Language of document : ECLI:EU:T:2006:390

Υπόθεση T-138/03

É. R. κ.λπ.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κοινή γεωργική πολιτική — Υγειονομικός έλεγχος — Σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (“νόσος των τρελών αγελάδων”) — Νέα παραλλαγή της νόσου Creutzfeldt-Jakob — Αγωγή αποζημιώσεως — Εξωσυμβατική ευθύνη — Ευθύνη της Κοινότητας άνευ παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της — Ζημία — Αιτιώδης συνάφεια — Τυπικές πλημμέλειες — Παράλληλες εθνικές διαδικασίες — Παραγραφή — Απαράδεκτο»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

2.      Αγωγή αποζημιώσεως — Αυτοτελής χαρακτήρας — Εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων — Εξαίρεση — Αδυναμία αποκαταστάσεως της ζημίας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου

(Άρθρα 235 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ)

3.      Αγωγή αποζημιώσεως — Προθεσμία παραγραφής — Χρόνος ενάρξεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46)

4.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

5.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

6.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

1.      Δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κάθε δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Για την κατοχύρωση της ασφαλείας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει, προκειμένου μια προσφυγή ή αγωγή να είναι παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του σχετικού δικογράφου. Προς ικανοποίηση των ανωτέρω επιταγών, το δικόγραφο της προσφυγής ή αγωγής με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημιών φερομένων ως προκληθεισών από κοινοτικό όργανο πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που επιτρέπουν τον προσδιορισμό της προσαπτόμενης σε αυτό από τον ενάγοντα συμπεριφοράς, τους λόγους για τους οποίους ο ενάγων εκτιμά ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας, καθώς και τον χαρακτήρα και την έκταση της ζημίας αυτής.

(βλ. σκέψη 34)

2.      Η αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 235 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ θεσπίστηκε ως αυτοτελές μέσο παροχής έννομης προστασίας επιτελούν τη δική του αποστολή στο πλαίσιο του συστήματος των ένδικων μέσων και εξαρτώμενο από προϋποθέσεις ασκήσεως αναγόμενες στο αντικείμενό του. Πάντως, η εν λόγω αγωγή πρέπει να εκτιμάται υπό το φως του συνόλου του συστήματος παροχής ένδικης προστασίας στους ιδιώτες και το παραδεκτό της μπορεί ως εκ τούτου να εξαρτάται, σε ορισμένες περιπτώσεις, από την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων που προβλέπονται για την ακύρωση αποφάσεως της εθνικής αρχής. Για να συμβαίνει, πάντως, αυτό, πρέπει επί πλέον τα ανωτέρω εθνικά ένδικα μέσα να διασφαλίζουν αποτελεσματικά την προστασία των ενδιαφερομένων και να δύνανται να καταλήγουν στην αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας.

Αυτό δεν συμβαίνει, αφενός, οσάκις είναι αδύνατη η αποκατάσταση των ζημιών που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι ενάγοντες, έστω και μερικώς, μέσω της ακυρώσεως συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων πράξεων εθνικής αρχής, αφετέρου, όταν το αίτημα περί αποζημιώσεως που υπέβαλαν οι ενάγοντες θεμελιώνεται σε υποτιθέμενες παρανομίες τις οποίες διέπραξαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι ο κοινοτικός δικαστής διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται, δυνάμει του άρθρου 288 ΕΚ, των διαφορών σχετικά με την αποκατάσταση ζημίας που προκάλεσε η Κοινότητα, τα εθνικά ένδικα βοηθήματα δεν θα μπορούσαν ipso facto να διασφαλίσουν σε μια τέτοια περίπτωση στους ενάγοντες αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων τους, ήτοι ιδίως την αποκατάσταση στο σύνολό της της ζημίας που διατείνονται ότι υπέστησαν.

