Language of document : ECLI:EU:T:2009:485

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2009

Υπόθεση T-377/08 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Gerhard Birkhoff

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Υγειονομική ασφάλιση – Επιστροφή των ιατρικών εξόδων – Ακύρωση πρωτοδίκως της αποφάσεως περί μη χορηγήσεως προηγούμενης εγκρίσεως για την επιστροφή των εξόδων αγοράς αναπηρικού αμαξιδίου – Παραμόρφωση του περιεχομένου αποδεικτικού στοιχείου»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 8ης Ιουλίου 2008, F-76/07, Birkhoff κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

Απόφαση: Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 8ης Ιουλίου 2008, F‑76/07, Birkhoff κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή) αναιρείται. Η από 8 Νοεμβρίου 2006 απόφαση του γραφείου εκκαθαρίσεως εξόδων ακυρώνεται. Ο Gerhard Birkhoff και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα φέρουν τα σχετικά με την παρούσα διαδικασία δικαστικά έξοδά τους. Η Επιτροπή καταδικάζεται να φέρει το σύνολο των σχετικών με την πρωτοβάθμια διαδικασία δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Υγειονομική ασφάλιση – Έξοδα ασθενείας – Επιστροφή – Άρνηση – Διοικητική ένσταση – Απορριπτική απόφαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Υγειονομική ασφάλιση – Έξοδα ασθενείας – Επιστροφή – Άρνηση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72)

3.      Υπάλληλοι – Καθήκον μέριμνας που έχει η διοίκηση – Λήψη υπόψη των συμφερόντων του υπαλλήλου

(Ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ασθένειας, άρθρο 35 § 2)

1.      Η αιτιολογία της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται διοικητική ένσταση λογίζεται ότι συμπίπτει με την απόφαση κατά της οποίας βάλλει η διοικητική ένσταση.

Συνεπώς, όταν το γραφείο εκκαθαρίσεως εξόδων, βάσει αρνητικής γνωμοδοτήσεως του συμβούλου ιατρού, αρνείται την ανάληψη ορισμένων ιατρικών εξόδων δυνάμει του άρθρου 20 της κοινής ρυθμίσεως και ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει διοικητική ένσταση καταγγέλλοντας τον υπερβολικά γενικό ή συνοπτικό χαρακτήρα της αιτιολογίας στην οποία στηρίζεται η άρνηση αυτή, μπορεί η διοίκηση, προς απάντηση στην ένσταση αυτή, να παράσχει περισσότερο συγκεκριμένη αιτιολογία κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας. Η ειδική αυτή αιτιολογία που αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, και η οποία ανακοινώνεται πριν από την άσκηση της ένδικης προσφυγής, λογίζεται ότι συμπίπτει με την αρνητική απόφαση και πρέπει, επομένως, να θεωρείται ως πληροφοριακό στοιχείο κατάλληλο για την εκτίμηση της νομιμότητας αυτής της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 55 και 56)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 9 Δεκεμβρίου 1993, C‑115/92 P, Κοινοβούλιο κατά Volger, Συλλογή 1993, σ. I‑6549, σκέψη 22· ΔΕΚ, 23 Σεπτεμβρίου 2004, C‑150/03 P, Hectors κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑8691, σκέψεις 47 έως 49· ΠΕΚ, 22 Μαρτίου 1995, T‑586/93, Κοτζώνης κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1995, σ. II‑665, σκέψη 105· ΠΕΚ, 11 Μαρτίου 1999, T‑66/98, Gaspari κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑55 και II‑287, σκέψεις 30 έως 33· ΠΕΚ, 11 Μαΐου 2000, T‑34/99, Pipeaux κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑79 και II‑337, σκέψεις 18 και 19· ΠΕΚ, 6 Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903, σκέψη 107

2.      Ο έλεγχος του δικαστή δεν εκτείνεται και στις κατά κυριολεξία ιατρικές εκτιμήσεις, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται οριστικές εφόσον έχουν πραγματοποιηθεί υπό κανονικές συνθήκες.

