Language of document : ECLI:EU:C:2012:78

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 16ης Φεβρουαρίου 2012 (*)

«Αιτήσεις αναιρέσεως — Δασμοί αντιντάμπινγκ — Κανονισμός (EK) 954/2006 — Εισαγωγή ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Κροατίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας — Κανονισμός (EK) 384/96 — Άρθρα 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, 18, παράγραφος 3, και 19, παράγραφος 3 — Καθορισμός της κανονικής αξίας και της ζημίας — Έννοια της “ενιαίας οικονομικής οντότητας” — Δικαιώματα άμυνας — Έλλειψη αιτιολογίας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑191/09 P και C‑200/09 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, υποβληθείσες αντιστοίχως στις 20 και τις 26 Μαΐου 2009,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους J.-P. Hix και B. Driessen, καθώς και από τον G. Berrisch, Rechtsanwalt,

αναιρεσείον,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Interpipe Nikopolsky Seamless Tubes Plant Niko Tube ZAT (Interpipe Niko Tube ZAT), πρώην Nikopolsky Seamless Tubes Plant «Niko Tube» ZAT, εγκατεστημένη στο Nikopol (Ουκρανία),

η Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant VAT (Interpipe NTRP VAT), πρώην Nizhnedneprovsky Tube-Rolling Plant VAT, εγκατεστημένη στο Dnipropetrovsk (Ουκρανία),

εκπροσωπούμενες από τους P. Vander Schueren, avocat, και N. Mizulin, solicitor,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. van Vliet και C. Clyne,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

και

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. van Vliet και C. Clyne,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Interpipe Nikopolsky Seamless Tubes Plant Niko Tube ZAT (Interpipe Niko Tube ZAT), πρώην Nikopolsky Seamless Tubes Plant «Niko Tube» ZAT, εγκατεστημένη στο Nikopol (Ουκρανία),

η Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant VAT (Interpipe NTRP VAT), πρώην Nizhnedneprovsky Tube-Rolling Plant VAT, εγκατεστημένη στο Dnipropetrovsk (Ουκρανία),

εκπροσωπούμενες από την P. Vander Schueren, avocat, και τον N. Mizulin, solicitor,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους J.-P. Hix και B. Driessen, καθώς και τον G. Berrisch, Rechtsanwalt,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, R. Silva de Lapuerta, Γ. Αρέστη (εισηγητή) και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Νοεμβρίου 2010,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Απριλίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη,

Απόφαση

1        Με τις αιτήσεις αναιρέσεως που κατέθεσαν, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 10ης Μαρτίου 2009, T-249/06, Interpipe Niko Tube ZAT και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II‑383, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), καθόσον το Πρωτοδικείο ακύρωσε το άρθρο 1 του κανονισμού (EK) 954/2006 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Κροατίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, την κατάργηση των κανονισμών (EK) 2320/97 και (EK) 348/2000, τον τερματισμό των διαδικασιών ενδιάμεσης επανεξέτασης και επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και τον τερματισμό των διαδικασιών ενδιάμεσης επανεξέτασης των δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και Κροατίας και Ουκρανίας (ΕΕ L 175, σ. 4, στο εξής: επίδικος κανονισμός).

2        Με την αίτηση ανταναιρέσεως που κατέθεσαν από κοινού, οι Interpipe Nikopolsky Seamless Tubes Plant Niko Tube ZAT (Interpipe Niko tube ZAT), πρώην Nikopolsky Seamless Tubes Plant «Niko Tube» ZAT (στο εξής: Niko Tube), και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant VAT (Interpipe NTRP VAT), πρώην Nizhnedneprovsky Tube-Rolling Plant VAT (στο εξής: NTRP), ζητούν επίσης την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτή δεν ακύρωσε τον επίδικο κανονισμό στο σύνολό του.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Οι διατάξεις που διέπουν την εφαρμογή μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα περιλαμβάνονται στον κανονισμό (EK) 384/96 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56 σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 461/2004 του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 77, σ. 12, στο εξής: βασικός κανονισμός).

4        Το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«8.      Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Κοινότητα.

9.      Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.

[…]»

5        Το άρθρο 2, παράγραφος 10, του κανονισμού αυτού καθορίζει, υπό τον τίτλο «Σύγκριση», τα κριτήρια βάσει των οποίων τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβαίνουν σε δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας. Το άρθρο αυτό προβλέπει ιδίως τα ακόλουθα:

«Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρ[ισμ]ός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές, για τις ποσότητες και για το στάδιο εμπορίας. Όταν πληρούνται οι προκαθορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατό να πραγματοποιούνται προσαρμογές, όσον αφορά τους ακόλουθους παράγοντες.

[...]

θ)      Προμήθειες

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις. Ο όρος “προμήθειες” νοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή του ομοειδούς προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

[...]»

6        Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού, που αφορά τον προσδιορισμό της υπάρξεως ζημίας, προβλέπει τα εξής:

«[...]

2.      Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο α) του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας, όσο και β) των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για την κοινοτική βιομηχανία.

3.      Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών, είτε σε απόλυτα μεγέθη, είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Κοινότητα. Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα η κοινοτική βιομηχανία ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

[...]

5.      Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για την οικεία κοινοτική βιομηχανία περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας∙ σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: το γεγονός ότι η μια βιομηχανία εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών της μετά τις συνέπειες από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ ή επιδοτήσεις∙ το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης ικανότητας∙ παράγοντες επηρεάζοντες τις κοινοτικές τιμές∙ οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

6.      Πρέπει να αποδεικνύεται, με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε σχέση με την παράγραφο 2, ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί της κοινοτικής βιομηχανίας, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.

7.      Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών πωλούμενων σε τιμές που δεν απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ, η τυχόν συρρίκνωση της ζήτησης ή μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, τυχόν περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Κοινότητας και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας.

[...]»

7        Το άρθρο 18 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Άρνηση συνεργασίας», ορίζει ιδίως τα ακόλουθα:

«1.      Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία. Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

[...]

3.      Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

[...]»

8        Το άρθρο 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού έχει ως ακολούθως:

«Σε περίπτωση που κρίνεται ότι μια αίτηση τήρησης του απορρήτου είναι απορριπτέα και ο παρέχων την πληροφορία είτε δεν είναι διατεθειμένος να καταστήσει ευρύτερα γνωστή την πληροφορία, είτε να επιτρέψει την κοινοποίησή της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδεικνύεται από έγκυρες πηγές ότι είναι ορθή [...]».

9        Το άρθρο 20 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Αποκάλυψη», ορίζει τα εξής:

«[…]

2.      Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων· εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

[...]

4.      Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς· λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 9. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο. Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

[...]»

 Ιστορικό της διαφοράς

10      Οι σκέψεις 5 έως 20 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που παρατίθενται κατωτέρω, εκθέτουν το ιστορικό της διαφοράς:

«5      Οι [Niko Tube και NTRP] είναι ουκρανικές εταιρίες που παράγουν σωλήνες χωρίς συγκόλληση. Οι προσφεύγουσες συνδέονται με δύο εταιρίες πωλήσεως: τη SPIG Interpipe [στο εξής: SPIG], εγκατεστημένη στην Ουκρανία, και τη Sepco SA [στο εξής: Sepco], εγκατεστημένη στην Ελβετία.

6      Κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε στις 14 Φεβρουαρίου 2005 η επιτροπή άμυνας της βιομηχανίας σωλήνων από χάλυβα χωρίς συγκόλληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή κίνησε μια διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Κροατίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή κίνησε επίσης δύο ενδιάμεσες επανεξετάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, σχετικά με τους δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα χωρίς συγκόλληση, καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και Κροατίας και Ουκρανίας. Η ανακοίνωση για την έναρξη των διαδικασιών αυτών δημοσιεύθηκε στις 31 Μαρτίου 2005 (ΕΕ C 77, σ. 2).

7      Η έρευνα σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία που προκύπτει από αυτό κάλυψε την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Δεκεμβρίου 2004 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η εξέταση των χρήσιμων για την εκτίμηση της ζημίας τάσεων κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2001 μέχρι το τέλος της περιόδου έρευνας.

8      Λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού των κοινοτικών παραγωγών, η Επιτροπή επέλεξε, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, ένα δείγμα πέντε κοινοτικών παραγωγών για τις ανάγκες της έρευνας. Κατά την αρχική του σύνθεση, το δείγμα αυτό περιελάμβανε τους ακόλουθους πέντε κοινοτικούς παραγωγούς: Dalmine SpA, Benteler Stahl/Rohr GmbH, Tubos Reunidos SA, Vallourec & Mannesmann France SA (στο εξής: V & M France), V & M Deutschland GmbH (στο εξής: V & M Deutschland). Επειδή η Benteler Stahl/Rohr αποφάσισε να μη συνεργαστεί, η Επιτροπή την αντικατέστησε με τη Rohrwerk Maxhütte GmbH.

9      Με έγγραφα της 6ης Ιουνίου και της 14ης Ιουλίου 2005 οι [Niko Tube και NTRP], καθώς και η [SPIG] και η Sepco απέστειλαν στην Επιτροπή τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ. Οι επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των [Niko Tube και NTRP] και σ’ αυτές της [SPIG] διενεργήθηκαν στο διάστημα μεταξύ 17 και 26 Νοεμβρίου 2005.

10      Στις 27 Φεβρουαρίου 2006 η Επιτροπή απηύθυνε στις [Niko Tube και NTRP] το πρώτο έγγραφο της “τελικής αποκαλύψεως στοιχείων” που περιελάμβανε λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά και τους λόγους για τους οποίους η ίδια πρότεινε τη λήψη οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ. Με έγγραφο της 22ας Μαρτίου 2006 οι [Niko Tube και NTRP] αμφισβήτησαν επισήμως τα συμπεράσματα της Επιτροπής, όπως αυτή τα εξέθεσε στο πρώτο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων. Υποστήριξαν ότι η Επιτροπή εσφαλμένα περιέλαβε στοιχεία σχετικά με προϊόντα που δεν κατασκεύαζαν οι [Niko Tube και NTRP], ότι η Επιτροπή είχε συγκρίνει την κανονική αξία και την τιμή εξαγωγής σε διαφορετικά εμπορικά στάδια, πράγμα το οποίο αντιβαίνει προς το άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, και ότι, εκλαμβάνοντας τη Sepco ως εισαγωγέα και καθορίζοντας την τιμή εξαγωγής με ανακατασκευή, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

11      Στις 24 Μαρτίου 2006 η Επιτροπή διοργάνωσε μιαν ακρόαση, παρουσία των [Niko Tube και NTRP], προκειμένου να συζητήσει το ζήτημα του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και την προσφορά τους προς ανάληψη υποχρεώσεων σχετικά με τις τιμές. Στις 30 Μαρτίου 2006 πραγματοποιήθηκε μια άλλη ακρόαση, σχετικά με τη ζημία.

12      Με τηλεομοιοτυπία της 3ης Απριλίου 2006 οι [Niko Tube και NTRP] υπέβαλαν στην Επιτροπή αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με τη συνεργασία της κοινοτικής βιομηχανίας στην έρευνα.

13      Στις 24 Απριλίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε το δεύτερο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων. Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα περί αποκλεισμού ορισμένων προϊόντων που δεν κατασκεύαζαν οι [Niko Tube και NTRP] από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, ήτοι προϊόντων καλυπτομένων από τον αριθμό ελέγχου προϊόντων (στο εξής: ΑΕΠ) KE4. Προέβη σε προσαρμογή των τιμών πωλήσεως της Sepco, όχι πλέον βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, αλλά βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Τέλος, με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τη συνεργασία της κοινοτικής βιομηχανίας.

14      Με τηλεομοιοτυπία της 26ης Απριλίου 2006 οι [Niko Tube και NTRP] υπενθύμισαν στην Επιτροπή ότι τα παρασχεθέντα, σε απάντηση στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ, στοιχεία τα οποία επαλήθευσαν υπάλληλοι της Επιτροπής αποδεικνύουν ότι οι [Niko Tube και NTRP] δεν κατασκεύαζαν τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 ατομικούς σωλήνες.

15      Οι [Niko Tube και NTRP] υπέβαλαν, με έγγραφο της 4ης Μαΐου 2006, τις πλήρεις παρατηρήσεις τους επί του δευτέρου εγγράφου τελικής αποκαλύψεως στοιχείων στην Επιτροπή.

16      Με έγγραφο της 30ής Μαΐου 2006 η Επιτροπή εξήγησε στις [Niko Tube και NTRP] τους λόγους για τους οποίους δεν είχε δεχθεί την από 22 Μαρτίου 2006 προσφορά τους περί αναλήψεως υποχρεώσεων.

17      Στις 7 Ιουνίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε και δημοσίευσε την πρότασή της κανονισμού του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κροατίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) 2320/97 και (ΕΚ) 348/2000 του Συμβουλίου, τον τερματισμό των διαδικασιών ενδιάμεσης επανεξέτασης και επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και τον τερματισμό των διαδικασιών ενδιάμεσης επανεξέτασης των δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και Κροατίας και Ουκρανίας.

18      Με τηλεομοιοτυπία που περιήλθε στις 26 Ιουνίου 2006 στις [Niko Tube και NTRP] στις 19.06, η Επιτροπή απάντησε στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι [Niko Tube και NTRP] με την τηλεομοιοτυπία της 26ης Απριλίου 2006 και το έγγραφο της 4ης Μαΐου 2006, με εξαίρεση το επιχείρημα σχετικά με την έλλειψη συνεργασίας της κοινοτικής βιομηχανίας. Με έγγραφο της 16ης Ιουνίου 2006 προς τις [Niko Tube και NTRP] που παρέλαβαν οι τελευταίες στις 27 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή απάντησε στα σχόλια των [Niko Tube και NTRP] σχετικά με τη συμμετοχή της κοινοτικής βιομηχανίας στη διαδικασία.

19      Στις 27 Ιουνίου 2006 το Συμβούλιο εξέδωσε τον [επίδικο] κανονισμό […].

20      Με τον […] κανονισμό [αυτόν] το Συμβούλιο επέβαλε δασμούς αντιντάμπινγκ 25,1 % στις εκ μέρους των [Niko Tube και NTRP] εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα.»

 Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

11      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, στις 8 Σεπτεμβρίου 2006, οι Niko Tube και NTRP άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως του επίδικου κανονισμού.

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία την 1η Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου. Με διάταξη της 16ης Ιανουαρίου 2007 ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε το αίτημα παρεμβάσεως. Με έγγραφο της 27ης Φεβρουαρίου 2007 η Επιτροπή πληροφόρησε το Πρωτοδικείο ότι παραιτείτο από το δικαίωμα καταθέσεως υπομνήματος παρεμβάσεως, αλλά θα μετείχε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

13      Με τον πρώτο λόγο προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως, οι Niko Tube και NTRP υποστήριξαν ότι το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία σχετικά με σωλήνες που δεν κατασκεύαζαν οι ίδιες, για τις ανάγκες του υπολογισμού της κανονικής αξίας, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

14      Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου, οι Niko Tube και NTRP υποστήριξαν ότι το Συμβούλιο, στηριζόμενο, για τις ανάγκες του προσδιορισμού της ζημίας, σε στοιχεία σχετικά με τους πέντε κοινοτικούς παραγωγούς που επελέγησαν δειγματοληπτικά, ενώ οι εν λόγω παραγωγοί δεν είχαν συνεργαστεί πλήρως και ανεπιφύλακτα, παρέβη το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού και το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού και προσέβαλε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

15      Κατά τον τρίτο λόγο της προσφυγής τους, οι Niko Tube και NTRP ισχυρίστηκαν ότι, λόγω της ελλείψεως πλήρους και ανεπιφύλακτης συνεργασίας των δειγματοληπτικώς επιλεγέντων παραγωγών της Ένωσης, το επίπεδο υποστηρίξεως της καταγγελίας υπολειπόταν του ελαχίστου προβλεπομένου 25 % της κοινοτικής παραγωγής. Επομένως, το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, παραλείποντας να περατώσει τη διαδικασία αντιντάμπινγκ.

16      Στο πλαίσιο του τετάρτου προβαλλόμενου λόγου προς στήριξη της προσφυγής τους, οι Niko Tube και NTRP υποστήριξαν ότι το Συμβούλιο, επειδή προέβη σε σχετική προσαρμογή αφαιρώντας από την τιμή πωλήσεως της Sepco ένα ποσό αντιστοιχούν στο ποσό το οποίο λαμβάνει ο αντιπρόσωπος που εργάζεται έναντι προμήθειας, στο πλαίσιο της συγκρίσεως της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού και του άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού.

17      Με τον πέμπτο λόγο, οι Niko Tube και NTRP ισχυρίστηκαν ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες απορρίφθηκε από το Συμβούλιο η προσφορά τους προς ανάληψη υποχρεώσεων στοιχειοθετούν προσβολή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

18      Τέλος, τα πέντε σκέλη του έκτου λόγου που προέβαλαν οι Niko Tube και NTRP αντλούνταν από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και/ή παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά την εξέταση των επιχειρημάτων τους που αφορούσαν αντιστοίχως, το γεγονός ότι συνυπολογίστηκαν σωλήνες που δεν κατασκεύαζαν οι εταιρίες αυτές προς υπολογισμό κανονικής αξίας, την εκτίμηση της ελλείψεως συνεργασίας της κοινοτικής βιομηχανίας, την προσαρμογή όσον αφορά την τιμή εξαγωγής των προϊόντων της Sepco, την απόρριψη της προσφοράς των εταιριών αυτών προς ανάληψη υποχρεώσεων και τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη τα έξοδα πωλήσεως, οι διοικητικές δαπάνες και άλλα γενικά έξοδα της SPIG.

19      Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι έπρεπε να εξετάσει από κοινού τούς ως άνω έξι λόγους σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά προς τα οποία αυτοί συνδέονται, οπότε εξέτασε διαδοχικά, στα αντίστοιχα τμήματα της αποφάσεώς του, τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, τις συνέπειες που είχε η έλλειψη απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους των συνδεόμενων με τους εντός της Ενώσεως παραγωγούς εταιριών, την προσαρμογή των τιμών πωλήσεως της Sepco, την προσφορά των Niko Tube και NTRP προς ανάληψη υποχρεώσεων και τον τρόπο μεταχειρίσεως των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών δαπανών και άλλων γενικών εξόδων της SPIG.

20      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πρωτοδικείο απέρριψε τους περισσότερους από τους λόγους και τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι Niko Tube και NTRP.

21      Εντούτοις, το Πρωτοδικείο δέχθηκε, στις σκέψεις 177 έως 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την NTRP, το σκέλος του τετάρτου λόγου που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου, καθόσον το τελευταίο προέβη σε προσαρμογή της τιμής εξαγωγής των προϊόντων της Sepco, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού για την τιμή εξαγωγής των προϊόντων της Sepco, στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών όσον αφορά σωλήνες που κατασκεύαζε η NTRP.

22      Το Πρωτοδικείο δέχθηκε επίσης, στις σκέψεις 200 έως 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το σκέλος του έκτου λόγου τον οποίο προέβαλαν οι Niko Tube και NTRP, που στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της προσαρμογής στην οποία προέβη το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

23      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο ακύρωσε το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού, καθόσον ο δασμός αντιντάμπινγκ για τις εξαγωγές προς την Κοινότητα προϊόντων που κατασκευάζουν οι Niko Tube και NTRP υπερβαίνει εκείνον που θα ίσχυε αν δεν είχε γίνει προσαρμογή της τιμής εξαγωγής λόγω προμήθειας, όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνταν μέσω συνδεδεμένου εμπόρου χονδρικής, ήτοι μέσω της Sepco. Το Πρωτοδικείο απέρριψε, κατά τα λοιπά, την προσφυγή των Niko Tube και NTRP.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

24      Στις 29 Μαΐου 2009 το Συμβούλιο κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αίτηση αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑191/09 P.

