Language of document : ECLI:EU:T:2018:251

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 3ης Μαΐου 2018 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Κίνας – Τροποποίηση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ – Μερική ενδιάμεση επανεξέταση – Προσφυγή ακυρώσεως – Προϋπόθεση η πράξη να αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα – Παραδεκτό – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Κατασκευασμένη κανονική αξία – Μεταβολή της σχετικής μεθόδου – Ατομική μεταχείριση – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, και άρθρο 11, παράγραφος 9, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 [νυν άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, και άρθρο 11, παράγραφος 9, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036] – Καθορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως»

Στην υπόθεση T‑431/12,

Distillerie Bonollo SpA, με έδρα τo Formigine (Ιταλία),

Industria Chimica Valenzana (ICV) SpA, με έδρα το Borgoricco (Ιταλία),

Distillerie Mazzari SpA, με έδρα τη Sant’Agata sul Santerno (Ιταλία),

Caviro Distillerie Srl, με έδρα τη Faenza (Ιταλία),

Comercial Química Sarasa, SL, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

εκπροσωπούμενες από τον R. MacLean, solicitor, και τον A. Bochon, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την S. Boelaert και τον B. Driessen, επικουρούμενους αρχικώς από τον G. Berrisch, δικηγόρο, και την N. Chesaites, barrister, στη συνέχεια από τον G. Berrisch και, τέλος, από τον N. Tuominen, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον M. França και την A. Stobiecka‑Kuik, στη συνέχεια από τους Μ. França και J.‑F. Brakeland,

και από

την Changmao Biochemical Engineering Co. Ltd, με έδρα το Changzhou (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους E. Vermulst, S. Van Cutsem, F. Graafsma και J. Cornelis, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 626/2012 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2012, για τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 349/2012 σχετικά με την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τρυγικού οξέος, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2012, L 182, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins (εισηγητή), πρόεδρο, M. Kancheva, E. Bieliūnas, R. Barents και J. Passer, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Οκτωβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το τρυγικό οξύ χρησιμοποιείται κυρίως ως πρόσθετο ποτών και τροφίμων στην παραγωγή οίνου και άλλων ποτών και ως επιβραδυντικό πήξεως του γύψου. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και στην Αργεντινή το L+ τρυγικό οξύ παρασκευάζεται από υποπροϊόντα οινοποιήσεως, ήτοι από οινολάσπες, που μετατρέπονται σε τρυγικό ασβέστιο και, εν συνεχεία, σε τρυγικό οξύ. Στην Κίνα το L+ τρυγικό οξύ και το DL τρυγικό οξύ παρασκευάζονται από βενζόλιο, το οποίο μετατρέπεται σε μηλεϊνικό ανυδρίτη, εν συνεχεία σε μηλεϊνικό οξύ και, τέλος, σε τρυγικό οξύ. Το τρυγικό οξύ που παρασκευάζεται με χημική σύνθεση έχει τα ίδια φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά και προορίζεται για τις ίδιες βασικές χρήσεις με αυτό που παρασκευάζεται από υποπροϊόντα οινοποιήσεως.

2        Στις 24 Σεπτεμβρίου 2004 διάφοροι Ευρωπαίοι παραγωγοί, μεταξύ των οποίων η Comercial Química Sarasa, SL, η Distillerie Mazzari SpA και η Industria Chimica Valenzana (ICV) SpA, υπέβαλαν καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με πρακτικές ντάμπινγκ στον τομέα του τρυγικού οξέος.

3        Στις 30 Οκτωβρίου 2004 η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2004, C 267, σ. 4).

4        Οι παραγωγοί που υπέβαλαν την καταγγελία γνωστοποίησαν τις απόψεις τους.

5        Η Επιτροπή πραγματοποίησε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις μερικών Ευρωπαίων παραγωγών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι τρεις εταιρίες που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 2 ανωτέρω και η Distillerie Bonollo SpA.

6        Στις 27 Ιουλίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1259/2005 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2005, L 200, σ. 73, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

7        Στις 23 Ιανουαρίου 2006 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 130/2006 για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2006, L 23, σ. 1, στο εξής: οριστικός κανονισμός).

8        Μετά τη δημοσίευση, στις 4 Αυγούστου 2010, ανακοινώσεως σχετικά με την επικείμενη λήξη της ισχύος ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ (ΕΕ 2010, C 211, σ. 11), στις 27 Οκτωβρίου 2010 υποβλήθηκε στην Επιτροπή αίτηση επανεξετάσεως ενόψει της λήξεως της ισχύος των εν λόγω μέτρων, κατατεθείσα εκ μέρους των προσφευγουσών, ήτοι από την Caviro Distillerie Srl, την Comercial Química Sarasa, την Distillerie Bonollo, την Distillerie Mazzari και την Industria Chimica Valenzana.

9        Στις 26 Ιανουαρίου 2011 η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασιών επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος τους (ΕΕ 2011, C 24, σ. 14), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, στο εξής: βασικός κανονισμός) [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21)], και, ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1036).

10      Στις 9 Ιουνίου 2011 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 2016/1036), αίτηση για τη διεξαγωγή μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως σχετικά με την Changmao Biochemical Engineering Co. Ltd και τη Ninghai Organic Chemical Factory (στο εξής: δύο Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς).

11      Στις 29 Ιουλίου 2011 η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση για την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2011, C 223, σ. 16), βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

12      Στις 16 Απριλίου 2012 το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 349/2012 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τρυγικού οξέος, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, έπειτα από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (ΕΕ 2012, L 110, σ. 3).

13      Την ίδια ημερομηνία, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες το τελικό πληροφοριακό έγγραφο που περιελάμβανε τα ουσιώδη πραγματικά στοιχεία και τις ουσιώδεις εκτιμήσεις βάσει των οποίων σκόπευε να προτείνει την τροποποίηση των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ.

14      Την ίδια ημέρα, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή αίτηση προς παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

15      Στις 19 Απριλίου 2012 η Επιτροπή γνωστοποίησε την απάντησή της στις προσφεύγουσες.

16      Στις 25 Απριλίου 2012 οι προσφεύγουσες διαβίβασαν στην Επιτροπή τα σχόλιά τους επί του τελικού πληροφοριακού εγγράφου, διατυπώνοντας επικρίσεις, ιδίως ως προς την προβαλλόμενη μεταβολή της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες ζήτησαν να πραγματοποιηθεί ακρόαση με τους εκπροσώπους της Επιτροπής.

17      Στις 10 Μαΐου 2012, κατά τη διάρκεια της ακροάσεως με τους εκπροσώπους της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους ως προς τη θέση που διατύπωσε το εν λόγω θεσμικό όργανο. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν ακόμη συμπληρωματικές γραπτές παρατηρήσεις στις 16 Μαΐου και στις 7 Ιουνίου 2012.

18      Μετά τη διαδικασία μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως για τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 26 Ιουνίου 2012 τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 626/2012 για τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού 349/2012 (ΕΕ 2012, L 182, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

19      Κατ’ ουσίαν, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αναγνωρίζει το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ) στους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς και, κατόπιν κατασκευής της κανονικής αξίας βάσει των πληροφοριών που παρέσχε ένας συνεργαζόμενος στην έρευνα παραγωγός σε ανάλογη χώρα, ήτοι στην Αργεντινή, αυξάνει τον δασμό αντιντάμπινγκ για τα προϊόντα που παρασκευάζονται από τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, αντιστοίχως, από 10,1 % σε 13,1 % και από 4,7 % σε 8,3 %.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Σεπτεμβρίου 2012, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

21      Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Δεκεμβρίου 2012, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την αναστολή της διαδικασίας. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Δεκεμβρίου 2012, το Συμβούλιο ζήτησε επίσης την αναστολή της διαδικασίας.

22      Στις 13 Δεκεμβρίου 2012, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε το αίτημα αναστολής για διάστημα δύο ετών, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

23      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου και στις 16 Μαΐου 2013, η Επιτροπή και η Changmao Biochemical Engineering, αντιστοίχως, ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Συμβουλίου.

24      Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Νοεμβρίου 2014, οι προσφεύγουσες ζήτησαν τη διατήρηση της αναστολής της διαδικασίας. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 2014, το Συμβούλιο δήλωσε ότι συμφωνεί με το εν λόγω αίτημα.

25      Στις 27 Ιανουαρίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα αναστολής έως τις 13 Απριλίου 2015, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

26      Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Μαΐου 2015, οι προσφεύγουσες ζήτησαν περαιτέρω αναστολή της διαδικασίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι το Συμβούλιο εναντιώθηκε στο αίτημα αυτό με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Ιουνίου 2015, δεν έγινε δεκτή η αναστολή της εκδικάσεως της υποθέσεως βάσει του άρθρου 77, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

27      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουνίου 2015, το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

28      Στις 22 Απριλίου 2016, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή, τοποθετημένο στο έκτο τμήμα, το οποίο, με διάταξη της 20ής Ιουλίου 2016, αποφάσισε να συνεκδικάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

29      Με απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2016 και με διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτές τις αιτήσεις παρεμβάσεως της Επιτροπής και της Changmao Biochemical Engineering, διευκρινίζοντας ότι, εφόσον οι αιτήσεις παρεμβάσεώς τους είχαν κατατεθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, θα μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, βάσει της εκθέσεως ακροατηρίου που θα τους κοινοποιούνταν.

30      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

31      Κατόπιν προτάσεως του ογδόου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση σε πενταμελές τμήμα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

32      Οι προσφεύγουσες ζητούν, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή·

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, διατηρώντας σε ισχύ τα αποτελέσματά του μέχρι τη λήψη από το Συμβούλιο των εκτελεστικών μέτρων που θα συνεπάγεται η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και κάθε παρεμβαίνοντα στα δικαστικά έξοδα.

33      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

34      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες γραπτές ερωτήσεις. Οι διάδικοι απάντησαν στις εν λόγω ερωτήσεις εμπροθέσμως.