Λήψεις θέσεως εκ μέρους συμβούλου ιατρού ή ιατρικού συμβουλίου, αφορώσες αποκλειστικά το καθαρά τεχνικής φύσεως ζήτημα κατά πόσον ένα ελαττωματικό αναπηρικό αμαξίδιο, λαμβανομένων υπόψη του υλικού που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του και της αιτίας του σπασίματος της πλάτης του, μπορούσε ευλόγως να επισκευαστεί ή αν ήταν δικαιολογημένη, για λόγους ασφάλειας, η χρηματοδότηση της αγοράς νέου αναπηρικού αμαξιδίου, δεν εκφράζουν κατά κυριολεξία ιατρική εκτίμηση. Κατά συνέπεια, η νομολογία περί περιορισμένου δικαστικού ελέγχου των ιατρικών γνωματεύσεων δεν έχει εφαρμογή σε μια τέτοια περίπτωση.

(βλ. σκέψεις 68 έως 70)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 19 Ιανουαρίου 1988, 2/87, Biedermann κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1988, σ. 143, σκέψη 8· ΠΕΚ, 16 Μαρτίου 1993, T‑33/89 και T‑74/89, Blackman κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑249, σκέψη 44· ΠΕΚ, 12 Μαΐου 2004, T‑191/01, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑147 και II‑659, σκέψη 62

3.      Το καθήκον μέριμνας που έχει η διοίκηση, το οποίο αντικατοπτρίζει την εξισορρόπηση των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τα οποία ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει δημιουργήσει στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της, συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η προϊσταμένη αρχή, όταν αποφαίνεται σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου της, οφείλει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή παραβαίνει το καθήκον μέριμνας όταν δεν λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσφεύγοντος, συνταξιούχου υπαλλήλου, που ζητεί την επιστροφή των εξόδων αντικαταστάσεως του ελαττωματικού αναπηρικού αμαξιδίου της κόρης του, ενώ η εν λόγω αρχή δεν αγνοεί ούτε ότι ο προσφεύγων ζει σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο ζει η κόρη του ούτε ότι το αμαξίδιο αγοράστηκε στο πρώτο κράτος μέλος και επισκευάστηκε στο δεύτερο. Η κατάσταση αυτή καθιστά οπωσδήποτε ιδιαίτερα δυσχερές το έργο του προσφεύγοντος που συνίσταται στην απόδειξη της αιτίας της ελαττωματικότητας του αναπηρικού αμαξιδίου και του ότι η παραπληγική κόρη του έχει ανάγκη νέου αναπηρικού αμαξιδίου για μια αξιοπρεπή ιδιωτική και επαγγελματική ζωή.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή οφείλει να αναλάβει ενεργότερο ρόλο κατά την εξέταση της υποθέσεως προβαίνοντας, ιδίως, σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 35, παράγραφος 2, της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ασθένειας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το οποίο η διοίκηση, προτού αποφανθεί επί διοικητικής ενστάσεως, μπορεί, όταν η διαφωνία είναι ιατρικής φύσεως, να ζητήσει τη γνώμη πραγματογνώμονα ιατρού, οπότε «τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης βαρύνουν το κοινό καθεστώς». Εφόσον η διαφωνία είναι τεχνικής φύσεως, η εν λόγω αρχή οφείλει να διερωτηθεί, συνεπώς, μήπως είναι προτιμότερο, από οικονομικής απόψεως, να συνεργαστεί με τον προσφεύγοντα προς αναζήτηση τεχνικού πραγματογνώμονα, με επιβάρυνση του κοινού καθεστώτος υγειονομικής ασφαλίσεως, ή να εξετάσει τη δυνατότητα επιστροφής των εξόδων αγοράς νέου αναπηρικού αμαξιδίου, ενδεχομένως μέχρις ορισμένου ανωτάτου ποσού.

(βλ. σκέψεις 87 έως 89)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 28 Μαΐου 1980, 33/79 και 75/79, Kuhner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 1677, σκέψη 22· ΔΕΚ, 29 Ιουνίου 1994, C‑298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. I‑3009, σκέψη 38· ΠΕΚ, 27 Σεπτεμβρίου 2006, T‑156/05, Λαντζώνη κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑189 και II‑A‑2‑969, σκέψη 88