25      Στις 27 Μαΐου 2009 η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αίτηση αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑200/09 P.

26      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2009 διατάχθηκε η ένωση και συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑191/09 P και C‑200/09 P προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

27      Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑191/09 P το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που το Πρωτοδικείο, αφενός, ακύρωσε το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού καθόσον ο δασμός αντιντάμπινγκ για τις εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα προϊόντων που κατασκευάζουν οι Niko Tube και NTRP υπερβαίνει εκείνον που θα ίσχυε αν δεν είχε γίνει προσαρμογή της τιμής εξαγωγής λόγω προμήθειας όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνταν μέσω συνδεδεμένου εμπόρου χονδρικής, ήτοι της Sepco, και, αφετέρου, καταδίκασε το Συμβούλιο στα δικαστικά του έξοδα και στο ένα τέταρτο των εξόδων των Niko Tube και NTRP·

–        να απορρίψει στο σύνολό της την προσφυγή ακυρώσεως των Niko Tube και NTRP, και

–        να καταδικάσει τις Niko Tube και NTRP στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων εκείνων ενώπιον του Πρωτοδικείου.

28      Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑200/09 P η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως·

–        να απορρίψει στο σύνολό της την προσφυγή ακυρώσεως των Niko Tube και NTRP, και

–        να καταδικάσει τις Niko Tube και NTRP στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

29      Με τα υπομνήματα απαντήσεως, που κατέθεσαν στις υποθέσεις C‑191/09 P και C‑200/09 P, οι Niko Tube και NTRP ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως του Συμβουλίου και της Επιτροπής ως εν μέρει απαράδεκτες και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμες·

–        να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στον βαθμό που αυτή, δεχόμενη μερικώς την προσφυγή ακυρώσεως των Niko Tube και NTRP, ακυρώνει τον επίδικο κανονισμό καθόσον ο δασμός αντιντάμπινγκ για τις εξαγωγές προς την Κοινότητα προϊόντων που κατασκευάζουν οι Niko Tube και NTRP υπερβαίνει εκείνον που θα ίσχυε αν δεν είχε γίνει προσαρμογή της τιμής εξαγωγής λόγω προμήθειας, όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνταν μέσω της συνδεόμενης εταιρίας πωλήσεως Sepco, και

–        να επικυρώσει την καταδίκη στα δικαστικά έξοδα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα ενώπιον του Δικαστηρίου δικαστικά έξοδα.·

30      Στο πλαίσιο των ως άνω υπομνημάτων απαντήσεως οι Niko Tube και NTRP υπέβαλαν, στις υποθέσεις C‑191/09 P και C‑200/09 P, αντίθετη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον το Πρωτοδικείο δεν ακύρωσε τον επίδικο κανονισμό στο σύνολό του και καταδίκασε τις Niko Tube και NTRP στα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας·

–        να ακυρώσει το σύνολο του επίδικου κανονισμού, και

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα των δύο διαδικασιών.

31      Με το υπόμνημα απαντήσεως στην ως άνω αντίθετη αίτηση αναιρέσεως το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο, στην υπόθεση C‑191/09 P:

–        να απορρίψει την αντίθετη αίτηση αναιρέσεως·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

–        επικουρικότερον, να απορρίψει την προσφυγή, και

–        να καταδικάσει τις Niko Tube και NTRP στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας που αφορά την αντίθετη αίτηση αναιρέσεως.

32      Με το υπόμνημα απαντήσεως στην εν λόγω αντίθετη αίτηση αναιρέσεως η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο, στην υπόθεση C‑200/09 P:

–        να απορρίψει την αντίθετη αίτηση αναιρέσεως·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

–        να καταδικάσει τις Niko Tube και NTRP στα δικαστικά έξοδα.

 Επί των κυρίων αιτήσεων αναιρέσεως

33      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς του το Συμβούλιο επικαλείται επτά λόγους. Οι τέσσερις πρώτοι λόγοι αφορούν την προσαρμογή που επήλθε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

34      Προς στήριξη της δικής της αιτήσεως αναιρέσεως η Επιτροπή επικαλείται τέσσερις λόγους, εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι είναι ανάλογοι προς τους τέσσερις πρώτους λόγους του Συμβουλίου.

35      Επομένως, πρέπει να εξεταστούν από κοινού οι τέσσερις πρώτοι λόγοι του Συμβουλίου και οι τρεις πρώτοι λόγοι της Επιτροπής, λόγω της μεταξύ τους ομοιότητας.

 Επί του πρώτου μέχρι και του τετάρτου λόγου της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως του Συμβουλίου και επί του πρώτου μέχρι και του τρίτου λόγου της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

36      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως εφάρμοσε κατ’ αναλογία, στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, τη νομολογία σχετικά με την έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας». Το Πρωτοδικείο επίσης εσφαλμένα στηρίχθηκε στη νομολογία αυτή προκειμένου να προσδιορίσει αν τα όργανα της Ένωσης είχαν αποδείξει ότι πληρούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την προσαρμογή αυτή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του ως άνω κανονισμού. Κατά το Συμβούλιο, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο καθορισμός της κανονικής αξίας, ο προσδιορισμός της τιμής εξαγωγής και η σύγκριση μεταξύ των δύο διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται, ο καθένας για ό,τι τους αφορά. Το Συμβούλιο στηρίζεται επίσης στη νομολογία του Δικαστηρίου ισχυριζόμενο ότι η έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» αφορά αποκλειστικά ορισμένες ειδικές καταστάσεις σχετικές με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, λαμβανομένου υπόψη ιδίως ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, στις εν λόγω υποθέσεις, τα όργανα της Ένωσης είχαν ορθώς υπολογίσει την κανονική αξία βάσει των πωλήσεων των συνδεδεμένων εταιριών που ήταν επιφορτισμένες με τις πράξεις αυτές στην εθνική αγορά υπέρ ανεξαρτήτων αγοραστών.

37      Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι το ανακύπτον εν προκειμένω ζήτημα δεν αφορά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, αλλά την προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, ήτοι τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Το Πρωτοδικείο περιορίστηκε να δεχθεί ότι η νομολογία περί της εννοίας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» εφαρμοζόταν κατ’ αναλογία στον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, εφάρμοσε όμως στη συνέχεια τη νομολογία αυτή για να προσδιορίσει υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούσε να πραγματοποιηθεί προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του κανονισμού αυτού. Πρόκειται για μια άλλη πλάνη περί το δίκαιο. Επιπροσθέτως, το Πρωτοδικείο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεώς του, καθόσον δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την εν λόγω εφαρμογή κατ’ αναλογία της εννοίας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» στον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής.

38      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη τους κανόνες περί βάρους αποδείξεως, το οποίο φέρουν τα όργανα της Ένωσης όταν προβαίνουν σε προσαρμογή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, και ότι, επομένως, εφάρμοσε εσφαλμένο κανόνα ελέγχου για να εκτιμήσει την απόφαση των οργάνων αυτών να προβούν σε μια τέτοια προσαρμογή. Για να δικαιολογείται προσαρμογή δυνάμει της διατάξεως αυτής του βασικού κανονισμού απαιτείται μία συγκεκριμένη προϋπάρχουσα παράμετρος να επηρεάζει τη δυνατότητα συγκρίσεως των τιμών. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο ζητών την ακύρωση μέτρου αντιντάμπινγκ είναι εκείνος ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι τα όργανα της Ένωσης στήριξαν τα συμπεράσματά τους σε εσφαλμένα πραγματικά περιστατικά ή ότι υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο δεν προέβη σε μια τέτοια εξέταση και εσφαλμένως αποφάσισε ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006 δεν παρέχουν τη δυνατότητα να συναχθεί ότι επιβαλλόταν μια προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Το Πρωτοδικείο, συναφώς, υποκατέστησε την εκτίμηση των οργάνων με τη δική του.

39      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς του το Συμβούλιο φρονεί ότι, κατόπιν των δύο ανωτέρω περιπτώσεων πλάνης περί το δίκαιο, το Πρωτοδικείο εξέτασε την απόφαση των οργάνων της Ένωσης να προβούν σε προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού με γνώμονα ένα εσφαλμένο νομικό κριτήριο. Το Πρωτοδικείο προέβη σε έλεγχο της αποφάσεως των οργάνων της Ένωσης λαμβάνοντας υπόψη μόνον τα τρία στοιχεία που περιείχε η τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006. Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο, παραπέμποντας στη νομολογία περί της εννοίας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας», πεπλανημένα απέρριψε το επιχείρημά του κατά το οποίο οι Niko Tube και NTRP πραγματοποιούσαν απευθείας πωλήσεις στο πλαίσιο της Ένωσης. Το Συμβούλιο υποστηρίζει επίσης ότι το Πρωτοδικείο δεν αντιλήφθηκε επακριβώς το επιχείρημα της Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή της SPIG στις εξαγωγικές δραστηριότητες των Niko Tube και NTRP. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως εφάρμοσε τη νομολογία περί της εννοίας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» για να εκτιμήσει αν η σχέση μεταξύ Sepco και NTRP απέκλειε τη δυνατότητα να συναχθεί ότι η Sepco ασκούσε δραστηριότητες παρόμοιες προς εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται έναντι προμήθειας. Τέλος, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι εκτίμησε χωριστά καθένα από τα στοιχεία που προσκόμισαν τα όργανα της Ένωσης.

40      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι εσφαλμένως το Πρωτοδικείο αποφάσισε ότι τα όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εφαρμόζοντας το άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού στις εξαγωγικές πωλήσεις των Niko Tube και NTRP, με την αιτιολογία ότι το Συμβούλιο είχε προβεί σε προσαρμογή της τιμής εξαγωγής της Sepco στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών που αφορούν τους σωλήνες κατασκευής της NTRP. Η πλάνη περί το δίκαιο του Πρωτοδικείου όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του κανονισμού αυτού έχει επίσης επιπτώσεις επί των συμπερασμάτων που διατυπώνονται στις σκέψεις 196 και 197 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

41      Η Επιτροπή εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε δύο σημεία σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας, κατ’ αναλογία, την έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας», που αφορά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, στο πλαίσιο του καθορισμού της τιμής εξαγωγής. Πρώτον, το Πρωτοδικείο δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο η έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» ήταν επίσης εφαρμοστέα, κατ’ αναλογία, για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής. Αντιθέτως, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια αυτή χρησιμοποιείται με σκοπό να λαμβάνονται υπόψη, για τις ανάγκες υπολογισμού της κανονικής αξίας στο πλαίσιο του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις στην εσωτερική αγορά των εξαγωγέων. Δεύτερον, στις σκέψεις 177 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε αντιθέτως προς τη νομολογία την οποία αυτό παραθέτει προς στήριξη της αποφάσεώς του. Από την εξέταση της νομολογίας αυτής προκύπτει ότι η έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας», που χρησιμοποιείται με σκοπό τον προσφορότερο καθορισμό της κανονικής αξίας προϊόντων που πωλεί επιχειρηματίας στην εσωτερική αγορά, δεν μπορεί να μεταφερθεί στον καθορισμό της τιμής προϊόντων που πωλεί στο εξωτερικό ο ίδιος επιχειρηματίας όταν αυτός εξάγει στην Ένωση παρεμφερή προϊόντα. Αντιθέτως, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι, όταν εξαγωγέας πωλεί ένα προϊόν εντός της Ενώσεως μέσω θυγατρικής επιφορτισμένης με τις πωλήσεις, η τιμή εξαγωγής καθορίζεται λαμβανομένης υπόψη της πρώτης πωλήσεως σε ανεξάρτητο αγοραστή, όπως όταν πρόκειται για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Εντούτοις, σε αυτήν την καθοριζόμενη με τον ως άνω τρόπο τιμή εξαγωγής μπορούν και πρέπει να επιφέρονται οι προσαρμογές που προβλέπει ο βασικός κανονισμός, χωρίς ωστόσο τα όργανα της Ένωσης να φέρουν στο πλαίσιο αυτό κάποιο ιδιαίτερο βάρος αποδείξεως.

42      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο που προβάλλει η Επιτροπή προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς της, ο οποίος αφορά το βάρος αποδείξεως και τα όρια του ελέγχου νομιμότητας που ασκεί το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε πολλαπλώς σε νομική πλάνη. Το Πρωτοδικείο επέβαλε στα όργανα της Ένωσης την ιδιαιτέρως επαχθή υποχρέωση να προσκομίσουν αποδείξεις αφορώσες τον τομέα των ζητημάτων εμπορικής άμυνας, στον οποίο ωστόσο τα όργανα αυτά διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Το Πρωτοδικείο παρέβη τους σχετικούς με το βάρος αποδείξεως κανόνες αποφαινόμενο ότι έπρεπε να εξακριβωθεί αν «τα κοινοτικά όργανα προσκόμισαν αποδείξεις, ή τουλάχιστον ενδείξεις, ότι οι εργασίες της Sepco δεν είναι εργασίες ενός εσωτερικού τμήματος πωλήσεων, αλλά μπορούν να εξομοιωθούν προς εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται έναντι προμήθειας». Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα όργανα της Ένωσης ενήργησαν ορθώς λαμβάνοντας ως βάση αναφοράς την τιμή την οποία χρέωνε η Sepco στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Ένωσης και επιφέροντας στη συνέχεια στην τιμή αυτή τις προσαρμογές που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Αντί να αποδείξει, όπως όφειλε για να δικαιολογήσει τη μερική ακύρωση του ως άνω κανονισμού, ότι τα όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως έκρινε ότι από τη νομολογία περί της εννοίας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» συνάγεται ότι τα όργανα της Ένωσης φέρουν ένα ιδιαιτέρως επαχθές βάρος αποδείξεως όταν πρέπει να προχωρήσουν σε προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, η απόφαση του Πρωτοδικείου ότι τα όργανα της Ένωσης δεν μπορούσαν να προβούν στην ως άνω προσαρμογή έρχεται σε αντίφαση προς τη διαπίστωσή του, στις σκέψεις 213 και 214 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής, με ημερομηνία 26 Ιουνίου 2006, περιλαμβάνει λεπτομερή παράθεση των λόγων για τους οποίους πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή αυτή.

43      Όσον αφορά τον τρίτο λόγο της Επιτροπής, που στρέφεται κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου ότι τα όργανα της Ένωσης παρέβησαν το άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή φρονεί ότι απέδειξε, με τους δύο προηγούμενους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνάγοντας, όσον αφορά τους σωλήνες που κατασκεύαζε η NTRP, ότι η προσαρμογή που στηριζόταν στο εν λόγω άρθρο είχε πραγματοποιηθεί εσφαλμένα. Πράγματι, κατά το Πρωτοδικείο, η προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε δυνάμει της διατάξεως αυτής υποτίθεται ότι αποκαθιστά τη συμμετρία μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Όμως, το Πρωτοδικείο ρητώς έκρινε ότι ο λόγος που στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού συνδεόταν αδιαρρήκτως με εκείνον που στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του ίδιου κανονισμού. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καθόσον οι δύο πρώτοι λόγοι πρέπει να κριθούν βάσιμοι, το συμπέρασμα είναι ότι η προσαρμογή πραγματοποιήθηκε ορθώς, οπότε, δεχόμενο ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο παρέβησαν το άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, για τον επιπρόσθετο μάλιστα λόγο ότι, κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι, επειδή η SPIG μεσολαβούσε τόσο για τις πωλήσεις στο εσωτερικό όσο και για τις εξαγωγικές πωλήσεις και η προσαρμογή κάλυπτε μόνον τη συμπληρωματική συμμετοχή της Sepco στις εξαγωγικές πωλήσεις, η σχετική ενέργεια δημιούργησε ασυμμετρία και όχι συμμετρία.

44      Απαντώντας στους λόγους αυτούς του Συμβουλίου και της Επιτροπής, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι ο πρώτος λόγος των ως άνω οργάνων της Ένωσης, που είναι κοινοί στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως καθενός από αυτά και αφορούν την έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας», είναι απαράδεκτος, καθόσον, μολονότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή είχαν την ευκαιρία να αμφισβητήσουν το σκόπιμο της επικλήσεως της εννοίας αυτής στο πλαίσιο της προσαρμογής βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, επέλεξαν να μην το αμφισβητήσουν με τους λόγους και τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιον του Πρωτοδικείου.

45      Κατά τις Niko Tube και NTRP, η έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» πρέπει όντως να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου περί του προσδιορισμού της τιμής εξαγωγής, πριν και μετά την προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε δεόντως την απόφασή του επί του σημείου αυτού. Επομένως, το ζήτημα της υπάρξεως ελέγχου και της κατανομής των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως, ήτοι, το ζήτημα της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας, είναι διαφορετικό και ανακύπτει σε προηγούμενο στάδιο και ανεξαρτήτως εκείνου της συγκεκριμένης επιπτώσεως που μπορεί να έχει η ύπαρξη αυτή επί του υπολογισμού της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πριν και μετά τις προσαρμογές δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι η έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» περιορίζεται απλώς στην αναγνώριση μιας οικονομικής πραγματικότητας, δηλαδή στην περιγραφή του ρόλου και της λειτουργίας που έχει καθεμία από τις συνδεόμενες μεταξύ τους διαφορετικές οντότητες. Επειδή το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι ο καθορισμός της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής διέπεται από διαφορετικούς ειδικούς κανόνες, ορθώς έκανε λόγο περί της εφαρμογής «κατ’ αναλογία» της εννοίας αυτής, κατά την οποία η κατανομή δραστηριοτήτων εντός ενός ομίλου νομικά διακριτών οντοτήτων δεν εμποδίζει το ενδεχόμενο αυτές να συνιστούν μια ενιαία οικονομική οντότητα. Το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει μόνον ότι, γενικά, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής ή της κανονικής αξίας, δεν είναι δυνατό να παραβλέπεται η οικονομική πραγματικότητα.