35      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Οκτωβρίου 2017.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

36      Η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο στηρίζεται, αφενός, στην έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως και, αφετέρου, στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

37      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιορίζεται στο να αυξήσει ελαφρώς τον δασμό αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών τρυγικού οξέος που παρασκευάζεται από τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, χωρίς να μεταβάλει τις λοιπές διαπιστώσεις του εκτελεστικού κανονισμού 349/2012, όπως είναι η άσκηση πρακτικών ντάμπινγκ από οποιονδήποτε άλλο Κινέζο παραγωγό-εξαγωγέα, η σημαντική ζημία που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ντάμπινγκ και της ζημίας και το συμφέρον της Ένωσης να διατηρηθούν τα μέτρα. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι μια υβριδική νομική πράξη. Συγκεκριμένα, κατά το Συμβούλιο, ενώ ο εν λόγω κανονισμός περιέχει ατομικές αποφάσεις όσον αφορά τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, αποτελεί μέτρο γενικής εφαρμογής όσον αφορά τις προσφεύγουσες. Επομένως, κατά το Συμβούλιο, όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής, η κατάσταση των παραγωγών-εξαγωγέων και των παραγωγών της Ένωσης, όπως οι προσφεύγουσες, είναι θεμελιωδώς διαφορετική.

38      Συναφώς, το Συμβούλιο φρονεί ότι το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες έδωσαν το έναυσμα για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, με την αίτησή τους για τη διεξαγωγή μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας. Κατά το Συμβούλιο, εάν η αίτησή τους για τη διεξαγωγή επανεξετάσεως είχε απορριφθεί, οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την απόφαση αυτή. Το Συμβούλιο διατείνεται ότι, δεδομένου ότι η διαδικασία μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως κινήθηκε κατόπιν σχετικής αιτήσεως των προσφευγουσών, ο προσβαλλόμενος κανονισμός που προέκυψε εντεύθεν είναι μέτρο γενικής εφαρμογής για αυτές, που δεν μπορούν να αμφισβητήσουν για διάφορους λόγους.

39      Πρώτον, κατά το Συμβούλιο, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες· ο κανονισμός αυτός περιορίζεται στο να θεσπίσει έναν αναθεωρημένο δασμό αντιντάμπινγκ για τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς. Συναφώς, το Συμβούλιο προσθέτει ότι η τροποποίηση του συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ επί των προερχομένων από τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς εισαγωγών δεν είναι δυνατό να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι των προσφευγουσών, καθόσον αυτές δεν καταβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ. Ακόμη και αν η αναθεώρηση του επίμαχου συντελεστή ήταν ικανή να έχει οικονομικό αντίκτυπο όσον αφορά τους παραγωγούς της Ένωσης, περιλαμβανομένων και των προσφευγουσών, τούτο δεν θα αποδείκνυε την ύπαρξη του απαιτούμενου έννομου αποτελέσματος.

40      Κατά την άποψη του Συμβουλίου, οι προσφεύγουσες δεν έχουν κάποιο δικαίωμα να απαιτήσουν την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ ορισμένου ύψους στους ανταγωνιστές τους. Αφενός, η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ εξαρτάται από την ύπαρξη συμφέροντος της Ένωσης. Αφετέρου, η βιομηχανία της Ένωσης δεν έχει δικαίωμα να απαιτήσει προσδιορισμό δασμού σε συγκεκριμένο επίπεδο, καθόσον το ύψος του δασμού εξαρτάται από εμπιστευτικά στοιχεία άλλων μερών και απορρέει από την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων.

41      Δεύτερον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες. Η κατάσταση των προσφευγουσών, ως παραγωγών τρυγικού οξέος, είναι ανάλογη με εκείνη οποιουδήποτε οικονομικού φορέα που ασκεί δραστηριότητες στην αγορά του τρυγικού οξέος εντός της Ένωσης. Συναφώς, κατά την άποψη του Συμβουλίου, πρέπει να ληφθεί υπόψη, κατ’ αναλογίαν, η νομολογία σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά την οποία οι προσφεύγουσες πρέπει να αποδείξουν ότι η θέση τους στην αγορά θίγεται ουσιωδώς από την τροποποίηση των δασμών αντιντάμπινγκ την οποία επέφερε ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Κατά το Συμβούλιο, το γεγονός και μόνον ότι μια πράξη είναι δυνατό να ασκήσει κάποια επιρροή επί των σχέσεων ανταγωνισμού που υφίστανται στην οικεία αγορά και ότι οι προσφεύγοντες διάδικοι τελούν σε μια οποιαδήποτε σχέση ανταγωνισμού με τον αποδέκτη της πράξεως δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η σχετική πράξη τις αφορά ατομικά.

42      Το Συμβούλιο απορρίπτει ως μη τεκμηριωμένο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η βιομηχανία παραγωγής τρυγικού οξέος εντός της Ένωσης θα μπορούσε εύκολα να εξαφανιστεί, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου κέρδους της βιομηχανίας της Ένωσης κατά τη διάρκεια της περιόδου επανεξετάσεως.

43      Περαιτέρω, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες μετείχαν ενεργά στη διοικητική διαδικασία δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η σχετική πράξη τις αφορά ατομικά. Επιπλέον, κατά το Συμβούλιο, το ύψος των δασμών αντιντάμπινγκ δεν στηρίζεται σε στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τις προσφεύγουσες, αλλά σε στοιχεία που παρασχέθηκαν από τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς και από τον παραγωγό της ανάλογης χώρας που συνεργάστηκε στην έρευνα ή σε στοιχεία που είναι δημοσίως προσβάσιμα.

44      Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο φρονεί ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός μνημονεύει ρητώς τις προσφεύγουσες.

45      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή τόνισε ότι συμμερίζεται τις αντιρρήσεις του Συμβουλίου αναφορικά με την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως των προσφευγουσών. Ωστόσο, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες δεν καταβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ αποτελεί στοιχείο το οποίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη μεταξύ άλλων στοιχείων, αλλά το οποίο, αυτό καθαυτό, δεν είναι κρίσιμο προκειμένου να προσδιοριστεί αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός τις αφορά άμεσα.

46      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις αντιρρήσεις του Συμβουλίου σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίησή τους και υποστηρίζουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός τις αφορά άμεσα και ατομικά.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

47      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

48      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν είναι αποδέκτριες του προσβαλλόμενου κανονισμού, πρέπει να εξεταστεί, κατ’ αρχάς, αν ο εν λόγω κανονισμός τις αφορά άμεσα και ατομικά.

49      Όσον αφορά το ζήτημα αν ο ως άνω κανονισμός αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες, η προϋπόθεση αυτή επιτάσσει, σύμφωνα με μια συχνά χρησιμοποιούμενη διατύπωση που απαντά στη νομολογία, ότι η προσβαλλόμενη πράξη της Ένωσης θα πρέπει να έχει άμεσα αποτελέσματα όσον αφορά τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος, αφενός, και ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία εξουσία εκτιμήσεως που να έχει παρασχεθεί στους αποδέκτες της πράξεως αυτής που είναι επιφορτισμένοι με την εκτέλεσή της, καθόσον η εν λόγω εκτέλεση έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει μόνον από τη ρύθμιση της Ένωσης χωρίς την εφαρμογή άλλων ενδιαμέσων κανόνων, αφετέρου (διατάξεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑18/10, EU:T:2011:419, σκέψη 71, και της 14ης Ιανουαρίου 2015, SolarWorld κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑507/13, EU:T:2015:23, σκέψη 40).

50      Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη, που ήσαν επιφορτισμένα με την εκτέλεση του προσβαλλόμενου κανονισμού, ουδόλως είχαν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ και την επιβολή του δασμού αυτού στα σχετικά προϊόντα [βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου, T‑643/11, EU:T:2014:1076, σκέψη 28 (μη δημοσιευθείσα)], η δεύτερη απαίτηση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 49 ανωτέρω ικανοποιείται.

51      Όσον αφορά την πρώτη από τις απαιτήσεις αυτές, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, η στενή ερμηνεία της απαιτήσεως η πράξη να αφορά άμεσα τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων διαδίκων δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

52      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθούν οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:21, σημείο 71), κατά τις οποίες στη νομολογία –απολύτως ορθώς– κατ’ επανάληψη έχουν κριθεί παραδεκτές προσφυγές ακυρώσεως που ασκήθηκαν από ιδιώτες κατά πράξεων της Ένωσης των οποίων οι συνέπειες επί των προσφευγόντων δεν είναι νομικής, αλλά απλώς πραγματικής φύσεως, λόγω, ιδίως, του ότι οι ως άνω πράξεις αφορούν άμεσα αυτούς τους προσφεύγοντες εξαιτίας της ιδιότητάς τους ως οικονομικών φορέων της αγοράς ευρισκόμενων σε ανταγωνισμό με άλλους τέτοιους φορείς.

53      Πράγματι, εάν ήταν ορθή η άποψη που υποστηρίζουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση όσον αφορά την έννοια του κατά πόσον μια πράξη αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, κάθε προσφυγή που ασκείται από παραγωγό της Ένωσης κατά κανονισμού περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ θα έπρεπε κατά σύστημα να κρίνεται απαράδεκτη, ενώ καθ’ όμοιο τρόπο θα έπρεπε να κρίνεται απαράδεκτη κάθε προσφυγή που ασκείται από ανταγωνιστή του δικαιούχου ενισχύσεως που κηρύχθηκε συμβατή με την εσωτερική αγορά από την Επιτροπή μετά την περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, καθώς και κάθε προσφυγή που ασκείται από ανταγωνιστή κατά αποφάσεως με την οποία μια πράξη συγκεντρώσεως κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά.

54      Πλην όμως, προσφυγές τέτοιου είδους έχουν κριθεί παραδεκτές επανειλημμένως στη νομολογία.

55      Πρώτον, στον τομέα του αντιντάμπινγκ, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (264/82, EU:C:1985:119, σκέψεις 12 έως 16), η οποία αφορούσε κατάσταση πολύ παραπλήσια προς αυτήν της προκειμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο έκρινε ρητώς ότι ο επίμαχος κανονισμός αφορούσε άμεσα τον προσφεύγοντα, έναν ανταγωνιστή Ευρωπαίο παραγωγό που υποστήριζε ότι οι επιβληθέντες δασμοί αντιντάμπινγκ δεν ήταν αρκούντως υψηλοί. Εξάλλου, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1998, CECOM κατά Συμβουλίου (T‑232/95, EU:T:1998:158), και της 28ης Οκτωβρίου 1999, EFMA κατά Συμβουλίου (T‑210/95, EU:T:1999:273), το απαράδεκτο των προσφυγών που είχαν ασκηθεί από ενώσεις Ευρωπαίων παραγωγών κατά κανονισμών περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ τους οποίους οι παραγωγοί αυτοί θεωρούσαν ως μη ικανοποιητικούς ούτε προβλήθηκε από το καθού ούτε έγινε δεκτό αυτεπαγγέλτως.