Οσάκις η αυτή ζημία αποτελεί αντικείμενο δύο αγωγών αποζημιώσεως, μιας στρεφόμενης κατά κράτους μέλους ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και έτερης κατά της Κοινότητας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, ενδέχεται να καθίσταται αναγκαίο, προτού προσδιοριστεί το ύψος της ζημίας για την οποία θα κριθεί υπεύθυνη η Κοινότητα, να εκδοθεί προηγουμένως η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου επί της τυχόν ευθύνης του κράτους μέλους, ώστε να αποφεύγεται, λόγω διαφορετικής εκτιμήσεως μεταξύ δύο διαφορετικών δικαιοδοσιών, η ανεπαρκής ή καταχρηστική επιδίκαση αποζημιώσεως στους ενάγοντες. Πάντως, το ζήτημα αυτό δεν αφορά το παραδεκτό της ασκηθείσας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή αγωγής αλλά μόνον, ενδεχομένως, τον οριστικό καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως που καλείται να επιδικάσει ο τελευταίος.

(βλ. σκέψεις 40-42)

3.      Η, δυνάμει του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου πενταετής προθεσμία παραγραφής, όσον αφορά τις αγωγές κατά της Κοινότητας λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει πριν πληρωθούν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποζημιώσεως και ιδίως, όσον αφορά τις περιπτώσεις όπου η ευθύνη απορρέει, όπως εν προκειμένω, από κανονιστικές πράξεις, πριν επέλθουν τα ζημιογόνα αποτελέσματα των πράξεων αυτών. Σε περίπτωση κατά την οποία το θύμα μπόρεσε να λάβει γνώση του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος όψιμα, η προθεσμία δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει στην περίπτωσή του προτού του επιτραπεί να λάβει γνώση συναφώς.

(βλ. σκέψη 49)

4.      Η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας λόγω αθέμιτης συμπεριφοράς των οργάνων της, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι την έλλειψη νομιμότητας της προσαπτόμενης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της φερόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, απαιτείται να αποδεικνύεται κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου σκοπούντος στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η παραβίαση πρέπει να είναι κατάφωρη, αποφασιστικό κριτήριο ικανό να οδηγήσει στην εκτίμηση ότι συντρέχει είναι εκείνο της πρόδηλης και σοβαρής υπερβάσεως, εκ μέρους του οικείου κοινοτικού θεσμικού οργάνου, των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. Όταν το κοινοτικό αυτό όργανο διαθέτει αισθητά μειωμένο έως ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβιάσεως.

Εφόσον δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις αυτές η προσφυγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων.

(βλ. σκέψεις 99-101)

5.      Η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ γίνεται δεκτή οσάκις υφίσταται βέβαιος και άμεσος σύνδεσμος αιτίας προς αποτέλεσμα μεταξύ της πταισματικής πράξεως του οικείου θεσμικού οργάνου και της προβαλλόμενης ζημίας, σύνδεσμος τον οποίο πρέπει να αποδείξει ο ενάγων.

Σε ένα πεδίο όπως είναι αυτό της υγείας ζώων και ανθρώπων η ύπαρξη μιας τέτοιας αιτιώδους συνάφειας πρέπει να στοιχειοθετείται βάσει της αναλύσεως της επιβαλλόμενης συμπεριφοράς των κοινοτικών θεσμικών οργάνων με γνώμονα την κατάσταση από απόψεως επιστημονικών γνώσεων κατά τη δήλη χρονική στιγμή. Επιπλέον, σε περίπτωση κατά την οποία η συμπεριφορά η οποία υποστηρίζεται ότι προκαλεί τη συγκεκριμένη ζημία συνίσταται σε αποχή από δράση, είναι ειδικότερα αναγκαίο να υπάρχει η βεβαιότητα ότι η εν λόγω ζημία προκλήθηκε όντως από τις προσαπτόμενες παραλείψεις και δεν προκλήθηκε ενδεχομένως από συμπεριφορές διακριτές από τις προσαπτόμενες στα εναγόμενα θεσμικά όργανα.

(βλ. σκέψεις 103, 133-134)

6.      Σε περίπτωση ζημίας προκαλούμενης από συμπεριφορά των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας, ο παράνομος χαρακτήρας της οποίας δεν αποδεικνύεται, η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας μπορεί να στοιχειοθετηθεί εφόσον πληρούνται σωρευτικώς οι προϋποθέσεις περί του υποστατού της ζημίας, της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της συμπεριφοράς των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, καθώς και του ασυνήθους και ειδικού χαρακτήρα της ζημίας.

(βλ. σκέψη 153)