46      Επιπλέον, κατά τις Niko Tube και NTRP, το γεγονός ότι η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας μπορεί να έχει διαφορετική επίπτωση ανάλογα με το αν πρόκειται για τον καθορισμό της κανονικής αξίας ή της τιμής εξαγωγής δεν εμποδίζει μια ευρύτερη εφαρμογή της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου που αφορά την ως άνω έννοια, την οποία το Δικαστήριο δεν είχε μέχρι τώρα την ευκαιρία να λάβει υπόψη παρά μόνο σε περιορισμένο αριθμό υποθέσεων. Ακόμη, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού τα όργανα της Ένωσης τα οποία, στο πλαίσιο του προσδιορισμού της τιμής εξαγωγής, προτίθενται να αφαιρέσουν διάφορα έξοδα, όπως το περιθώριο κέρδους του εμπόρου, στα οποία προβαίνει μια εταιρία πωλήσεως που συνδέεται με τον εξαγωγέα παραγωγό, είναι υποχρεωμένα να αιτιολογούν την απόφασή τους αυτή αποδεικνύοντας ότι η συνδεδεμένη εταιρία ασκεί εργασίες παρόμοιες προς εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται έναντι προμήθειας. Όταν η εταιρία πωλήσεως αποτελεί μια ενιαία οικονομική οντότητα μαζί με τον εξαγωγέα παραγωγό και ασκεί τις εργασίες μιας εσωτερικής υπηρεσίας εξαγωγικών πωλήσεων, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτή εξομοιώνεται προς αντιπρόσωπο που εργάζεται έναντι προμήθειας. Κατά τις Niko Tube και NTRP, πρέπει να διευκρινιστούν συναφώς οι εργασίες που εκτελεί η συνδεδεμένη εταιρία πωλήσεως, καθώς και η ύπαρξη «ελέγχου» της εταιρίας αυτής από τον εξαγωγέα παραγωγό. Πράγματι, όταν υφίσταται ένας τέτοιος έλεγχος και οι εργασίες της συνδεδεμένης εταιρίας είναι αυτές μιας εσωτερικής υπηρεσίας εξαγωγικών πωλήσεων, υπάρχουν σχέσεις που χαρακτηρίζουν μια ενιαία οικονομική οντότητα και όχι σχέσεις παρόμοιες προς αυτές αντιπροσωπευόμενου προς αντιπρόσωπο, οπότε κανένα στοιχείο δεν παρέχει τη δυνατότητα στα όργανα της Ένωσης να αφαιρέσουν το περιθώριο κέρδους του εμπόρου στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Τέλος, η παρατιθέμενη από το Συμβούλιο και την Επιτροπή νομολογία προς στήριξη του λόγου αυτού δεν εμποδίζει τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη η έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας», την οποία χρησιμοποιεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο του προσδιορισμού της κανονικής αξίας, και όταν εξετάζεται αν οι εργασίες ενός εμπόρου είναι παρεμφερείς προς εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται έναντι προμήθειας. Το γεγονός ότι τα δικαστήρια της Ένωσης χρησιμοποιούν την έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» μόνο για τον καθορισμό της κανονικής αξίας δεν σημαίνει ότι η έννοια αυτή δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής. Οι Niko Tube και NTRP φρονούν ότι το ακριβές αντικείμενο της παρούσας διαφοράς απλώς ουδέποτε έχει ανακύψει ενώπιον του Δικαστηρίου.

47      Οι Niko Tube και NTRP απαντούν από κοινού στον δεύτερο και τον τρίτο λόγο που προβάλλει το Συμβούλιο, οι οποίοι ταυτίζονται με τον δεύτερο λόγο της Επιτροπής. Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά το επιρριφθέν στα όργανα της Ένωσης βάρος αποδείξεως και ότι δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου την οποία έχει σε σχέση με τον επίδικο κανονισμό. Όσον αφορά τον τρίτο λόγο, οι Niko Tube και NTRP επισημαίνουν ότι το Πρωτοδικείο δεν εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο όταν εξέτασε την απόφαση των οργάνων της Ένωσης να προβούν σε προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Το άρθρο αυτό προβλέπει ρητώς ότι το θεσμικό όργανο που επικαλείται την προσαρμογή αυτή έχει το βάρος να αποδείξει ή τουλάχιστον να προσκομίσει ενδείξεις ότι ο εμπλεκόμενος έμπορος ασκεί στην πραγματικότητα εργασίες παρόμοιες προς εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται έναντι προμήθειας. Συναφώς, καίτοι τα όργανα της Ένωσης αμφισβήτησαν τα επιχειρήματα των Niko Tube και NTRP ότι η Sepco ήταν μια εσωτερική υπηρεσία εξαγωγικών πωλήσεων, εντούτοις το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν προσκόμισαν κανένα κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο ότι η εταιρία αυτή όντως ενεργούσε ως αντιπρόσωπος. Κατά τις Niko Tube και NTRP, τα όργανα της Ένωσης εκτιμούν στην πραγματικότητα ότι αρκεί το γεγονός ότι μια εταιρία πωλήσεως, συνδεόμενη με εξαγωγέα παραγωγό ή ελεγχόμενη με οποιονδήποτε τρόπο από αυτόν, πωλεί το οικείο προϊόν εντός της Ενώσεως για να μπορεί να συναχθεί χωρίς αμφιβολία ότι η εταιρία αυτή εκτελεί εργασίες αντιπροσώπου. Το συμπέρασμα αυτό περιορίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

48      Κατά τις Niko Tube και NTRP, είναι πρόδηλο ότι το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη και εξέτασε το σύνολο των επιχειρημάτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής, καθώς και όλες τις πληροφορίες που διέθετε πριν συναγάγει ότι τα όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον δεν προσκόμισαν επαρκείς ενδείξεις ότι η Sepco ενεργούσε ως αντιπρόσωπος που εργάζεται έναντι προμήθειας.

49      Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο του Συμβουλίου και τον τρίτο λόγο της Επιτροπής, οι Niko Tube και NTRP φρονούν ότι το Πρωτοδικείο βασίμως συνεπέρανε ότι τα όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Καθαυτή, η προσαρμογή διατήρησε ή δημιούργησε μια ασυμμετρία την οποία επεσήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

50      Με τους ως άνω επτά λόγους αναιρέσεως τα όργανα της Ένωσης θέτουν κατά βάση υπό αμφισβήτηση την εφαρμογή κατ’ αναλογία, στις σκέψεις 177 έως 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της σχετικής με την έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» νομολογίας, η οποία αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας, επί των προσαρμογών της τιμής εξαγωγής που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, καθώς και τον κανόνα περί βάρους αποδείξεως, περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ο οποίος εφαρμόζεται στις σκέψεις 182 επ. αυτής, κατά τον οποίο τα εν λόγω όργανα της Ένωσης, όταν κρίνουν ότι πρέπει να προβούν σε προσαρμογή, οφείλουν να προσκομίζουν αποδείξεις περί της υπάρξεως του παράγοντος λόγω του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή αυτή.

51      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι ο καθορισμός της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής διέπονται από διακριτούς κανόνες και ότι, συνεπώς, τα έξοδα πωλήσεως, τα διοικητικά έξοδα και τα άλλα επίμαχα γενικά έξοδα δεν πρέπει αναγκαστικά να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο και στις δύο αυτές περιπτώσεις, Εντούτοις, τυχόν διαφορές μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο των προσαρμογών που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1991, C‑69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I‑2069, σκέψη 63, 70 και 73, καθώς και της 10ης Μαρτίου 1992, C‑178/87, Minolta Camera κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑1577, σκέψη 12).

52      Στη σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «κατά πάγια σχετική με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας νομολογία, ισχύουσα όμως κατ’ αναλογία για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, η κατανομή των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως στο εσωτερικό ομίλου απαρτιζομένου από νομικώς διακρινόμενες εταιρίες δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι πρόκειται για μια ενιαία οικονομική οντότητα που οργανώνει με τον τρόπο αυτόν ένα σύνολο δραστηριοτήτων οι οποίες, σε άλλες περιπτώσεις, ασκούνται από μία οντότητα που είναι ενιαία και από νομικής απόψεως (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, 250/85, Brother Industries κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5683, σκέψη 16, της 10ης Μαρτίου 1992, C‑175/87, Matsushita Electric κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑1409, σκέψη 12, και της 13ης Οκτωβρίου 1993, C‑104/90, Matsushita Electric Industrial κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I‑4981, σκέψη 9)».

53      Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαφορά αφορούσε την προσαρμογή της τιμής εξαγωγής, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Συναφώς, τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 10, του κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι προσαρμογή της τιμής εξαγωγής ή της κανονικής αξίας μπορεί να πραγματοποιείται μόνο προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές σχετικές με παράγοντες που επηρεάζουν τις δύο τιμές, όπως είναι οι προμήθειες, δηλαδή διαφορές στις προμήθειες που καταβάλλονται για τις οικείες πωλήσεις, και που επηρεάζουν, επομένως, τη δυνατότητα συγκρίσεώς τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η σύγκριση πραγματοποιείται στο ίδιο εμπορικό στάδιο. Επομένως, το ζήτημα μιας προσαρμογής της τιμής εξαγωγής, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, απαιτεί, καταρχάς, εξέταση του εμπορικού σταδίου στο οποίο προσδιοριζόταν η τιμή εξαγωγής.

54      Συναφώς, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κανένα στοιχείο συναγόμενο από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, και ειδικότερα από το στοιχείο θ΄, δεν είναι ικανό να εμποδίσει την εφαρμογή της εννοίας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» κατά τον τελικό καθορισμό της τιμής εξαγωγής με σκοπό τη δίκαιη σύγκριση δυνάμει του άρθρου αυτού. Έτσι, αν ένας παραγωγός προωθεί τα προοριζόμενα προς εξαγωγή στην Ένωση προϊόντα του μέσω μιας νομικώς διακριτής μεν εταιρίας, την οποία όμως ελέγχει από οικονομικής απόψεως, δεν συντρέχει κανένας επιτακτικός λόγος, νομικής ή οικονομικής φύσεως, που να εμποδίζει την αναγνώριση της υπάρξεως μιας «ενιαίας οικονομικής οντότητας» μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων.

55      Δεν αμφισβητείται ότι η έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» αναπτύχθηκε με σκοπό τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Το Πρωτοδικείο ορθώς εξέθεσε, στις σκέψεις 178 και 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις ειδικές καταστάσεις όπου θεμιτώς μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας οντότητας για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Εντούτοις, από τις παρατηρήσεις αυτές δεν προκύπτει ότι η έννοια αυτή έχει εφαρμογή μόνο στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς των εξαγωγέων παραγωγών. Πράγματι, αν ένας παραγωγός πωλεί τα προοριζόμενα για την Ένωση προϊόντα του μέσω νομικώς διακριτής μεν εταιρίας αλλά ευρισκόμενης υπό τον οικονομικό έλεγχό του, η υποχρέωση να διαπιστώνεται η οικονομική πραγματικότητα των σχέσεων μεταξύ του παραγωγού αυτού και της εταιρίας πωλήσεως συνηγορεί περισσότερο υπέρ της εφαρμογής της εννοίας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής.

56      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο ορθώς εφάρμοσε κατ’ αναλογία, προς καθορισμό της τιμής εξαγωγής, τη νομολογία περί της εννοίας της «ενιαίας οικονομικής οντότητας», που είναι εφαρμοστέα, καταρχήν, για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

57      Όσον αφορά το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως του παράγοντος βάσει του οποίου ζητείται ή πραγματοποιείται η ως άνω προσαρμογή, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «όπως ακριβώς ο ενδιαφερόμενος που ζητεί, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προσαρμογές με σκοπό να καταστούν συγκρίσιμες η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής προς καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ πρέπει να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο, [τα] κοινοτικά όργανα [οφείλουν] να στηριχτούν, εφόσον εκτιμούν ότι οφείλουν να προχωρήσουν σε μια τέτοια προσαρμογή, σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις από τις οποίες να μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντ[ος] δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή και να προσδιοριστεί η επίπτωσή του επί της συγκρισιμότητας των τιμών».

58      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αν ένας ενδιαφερόμενος ζητεί, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προσαρμογές για να καταστούν συγκρίσιμες η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής με σκοπό τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, ο ως άνω ενδιαφερόμενος πρέπει να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987, 255/84, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1861, σκέψη 33, 258/84, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1923, σκέψη 45, και 260/84, Minebea κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1975, σκέψη 43).

59      Επιπλέον, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, στις περιπτώσεις όπου η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής δεν μπορούν να συγκριθούν, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, με τη μορφή προσαρμογών, οι διαπιστωνόμενες διαφορές στις παραμέτρους που υποστηρίζεται και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, επομένως, τη συγκρισιμότητά τους.

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα και με όσα παρατηρεί ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 79 των προτάσεών του, το βάρος της αποδείξεως ότι πρέπει να επέλθουν οι ειδικές προσαρμογές που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχεία α΄ έως κ΄, του βασικού κανονισμού φέρουν εκείνοι που θεωρούν αναγκαίες τις σχετικές προσαρμογές, όποιοι και αν είναι αυτοί.

61      Συνεπώς, όταν ένας παραγωγός ζητεί προσαρμογή, καταρχήν προς τα κάτω, της κανονικής αξίας ή, λογικά προς τα άνω, των τιμών εξαγωγής, θα πρέπει να επισημάνει και να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας προσαρμογής. Αντιστρόφως, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο, όταν η Επιτροπή και το Συμβούλιο εκτιμούν, όπως εν προκειμένω, ότι επιβάλλεται προς τα κάτω προσαρμογή της τιμής εξαγωγής, διότι μια εταιρία πωλήσεων συνδεόμενη με παραγωγό πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, εναπόκειται στα ως άνω όργανα της Ένωσης να προσκομίσουν τουλάχιστον συγκλίνουσες ενδείξεις ότι συντρέχει η προϋπόθεση αυτή.

62      Στη σκέψη 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού δεν ήταν αρκούντως πειστικά και, επομένως, δεν μπορούσαν να λογίζονται ως ενδείξεις παρέχουσες τη δυνατότητα διαπιστώσεως της υπάρξεως του παράγοντος βάσει του οποίου πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή και προσδιορισμού της επιπτώσεως του παράγοντος αυτού επί της συγκρισιμότητας των τιμών. Αναφορικά με την απόφαση αυτή της Επιτροπής, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκτιμούν ότι το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του ελέγχου νομιμότητας.

63      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν. Ο δικαιοδοτικός έλεγχος μιας τέτοιας εκτιμήσεως πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, του αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η αμφισβητούμενη επιλογή και του αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψεις 40 και 41).

64      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, νυν Γενικό Δικαστήριο, είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει συναφώς το Γενικό Δικαστήριο (βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑535/06 P, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I‑7051, σκέψη 31).

65      Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Κατά συνέπεια, η ως άνω εκτίμηση δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών, πράγμα το οποίο αποτελεί νομικό ζήτημα υπαγόμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Moser Baer India κατά Συμβουλίου, σκέψη 32).

66      Από τις σκέψεις 184 έως 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, σύμφωνα με την ως άνω νομολογία, το Πρωτοδικείο προέβη σε έλεγχο του εκ μέρους του Συμβουλίου και της Επιτροπής νομικού χαρακτηρισμού της καταστάσεως των Niko Tube και NTRP. Στο πλαίσιο αυτό, διαπίστωσε ότι τα τρία στοιχεία που εκτίθενται στην τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006 δεν συνιστούν ενδείξεις ικανές να στηρίξουν το συμπέρασμα των ως άνω οργάνων της Ένωσης κατά το οποίο η Sepco πληρούσε τις προϋποθέσεις για να μπορεί να γίνει προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, τουλάχιστον όσον αφορά τις εμπορικές πράξεις που αφορούσαν τους σωλήνες που κατασκεύαζε η NTRP.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο δεν επέβαλε στα όργανα της Ένωσης κανένα ιδιαίτερο βάρος αποδείξεως, με εξαίρεση το βάρος να αποδείξουν ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις πραγματοποιήσεως μιας τέτοιας προσαρμογής.

68      Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι ο έλεγχος αυτός του Πρωτοδικείου, που αφορά τα τρία στοιχεία που εκτίθενται στην τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006 και τα κρίσιμα στοιχεία της δικογραφίας τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σκοπός της οποίας ήταν να εξακριβωθεί αν τα όργανα της Ένωσης απέδειξαν ότι η Sepco ασκούσε εργασίες αντιπροσώπου εργαζομένου έναντι προμήθειας, ώστε να προβούν στην ως άνω προσαρμογή, δεν αποτελούσε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία υποκατέστησε εκείνη των οργάνων της Ένωσης. Ο έλεγχος που πραγματοποιήθηκε με τον τρόπο αυτόν δεν έθιξε την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των οργάνων της Ένωσης στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, που δικαιολογείται από την περιπλοκότητα των οικονομικών, πολιτικών και νομικών περιστάσεων τις οποίες αυτά πρέπει να εξετάζουν, αλλά περιορίστηκε στη διαπίστωση του αν τα εν λόγω στοιχεία ήταν ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα όργανα αυτά.

69      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος έως και ο τέταρτος λόγος της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως του Συμβουλίου και ο πρώτος έως και ο τρίτος λόγος της Επιτροπής πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του πέμπτου, του έκτου και του εβδόμου λόγου της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως του Συμβουλίου και επί του τετάρτου λόγου της κύριας αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

70      Το Συμβούλιο προβάλλει τρεις λόγους κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αμφισβητώντας το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας των Niko Tube και NTRP. Συγκεκριμένα, με τον πέμπτο λόγο, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνεία της υποχρεώσεως ενημερώσεως είναι υπερβολικά στενή. Κατά το θεσμικό αυτό όργανο, το ζήτημα αν αρκεί η ανακοίνωση της εννόμου βάσεως μιας προσαρμογής βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού προκειμένου να έχει τη δυνατότητα ο οικείος εξαγωγέας να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνάς του ή αν πρέπει να παρέχονται συμπληρωματικές πληροφορίες μπορεί να επιλυθεί όχι αορίστως, αλλά αποκλειστικά λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της κάθε υποθέσεως. Επομένως, το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει αν αρκούσε ή όχι, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η απλή ανακοίνωση της εννόμου βάσεως για τη σχετική προσαρμογή.

71      Με τον έκτο λόγο το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου με βάση το οποίο εξέτασε αν οι Niko Tube και NTRP θα μπορούσαν να έχουν, σε περίπτωση που δεν είχε γίνει καθυστερημένα η ανακοίνωση των τριών στοιχείων που προκύπτουν από την τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006, «κάποια πιθανότητα, έστω και μικρή, να οδηγήσουν τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα», καθόσον το κριτήριο αυτό παρέχει τη δυνατότητα να προσδιοριστεί αν η σχετική διαδικαστική παρατυπία είχε επίπτωση επί της δυνατότητας των διαδίκων αυτών να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους. Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να εξετάσει αν κατόπιν της ως άνω καθυστερημένης ανακοινώσεως οι Niko Tube και NTRP όντως στερήθηκαν από τη δυνατότητα να προβάλουν επιχειρήματα ή παρατηρήσεις που ενδεχομένως θα οδηγούσαν τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Κατά το Συμβούλιο, αν το Πρωτοδικείο είχε τηρήσει τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, θα είχε διαπιστώσει ότι τα επιχειρήματα που επικαλούνταν οι Niko Tube και NTRP ήταν ουσιαστικά ταυτόσημα προς εκείνα που είχαν προβληθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής πριν από την παραλαβή της τηλεομοιοτυπίας της 26ης Ιουνίου 2006.

72      Με τον έβδομο λόγο το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η εκτίμηση των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 185 έως 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για να συναγάγει την ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των Niko Tube και NTRP πάσχει σε πολλά σημεία λόγω πλάνης περί το δίκαιο, όπως προκύπτει από την εξέταση των τριών πρώτων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο οι Niko Tube και NTRP «απέδειξαν ότι μια προγενέστερη ανακοίνωση των στοιχείων που περιλαμβάνονταν στην τηλεομοιοτυπία [της Επιτροπής] της 26ης Ιουνίου 2006 θα τους είχε παράσχει τη δυνατότητα να προβούν στη σχετική απόδειξη, πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, και, με τον τρόπο αυτό, να στηρίξουν τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα απτό στοιχείο που να δικαιολογεί την επίδικη προσαρμογή», επίσης πάσχει λόγω πλάνης. Ομοίως, στη συλλογιστική του Πρωτοδικείου διαφαίνεται μια αντίφαση, καθόσον αυτό κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά τις πωλήσεις των Niko Tube και NTRP, ενώ έκρινε, στις σκέψεις 188 και 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτές δεν είχαν αποδείξει ότι η Sepco τελούσε υπό τον έλεγχο της NTRP. Επομένως, μια χρονικά προγενέστερη ανακοίνωση των τριών στοιχείων που περιλαμβάνονταν στην τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006 δεν θα παρείχε καμία δυνατότητα στις Niko Tube και NTRP να επιτύχουν κάποιο διαφορετικό αποτέλεσμα όσον αφορά τις πωλήσεις της NTRP που πραγματοποιούνταν μέσω της Sepco.