56      Καίτοι στη νομολογία κρίθηκε απαράδεκτη προσφυγή που ασκήθηκε από ορισμένους παραγωγούς της Ένωσης οι οποίοι ανήκαν σε ένωση που είχε υποβάλει καταγγελία αντιντάμπινγκ κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί αποδοχής των αναλήψεων υποχρεώσεων των παραγωγών-εξαγωγέων στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ, το συμπέρασμα αυτό προέκυψε από το γεγονός ότι η ως άνω απόφαση είχε θεωρηθεί ότι δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι των προσφευγόντων, αποτελέσματα τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορρέουν από τον κανονισμό αντιντάμπινγκ περί αποδοχής των αναλήψεων υποχρεώσεων (βλ., συναφώς, διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2015, SolarWorld κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑507/13, EU:T:2015:23, σκέψεις 48, 52 και 58, που επιβεβαιώθηκε με διάταξη της 10ης Μαρτίου 2016, SolarWorld κατά Επιτροπής, C‑142/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:163, σκέψεις 24 έως 28), πράγμα που είναι πολύ διαφορετικό από την κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση.

57      Δεύτερον, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, έχει γίνει δεκτό πολύ συχνά ότι απόφαση της Επιτροπής με την οποία η οικεία ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά αφορά άμεσα τους ανταγωνιστές των επιχειρήσεων που είναι δικαιούχοι της ενισχύσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, 169/84, EU:C:1986:42, σκέψη 30· της 27ης Απριλίου 1995, ASPEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑435/93, EU:T:1995:79, σκέψεις 60 και 61, και της 22ας Οκτωβρίου 1996, Skibsværftsforeningen κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑266/94, EU:T:1996:153, σκέψη 49). Συναφώς, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι η κατάσταση του ανταγωνιστή του δικαιούχου μιας ενισχύσεως και εκείνη του ανταγωνιστή του παραγωγού-εξαγωγέα του οποίου τα προϊόντα υπόκεινται σε φερόμενους ως ανεπαρκείς δασμούς αντιντάμπινγκ είναι κατ’ ουσίαν συγκρίσιμες προς τον σκοπό της αναλύσεως της προϋποθέσεως κατά την οποία απαιτείται η πράξη να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής.

58      Τρίτον, στη νομολογία υπάρχουν πολλά παραδείγματα προσφυγών που άσκησαν ανταγωνιστές κατά αποφάσεων με τις οποίες πράξεις συγκεντρώσεως κηρύσσονται συμβατές με την εσωτερική αγορά, προσφυγών ως προς τις οποίες κρίθηκε ότι επληρούτο η προϋπόθεση να αφορά η πράξη άμεσα τον προσφεύγοντα (αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1994, Air France κατά Επιτροπής, T‑2/93, EU:T:1994:55, σκέψη 41· της 3ης Απριλίου 2003, BaByliss κατά Επιτροπής, T‑114/02, EU:T:2003:100, σκέψη 89, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, ARD κατά Επιτροπής, T‑158/00, EU:T:2003:246, σκέψη 60). Ειδικότερα, από τις ως άνω υποθέσεις προκύπτει ότι έχει γίνει δεκτό ότι πράξη αφορούσε άμεσα τον προσφεύγοντα μολονότι αυτός δεν συμμετείχε στις πράξεις συγκεντρώσεως. Πράγματι, εφόσον οι αποφάσεις που ήταν επίμαχες στις ως άνω υποθέσεις καθιστούσαν δυνατή την άμεση πραγματοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως, αυτές ήταν ικανές να επιφέρουν άμεση μεταβολή της καταστάσεως των σχετικών αγορών. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν η βούληση των μερών που συμμετέχουν στην πράξη συγκεντρώσεως να την υλοποιήσουν δεν επιδέχεται αμφιβολίες, οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στις σχετικές αγορές μπορούν, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, να θεωρήσουν βέβαιη μια άμεση ή ταχεία μεταβολή της καταστάσεως της αγοράς (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, easyJet κατά Επιτροπής, T‑177/04, EU:T:2006:187, σκέψεις 31 και 32).

59      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνεπάγεται την περάτωση της διαδικασίας μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως, η οποία κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως των προσφευγουσών, τροποποιώντας τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις προερχόμενες από τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς εισαγωγές. Πράγματι, οι προσφεύγουσες, υποβάλλοντας την αίτησή τους για τη διεξαγωγή μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, επιδίωξαν να ληφθούν εκ μέρους της Επιτροπής και του Συμβουλίου τα κατάλληλα μέτρα για την αντιστάθμιση του ντάμπινγκ που τους προκάλεσε ζημία. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες έδωσαν το έναυσμα για την κίνηση της διαδικασίας μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως και τα μέτρα που ελήφθησαν μετά την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας προορίζονταν για την αντιστάθμιση του ντάμπινγκ που προκάλεσε τη ζημία την οποία αυτές υπέστησαν ως παραγωγοί-ανταγωνιστές που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες.

60      Τα επιχειρήματα που προέβαλαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν κλονίζουν το συμπέρασμα αυτό.

61      Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι η τροποποίηση των ισχυόντων δασμών αντιντάμπινγκ δεν είναι δυνατό να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι των προσφευγουσών, καθόσον αυτές ουδόλως καταβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ. Το εν λόγω γεγονός, αυτό καθαυτό, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας (βλ., συναφώς, την προπαρατεθείσα στη σκέψη 55 νομολογία), όπως αναγνώρισε, εξάλλου, η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

62      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως ορθώς επισήμαναν οι προσφεύγουσες, ούτε οι δύο Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς υπέχουν υποχρέωση να καταβάλλουν τέτοιους δασμούς. Πράγματι, οι εν λόγω δασμοί καταβάλλονται από τους εισαγωγείς εντός της Ένωσης. Περαιτέρω, το άρθρο 12 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 12 του κανονισμού 2016/1036), εξεταζόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεών του 16 και 18 (νυν αιτιολογικών σκέψεων 17 και 19 του κανονισμού 2016/1036), αντιτίθεται στην ανάληψη ή την «απορρόφηση» των δασμών αντιντάμπινγκ από τους παραγωγούς-εξαγωγείς.

63      Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του Συμβουλίου, που υποστήριξε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με το οποίο οι προσφεύγουσες δεν έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ ορισμένου ύψους στους ανταγωνιστές τους. Αφενός, προκειμένου να εκτιμηθεί το παραδεκτό της προσφυγής, αρκεί να εξετασθεί αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες, πράγμα που ισχύει για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω. Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ συγκεκριμένου ύψους, αλλά περιορίζονται στο να προσάψουν στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή παράβαση των κανόνων που προβλέπονται από τον βασικό κανονισμό για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

64      Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί, επίσης, το επιχείρημα του Συμβουλίου, που υποστήριξε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το οποίο, άπαξ το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεχθούν να κινήσουν τη διαδικασία μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως, οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να αμφισβητήσουν την έκβαση της διαδικασίας αυτής. Ειδικότερα, από το σημείο 16 της ενστάσεως απαραδέκτου και από το σημείο 23 του υπομνήματος ανταπαντήσεως προκύπτει ότι το επιχείρημα αυτό φαίνεται να στηρίζεται σε δύο εκτιμήσεις, ήτοι στο ότι, αφενός, η έκβαση της διαδικασίας αυτής δεν είναι δυνατό να έχει ως κατάληξη ένα λιγότερο ευνοϊκό αποτέλεσμα για τη βιομηχανία της Ένωσης, καθόσον οι δασμοί αντιντάμπινγκ είτε θα αυξάνονταν είτε θα διατηρούνταν στο υφιστάμενο ύψος τους, και στο ότι, αφετέρου, η πράξη που θα εκδιδόταν μετά την περάτωση της διαδικασίας αυτής θα αποτελούσε μέτρο γενικής ισχύος για τις προσφεύγουσες.

65      Η δεύτερη πτυχή του επιχειρήματος αυτού θα εξετασθεί στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της προϋποθέσεως που απαιτεί η πράξη να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα, στις σκέψεις 74 έως 91 κατωτέρω. Όσον αφορά την πρώτη πτυχή του επιχειρήματος, αυτή δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή για δύο λόγους. Αφενός, το Συμβούλιο δεν αναφέρεται σε κανέναν κανόνα δικαίου που θα εμπόδιζε το ίδιο και την Επιτροπή να αποφασίσουν να επιβάλουν χαμηλότερους δασμούς αντιντάμπινγκ μετά την περάτωση της διαδικασίας ενδιάμεσης επανεξετάσεως, στην οποία μπορούν, εξάλλου, να συμμετέχουν οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς. Πράγματι, δεν είναι δυνατό να προδικάζονται τα πορίσματα της επανεξέτασης, που θα μπορούσε να οδηγήσει στη χρήση διαφορετικής μεθόδου σε περίπτωση κατά την οποία επέρχεται μεταβολή των συνθηκών κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 11, παράγραφος 9, του κανονισμού 2016/1036) ή σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ότι η αρχικώς χρησιμοποιηθείσα μέθοδος είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 2 του κανονισμού 2016/1036) (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Huvis κατά Συμβουλίου, T‑221/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:258, σκέψεις 41 και 42). Αφετέρου, εάν η άποψη του Συμβουλίου και της Επιτροπής γινόταν δεκτή, τα εν λόγω θεσμικά όργανα θα είχαν τη δυνατότητα να αποφύγουν de facto τον δικαστικό έλεγχο, αυξάνοντας απλώς και μόνον κατά τρόπο αμιγώς οριακό τους δασμούς αντιντάμπινγκ μετά από κάθε αίτηση ενδιάμεσης επανεξετάσεως της βιομηχανίας της Ένωσης, ακόμη και αν η ορθή εφαρμογή των διατάξεων του βασικού κανονισμού θα έπρεπε να οδηγήσει σε σημαντικά μεγαλύτερη αύξηση. Μια τέτοια δυνατότητα δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

66      Τέταρτον, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε το Συμβούλιο στηριζόμενο στη νομολογία, προκειμένου να αμφισβητήσει ότι η πράξη αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες.

