά πόσον πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα του κατόχου της σχετικής άδειας (17).

48.      Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 6, 7, 10, 11 και 14 του επίδικου κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, βάσει των εκτιμήσεων της EFSA, ότι η χρήση των επίδικων δραστικών ουσιών συνεπάγεται ορισμένους αυξημένους οξείς κινδύνους για τις μέλισσες και ότι δεν μπορούν να αποκλεισθούν άλλοι ανεπίτρεπτοι κίνδυνοι. Επομένως, οι επιβληθέντες περιορισμοί είναι αναγκαίοι.

49.      Η στάθμιση εκ μέρους της Επιτροπής στην οποία στηρίζεται η ανωτέρω διαπίστωση είναι κομβικής σημασίας για την κρίση που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Ωστόσο, η αίτηση αναιρέσεως δεν βάλλει ευθέως κατά της σταθμίσεως, αλλά, με την αίτηση αυτή, επικρίνεται κυρίως το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάνθηκε βάσει ανεπαρκών πληροφοριών και προβάλλονται διαδικαστικές πλημμέλειες.

50.      Η διαδικαστική αυτή στρατηγική συνάδει με τη διάρθρωση του συστήματος ένδικης προστασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Πρώτον, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως όσον αφορά την περίπλοκη επιστημονική και οικονομική στάθμιση βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και, ως εκ τούτου, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης μπορούν να εξετάσουν τη στάθμιση επί της ουσίας μόνον ως προς την ύπαρξη τυχόν πρόδηλων σφαλμάτων εκτιμήσεως (18). Δεύτερον, ακόμη και η περιορισμένη αυτή εξέταση προϋποθέτει εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο η οποία δεν συνιστά νομικό ζήτημα που υπόκειται καθαυτό στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (19).

51.      Αντιθέτως, ακόμη και στο πλαίσιο περίπλοκων κρίσεων, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει την τήρηση των διαδικαστικών κανόνων, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή και ενδεχόμενη κατάχρηση εξουσίας (20). Ειδικότερα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν το αρμόδιο θεσμικό όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγξει αν το όργανο αυτό εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της επίδικης υποθέσεως τα οποία προβάλλονται προς στήριξη των συμπερασμάτων που συνάγονται από αυτά (21).

52.      Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως αφορά την κίνηση της διαδικασίας επανεξετάσεως (σχετικά, υπό Γ), την αξιολόγηση της επικινδυνότητας από την EFSA (σχετικά, υπό Δ), την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της πληρώσεως των κριτηρίων εγκρίσεως (σχετικά, υπό Ε), καθώς και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της ρυθμίσεως (σχετικά, υπό ΣΤ).

53.      Ωστόσο, κατ’ αρχάς πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως και, ιδίως, να προσδιορισθεί το έννομο συμφέρον της Bayer, δεδομένου ότι ο επίδικος εκτελεστικός κανονισμός έχει αντικατασταθεί εν τω μεταξύ από άλλες ρυθμίσεις (σχετικά, υπό Β).

54.      Επίσης, επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις σχετικά με διάφορα νομικά κριτήρια τα οποία επικαλούνται ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία για να θεμελιώσουν τις απόψεις τους. Πρόκειται, αφενός, για την ανακοίνωση της Επιτροπής της 2ας Φεβρουαρίου 2000 για την αρχή της προφυλάξεως (22) και, αφετέρου, για διάφορες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Οι δύο αυτές πηγές μπορούν βεβαίως να παράσχουν σημαντικά επιχειρήματα, αλλά η αγνόησή τους δεν συνιστά κατ’ ανάγκη πλάνη περί το δίκαιο. Αντιθέτως, τέτοια πλάνη απορρέει από την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Το περιεχόμενό του δεν εξαρτάται ούτε από τις ανακοινώσεις της Επιτροπής ούτε από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου –ακόμη και στο στάδιο της αναιρέσεως μάλιστα–, αλλά μόνον από τους εκάστοτε κανόνες δικαίου, ενδεχομένως κατά τον τρόπο κατά τον οποίο τους έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο.

55.      Όσον αφορά ειδικότερα την εν λόγω ανακοίνωση, είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο την ερμήνευσε υπό την έννοια ότι περιορίζεται η ευχέρεια εκτιμήσεως της Επιτροπής (23). Εντούτοις, στη σχετική με την αρχή της προφυλάξεως νομολογία του, το Δικαστήριο εξετάζει αποκλειστικώς την αρχή αυτή καθαυτήν, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (24).

2.      Επί του παραδεκτού και του αντικειμένου της αιτήσεως αναιρέσεως

56.      Το Δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του, οφείλει να αποφαίνεται, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, επί του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως την οποία αφορά η αίτηση αναιρέσεως (25).

57.      Στην προκειμένη περίπτωση, είναι αμφίβολο το έννομο συμφέρον, καθώς το αντικείμενο της διαφοράς έχει εξαλειφθεί εν τω μεταξύ. Σχετικά με το αντικείμενο της προσφυγής, το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής· ειδάλλως, η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Ομοίως με το έννομο συμφέρον, όμως, το αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται επίσης έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, διότι σε διαφορετική περίπτωση καταργείται η διαφορά επί της ουσίας. Τούτο προϋποθέτει ότι η προσφυγή δύναται, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (26).

58.      Έως την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υφίστατο αναμφίβολα έννομο συμφέρον, καθώς ο επίδικος εκτελεστικός κανονισμός περιόριζε σημαντικά τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιείχαν τις δραστικές ουσίες clothianidin και imidacloprid τις οποίες παρήγε η Bayer. Οι περιορισμοί αυτοί θα αίρονταν αν η προσφυγή γινόταν δεκτή.

59.      Ωστόσο, αμέσως μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θέσπισε νέες ρυθμίσεις ως προς τις εγκρίσεις για τις ουσίες clothianidin και imidacloprid, επιβάλλοντας ακόμη πιο αυστηρούς περιορισμούς (27). Η ισχύς των ρυθμίσεων αυτών δεν θα επηρεαζόταν από την παρούσα διαδικασία και, επίσης, η Bayer δεν τις προσέβαλε χωριστά.

60.      Εντούτοις, η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως μετά την άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται, αυτή καθαυτήν, υποχρέωση του δικαστή της Ένωσης να καταργήσει τη διαδικασία λόγω ελλείψεως αντικειμένου ή εννόμου συμφέροντος κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως (28). Ειδικότερα, ο προσφεύγων μπορεί να διατηρεί το έννομο συμφέρον του να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεως, προκειμένου να αποτραπεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κίνδυνος επαναλήψεως της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη πράξη (29). Συναφώς, η διατήρηση του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμάται in concreto λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των συνεπειών της προβαλλόμενης ελλείψεως νομιμότητας και της φύσεως της ζημίας που ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη (30).

61.      Κατ’ αρχάς, το ότι η Bayer δεν αμφισβητεί πλέον τους περιορισμούς στη χρήση της ουσίας clothianidin και της ουσίας imidacloprid δεν συνηγορεί υπέρ της διατηρήσεως του εννόμου συμφέροντος. Η Bayer δεν προσέβαλε τις νέες αυστηρότερες ρυθμίσεις ούτε έβαλε κατά της λήξεως της εγκρίσεως για την ουσία clothianidin (31). Επομένως, η ευδοκίμηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ή ακόμη και της προσφυγής, δεν θα εξασφάλιζε στην Bayer τη δυνατότητα να συνεχίσει την εμπορία των δραστικών αυτών ουσιών.

62.      Υπό το πρίσμα των σκέψεων που ακολουθούν και λαμβανομένης υπόψη της επιστημονικής πολυπλοκότητας της αποφάσεως της Επιτροπής περί επανεξετάσεως, φαίνεται επίσης απίθανο οι ενδεχόμενες παραβάσεις εκ μέρους της Επιτροπής να είναι κατάφωρες, ώστε να θεμελιώνουν δικαίωμα αποζημιώσεως (32). Άλλωστε, κατά την Επιτροπή, τέτοια αξίωση θα είχε παραγραφεί εν τω μεταξύ.

63.      Εντούτοις, είναι γνωστό ότι η Bayer παράγει και εμπορεύεται πολλές άλλες εγκεκριμένες φυτοπροστατευτικές δραστικές ουσίες. Επομένως, η εν λόγω επιχείρηση ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως να διευκρινισθεί το νομικό πλαίσιο για την επανεξέταση και την τροποποίηση των χορηγηθεισών εγκρίσεων βάσει του άρθρου 21 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ώστε η Επιτροπή ή η EFSA να μην επαναλάβουν τυχόν σφάλματα κατά την εφαρμογή του σε σχέση με άλλες δραστικές ουσίες. Αντιθέτως προς την άποψη της Επιτροπής, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν αφορά ειδικά ζητήματα της μεμονωμένης περιπτώσεως, αλλά ζητήματα ερμηνείας ευρύτερης σημασίας.

64.      Κατά συνέπεια, η Bayer διατηρεί, κατ’ αρχήν, το έννομο συμφέρον της. Όσον αφορά τις συνέπειες ενδεχόμενης πλάνης περί το δίκαιο όμως θα αναλύσω εκ νέου συγκεκριμένα το κατά πόσον αυτό το έννομο συμφέρον δικαιολογεί περαιτέρω ενέργειες (33).

65.      Πάντως, το αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως δεν μπορεί να είναι ευρύτερο από την προσφυγή που άσκησε η Bayer ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑429/13 (34). Η προσφυγή αυτή αφορούσε τις δραστικές ουσίες clothianidin και imidacloprid, τις οποίες παρήγε και εμπορευόταν η Bayer, ενώ το νεονικοτινοειδές thiamethoxam, τη χρήση του οποίου περιόρισε επίσης ο επίδικος εκτελεστικός κανονισμός, αποτέλεσε αντικείμενο της προσφυγής της Syngenta Crop Protection AG στην υπόθεση T‑451/13. Ωστόσο, η Syngenta δεν άσκησε αναίρεση. Συνεπώς, το αίτημα της Bayer περιορίζεται στην ακύρωση του επίδικου εκτελεστικού κανονισμού στο μέτρο που αυτός θίγει την Bayer λόγω των περιορισμών χρήσεως των ουσιών clothianidin και imidacloprid.

66.      Επιπλέον, η UNAF υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη στο σύνολό της, διότι σκοπεί στην εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Το επιχείρημα αυτό όμως πρέπει να απορριφθεί, καθώς δεν εξετάζει διεξοδικώς την επιχειρηματολογία της Bayer. Εξάλλου, οι σκέψεις που ακολουθούν καταδεικνύουν ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι βάσιμη.

67.      Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αίτηση αναιρέσεως ασκείται μεν στο όνομα της Bayer CropScience AG και της Bayer AG, αλλά μόνον η πρώτη εταιρία μετέσχε στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το συνοδευτικό της αιτήσεως αναιρέσεως έγγραφο εκθέτει, συναφώς, ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα σχετικά με τις δραστικές ουσίες imidacloprid και clothianidin μεταβιβάστηκε, τον Ιανουάριο του 2017, από την Bayer CropScience AG στην Bayer AG.

68.      Βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού, αναίρεση μπορούν να ασκήσουν μόνον οι διάδικοι και οι παρεμβαίνοντες στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Βεβαίως, σε περίπτωση καθολικής διαδοχής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο διάδοχος μπορεί να συνεχίσει ένδικη διαδικασία κινηθείσα από τον δικαιοπάροχο (35). Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έχει τονίσει ότι μερική διαδοχή δεν καθιστά τον διάδοχο αποδέκτη αποφάσεως η οποία απευθύνεται στον δικαιοπάροχό του. Ως εκ τούτου, ο διάδοχος δεν δύναται να υποκαταστήσει τον δικαιοπάροχό του ούτε στο πλαίσιο προσφυγής την οποία είχε ασκήσει ο τελευταίος κατά τέτοιας αποφάσεως (36). Τα άρθρα 174 έως 176 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου περιλαμβάνουν, εξάλλου, ειδικές διατάξεις σχετικά με τη συμμετοχή διαδόχου σε διαδικασία στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ασφαλώς, η προκειμένη περίπτωση δεν αφορά το ζήτημα του αποδέκτη αποφάσεως, αλλά η προσφυγή της Bayer CropScience AG ήταν παραδεκτή μόνον για τον λόγο ότι ο επίδικος εκτελεστικός κανονισμός την έθιγε άμεσα και ατομικά ως αιτούσα.