73      Με τον τέταρτο λόγο της η Επιτροπή εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε υπέρ το δέον αυστηρά και, επομένως, αδικαιολόγητα κριτήρια για να συναγάγει ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας των Niko Tube και NTRP. Κατά την Επιτροπή, οι τελευταίες είχαν ενημερωθεί πλήρως, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματα άμυνάς τους, περί των συγκεκριμένων λόγων για τους οποίους η Επιτροπή προτίθετο να προβεί στην ως άνω προσαρμογή. Διατύπωσαν εξάλλου παρατηρήσεις όσον αφορά την προσαρμογή αυτή με έγγραφο της 4ης Μαΐου 2006. Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε σύγχυση μεταξύ του ζητήματος ουσίας όσον αφορά το κύρος της προσαρμογής και εκείνου του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των Niko Tube και NTRP. Το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι μια προσαρμογή πραγματοποιήθηκε παρανόμως δεν σημαίνει ότι, εξ αυτού του γεγονότος και μόνον, υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των Niko Tube και NTRP. Το Πρωτοδικείο, όσον αφορά την αιτιολόγηση των πράξεων, δεν διακρίνει τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τα όργανα της Ένωσης στο στάδιο της εκδόσεως της τελικής νομικής πράξεως και κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της εκδόσεως αυτής, αντιστοίχως. Στο στάδιο της εκδόσεως της τελικής νομικής πράξεως, η οριστική αιτιολογία πρέπει να γνωστοποιείται στους αποδέκτες της πράξεως και να είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 253 ΕΚ. Στο προγενέστερο στάδιο, η σχετική υποχρέωση περιορίζεται στην ενημέρωση των επιχειρηματιών κατά τρόπο επαρκή ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας. Κατά συνέπεια, εσφαλμένως το Πρωτοδικείο συνήγαγε εκ του γεγονότος ότι η αιτιολογία ήταν πληρέστερη στο στάδιο της τελικής νομικής πράξεως ότι οι πληροφορίες που είχαν γνωστοποιηθεί πριν από την έκδοσή της παρεμπόδισαν κατ’ ανάγκη τους εμπλεκόμενους επιχειρηματίες να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας.

74      Οι Niko Tube και NTRP εξετάζουν από κοινού τους τρεις λόγους που προβάλλει το Συμβούλιο, οι οποίοι αντιστοιχούν προς τον τέταρτο λόγο της Επιτροπής. Κατά τους ως άνω διαδίκους, ορθώς το Πρωτοδικείο αποφάσισε ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας, καθόσον έπρεπε να τους είχε δοθεί η δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους επί του υποστατού και της σημασίας του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων που προβάλλονταν προς στήριξη της ανάγκης επιβολής της προσαρμογής. Όταν οι αιτιολογίες που στηρίζουν την απόφαση περί προσαρμογής γνωστοποιούνται μόλις κατόπιν της διοικητικής διαδικασίας, έτσι ώστε η εν λόγω ανακοίνωση να συμπίπτει στην πράξη με την περάτωσή της, η ως άνω προϋπόθεση δεν πληρούται. Ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως επιτάσσει να παρέχεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους επί του υποστατού και επί της σημασίας των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση συναφώς, όπως και επί των εγγράφων που λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή προς απόδειξη της παραβάσεως. Ο δικαστικός έλεγχος μπορεί να αφορά μόνον τα πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη λήψη του οικείου μέτρου, κατά του οποίου είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως. Αν ο έλεγχος του Πρωτοδικείου αφορούσε άλλα πραγματικά στοιχεία διαφορετικά από εκείνα που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τούτο σημαίνει ότι δεν δόθηκε στις Niko Tube και NTRP η δυνατότητα να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματά τους άμυνας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου. Επιπλέον, αν η Niko Tube είχε ενημερωθεί εγκαίρως για τα κριτήρια τα οποία τα όργανα της Ένωσης είχαν πράγματι λάβει υπόψη κατά την εκτίμησή τους, θα μπορούσε όντως να επικεντρώσει τα επιχειρήματά της επί των εν λόγω κριτηρίων κατά τη διοικητική διαδικασία και να επηρεάσει την έκβασή της.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75      Το Πρωτοδικείο δέχθηκε τον έκτο λόγο των Niko Tube και NTRP, που στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, στον βαθμό που αφορά την προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, καθόσον, αν η Επιτροπή είχε γνωστοποιήσει, πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού, τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006 στις Niko Tube και NTRP, οι τελευταίες θα μπορούσαν να επικαλεστούν, σε εύθετο χρόνο, επιχειρήματα τα οποία δεν μπόρεσαν να προβάλουν λόγω της καθυστερήσεως της Επιτροπής να ανακοινώσει τις εν λόγω πληροφορίες. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαν να οργανώσουν καλύτερα την άμυνά τους και, ενδεχομένως, να οδηγήσουν τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

76      Το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζει, ορθώς, τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων σε βάρος των οποίων διενεργούνται έρευνες αντιντάμπινγκ. Κατά τη νομολογία αυτή, διαρκούσας της διοικητικής διαδικασίας οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη σημασία των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή προς στήριξη του συμπεράσματός της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και για τη ζημία που προκύπτει από αυτήν (απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, C‑49/88, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I‑3187, σκέψη 17).

77      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είναι κεφαλαιώδους σημασίας στις διαδικασίες αντιντάμπινγκ (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψεις 15 έως 17· κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑113/04 P, Technische Unie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8831, σκέψη 55, και της 1ης Οκτωβρίου 2009, C‑141/08 P, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I‑9147, σκέψη 93).

78      Ειδικότερα, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στις Niko Tube και NTRP να αποδείξουν ότι η απόφαση της Επιτροπής θα ήταν διαφορετική, αλλά μόνον ότι τούτο δεν αποκλείεται απολύτως σε μια τέτοια περίπτωση, διότι οι διάδικοι αυτοί θα μπορούσαν να οργανώσουν καλύτερα την άμυνά τους αν δεν υφίστατο η σχετική διαδικαστική παρατυπία (βλ. απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Εντούτοις, η ύπαρξη παρατυπίας αφορώσας τα δικαιώματα άμυνας δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση του επίδικου κανονισμού παρά μόνον αν λόγω της παρατυπίας αυτής ενδέχεται η διοικητική διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, προσβάλλοντας με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας των Niko Tube και NTRP (βλ. απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 107).

80      Από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο ορθώς διαπίστωσε, στη σκέψη 203 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μόλις με το δεύτερο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων της 24ης Απριλίου 2006 οι Niko Tube και NTRP πληροφορήθηκαν ότι η επιβληθείσα προσαρμογή, όσον αφορά τις πωλήσεις προς την Κοινότητα, για τις οποίες μεσολαβούσε η Sepco, είχε πραγματοποιηθεί βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού και όχι βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, όπως ανέφερε το πρώτο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων, χωρίς ωστόσο η Επιτροπή να δώσει κάποια δικαιολογία, με το δεύτερο έγγραφο που ακολούθησε, για την εφαρμογή εν προκειμένω του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του εν λόγω κανονισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, με έγγραφο της 4ης Μαΐου 2006, οι Niko Tube και NTRP γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι σε αυτήν εναπέκειτο να αποδείξει ότι οι δραστηριότητες της Sepco ήταν παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται έναντι προμήθειας.

81      Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, όμως, ότι μόνο με μια τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006, ήτοι μία ημέρα πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή παρέσχε, για πρώτη φορά, αιτιολογίες που δικαιολογούν, κατ’ αυτήν, το γεγονός ότι οι δραστηριότητες της Sepco ήταν παρόμοιες προς εκείνες ενός αντιπροσώπου και ότι η προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού ήταν, κατά συνέπεια, βάσιμη. Η ως άνω διαπίστωση δεν αμφισβητείται εν προκειμένω.

82      Συναφώς, το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο στηρίζεται, στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στα συμπεράσματά του που περιέχονται στις σκέψεις 185 έως 188 της εν λόγω αποφάσεως, κατά τα οποία τα τρία στοιχεία της τηλεομοιοτυπίας της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006 δεν μπορούσαν να λογίζονται ως ενδείξεις παρέχουσες τη δυνατότητα διαπιστώσεως, αφενός, ότι η Sepco εκτελούσε εργασίες παρόμοιες προς εκείνες αντιπροσώπου εργαζομένου έναντι προμήθειας και, αφετέρου, ότι οι Sepco και NTRP δεν αποτελούσαν μια ενιαία οικονομική οντότητα, δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την πραγματική διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι οι Niko Tube και NTRP ενημερώθηκαν για πρώτη φορά όσον αφορά την έννομη βάση για την εν λόγω προσαρμογή μόλις μία ημέρα πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού αντιντάμπινγκ.

83      Όπως σημειώθηκε στη σκέψη 74 της παρούσας αποφάσεως, για να γίνει δεκτό ότι εθίγησαν τα δικαιώματα άμυνας αρκεί να αποδειχθεί ότι, αν δεν υφίστατο η διαπιστωθείσα διαδικαστική παρατυπία, οι Niko Tube και NTRP θα μπορούσαν να οργανώσουν καλύτερα την άμυνά τους

84      Πράγματι, οι Niko Tube και NTRP προέβαλαν, ενώπιον του Πρωτοδικείου, επιχειρήματα τα οποία αυτό έκρινε βάσιμα και βάσει των οποίων, στις σκέψεις 190 και 243 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δέχθηκε το σκέλος του τετάρτου λόγου που είχαν προβάλει οι ως άνω διάδικοι στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως, λόγος ο οποίος στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη του Συμβουλίου κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, με συνέπεια να ακυρώσει εν μέρει τον επίδικο κανονισμό. Όπως ορθώς τόνισε το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η περίσταση αυτή αποδεικνύει ότι μια χρονικά προγενέστερη ανακοίνωση των στοιχείων που περιλαμβάνονταν στην τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006 θα είχε παράσχει στις Niko Tube και NTRP τη δυνατότητα να προβάλουν ενώπιον των θεσμικών οργάνων, πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα τα οποία στήριξαν την ακυρωτική απόφαση του Πρωτοδικείου, προκειμένου να υποστηρίξουν την άποψη ότι η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα απτό στοιχείο που να της παρέχει τη δυνατότητα να προβεί στην επίδικη προσαρμογή.

85      Ασφαλώς, το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 185 έως 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δέχθηκε το προαναφερθέν σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως μόνον όσον αφορά τη σχέση μεταξύ Sepco και NTRP και το απέρριψε όσον αφορά τη σχέση μεταξύ Sepco και Niko Tube. Εντούτοις, σε περίπτωση χρονικά προγενέστερης ανακοινώσεως των εν λόγω στοιχείων στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, θα εναπέκειτο όχι στο Πρωτοδικείο αλλά στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή να εκτιμήσουν την επίπτωση των δύο αυτών σχέσεων σε συνάρτηση με τα επιχειρήματα που προέβαλαν αμέσως μετά οι Niko Tube και NTRP. Έτσι, παρά τις διαπιστώσεις του επί της ουσίας στις εν λόγω σκέψεις 185 έως 190, το Πρωτοδικείο έκρινε, χωρίς να περιπέσει σε αντιφάσεις, δεχόμενο τον έκτο λόγο ακυρώσεως που είχαν προβάλει οι NTRP και Niko Tube, στις σκέψεις 210 και 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αν δεν υφίστατο η παρατυπία που διέπραξε η Επιτροπή, τόσο η NTRP όσο και η Niko Tube θα μπορούσαν να οργανώσουν καλύτερα την άμυνά τους και, ενδεχομένως, να οδηγήσουν τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

86      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι Niko Tube και NTRP δεν είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν λυσιτελώς την άποψή τους σε κανένα στάδιο της διοικητικής διαδικασίας επί των λόγων που θα μπορούσαν να επικαλεστούν κατά της σκοπούμενης προσαρμογής.

87      Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη του πέμπτου μέχρι και του εβδόμου λόγου του Συμβουλίου και του τετάρτου λόγου της Επιτροπής του οποίου τα όργανα αυτά προβάλλουν προς στήριξη των αιτήσεων αναιρέσεως, υποστηρίζοντας ότι δεν προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας των Niko Tube και NTRP.

88      Κατά συνέπεια, οι κύριες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί των αντίθετων αιτήσεων αναιρέσεως

89      Προς στήριξη των αντίθετων αιτήσεων αναιρέσεως οι Niko Tube και NTRP διατείνονται ότι εσφαλμένως το Πρωτοδικείο απέρριψε τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο της προσφυγής τους σε πρώτο βαθμό. Οι Niko Tube και NTRP επικαλούνται συναφώς τρεις λόγους. Ο πρώτος στρέφεται κατά της κρίσεως του Πρωτοδικείου ότι το Συμβούλιο δεν προσδιόρισε την κανονική αξία βάσει προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως και κατά παράβαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον το Συμβούλιο έλαβε υπόψη, κατά τις Niko Tube και NTRP, προϊόντα τα οποία δεν κατασκεύαζαν οι ίδιες όταν υπολόγισε το περιθώριο ντάμπινγκ. Με τον δεύτερο λόγο οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφασίζοντας ότι ο υπολογισμός της υλικής ζημίας είχε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού. Τέλος, ο τρίτος λόγος των Niko Tube και NTRP στρέφεται κατά της κρίσεως του Πρωτοδικείου ότι η Sepco ενεργούσε για λογαριασμό της Niko Tube ως αντιπρόσωπος που εργάζεται έναντι προμήθειας.

 Επί του πρώτου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

90      Ο πρώτος λόγος που προβάλλουν οι Niko Tube και NTRP υποδιαιρείται σε πέντε σκέλη. Το πρώτο στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως. Με το δεύτερο υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου. Το τρίτο στηρίζεται στο ότι το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί των λόγων που είχε επικαλεστεί η Niko Tube και NTRP. Κατά το τέταρτο σκέλος του λόγου αυτού, οι ίδιοι διάδικοι υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το καθήκον επιμελείας της Επιτροπής. Κατά το πέμπτο σκέλος το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τα σαφή αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομιστεί ενώπιόν του.

91      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας επιβεβαιώνοντας το βάσιμο της αποφάσεως των οργάνων της Ένωσης να μην αποκλείσουν, στο πλαίσιο του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, ατομικούς σωλήνες, ήτοι προϊόντα τα οποία διατείνονταν ότι δεν κατασκεύαζαν, προσκομίζοντας προς τούτο αποδεικτικά έγγραφα. Συναφώς, εσφαλμένως το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη νέα στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζουν οι Niko Tube και NTRP στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου, το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια της εξουσίας του ελέγχου και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο να εξετάσει συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά, καθώς και συμπληρωματικές εξηγήσεις, εκ μέρους των οργάνων της Ένωσης.

92      Επί του τελευταίου αυτού σημείου, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν, με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου, ότι οι ως άνω εξηγήσεις και τα επιχειρήματα του Συμβουλίου προβλήθηκαν εκπροθέσμως, καθόσον δεν περιλαμβάνονταν στον φάκελο της διοικητικής διαδικασίας, οπότε έπρεπε να μη ληφθούν υπόψη, προκειμένου να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα άμυνάς τους. Το Πρωτοδικείο έκανε μνεία του λόγου αυτού στην έκθεση ακροατηρίου, αλλά παρέλειψε να τον εξετάσει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

93      Οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν, ακόμη, στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου, ότι εσφαλμένως το Πρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε επιδείξει την επιβαλλόμενη επιμέλεια στο πλαίσιο της εκ μέρους της εξετάσεως των πληροφοριακών στοιχείων που είχαν προσκομίσει σχετικά με την πώληση των ως άνω ατομικών σωλήνων. Πράγματι, ενώ τα όργανα της Ένωσης προέβαλαν δέκα διαφορετικά επιχειρήματα προς στήριξη της απόψεώς τους ότι είχαν τηρήσει το καθήκον επιμελείας, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι μόνο δύο από αυτά μπορούσαν πράγματι να δικαιολογήσουν κάποια «εύλογη ανησυχία». Κατά τις Niko Tube και NTRP, η απόφαση του Πρωτοδικείου ότι τα όργανα της Ένωσης εκπλήρωσαν το καθήκον επιμελείας, ενώ αυτό διαπίστωσε παράλληλα ότι μόνο δύο από τα δέκα επιχειρήματα που προέβαλαν τα όργανα της Ένωσης ήταν βάσιμα, δεν αποτελεί λογική εκτίμηση και είναι, επομένως, πεπλανημένη και, κατά συνέπεια, αβάσιμη.

94      Τέλος, στο πλαίσιο του πέμπτου σκέλους του πρώτου λόγου οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν, πάντοτε σχετικά με τις πληροφορίες που γνωστοποίησαν στα όργανα της Ένωσης όσον αφορά την πώληση ατομικών σωλήνων, ότι εσφαλμένως το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι εν λόγω πληροφορίες, που είχαν παρασχεθεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, αποτέλεσαν «αιτία συγχύσεως τους υπαλλήλους της Επιτροπής που ήταν επιφορτισμένοι με την έρευνα», καθόσον η απόφαση αυτή του Πρωτοδικείου στηρίζεται σε απαράδεκτα επιχειρήματα, τα οποία, εν πάση περιπτώσει, είναι επίσης πεπλανημένα και αβάσιμα, και τα οποία τα όργανα αυτά προέβαλαν για πρώτη φορά ενώπιον του Πρωτοδικείου. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα συμπεράσματα του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τα οποία η κανονική αξία προσδιορίστηκε ευλόγως και η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να εξετάζει προσεκτικά και αμερόληπτα όλα τα κρίσιμα στοιχεία της κάθε υποθέσεως, είναι προδήλως πεπλανημένα.

95      Όσον αφορά τους λόγους αυτούς, το Συμβούλιο και η Επιτροπή σημειώνουν ότι οι Niko Tube και NTRP δεν απέδειξαν το βάσιμο καμιάς από τις πέντε αιτιάσεις που προέβαλαν κατά του συμπεράσματος του Πρωτοδικείου, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η κανονική αξία καθορίστηκε ευλόγως. Συνεπώς, κατά τα όργανα αυτά της Ένωσης, ο πρώτος λόγος που προβάλλεται προς στήριξη της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

96      Οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας καθόσον έλαβε υπόψη, στις σκέψεις 47 έως 55, 59 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, νέα στοιχεία, ήτοι τη νέα αιτιολογία που προέβαλαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή για να δικαιολογήσουν την άρνηση τους να αποκλείσουν τους ατομικούς σωλήνες από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, καθώς και νέα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση προς στήριξη της νέας αυτής αιτιολογίας, που δεν είχαν ανακοινωθεί στις Niko Tube και NTRP κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

97      Στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το ίδιο επί του ουσιώδους χαρακτήρα των παρατηρήσεων περί του αποκλεισμού των υπαγομένων στον ΑΕΠ KE4 και στην τεχνική προδιαγραφή TU 14 3P 197-2001 ατομικών σωλήνων από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, αντιθέτως προς όσα διατείνονταν οι Niko Tube και NTRP, κανένα νέο πραγματικό στοιχείο ή καμία νέα αιτιολογία δεν τους γνωστοποιήθηκε με τα έγγραφα που αυτές έλαβαν στις 27 Ιουνίου 2006, ήτοι την ημέρα εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού.