67      Κατ’ αρχάς, το Συμβούλιο κάνει μνεία της σκέψεως 75 της διατάξεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑18/10, EU:T:2011:419), σύμφωνα με την οποία, καίτοι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η κατά τον επίμαχο κανονισμό γενική απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δραστηριότητα προσώπων που δραστηριοποιούνται σε προηγούμενο ή σε επόμενο στάδιο αυτής της διαθέσεως στην αγορά, γεγονός παραμένει ότι οι σχετικές επιπτώσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέουν άμεσα από αυτόν. Στην ως άνω σκέψη αποσαφηνίζεται επίσης ότι, «όσον αφορά τις ενδεχόμενες οικονομικές συνέπειες της απαγορεύσεως αυτής, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία, οι συνέπειες αυτές δεν αφορούν τη νομική κατάσταση, αλλά αποκλειστικώς την πραγματική κατάσταση των προσφευγόντων».

68      Συναφώς, από τη συνολική ανάγνωση της σκέψεως 75 της διατάξεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑18/10, EU:T:2011:419), προκύπτει ότι η εν λόγω σκέψη αφορούσε το ζήτημα αν ένας κανονισμός σχετικά με τη διάθεση στην αγορά προϊόντων από φώκια παρήγε άμεσα αποτελέσματα αποκλειστικώς έναντι εκείνων που δραστηριοποιούνταν στην αγορά αυτή ή αν ο εν λόγω κανονισμός παρήγε άμεσα αποτελέσματα και έναντι των προσώπων που δραστηριοποιούνταν σε προηγούμενο στάδιο, όπως είναι οι κυνηγοί, πράγμα που απέκλεισε το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι τα ενδεχόμενα αποτελέσματα ήταν έμμεσα. Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τα σημεία 73 έως 75 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:21). Επομένως, το Συμβούλιο δεν μπορεί να επικαλείται προς στήριξη της απόψεώς του τη διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑18/10, EU:T:2011:419), της οποίας οι περιστάσεις και η προβληματική διαφέρουν ουσιωδώς από αυτές της υπό κρίση υποθέσεως.

69      Το Συμβούλιο επικαλείται, επίσης, τη σκέψη 40 της διατάξεως της 7ης Ιουλίου 2014, Group’Hygiène κατά Επιτροπής (T‑202/13, EU:T:2014:664), που αφορά προσφυγή ακυρώσεως μιας οδηγίας. Από τις σκέψεις 36 έως 40 της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι ακριβώς οι εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, και όχι η ίδια η οδηγία, είναι ικανές να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι της προσφεύγουσας. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να στηριχθεί στις προβαλλόμενες οικονομικές επιπτώσεις που απέρρεαν από την οδηγία προκειμένου να αποδείξει ότι η εν λόγω οδηγία την αφορούσε άμεσα.

70      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις και η προβληματική της διατάξεως της 7ης Ιουλίου 2014, Group’Hygiène κατά Επιτροπής (T‑202/13, EU:T:2014:664), δεν είναι συγκρίσιμες με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως. Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν προσβάλλουν μιαν οδηγία και δεν υπάρχει εθνικό μέτρο μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο που να είναι ικανό να τις επηρεάσει άμεσα. Στην πραγματικότητα, όπως αναγνώρισε το Συμβούλιο με την απάντησή του στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν περιλαμβάνει κανένα εκτελεστικό μέτρο σε εθνικό επίπεδο έναντι των προσφευγουσών. Καίτοι το Συμβούλιο επικαλείται τις εκτιμήσεις που παρατέθηκαν, ως εκ περισσού, στη σκέψη 40 της διατάξεως της 7ης Ιουλίου 2014, Group’Hygiène κατά Επιτροπής (T‑202/13, EU:T:2014:664), σχετικά με το ότι η επίμαχη πράξη δεν αφορούσε άμεσα τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας, γεγονός παραμένει ότι η ιδιαίτερη κατάσταση της προσφεύγουσας στην υπόθεση εκείνη δεν φαίνεται να είναι ανάλογη με αυτήν της υπό κρίση διαφοράς, ενώ, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 52 ανωτέρω, στη νομολογία έχουν κριθεί παραδεκτές προσφυγές ακυρώσεως που ασκήθηκαν κατά πράξεων της Ένωσης των οποίων οι συνέπειες επί των προσφευγόντων είναι απλώς πραγματικής φύσεως.

71      Τέλος, το Συμβούλιο κάνει μνεία των σκέψεων 78, 79 και 87 της αποφάσεως της 9ης Ιουνίου 2016, Growth Energy και Renewable Fuels Association κατά Συμβουλίου (T‑276/13, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:340), προς στήριξη των επιχειρημάτων του σχετικά με το ότι η πράξη δεν αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες.

72      Πρέπει να επισημανθεί ότι οι σκέψεις 75 έως 87 της αποφάσεως της 9ης Ιουνίου 2016, Growth Energy και Renewable Fuels Association κατά Συμβουλίου (T‑276/13, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:340), αφορούσαν ζήτημα διαφορετικό από αυτό της υπό κρίση υποθέσεως. Ειδικότερα, οι εν λόγω σκέψεις αφορούσαν την εξέταση του ζητήματος αν δύο ενώσεις Αμερικανών παραγωγών, στα προϊόντα των οποίων είχαν επιβληθεί δασμοί αντιντάμπινγκ, νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να ασκήσουν προσφυγή ατομικά και, συνεπώς, ανεξαρτήτως από την ενεργητική νομιμοποίησή τους ως εκπροσώπων των μελών τους. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αφορούσε ατομικά τις προσφεύγουσες ενώσεις ο σχετικός με τα προϊόντα των μελών τους κανονισμός αντιντάμπινγκ, πλην της περιπτώσεως ενός λόγου ακυρώσεως που σχετιζόταν με την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους εξαιτίας της συμμετοχής τους στη διαδικασία αντιντάμπινγκ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι σκέψεις 78, 79 και 87 της αποφάσεως της 9ης Ιουνίου 2016, Growth Energy και Renewable Fuels Association κατά Συμβουλίου (T‑276/13, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:340), δεν είναι δυνατό να στηρίξουν την άποψη του Συμβουλίου.

73      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες.

74      Όσον αφορά το ζήτημα αν η πράξη αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες, από τη νομολογία προκύπτει ότι υποκείμενα δικαίου διαφορετικά από τους αποδέκτες μιας πράξεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτή τα αφορά κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ παρά μόνον αν η εν λόγω πράξη τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 942).

75      Όσον αφορά, ειδικότερα, τον τομέα του αντιντάμπινγκ, μολονότι είναι αληθές ότι, υπό το πρίσμα των κριτηρίων του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι κανονισμοί με τους οποίους επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ έχουν, από τη φύση τους και το περιεχόμενό τους, κανονιστικό χαρακτήρα, καθόσον εφαρμόζονται επί του συνόλου των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών, εντούτοις, δεν αποκλείεται ορισμένες διατάξεις των κανονισμών αυτών να αφορούν ατομικά ορισμένους επιχειρηματίες (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, TMK Europe, C‑143/14, EU:C:2015:236, σκέψη 19).

76      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι πράξεις με τις οποίες επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ μπορούν υπό ορισμένες περιστάσεις να αφορούν ατομικά, χωρίς να θίγεται ο κανονιστικός τους χαρακτήρας, ορισμένους επιχειρηματίες, οι οποίοι, ως εκ τούτου, νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά των πράξεων αυτών (απόφαση της 16ης Μαΐου 1991, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, C‑358/89, EU:C:1991:214, σκέψη 14).

77      Ωστόσο, η αναγνώριση του δικαιώματος ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών να ασκούν προσφυγή ακυρώσεως κατά κανονισμού αντιντάμπινγκ δεν σημαίνει ότι ο οικείος κανονισμός δεν μπορεί να αφορά ατομικά και άλλους επιχειρηματίες (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 1991, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, C‑358/89, EU:C:1991:214, σκέψη 16, και της 16ης Απριλίου 2015, TMK Europe, C‑143/14, EU:C:2015:236, σκέψη 22). Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν υπάρχει εξαντλητικός κατάλογος των κριτηρίων στα οποία θα πρέπει να ανταποκρίνεται η κατάσταση των προσφευγουσών, οι οποίες μπορούν, ως εκ τούτου, να επικαλεστούν την ύπαρξη ενός συνόλου στοιχείων που αποτελούν μια τέτοια ιδιαίτερη κατάσταση (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Μαΐου 1991, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, C‑358/89, EU:C:1991:214, σκέψη 17).

78      Προς τον σκοπό της αναλύσεως αυτής, πρέπει να εξετασθούν, αφενός, ο ρόλος τον οποίο διαδραμάτισαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και, αφετέρου, η θέση τους στην αγορά την οποία αφορά ο προσβαλλόμενος κανονισμός (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, EU:C:1985:119, σκέψεις 12 έως 15· της 9ης Ιουνίου 2016, Growth Energy και Renewable Fuels Association κατά Συμβουλίου, T‑276/13, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:340, σκέψη 122, και της 9ης Ιουνίου 2016, Marquis Energy κατά Συμβουλίου, T‑277/13, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:343, σκέψη 84).

79      Πρώτον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η ενεργός συμμετοχή του προσφεύγοντος στη διοικητική διαδικασία, παραδείγματος χάρη μέσω της υποβολής καταγγελίας, της γνωστοποιήσεως στοιχείων, της καταθέσεως γραπτών παρατηρήσεων ή της συμμετοχής σε ακρόαση, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να αποδειχθεί ότι η πράξη αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2015, TMK Europe, C‑143/14, EU:C:2015:236, σκέψεις 24 έως 26, και της 9ης Ιουνίου 2016, Growth Energy και Renewable Fuels Association κατά Συμβουλίου, T‑276/13, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:340, σκέψεις 123 έως 127).

80      Δεύτερον, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον εθίγη η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά, ο δικαστής της Ένωσης στηρίζεται σε σειρά στοιχείων όπως η συγκεντρωμένη ή κατακερματισμένη δομή της αγοράς, η θέση του προσφεύγοντος και του οικείου ανταγωνιστή σε απόλυτους και σε σχετικούς όρους στην αγορά ή το εύρος των επιπτώσεων της επίδικης πράξεως επί των δραστηριοτήτων του προσφεύγοντος (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, EU:C:1985:119, σκέψη 15· της 16ης Μαΐου 1991, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, C‑358/89, EU:C:1991:214, σκέψη 17· της 9ης Ιουνίου 2016, Growth Energy και Renewable Fuels Association κατά Συμβουλίου, T‑276/13, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:340, σκέψη 128, και της 9ης Ιουνίου 2016, Marquis Energy κατά Συμβουλίου, T‑277/13, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:343, σκέψη 90).

