Language of document : ECLI:EU:T:2018:251

Υπόθεση T431/12

Distillerie Bonollo SpA κ.λπ.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Κίνας – Τροποποίηση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ – Μερική ενδιάμεση επανεξέταση – Προσφυγή ακυρώσεως – Προϋπόθεση η πράξη να αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα – Παραδεκτό – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Κατασκευασμένη κανονική αξία – Μεταβολή της σχετικής μεθόδου – Ατομική μεταχείριση – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, και άρθρο 11, παράγραφος 9, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 [νυν άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, και άρθρο 11, παράγραφος 9, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036] – Καθορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα)
της 3ης Μαΐου 2018

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Ζήτημα κατά πόσον μια πράξη αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα – Κριτήρια – Κανονισμός αντιντάμπινγκ που εκδόθηκε μετά από αίτηση για μερική ενδιάμεση επανεξέταση που υποβλήθηκε από παραγωγούς-ανταγωνιστές της Ένωσης – Ζήτημα κατά πόσον μια πράξη αφορά άμεσα τους εν λόγω παραγωγούς-ανταγωνιστές

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Ζήτημα κατά πόσον μια πράξη αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα – Κριτήρια – Κανονισμός αντιντάμπινγκ που εκδόθηκε μετά από αίτηση για μερική ενδιάμεση επανεξέταση που υποβλήθηκε από παραγωγούς-ανταγωνιστές της Ένωσης – Ζήτημα κατά πόσον μια πράξη αφορά ατομικά τους εν λόγω παραγωγούς-ανταγωνιστές

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Προϋπόθεση – Κανονισμός αντιντάμπινγκ που εκδόθηκε μετά από αίτηση για μερική ενδιάμεση επανεξέταση που υποβλήθηκε από παραγωγούς-ανταγωνιστές της Ένωσης – Έννομο συμφέρον των εν λόγω παραγωγών-ανταγωνιστών

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 264 § 2 ΣΛΕΕ)

4.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Εισαγωγές από χώρες που δεν έχουν οικονομία της αγοράς – Προσφυγή στην κατασκευασμένη αξία – Υποχρέωση εφαρμογής στο πλαίσιο επανεξετάσεως της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, που αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 2016/1036, άρθρα 2 και 11 § 9· κανονισμός 612/2012 του Συμβουλίου)

5.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Ατομική μεταχείριση των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν εξαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία της αγοράς

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, που αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 2016/1036, άρθρο 9 § 5)

6.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Συνέπειες της ακυρώσεως κανονισμού περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ – Διατήρηση των δασμών αντιντάμπινγκ μέχρι τη λήψη μέτρων που περιλαμβάνουν την εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως

(Άρθρο 264, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

1.      Ως προς το αν μια πράξη της Ένωσης αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, η προϋπόθεση αυτή επιτάσσει ότι η εν λόγω πράξη θα πρέπει να έχει άμεσα αποτελέσματα όσον αφορά τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος, αφενός, και, αφετέρου, ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία εξουσία εκτιμήσεως που να έχει παρασχεθεί στους αποδέκτες της πράξεως αυτής που είναι επιφορτισμένοι με την εκτέλεσή της, καθόσον η τελευταία έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει μόνον από τη ρύθμιση της Ένωσης χωρίς την εφαρμογή άλλων ενδιαμέσων κανόνων.

Στη νομολογία κατ’ επανάληψη έχουν κριθεί παραδεκτές προσφυγές ακυρώσεως που ασκήθηκαν από ιδιώτες κατά πράξεων της Ένωσης των οποίων οι συνέπειες επί των προσφευγόντων δεν είναι νομικής, αλλά απλώς πραγματικής φύσεως, λόγω, ιδίως, του ότι οι ως άνω πράξεις αφορούν άμεσα αυτούς τους προσφεύγοντες εξαιτίας της ιδιότητάς τους ως οικονομικών φορέων της αγοράς ευρισκόμενων σε ανταγωνισμό με άλλους τέτοιους φορείς.

Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες έδωσαν το έναυσμα για την κίνηση της διαδικασίας μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως και τα μέτρα που ελήφθησαν μετά την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας προορίζονταν για την αντιστάθμιση του ντάμπινγκ που προκάλεσε τη ζημία την οποία αυτοί υπέστησαν ως παραγωγοί-ανταγωνιστές που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά με τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς, ο κανονισμός με τον οποίο περατώνεται η διαδικασία μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες.