98      Ειδικότερα, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν έλαβαν υπόψη, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, το γεγονός ότι οι ατομικοί σωλήνες δεν αντιστοιχούσαν στο εν λόγω προϊόν, δηλαδή σε αυτό το οποίο αφορούν οι κατηγορίες περί πρακτικών ντάμπινγκ. Κατά τις Niko Tube και NTRP, οι ως άνω εταιρίες δεν κατασκεύαζαν αυτό το είδος σωλήνων. Επιπλέον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν υποστήριξαν σε κανένα στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ότι ο κατάλογος αγορών που προσκόμισαν οι Niko Tube και NTRP μπορεί να κλονίσει το επιχείρημα αυτό. Κατά τις τελευταίες, ο φάκελος της έρευνας δεν περιλαμβάνει καμία μνεία περί ελλείψεως συνεργασίας εκ μέρους τους σχετικά με τον προσδιορισμό του προμηθευτή, ενώ τα όργανα της Ένωσης επικαλέστηκαν μια τέτοια παράλειψη των Niko Tube και NTRP προς στήριξη της αποφάσεώς τους. Εντούτοις, το επιχείρημα των ως άνω οργάνων, ότι δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσουν την ακρίβεια της δηλώσεως ότι οι Niko Tube και NTRP δεν κατασκεύαζαν ατομικούς σωλήνες με την αιτιολογία ότι το στοιχείο αυτό στηριζόταν σε νέες πληροφορίες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι στην πραγματικότητα, η εν λόγω δήλωση των Niko Tube και NTRP στηριζόταν, κατά τις τελευταίες, σε πληροφορίες που είχαν προσκομίσει προηγουμένως. Οι Niko Tube και NTRP εκθέτουν συναφώς ότι το ίδιο το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ερωτηματολόγιο το οποίο έπρεπε να συμπληρώσει η εταιρία SPIG αφορούσε μόνον τις πωλήσεις προς την Ένωση και ότι ο κατάλογος «DMsales», όσον αφορά τις πωλήσεις στην ουκρανική αγορά, προσκομίστηκε απολύτως εκουσίως.

99      Συναφώς, το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 45 και 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι το γεγονός ότι οι κατάλογοι πωλήσεων των Niko Tube και NTRP δεν ανέφεραν τους σωλήνες που ικανοποιούσαν την τεχνική προδιαγραφή TU 14 3P 197 2001 ήταν μια ένδειξη, για την Επιτροπή, περί του ότι αυτές δεν είχαν πωλήσει τους εν λόγω ατομικούς σωλήνες, ούτε καν στη συνδεόμενη εταιρία πωλήσεως, τη SPIG. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επίσης, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι κατάλογοι περί του κόστους παραγωγής των Niko Tube και NTRP, με τίτλο «DMcop» και «ECcop», δεν ανέφεραν κανένα από τα προϊόντα που πληρούσαν την τεχνική προδιαγραφή TU 14 3P 197 2001. Το Πρωτοδικείο συνήγαγε εξ αυτού ότι οι ως άνω κατάλογοι αποδεικνύουν ότι κανένα από τα μνημονευόμενα σε αυτούς προϊόντα δεν είχε κατασκευαστεί από τις Niko Tube και NTRP με βάση την τεχνική προδιαγραφή TU 14 3P 197 2001. Εντούτοις, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε, στις σκέψεις 47 και 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κατάλογος πωλήσεων στην εθνική αγορά, με τίτλο «DMsales», τον οποίο προσκόμισε η SPIG στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στο ερωτηματολόγιο το οποίο της είχε αποστείλει η Επιτροπή, ανέφερε παρά ταύτα έξι συναλλαγές σχετικές με ατομικούς σωλήνες υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4, κατασκευαζόμενους σύμφωνα με την τεχνική προδιαγραφή TU 14 3P 197 2001, πωλούμενους μόνον από την εταιρία NTRP.

100    Παρά το ότι από την ενώπιον του Πρωτοδικείου δικογραφία προέκυψε ότι οι έξι αυτές συναλλαγές αφορούσαν στην πραγματικότητα μόνον την ουκρανική αγορά, το Πρωτοδικείο συμπέρανε, αφενός, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε παρά ταύτα αντιφατικές πληροφορίες ή, τουλάχιστον, πληροφορίες αμφίβολης εγκυρότητας και, αφετέρου, στη σκέψη 51 της εν λόγω αποφάσεως, ότι οι Niko Tube και NTRP παρέλειψαν να διαλύσουν τις σχετικές αμφιβολίες, αποδεικνύοντας ότι οι έξι επίμαχες συναλλαγές αφορούσαν αγορές στις οποίες είχε προβεί η SPIG από ανεξάρτητο προμηθευτή.

101    Τα δύο πρώτα σκέλη του παρόντος λόγου, που αντλούνται, αντιστοίχως, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από εκ μέρους του Πρωτοδικείου υπέρβαση των ορίων του δικαιοδοτικού ελέγχου, στηρίζονται αμφότερα στη σκέψη ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να κρίνει εκπρόθεσμη την εκ μέρους των οργάνων της Ένωσης προβολή των αιτιολογιών που αυτά επικαλέστηκαν, για τη θεμελίωση της απορρίψεως του αιτήματος των Niko Tube και NTRP περί αποκλεισμού των υπαγόμενων στο ΑΕΠ KE4 ατομικών σωλήνων από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, καθόσον οι αιτιολογίες αυτές προβλήθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Πρωτοδικείου και δεν προέκυπταν από τη διοικητική διαδικασία.

102    Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 182 των προτάσεών του, από τις σκέψεις 47 έως 55, 59 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο απλώς έλαβε υπόψη στοιχεία που προέκυπταν από τα έγγραφα τα οποία αντηλλάγησαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας κατά την εξέταση των λόγων που αντλούνταν από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

103    Ειδικότερα, εξετάζοντας αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως απορρίπτοντας το αίτημα των Niko Tube και NTRP περί αποκλεισμού από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας και του περιθωρίου ντάμπινγκ των ατομικών σωλήνων του ΑΕΠ KE4, επειδή αυτές δεν κατασκεύαζαν τέτοια προϊόντα, το Πρωτοδικείο εξέτασε ιδίως την αιτιολογία βάσει της οποίας δόθηκε αυτή η απορριπτική απάντηση, σε συνάρτηση, ειδικότερα, με το πραγματικό πλαίσιο σε σχέση με το οποίο διατυπώθηκε η αιτιολογία αυτή. Κρίνοντας με τον τρόπο αυτόν, το Πρωτοδικείο απλώς εξέτασε την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος σε συνάρτηση με την όλη κατάσταση, επισημαίνοντας το γεγονός ότι ο κατάλογος των προμηθευτών και των αγορών της SPIG ανέφερε έναν μόνο προμηθευτή ατομικών σωλήνων υπαγομένων στον ΑΕΠ KE4, ήτοι την NTRP, πράγμα το οποίο μπορούσε να έχει επίπτωση επί του επιχειρήματος ότι οι Niko Tube και NTRP δεν κατασκεύαζαν τέτοιους σωλήνες. Προφανώς οι Niko Tube και NTRP δεν μπορούσαν να αγνοούν τέτοια πραγματικά περιστατικά, ιδίως την περίσταση, περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή διέθετε αντιφατικές πληροφορίες όσον αφορά την εκ μέρους της NTRP κατασκευή σωλήνων υπαγόμενων στον ΑΕΠ KE4. Πράγματι, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εταιρίες αυτές είχαν αποστείλει στην Επιτροπή έγγραφα τα οποία δημιούργησαν τη σχετική σύγχυση, δηλαδή έγγραφα τα οποία παρουσιάστηκαν ως τιμολόγια τα οποία εφέρετο ότι ήταν σχετικά με τις έξι συναλλαγές που αφορούσαν ατομικούς σωλήνες υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 οι οποίες εσφαλμένως μνημονεύονταν στον κατάλογο πωλήσεων της SPIG.

104    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι απαντήσεις που έδωσε το Πρωτοδικείο στους δύο εξετασθέντες λόγους, αντιστοίχως, στις σκέψεις 47 έως 55 και 59 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν στηρίζονται σε αιτιολογίες που προέβαλαν εκπροθέσμως τα όργανα της Ένωσης.

105    Το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου στηρίζεται σε έλλειψη απαντήσεως του Πρωτοδικείου στο αίτημα της Niko Tube και της NTRP να μη ληφθούν υπόψη στη διαδικασία, λόγω εκπρόθεσμης προβολής τους και προς προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των τελευταίων, οι εξηγήσεις και τα επιχειρήματα του Συμβουλίου που περιλαμβάνονται στο υπόμνημά του αντικρούσεως. Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Πρωτοδικείο να παραθέτει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι, καθόσον η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα (βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C‑101/07 P και C‑110/07 P, Coop. de France Bétail et Viande κατά Επιτροπής, σκέψη 75).

106    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ως άνω επιχείρημα απερρίφθη σιωπηρώς από το Πρωτοδικείο, καθόσον αυτό εξέτασε και απέρριψε επί της ουσίας τους λόγους ακυρώσεως που στηρίζονταν, αντιστοίχως, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και σε προσβολή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οι οποίοι στηρίζονται με τη σειρά τους, κατά την άποψη των Niko Tube και NTRP, στις αιτιολογίες τις οποίες οι τελευταίες χαρακτήρισαν ως εκπρόθεσμες.

107    Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος σχετικά με το επιχείρημα των Niko Tube και NTRP ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως απορρίπτοντας, στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον λόγο τον οποίο προέβαλαν οι τελευταίες όσον αφορά το καθήκον επιμελείας που έχουν τα όργανα της Ένωσης όταν προσδιορίζουν την κανονική αξία, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο είχε καθήκον να εξετάσει αν η Επιτροπή εκτίμησε με τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι με εύλογο τρόπο, τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε, και όχι αν ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία είχε λογική συνοχή.

108    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο ορθώς συνήγαγε από τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ότι τα όργανα της Ένωσης δεν παρέβησαν ούτε το καθήκον επιμελείας ούτε την υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση του Δικαστηρίου, Moser Baer India κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 34).

109    Πρέπει να σημειωθεί καταρχάς, ότι το Πρωτοδικείο δεν απαρίθμησε έναν κατάλογο δέκα παραγόντων, αλλά υπενθύμισε, στις σκέψεις 33 έως 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις πέντε ομάδες λόγων που οδήγησαν τα όργανα της Ένωσης να απορρίψουν το αίτημα αποκλεισμού των ατομικών σωλήνων του ΑΕΠ KE4 από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας και του περιθωρίου ντάμπινγκ.

110    Ασφαλώς, το Πρωτοδικείο τόνισε, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι Niko Tube και NTRP είχαν προσκομίσει αποδείξεις ότι δεν κατασκεύαζαν τους σωλήνες που υπάγονταν στον ΑΕΠ KE4. Εντούτοις, το Πρωτοδικείο παρατήρησε στη συνέχεια, στις σκέψεις 47 και 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τις πληροφορίες που προσκόμισε η SPIG, η NTRP είχε προμηθεύσει ατομικούς σωλήνες υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 που κατασκευάζονταν κατ’ εφαρμογήν της τεχνικής προδιαγραφής TU 14 3P 197 2001. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι Niko Tube και NTRP, το Πρωτοδικείο δεν έκρινε «αβάσιμο», στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα ότι η SPIG είχε αναφέρει την NTRP ως τον μόνο προμηθευτή των εν λόγω σωλήνων. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «η SPIG […] δεν υπέπεσε σε κανένα σφάλμα μην αναφέροντας […] άλλον προμηθευτή εκτός της NTRP», δεδομένου ότι οι εν λόγω σωλήνες είχαν προφανώς μεταπωληθεί στην ουκρανική αγορά.

111    Στη συνέχεια, το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε ειδικά επί ορισμένων παραμέτρων, που απαριθμούνται στην αντίθετη αίτηση αναιρέσεως των Niko Tube και NTRP, δεν μπορεί να σημαίνει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε τους εν λόγω παράγοντες ως «αλυσιτελείς». Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο μπορούσε κάλλιστα να κρίνει, για βάσιμους λόγους οικονομίας της δίκης, ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως λόγου που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως την οποία έπρεπε να αποδείξουν οι Niko Tube και NTRP, δεν εναπόκειται σε αυτό να ελέγξει όλα τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει τα θεσμικά όργανα για τη θεμελίωση του συμπεράσματός τους, εφόσον ορισμένοι από τους εκτιθέμενους λόγους αρκούσαν για να θεμελιώσουν το συμπέρασμα αυτό.

112    Εντούτοις, οι ίδιες οι Niko Tube και NTRP παραδέχονται ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι πρόδιδε «εύλογες ανησυχίες» το γεγονός ότι οι εταιρίες αυτές δεν προσκόμισαν στοιχεία που να αποδεικνύουν σαφώς ότι ο πωλητής των εν λόγω σωλήνων ήταν κάποιος ανεξάρτητος τρίτος και όχι η NTRP και το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια του επιτοπίου ελέγχου, η Επιτροπή δεν έθεσε το ζήτημα των υπαγόμενων στον ΑΕΠ KE4 ατομικών σωλήνων, καθόσον οι Niko Tube και NTRP δεν είχαν ακόμη υποβάλει το αίτημά τους περί εξαιρέσεως των εν λόγω σωλήνων. Κατ’ ουσίαν, βάσει των δύο αυτών παραμέτρων το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα όργανα της Ένωσης δεν υπέπεσαν σε πλάνη απορρίπτοντας το αίτημα των Niko Tube και NTRP περί αποκλεισμού από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας και του περιθωρίου ντάμπινγκ των υπαγόμενων στον ΑΕΠ KE4 ατομικών σωλήνων. Το επιχείρημα με το οποίο οι Niko Tube και NTRP βάλλουν κατά της τελευταίας αυτής εκτιμήσεως και επιχειρούν να τη θέσουν υπό αμφισβήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αφορά εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του τελευταίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

113    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, έστω και αν το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη, για να στηρίξει το συμπέρασμά του επί της ουσίας, δύο μόνον από τους παράγοντες που επικαλέστηκαν τα όργανα της Ένωσης, τούτο δεν σημαίνει ότι τα όργανα αυτά είχαν αμελήσει να εξετάσουν προσεκτικά και με αμεροληψία το σύνολο των στοιχείων που τους είχε γνωστοποιηθεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

114    Όσον αφορά το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε προβαλλόμενη παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 49 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η απάντησή τους στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής δεν περιελάμβανε αντιφατικά στοιχεία, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι το Πρωτοδικείο, μετά από εξέταση όχι μόνον των απαντήσεων των Niko Tube και NTRP στο εν λόγω ερωτηματολόγιο, αλλά επίσης εκείνων της συνδεδεμένης με αυτές εταιρίας πωλήσεως, ήτοι της SPIG, διαπίστωσε, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή διέθετε αντιφατικές πληροφορίες. Πράγματι, το συμπέρασμα αυτό του Πρωτοδικείου στηρίζεται ιδίως στη διαπίστωση, στις σκέψεις 47 και 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, με βάση τις πληροφορίες που παρέσχε η SPIG, η NTRP είχε προβεί σε παραδόσεις ατομικών σωλήνων υπαγόμενων στον ΑΕΠ KE4 οι οποίοι κατασκευάζονταν κατ’ εφαρμογήν της τεχνικής προδιαγραφής TU 14 3P 197 2001. Με τον τρόπο αυτόν, το Πρωτοδικείο δεν παραμόρφωσε την απάντηση των Niko Tube και NTRP στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής.

115    Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση, βάσει των ανωτέρω σκέψεων, ότι το Πρωτοδικείο δεν παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας ούτε συμπεραίνοντας, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια.

116    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα των Niko Tube και NTRP που στρέφεται κατά της κρίσεως του Πρωτοδικείου, η οποία περιέχεται στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η έλλειψη μεταφράσεως στα αγγλικά των τιμολογίων αγοράς της SPIG αποτέλεσε πρόφαση στην οποία στηρίχθηκε η κρίση ότι οι Niko Tube και NTRP δεν επιδίωξαν να διαλύσουν τις αμφιβολίες της Επιτροπής έναντι των ως άνω αντιφατικών απαντήσεων, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές ουδόλως ανέφεραν ή επισύναψαν τα εν λόγω τιμολόγια στην αντίθετη αίτηση αναιρέσεως προκειμένου να αποδείξουν την προβαλλόμενη παραμόρφωση από το Πρωτοδικείο των εγγράφων αυτών, αλλά περιορίζονται να παραπέμψουν το Δικαστήριο σε παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως του Συμβουλίου υποβληθέν ενώπιον του Πρωτοδικείου, το οποίο περιέχει ένα αντίγραφο των εν λόγω εγγράφων.

117    Λαμβανομένης υπόψη της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, κατά την οποία η προβαλλόμενη παραμόρφωση πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας και να μη χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3713, σκέψη 54, και της 7ης Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 67), οι περιστάσεις αυτές αρκούν για να απορριφθεί η ως άνω αιτίαση.

 Επί του δευτέρου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως

118    Ο δεύτερος λόγος της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως υποδιαιρείται σε εννέα σκέλη. Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν απέρριψε τον δεύτερο λόγο που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, καθόσον, πρώτον, δεν εξέτασε αν υπήρξε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, δεύτερον, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, τρίτον, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, τέταρτον, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν εξέτασε το σύνολο των κριτηρίων που αφορά το άρθρο 18, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, πέμπτον, προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως, έκτον, υπερέβη τα όρια της εξουσίας του ελέγχου, έβδομον, δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του και υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, όγδοον, δεν ασχολήθηκε με τον συμπληρωματικό λόγο που προέβαλαν οι Niko Tube και NTRP και, ένατον, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν έλεγξε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

119    Με το ένατο σκέλος του δευτέρου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας τον λόγο που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

120    Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε τον λόγο που προέβαλαν υποστηρίζοντας ότι τα όργανα της Ένωσης παρέβησαν το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Κατά τις εταιρίες αυτές, ο προσδιορισμός της υπάρξεως ζημίας, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, έγινε εν προκειμένω βάσει ελλιπών αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένης υπόψη της αρνήσεως συνεργασίας ορισμένων εταιριών παραγωγής και διανομής οι οποίες, για τον λόγο αυτό, δεν περιελήφθησαν στην αντιπροσωπευτική ομάδα του σχετικού βιομηχανικού τομέα της Ένωσης, ομάδα βάσει της οποίας τα όργανα της Ένωσης εκτίμησαν τη ζημία. Εξ αυτού συνάγεται ότι η ορθή εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού θα οδηγούσε το Πρωτοδικείο να διαπιστώσει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η ζημία δεν είχε προσδιοριστεί νομίμως, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως θετικών αποδεικτικών στοιχείων, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής. Συναφώς, το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού περιοριζόμενο στην εξέταση της συμφωνίας των παρασχεθέντων στοιχείων προς το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού προκειμένου να προσδιορίσει αν τα στοιχεία αυτά ασκούσαν επιρροή για την εκτίμηση της ζημίας. Το Πρωτοδικείο έπρεπε να αποφασίσει ότι τα όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως υπολογίζοντας τη ζημία βάσει στοιχείων που δεν κάλυπταν ένα σημαντικό μέρος της βιομηχανίας της Ένωσης, καθόσον, αν το Πρωτοδικείο είχε εφαρμόσει το κατάλληλο κριτήριο, θα είχε διαπιστώσει ότι το μέρος των επιχειρήσεων του σχετικού βιομηχανικού τομέα της Ένωσης που δεν συνεργάστηκε αντιπροσώπευε ποσοστό 12 % του συνόλου των πωλήσεων στον τομέα αυτόν.