69.      Εντούτοις, δεδομένου ότι το εν λόγω αντικείμενο της διαφοράς έχει εκλείψει εν τω μεταξύ, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η Bayer AG μπορεί να συμμετάσχει στη διαδικασία ως μερική διάδοχος της Bayer CropScience AG. Πράγματι, το έννομο συμφέρον έχει διαχωρισθεί πλέον σε μεγάλο βαθμό από τις δύο επίδικες δραστικές ουσίες και στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην υπόλοιπη δραστηριότητα στον τομέα της φυτοπροστασίας. Για τον σκοπό αυτόν, αρκεί να συνεχιστεί η διαδικασία από την Bayer CropScience AG.

70.      Αντιθέτως, στο μέτρο που η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στο όνομα της Bayer AG, είναι απαράδεκτη.

3.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως - η κίνηση της διαδικασίας επανεξετάσεως

71.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Bayer προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η ενίσχυση του βαθμού βεβαιότητας των προγενέστερων επιστημονικών γνώσεων μπορεί να θεωρηθεί ως «νέα» επιστημονική γνώση, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να έχει τη δυνατότητα να επανεξετάσει τη σχετική έγκριση βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

72.      Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, η Επιτροπή μπορεί να επανεξετάσει την έγκριση μιας δραστικής ουσίας ανά πάσα στιγμή. Η δεύτερη περίοδος προβλέπει ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το αίτημα κράτους μέλους να επανεξετασθεί, με βάση τις νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, η έγκριση μιας δραστικής ουσίας. Σε περίπτωση που, με βάση τις νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες η ουσία δεν πληροί πλέον τα κριτήρια εγκρίσεως του άρθρου 4, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη, την Αρχή και τον παραγωγό της δραστικής ουσίας και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο παραγωγός πρέπει να υποβάλει τα σχόλιά του.

73.      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, συναφώς, στις σκέψεις 160 έως 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η έννοια των νέων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων αποτελεί το όριο εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Το όριο δεν πληρούται, αν οι νέες γνώσεις αφορούν απλώς επαναλήψεις προϋφιστάμενων γνώσεων, νέες υποθέσεις χωρίς στέρεα βάση ή πολιτικές εκτιμήσεις που δεν συνδέονται με την επιστήμη. Εν τέλει, οι νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις πρέπει να έχουν όντως σημασία για την αξιολόγηση του αν εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις εγκρίσεως που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Στη σκέψη 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι αποτελέσματα που επιβεβαιώνουν υφιστάμενες γνώσεις μπορούν να αναγνωρισθούν ως νέες επιστημονικές γνώσεις αν στηρίζονται σε νέες μεθόδους πιο αξιόπιστες από αυτές που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως.

74.      Η Bayer αντιτείνει ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί η επανεξέταση εγκρίσεως που έχει χορηγηθεί για ορισμένο χρόνο να δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση μεταβολής του σταδίου εξελίξεως των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων. Ο νομοθέτης κατέστησε τούτο σαφές, καθόσον προσέθεσε το κριτήριο των «νέων» γνώσεων στην πρόταση της Επιτροπής. Η επιβεβαίωση γνωστών γνώσεων δεν πληροί το κριτήριο αυτό. Ειδάλλως, δεν θα υφίστατο καμία προϋπόθεση για την επανεξέταση και ο σκοπός της διαδικασίας εγκρίσεως με την εκτενή εξέταση της δραστικής ουσίας θα υπονομευόταν. Η AIC προβάλλει, επίσης, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

75.      Οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου πάσχουν πράγματι πλάνη περί το δίκαιο, αλλά όχι υπό την έννοια που υποστηρίζει η Bayer. Συγκεκριμένα, το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επανεξετάσει την έγκριση ανά πάσα στιγμή, χωρίς να προβλέπει άλλες προϋποθέσεις για τον σκοπό αυτόν.

76.      Στο μέτρο που ο νομοθέτης απαιτεί νέες γνώσεις στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, πρόκειται για υποχρεώσεις σε ειδικές περιπτώσεις, ήτοι, πρώτον, στο πλαίσιο αιτήσεως επανεξετάσεως υποβληθείσας από κράτος μέλος και, δεύτερον, στην περίπτωση που τα στοιχεία αυτά περιέχουν ενδείξεις ότι η ουσία δεν πληροί πλέον τα κριτήρια εγκρίσεως. Εάν έχει υποβληθεί αίτηση, οι νέες γνώσεις έχουν ως αποτέλεσμα να περιορισθεί η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής ως προς την επανεξέταση. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία επανεξετάσεως υπό το πρίσμα των γνώσεων αυτών. Εάν υπάρχουν οι σχετικές ενδείξεις στη δεύτερη περίπτωση, η Επιτροπή οφείλει να ενημερώσει τα κράτη μέλη, την Αρχή και τον παραγωγό της δραστικής ουσίας και να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν τα σχόλιά τους.

77.      Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή δύναται να κινήσει διαδικασία επανεξετάσεως μόνον όταν υφίστανται νέες γνώσεις. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε προσφάτως ότι οι νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις αποτελούν απλώς πιθανό λόγο επανεξετάσεως («notamment», «ιδίως») (37) και, ως εκ τούτου, μπορούν να υφίστανται και άλλοι λόγοι.

78.      Παραδείγματος χάρη, άλλος λόγος επανεξετάσεως μπορεί να συνίσταται στο γεγονός ότι ο νομοθέτης αποφάσισε, εν τω μεταξύ, να αυστηροποιήσει ορισμένες απαιτήσεις προστασίας. Η Επιτροπή, λοιπόν, εκθέτει ότι η προστασία των μελισσών στο πλαίσιο του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ό,τι στο πλαίσιο της προϊσχύσασας οδηγίας περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων, βάσει της οποίας είχε εγκρίνει αρχικώς τις επίδικες δραστικές ουσίες. Επιπλέον, οι DBEB/ÖEB ορθώς επισημαίνουν ότι και η γνωμοδότηση της EFSA σχετικά με τις ελλείψεις των κατευθυντήριων γραμμών του EPPO αποτέλεσε λόγο επανεξετάσεως των εγκρίσεων που χορηγήθηκαν βάσει των κατευθυντήριων αυτών γραμμών. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί και το ενδεχόμενο να ανακαλύφθηκαν πλημμέλειες της αρχικής διαδικασίας εγκρίσεως.

79.      Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα καθιστά δυνατή την ταχεία και ευέλικτη αντίδραση σε κάθε πιθανή αμφιβολία σχετικά με μια έγκριση. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να επιδιώκει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας, όπως επιτάσσουν το άρθρο 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 9, το άρθρο 114, παράγραφος 3, και το άρθρο 168, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (38) και συγχρόνως να μεριμνά για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το άρθρο 114, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 37 του Χάρτη. Τα προαναφερθέντα συνιστούν, άλλωστε, ρητούς σκοπούς του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 3, και την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού.

80.      Η αιτιολογική σκέψη 16, την οποία επικαλείται η Bayer, δεν μεταβάλλει την ερμηνεία αυτή. Γίνεται μεν αναφορά σε «ορισμένες προϋποθέσεις», πλην όμως οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να πληρούνται προκειμένου να τροποποιηθεί ή να ανακληθεί μια άδεια και όχι για να κινηθεί η διαδικασία επανεξετάσεως. Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας εφαρμόζονται για πρώτη φορά η ασφάλεια δικαίου και η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που επικαλείται η Bayer. Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει έγκριση, μόνον εφόσον τα κριτήρια εγκρίσεως του άρθρου 4 δεν πληρούνται πλέον ή δεν έχουν προσκομισθεί ορισμένες απαιτούμενες πληροφορίες. Ιδίως υπό το πρίσμα της ασφάλειας δικαίου, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει την ανάκληση εγκρίσεως για τον λόγο και μόνον ότι η Επιτροπή λαμβάνει, επί αμετάβλητης πραγματικής βάσεως, διαφορετική απόφαση στο πλαίσιο της ευχέρειας εκτιμήσεως που διαθέτει (39).

81.      Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ερμηνεία του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και συγκεκριμένα στη σκέψη 162, πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, διότι η κίνηση διαδικασίας επανεξετάσεως δεν προϋποθέτει νέες επιστημονικές γνώσεις. Ωστόσο, η πλάνη αυτή δεν συνεπάγεται την αναίρεση της αποφάσεως, διότι δεν θέτει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα της εξετάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Αρκεί να αποσαφηνισθεί, συναφώς, η αιτιολογία (40). Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

4.      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως – οι εφαρμοστέες κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση της επικινδυνότητας δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα

82.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Bayer προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η EFSA δεν υποχρεούνταν να βασίσει την αξιολόγηση των κινδύνων σε κατευθυντήριες γραμμές που ήταν διαθέσιμες κατά τον χρόνο της επανεξετάσεως. Η αντίρρηση αυτή είναι κατ’ αρχήν δικαιολογημένη, αλλά δεν καλύπτεται πλέον από έννομο συμφέρον στην προκειμένη περίπτωση και, για τον λόγο αυτόν, δεν μπορεί να επιφέρει αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

83.      Όσον αφορά το βάσιμο της εν λόγω αιτιάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, η Επιτροπή εκδίδει κανονισμό για την ανάκληση ή την τροποποίηση της εγκρίσεως, όταν συμπεραίνει ότι δεν πληρούνται πλέον τα κριτήρια εγκρίσεως που αναφέρονται στο άρθρο 4. Για την προετοιμασία της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνώμη ή την επιστημονική ή τεχνική βοήθεια της EFSA δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος.

84.      Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα προβλέπει ότι η EFSA χρησιμοποιεί διαθέσιμα κατευθυντήρια έγγραφα, προκειμένου να εκτιμήσει αν δραστική ουσία μπορεί να αναμένεται ότι πληροί τα κριτήρια εγκρίσεως του άρθρου 4. Επιπλέον, βάσει του σημείου 3.8.3 του παραρτήματος ΙΙ, η κατάλληλη αξιολόγηση της επικινδυνότητας μιας δραστικής ουσίας στηρίζεται σε κοινοτικές ή διεθνώς αποδεκτές κατευθυντήριες γραμμές για τις δοκιμές.

85.      Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 249 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την επανεξέταση δεν υπήρχαν ακόμη σχετικά ενωσιακά έγγραφα καθοδηγήσεως αλλά μόνον η προπαρασκευαστική γνωμοδότηση της EFSA (41). Αντιθέτως, υπήρχαν διεθνώς αναγνωρισμένες κατευθυντήριες γραμμές του EPPO τις οποίες, κατά την Bayer, έπρεπε να εφαρμόσει η EFSA. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι δεν απαίτησε την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

86.      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, κατ’ ουσίαν, το ανωτέρω επιχείρημα στις σκέψεις 266 και 271 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με το σκεπτικό ότι δεν είναι κρίσιμες οι κατευθυντήριες γραμμές που υφίσταντο κατά τον χρόνο της εγκρίσεως, αλλά θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές.

87.      Ωστόσο, η Bayer ορθώς αντιτάσσει στο σκεπτικό αυτό, ότι δεν απαντά στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα παρέπεμψε στις επικαιροποιημένες κατευθυντήριες γραμμές (42).

88.      Βεβαίως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο από τα άρθρα 36 και 53, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Επομένως, εάν από την αιτιολογία προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (43).