81      Από την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης εκτίμηση της εν λόγω δέσμης στοιχείων είναι δυνατό να συναχθεί ότι, όσο αμεσότερες είναι οι σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ του προσφεύγοντος και του οικείου ανταγωνιστή, είτε διότι ο αριθμός των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στην αγορά είναι περιορισμένος είτε διότι η οικεία επιχείρηση αποτελεί τον κύριο ανταγωνιστή του προσφεύγοντος, και όσο σημαντικότερες είναι οι αρνητικές συνέπειες για τον προσφεύγοντα, τόσο περισσότερο επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη πράξη τον αφορά ατομικά.

82      Ακριβώς υπό το πρίσμα αυτών των εκτιμήσεων πρέπει να εξετασθεί η κατάσταση των προσφευγουσών, προκειμένου να προσδιορισθεί αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός τις αφορά ατομικά.

83      Πρώτον, όσον αφορά τη συμμετοχή τους στη διοικητική διαδικασία, κριτήριο το οποίο δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε επαρκές αυτό καθαυτό, αλλά το οποίο, εντούτοις, είναι κρίσιμο, από την αιτιολογική σκέψη 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες έδωσαν το έναυσμα για την κίνηση της διαδικασίας μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως με την αίτηση που αυτές υπέβαλαν, στις 9 Ιουνίου 2011, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει επίσης ότι οι προσφεύγουσες μνημονεύονται ονομαστικώς στον εν λόγω κανονισμό, πράγμα το οποίο αποτελεί κρίσιμο στοιχείο από κοινού με άλλα στοιχεία προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον η πράξη τις αφορά ατομικά, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις τουλάχιστον πέντε φορές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενδιάμεσης επανεξετάσεως, όσον αφορά την άρνηση χορηγήσεως του ΚΟΑ στους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς και τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας που ακολούθησε η Επιτροπή. Οι προσφεύγουσες συμμετείχαν επίσης σε μια συνάντηση με τους εκπροσώπους της Επιτροπής στις 10 Μαΐου 2012. Ακόμη, από τις αιτιολογικές σκέψεις 39 και 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ειδικότερα ότι αυτός αποδυναμώνει σαφώς ορισμένα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενδιάμεσης επανεξετάσεως.

84      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες μετείχαν ενεργά στη διοικητική διαδικασία και συνέβαλαν σημαντικά στη διεκπεραίωσή της, καθώς και στην έκβασή της.

85      Δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο σχετικά με το κατά πόσον εθίγη η θέση των προσφευγουσών στην αγορά, ακόμη και αν η πάγια νομολογία στον τομέα του αντιντάμπινγκ δεν περιλαμβάνει κατά κανόνα την απαίτηση να έχει θιγεί σημαντικά η θέση του προσφεύγοντος στην οικεία αγορά, όπως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, εντούτοις, η συλλογιστική που εφαρμόζεται είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημη. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα λόγο αρχής που να δικαιολογεί την εφαρμογή λιγότερο αυστηρών κριτηρίων ως προς το παραδεκτό στον τομέα του αντιντάμπινγκ, όπως υποστηρίζουν. Εξάλλου, η πλέον πρόσφατη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου αναφέρεται στην απαίτηση να έχει θιγεί σημαντικά η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2016, Growth Energy και Renewable Fuels Association κατά Συμβουλίου, T‑276/13, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:340, σκέψεις 122 και 128, και της 9ης Ιουνίου 2016, Marquis Energy κατά Συμβουλίου, T‑277/13, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:343, σκέψεις 84 και 90). Επομένως, το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι εναπόκειται στις προσφεύγουσες να αποδείξουν ότι η θέση τους στην αγορά εθίγη σημαντικά είναι βάσιμο.

86      Όσον αφορά την προϋπόθεση να έχει θιγεί σημαντικά η θέση των προσφευγουσών στην αγορά λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι το ίδιο το Συμβούλιο δέχεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις που διαλαμβάνονται στον εκτελεστικό κανονισμό 349/2012 σχετικά με την ύπαρξη σημαντικής ζημίας την οποία υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης καθώς και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των προερχομένων από την Κίνα εισαγωγών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, και της εν λόγω ζημίας. Οι διαπιστώσεις αυτές, οι οποίες, εξάλλου, δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, είναι σημαντικές για να προσδιορισθεί αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορούσε ατομικά τις προσφεύγουσες, κανονισμός ο οποίος αποσκοπούσε στη λήψη των κατάλληλων μέτρων αντιντάμπινγκ.

87      Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η παραγωγή τους αντιπροσωπεύει το 73 % της παραγωγής τρυγικού οξέος από τη βιομηχανία της Ένωσης, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επισήμανε ότι η βιομηχανία της Ένωσης είχε μερίδιο αγοράς της τάξεως του 44 % το 2012. Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, ότι στις τάξεις τους περιλαμβάνονταν οι κυριότεροι παραγωγοί της βιομηχανίας της Ένωσης, περιλαμβανομένου και του μεγαλύτερου παραγωγού, ήτοι της Distillerie Mazzari. Επιπλέον, από τα δικόγραφα των προσφευγουσών και από την αιτιολογική σκέψη 58 του εκτελεστικού κανονισμού 349/2012 προκύπτει ότι η σχετική αγορά χαρακτηρίζεται από περιορισμένο αριθμό παραγωγών στην Ένωση και ότι, ως εκ τούτου, είναι σχετικώς συγκεντρωμένη.

88      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ως ανταγωνίστριες των δύο Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, έχουν υποστεί τις σοβαρές αρνητικές συνέπειες των πρακτικών ντάμπινγκ, ιδίως απώλειες ως προς τα μερίδια αγοράς και απώλειες ως προς τις θέσεις εργασίας της τάξεως του 28 %, και ότι τέτοιες πρακτικές ενέχουν τον κίνδυνο εξαφανίσεώς τους από την αγορά. Μολονότι το Συμβούλιο αμφισβητεί τον προβαλλόμενο κίνδυνο εξαφανίσεως των προσφευγουσών από την αγορά, διαπιστώνεται ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 75 και 77 του εκτελεστικού κανονισμού 349/2012, ο οποίος εκδόθηκε μόλις δύο μήνες πριν από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, γίνεται λόγος για μείωση του μεριδίου αγοράς των παραγωγών της Ένωσης άνω των 7 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2007 και 2010, καθώς και για μείωση της τάξεως του 28 % ως προς τις θέσεις εργασίας κατά την ίδια περίοδο. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 80 του εκτελεστικού κανονισμού 349/2012 διαλαμβάνεται ότι η βιομηχανία της Ένωσης παρέμενε ευάλωτη στις ζημιογόνες συνέπειες του ντάμπινγκ. Επομένως, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί ότι οι προσφεύγουσες υφίσταντο τις σοβαρές αρνητικές συνέπειες των πρακτικών ντάμπινγκ που ο προσβαλλόμενος κανονισμός σκοπούσε να εξαλείψει. Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 62 του εκτελεστικού κανονισμού 349/2012, ο όγκος των εισαγωγών στην Ένωση του εν λόγω προϊόντος οι οποίες προέρχονταν από Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς και κατά των οποίων έχουν ληφθεί μέτρα αντιντάμπινγκ κατέλαβε μερίδιο αγοράς άνω του 12 % το 2010, το οποίο είναι σημαντικό.

89      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι εκτιμήσεις σχετικά με την Changmao Biochemical Engineering, η οποία παρέστη στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εξετασθεί κατά πόσον εθίγη σημαντικά η θέση των προσφευγουσών στην αγορά. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είχε ως αντικείμενο την επιβολή των κατάλληλων δασμών αντιντάμπινγκ προς αντιστάθμιση του ντάμπινγκ που αφορούσε τις εισαγωγές των προϊόντων της Changmao Biochemical Engineering και της Ninghai Organic Chemical Factory. Επιπλέον, εισαγωγές προϊόντων της Changmao Biochemical Engineering όντως πραγματοποιήθηκαν. Εξάλλου, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, κανένας λόγος δεν απέκλειε να ληφθούν υπόψη εκτιμήσεις σχετικές με την Changmao Biochemical Engineering προκειμένου να προσδιορισθεί αν η πράξη αφορούσε ατομικά τις προσφεύγουσες. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, με την απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου (T‑442/12, EU:T:2017:372), ο προσβαλλόμενος κανονισμός ακυρώθηκε μόνο λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της Changmao Biochemical Engineering. Τέλος, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 105 έως 113 κατωτέρω, οι προσφεύγουσες διατηρούν έννομο συμφέρον επίσης προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επαναλήψεως των προσαπτόμενων παράνομων ενεργειών στο μέλλον, ιδίως στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης διατηρήσεως των δασμών αντιντάμπινγκ.

90      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις 19 Απριλίου 2017, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2017, C 122, σ. 8), δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Προκύπτει εντεύθεν ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή σχεδιάζουν να υπάρξει διατήρηση των δασμών αντιντάμπινγκ σχετικά με τα προϊόντα όλων των εμπλεκομένων παραγωγών-εξαγωγέων, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται η Changmao Biochemical Engineering.

91      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες έχουν ιδιαίτερη θέση ως ανταγωνίστριες των δύο Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων και βρίσκονται σε μια πραγματική κατάσταση που τις χαρακτηρίζει και τις εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν των αποδεκτών του προσβαλλόμενου κανονισμού.

92      Εξάλλου, δεδομένου ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ επί των προϊόντων των προσφευγουσών, ο εν λόγω κανονισμός δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα σε εθνικό επίπεδο ως προς αυτές, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του παραγωγού-εξαγωγέα ή του εισαγωγέα προϊόντων που υπόκεινται σε δασμούς αντιντάμπινγκ (βλ., συναφώς, διάταξη της 21ης Ιανουαρίου 2014, Bricmate κατά Συμβουλίου, T‑596/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:53, σκέψεις 71 έως 73). Προκύπτει εντεύθεν ότι οι προσφεύγουσες δεν διαθέτουν, κατ’ αρχήν, εναλλακτικά μέσα έννομης προστασίας σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να προβάλουν τη φερόμενη έλλειψη νομιμότητας του προσβαλλόμενου κανονισμού.

93      Έστω και αν μια τέτοια περίσταση δεν μπορεί να καταλήξει σε κατάργηση της προϋποθέσεως που απαιτεί η πράξη να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα, η οποία προβλέπεται ρητώς από τη Συνθήκη ΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προϋπόθεση ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονισμού παρά μόνον εάν ο κανονισμός αυτός το αφορά όχι μόνον άμεσα αλλά και ατομικά πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων περιστάσεων που είναι δυνατό να εξατομικεύουν τον προσφεύγοντα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2002, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, C‑50/00 P, EU:C:2002:462, σκέψη 44· της 1ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, C‑263/02 P, EU:C:2004:210, σκέψη 36, και της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 44).