121    Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού υποστηρίζεται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν έκρινε ότι μια εταιρία παραγωγής συνδεδεμένη με τους καταγγέλλοντες παραγωγούς δεν υποχρεούται καταρχήν να συνεργαστεί σε έρευνα και ότι η εξέταση των τιμών μεταξύ καταγγέλλοντος και συνδεδεμένης με αυτόν εμπορικής επιχειρήσεως αρκεί για να διαπιστωθεί αν ο κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως αυτής είναι κρίσιμο στοιχείο για τον προσδιορισμό της ζημίας και, επομένως, αν η τελευταία πρέπει να απαντήσει χωριστά στο ερωτηματολόγιο. Κατά τις Niko Tube και NTRP, η ανάλυση του Πρωτοδικείου παρέχει τη δυνατότητα σε παραγωγό της Ενώσεως απλώς να επιλέξει ποιες εταιρίες του ομίλου του δεν θα υποστηρίξουν την καταγγελία και δεν θα παράσχουν στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκ μέρους του εκτιμήσεως της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

122    Με το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο του ελέγχου του κύρους της εκ μέρους του Συμβουλίου και της Επιτροπής εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Κατά τις Niko Tube και NTRP, προς εκτίμηση του αν οι ελλείπουσες πληροφορίες «είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται να εξετάζεται, αφενός, το αποτέλεσμα της ελλείψεως συνεργασίας των συνδεδεμένων εταιριών «σε συνάρτηση με την παραγωγή και τις πωλήσεις των ενδιαφερόμενων κοινοτικών παραγωγών που έχουν περιληφθεί στο σχετικό δείγμα» και, αφετέρου, η «όλη επίπτωση της ελλείψεως συνεργασίας σε συνάρτηση με τη συνολική παραγωγή και τις πωλήσεις της κοινοτικής βιομηχανίας». Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως περιορίστηκε να εξετάσει αν ήταν κρίσιμα τα σχετικά με τη ζημία συμπεράσματα στηριζόμενο αποκλειστικά στην έκταση της ελλείψεως συνεργασίας των συνδεδεμένων εταιριών ατομικά, σε σχέση με το σύνολο των πωλήσεων και της παραγωγής της βιομηχανίας στην Ένωση.

123    Με το τέταρτο σκέλος του ίδιου λόγου οι Niko Tube και NTRP διατείνονται κατά βάση ότι το Πρωτοδικείο δεν έλεγξε δεόντως αν έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, διότι δεν εξέτασε, για κάθε εταιρία, καθένα από τα τέσσερα κριτήρια που μνημονεύει το ως άνω άρθρο. Επιπλέον, όταν το Πρωτοδικείο εξέτασε αν συνέτρεχαν εν προκειμένω τα τέσσερα αυτά στοιχεία, περιορίστηκε μόνο στα δύο κριτήρια βάσει των οποίων διαπιστώνεται η ζημία, δηλαδή στα στοιχεία περί των πωλήσεων και, σε ορισμένο βαθμό, στα στοιχεία περί της παραγωγής. Οι διατάξεις περί της ζημίας, όμως, προβλέπουν δεκαπέντε ενδείξεις ζημίας, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται όλες υπόψη στην ανάλυση της ζημίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα συμπεράσματα του Πρωτοδικείου περί της συνεργασίας των παραγωγών που περιελήφθησαν στο δείγμα και, επομένως, περί του προσδιορισμού της ζημίας με τον επίδικο κανονισμό, όπως παρατίθενται στις σκέψεις 97 έως 108 και 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είναι πεπλανημένα.

124    Με το πέμπτο σκέλος του δευτέρου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως υποστηρίζεται ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των Niko Tube και NTRP καθόσον, αφενός, στήριξε την απόφασή του σε πραγματικά περιστατικά και σε εξηγήσεις που δεν τους είχαν γνωστοποιηθεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και επί των οποίων δεν είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις και, αφετέρου, έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί ορισμένα πραγματικά περιστατικά των οποίων η ύπαρξη δεν μπορούσε να συναχθεί από τα έγγραφα της δικογραφίας που είχαν τεθεί στην κρίση του.

125    Κατά το έκτο σκέλος του ως άνω λόγου, το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου του. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κακώς επέτρεψε στα όργανα της Ένωσης να προβούν σε συμπληρωματικές και καινοφανείς δηλώσεις και εξηγήσεις, προβαίνοντας στη συνέχεια σε νέο έλεγχο όσον αφορά μιαν εκ νέου σχηματισθείσα δικογραφία.

126    Με το έβδομο σκέλος του δευτέρου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως οι Niko Tube και NTRP διατείνονται ότι το Πρωτοδικείο δεν αιτιολόγησε επαρκώς από νομικής απόψεως την απόφασή του, καθόσον δεν δικαιολόγησε προσηκόντως γιατί έλαβε υπόψη ορισμένα αριθμητικά στοιχεία αντί για κάποια άλλα, ιδίως, εκείνα τα οποία είχαν επικαλεστεί οι Niko Tube και NTRP.

127    Με το όγδοο σκέλος του λόγου αυτού υποστηρίζεται ότι το Πρωτοδικείο δεν απάντησε στον λόγο των Niko Tube και NTRP κατά τον οποίο οι εξηγήσεις και οι δηλώσεις του Συμβουλίου, που περιλαμβάνονταν στο υπόμνημα αντικρούσεως όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που είχε προβληθεί με την προσφυγή, δεν στηρίζονταν από τα στοιχεία του φακέλου της έρευνας, οπότε το θεσμικό αυτό όργανο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους.

128    Στο πλαίσιο του ενάτου σκέλους του λόγου αυτού το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον έλεγχο νομιμότητας της εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Εσφαλμένως συνήγαγε το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 101, 107 και 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, παρά την έλλειψη απαντήσεως των εταιριών Productos Tubulares, Tenaris West Afrika και VMOG UK στο ερωτηματολόγιο που τους είχε αποστείλει το Συμβούλιο, το τελευταίο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει αν οι μη εμπιστευτικές περιλήψεις εμπιστευτικών στοιχείων που είχαν προσκομίσει οι εταιρίες VMOG Germany, Acecsa και Almesa, καθώς και διάφορες εταιρίες του ομίλου Dalmine, είχαν παράσχει στις Niko Tube και NTRP, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τη δυνατότητα να λάβουν «επαρκή γνώση του ουσιώδους περιεχομένου» των σχετικών στοιχείων. Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν τήρησε το σαφές και μη επιδεχόμενο αμφιβολία γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού ούτε εξέτασε αν τα στοιχεία περί της παραγωγής και των πωλήσεων των κατ’ ιδίαν παραγωγών που δεν είχαν συνεργαστεί, τα οποία παρανόμως δεν περιέλαβαν στον μη εμπιστευτικό φάκελο το Συμβούλιο και η Επιτροπή, μπορούσαν να επαληθευτούν από άλλες κατάλληλες πηγές. Αν το Πρωτοδικείο είχε ενεργήσει με τον τρόπο αυτόν, θα είχε διαπιστώσει ότι δεν υφίστατο καμία κατάλληλη πηγή την οποία να γνωρίζουν οι Niko Tube και NTRP και ότι ήταν κατά συνέπεια απρόσφορο να στηριχθεί σε μη εμπιστευτικά στοιχεία που κακώς ελήφθησαν υπόψη, καθόσον τούτο συνιστούσε άμεση και αδικαιολόγητη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των εταιριών αυτών. Εξάλλου, το αν η πρόσφορη αποκάλυψη πληροφοριών θα μπορούσε να δώσει διαφορετική τροπή στη διοικητική διαδικασία πρέπει να εκτιμάται από την πλευρά του διαδίκου του οποίου εθίγησαν τα δικαιώματα άμυνας, αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εν λόγω διάδικος θα μπορούσε να είναι σε θέση να υποβάλει παρατηρήσεις επί του υποστατού ή της σημασίας των σχετικών πληροφοριών αν αυτές του είχαν δεόντως γνωστοποιηθεί.

129    Κατά το Συμβούλιο, με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε το επιχείρημά τους το στηριζόμενο σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Κατά το Συμβούλιο, το Πρωτοδικείο, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα όργανα της Ένωσης δεν παρέβησαν το άρθρο 18, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, συνέχισε την ανάλυσή του εξετάζοντας αν ο υπολογισμός του περιθωρίου της ζημίας επηρεαζόταν, συνολικά, από τις ελλείπουσες απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο το οποίο είχαν απευθύνει τα όργανα της Ένωσης σε διάφορες εταιρίες του σχετικού βιομηχανικού τομέα της Ένωσης, συνάγοντας τελικά ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Κατά συνέπεια, οι Niko Tube και NTRP δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο περιόρισε τον έλεγχό του στην εξέταση της τηρήσεως, από τα όργανα της Ένωσης, του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού και ότι δεν έλαβε υπόψη την επίπτωση των ελλειπουσών απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο επί του προσδιορισμού της ζημίας.

130    Το Συμβούλιο υποστηρίζει, εξάλλου, ότι τα όργανα της Ένωσης αναζήτησαν πληροφορίες από όλους τους παραγωγούς της Ένωσης. Εντούτοις, το γεγονός ότι ορισμένες συνδεδεμένες εταιρίες δεν απάντησαν στο ερωτηματολόγιο δεν είχε επίπτωση ούτε επί των στοιχείων που αφορούσαν κάθε παραγωγό της Ένωσης ούτε επί των στοιχείων που αφορούσαν τη βιομηχανία της Ένωσης στο σύνολό της.

131    Κατά την άποψη του Συμβουλίου, το επιχείρημα των Niko Tube και NTRP ότι ο προσδιορισμός της ζημίας δεν στηριζόταν σε κανένα θετικό αποδεικτικό στοιχείο και ότι το πραγματικό συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ήταν πεπλανημένο λόγω των ελλειπουσών πληροφοριών όσον αφορά πωλήσεις που αντιπροσώπευαν το 10 % των συνολικών πωλήσεων της βιομηχανίας της Ένωσης είναι απαράδεκτο. Το Συμβούλιο φρονεί ότι οι Niko Tube και NTRP δεν αποδεικνύουν ότι το Πρωτοδικείο προδήλως παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεση του, καθόσον οι εν λόγω διάδικοι δεν εκθέτουν επακριβώς ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία που φέρεται ότι παραμορφώθηκαν ούτε την πλάνη εκτιμήσεως η οποία οδήγησε στην παραμόρφωση αυτή.

132    Το Συμβούλιο εκθέτει περαιτέρω ότι, σχετικά με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου των Niko Tube και NTRP, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, αν μια εταιρία δεν υποστήριζε την καταγγελία, «τα στοιχεία που την αφορούσαν δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, καταρχήν, στο πλαίσιο της αναλύσεως της καταστάσεως της κοινοτικής βιομηχανίας [...] εκτός αν η παράλειψη αυτή δεν αλλοίωσε την εν λόγω ανάλυση». Έτσι, κατά την άποψη του Συμβουλίου, εσφαλμένως οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι η ανάλυση του Πρωτοδικείου επιτρέπει σε παραγωγό της Ένωσης να επιλέξει απλώς ποιες εταιρίες του ομίλου «δεν θα υποστηρίξουν την καταγγελία και δεν θα παράσχουν στοιχεία».

133    Στο τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου το Συμβούλιο απαντά ότι το άρθρο αυτό παρέχει στα όργανα της Ένωσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και δεν τους επιβάλλει να εκφράζουν, σε κάθε περίπτωση, «το αποτέλεσμα» ή «τις επιπτώσεις» της ελλείψεως συνεργασίας «σε συνάρτηση» με τις πωλήσεις και την παραγωγή του οικείου παραγωγού που περιελήφθη στο δείγμα ή με το σύνολο του οικείου βιομηχανικού τομέα της Ένωσης.

134    Στο τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη χωριστά, αλλά σε συνάρτηση με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου που προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα όργανα της Ένωσης δικαιούνται να μη λαμβάνουν υπόψη ορισμένες πληροφορίες. Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος του Πρωτοδικείου κατά το οποίο οι ελλείπουσες πληροφορίες αφορούσαν, το πολύ, 10 % των συνολικών πωλήσεων της βιομηχανίας της Ένωσης και ότι το ποσοστό του δασμού αντιντάμπινγκ στηριζόταν στο περιθώριο ντάμπινγκ που ήταν σαφώς χαμηλότερο από το περιθώριο της ζημίας, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκτιμώντας ότι οι ελλείπουσες πληροφορίες δεν είχαν επηρεάσει τον προσδιορισμό της ζημίας και ότι δεν παρέβη το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3, και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού.

135    Απαντώντας στο πέμπτο σκέλος του δευτέρου λόγου το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι σχετικές δηλώσεις στηρίζονται στον εσφαλμένο τρόπο με τον οποίο οι Niko Tube και NTRP αντιλαμβάνονται τη σχέση μεταξύ διοικητικής έρευνας και δικαιοδοτικού ελέγχου. Επιπλέον, τα πραγματικά περιστατικά και οι επεξηγήσεις που απαριθμούνται στο σημείο 158 της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως στηρίζονται καθ’ ολοκληρία σε αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας. Τέλος, το επιχείρημα περί δήθεν ανεπάρκειας των πληροφοριακών στοιχείων κατά την έρευνα εξετάστηκε και απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο, ενώ η Niko Tube, καθώς και η NTRP, δεν προσδιορίζουν κάποια πλάνη περί το δίκαιο που να αποδυναμώνει τα σχετικά συμπεράσματα. Πράγματι, οι εταιρίες αυτές αμφισβητούν στην πραγματικότητα τα πραγματικά συμπεράσματα του Πρωτοδικείου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όφειλαν να αποδείξουν ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε και, κατά συνέπεια, να προσδιορίσουν επακριβώς τα φερόμενα ως παραμορφωθέντα στοιχεία. Οι δηλώσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 189 της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως δεν στηρίζονται από κανένα στοιχείο και, επομένως, είναι απαράδεκτες.

136    Κατά το Συμβούλιο, το έκτο σκέλος κατά το οποίο το Πρωτοδικείο υπερέβη τις αρμοδιότητές του, βαίνοντας πέραν των ορίων του δικαιοδοτικού ελέγχου, αντιστοιχεί προς το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως και είναι επίσης απαράδεκτο.

137    Το Συμβούλιο επικαλείται το απαράδεκτο του εβδόμου σκέλους του δευτέρου λόγου των Niko Tube και NTRP, στο πλαίσιο του οποίου υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε ανεπαρκώς την απόφασή του και υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, που στηρίζεται, αφενός, στο ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του εβδόμου αυτού σκέλους δεν έχει τον βαθμό ακριβείας που απαιτείται σε μια αίτηση αναιρέσεως και, αφετέρου, στο ότι, αφού οι Niko Tube και NTRP αμφισβητούν τις πραγματικές παρατηρήσεις του Πρωτοδικείου, οφείλουν να αποδείξουν ότι αυτό παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε και, επομένως, να διευκρινίσουν εκείνα τα οποία φέρονται ως παραμορφωθέντα. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να απαντά σε καθένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ιδίως όταν απορρίπτει σιωπηρώς το οικείο επιχείρημα με τα συμπεράσματά του.

138    Στην αιτίαση που προέβαλαν οι Niko Tube και NTRP στο πλαίσιο του ογδόου σκέλους του δευτέρου λόγου τους, κατά την οποία το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί του συμπληρωματικού λόγου που προέβαλαν, το Συμβούλιο αντιτείνει ότι, ακόμα και αν δεν προβλήθηκε ένας τέτοιος λόγος, παρά ταύτα το Πρωτοδικείο εξέτασε αν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των Niko Tube και NTRP συναφώς και κατέληξε, ορθώς, στο περί του αντιθέτου συμπέρασμα.

139    Τέλος, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι Niko Tube και NTRP στο πλαίσιο του ενάτου σκέλους του λόγου τους, κατά τα οποία το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, είναι εν μέρει απαράδεκτα και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμα. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 101, 107 και 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι πεπλανημένα και, ειδικότερα, δεν στηρίζονται σε αιτιολογίες και σε αποδεικτικά στοιχεία που προβλήθηκαν εκπροθέσμως. Το επιχείρημα ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε αν οι μη εμπιστευτικές περιλήψεις των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους διαφόρων εταιριών ήταν επαρκείς αποτελεί νέο λόγο, ο οποίος κατά συνέπεια είναι απαράδεκτος.

140    Κατά το Συμβούλιο, η άποψη ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού είναι απαράδεκτη διότι οι Niko Tube και NTRP δεν διευκρινίζουν σαφώς τα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα οποία αυτές αμφισβητούν. Εν πάση περιπτώσει, οι διάδικοι αυτοί ερμηνεύουν εσφαλμένα το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού. Η έκφραση «είναι δυνατό να μη λαμβάνεται υπόψη» σημαίνει σαφώς ότι τα όργανα της Ένωσης δεν υποχρεούνται να μη λαμβάνουν υπόψη πληροφορίες σχετικά με τις οποίες δεν έχει διαβιβαστεί κανένα εμπιστευτικό στοιχείο ή πληροφορίες για τις οποίες δεν έχει κριθεί δικαιολογημένο κανένα αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Αντιθέτως, διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως συναφώς. Κανείς διάδικος δεν μπορεί να ζητεί την ακύρωση μέτρου αντιντάμπινγκ για τον λόγο ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη εμπιστευτικές πληροφορίες παρά μόνον αν μπορεί να αποδείξει ότι το γεγονός ότι ελήφθησαν υπόψη οι πληροφορίες αυτές οδήγησε σε προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας.

141    Το τελικό επιχείρημα κατά το οποίο, στο πλαίσιο του σκέλους αυτού, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο βάσει του οποίου πρέπει να κρίνει αν η δημοσιοποίηση πληροφοριών θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα είναι, κατά το Συμβούλιο, αβάσιμο. Το Συμβούλιο φρονεί ότι μια διαδικαστική παρατυπία δεν μπορεί να επιφέρει την ακύρωση ενός μέτρου παρά μόνον αν υφίσταται το ενδεχόμενο να είχε καταλήξει η διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που δεν υπήρχε η σχετική παρατυπία, οπότε η παρατυπία αυτή όντως προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας του καταγγέλλοντος. Συναφώς, δεν αρκεί το γεγονός ότι οι Niko Tube και NTRP δηλώνουν, στην υπό κρίση υπόθεση, γενικά και αφηρημένα, ότι αυτές θα μπορούσαν να προβάλουν νέα επιχειρήματα αν είχαν λάβει τις ως άνω περιλήψεις κατά τη διάρκεια την διοικητικής έρευνας.