89.      Εν προκειμένω όμως το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε ούτε ρητώς ούτε εμμέσως στα επιχειρήματα της Bayer, αλλά παραμόρφωσε το περιεχόμενό τους. Τούτο συνιστά τουλάχιστον έλλειψη αιτιολογίας και, επιπλέον, προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

90.      Η εν λόγω πλάνη περί το δίκαιο ήταν κρίσιμη για την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ανεξαρτήτως του αν οι παραπομπές του άρθρου 12, παράγραφος 2, και του σημείου 3.8.3 του παραρτήματος II του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα σε κατευθυντήριες γραμμές ισχύουν, αυτές καθαυτές, για την εφαρμογή του άρθρου 21.

91.      Συγκεκριμένα, η εξέταση του ζητήματος αν πληρούνται τα κριτήρια εγκρίσεως που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα συνεπάγεται περίπλοκη επιστημονική εκτίμηση στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (44). Οι σχετικές κατευθυντήριες γραμμές περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στην εκτίμηση αυτή, όπως απλώς επιβεβαιώνουν το άρθρο 12, παράγραφος 2, και το σημείο 3.8.3 του παραρτήματος ΙΙ.

92.      Βεβαίως, τούτο δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή και η EFSA πρέπει να ακολουθήσουν κατά γράμμα τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, διότι η επανεξέταση δεν πρέπει να επαναλαμβάνει την πλήρη διαδικασία εγκρίσεως (45). Εντούτοις, στο μέτρο που οι κατευθυντήριες γραμμές είναι κρίσιμες για τα ζητήματα τα οποία αφορά η επανεξέταση, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη.

93.      Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν οι κατευθυντήριες γραμμές του EPPO είχαν συνεκτιμηθεί αρκούντως, δεν υφίσταται διαπίστωση σχετική με το αν η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε επαρκή εξέταση των κρίσιμων πληροφοριών. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

94.      Προκειμένου να θεραπευθεί η εν λόγω πλάνη περί το δίκαιο, το Δικαστήριο θα έπρεπε να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε αυτό να διεξαγάγει την παραλειφθείσα εξέταση. Για τον σκοπό αυτόν, θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή η περιεχόμενη στη γνωμοδότηση της EFSA αξιολόγηση των κατευθυντήριων γραμμών του EPPO και η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι από τις ίδιες τις κατευθυντήριες γραμμές του EPPO προκύπτει ότι αυτές δεν είναι κατάλληλες για την εκτίμηση ορισμένων ζητημάτων. Επίσης, θα έπρεπε να εξετασθεί η επιχειρηματολογία της Σουηδίας ότι η EFSA έλαβε πράγματι υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του EPPO, στο μέτρο που αυτές ήταν κρίσιμες.

95.      Ωστόσο, το έννομο συμφέρον της Bayer δεν δικαιολογεί τις εν λόγω έννομες συνέπειες. Ασφαλώς, καλύπτει το θεμελιώδες ζήτημα του κατά πόσον οι κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο επανεξετάσεως, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό μπορεί να τεθεί και σε σχέση με άλλες διαδικασίες επανεξετάσεως. Εντούτοις, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον ως προς την περαιτέρω διευκρίνιση της σημασίας των κατευθυντήριων γραμμών του EPPO, διότι η EPPO απέσυρε, εν τω μεταξύ, τις κατευθυντήριες γραμμές (46). Συγχρόνως, υπάρχουν πιο πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές της EFSA, οι οποίες, μολονότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν ακόμη για τυπικούς λόγους (47), περιέχουν στοιχεία που είναι κρίσιμα τουλάχιστον από επιστημονικής απόψεως.

96.      Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει απλώς να κρίνει ότι η διαπίστωση που συνίσταται στο ότι δεν ήταν αναγκαίο να ληφθούν υπόψη οι κατευθυντήριες γραμμές του EPPO κατά την έκδοση του επίδικου εκτελεστικού κανονισμού πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, χωρίς να αναιρέσει όμως την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό.

5.      Ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως - τα κριτήρια εγκρίσεως

97.      Ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου και, ιδίως, την αρχή της προφυλάξεως. Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 3, η έγκριση τροποποιείται ή ανακαλείται, εάν η Επιτροπή συμπεράνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν πληρούνται πλέον τα κριτήρια εγκρίσεως του άρθρου 4. Όπως επισημάνθηκε ήδη, κρίσιμο εν προκειμένω είναι το αν η χρήση δραστικών ουσιών έχει μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον.

1.      Επί της εξετάσεως των κινδύνων που ενέχουν οι δραστικές ουσίες

98.      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως και με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Bayer αντιτάσσεται στο ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 309 και 310 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δέχθηκε την επιλογή της Επιτροπής να λάβει απόφαση βάσει προσωρινής αξιολογήσεως των κινδύνων από την EFSA, αντί να αναμείνει πληρέστερη και ακριβέστερη επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχουν οι δραστικές ουσίες.

99.      Η Bayer στηρίζεται, συναφώς, στο σημείο 3.8.3 του παραρτήματος II του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, κατά το οποίο η αξιολόγηση των κινδύνων πρέπει να είναι κατάλληλη, καθώς και στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου. Η Bayer δημιουργεί την εντύπωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ελλιπή και εσπευσμένη αξιολόγηση κινδύνων. Η θέση αυτή, όμως, στερείται παντελώς αιτιολογίας και δεν ανταποκρίνεται στο σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου.

100. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 306 έως 308 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αξιολόγηση των κινδύνων από την EFSA στηριζόταν στις διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις. Το Γενικό Δικαστήριο προέβη στις υπό αμφισβήτηση διαπιστώσεις, μόνο για να αιτιολογήσει το ότι η EFSA και η Επιτροπή δεν έπρεπε να αναμείνουν έως ότου καταστούν διαθέσιμες οι κατευθυντήριες γραμμές της Ένωσης για την αξιολόγηση των κινδύνων, οι οποίες θα περιλάμβαναν ιδίως πλαίσιο για την πραγματοποίηση δοκιμών πεδίου.

101. Όσον αφορά τη διάρκεια της αξιολογήσεως των κινδύνων, η Σουηδία και οι ενδιαφερόμενες περιβαλλοντικές και μελισσοκομικές ενώσεις τονίζουν, ορθώς, ότι η EFSA είχε στη διάθεσή της οκτώ μήνες για να ολοκληρώσει τη γνωμοδότησή της, ενώ το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα προβλέπει προθεσμία μόνον τριών μηνών. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εσπευσμένη απόφαση.

102. Η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται από την αρχή της προφυλάξεως, η οποία ήταν επίσης εφαρμοστέα στην υπό κρίση υπόθεση.

103. Βεβαίως, το άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η πολιτική του περιβάλλοντος στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην αρχή της προφυλάξεως, ενώ ο κανονισμός για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα δεν στηρίχθηκε στην περιβαλλοντική αρμοδιότητα της Ένωσης. Ωστόσο, η αρχή της προφυλάξεως πρέπει να εφαρμόζεται και στο πλαίσιο άλλων αρμοδιοτήτων της Ένωσης, ιδίως της προστασίας της δημόσιας υγείας δυνάμει του άρθρου 168 ΣΛΕΕ, καθώς και όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης θεσπίζουν μέτρα για την προστασία της ανθρώπινης υγείας βάσει της κοινής γεωργικής πολιτικής ή της πολιτικής για την εσωτερική αγορά (48). Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 8 και από το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα προκύπτει ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού στηρίζονται στην αρχή της προφυλάξεως (49).

104. Επομένως, το άρθρο 21 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και η καταλληλότητα της αξιολογήσεως των κινδύνων βάσει του σημείου 3.8.3 του παραρτήματος II πρέπει, επίσης, να εκτιμηθούν υπό το φως της αρχής αυτής. Αντιθέτως, η αιτίαση της AIC ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε μεμονωμένη εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως δεν είναι βάσιμη.

105. Η ορθή εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως προϋποθέτει, πρώτον, τον προσδιορισμό των δυνητικώς αρνητικών για την υγεία επιδράσεων της χρήσεως των επίδικων δραστικών ουσιών και, δεύτερον, μια συνολική εκτίμηση του κινδύνου για την υγεία βάσει των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και πρόσφατων αποτελεσμάτων της διεθνούς έρευνας (50). Η ίδια συλλογιστική ισχύει και για τους περιβαλλοντικούς κινδύνους (51).

106. Εντούτοις, από την αρχή της προφυλάξεως προκύπτει επίσης ότι, όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή την έκταση των κινδύνων, μπορούν να ληφθούν μέτρα προστασίας πριν ακόμη αποδειχθούν πλήρως το υποστατό και η σοβαρότητα των κινδύνων αυτών (52). Όταν καθίσταται ανέφικτο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η ύπαρξη ή η έκταση του προβαλλόμενου κινδύνου, η αρχή της προφυλάξεως δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων. Αυτό συμβαίνει όταν τα αποτελέσματα των διεξαχθεισών μελετών δεν είναι οριστικά, αλλά η πιθανότητα επελεύσεως πραγματικής ζημίας εξακολουθεί να υφίσταται σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου (53). Συνεπώς, μέτρα προστασίας μπορούν να ληφθούν υπό το πρίσμα της αρχής της προφυλάξεως, ακόμη και αν η πραγματοποίηση μιας κατά το δυνατόν πλήρους επιστημονικής αξιολογήσεως των κινδύνων, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, αποδεικνύεται αδύνατη λόγω της ανεπάρκειας των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων (54).

107. Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει σε διάφορα σημεία, παραδείγματος χάρη στις σκέψεις 116, 118, 120 και 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρχή της προφυλάξεως καθιστά δυνατή τη λήψη προληπτικών μέτρων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συγχέει την αρχή της προφυλάξεως, από ορολογικής απόψεως, με την αρχή της προληπτικής δράσεως, την οποία προβλέπει επίσης το άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ασφαλώς, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να στηριχθεί σε απόψεις που αναπτύσσονται στη βιβλιογραφία (55), αλλά είναι πιο λογικό η αρχή της προληπτικής δράσεως, η οποία μέχρι σήμερα έχει εξετασθεί σε μικρότερο βαθμό στη νομολογία, να εφαρμοσθεί κατά προτεραιότητα σε σχέση με την υποχρέωση προλήψεως περιβαλλοντικών βλαβών που θεωρείται βέβαιο ότι θα επέλθουν βάσει των υφιστάμενων στοιχείων (56), ενώ η αρχή της προφυλάξεως καθιστά δυνατή τη λήψη μέτρων προστασίας σε περίπτωση αβεβαιότητας ως προς τις επιδράσεις (57). Πάντως, η ανωτέρω έλλειψη ορολογικής ακρίβειας του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι κρίσιμη ως προς τη διατήρηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι επί της ουσίας το Γενικό Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη πραγματικά προληπτικά μέτρα, αλλά μέτρα προφυλάξεως.

108. Όσον αφορά τις εξεταζόμενες, εν προκειμένω, αντιρρήσεις κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είναι κρίσιμο το ότι η αρχή της προφυλάξεως απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη οι βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις. Επομένως, η EFSA και η Επιτροπή δεν έπρεπε να καθυστερήσουν την αξιολόγηση των κινδύνων εν αναμονή άλλων μελετών ή νέων κατευθυντήριων γραμμών της Ένωσης (58). Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε λόγο, συναφώς, να προβεί σε επικρίσεις.

109. Εξάλλου, ο επίδικος εκτελεστικός κανονισμός δεν είχε ως σκοπό να καθιερωθούν μόνιμα μέτρα προστασίας βάσει προσωρινών γνώσεων. Αντιθέτως, η Επιτροπή είχε ήδη προβλέψει πρόοδο στην αξιολόγηση των κινδύνων, δεδομένου ότι η αιτιολογική σκέψη 16 του εκτελεστικού κανονισμού προέβλεπε ρητώς ότι, εντός δύο ετών, η Επιτροπή θα προέβαινε, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σε επανεξέταση των νέων επιστημονικών στοιχείων που είχε λάβει. Συνεπώς, στο τμήμα B της καταχωρίσεως για κάθε σχετική δραστική ουσία σημειωνόταν ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις έπρεπε να υποβάλουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014 επιπλέον πληροφορίες σχετικά με ορισμένους κινδύνους (59).

110. Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο, όπως και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως.

2.      Έκτακτα μέτρα βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα

111. Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Bayer ενισχύει την αιτίαση περί εσπευσμένης αποφάσεως και υποστηρίζει ότι, αν η λήψη αποφάσεως ήταν ιδιαιτέρως επείγουσα, η Επιτροπή όφειλε να στηριχθεί στο άρθρο 69 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και όχι στο άρθρο 21 του κανονισμού αυτού.

112. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, επομένως, είναι απαράδεκτο δυνάμει του άρθρου 170, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας.

113. Πράγματι, στο στάδιο της αναιρέσεως, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της πρωτόδικης νομικής κρίσεως. Αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό κατά του προσβαλλόμενου μέτρου που δεν είχε προβάλει –ή είχε προβάλει εκπρόθεσμα, όπως εν προκειμένω, κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως– ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο αντικείμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο (60).

114. Το επιχείρημα αυτό όμως δεν είναι πειστικό ούτε επί της ουσίας, διότι δεν υφίσταται κανένας λόγος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 69 ή 70 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 21 (61).

3.      Μη υποβολή αιτήματος περί παροχής νέων πληροφοριών

115. Το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως αφορά το γεγονός ότι δεν παρασχέθηκε στην Bayer η δυνατότητα να υποβάλει στην Επιτροπή επικαιροποιημένες πληροφορίες, προκειμένου να άρει τις αμφιβολίες ως προς το αν εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

116. Συναφώς, η Bayer βάλλει κατά της σκέψεως 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει την έγκριση των δραστικών ουσιών της Bayer, διότι τα στοιχεία που προέκυψαν από τις μελέτες που πραγματοποιήθηκαν για την αρχική έγκριση ήταν ανεπαρκή προκειμένου να αποκλεισθεί, υπό το πρίσμα των τροποποιημένων όρων εγκρίσεως, το σύνολο των κινδύνων για τις μέλισσες οι οποίοι συνδέονται με την εξεταζόμενη δραστική ουσία.

117. Ο ισχυρισμός της Bayer πρέπει να γίνει δεκτός στο μέτρο που η Επιτροπή δεν μπορεί να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την έγκριση δραστικής ουσίας παρά μόνον αφού παράσχει στον παραγωγό τη δυνατότητα να λάβει θέση επ’ αυτού του θέματος. Για ορισμένες περιπτώσεις, τούτο επιβάλλεται ρητώς από το άρθρο 21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Κατά τα λοιπά, τούτο προκύπτει από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, το οποίο ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε προηγούμενη ακρόαση πριν ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του.

118. Ωστόσο, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 435 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Bayer είχε επανειλημμένως την ευκαιρία να υποβάλει σχετικές παρατηρήσεις (62).

119. Αντιθέτως, στο πλαίσιο επανεξετάσεως δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, το δικαίωμα ακροάσεως δεν επιβάλλει στην Επιτροπή υποχρέωση να παράσχει στον παραγωγό τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει νέες μελέτες προκειμένου να καλύψει τυχόν κενά στην κατάσταση των δεδομένων.

120. Βεβαίως, τέτοια υποχρέωση υφίσταται στο πλαίσιο της διαδικασίας αρχικής εγκρίσεως της δραστικής ουσίας βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, και του άρθρου 12, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα (63) και, ενδεχομένως, σε περίπτωση ανανεώσεως της εγκρίσεως δυνάμει των άρθρων 15 και 17. Το άρθρο 21 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα όμως δεν περιέχει παρόμοια πρόβλεψη.

121. Τούτο είναι λογικό, εξάλλου, διότι, πριν από την έγκριση, η δραστική ουσία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να προκαλέσει βλάβη. Αντιθέτως, εάν ανακύψουν, σε μεταγενέστερο στάδιο, αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα με το άρθρο 4 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και, για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή κινήσει διαδικασία επανεξετάσεως, η αναμονή παροχής πληρέστερων πληροφοριών από τον παραγωγό θα παρέτεινε την περίοδο κατά την οποία διατηρούνται οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον. Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, συναφώς, στη σκέψη 443 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή και η Bayer συμφωνούν στο ότι η εξαγωγή των απαραίτητων δεδομένων για να καλυφθούν τα εν λόγω κενά θα απαιτούσε τουλάχιστον ένα ή δύο έτη, από τη στιγμή που θα ήταν διαθέσιμο ένα έγγραφο καθοδήγησης.

122. Επομένως, όπως διαπιστώνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 442 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συμβιβάζεται με την αρχή της προφυλάξεως το γεγονός ότι, κατά την επανεξέταση εγκρίσεως, η Επιτροπή δεν οφείλει να παράσχει στον παραγωγό τη δυνατότητα να καλύψει όλα τα κενά στην κατάσταση των δεδομένων, αλλά μόνο να του εξασφαλίσει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την τροποποίηση της εγκρίσεως (64). Ασφαλώς, αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να πρέπει η Επιτροπή να διευκολύνει, εκ νέου, τη χρήση δραστικών ουσιών, εάν αργότερα ο παραγωγός καλύψει τα κενά στην κατάσταση των δεδομένων και εξαλείψει τους προβαλλόμενους κινδύνους.

123. Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

4.      Η ασφάλεια δικαίου σε περίπτωση νέων νομικών απαιτήσεων

124. Το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως αποκαλύπτει αντίφαση στο σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο απαιτεί, αφενός, στις σκέψεις 160 έως 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, νέες επιστημονικές γνώσεις για να κινηθεί η διαδικασία επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα ενώ, αφετέρου, από τη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η ανάκληση ή τροποποίηση της εγκρίσεως δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 3, μπορεί να στηριχθεί σε νέα, αυστηρότερα κριτήρια εγκρίσεως. Στη σκέψη 142 γίνεται επίσης λόγος περί νέων στοιχείων, αλλά αυτά δεν θα ήταν αναγκαία σε περίπτωση νέων κριτηρίων. Θα ήταν πράγματι αντιφατικό να προβλέπονται ευρύτερες ή εντελώς διαφορετικές προϋποθέσεις για την κίνηση της διαδικασίας επανεξετάσεως απ’ ό,τι για τη λήψη τελικής αποφάσεως.

125. Η αντίφαση αυτή επιβεβαιώνει την πλάνη περί το δίκαιο που διαπιστώθηκε ήδη στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως (65). Οι νέες επιστημονικές γνώσεις αποτελούν κατ’ ανάγκη απλώς μια πιθανή περίπτωση που δικαιολογεί την επανεξέταση. Τέτοια δυνατότητα επανεξετάσεως πρέπει να παρέχεται και όταν υφίστανται νέες προϋποθέσεις εγκρίσεως.

126. Εντούτοις, η αντίφαση αυτή, όπως και η προαναφερθείσα πλάνη περί το δίκαιο, δεν συνεπάγεται την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η αντίφαση, μάλιστα, αίρεται, αν το Δικαστήριο δεχθεί την πρότασή μου και διευκρινίσει, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ότι η κίνηση διαδικασίας επανεξετάσεως εγκρίσεως δεν προϋποθέτει την ύπαρξη νέων πληροφοριών.

127. Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι επίσης αβάσιμο.

5.      Αυξημένη βεβαιότητα όσον αφορά τους κινδύνους και νέα δεδομένα

128. Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Bayer προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον παρέλειψε να προσδιορίσει, για την εφαρμογή προληπτικών μέτρων, το κατάλληλο επίπεδο επιστημονικής βεβαιότητας ως προς την επέλευση του φερόμενου κινδύνου.

129. Η Bayer βάλλει εκ νέου κατά της σκέψεως 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλά, αυτή τη φορά, αμφισβητεί τη διαπίστωση ότι αρκεί η Επιτροπή να παράσχει σοβαρές και πειστικές ενδείξεις που να θεμελιώνουν εύλογες αμφιβολίες ως προς το αν η επίμαχη δραστική ουσία πληροί τα κριτήρια εγκρίσεως.

130. Κατά την Bayer, από τη νομολογία προκύπτει, όμως, ότι για τη λήψη μέτρων που επεμβαίνουν σε υφιστάμενες εγκρίσεις απαιτείται, πρώτον, αυξημένη βεβαιότητα ως προς την επέλευση του προβαλλόμενου κινδύνου, η οποία –δεύτερον– στηρίζεται σε νέα επιστημονικά δεδομένα (66).

131. Στο πλαίσιο της επανεξετάσεως εγκρίσεως, το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα απαιτεί, προκειμένου να γίνει ανάκληση ή τροποποίηση, να μην πληρούνται πλέον τα κριτήρια εγκρίσεως του άρθρου 4 ή να μην έχουν προσκομισθεί ορισμένες πληροφορίες. Η διάταξη αυτή δεν προϋποθέτει την ύπαρξη νέων επιστημονικών γνώσεων (67) ούτε απαιτεί ιδιαίτερη βεβαιότητα ως προς την επέλευση του σχετικού κινδύνου.

132. Βεβαίως, στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα γίνεται σε διάφορα σημεία λόγος περί νέων γνώσεων, αλλά τούτο αφορά μόνο συγκεκριμένες περιπτώσεις επανεξετάσεως εγκρίσεως (68). Κατά συνέπεια, ούτε αυτή η μνεία των νέων γνώσεων συνεπάγεται πρόσθετες προϋποθέσεις για την τροποποίηση ή την ανάκληση εγκρίσεως δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 3.

133. Όσον αφορά τα κριτήρια εγκρίσεως που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, η Επιτροπή οφείλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει αν οι δραστικές ουσίες έχουν μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον (άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, στοιχείο εʹ). Δεδομένου ότι η προκειμένη περίπτωση αφορά την προστασία των μελισσών, έπρεπε να εξετασθεί, βάσει του σημείου 3.8.3 του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, αν η έκθεση των μελισσών είναι «αμελητέα» και αν δεν επιφέρει καμία μη αποδεκτή οξεία ή χρόνια επίδραση στην επιβίωση και στην ανάπτυξη της αποικίας, λαμβανομένων υπόψη των επιδράσεων στις προνύμφες μελισσών και στη συμπεριφορά των μελισσών (69).

134. Πρόκειται για τον ίδιο έλεγχο με αυτόν που θα έπρεπε να διενεργηθεί σε περίπτωση πρώτης εγκρίσεως της δραστικής ουσίας. Επομένως, σε σύγκριση με τη διαδικασία της πρώτης εγκρίσεως, δεν επιβάλλεται, κατ’ αρχήν, αυξημένη βεβαιότητα όσον αφορά την επέλευση των κινδύνων.

135. Εντούτοις, ο βαθμός βεβαιότητας μπορεί να επηρεάσει τη στάθμιση που αφορά το ζήτημα αν ορισμένοι κίνδυνοι για το περιβάλλον τους οποίους ενέχει η δραστική ουσία εξακολουθούν να είναι «αποδεκτοί» ή έχουν καταστεί ήδη «μη αποδεκτοί». Σε περίπτωση αυξημένης βεβαιότητας ότι θα επέλθει κίνδυνος, είναι δυνατόν ακόμη και τυχόν βλάβες μικρότερης κλίμακας να υπερτερούν, σε σχέση με περίπτωση στην οποία οι κίνδυνοι είναι λιγότερο βέβαιοι, του συμφέροντος χρήσεως της δραστικής ουσίας.

136. Αντιλαμβάνομαι, επομένως, την επιχειρηματολογία της Bayer υπό την έννοια ότι η ασφάλεια δικαίου και η εμπιστοσύνη ως προς τη διατήρηση της εγκρίσεως συνιστούν πρόσθετους παράγοντες κατά τη στάθμιση, οι οποίοι υποχωρούν μόνον αν υφίσταται αυξημένη βεβαιότητα ως προς την επέλευση των κινδύνων σε σχέση με την πρώτη έγκριση. Τέτοια αυξημένη βεβαιότητα θα προϋπέθετε, εξάλλου, νέες γνώσεις, διότι ο βαθμός βεβαιότητας των κινδύνων που προέκυψε κατά τη διαδικασία εγκρίσεως –και που δεν επαρκεί για τροποποίηση, κατά την Bayer– στηριζόταν σε γνώσεις οι οποίες ήταν ήδη διαθέσιμες κατά τον χρόνο εκείνο.