94      Υπό το πρίσμα του συνόλου των ως άνω στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα και ατομικά τις προσφεύγουσες, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ.

95      Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος αυτού, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των προσφευγουσών βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ, όσον αφορά το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης κατά κανονιστικής πράξεως που αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα χωρίς να περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα, ζητήματα ως προς τα οποία οι διάδικοι έλαβαν θέση, απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Επί του εννόμου συμφέροντος

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

96      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες ουδόλως έχουν συμφέρον για την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθόσον η ακύρωση αυτή θα συνεπαγόταν ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ που έχουν θεσπισθεί με τον εκτελεστικό κανονισμό 349/2012, οι οποίοι είναι χαμηλότεροι, θα εφαρμόζονταν αναδρομικώς από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού.

97      Το ως άνω θεσμικό όργανο προσθέτει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση των αποτελεσμάτων του προσβαλλόμενου κανονισμού δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, κατά το ως άνω θεσμικό όργανο, δεν είναι δυνατό να μη συνεκτιμηθεί το συμφέρον των εισαγωγέων, οι οποίοι θα όφειλαν να καταβάλλουν μη σύννομους δασμούς αντιντάμπινγκ μέχρι την έκδοση νέου κανονισμού.

98      Απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τις συνέπειες της αποφάσεως της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου (T‑442/12, EU:T:2017:372), το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η υπό κρίση διαφορά κατέστη άνευ αντικειμένου όσον αφορά τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στα προϊόντα της Changmao Biochemical Engineering. Ως εκ τούτου, κατά το Συμβούλιο, το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς περιορίζεται στους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στα προϊόντα της Ninghai Organic Chemical Factory.

99      Όσον αφορά το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος, η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η φύση των προσαπτόμενων παράνομων ενεργειών δεν ήταν τέτοιου είδους ώστε να είναι δυνατό να επαναληφθούν στο μέλλον ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, κατά την έννοια της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Gul Ahmed Textile Mills κατά Συμβουλίου (T‑199/04 RENV, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:740). Κατά την Επιτροπή, στην πραγματικότητα, οι προσαπτόμενες παράνομες ενέργειες συνδέονται στενά με τις περιστάσεις της υποθέσεως.

100    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις αντιρρήσεις που αφορούν το έννομο συμφέρον τους.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

101    Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων έχει συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως (βλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2001, Euroalliages κατά Επιτροπής, T‑188/99, EU:T:2001:166, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τούτο προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί να ωφελήσει, με το αποτέλεσμά της, τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑373/06 P, C‑379/06 P και C‑382/06 P, EU:C:2008:230, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

102    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν ζητούν την αναδρομική επιβολή υψηλότερων δασμών αντιντάμπινγκ, αλλά την αντικατάσταση των δασμών που προκύπτουν από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, αρχής γενομένης από την ημερομηνία εκδόσεως του ενδεχόμενου νέου κανονισμού του Συμβουλίου. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, δεν είναι δυνατό να συναχθεί εξ αυτών ότι το αίτημα των προσφευγουσών αγνοεί επιτακτικούς λόγους ασφάλειας δικαίου αφορώντες το σύνολο των διακυβευομένων συμφερόντων, τόσο ιδιωτικών όσο και δημοσίων (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten, C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψη 66).

103    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν με προσφυγή επιδιώκεται όχι η κατάργηση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά η αντικατάστασή τους με μέτρο αυστηρότερου περιεχομένου το οποίο να περιλαμβάνει την επιβολή υψηλότερου δασμού αντιντάμπινγκ, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχεται δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκειμένου να διατηρήσει τον δασμό αντιντάμπινγκ που είχε επιβληθεί με τον προσβαλλόμενο κανονισμό μέχρις ότου τα αρμόδια θεσμικά όργανα λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως (απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, EU:C:1985:119, σκέψη 32· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2000, Medici Grimm κατά Συμβουλίου, T‑7/99, EU:T:2000:175, σκέψη 55).

104    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες έχουν έννομο συμφέρον προκειμένου να ζητήσουν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, η οποία μπορεί να τις ωφελήσει. Επομένως, το επιχείρημα του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθεί.

105    Όσον αφορά το ζήτημα των αποτελεσμάτων της αποφάσεως της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου (T‑442/12, EU:T:2017:372), όπως προκύπτει από τις απαντήσεις στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι η υπό κρίση διαφορά δεν έχει καταστεί ολοσχερώς άνευ αντικειμένου εξαιτίας της ως άνω αποφάσεως, καθόσον το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί ότι η υπό κρίση διαφορά διατηρεί το αντικείμενό της τουλάχιστον όσον αφορά την εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού στα προϊόντα της Ninghai Organic Chemical Factory.

106    Πράγματι, ο προσβαλλόμενος κανονισμός ακυρώθηκε μόνον όσον αφορά την Changmao Biochemical Engineering και, επομένως, εξακολουθεί να είναι πλήρως σε ισχύ ως προς τα προϊόντα του ετέρου ενδιαφερομένου παραγωγού-εξαγωγέα, ήτοι της Ninghai Organic Chemical Factory. Εξάλλου, ο ως άνω κανονισμός ακυρώθηκε λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

107    Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της ακυρώσεως μιας πράξεως λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου, η διαδικασία που αποβλέπει στην αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως μπορεί κατ’ αρχήν να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο συνέβη η παρανομία (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψεις 45 και 73).

108    Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι ο προσφεύγων μπορεί να διατηρεί το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση πράξεως θεσμικού οργάνου της Ένωσης, προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλόμενης πλημμέλειας στο μέλλον (αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 50, και της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T‑299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 48).

109    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ποικιλοτρόπως τη μέθοδο που επελέγη από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού, για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας και, επομένως, του περιθωρίου ντάμπινγκ, μέθοδο της οποίας η χρήση ενδέχεται να επαναληφθεί στο μέλλον, ιδίως όσον αφορά τις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Κίνας.

110    Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής που αντλείται από την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Gul Ahmed Textile Mills κατά Συμβουλίου (T‑199/04 RENV, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:740), σύμφωνα με το οποίο οι εν προκειμένω προσαπτόμενες παρατυπίες συνδέονται στενά με τις περιστάσεις της υποθέσεως και δεν είναι δυνατό να επαναληφθούν ανεξαρτήτως της υποθέσεως αυτής. Αφενός, η χρησιμοποίηση εσφαλμένης μεθόδου για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας ενδέχεται να επαναληφθεί στο μέλλον ανεξαρτήτως των περιστάσεων της εκάστοτε υποθέσεως. Αφετέρου, το κρίσιμο στοιχείο που μνημονεύεται στην απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Gul Ahmed Textile Mills κατά Συμβουλίου (T‑199/04 RENV, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2016:740), είναι το γεγονός ότι οι παρατυπίες είναι δυνατό να επαναληφθούν στο μέλλον, ακόμη και αν η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε να παράγει τα αποτελέσματά της, και όχι το ότι η δυνατότητα αυτή υφίσταται ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως.

111    Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 90 ανωτέρω, στις 19 Απριλίου 2017, η Επιτροπή εξέδωσε την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Κίνας.

112    Προκύπτει εντεύθεν ότι η Επιτροπή σχεδιάζει επί του παρόντος να υπάρξει διατήρηση των μέτρων που απορρέουν από τον προσβαλλόμενο κανονισμό τα οποία παραμένουν σε ισχύ όσον αφορά τα προϊόντα της Ninghai Organic Chemical Factory, με την επιφύλαξη της δυνατότητας λήψεως των κατάλληλων μέτρων προκειμένου να διορθωθεί η παράβαση ουσιώδους τύπου που διαπιστώθηκε, εν σχέσει προς την Changmao Biochemical Engineering, με την απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου (T‑442/12, EU:T:2017:372).

113    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, οι προσφεύγουσες διατηρούν το έννομο συμφέρον τους. Επομένως, η προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

114    Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού λόγω μεταβολής της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2016/1036), σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 2016/1036), λόγω του ότι έγινε χρήση μιας κατασκευασμένης κανονικής αξίας αντί να γίνει χρήση των πραγματικών εγχώριων τιμών πωλήσεως που εφαρμόζονταν στην ανάλογη χώρα, ο τρίτος παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας με βάση το κόστος σε χώρα διαφορετική από την ανάλογη χώρα, ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας καθόσον έγινε προσφυγή σε μια πρώτη ύλη που δεν ήταν ισοδύναμη και ο πέμπτος προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

115    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντιβαίνει προς το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού καθόσον το Συμβούλιο μετέβαλε την ακολουθούμενη μεθοδολογία για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από μεταβολή των συνθηκών. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στον προσβαλλόμενο κανονισμό ότι με αυτόν η κανονική αξία είχε κατασκευαστεί αντί να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές εγχώριες τιμές πωλήσεως.

116    Έστω και αν οι προσφεύγουσες δέχονται ότι ήταν αναπόφευκτο να υπάρξει μεταβολή της μεθοδολογίας όσον αφορά τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, οι οποίοι δεν ήταν πλέον επιλέξιμοι ως προς τη χορήγηση του ΚΟΑ, διά της χρησιμοποιήσεως μιας ανάλογης χώρας, εντούτοις, φρονούν ότι το Συμβούλιο όφειλε να στηριχθεί στις πραγματικές εγχώριες τιμές πωλήσεως στην ανάλογη χώρα, όπως είχε πράξει κατά την αρχική έρευνα όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν είχαν υποβάλει αίτηση περί υπαγωγής στο ΚΟΑ.

