Language of document : ECLI:EU:T:2015:498

Υπόθεση T‑398/10

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

Fapricela — Indústria de Trefilaria, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως — Βαθμός ακρίβειας που απαιτείται για τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή — Δέσμη ενδείξεων — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο — Απόφαση λόγω της οποίας ο δικαστής εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες — Τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Τρόπος αποδείξεως — Έγγραφη απόδειξη — Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας εγγράφου — Κριτήρια — Έγγραφο το οποίο συνετάχθη σε άμεση συνάφεια με τα πραγματικά περιστατικά ή από έχοντα ιδία γνώση των περιστατικών αυτών — Δηλώσεις αντίθετες προς τα συμφέροντα του δηλούντος — Αυξημένη αποδεικτική αξία

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

3.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Εκτίμηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως — Απαίτηση διασαφηνίσεως όλων των ουσιωδών πραγματικών και νομικών στοιχείων — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

4.      Συμπράξεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Επιχειρήσεις στις οποίες μπορεί να καταλογιστεί παράβαση συνιστάμενη σε συμμετοχή σε συνολική σύμπραξη — Κριτήρια — Ενιαίος σκοπός και συνολικό σχέδιο — Έλλειψη γνώσεως όλων των πτυχών της συμπράξεως — Συνέπειες

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

5.      Συμπράξεις — Συμμετοχή σε συναντήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Περίσταση από την οποία μπορεί, ελλείψει αποστασιοποιήσεως σε σχέση με τις ληφθείσες αποφάσεις, να συναχθεί η συμμετοχή στη συναφή σύμπραξη — Δημόσια αποστασιοποίηση — Εκτίμηση

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

6.      Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Συμμετοχή φερόμενη ως αποτέλεσμα εξαναγκασμού — Περίσταση η οποία δεν συνιστά δικαιολογία για την επιχείρηση που δεν έκανε χρήση της δυνατότητας καταγγελίας στις αρμόδιες αρχές

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

7.      Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Προϋποθέσεις — Νέος ισχυρισμός — Έννοια — Επιχειρήματα που συνδέονται στενά με λόγο ο οποίος περιελήφθη στο εισαγωγικό δικόγραφο — Δεν περιλαμβάνονται

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 48 § 2]

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Καθορισμός του βασικού ποσού — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Κριτήρια εκτιμήσεως — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής — Όρια — Τήρηση των αρχών της αναλογικότητας και της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 13 και 19 έως 23)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Καθορισμός του βασικού ποσού — Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων — Συνεκτίμηση μόνον της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση στον οικείο γεωγραφικό τομέα — Κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Καθορισμός του βασικού ποσού — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Κλιμακωτός καθορισμός του ποσοστού σοβαρότητας βάσει των διαφόρων κατηγοριών επιχειρήσεων που διέπραξαν ενιαία παράβαση — Μικρή απόκλιση μεταξύ των ποσοστών που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις οι οποίες διέπραξαν την παράβαση — Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Εκτίμηση

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης — Αποτέλεσμα — Υπαγωγή στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων — Αποκλείεται — Περιστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 261 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 3 και 31· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 86-89, 91-93, 124)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 88, 90)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 94, 213)

4.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, οι συμπράξεις μπορούν να θεωρηθούν συστατικά στοιχεία μιας ενιαίας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας, μόνον εάν αποδειχθεί ότι εντάσσονται σε συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός. Εξάλλου, μόνον εάν η επιχείρηση γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, όταν μετείχε σ’ αυτές τις συμπράξεις, ότι, διά της συμμετοχής της αυτής, εντασσόταν στην ενιαία συμφωνία, μπορεί η συμμετοχή της στις εν λόγω συμπράξεις να αποτελεί την έκφραση της προσχωρήσεώς της στη συγκεκριμένη συμφωνία.

Αντιθέτως, εάν μια επιχείρηση μετείχε άμεσα σε μία ή περισσότερες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες που συνθέτουν ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά δεν αποδεικνύεται ότι, με τη δική της συμπεριφορά, ήθελε να συμβάλει σε όλους τους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη, ούτε ότι ήταν ενήμερη και για όλες τις άλλες παράνομες ενέργειες τις οποίες αυτοί σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβησαν προς επίτευξη των ίδιων σκοπών ούτε ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει, αποδεχόμενη τον σχετικό κίνδυνο, η Επιτροπή δικαιούται να της καταλογίσει ευθύνη μόνο για τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες αυτή μετείχε άμεσα και για τις ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβησαν οι άλλοι μετέχοντες επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς με εκείνους που επιδίωκε η ίδια, τις οποίες αποδεικνύεται ότι γνώριζε ή ότι μπορούσε ευλόγως να προβλέψει, αποδεχόμενη τον σχετικό κίνδυνο. Τούτο δεν μπορεί, εντούτοις, να οδηγήσει στην απαλλαγή της επιχειρήσεως αυτής από την ευθύνη της για τις ενέργειες στις οποίες δεν αμφισβητείται η συμμετοχή της ή για τις οποίες μπορεί πράγματι να της καταλογιστεί ευθύνη. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η επιχείρηση δεν συμμετείχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή διαδραμάτισε ρόλο ήσσονος σημασίας σε όσες πτυχές συμμετείχε δεν ασκεί επιρροή για τη στοιχειοθέτηση παραβάσεως, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ενδεχομένως δε και της επιμετρήσεως του προστίμου.