137. Η εκτίμηση αυτή, μολονότι φαίνεται εύλογη εκ πρώτης όψεως, δεν μπορεί, εν τέλει, να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, το όριο χρήσεως μιας δραστικής ουσίας το οποίο καθορίζει το άρθρο 4 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα δεν μπορεί να εξαρτάται από το αν η ουσία έχει ήδη εγκριθεί ή όχι. Αντιθέτως, με την παραπομπή του άρθρου 21, παράγραφος 3, στο άρθρο 4, ο νομοθέτης καθόρισε ακριβώς το ίδιο όριο με την αρχική έγκριση. Επομένως, όπως επισημαίνουν το De Bijenstichting και άλλοι μετέχοντες στη διαδικασία, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης δεν εξέλαβε την έγκριση δραστικής ουσίας ως δικαίωμα προκλήσεως «μη αποδεκτών» επιδράσεων στο περιβάλλον αλλά ως απλή διαπίστωση ότι οι επιδράσεις στο περιβάλλον και οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που έχουν προσδιορισθεί είναι αποδεκτοί. Εάν η διαπίστωση αυτή αποδειχθεί εσφαλμένη σε μεταγενέστερο χρόνο, το άρθρο 21, παράγραφος 3, καθιστά δυνατή την τροποποίηση ή την ανάκλησή της. Ως εκ τούτου, κατά την εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα δεν απαιτείται, όσον αφορά την επέλευση κινδύνων, βεβαιότητα αυξημένη σε σχέση με την έγκριση.

138. Η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Fidenato, την οποία επικαλείται η Bayer, δεν συνεπάγεται ευρύτερες απαιτήσεις περί βεβαιότητας σχετικά με τους περιβαλλοντικούς κινδύνους. Η απόφαση αυτή αφορούσε έκτακτα μέτρα για εγκεκριμένες γενετικώς τροποποιημένες ζωοτροφές και τρόφιμα βάσει του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003 (70). Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι χρησιμοποιούμενες στο άρθρο αυτό εκφράσεις «είναι προφανές» και «σοβαρός κίνδυνος» αναφέρονται σε μια κατάσταση η οποία προδήλως θέτει σε σημαντικό κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον (71). Αντίστοιχα μέτρα στο πλαίσιο του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα δεν θα έπρεπε να ληφθούν με βάση το άρθρο 21, αλλά με βάση το άρθρο 69, στο οποίο χρησιμοποιούνται οι ίδιοι όροι με εκείνους του άρθρου 34 του κανονισμού 1829/2003.

139. Επίσης, το Δικαστήριο διαχώρισε ρητώς τα εν λόγω έκτακτα μέτρα από τα γενικά μέτρα προφυλάξεως, ως προς τα οποία αρκεί, κατόπιν αξιολογήσεως των διαθέσιμων πληροφοριών, να εντοπίζεται πιθανότητα επιβλαβών επιδράσεων στην υγεία, μολονότι εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα (72). Τουλάχιστον στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απαιτούνταν, κατ’ ανάγκη, σημαντικοί κίνδυνοι για να δικαιολογηθούν τα μέτρα προφυλάξεως που δεν είχαν έκτακτο χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η εν λόγω απόφαση δεν παρέχει έρεισμα προκειμένου το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει αντίστοιχες απαιτήσεις.

140. Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτή η εκτίμηση της Bayer ότι, εάν η βάση λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν έχει τροποποιηθεί σε σχέση με τη συγκεκριμένη έγκριση, δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, στην Επιτροπή να μεταβάλει την εκτίμησή της σχετικά με τον «μη αποδεκτό» χαρακτήρα ορισμένων επιδράσεων στο περιβάλλον ή περιβαλλοντικών κινδύνων. Πράγματι, η βασική λειτουργία της ασφάλειας δικαίου είναι ότι η διοίκηση δεν αμφισβητεί, χωρίς επαρκείς λόγους, την εκ μέρους της εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (73). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η εκτίμηση αυτή έχει ορισμένη χρονική ισχύ –όπως στην περίπτωση της εγκρίσεως δραστικών ουσιών– και, ως εκ τούτου, ο κάτοχος της εγκρίσεως μπορεί να τρέφει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ως προς τη διατήρησή της εγκρίσεως κατά τη διάρκεια του σχετικού χρονικού διαστήματος.

141. Επομένως, όσον αφορά τον περιορισμό εγκρίσεως βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει νέα στοιχεία τα οποία θα αρκούσαν, στο πλαίσιο της διαδικασίας της αρχικής εγκρίσεως, για να περιορισθεί η έγκριση εξαρχής κατ’ αυτόν τον τρόπο.

142. Εξ αυτού δεν συνάγεται, όμως, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 142, κατέληξε στην προσβαλλόμενη διαπίστωση σχετικά με τις σοβαρές και πειστικές ενδείξεις που θεμελιώνουν εύλογες αμφιβολίες στηριζόμενο ρητώς σε τροποποιημένη –και επομένως νέα– βάση λήψεως αποφάσεων.

143. Συνεπώς, οι τυχόν τροποποιήσεις της βάσεως λήψεως αποφάσεων δεν περιορίζονται μόνο σε επιστημονικά στοιχεία, αλλά καλύπτουν και τις τροποποιήσεις της εφαρμοστέας ρυθμίσεως που επισημαίνονται στη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (74). Συγκεκριμένα, σε σχέση με την οδηγία περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων, βάσει της οποίας χορηγήθηκαν οι αρχικές εγκρίσεις, ο κανονισμός για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα ενίσχυσε την προστασία των μελισσών και συγκεκριμενοποίησε, εν γένει, τις διατάξεις για τον περιορισμό επιβλαβών επιδράσεων.

144. Εξάλλου, νέα είναι και η γνωμοδότηση της EFSA που παρατίθεται στις σκέψεις 233 έως 240 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και από την οποία προκύπτει το παρόν στάδιο εξελίξεως των επιστημονικών γνώσεων και οι ελλείψεις των κατευθυντήριων γραμμών του EPPO, οι οποίες εφαρμόστηκαν κατά την έγκριση των δραστικών ουσιών. Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει μεν, στη σκέψη 170, ότι η γνωμοδότηση αυτή διαδραμάτισε ελάσσονα ρόλο για την απόφαση της Επιτροπής, πλην όμως τουλάχιστον τα συμπεράσματα της EFSA σχετικά με τις δύο δραστικές ουσίες παραπέμπουν και στη γνωμοδότηση (75).

145. Επιπλέον, η Επιτροπή προέβαλε, ως συγκεκριμένο λόγο της επανεξετάσεως, τις νέες μελέτες του 2012, οι οποίες είναι πιθανώς τα νέα δεδομένα που μνημονεύονται στη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τη σκέψη 198 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι διαπιστώσεις των μελετών αυτών συνιστούν ανησυχητικό αποτέλεσμα ως προς το αν αποκλείονται μη αποδεκτές επιδράσεις σε μη στοχευμένα είδη.

146. Συνεπώς, οι αντιρρήσεις κατά του κριτηρίου που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες η Bayer στηρίζει στην έλλειψη αυξημένης βεβαιότητας ως προς τις επιδράσεις στο περιβάλλον και στην απουσία νέων στοιχείων, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

6.      Αντιστροφή του βάρους αποδείξεως

147. Με το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η Bayer προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι απαίτησε από αυτήν να αποδείξει ορισμένα πραγματικά περιστατικά, μολονότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις εγκρίσεως.

148. Ωστόσο, η Bayer δεν λαμβάνει υπόψη τις σχετικές με την απόδειξη απαιτήσεις κατά τη διαδικασία επανεξετάσεως. Συναφώς, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό ότι η δραστική ουσία παραβιάζει τις απαιτήσεις του άρθρου 4 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

149. Αντιθέτως, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως, ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι η δραστική ουσία πληροί τα κριτήρια του εν λόγω κανονισμού (76). Η εν λόγω κατανομή του βάρους αποδείξεως εφαρμόζεται και στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξετάσεως, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή, όπως έχει επισημανθεί, σκοπεί στο ίδιο επίπεδο προστασίας με τη διαδικασία εγκρίσεως.

150. Στο πλαίσιο αυτό, ασφαλώς, αποτελεί σημείο αναφοράς το ότι ο κάτοχος της εγκρίσεως έχει ήδη αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ότι η δραστική ουσία πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4. Ωστόσο, εάν η Επιτροπή προσκομίσει –όπως απαιτείται από τη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως– σοβαρές και πειστικές ενδείξεις που θεμελιώνουν εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον πληρούνται οι ανωτέρω απαιτήσεις, αναβιώνει το αρχικό βάρος αποδείξεως. Στην περίπτωση αυτή, ο κάτοχος της εγκρίσεως οφείλει να συμπληρώσει τα αποδεικτικά στοιχεία του για να αντικρούσει τα στοιχεία που προσκομίζει η Επιτροπή.

151. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω βάρος αποδείξεως μπορεί να έχει μεγάλη σημασία στον τομέα της φυτοπροστασίας, όταν η Επιτροπή εντοπίζει κενά στα δεδομένα. Εντούτοις, τα κενά αυτά θα έπρεπε να έχουν καλυφθεί από τον κάτοχο της εγκρίσεως ήδη κατά την αρχική διαδικασία εγκρίσεως, δηλαδή πριν από την πρώτη χρήση της δραστικής ουσίας.

152. Επομένως, η αιτίαση που αφορά την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως είναι επίσης αβάσιμη.

7.      Υποθετικοί κίνδυνοι

153. Το ενδιάμεσο αυτό συμπέρασμα, όμως, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η Bayer και η AIC να προβάλλουν ορθώς, με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, πλάνη περί το δίκαιο κατά τη συγκεκριμένη εφαρμογή του βάρους αποδείξεως. Η πλάνη αυτή αφορά την απαγόρευση εφαρμογής σε φυλλώματα και την απαγόρευση μη επαγγελματικής χρήσεως ως εντομοκτόνου.

1)      Επί της εφαρμογής σε φυλλώματα

154. Η Bayer προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δέχθηκε, στη σκέψη 534 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την απαγόρευση εφαρμογής σε φυλλώματα με το σκεπτικό ότι ορισμένες χρήσεις των επίδικων δραστικών ουσιών που είχαν εγκριθεί μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο μπορούσαν να προκαλέσουν μη αποδεκτούς κινδύνους για τις μέλισσες, μολονότι η εφαρμογή αυτή δεν είχε εξετασθεί από την EFSA. Η Bayer και η AIC υποστηρίζουν, ιδίως, ότι η Επιτροπή προέβη η ίδια σε αξιολόγηση των κινδύνων, αντί να ζητήσει από την EFSA να διενεργήσει την αξιολόγηση. Η αξιολόγηση των κινδύνων εναπόκειται, όμως, στους εμπειρογνώμονες.

155. Στην τελευταία αυτή αντίρρηση πρέπει να αντιταχθεί ότι η συνδρομή της EFSA, βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής (77) και η EFSA οφείλει, ακολούθως, να υποβάλει την έκθεσή της εντός τριών μηνών. Επομένως, η εν λόγω διάταξη θέτει ήδη ως βάση μια περιορισμένης εκτάσεως αξιολόγηση των κινδύνων εκ μέρους της EFSA, η οποία μάλιστα δεν είναι απολύτως αναγκαία. Ως εκ τούτου, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν υπέβαλε στην EFSA το ζήτημα της εφαρμογής σε φυλλώματα δεν θέτει ακόμη εν αμφιβόλω την απαγόρευση της εφαρμογής σε φυλλώματα.