117    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή ως προς τον ως άνω λόγο ακυρώσεως, απορρίπτει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

118    Ειδικότερα, το Συμβούλιο τονίζει ότι, κατά την αρχική έρευνα, οι δύο Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς υπήχθησαν στο ΚΟΑ και, ως εκ τούτου, η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση τις πραγματικές εγχώριες τιμές πωλήσεώς τους, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2016/1036). Κατά το Συμβούλιο, λαμβανομένου υπόψη ότι με τον προσβαλλόμενο κανονισμό κρίθηκε ότι δεν επληρούντο πλέον οι συνθήκες που τους παρείχαν τη δυνατότητα να υπάγονται στο ΚΟΑ, η χρησιμοποιηθείσα μέθοδος κατά την αρχική έρευνα όσον αφορά τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν μπορούσε πλέον να χρησιμοποιηθεί και η κανονική αξία έπρεπε να υπολογιστεί σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού. Επομένως, κατά το Συμβούλιο, το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

119    Το Συμβούλιο φρονεί ότι, στην πραγματικότητα, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός έπρεπε να ακολουθήσει για τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς την ίδια μέθοδο με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα έναντι των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων που δεν συνεργάστηκαν. Κατά το Συμβούλιο, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, καθόσον το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αφορά την εφαρμογή της ίδιας μεθόδου στην ίδια οικονομική οντότητα κατά την αρχική έρευνα και την επανεξέταση. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο αντικρούει το επιχείρημα ότι μια ενιαία έρευνα διεξήχθη όσον αφορά όλες τις εξαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος προελεύσεως Κίνας. Στην πραγματικότητα, κατά το Συμβούλιο, πολλές μέθοδοι εφαρμόστηκαν ταυτοχρόνως σε μια έρευνα βάσει της ειδικής καταστάσεως του κάθε παραγωγού-εξαγωγέα, ανάλογα με το αν αυτός περιλαμβάνεται ή όχι στο δείγμα και ανάλογα με το αν αυτός συνεργάζεται ή όχι.

120    Επιπλέον, κατά το Συμβούλιο, η εκ μέρους των προσφευγουσών ερμηνεία αίρει κάθε διάκριση μεταξύ των παραγωγών-εξαγωγέων που συνεργάστηκαν και των παραγωγών-εξαγωγέων που δεν συνεργάστηκαν, πράγμα που αντιβαίνει στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

121    Εξάλλου, το Συμβούλιο τονίζει ότι, κατά την αρχική έρευνα, τα περιθώρια ντάμπινγκ των δύο Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων υπολογίστηκαν βάσει στοιχείων σχετικών με τη συνθετική διαδικασία παραγωγής. Κατά το Συμβούλιο, η εκ μέρους των προσφευγουσών ερμηνεία οδηγεί στο να στηρίζεται την πρώτη φορά ο υπολογισμός της κανονικής αξίας σε στοιχεία σχετικά με τη φυσική διαδικασία παραγωγής, ενώ η τιμή εξαγωγής θα εξακολουθεί να υπολογίζεται βάσει στοιχείων σχετικών με τη συνθετική διαδικασία παραγωγής, πράγμα το οποίο στρεβλώνει τη μεταξύ τους σύγκριση.

122    Τέλος, το Συμβούλιο αναφέρεται στην υποχρέωση διενέργειας δίκαιης συγκρίσεως, που απορρέει από το άρθρο 11, παράγραφος 9, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφοι 10 και 11, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφοι 10 και 11, του κανονισμού 2016/1036). Μολονότι το ως άνω θεσμικό όργανο δέχεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού αφορά τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, η διάταξη αυτή συνεπάγεται επίσης ότι το ως άνω θεσμικό όργανο πρέπει να μεριμνά ώστε ο υπολογισμός της κανονικής αξίας να διενεργείται κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό να είναι η μεταγενέστερη σύγκριση δίκαιη. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών ως προς τις διαδικασίες παραγωγής στην Αργεντινή και στην Κίνα, δεν ήταν δίκαιο να στηρίζονται τα σχετικά συμπεράσματα στις πραγματικές τιμές πωλήσεως του Αργεντινού παραγωγού.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

123    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Συμβούλιο ότι προέβη στην κατασκευή της κανονικής αξίας που ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ των δύο Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, αντί να χρησιμοποιήσει τις πραγματικές εγχώριες τιμές πωλήσεως στην ανάλογη χώρα, όπως είχε πράξει όσον αφορά τους παραγωγούς που δεν υπάγονται στο ΚΟΑ κατά την αρχική έρευνα. Κατά τις προσφεύγουσες, μια τέτοια μέθοδος αντιβαίνει στο άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

124    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κανόνες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας καθορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 7, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 7, του κανονισμού 2016/1036). Όσον αφορά τις εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία της αγοράς, η οποία είναι μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) κατά την ημερομηνία ενάρξεως της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται κατ’ αρχήν σύμφωνα με την ειδική μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού. Κατά τη μέθοδο αυτή, η κανονική αξία καθορίζεται, μεταξύ άλλων, βάσει της τιμής ή της κατασκευασμένης αξίας σε τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, ήτοι την ανάλογη χώρα.

125    Κατ’ εξαίρεση, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, όσον αφορά τις εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία της αγοράς, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του εν λόγω κανονισμού, εάν αποδεικνύεται ότι επικρατούν συνθήκες οικονομίας της αγοράς για τον συγκεκριμένο παραγωγό ή για τους συγκεκριμένους παραγωγούς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2004, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, T‑35/01, EU:T:2004:317, σκέψη 50, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, LIS κατά Επιτροπής, T‑269/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:474, σκέψη 39). Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού περιλαμβάνει τους εφαρμοστέους κανόνες για τον καθορισμό της κανονικής αξίας όσον αφορά τις εισαγωγές από χώρες που έχουν οικονομία της αγοράς.

126    Εξάλλου, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, για όλες τις επανεξετάσεις, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοστεί και κατά την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού.

127    Από το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι, κατά κανόνα, στο πλαίσιο μιας επανεξετάσεως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να εφαρμόζουν την ίδια μέθοδο, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως της εκ μέρους τους συγκρίσεως της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού. Η ίδια διάταξη προβλέπει μια εξαίρεση βάσει της οποίας επιτρέπεται στα θεσμικά όργανα να εφαρμόζουν μέθοδο διαφορετική από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα, εφόσον έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η εφαρμοζόμενη μέθοδος πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Huvis κατά Συμβουλίου, T‑221/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:258, σκέψεις 41 και 42).

128    Η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα αυτών των αρχών.

129    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 28 του προσωρινού κανονισμού και από την αιτιολογική σκέψη 13 του οριστικού κανονισμού προκύπτει ότι, κατά την αρχική έρευνα, όσον αφορά τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, οι οποίοι είχαν αποδείξει ότι επικρατούσαν, ως προς αυτούς, συνθήκες οικονομίας της αγοράς και οι οποίοι, ως εκ τούτου, είχαν υπαχθεί στο ΚΟΑ, η Επιτροπή υπολόγισε την κανονική αξία κατ’ εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού, ιδίως με βάση την πραγματική εγχώρια τιμή πωλήσεως που χρέωνε ο κάθε παραγωγός-εξαγωγέας. Όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν υπάγονταν στο ΚΟΑ κατά την αρχική έρευνα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 34 του προσωρινού κανονισμού και από την αιτιολογική σκέψη 13 του οριστικού κανονισμού απορρέει ότι η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση τις προερχόμενες από τον παραγωγό της ανάλογης χώρας πληροφορίες, ιδίως δε με βάση τις καταβαλλόμενες τιμές στην εγχώρια αγορά της Αργεντινής, κατ’ εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού.

130    Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 15 έως 21 του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν έγινε δεκτή η χορήγηση του ΚΟΑ στους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς κατά την επανεξέταση. Για τον λόγο αυτό, η κανονική αξία δεν μπορούσε πλέον να καθορισθεί με βάση την πραγματική εγχώρια τιμή πωλήσεως που χρέωνε καθένας από τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, κατ’ εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού. Όπως αναγνωρίζουν οι προσφεύγουσες, τούτο δεν συνιστά, αφ’ εαυτού, μεταβολή της μεθοδολογίας που να αντιβαίνει στο άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

131    Πλην όμως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 29 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, όσον αφορά τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, κατά την επανεξέταση, η κανονική αξία κατασκευάστηκε, κατ’ ουσίαν, με βάση το κόστος παραγωγής στην Αργεντινή, και όχι με συνεκτίμηση των εγχώριων τιμών πωλήσεως που ισχύουν στη χώρα αυτή.

132    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, τούτο συνιστά μεταβολή της μεθοδολογίας κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Πράγματι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, για όλες τις επανεξετάσεις η Επιτροπή εφαρμόζει «την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού». Εν προκειμένω, η κανονική αξία όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν υπάγονταν στο ΚΟΑ είχε υπολογιστεί με βάση τις ισχύουσες στην Αργεντινή εγχώριες τιμές πωλήσεως κατά την αρχική έρευνα, ενώ κατασκευάστηκε, κατ’ ουσίαν, με βάση το κόστος παραγωγής στην Αργεντινή κατά την επανεξέταση όσον αφορά τους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν μπορούσαν πλέον να υπάγονται στο ΚΟΑ. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αναφέρεται στην εφαρμογή μίας και της αυτής μεθόδου στην αρχική έρευνα και στην επανεξέταση. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, η διάταξη αυτή δεν περιορίζεται στο να απαιτεί μόνον την εφαρμογή μίας και της αυτής μεθόδου επί της ίδιας οικονομικής οντότητας.

133    Είναι προφανές ότι μπορούν να εφαρμοστούν διαφορετικές μεθοδολογίες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας ως προς παραγωγούς-εξαγωγείς οι οποίοι, δεδομένου ότι βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση, υπάγονται σε διαφορετικές διατάξεις του βασικού κανονισμού. Τούτο ισχύει, παραδείγματος χάρη, στην περίπτωση των παραγωγών-εξαγωγέων που υπάγονται στο ΚΟΑ και εκείνων που δεν υπάγονται στο ΚΟΑ. Πλην όμως, κατ’ αρχήν, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να εφαρμόζουν την ίδια μέθοδο για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας ως προς παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν υπάγονται στο ΚΟΑ, κατά την αρχική έρευνα και κατά την επανεξέταση, υπό την επιφύλαξη της υπάρξεως μεταβολής των συνθηκών ή του ότι η αρχικώς χρησιμοποιηθείσα μέθοδος έχει διαπιστωθεί ότι αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού.

134    Εν προκειμένω, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν περιέχει αναφορά σε μεταβολή των συνθηκών. Καίτοι στην αιτιολογική σκέψη 27 του προσβαλλόμενου κανονισμού διευκρινίζεται ότι η επιλογή της εφαρμοζόμενης μεθοδολογίας απορρέει από τις διαφορές μεταξύ των διαδικασιών παραγωγής τρυγικού οξέος στην Αργεντινή και στην Κίνα, δηλαδή, αντιστοίχως, της φυσικής διαδικασίας και της συνθετικής διαδικασίας, εντούτοις, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, οι διαφορές αυτές υπήρχαν και ήταν γνωστές ήδη κατά το στάδιο της αρχικής έρευνας.