(βλ. σκέψεις 49, 52, 59)

2.      Όσον αφορά το ζήτημα αν η πράξη αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα, υποκείμενα δικαίου διαφορετικά από τους αποδέκτες μιας πράξεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτή τα αφορά κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ παρά μόνον αν η εν λόγω πράξη τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.

Όσον αφορά, ειδικότερα, τον τομέα του αντιντάμπινγκ, μολονότι είναι αληθές ότι, υπό το πρίσμα των κριτηρίων του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι κανονισμοί με τους οποίους επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ έχουν, από τη φύση τους και το περιεχόμενό τους, κανονιστικό χαρακτήρα, καθόσον εφαρμόζονται επί του συνόλου των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών, εντούτοις, δεν αποκλείεται ορισμένες διατάξεις των κανονισμών αυτών να αφορούν ατομικά ορισμένους επιχειρηματίες.

Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον εθίγη η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά, ο δικαστής της Ένωσης στηρίζεται σε σειρά στοιχείων όπως η συγκεντρωμένη ή κατακερματισμένη δομή της αγοράς, η θέση του προσφεύγοντος και του οικείου ανταγωνιστή σε απόλυτους και σε σχετικούς όρους στην αγορά ή το εύρος των επιπτώσεων της επίδικης πράξεως επί των δραστηριοτήτων του προσφεύγοντος.

Από την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης εκτίμηση της εν λόγω δέσμης στοιχείων είναι δυνατό να συναχθεί ότι, όσο αμεσότερες είναι οι σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ του προσφεύγοντος και του οικείου ανταγωνιστή, είτε διότι ο αριθμός των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στην αγορά είναι περιορισμένος είτε διότι η οικεία επιχείρηση αποτελεί τον κύριο ανταγωνιστή του προσφεύγοντος, και όσο σημαντικότερες είναι οι αρνητικές συνέπειες για τον προσφεύγοντα, τόσο περισσότερο επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη πράξη τον αφορά ατομικά.

Παραγωγοί της Ένωσης οι οποίοι είναι ανταγωνιστές των παραγωγών τρίτης χώρας και οι οποίοι μετείχαν ενεργά στη διοικητική διαδικασία και συνέβαλαν σημαντικά στη διεκπεραίωσή της, και επομένως στην έκβασή της, θίγονται ατομικά από κανονισμό με τον οποίο περατώνεται μια διαδικασία μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως που έχει κινηθεί κατόπιν αιτήσεώς τους, πολλώ μάλλον διότι η θέση τους στην αγορά εθίγη σημαντικά.

(βλ. σκέψεις 74, 75, 80, 81, 84, 88, 91)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων έχει συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως.

Όταν με προσφυγή επιδιώκεται όχι η κατάργηση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά η αντικατάστασή τους με μέτρο αυστηρότερου περιεχομένου το οποίο να περιλαμβάνει την επιβολή υψηλότερου δασμού αντιντάμπινγκ, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχεται δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκειμένου να διατηρήσει τον δασμό αντιντάμπινγκ που είχε επιβληθεί με τον προσβαλλόμενο κανονισμό μέχρις ότου τα αρμόδια θεσμικά όργανα λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι παραγωγοί-ανταγωνιστές της Ένωσης έχουν έννομο συμφέρον προκειμένου να ζητήσουν την ακύρωση ενός κανονισμού που αυξάνει ελαφρώς τους δασμούς αντιντάμπινγκ ο οποίος εκδόθηκε μετά από αίτηση για μερική ενδιάμεση επανεξέταση που υπέβαλαν οι εν λόγω παραγωγοί-ανταγωνιστές, η οποία μπορεί να τους ωφελήσει.

Επιπλέον, οι προσφεύγοντες μπορούν να διατηρούν το έννομο συμφέρον τους για την ακύρωση πράξεως θεσμικού οργάνου της Ένωσης, προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της πλημμέλειας στο μέλλον.