156. Η Bayer και η AIC στηρίζονται, επιπλέον, στην πάγια νομολογία σχετικά με την αρχή της προφυλάξεως, κατά την οποία η αξιολόγηση των κινδύνων δεν πρέπει να αιτιολογείται με αμιγώς υποθετικές εκτιμήσεις (78). Ως τέτοιες νοούνται οι απλές υποθέσεις που από επιστημονικής απόψεως δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί (79). Αντιθέτως, ακόμη και σε περίπτωση διαρκούς επιστημονικής αβεβαιότητας, οι επιστημονικώς διατυπωθείσες ανησυχίες πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής αυτής (80).

157. Ωστόσο, η Bayer επαναλαμβάνει επιλεκτικώς τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς αυτό δέχθηκε ρητώς, με τη σκέψη 534 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την απαγόρευση των χρήσεων που δεν είχαν αξιολογηθεί, μόνον εάν και στο μέτρο που (η Επιτροπή) μπορούσε ευλόγως να υποθέσει ότι οι χρήσεις αυτές δημιουργούσαν κινδύνους αντίστοιχους με εκείνους που προκαλούνταν από τις χρήσεις που είχαν αξιολογηθεί.

158. Η λεπτομερής εκτίμηση των προβαλλόμενων επιχειρημάτων στις σκέψεις 537 έως 545 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καταδεικνύει, άλλωστε, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχεται ως «εύλογη παραδοχή» μια απλή υπόθεση η οποία δεν έχει ακόμη ελεγχθεί επιστημονικώς. Απεναντίας, στη σκέψη 542, απορρίπτει τμήμα της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής για τον λόγο ότι η παρατεθείσα επιστημονική μελέτη δεν ήταν κατάλληλη για να τεκμηριώσει την επιχειρηματολογία αυτή.

159. Αντιθέτως, στις σκέψεις 544 και 545 το Γενικό Δικαστήριο δέχεται ότι τα λοιπά επιχειρήματα της Επιτροπής αρκούν για να δικαιολογήσουν την απαγόρευση. Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα αυτά καταδεικνύουν ότι η εφαρμογή σε φυλλώματα έχει ως αποτέλεσμα την εναπόθεση του οικείου φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο έδαφος, από όπου οι δραστικές του ουσίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν από τις ρίζες και να διαχυθούν στο φυτό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούν να βλάψουν, εν τέλει, τις μέλισσες.

160. Επομένως, αντιθέτως προς την άποψη της Bayer, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε την αξιολόγηση των κινδύνων βάσει αμιγώς υποθετικών εκτιμήσεων, όσον αφορά την απαγόρευση της εφαρμογής σε φυλλώματα.

161. Κατά συνέπεια, η αντίρρηση αυτή είναι αβάσιμη.

2)      Επί της απαγορεύσεως των μη επαγγελματικών χρήσεων

162. Σχετικά με την απαγόρευση της μη επαγγελματικής χρήσεως των δραστικών ουσιών ως εντομοκτόνων, πρέπει να υπομνησθεί κατ’ αρχάς ότι ο επίδικος εκτελεστικός κανονισμός επιτρέπει μεν ορισμένες επαγγελματικές χρήσεις, πλην όμως απαγορεύει εντελώς τη μη επαγγελματική χρήση.

163. Ως προς την ευρύτερη αυτή απαγόρευση, η Bayer επικρίνει το γεγονός ότι, στη σκέψη 558 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση ακατάλληλης χρήσεως στην οποία δεν ακολουθούνται οι οδηγίες χρήσεως, ιδίως όσον αφορά τους μη επαγγελματίες χρήστες. Συγχρόνως, αναγνώρισε, στη σκέψη 553, ότι ούτε η Επιτροπή ούτε οι προσφεύγουσες απέδειξαν αν υπήρχε τέτοια πιθανότητα ή όχι.

164. Η αντίρρηση αυτή είναι δικαιολογημένη. Το Γενικό Δικαστήριο δέχεται, στις σκέψεις 551 και 552 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ουσιώδες επιχείρημα της Επιτροπής ότι σ’ αυτήν εναπόκειται να καθορίσει τον αποδεκτό βαθμό επικινδυνότητας βάσει πολιτικών εκτιμήσεων. Στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 553 έως 556, λαμβάνει υπόψη επιστημονικές εκτιμήσεις, ήτοι δύο δημοσκοπήσεις, τούτο συμβαίνει αποκλειστικώς κατόπιν πρωτοβουλίας της Bayer.

165. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επισήμανε ότι η διάκριση μεταξύ επαγγελματικών και μη επαγγελματικών χρήσεων των φυτοπροστατευτικών προϊόντων είναι συνήθης στο δίκαιο της Ένωσης. Στηρίχθηκε, πρώτον, στον ορισμό του επαγγελματία χρήστη στο άρθρο 3, σημείο 25, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και, δεύτερον, στη διαπίστωση του νομοθέτη της Ένωσης, στην αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου που αφορά τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσεως με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσεως των γεωργικών φαρμάκων (81), η οποία συνίσταται στο ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ακατάλληλης χρήσεως από την ομάδα των μη επαγγελματιών χρηστών λόγω ελλιπών γνώσεων.

166. Τούτο, πάντως, δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία εκτίμηση των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων, παραδείγματος χάρη των δημοσκοπήσεων που προσκόμισε η Bayer, όσον αφορά τις συγκεκριμένες απαγορεύσεις για τους μη επαγγελματίες χρήστες. Τούτο, όμως, επιβάλλεται σε περίπτωση λήψεως μέτρων προφυλάξεως (82).

167. Είναι πιθανό, εν συνεχεία, στο πλαίσιο της σταθμίσεως των αποδεκτών ή μη κινδύνων, τα συμφέροντα των μη επαγγελματιών χρηστών όσον αφορά τη χρήση ορισμένων φυτοπροστατευτικών προϊόντων να έχουν μειωμένη σημασία σε σχέση με εκείνα των επαγγελματιών χρηστών. Επίσης, με τους μη επαγγελματίες χρήστες ενδέχεται να συνδέονται ιδιαίτεροι κίνδυνοι, για παράδειγμα λόγω της ελλείψεως επαγγελματικών προσόντων ή λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ιδιωτικών κήπων. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι απλές υποθέσεις αρκούν για την επιβολή περιορισμών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία.

168. Επομένως, στο σημείο αυτό, η αίτηση αναιρέσεως της Bayer είναι βάσιμη. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή όσον αφορά την απαγόρευση της μη επαγγελματικής χρήσεως των ουσιών clothianidin και imidacloprid ως εντομοκτόνων, στο μέτρο που η απαγόρευση αυτή υπερέβαινε την απαγόρευση η οποία ίσχυε για την επαγγελματική χρήση. Συναφώς, δεν φαίνεται να υφίστανται αμφιβολίες ως προς το έννομο συμφέρον. Αντιθέτως, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη μη συνεκτίμηση κρίσιμων πληροφοριών επηρεάζει άμεσα τον επίδικο εκτελεστικό κανονισμό και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο μπορεί επίσης να τον ακυρώσει κατά το μέτρο αυτό.

6.      Ο έκτος λόγος αναιρέσεως - το εύρος της εκτιμήσεως των επιπτώσεων

169. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Bayer βάλλει κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξετάσεως, στις σκέψεις 459 έως 461 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της εκτιμήσεως των επιπτώσεων από την Επιτροπή. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι αρκούσε το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε γνώση των συνεπειών του μέτρου (σκέψη 460) και διαπίστωσε ότι το εύρος και η μορφή της εκτιμήσεως εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής (σκέψεις 459 και 460). Το Γενικό Δικαστήριο περιορίσθηκε, εν τέλει, στο να συνοψίσει σε τέσσερα σημεία μια μελέτη σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις την οποία είχε προσκομίσει, μεταξύ άλλων, η Bayer, μολονότι η Επιτροπή δεν είχε πλήρη εικόνα των εναλλακτικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων (σκέψη 461). Ως εκ τούτου, η υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων καθίσταται άνευ περιεχομένου.

170. Η Bayer ορθώς επισημαίνει ότι, βάσει του άρθρου 191, παράγραφος 3, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, κατά την εκπόνηση της πολιτικής της στον τομέα του περιβάλλοντος, η Ένωση λαμβάνει υπόψη τα πλεονεκτήματα και τις επιβαρύνσεις που μπορούν να προκύψουν από τη δράση ή την απουσία δράσεως.

171. Επίσης, είναι αληθές ότι η αρχή της προφυλάξεως πρέπει να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή επιτάσσει οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση. Επιπλέον, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (83).

172. Στο πλαίσιο αυτό, αντιθέτως προς την άποψη της Επιτροπής, δεν αρκεί να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι δυσμενείς επιδράσεις των δραστικών ουσιών στο περιβάλλον, ιδίως στις μέλισσες, καθώς και τα κενά δεδομένων και οι κίνδυνοι που έχουν προσδιορισθεί συναφώς. Αντιθέτως, επιβάλλεται και η στάθμιση κοινωνικοοικονομικών ζητημάτων, τουλάχιστον στον βαθμό που το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα παρέχει ευχέρεια εκτιμήσεως, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει την αρχή της αναλογικότητας.

173. Βεβαίως, τέτοια ευχέρεια αποκλείεται, βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, σε περίπτωση επιβλαβών επιδράσεων στην υγεία των ανθρώπων ή στα υπόγεια ύδατα, αλλά οι κρίσιμες εν προκειμένω επιδράσεις στο περιβάλλον εμποδίζουν την έγκριση δραστικής ουσίας μόνον εφόσον είναι «μη αποδεκτές». Ειδικά για τις μέλισσες, πρέπει, κατά το σημείο 3.8.3 του παραρτήματος ΙΙ, να αποτρέπονται οι «μη αποδεκτές» επιδράσεις στις αποικίες μελισσών (84).

174. Συνεπώς, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του σχετικού μέτρου, ήτοι του περιορισμού των εγκρίσεων, καθώς και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με το μέτρο αυτό.

175. Πάντως, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των απαιτήσεων της αρχής της αναλογικότητας και του δικαστικού ελέγχου της. Ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται, ιδίως, στο πλαίσιο της νομοθεσίας, αλλά, για τον λόγο αυτόν, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που εξέδωσαν την επίμαχη πράξη πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η πράξη εκδόθηκε κατόπιν πραγματικής ασκήσεως της διακριτικής τους ευχέρειας. Τούτο προϋποθέτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και όλες οι σχετικές περιστάσεις της καταστάσεως στη ρύθμιση της οποίας σκοπεί η πράξη αυτή. Επομένως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει, τουλάχιστον, να μπορούν να προσκομίσουν και να εκθέσουν με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τα βασικά στοιχεία τα οποία έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη για να θεμελιωθούν τα προσβαλλόμενα μέτρα της πράξεως αυτής και από τα οποία εξηρτάτο η άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας (85). Οι ανωτέρω υποχρεώσεις τεκμηριώσεως πρέπει να ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, για την άσκηση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (86).

176. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, η οποία συνεπάγεται περιορισμένο δικαστικό έλεγχο της ασκήσεώς της (87), δεν αφορά αποκλειστικώς τη φύση και την έκταση των διατάξεων που θα θεσπιστούν, αλλά επίσης, σε ορισμένο βαθμό, τη διαπίστωση των βασικών στοιχείων (88). Ειδικότερα, η μορφή υπό την οποία παρατίθενται τα συνεκτιμηθέντα βασικά δεδομένα δεν ασκεί επιρροή. Βεβαίως, μια συνολική επίσημη εκτίμηση των επιπτώσεων μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη (89), αλλά η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη και κάθε άλλη πηγή πληροφοριών (90).

177. Το Γενικό Δικαστήριο ορθώς εξέτασε την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των δυσμενών συνεπειών της επίδικης ρυθμίσεως υπό το πρίσμα των κριτηρίων αυτών.