Ωστόσο, η απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση είναι εφικτό να διαιρεθεί μόνον εάν, αφενός, η εν λόγω επιχείρηση ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αντιληφθεί ότι κατηγορείται και για κάθε μία από τις ενέργειες που συνθέτουν τη σύμπραξη, και επομένως να τις αντικρούσει, και εάν, αφετέρου, η εν λόγω απόφαση είναι αρκούντως σαφής επ’ αυτού. Κατά συνέπεια, όταν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, εάν ο δικαστής της Ένωσης διαπιστώσει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η επιχείρηση, κατά τη συμμετοχή της σε μία από τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που συνθέτουν ενιαία και διαρκή παράβαση, γνώριζε τις άλλες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που ακολουθούσαν οι λοιποί συμμετέχοντες στη σύμπραξη προς επιδίωξη των ίδιων σκοπών ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, πρέπει να συναγάγει ως μόνο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στην επιχείρηση αυτή για τις εν λόγω άλλες συμπεριφορές και, συνεπώς, για την ενιαία και διαρκή παράβαση στο σύνολό της και ότι κατά το μέτρο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμη.

(βλ. σκέψεις 133, 135-138)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 146, 209, 282)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 206)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 220, 221)

8.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων, όπως, μεταξύ άλλων, ο ρόλος που διαδραμάτισε κάθε μετέχων στην παράβαση και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις αυτού του είδους για τους σκοπούς της Ένωσης. Εάν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις πρέπει να εξετάζεται η σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής εκάστης εξ αυτών.

Συναφώς, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν συμμετέσχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι διαδραμάτισε ήσσονος σημασίας ρόλο σε όσες πτυχές έχει μετάσχει πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ενδεχομένως δε και της επιμετρήσεως του προστίμου.

Επιπροσθέτως, για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, τα οποία επιβάλλονται στις επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει σε σύμπραξη, η διαφοροποιημένη μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είναι σύμφυτη με την άσκηση των εξουσιών που έχει συναφώς η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειάς της, η Επιτροπή καλείται να εξατομικεύσει την κύρωση με γνώμονα τη συμπεριφορά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εν λόγω επιχειρήσεων, προκειμένου να διασφαλίσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης.

Περαιτέρω, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο πλαίσιο του υπολογισμού του ύψους των προστίμων, η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει διαφόρων στοιχείων και δεν πρέπει να προσδίδεται σε κανένα από τα στοιχεία αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση προς τα άλλα στοιχεία εκτιμήσεως. Η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται στο πλαίσιο αυτό ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, συναφώς, να εφαρμόζει τα στοιχεία αυτά κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο.

(βλ. σκέψεις 254-257)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 267)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 291, 294, 296-300)

11.    Στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, η πλήρης δικαιοδοσία που παρέχει στον δικαστή της Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 τού επιτρέπει, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να τροποποιήσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, όταν το ζήτημα του ποσού υποβληθεί στην κρίση του.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν της σοβαρότητας της παραβάσεως, και η διάρκειά της. Ειδικότερα, για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους, όπως η συμπεριφορά κάθε επιχειρήσεως, η λειτουργία εκάστης εξ αυτών κατά τον καθορισμό των εναρμονισμένων πρακτικών, το όφελος που άντλησαν από τις πρακτικές αυτές, το μέγεθός τους και η αξία των εμπορευμάτων που αφορούν, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τέτοιου είδους παραβάσεις για τους σκοπούς της Ένωσης. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αντικειμενικά στοιχεία όπως το περιεχόμενο και η διάρκεια των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών, ο αριθμός και η έντασή τους, η έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η επιδείνωση την οποία υπέστη η οικονομική δημόσια τάξη. Στην ανάλυση πρέπει, επίσης, να συνεκτιμώνται το σχετικό μέγεθος των ευθυνόμενων επιχειρήσεων και το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν, καθώς και τυχόν υποτροπή.

Περαιτέρω, εκ φύσεως, ο καθορισμός ενός προστίμου από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές, όταν αποφαίνεται στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, αλλά πρέπει να διενεργεί δική του εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 420-425)