142    Η Επιτροπή υποστηρίζει τη θέση του Συμβουλίου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου που προέβαλαν οι Niko Tube και NTRP, σχετικά με την προβαλλόμενη άρνηση εξετάσεως του ενδεχομένου παραβάσεως του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν περιόρισε τον έλεγχό του στη συμφωνία του επίδικου κανονισμού προς το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη την επίπτωση της ελλείψεως απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους των συνδεδεμένων εταιριών επί του προσδιορισμού της ζημίας. Επιπλέον, έστω και αν οι Niko Tube και NTRP διατείνονται ότι το γεγονός ότι ορισμένες συνδεδεμένες εταιρίες δεν απάντησαν στο ερωτηματολόγιο είχε ως αποτέλεσμα να μη ληφθεί υπόψη ένα «σημαντικό ποσοστό» του σχετικού βιομηχανικού τομέα της Ένωσης στο πλαίσιο της εξετάσεως της ζημίας, κατά την Επιτροπή, η περίσταση αυτή δεν επηρέασε ούτε τα στοιχεία που αφορούσαν τους κατ’ ιδίαν παραγωγούς ούτε εκείνα του συνόλου του βιομηχανικού αυτού τομέα της Ένωσης. Εξάλλου, το επιχείρημα ότι το Πρωτοδικείο δεν εφάρμοσε το ορθό κριτήριο διότι δεν έλαβε υπόψη την έλλειψη στοιχείων σχετικών με το 12 % των πωλήσεων της βιομηχανίας στην Ένωση είναι, κατά την Επιτροπή, απαράδεκτο. Οι Niko Tube και NTRP δεν αποδεικνύουν ότι το Πρωτοδικείο προδήλως παραμόρφωσε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, ούτε προσκομίζουν στοιχεία περί της πλάνης εκτιμήσεως που οδήγησε στην προβαλλόμενη παραμόρφωση των αποδείξεων. Επιπλέον, η διάκριση μεταξύ «κοινοτικής βιομηχανίας» και «καταγγέλλοντων κοινοτικών παραγωγών» είναι αστήρικτη, καθόσον ο όρος «κοινοτική βιομηχανία» αφορά την κοινοτική βιομηχανία όπως αυτή ορίζεται το σημείο 140 του επίδικου κανονισμού, δηλαδή τους καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς.

143    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι με το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι, προς εκτίμηση του αν οι ελλείπουσες πληροφορίες «δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια», υπό την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, απαιτείται να εξεταστούν δύο σημεία, ήτοι, αφενός, το αποτέλεσμα της αρνήσεως συνεργασίας των συνδεδεμένων εταιριών σε «συνάρτηση με την παραγωγή και τις πωλήσεις του συνδεδεμένου κοινοτικού παραγωγού που περιλαμβάνεται στο δείγμα» και, αφετέρου, η «συνολική έκταση της ελλείψεως συνεργασίας σε συνάρτηση με τη συνολική παραγωγή και τις συνολικές πωλήσεις της κοινοτικής βιομηχανίας». Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού παρέχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στα όργανα της Ένωσης κατά την εκτίμηση του αν ελλιπείς πληροφορίες είναι παρά ταύτα ικανές να τους παρέχουν τη δυνατότητα να καταλήξουν σε ευλόγως ορθό συμπέρασμα. Οι Niko Tube και NTRP δεν εξηγούν γιατί, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει τις ελλείπουσες πληροφορίες σε συνάρτηση με τη συνολική παραγωγή και τις συνολικές πωλήσεις του σχετικού βιομηχανικού τομέα της Ένωσης. Το μόνο τους επιχείρημα όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο έπρεπε να γίνει σύγκριση των ελλειπόντων στοιχείων προς τον όγκο των πωλήσεων και της παραγωγής του συνδεδεμένου παραγωγού είναι ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε μια τέτοια σύγκριση μόνο για την εταιρία Acecsa. Τούτο δεν σημαίνει, εντούτοις, κατά την Επιτροπή, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή δεν προέβη στην ίδια εξέταση για τις άλλες εταιρίες.

144    Η Επιτροπή φρονεί ότι το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου, που αφορά την προβαλλόμενη παράλειψη εξετάσεως όλων των κριτηρίων που απαριθμούνται στο άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, είναι αβάσιμο. Οι Niko Tube και NTRP δεν αποδεικνύουν ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού επιβάλλει στα όργανα της Ένωσης να απορρίπτουν τις ελλιπείς πληροφορίες αν η εμπλεκόμενη εταιρία δεν έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια. Όσον αφορά την επίπτωση των ελλειπουσών πληροφοριών επί του προσδιορισμού της ζημίας, οι Niko Tube και NTRP εξακολουθούν να μην αποδεικνύουν ότι οι ελλείπουσες πληροφορίες είχαν κάποια επίπτωση επί των άλλων κρίσιμων παραγόντων της ζημίας, έτσι ώστε να είναι πλημμελής ο εκ μέρους των οργάνων της Ένωσης προσδιορισμός της ζημίας. Η Επιτροπή υπενθυμίζει, ειδικότερα, ότι τα στοιχεία τα σχετικά με την εταιρία VMOG Germany περιλαμβάνονταν στην απάντηση της V & M Germany στο ερωτηματολόγιο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

145    Ο δεύτερος λόγος της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως στρέφεται κατά των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν τις συνέπειες που είχε η έλλειψη απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο που είχε αποστείλει η Επιτροπή σε συνδεόμενες με τους παραγωγούς της Ένωσης εταιρίες. Υποδιαιρείται σε εννέα σκέλη. Οκτώ από τα σκέλη αυτά στρέφονται κατά των σκέψεων 88 έως 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή, κατά των αιτιολογιών της αποφάσεως αυτής που περιλαμβάνονται υπό τον τίτλο «Επί της παραβάσεως του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3, 5, 6 και 7, του βασικού κανονισμού». Το ένατο σκέλος στρέφεται κατά της εξετάσεως εκ μέρους του Πρωτοδικείου της παραβάσεως του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, η οποία περιλαμβάνεται στις σκέψεις 130 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

146    Πρέπει να εξεταστούν από κοινού τα οκτώ σκέλη του δευτέρου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως, που στηρίζονται σε νομική πλάνη κατά την εξέταση του λόγου των Niko Tube και NTRP ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού και αφορά τον προσδιορισμό της υπάρξεως ζημίας.

147    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, το ποσοστό του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις Niko Tube και NTRP προσδιορίστηκε σε συνάρτηση με το περιθώριο ντάμπινγκ τους, ήτοι 25,7 %, και όχι βάσει του περιθωρίου της ζημίας ύψους 57 %, δεδομένου ότι το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού θέτει τον κανόνα του μικρότερου δασμού και το περιθώριο της ζημίας ήταν υψηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ. Στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, μολονότι το περιθώριο της ζημίας στηρίχθηκε στις τιμές πωλήσεως των παραγωγών της Ένωσης έναντι των εταιριών VMOG UK και Productos Tubulares καθώς και των συνδεδεμένων με την Dalmine εταιριών, εντούτοις οι πωλήσεις στις εν λόγω εταιρίες αντιπροσώπευαν το πολύ 10 % των συνολικών πωλήσεων στον βιομηχανικό αυτό τομέα της Ένωσης. Κατά το Πρωτοδικείο, επομένως, οι τιμές πωλήσεως των προϊόντων των συνδεδεμένων εταιριών θα έπρεπε να βρίσκονται σε πλήρη δυσαναλογία σε σχέση με τις άλλες πωλήσεις που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο του υπολογισμού του ποσοστού της ζημίας για να κατέβει η τελευταία σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο του περιθωρίου ντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η παράλειψη απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο, εκ μέρους των συνδεόμενων με τους κοινοτικούς παραγωγούς εταιριών, δεν αλλοίωσε ούτε τον καθορισμό της ζημίας ούτε τον υπολογισμό του περιθωρίου της ζημίας αυτής, το δε Συμβούλιο δεν παρέβη το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού.

148    Με το πρώτο σκέλος του παρόντος λόγου οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν, κατά βάση, ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε ορθώς τον λόγο που προέβαλαν πρωτοδίκως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, καθόσον εξάρτησε την εν λόγω παράβαση από την τήρηση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού επιτάσσει να στηρίζεται ο προσδιορισμός της υπάρξεως ζημίας σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία. Όμως, κατά τις Niko Tube και NTRP, αν το Πρωτοδικείο είχε εφαρμόσει το κατάλληλο κριτήριο και είχε εξετάσει το περιεχόμενο των ελλειπόντων στοιχείων λόγω της μη συνεργασίας εκ μέρους της βιομηχανίας της Ένωσης, θα είχε διαπιστώσει ότι ο προσδιορισμός της ζημίας δεν στηριζόταν με θετικά αποδεικτικά στοιχεία. Κατά τις ως άνω εταιρίες, από άλλες ενδείξεις μπορεί να συναχθεί ότι το γενικό επίπεδο ελλείψεως συνεργασίας προσεγγίζει το 20 %.

149    Από τη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε, απαντώντας στα επιχειρήματα που προέβαλαν συναφώς στην πρωτόδικη διαδικασία οι Niko Tube και NTRP, αν το γεγονός ότι δεν είχαν δώσει απάντηση στο ερωτηματολόγιο οι συνδεδεμένες με τους κοινοτικούς παραγωγούς εταιρίες οι οποίες είχαν περιληφθεί στο δείγμα συνεπαγόταν άρνηση συνεργασίας εκ μέρους των παραγωγών αυτών, η οποία αλλοίωσε την εκτίμηση της ζημίας, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού.

150    Το Πρωτοδικείο ορθώς παρατήρησε, στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι πληροφορίες παρεχόμενες με άλλη μορφή ή στο πλαίσιο άλλου εγγράφου και όχι με απάντηση στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής δεν έπρεπε να αγνοούνται όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό. Έτσι, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, όταν ένας ενδιαφερόμενος παρέλειψε μεν να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο, παρέσχε όμως πληροφορίες στο πλαίσιο άλλου εγγράφου, δεν μπορεί να του προσαφθεί έλλειψη συνεργασίας εφόσον, πρώτον, οι ενδεχόμενες ατέλειες δεν καθιστούν υπερβολικά δυσχερή τη συναγωγή ευλόγως ορθών συμπερασμάτων, δεύτερον, οι πληροφορίες παρέχονται εγκαίρως, τρίτον, αυτές είναι επαληθεύσιμες και, τέταρτον, ο εν λόγω ενδιαφερόμενος ενήργησε με κάθε δυνατή επιμέλεια.

151    Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων αυτών, ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι παραγωγός της Ένωσης περιληφθείς στο δείγμα δεν θα λογίζεται ως μη συνεργαζόμενος αν τα κενά ως προς την προσκόμιση στοιχείων, τα οποία προκύπτουν από την έλλειψη απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής από εταιρία που συνδέεται αυτόν, δεν έχουν σημαντική επίπτωση για τη διεξαγωγή της έρευνας.

152    Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού όπως διατείνονται οι Niko Tube και NTRP στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του παρόντος λόγου αναιρέσεως, ιδίως καθόσον αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ότι τα σχετικά με έναν τέτοιο παραγωγό στοιχεία δεν έπρεπε να αποκλειστούν αυτομάτως από εκείνα που επρόκειτο να ληφθούν υπόψη προς υπολογισμό της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης. Επομένως, το πρώτο σκέλος του παρόντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.

153    Πριν ασχοληθεί το Δικαστήριο με τα λοιπά σκέλη του παρόντος λόγου πρέπει να σημειωθεί ότι το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά το περιθώριο της ζημίας, ότι «δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, που θέτει τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού, το περιθώριο της ζημίας χρησιμοποιείται προς προσδιορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ μόνον όταν το περιθώριο του ντάμπινγκ είναι μεγαλύτερο από αυτήν. Εν προκειμένω, ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις [Niko Tube και NTRP] στηριζόταν στο περιθώριο ντάμπινγκ των [Niko Tube και NTRP], ήτοι στο 25,7 %, και όχι στο ανερχόμενο σε 57 % περιθώριο της ζημίας».

154    Το Πρωτοδικείο συνέχισε τονίζοντας ότι, «ακόμα και αν υποτεθεί ότι το περιθώριο της ζημίας στηριζόταν στις εσωτερικές τιμές μεταβιβάσεως (transfer prices) των κοινοτικών παραγωγών έναντι της VMOG UK, της Productos Tubulares και των συνδεομένων με την Dalmine εταιριών, οι πωλήσεις των εταιριών αυτών αντιπροσώπευαν ποσοστό το πολύ 10 % των συνολικών πωλήσεων της κοινοτικής βιομηχανίας. Επομένως, όπως σημειώνει το Συμβούλιο, οι τιμές πωλήσεως των ως άνω συνδεομένων εταιριών έπρεπε να είναι εντελώς δυσανάλογες σε σχέση με εκείνες των άλλων πωλήσεων που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο του υπολογισμού του περιθωρίου της ζημίας για να έχει η τελευταία επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο του περιθωρίου ντάμπινγκ».

155    Τα συμπεράσματά αυτά του Δικαστηρίου είναι βάσιμα και, εξάλλου, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 256 των προτάσεών του, οι Niko Tube και NTRP δεν επικαλούνται κάποια νομική πλάνη όσον αφορά τη συλλογιστική που ακολούθησε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

156    Όμως, όπως επίσης τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 254 των προτάσεών του, μόνον αν η ως άνω ανάλυση του Πρωτοδικείου είναι παράνομη θα είναι λυσιτελείς οι υπόλοιπες αιτιάσεις που στρέφονται κατά των εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου σχετικά με τον προσδιορισμό της ζημίας. Πρέπει να προστεθεί, συναφώς, ότι το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης, στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εκ μέρους της Acecsa αγορές του σχετικού προϊόντος αντιπροσώπευαν ποσοστό όχι μεγαλύτερο του 1 % του συνόλου των πωλήσεων των κοινοτικών παραγωγών και, στις σκέψεις 98 και 103, ότι τα αριθμητικά στοιχεία περί των πωλήσεων και της παραγωγής της VMOG Germany και ο όγκος πωλήσεων της Almesa είχαν ήδη ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο των πληροφοριών που είχαν παράσχει οι V & M Germany και Tubos Reunidos SA, αντιστοίχως.

157    Έτσι, το δεύτερο μέχρι και το έκτο σκέλος του παρόντος λόγου αναιρέσεως αφορούν την απόρριψη από το Πρωτοδικείο των λόγων ακυρώσεως που είχαν προβάλει πρωτοδίκως οι Niko Tube και NTRP, οι οποίοι αφορούσαν αποκλειστικά τη μεταχείριση των στοιχείων σχετικά με τις συνδεδεμένες εταιρίες στις οποίες ρητώς αναφέρεται το Πρωτοδικείο στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ή με μία από τις τρεις συνδεδεμένες εταιρίες που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως. Όμως, αυτές ακριβώς οι εταιρίες, καθεμία από τις οποίες συνδέεται με άλλον Ευρωπαίο παραγωγό, αναφέρονται, στις σκέψεις 93 και 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως οι εταιρίες εκείνες που δεν έδωσαν απάντηση στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, τουλάχιστον σε εύθετο χρόνο.

158    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμα και αν ήταν βάσιμοι οι λόγοι που προβάλλουν οι Niko Tube και NTRP στο πλαίσιο του δευτέρου μέχρι και του έκτου σκέλους του παρόντος λόγου, τούτο δεν θα καθιστούσε παράνομο το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, κατά συνέπεια, δεν θα επέφερε την εξαφάνιση της εν λόγω αποφάσεως παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα έθετε υπό αμφισβήτηση την ανάλυση του Πρωτοδικείου, που εκτίθεται στις σκέψεις 98, 102, 103 και 111 της εν λόγω αποφάσεως, όσον αφορά την κρίση ότι είχαν περιθωριακό χαρακτήρα ή ότι είχαν ήδη ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο των στοιχείων που προσκόμισαν στην Επιτροπή οι μητρικές εταιρίες των εμπλεκόμενων συνδεδεμένων εταιριών, οι εμπορικές συναλλαγές των τελευταίων που αφορούσαν το σχετικό προϊόν, συναλλαγές οι οποίες είναι αδιαμφισβήτητο, χωρίς να έχει μάλιστα καν προβληθεί κάποια αμφισβήτηση, ότι δεν επηρέασαν τον υπολογισμό του δασμού αντιντάμπινγκ. Εξ αυτού συνάγεται ότι ο δεύτερος λόγος της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως, ακόμα και αν το δεύτερο μέχρι και το έκτο σκέλος του κριθούν βάσιμα, δεν μπορούν εν πάση περιπτώσει να επιφέρουν την ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οπότε ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής.

159    Με το έβδομο σκέλος του παρόντος λόγου οι Niko Tube και NTRP προσάπτουν στο Πρωτοδικείο έλλειψη αιτιολογίας και πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον αυτό δέχθηκε, προς στήριξη της αποφάσεώς του, ορισμένες αποδείξεις και απέρριψε κάποιες άλλες χωρίς να εξηγήσει την επιλογή του. Το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε επίσης τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομίσει οι Niko Tube και NTRP προς στήριξη της απόψεώς τους.

160    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να υποκαθιστά με τη δική του εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων εκείνη του Πρωτοδικείου, και νυν Γενικού Δικαστηρίου. Στην αναιρετική διαδικασία δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να επικρίνει τις επιλογές του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, ιδίως όταν αυτό αποφασίζει να στηριχθεί σε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν τεθεί στην εκτίμησή του και να μη λάβει υπόψη κάποια άλλα, εκτός αν διαπιστώνεται ότι παραμόρφωσε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία μη λαμβάνοντας υπόψη το κύρος που αυτά τεκμαίρεται ότι έχουν. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο όταν, στο πλαίσιο του σκέλους αυτού του παρόντος λόγου, οι Niko Tube και NTRP προσάπτουν στο Πρωτοδικείο μόνον ότι προέβη σε αυθαίρετες επιλογές μεταξύ αποδείξεων που φέρονται ως αντιφατικές, χωρίς όμως να υποστηρίζουν ότι οι επίμαχες διαπιστώσεις αντιφάσκουν προς τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στήριξε την απόφασή του το Πρωτοδικείο.

161    Όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να απαιτεί από το Γενικό Δικαστήριο να αιτιολογεί κάθε επιλογή στην οποία προβαίνει όταν δέχεται, προς στήριξη της αποφάσεώς του, ένα αποδεικτικό στοιχείο και όχι κάποιο άλλο. Το αντίθετο θα σήμαινε, και πάλι, ότι το Δικαστήριο υποκαθιστά με τη δική του εκτίμηση των στοιχείων αυτών εκείνη του Γενικού Δικαστηρίου, πράγμα το οποίο δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, το έβδομο σκέλος του δεύτερου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

162    Οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν, στο πλαίσιο του ογδόου σκέλους του παρόντος λόγου, ότι το Πρωτοδικείο δεν ασχολήθηκε με τον συμπληρωματικό λόγο που είχαν προβάλει ενώπιόν του και ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Εντούτοις, από τις σκέψεις 55 και 56 του υπομνήματος απαντήσεως των Niko Tube και NTRP πρωτοδίκως, προκύπτει ότι το επιχείρημα που προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου αφορούσε την εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, και όχι προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

163    Όμως, με το ένατο σκέλος του παρόντος λόγου οι Niko Tube και NTRP προβάλλουν άλλες αιτιάσεις στηριζόμενες απευθείας στην προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, ήτοι, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε σε εσφαλμένα συμπεράσματα, διότι αυτά στηρίζονταν με τη σειρά τους σε αιτιολογίες και σε αποδεικτικά στοιχεία που είχαν δοθεί εκπροθέσμως, δεύτερον, ότι δεν εξέτασε αν οι μη εμπιστευτικές περιλήψεις των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο πολλών εταιριών ήταν επαρκείς και, τρίτον, ότι παρερμήνευσε το εν λόγω άρθρο 19, παράγραφος 3, καθόσον, αφενός, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη την ηθελημένη παρακράτηση μη εμπιστευτικών πληροφοριών και, αφετέρου, οι Niko Tube και NTRP θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καλύτερο αποτέλεσμα για τις ίδιες τη διοικητική διαδικασία αν είχαν λάβει τις ως άνω εμπιστευτικές πληροφορίες.