178. Όσον αφορά τις οικονομικές συνέπειες, στη σκέψη 461 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς συνήγαγε από τα μνημονευόμενα τέσσερα σημεία ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη μελέτη που συνοψιζόταν με αυτά. Πέραν τούτου, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 464 και 465 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα κράτη μέλη που είχαν ήδη εμπειρία όσον αφορά την απαγόρευση των νεονικοτινοειδών δεν γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ιδιαίτερα μειονεκτήματα για την παραγωγικότητα ή το περιβάλλον.

179. Σε σχέση με τον συγκεκριμένο λόγο αναιρέσεως, η Bayer και, κυρίως, η NFU προβάλλουν ιδίως ότι η σημασία των εναλλακτικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων δεν εκτιμήθηκε επαρκώς.

180. Συναφώς, είναι ορθό ότι τα μειονεκτήματα που συνδέονται με τους περιορισμούς εξαρτώνται από τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που μπορούν ακόμη να χρησιμοποιούν οι γεωργοί. Η σχέση ποιότητας-τιμής των εν λόγω προϊόντων επηρεάζει τα κέρδη των γεωργών και, επιπλέον, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι δυσμενείς επιδράσεις της αυξημένης χρήσεώς τους στην υγεία και στο περιβάλλον.

181. Όπως προκύπτει, όμως, από τη σκέψη 468 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή είχε πλήρη εικόνα των δραστικών ουσιών που είχε εγκρίνει, δηλαδή γνώριζε τόσο τη χρησιμότητά τους για τη γεωργία όσο και τις επιδράσεις τους στην υγεία και στο περιβάλλον. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη και τη γνώση αυτή, καθώς είχε επίγνωση του γεγονότος ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, εξακολουθούσαν να είναι διαθέσιμα δύο άλλα νεονικοτινοειδή (91).

182. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει κατά πόσον τα κράτη μέλη είχαν ήδη εγκρίνει φυτοπροστατευτικά προϊόντα με βάση άλλες δραστικές ουσίες τα οποία θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα προϊόντα που θα αποσύρονταν βάσει του επίδικου εκτελεστικού κανονισμού. Ασφαλώς, οι πληροφορίες αυτές θα ήταν δυνατό να ληφθούν από τα κράτη μέλη, αλλά θα συνιστούσαν απλώς μια στιγμιαία αποτύπωση της καταστάσεως. Έπρεπε, δηλαδή, να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι, κατόπιν της νέας ρυθμίσεως, οι παραγωγοί θα προέβαιναν σε καταχωρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων για τους σχετικούς επιβλαβείς οργανισμούς με βάση δραστικές ουσίες οι οποίες εξακολουθούσαν να είναι εγκεκριμένες.

183. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς επισημαίνει στη σκέψη 463 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το άρθρο 53 του κανονισμού για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα παρέχει τη δυνατότητα να αποτραπούν σοβαρές επιπτώσεις των επίδικων περιορισμών. Πράγματι, κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν προσωρινά τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικού προϊόντος με βάση μη εγκεκριμένες δραστικές ουσίες, για περιορισμένη και ελεγχόμενη χρήση, σε περίπτωση που το μέτρο αυτό κρίνεται αναγκαίο λόγω κινδύνου ο οποίος δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με άλλα εύλογα μέσα. Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να θεωρήσει ότι οι περιορισμοί που επέβαλε δεν θα εφαρμόζονταν κατά τρόπο απόλυτο και αμετάβλητο, αλλά ότι τα κράτη μέλη θα επέτρεπαν παρεκκλίσεις σε επείγουσες περιπτώσεις.

184. Η NFU εκθέτει μεν ότι η πρακτική εφαρμογή της εν λόγω παρεκκλίσεως είναι πολύ περιοριστική στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά τούτο συνιστά ακριβώς εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι δυσμενείς επιδράσεις σε μια συγκεκριμένη περίπτωση εμποδίζουν την έγκριση κατά παρέκκλιση, δηλαδή τα μειονεκτήματα της παρεκκλίσεως υπερτερούν των πλεονεκτημάτων της, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να μην υπάρξει πιο ευνοϊκή γενική έγκριση.

185. Εφόσον, στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη έχουν την ευθύνη να σταθμίζουν τα αντικρουόμενα συμφέροντα, δεν μπορεί να απαιτείται, εξάλλου, από την Επιτροπή να προκαταλαμβάνει την πρακτική τους κατά την επανεξέταση εγκρίσεως.

186. Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

VI.    Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

187. Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο.

188. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να αναιρεθεί μόνον κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή όσον αφορά την απαγόρευση της μη επαγγελματικής χρήσεως των ουσιών clothianidin και imidacloprid ως εντομοκτόνων, στο μέτρο που η απαγόρευση αυτή υπερέβαινε την απαγόρευση η οποία ίσχυε για την επαγγελματική χρήση. Επί του σημείου αυτού, η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση, καθώς είναι βέβαιο ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε, συναφώς, στις διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις. Κατά συνέπεια, ο επίδικος εκτελεστικός κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί ως προς το σημείο αυτό.

VII. Επί των δικαστικών εξόδων

189. Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται και επί των εξόδων.

190. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας, όμως, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Τον ίδιο κανόνα περιλαμβάνει και το άρθρο 134, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

191. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή και η Bayer πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους που αφορούν τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου.

192. Το ίδιο ισχύει και για την αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε απαραδέκτως στο όνομα της Bayer AG, δεδομένου ότι αυτή δεν προκάλεσε πρόσθετα έξοδα για τους λοιπούς διαδίκους σε σχέση με την παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως της Bayer CropScience AG.

193. Κατά τα λοιπά, από το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι, όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, αυτός μπορεί να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής δίκης μόνον αν έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία. Όταν ο εν λόγω διάδικος μετέχει στη δίκη, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Συνεπώς, υπό το πρίσμα της εκβάσεως της διαδικασίας, προτείνω να υποχρεωθούν οι παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως που έχουν συμμετάσχει στην παρούσα διαδικασία να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους (92).

194. Επιπλέον, η απόφαση επί των δικαστικών εξόδων πρέπει να διορθωθεί και για τους παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως. Πρέπει και αυτοί να φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

195. Τέλος, όσον αφορά το De Bijenstichting, προτείνω στο Δικαστήριο να εφαρμόσει το άρθρο 140, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, βάσει του οποίου μπορεί να αποφανθεί ότι το De Bijenstichting φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

VIII. Πρόταση

196. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής επί της παρούσας διαφοράς:

1)      Η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη στο μέτρο που ασκήθηκε στο όνομα της Bayer AG.

2)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2018, Bayer κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑429/13 και T‑451/13, EU:T:2018:280), κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή όσον αφορά την απαγόρευση της μη επαγγελματικής χρήσεως των ουσιών clothianidin και imidacloprid ως εντομοκτόνων, στο μέτρο που η απαγόρευση αυτή υπερέβαινε την απαγόρευση η οποία ίσχυε για την επαγγελματική χρήση.

3)      Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2018, Bayer κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑429/13 και T‑451/13, EU:T:2018:280), πάσχει πλάνη περί το δίκαιο καθόσον με αυτήν κρίθηκε ότι, κατά την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 485/2013 της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2013, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011, όσον αφορά τους όρους έγκρισης των δραστικών ουσιών clothianidin, thiamethoxam και imidacloprid και για την απαγόρευση της χρήσης και πώλησης σπόρων που έχουν υποστεί επέμβαση με φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτές τις δραστικές ουσίες, δεν ήταν αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η επικαιροποιημένη το 2010 έκδοση του συστήματος αξιολογήσεως περιβαλλοντικών κινδύνων από τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που είχε δημοσιεύσει ο Ευρωπαϊκός και Μεσογειακός Οργανισμός Φυτοπροστασίας.

4)      Ο εκτελεστικός κανονισμός 485/2013 είναι άκυρος στο μέτρο που, για τη μη επαγγελματική χρήση των ουσιών clothianidin και imidacloprid ως εντομοκτόνων, επιβάλλει ευρύτερη απαγόρευση από εκείνη που ισχύει για την επαγγελματική χρήση.

5)      Κάθε διάδικος στις διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου και κάθε παρεμβαίνων στις διαδικασίες αυτές φέρει τα δικαστικά έξοδά του.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 485/2013 της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2013, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011, όσον αφορά τους όρους έγκρισης των δραστικών ουσιών clothianidin, thiamethoxam και imidacloprid και για την απαγόρευση της χρήσης και πώλησης σπόρων που έχουν υποστεί επέμβαση με φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτές τις δραστικές ουσίες (ΕΕ 2013, L 139, σ. 12).


3      Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1).


4      Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 1991, L 230, σ. 1).


5      Οδηγία 2006/41/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου ώστε να καταχωριστούν οι ουσίες clothianidin και pethoxamid ως δραστικές ουσίες (ΕΕ 2016, L 187, σ. 24).


6      Οδηγία 2008/116/ΕΚ της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2008 για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου με σκοπό την καταχώριση των ουσιών aclonifen, imidacloprid και metazachlor ως δραστικών ουσιών (ΕΕ 2008, L 337, σ. 86).


7      EFSA Panel on Plant Protection Products and their Residues (PPR), Scientific Opinion on the science behind the development of a risk assessment of Plant Protection Products on bees (Apis mellifera, Bombus spp. and solitary bees). EFSA Journal 2012, 10(5) 2668 (doi:10.2903/j.efsa.2012.2668).


8      Σκέψεις 241 έως 243.


9      EPPO, Annual Report and Council Recommendations 2018, EPPO Bulletin, (2019) 49, σ. 509 (602).


10      Οδηγία 2010/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 12ης Μαρτίου 2010, για την τροποποίηση του παραρτήματος Ι της οδηγίας 91/414 όσον αφορά τους ιδιαίτερους όρους για τις ουσίες clothianidin, thiamethoxam, fipronil και imidacloprid (ΕΕ 2010, L 65, σ. 27).


11      Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/784 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2018, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 όσον αφορά τους όρους έγκρισης της δραστικής ουσίας clothianidin (ΕΕ 2018, L 132, σ. 35).


12      Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/783 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2018, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 όσον αφορά τους όρους έγκρισης της δραστικής ουσίας imidacloprid (ΕΕ 2018, L 132, σ. 31).


13      https://ec.europa.eu/food/plant/pesticides/eu-pesticides-database/public/?event=activesubstance.detail&language=DE&selectedID=1154.


14      Αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1961, S.N.U.P.A.T. κατά Ανωτάτης Αρχής (42/59 και 49/59, EU:C:1961:5, σ. 172), της 4ης Οκτωβρίου 2012, Byankov (C‑249/11, EU:C:2012:608, σκέψη 77), και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Incyte (C‑492/16, EU:C:2017:995, σκέψη 48).


15      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Repower κατά EUIPO (C‑281/18 P, EU:C:2019:426, σημεία 34 και 35).


16      Απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, Herpels κατά Επιτροπής (54/77, EU:C:1978:45, σκέψη 38).


17      Βλ. σχετικά, κατωτέρω, σημεία 137 έως 138.


18      Πρβλ., σχετικά με την οδηγία περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (C‑326/05 P, EU:C:2007:443, σκέψεις 75 και 76), καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψεις 55 και 56).


19      Διατάξεις της 15ης Απριλίου 2010, Makhteshim-Agan Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑517/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:190, σκέψη 62), και της 7ης Μαΐου 2013, Dow AgroSciences κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑584/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:281, σκέψη 73).


20      Πρβλ., σχετικά με την οδηγία περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (C‑326/05 P, EU:C:2007:443, σκέψη 76), καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψη 56).


21      Πρβλ., σχετικά με την οδηγία περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (C‑326/05 P, EU:C:2007:443, σκέψη 77), καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψη 57).


22      COM(2000) 1 τελικό.


23      Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου (T‑13/99, EU:T:2002:209, σκέψη 119).


24      Ενδεικτικές οι αποφάσεις της 1ης Απριλίου 2008, Κοινοβούλιο και Δανία κατά Επιτροπής (C‑14/06 και C‑295/06, EU:C:2008:176, σκέψη 75), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψεις 71 έως 73), της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine (C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 129), και της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψεις 41 έως 43).