(βλ. σκέψεις 101, 103, 104, 108)

4.      Οι κανόνες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας καθορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 7, του κανονισμού 1225/2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (νυν άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 7, του κανονισμού 2016/1036). Όσον αφορά τις εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία της αγοράς, η οποία είναι μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) κατά την ημερομηνία ενάρξεως της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται κατ’ αρχήν σύμφωνα με την ειδική μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1225/2009. Κατά τη μέθοδο αυτή, η κανονική αξία καθορίζεται, μεταξύ άλλων, βάσει της τιμής ή της κατασκευασμένης αξίας σε τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, ήτοι την ανάλογη χώρα.

Κατ’ εξαίρεση, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1225/2009, όσον αφορά τις εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία της αγοράς, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του εν λόγω κανονισμού, εάν αποδεικνύεται ότι επικρατούν συνθήκες οικονομίας της αγοράς για τον συγκεκριμένο παραγωγό ή για τους συγκεκριμένους παραγωγούς. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του κανονισμού 1225/2009 περιλαμβάνει τους εφαρμοστέους κανόνες για τον καθορισμό της κανονικής αξίας όσον αφορά τις εισαγωγές από χώρες που έχουν οικονομία της αγοράς.

Εξάλλου, από το άρθρο 11, παράγραφος 9, του κανονισμού 1225/2009 προκύπτει ότι, κατά κανόνα, στο πλαίσιο μιας επανεξετάσεως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να εφαρμόζουν την ίδια μέθοδο, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως της εκ μέρους τους συγκρίσεως της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού. Η ίδια διάταξη προβλέπει μια εξαίρεση βάσει της οποίας επιτρέπεται στα θεσμικά όργανα να εφαρμόζουν μέθοδο διαφορετική από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική έρευνα, εφόσον έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η εφαρμοζόμενη μέθοδος πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 2 του κανονισμού 1225/2009.

Επιπλέον, δεν αρκεί το ότι μια νέα μέθοδος είναι καταλληλότερη από την προηγούμενη, σε περίπτωση κατά την οποία η προηγούμενη μέθοδος είναι, πάντως, σύμφωνη με το άρθρο 2 του κανονισμού 1225/2009.

(βλ. σκέψεις 124, 125, 127, 138)

5.      Είναι εύλογο ότι, οσάκις αναγνωρίζεται το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (ΚΟΑ), η κανονική αξία πρόκειται να είναι διαφορετική για τον καθένα, καθόσον υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία καθενός από αυτούς. Αντιθέτως, δεν συντρέχει λόγος να είναι η κανονική αξία διαφορετική σε περίπτωση κατά την οποία δεν αναγνωρίζεται το ΚΟΑ σε αρκετούς παραγωγούς-εξαγωγείς, καθόσον, στο πλαίσιο της καταστάσεως αυτής, οι σχετικοί με την κανονική αξία υπολογισμοί στηρίζονται στα προερχόμενα από μια ανάλογη χώρα στοιχεία και, επομένως, πραγματοποιούνται ανεξάρτητα από τα στοιχεία των εν λόγω παραγωγών-εξαγωγέων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ένας παραγωγός-εξαγωγέας μπορεί πάντοτε να ζητήσει να τύχει ατομικής μεταχειρίσεως, πράγμα που συνεπάγεται ότι ένα ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ θα υπολογιστεί, αφού συγκριθεί η κανονική αξία, η οποία είναι η ίδια για όλους, με τις τιμές εξαγωγής του εν λόγω παραγωγού-εξαγωγέα, αντί να συγκριθεί η κανονική αξία με τις τιμές εξαγωγής του οικείου βιομηχανικού κλάδου παραγωγής.

(βλ. σκέψη 141)

6.      Όταν με την προσφυγή επιδιώκεται όχι η κατάργηση του δασμού αντιντάμπινγκ που προκύπτει από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, αλλά η αντικατάστασή του με μέτρο αυστηρότερου περιεχομένου το οποίο να περιλαμβάνει την επιβολή υψηλότερου δασμού αντιντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή μιας ενδεχομένως διαφορετικής μεθοδολογίας υπολογισμού της κανονικής αξίας και εφόσον οι συνέπειες μόνης της ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα να θιγεί το γενικό συμφέρον της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του αντιντάμπινγκ, ενδείκνυται, προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών και αντιθέτως προς τις αντιρρήσεις του Συμβουλίου, η διατήρηση του δασμού αντιντάμπινγκ που προκύπτει από τον προσβαλλόμενο κανονισμό μέχρις ότου τα θεσμικά όργανα λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψη 147)