164    Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, κάθε πληροφορία εμπιστευτικής φύσεως ή η οποία απλώς δίδεται εμπιστευτικά από τους εμπλεκόμενους σε έρευνα αντιμετωπίζεται από τις αρχές ως τέτοια, εφόσον εκτίθενται σοβαροί λόγοι προς τούτο. Η παράγραφος 2 της διατάξεως αυτής προβλέπει ιδίως ότι ενδιαφερόμενα μέρη που παρέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες είναι υποχρεωμένα να υποβάλλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, αν κρίνεται ότι μια αίτηση τηρήσεως απορρήτου δεν είναι δικαιολογημένη και ο παρέχων την πληροφορία δεν είναι διατεθειμένος να καταστήσει ευρύτερα γνωστή την οικεία πληροφορία ούτε να επιτρέψει τη γνωστοποίησή της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδεικνύεται από έγκυρες πηγές ότι είναι ορθή.

165    Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προέβλεπε απλή δυνατότητα της Επιτροπής να μη λάβει υπόψη μιαν εμπιστευτική πληροφορία για την οποία δεν διατίθεται κάποια μη εμπιστευτική περίληψη. Στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η χρησιμοποίηση από την Επιτροπή πληροφοριών για τις οποίες δεν είχε δοθεί καμία μη εμπιστευτική περίληψη δεν μπορεί να προβληθεί από τους εμπλεκόμενους σε μια τέτοια διαδικασία ως λόγος ακυρώσεως μέτρου αντιντάμπινγκ παρά μόνον αν αυτοί μπορούν να αποδείξουν ότι η χρησιμοποίηση των σχετικών πληροφοριών προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους.

166    Στις σκέψεις 132 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο συνήγαγε από τις ως άνω παρατηρήσεις ότι, εν πάση περιπτώσει, η αποκάλυψη στις Niko Tube και NTRP μη εμπιστευτικών κειμένων της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο της εταιρίας VMOG UK, της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο προδειγματοληψίας της εταιρίας Productos Tubulares και του ηλεκτρονικού μηνύματος της 24ης Μαΐου 2006 δεν θα είχαν οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή επί του προσδιορισμού της ζημίας.

167    Πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι, καθόσον οι Niko Tube και NTRP αναφέρονται στον προβαλλόμενο εκπρόθεσμο χαρακτήρα της συλλογιστικής και των αποδείξεων που έλαβε υπόψη το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραπέμποντας στις σκέψεις 101, 107 και 108 αυτής, περιορίζονται να υπενθυμίσουν ότι αμφισβήτησαν τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις εν λόγω σκέψεις σε άλλα σημεία της αιτήσεως αναιρέσεώς τους, χωρίς να προβάλλουν, συναφώς, αυτόνομη αιτίαση.

168    Οι Niko Tube και NTRP προσάπτουν στο Πρωτοδικείο, πρώτον, ότι δεν έλεγξε, στον κατάλογο των εγγράφων που απαριθμούνται στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τον οποίο αυτό διαπίστωσε ότι είχαν συνταχθεί μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις, αν οι περιλήψεις αυτές τούς είχαν παράσχει τη δυνατότητα να κατανοήσουν σε ικανοποιητικό βαθμό την ουσία του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου ή εγγράφων.

169    Όμως, όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή με το υπόμνημα απαντήσεως στην αντίθετη αίτηση αναιρέσεως, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να συναρτάται προς τον λόγο που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ο οποίος αφορούσε απλώς το απαράδεκτο των εν λόγω εγγράφων ως αποδεικτικών στοιχείων, με την αιτιολογία ότι τα έγγραφα αυτά περιείχαν εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες δεν υπήρχε καμία μη εμπιστευτική περίληψη. Κατά συνέπεια, δεν εναπέκειτο στο Πρωτοδικείο να ελέγξει το περιεχόμενο καθενός από τα εν λόγω έγγραφα αφού αυτό διαπίστωσε ότι είχαν συνταχθεί μη εμπιστευτικές περιλήψεις κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως.

170    Δεύτερον, οι Niko Tube και NTRP διατείνονται, κατά βάση, ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε την πραγματική αιτίαση που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αλλά περιορίστηκε να εξετάσει αν η χρησιμοποίηση από την Επιτροπή των εμπιστευτικών στοιχείων που απαριθμούνται στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να υπάρχουν σχετικά μη εμπιστευτικά κείμενα, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους.

171    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το άρθρο 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού διέπει τις σχέσεις μεταξύ του ενδιαφερομένου που παρέχει εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορία, της οποίας δεν επιθυμεί να επιτρέψει τη δημοσιοποίηση ακόμα και υπό μορφή περιλήψεως, και του θεσμικού οργάνου που είναι αρμόδιο για την έρευνα αντιντάμπινγκ, το οποίο δύναται να αποφασίσει ότι η πληροφορία μπορεί να μη ληφθεί υπόψη, εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί κατά πειστικό τρόπο από άλλες έγκυρες πηγές ότι η πληροφορία αυτή είναι ορθή. Όμως, αφ’ ης στιγμής το θεσμικό όργανο που είναι επιφορτισμένο με την έρευνα αποφασίσει ότι η πληροφορία μπορεί να χρησιμοποιηθεί, πράγμα το οποίο επιτρέπεται από τον βασικό κανονισμό, το ανακύπτον ζήτημα, όσον αφορά τους λοιπούς ενδιαφερομένους που μετέχουν στην έρευνα, είναι ακριβώς αν η χρησιμοποίηση αυτή μπορεί να θίξει τα δικαιώματα άμυνάς τους.

172    Ασφαλώς, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 293 των προτάσεών του, το Πρωτοδικείο δεν προέβη ρητώς σε νέο χαρακτηρισμό του λόγου της προσφυγής που προέβαλαν πρωτοδίκως οι Niko Tube και NTRP και ο οποίος αντλείτο από παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, υπό την έννοια ότι ο λόγος αυτός στηριζόταν στην πραγματικότητα σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, οπότε οι εταιρίες αυτές δεν μπορούν να προσάψουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν ενήργησε κατά τον τρόπο αυτόν. Ελέγχοντας, στις σκέψεις 133 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν η χρησιμοποίηση από την Επιτροπή των εμπιστευτικών στοιχείων τα οποία απαριθμούνται στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και των οποίων δεν είχε υποβληθεί μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψη επέφερε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, το Πρωτοδικείο ερμήνευσε τον ως άνω λόγο ακυρώσεως κατά τρόπον ώστε να του προσδώσει λυσιτελή χαρακτήρα, πράγμα το οποίο όφειλε να πράξει.

173    Τρίτον, οι Niko Tube και NTRP διατείνονται ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα, όπως όντως συνεπέρανε, κατά τους διαδίκους αυτούς, στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αποκάλυψη στις εν λόγω εταιρίες μη εμπιστευτικών κειμένων της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο της VMOG UK, της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο προδειγματοληψίας της Productos Tubulares και του ηλεκτρονικού μηνύματος της Dalmine της 24ης Μαΐου 2006 όσον αφορά την εταιρία Tenaris West Africa δεν θα είχε καμία πιθανότητα να οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

174    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο, αφού απαρίθμησε τα προαναφερθέντα έγγραφα, στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για τα οποία δεν είχε υποβληθεί μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψη, διευκρίνισε, στη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας δεν μπορεί να οδηγήσει στη μερική ή ολική ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού παρά μόνον αν η αποκάλυψη των επίμαχων εγγράφων είχε κάποια πιθανότητα, έστω και μικρή, να οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετική έκβαση, σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα μπορούσε να τα επικαλεστεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας. Η ως άνω διαπίστωση δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

175    Προβαίνοντας στην περιγραφείσα εξέταση στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «εν προκειμένω, οι [Niko Tube και NTRP] υποστηρίζουν ότι είχαν ανάγκη των εγγράφων αυτών για να αποδείξουν ότι η έλλειψη απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους της VMOG UK, της [Productos Tubulares] και της Tenaris West Africa αλλοίωσε την ανάλυση της ζημίας. Όμως, στις σκέψεις 101, 108 και 107 ανωτέρω, διαπιστώθηκε, αντιστοίχως, ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε κανένα πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως θεωρώντας ότι το γεγονός ότι οι Productos Tubulares, VMOG UK και Tenaris West Africa δεν έδωσαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο ή ότι τυχόν απαντήσεις δεν ελήφθησαν υπόψη δεν είχε καμία επιρροή επί του προσδιορισμού της ζημίας. Κατά συνέπεια, η αποκάλυψη στις [Niko Tube και NTRP] μη εμπιστευτικών κειμένων της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους της VMOG UK, της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο προδειγματοληψίας της Productos Tubulares και του ηλεκτρονικού μηνύματος της 24ης Μαΐου 2006 δεν είχε καμία πιθανότητα να οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα».

176    Κατά του συμπεράσματος αυτού οι Niko Tube και NTRP περιορίζονται να υποστηρίξουν με την αντίθετη αίτηση αναιρέσεως, χωρίς να αμφισβητείται ότι έλαβαν γνώση των επίμαχων εγγράφων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, ότι είναι πολύ πιθανό ότι, σε περίπτωση έγκαιρης ανακοινώσεως κρίσιμων πληροφοριών, οι ίδιες θα μπορούσαν να προβάλουν επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία ικανά να μεταβάλουν το τελικό αποτέλεσμα και ότι μόνον αν διέθεταν τις πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να επιλέξουν να εκφέρουν, ή να μην εκφέρουν, άποψη επί των σχετικών ζητημάτων. Οι δηλώσεις αυτές δεν αποδεικνύουν, όπως απαιτείται, ότι η συλλογιστική του Πρωτοδικείου πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Ακόμη, δεν περιλαμβάνουν την παραμικρή ένδειξη ότι αυτό παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία κατά τέτοιο τρόπο ώστε η ανακοίνωση στις Niko Tube και NTRP των επίμαχων εγγράφων κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας να μπορούσε να οδηγήσει τη διαδικασία αυτή σε διαφορετικό αποτέλεσμα έναντι εκείνου στο οποίο αυτή κατέληξε.

177    Τέταρτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των Niko Tube και NTRP, στις σκέψεις 132 και 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, αφενός, η σκέψη 132 απλώς απαριθμεί τα εμπιστευτικά έγγραφα για τα οποία συντάχθηκε μη εμπιστευτικό κείμενο και εκείνα για τα οποία δεν υπήρχε μη εμπιστευτικό κείμενο. Αφετέρου, όπως αναγνώρισαν οι Niko Tube και NTRP στα σημεία 194 και 209 της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως, μπόρεσαν να καταθέσουν παρατηρήσεις επί των εγγράφων που μνημονεύονται στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία.

178    Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να απορριφθεί το ένατο σκέλος της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως και, επομένως, να απορριφθεί ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

179    Όσον αφορά τη μερική απόρριψη του τετάρτου λόγου που προέβαλαν προς στήριξη της προσφυγής τους σε πρώτο βαθμό, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι εσφαλμένως το Πρωτοδικείο αποφάσισε ότι η Sepco είχε ενεργήσει ως αντιπρόσωπος που εργάζεται έναντι προμήθειας. Το γεγονός ότι οι σχέσεις, όσον αφορά τη συμμετοχή στο κεφάλαιο, δεν ήταν οι ίδιες μεταξύ Sepco και Niko Tube, αφενός και μεταξύ Sepco και NTRP, αφετέρου, δεν σημαίνει, από νομικής απόψεως, ότι η Sepco εκτελούσε, στις σχέσεις της με τη Niko Tube, εργασίες αντιπροσώπου που εργάζεται έναντι προμήθειας. Κατά τις Niko Tube και NTRP, απλώς και μόνον η ύπαρξη αγοραπωλησιών μεταξύ του εξαγωγέα και της συνδεδεμένης εταιρίας διανομής δεν αρκεί για να εκλαμβάνεται το περιθώριο κέρδους της τελευταίας αυτής εταιρίας ως προμήθεια, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Το αποφασιστικό κριτήριο είναι αυτό της ομοιότητας των εργασιών της εταιρίας διανομής προς εκείνες των εργασιών ενός αντιπροσώπου. Εν πάση περιπτώσει, τα συμπεράσματα του Πρωτοδικείου σχετικά με τη Niko Tube είναι πεπλανημένα καθόσον στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά και σε επιχειρηματολογία που προβλήθηκαν μετά την περάτωση της διοικητικής διαδικασίας.

180    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκτιμούν ότι ο τρίτος αυτός λόγος είναι απαράδεκτος. Κατά τα ως άνω όργανα της Ένωσης, οι Niko Tube και NTRP δεν αποδεικνύουν τον έλεγχό τους επί της φερόμενης ως εταιρίας διανομής, πράγμα το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για να συναχθεί η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον τέταρτο λόγο της προσφυγής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

181    Οι Niko Tube και NTRP αμφισβητούν ουσιαστικά τους λόγους, που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 187 έως 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βάσει των οποίων το Πρωτοδικείο απέρριψε, στη σκέψη 190, το σκέλος του τετάρτου λόγου που είχε προβάλει η Niko Tube, το οποίο στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

182    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στη σκέψη 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δέχθηκε το σκέλος αυτό του τετάρτου λόγου καθόσον το Συμβούλιο προέβη σε προσαρμογή της τιμής εξαγωγής των προϊόντων της Sepco, στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών οι οποίες αφορούσαν σωλήνες που κατασκεύαζε η NTRP. Το ίδιο σκέλος απορρίφθηκε κατά τα λοιπά, ήτοι καθόσον αφορούσε την προσαρμογή της τιμής εξαγωγής των προϊόντων της Sepco, στο πλαίσιο συναλλαγών οι οποίες αφορούσαν σωλήνες κατασκευαζόμενους από τη Niko Tube.

183    Πρέπει να σημειωθεί, συναφώς, ότι οι Niko Tube και NTRP δεν κατανοούν ορθώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διατεινόμενες ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι έλεγχος μπορούσε να υφίσταται μόνον αν οι «τελικοί δικαιούχοι» των Sepco και Niko Tube ήταν οι ίδιοι. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις σκέψεις 188 και 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο περιορίστηκε να διαπιστώσει αν, όπως υποστήριζαν οι Niko Tube και NTRP, η Sepco ελεγχόταν από τη Niko Tube ή αν αμφότερες ελέγχονταν από κοινού, εξετάζοντας τη δομή του κεφαλαίου των εν λόγω εταιριών. Το Πρωτοδικείο δεν έκρινε ότι δεν μπορούσε να υπάρχει έλεγχος παρά μόνον αν οι δύο αυτές εταιρίες είχαν τους ίδιους «τελικούς δικαιούχους», οπότε και αυτό το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

184    Οι Niko Tube και NTRP ερμηνεύουν επίσης εσφαλμένα τη σκέψη 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διατεινόμενες ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η απλή ύπαρξη σχέσεως αγοραπωλησίας μεταξύ εξαγωγέα και της συνδεόμενης εταιρίας διανομής του αρκεί προκειμένου το περιθώριο κέρδους της εταιρίας διανομής να θεωρηθεί ως προμήθεια. Πράγματι, το σχετικό χωρίο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζει ότι μια τέτοια σχέση δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την απόδειξη του ότι οι εργασίες της Sepco ήταν παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας. Επιπλέον, το χωρίο αυτό δεν αφορά τις εμπορικές συναλλαγές που πραγματοποίησε η Sepco για τη Niko Tube, αλλά τις συναλλαγές που η εταιρία αυτή πραγματοποίησε για την NTRP.

185    Στην πραγματικότητα, οι λόγοι που υπαγόρευσαν την απόρριψη της θέσεως των Niko Tube και NTRP δεν στηρίζονται στην ύπαρξη ή την ανυπαρξία σχέσεως αγοραπωλησίας μεταξύ του παραγωγού και της συνδεδεμένης εταιρίας διανομής, αλλά στην έλλειψη σοβαρών ενδείξεων για ενδεχόμενο έλεγχο της Niko Tube επί της Sepco ή για κοινό έλεγχο των δύο αυτών εταιριών. Συναφώς, οι Niko Tube και NTRP ουδόλως διευκρίνισαν ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της δικογραφίας τα οποία το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε ή δεν έλαβε υπόψη και τα οποία θα μπορούσαν να αντικρούσουν τη διαπίστωσή του, που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 188 και 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ουσιαστικά, το γεγονός ότι οι Niko Tube και NTRP είχαν τρεις κοινούς μετόχους, ο ένας εκ των οποίων ήταν η μητρική εταιρία της NTRP, δεν αρκούσε για να αποδειχθεί ότι η Sepco βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Niko Tube ή ότι υπήρχε κοινός έλεγχος των δύο αυτών εταιριών, αλλά δικαιολογούσε απλώς τη διαπίστωση ότι υπήρχε έμμεσος δεσμός μεταξύ των δύο τελευταίων εταιριών.

186    Απλώς και μόνον το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να απαντήσει στο επιχείρημα ότι οι εκπρόσωποι της Sepco ήταν παρόντες κατά τις επισκέψεις ελέγχου στις εγκαταστάσεις της Niko Tube κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας, γεγονός το οποίο δεν αποδεικνύει τίποτα καθαυτό, δεν κλονίζει την προεκτεθείσα ανάλυση.

187    Τέλος, οι Niko Tube και NTRP δεν εκθέτουν σε ποια νέα στοιχεία στηρίχθηκε το Πρωτοδικείο για να απορρίψει, μερικώς, τον λόγο που αυτές είχαν προβάλει πρωτοδίκως.

188    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος της αντίθετης αιτήσεως αναιρέσεως, που στηρίζεται σε νομική πλάνη κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού σχετικά με τις εμπορικές συναλλαγές της Sepco που αφορούσαν σωλήνες κατασκευαζόμενους από τη Niko Tube.

 Επί των δικαστικών εξόδων

189    Το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προβλέπει ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του εν λόγω Κανονισμού, που έχει εφαρμογή στην κατ’ αναίρεση δίκη βάσει του άρθρου 118 του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα. Το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Κανονισμού προβλέπει, ωστόσο, ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Επειδή όλοι οι διάδικοι ηττήθηκαν μερικώς, πρέπει να αποφασιστεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα στην παρούσα διαδικασία.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την κύρια αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)      Απορρίπτει την κύρια αίτηση αναιρέσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Απορρίπτει την αντίθετη αίτηση αναιρέσεως των Interpipe Nikopolsky Seamless Tubes Plant Niko Tube ZAT (Interpipe Niko Tube ZAT) και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant VAT (Interpipe NTRP VAT).

4)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.