25      Αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2007, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑176/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:730, σκέψη 18), και της 29ης Ιουλίου 2019, Bayerische Motoren Werke και Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής (C‑654/17 P, EU:C:2019:634, σκέψη 44).


26      Αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42), και της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑595/14, EU:C:2015:847, σκέψη 17), καθώς και διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2019, Rogesa κατά Επιτροπής (C‑568/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1092, σκέψη 25).


27      Βλ., ανωτέρω, σημείο 32.


28      Αποφάσεις της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 62), και της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑595/14, EU:C:2015:847, σκέψη 16).


29      Αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, Simmenthal κατά Επιτροπής (92/78, EU:C:1979:53, σκέψη 32), της 24ης Ιουνίου 1986, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής (53/85, EU:C:1986:256, σκέψη 21), της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 50), της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 63), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής (C‑57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψη 48).


30      Αποφάσεις της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 65), της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑595/14, EU:C:2015:847, σκέψη 18), και της 30ής Απριλίου 2020, Izba Gospodarcza Producentów i Operatorów Urządzeń Rozrywkowych κατά Επιτροπής (C‑560/18 P, EU:C:2020:330, σκέψη 41).


31      Σε αντίθεση με την απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Xeda International και Pace International κατά Επιτροπής (C‑149/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:433, σκέψη 34).


32      Επί της ανάγκης υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως, βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψεις 32 και 33, καθώς και 42 και 43).


33      Κατωτέρω, σκέψεις 94 και 168.


34      Πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ. (C‑310/97 P, EU:C:1999:407, σκέψεις 52 έως 55).


35      Αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 1983, Gutmann κατά Επιτροπής (92/82, EU:C:1983:286, σκέψη 2), και της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου (294/83, EU:C:1986:166, σκέψεις 15 έως 18).


36      Αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2004, JFE Engineering κατά Επιτροπής (T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, EU:T:2004:221, σκέψεις 47 έως 50), και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, EU:T:2006:396, σκέψεις 72 έως 74).


37      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 99).


38      Βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


39      Βλ., κατωτέρω, σημείο 140.


40      Βλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2019, Deza κατά ECHA (C‑419/17 P, EU:C:2019:52, σκέψη 87).


41      Βλ., ανωτέρω, σημείο 18.


42      Σημεία 109 και 116 του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.


43      Αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής (C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψη 46), και της 10ης Ιουλίου 2019, VG κατά Επιτροπής (C‑19/18 P, EU:C:2019:578, σκέψη 31).


44      Πρβλ., σχετικά με την οδηγία περί φυτοπροστατευτικών προϊόντων, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Industrias Quémicas del Vallés κατά Επιτροπής (C‑326/05 P, EU:C:2007:443, σκέψεις 75 και 77), καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψεις 55 και 57).


45      Βλ., επίσης, την ανάλυση που ακολουθεί όσον αφορά τον τρίτο, τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως.


46      Βλ., ανωτέρω, σημείο 20.


47      Βλ., ανωτέρω, σημείο 19.


48      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


49      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


50      Αποφάσεις της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Δανίας (C‑192/01, EU:C:2003:492, σκέψη 51), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψη 75), καθώς και της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και σκέψη 94).


51      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Verlezza κ.λπ. (C‑487/17 έως C‑489/17, EU:C:2019:270, σκέψη 57). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen (C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψη 134), της 10ης Οκτωβρίου 2019, Luonnonsuojeluyhdistys Tapiola (C‑674/17, EU:C:2019:851, σκέψη 66), και της 24ης Οκτωβρίου 2019, Prato Nevoso Termo Energy (C‑212/18, EU:C:2019:898, σκέψη 58).


52      Αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, National Farmers’ Union κ.λπ. (C‑157/96, EU:C:1998:191, σκέψεις 63 και 64), της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Monsanto Agricoltura Italia κ.λπ. (C‑236/01, EU:C:2003:431, σκέψη 111), καθώς και της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 43).


53      Αποφάσεις της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Δανίας (C‑192/01, EU:C:2003:492, σκέψη 52), της 28ης Ιανουαρίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑333/08, EU:C:2010:44, σκέψη 93), της 29ης Απριλίου 2010, Solgar κ.λπ. (C‑446/08, EU:C:2010:233, σκέψη 70), καθώς και της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 43).


54      Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Monsanto Agricoltura Italia κ.λπ. (C‑236/01, EU:C:2003:431, σκέψη 112).


55      Krämer, L., σε von der Groeben/Schwarze (επιμ.), Kommentar zum Vertrag über die Europäische Union und zur Gründung der Europäischen Gemeinschaft, 7η έκδ., Nomos, Μπάντεν-Μπάντεν 2015, άρθρο 191 ΣΛΕΕ, σημείο 40· Scherer, J., και Heselhaus, S., «Umweltrecht», σημείο 36, σε Dauses (επιμ.), Handbuch des EU-Wirtschaftsrechts, C. H. Beck, Μόναχο, EL 49, Νοέμβριος 2019.


56      Βλ. αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1999, Lirussi και Bizzaro (C‑175/98 και C‑177/98, EU:C:1999:486, σκέψη 51), της 22ας Ιουνίου 2000, Fornasar κ.λπ. (C‑318/98, EU:C:2000:337, σκέψη 37), και της 26ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑494/01, EU:C:2005:250, σκέψη 165).


57      Βλ. Calliess, C. σε Calliess/Ruffert (επιμ.), EUV/AEUV, 5η έκδ. 2016, άρθρο 191 ΣΛΕΕ, σημεία 32 και 33, Kahl, W. σε Streinz (επιμ.), EUV/AEUV, 3η έκδ. 2018, άρθρο 114 ΣΛΕΕ, σημεία 81 και 82, καθώς και Nettesheim, M. σε Grabitz/Hilf/Nettesheim (επιμ.), Das Recht der Europäischen Union, 44η συμπληρωματική έκδοση, Μάιος 2011, άρθρο 191, σημείο 89.


58      Βλ., επίσης, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine (C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψεις 128 και 129).


59      Παρόμοια ήταν η κατάσταση σχετικά με τη ρύθμιση την οποία αφορούσε η απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical (C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψεις 60 και 64).


60      Αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (C‑136/92 P, EU:C:1994:211, σκέψη 59), της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 165), και της 16ης Νοεμβρίου 2017, Ludwig-Bölkow-Systemtechnik κατά Επιτροπής (C‑250/16 P, EU:C:2017:871, σκέψη 29).


61      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Union des industries de la protection des plantes (C‑514/19, EU:C:2020:422, σημεία 91 και 92).


62      Βλ., ανωτέρω, σημείο 30.


63      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 92).


64      Βλ., επίσης, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine (C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψεις 128 και 129).


65      Βλ., ανωτέρω, σημεία 75 επ.


66      Η Bayer επικαλείται την απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Fidenato κ.λπ. (C‑111/16, EU:C:2017:676, σκέψη 52), τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Fidenato κ.λπ. (EU:C:2017:248, σημεία 74 έως 77), καθώς και την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 2002, Artegodan κατά Επιτροπής (T‑74/00, T‑76/00, T‑83/00 έως T‑85/00, T‑132/00, T‑137/00 και T‑141/00, EU:T:2002:283, σκέψεις 192 και 195).


67      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 99). Βλ. επίσης, ανωτέρω, σημεία 76 και 115 επ.


68      Βλ., ανωτέρω, σημείο 76.


69      Βλ., ανωτέρω, σημεία 44 έως 49.


70      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές (ΕΕ 2003, L 268, σ. 1).


71      Αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ. (C‑58/10 έως C‑68/10, EU:C:2011:553, σκέψη 76), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Fidenato κ.λπ. (C‑111/16, EU:C:2017:676, σκέψη 51).


72      Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Fidenato κ.λπ. (C‑111/16, EU:C:2017:676, σκέψεις 50, 52 και 53).


73      Ενδεικτικά, σχετικά με δεσμευτικές τελωνειακές πληροφορίες, αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 1998, Lopex Export (C‑315/96, EU:C:1998:31, σκέψη 28), της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Schenker (C‑199/09, EU:C:2010:728, σκέψη 16), και της 7ης Απριλίου 2011, Sony Supply Chain Solutions (Europe) (C‑153/10, EU:C:2011:224, σκέψη 24).


74      Βλ. απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1998, Lopex Export (C‑315/96, EU:C:1998:31, σκέψεις 28 και 29).


75      EFSA, Conclusion on the peer review of the pesticide risk assessment for bees for the active substance clothianidin. EFSA Journal 2013, 11(1):3066 (doi:10.2903/j.efsa.2013.3066), σ. 6, και European Food Safety Authority· Conclusion on the peer review of the pesticide risk assessment for bees for the active substance imidacloprid. EFSA Journal 2013, 11(1):3068 (doi:10.2903/j.efsa.2013.3068), σ. 6.


76      Βλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψη 58), και της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ. (C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 79).


77      Βλ., επίσης, αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής (C‑439/05 P και C‑454/05 P, EU:C:2007:510, σκέψη 32), και της 6ης Νοεμβρίου 2008, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (C‑405/07 P, EU:C:2008:613, σκέψη 67).


78      Αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Monsanto Agricoltura Italia κ.λπ. (C‑236/01, EU:C:2003:431, σκέψη 106), της 28ης Ιανουαρίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑333/08, EU:C:2010:44, σκέψη 91), και της 19ης Ιανουαρίου 2017, Queisser Pharma (C‑282/15, EU:C:2017:26, σκέψη 60).


79      Αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Monsanto Agricoltura Italia κ.λπ. (C‑236/01, EU:C:2003:431, σκέψη 106), της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Monsanto κ.λπ. (C‑58/10 έως C‑68/10, EU:C:2011:553, σκέψη 77), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Fidenato κ.λπ. (C‑111/16, EU:C:2017:676, σκέψη 51).


80      Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gowan Comércio Internacional e Serviços (C‑77/09, EU:C:2010:803, σκέψεις 78 και 79).


81      Οδηγία 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 309, σ. 71).


82      Βλ., ανωτέρω, σημείο 105.


83      Αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical (C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψεις 45 και 60 έως 62), και της 9ης Ιουνίου 2016, Pesce κ.λπ. (C‑78/16 και C‑79/16, EU:C:2016:428, σκέψη 48).


84      Βλ., ανωτέρω, σημεία 44 έως 49.


85      Βλ. αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Ισπανία κατά Συμβουλίου (C‑310/04, EU:C:2006:521, σκέψεις 122 και 123), της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical (C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 34), καθώς και της 13ης Μαρτίου 2019, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑128/17, EU:C:2019:194, σκέψη 73).


86      Διατάξεις της 22ας Μαΐου 2014, Bilbaína de Alquitranes κ.λπ. κατά ECHA (C‑287/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:599, σκέψη 20), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Rütgers Germany κ.λπ. κατά ECHA (C‑290/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2174, σκέψη 26).


87      Βλ., ανωτέρω, σημείο 50.


88      Βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1979, Ιταλία κατά Συμβουλίου (166/78, EU:C:1979:195, σκέψη 14), της 25ης Ιουνίου 1997, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑285/94, EU:C:1997:313, σκέψη 23), της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑243/05 P, EU:C:2006:708, σκέψη 73), της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical (C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 33), και της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Αλιευτικές ποσοστώσεις ξιφία της Μεσογείου) (C‑611/17, EU:C:2019:332, σκέψη 57).


89      Βλ. αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ. (C‑58/08, EU:C:2010:321, σκέψεις 55, 58 και 65), καθώς και της 12ης Μαΐου 2011, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑176/09, EU:C:2011:290, σκέψη 65).


90      Βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑128/17, EU:C:2019:194, σκέψη 31), η οποία στηρίζεται στις αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical (C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψεις 36, 37 και 40), και της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38 (C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψεις 64 έως 66).


91      Παράρτημα 23 της αιτήσεως αναιρέσεως, σ. 3 (σ. 633 των παραρτημάτων).


92      Βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 265).