135    Πρέπει να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο υποστηρίζει, με τα δικόγραφά του, ότι η σύγκριση μεταξύ, αφενός, της κανονικής αξίας η οποία υπολογίστηκε με βάση τις εγχώριες τιμές πωλήσεως που ισχύουν στην Αργεντινή και η οποία, ως εκ τούτου, στηρίζεται σε στοιχεία σχετικά με τη φυσική διαδικασία παραγωγής και, αφετέρου, των τιμών εξαγωγής των δύο Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων οι οποίες σχετίζονται με τη συνθετική διαδικασία παραγωγής θα ήταν στρεβλή ή ακόμα και αθέμιτη. Το Συμβούλιο, ερωτηθέν σχετικά με το περιεχόμενο του επιχειρήματος αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστήριξε ότι μια τέτοια μέθοδος υπολογισμού των δασμών αντιντάμπινγκ θα αντέβαινε στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού.

136    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αναφέρει ότι διαπιστώθηκε ότι η αρχική μέθοδος αντέβαινε στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού, πράγμα που επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ που ισχύει για τους λοιπούς παραγωγούς-εξαγωγείς εξακολουθεί να ερείδεται επί της κανονικής αξίας που καθορίστηκε σύμφωνα με την αρχική μέθοδο. Εάν γινόταν δεκτή η άποψη του Συμβουλίου, τούτο θα είχε ως συνέπεια να είναι μη σύννομη η εφαρμογή της μεθόδου αυτής επί των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων, των οποίων οι δασμοί εξακολουθούν να καθορίζονται βάσει της εν λόγω μεθόδου. Πλην όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή ουδόλως τροποποίησαν τον δασμό αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται επί των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων από τον χρόνο εκδόσεως του προσωρινού κανονισμού.

137    Εξάλλου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το τρυγικό οξύ που παρασκευάζεται με χημική σύνθεση εμφανίζει τα ίδια χαρακτηριστικά και προορίζεται για τις ίδιες βασικές χρήσεις με αυτό που παρασκευάζεται από υποπροϊόντα οινοποιήσεως, όπως διαλαμβάνεται στη σκέψη 1 ανωτέρω. Επομένως, η σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας που υπολογίστηκε με βάση στοιχεία σχετικά με τη φυσική διαδικασία παραγωγής και των τιμών εξαγωγής που υπολογίστηκαν με βάση στοιχεία σχετικά με τη συνθετική διαδικασία παραγωγής δεν αντιβαίνει στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού.

138    Πρέπει να προστεθεί ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μεταβολή της μεθόδου προβάλλοντας απλώς την εκτίμηση ότι η μέθοδος που επελέγη στον προσβαλλόμενο κανονισμό είναι καταλληλότερη. Πράγματι, κατά τη νομολογία, δεν αρκεί το ότι μια νέα μέθοδος είναι καταλληλότερη από την προηγούμενη, σε περίπτωση κατά την οποία η προηγούμενη μέθοδος είναι, πάντως, σύμφωνη με το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Huvis κατά Συμβουλίου, T‑221/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:258, σκέψη 50).

139    Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το προβληθέν από το Συμβούλιο επιχείρημα ότι η εκ μέρους των προσφευγουσών ερμηνεία αίρει κάθε διάκριση μεταξύ των παραγωγών-εξαγωγέων που συνεργάστηκαν και εκείνων που δεν συνεργάστηκαν. Από την αιτιολογική σκέψη 22 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι οι δύο Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν και οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 9, παράγραφος 5, του κανονισμού 2016/1036) έτυχαν ατομικής μεταχειρίσεως. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη όσον αφορά τους λοιπούς παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συνεργάστηκαν, επιβλήθηκε στους ως άνω δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς ατομικός δασμός αντιντάμπινγκ που στηριζόταν στις τιμές εξαγωγής τους.

140    Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, ένας ατομικός δασμός αντιντάμπινγκ υπολογίζεται, κατά κανόνα, αφού συγκριθεί η κανονική αξία που εφαρμόζεται στο σύνολο των παραγωγών‑εξαγωγέων με τις ατομικές τιμές εξαγωγής του συγκεκριμένου παραγωγού [βλ., συναφώς, αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C‑659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 130, και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Giant (China) κατά Συμβουλίου, T‑425/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:896, σκέψη 47]. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα το οποίο προέβαλαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και προς αντίκρουση του πρώτου λόγου ακυρώσεως βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

141    Πράγματι, πρέπει να επισημανθεί ότι είναι εύλογο ότι, οσάκις αναγνωρίζεται το ΚΟΑ σε αρκετούς παραγωγούς-εξαγωγείς, η κανονική αξία πρόκειται να είναι διαφορετική για τον καθένα, καθόσον υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία καθενός από αυτούς. Αντιθέτως, δεν συντρέχει λόγος να είναι η κανονική αξία διαφορετική σε περίπτωση κατά την οποία δεν αναγνωρίζεται το ΚΟΑ σε αρκετούς παραγωγούς-εξαγωγείς, καθόσον, στο πλαίσιο της καταστάσεως αυτής, οι σχετικοί με την κανονική αξία υπολογισμοί στηρίζονται στα προερχόμενα από μια ανάλογη χώρα στοιχεία και, επομένως, πραγματοποιούνται ανεξάρτητα από τα στοιχεία των εν λόγω παραγωγών-εξαγωγέων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ένας παραγωγός-εξαγωγέας μπορεί πάντοτε να ζητήσει να τύχει ατομικής μεταχειρίσεως, πράγμα που συνεπάγεται ότι ένα ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ θα υπολογιστεί, αφού συγκριθεί η κανονική αξία, η οποία είναι η ίδια για όλους, με τις τιμές εξαγωγής του εν λόγω παραγωγού-εξαγωγέα, αντί να συγκριθεί η κανονική αξία με τις τιμές εξαγωγής του οικείου βιομηχανικού κλάδου παραγωγής.

142    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός. Συνεπώς, ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί.

143    Επομένως, δεν συντρέχει λόγος να εξετάσει το Γενικό Δικαστήριο τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες.

 Επί του αιτήματος περί διατηρήσεως των αποτελεσμάτων του προσβαλλόμενου κανονισμού

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

144    Για την περίπτωση κατά την οποία η προσφυγή ακυρώσεως γίνει δεκτή, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού μέχρις ότου το Συμβούλιο θεσπίσει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ακύρωση, απλώς και μόνον, του προσβαλλόμενου κανονισμού θα είχε ως συνέπεια να περιέλθουν σε ακόμη δυσχερέστερη κατάσταση, καθόσον θα ήσαν εκτεθειμένες στο ντάμπινγκ εκ μέρους των δύο Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, εν αναμονή της λήψεως των εκτελεστικών μέτρων από το Συμβούλιο. Οι προσφεύγουσες αποσαφηνίζουν ότι η προσφυγή τους δεν έχει ως αντικείμενο να ακυρωθούν όλα τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού, αλλά να διορθωθεί ο εν λόγω κανονισμός. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, δεν συντρέχει λόγος να παρασχεθεί ένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στους δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς.

145    Κατά το Συμβούλιο, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, το Συμβούλιο τονίζει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα διακυβευόμενα συμφέροντα, ιδίως εκείνα των εισαγωγέων που θα πρέπει να καταβάλλουν μη σύννομους δασμούς αντιντάμπινγκ επί όσο χρόνο δεν θα έχουν ενεργήσει τα θεσμικά όργανα. Επιπλέον, κατά την άποψη του Συμβουλίου, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη σημαντικών λόγων αναγομένων στην ασφάλεια δικαίου που να συνηγορούν υπέρ της διατηρήσεως των αποτελεσμάτων του προσβαλλόμενου κανονισμού.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

146    Λαμβανομένης υπόψη της ακυρώσεως του κανονισμού με την απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου (T‑442/12, EU:T:2017:372), δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό το αίτημα των προσφευγουσών όσον αφορά την Changmao Biochemical Engineering. Ωστόσο, το αίτημα αυτό μπορεί να γίνει δεκτό όσον αφορά τη Ninghai Organic Chemical Factory.

147    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι με την προσφυγή επιδιώκεται όχι η κατάργηση του δασμού αντιντάμπινγκ που προκύπτει από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, αλλά η αντικατάστασή του με μέτρο αυστηρότερου περιεχομένου το οποίο να περιλαμβάνει την επιβολή υψηλότερου δασμού αντιντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή μιας ενδεχομένως διαφορετικής μεθοδολογίας υπολογισμού. Εξάλλου, εφόσον οι συνέπειες μόνης της ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα να θιγεί το γενικό συμφέρον της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του αντιντάμπινγκ, ενδείκνυται, προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών και αντιθέτως προς τις αντιρρήσεις του Συμβουλίου, η διατήρηση του δασμού αντιντάμπινγκ που προκύπτει από τον προσβαλλόμενο κανονισμό μέχρις ότου τα θεσμικά όργανα λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, EU:C:1985:119, σκέψη 32).

148    Επιπλέον, πρέπει να γίνει αναφορά στις σκέψεις 101 έως 113 ανωτέρω όσον αφορά το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών παρά την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

149    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα περί διατηρήσεως των αποτελεσμάτων του προσβαλλόμενου κανονισμού στον βαθμό που ο κανονισμός αυτός δεν είχε ακυρωθεί με την απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου (T‑442/12, EU:T:2017:372).

 Επί των δικαστικών εξόδων

150    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των προσφευγουσών.

151    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

152    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να κριθεί ότι η Changmao Biochemical Engineering φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 626/2012 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2012, για τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 349/2012 σχετικά με την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τρυγικού οξέος, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

2)      Ο δασμός αντιντάμπινγκ που θεσπίστηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 626/2012 διατηρείται σε ισχύ όσον αφορά τα προϊόντα της Ninghai Organic Chemical Factory μέχρις ότου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως.

3)      Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Distillerie Bonollo SpA, η Industria Chimica Valenzana (ICV) SpA, η Distillerie Mazzari SpA, η Caviro Distillerie Srl και η Comercial Química Sarasa, SL.

4)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

5)      Η Changmao Biochemical Engineering Co. Ltd φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

CollinsKanchevaBieliūnas

BarentsPasser

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Μαΐου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.