Language of document : ECLI:EU:C:2011:245

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 14ης Απριλίου 2011 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑191/09 P και C‑200/09 P

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C‑191/09 P),

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (C‑200/09 P)

κατά

Interpipe Niko Tube,

Interpipe NTRP

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινή εμπορική πολιτική — Ντάμπινγκ —Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 — Άρθρα 2, παράγραφος 10, 3, παράγραφος 2, 18, παράγραφος 3, και 19, παράγραφος 3 — Σύγκριση της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής — Προσαρμογή — Δικαιώματα άμυνας —Εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Κροατίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας — Κανονισμός (ΕΚ) 954/2006 — Συνεργασία της βιομηχανίας της Ένωσης — Χρησιμοποίηση εμπιστευτικών στοιχείων»





Περιεχόμενα

I —   Εισαγωγή

II — Το ιστορικό της διαφοράς και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

III — Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

IV — Ανάλυση

Α —   Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτιμήσεως της βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού προσαρμογής

1.     Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την αναλογική εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με την έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας

α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

β)     Ανάλυση

2.     Επί των λόγων των αναιρέσεων που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την κατανομή του βάρους αποδείξεως ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις προσαρμογής δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού

α)     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

β)     Ανάλυση

3.     Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από υπέρβαση των ορίων του δικαστικού ελέγχου

α)     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

β)     Ανάλυση

Β —   Επί του τρίτου λόγου ανταναιρέσεως που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού όσον αφορά τις συναλλαγές που πραγματοποίησε η SEPCO σχετικά με σωλήνες που κατασκεύαζε η Niko Tube

1.     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

2.     Ανάλυση

Γ —   Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά τη διαπίστωση προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των πρωτοδίκως προσφευγουσών στο πλαίσιο της προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού

1.     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

2.     Ανάλυση

Δ —   Επί των δύο πρώτων λόγων ανταναιρέσεως των Niko Tube και NTRP

1.     Επί του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως που αντλείται από πεπλανημένες νομικές εκτιμήσεις κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας από το Πρωτοδικείο

α)     Κύρια μέρη του ιστορικού της διαφοράς σχετικά με την εξαίρεση των υπαγόμενων στον ΑΕΠ ΚΕ4 ατομικών σωλήνων

β)     Επί των πέντε σκελών του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως

γ)     Επί των δύο πρώτων σκελών που αντλούνται, αντιστοίχως, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και υπέρβαση των ορίων του δικαστικού ελέγχου

i)     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

ii)   Ανάλυση

δ)     Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αντλείται από παράλειψη απαντήσεως σε λόγο προσφυγής

i)     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

ii)   Ανάλυση

ε)     Επί του τέταρτου σκέλους που αντλείται από πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση της υποχρεώσεως επιμέλειας

i)     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

ii)   Ανάλυση

στ)   Επί του πέμπτου σκέλους που αντλείται από παραμόρφωση της σαφούς έννοιας των αποδεικτικών μέσων

i)     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

ii)   Ανάλυση

2.     Επί του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση από το Πρωτοδικείο του προσδιορισμού της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης

α)     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

β)     Επί των οκτώ σκελών του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση της φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού

i)     Συνοπτικό ιστορικό των σχετικών πτυχών της διαφοράς και κρίσεις του Πρωτοδικείου

ii)   Επιχειρηματολογία των διαδίκων

iii) Ανάλυση

—       Επί των δύο πρώτων σκελών

—       Επί των υπολοίπων σκελών, καθόσον αφορούν τις συνδεόμενες εταιρίες που απαριθμούνται στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

—       Επί των αιτιάσεων που αφορούν την Productos Tubulares

—       Επί των αιτιάσεων που αφορούν τις έξι συνδεόμενες με τη Dalmine εταιρίες

—       Επί των αιτιάσεων που αφορούν τη VMOG UK

γ)     Επί των δύο σκελών του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση της φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού

i)     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

ii)   Ανάλυση

V –   Επί της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου

VI — Επί των δικαστικών εξόδων

VII — Πρόταση

I –    Εισαγωγή

1.        Με τις αντίστοιχες αιτήσεις αναιρέσεώς τους, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C‑191/09 P) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (C‑200/09 P) ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2009, T‑249/06, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) (2), καθόσον ακυρώνει το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 954/2006 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κροατίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) 2320/97 και (ΕΚ) 348/2000 του Συμβουλίου, τον τερματισμό των διαδικασιών ενδιάμεσης επανεξέτασης και επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και τον τερματισμό των διαδικασιών ενδιάμεσης επανεξέτασης των δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και Κροατίας και Ουκρανίας (στο εξής: επίδικος κανονισμός) (3).

2.        Με το υπόμνημα απαντήσεώς τους, οι Interpipe Niko Tube (στο εξής: Niko Tube) και Interpipe NTRP (στο εξής: NTRP) άσκησαν ανταναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 116 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, καθόσον το τότε Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] απέρριψε τα αιτήματά τους.

II – Το ιστορικό της διαφοράς και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3.        Η Niko Tube και η NTRP είναι δύο ουκρανικές εταιρίες που παράγουν σωλήνες χωρίς συγκόλληση. Συνδέονται με δύο επιχειρήσεις πωλήσεως, την SPIG Interpipe (στο εξής: SPIG), που είναι εγκατεστημένη στην Ουκρανία, και τη SEPCO, που είναι εγκατεστημένη στην Ελβετία.

4.        Μετά από καταγγελία, η Επιτροπή κίνησε τον Μάρτιο 2005 διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ουκρανίας.

5.        Η έρευνα σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004. Η εξέταση των χρήσιμων για την εκτίμηση της ζημίας τάσεων κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004.

6.        Λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού των κοινοτικών παραγωγών, η Επιτροπή επέλεξε, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (4), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 461/2004 του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2004 (5) (στο εξής: βασικός κανονισμός), ένα δείγμα πέντε κοινοτικών παραγωγών για τις ανάγκες της έρευνας. Κατά την αρχική του σύνθεση, το δείγμα αυτό περιελάμβανε τους ακόλουθους πέντε κοινοτικούς παραγωγούς: Dalmine SpA (στο εξής: Dalmine), Benteler Stahl/Rohr GmbH, Tubos Reunidos SA (στο εξής: Tubos Reunidos), Vallourec & Mannesmann France SA, V & M Deutschland GmbH. Επειδή η Benteler Stahl/Rohr GmbH αποφάσισε να μη συνεργαστεί, η Επιτροπή την αντικατέστησε με τη Rohrwerk Maxhütte GmbH.

7.        Με έγγραφα της 6ης Ιουνίου και της 14ης Ιουλίου 2005, οι Niko Tube και NTRP, καθώς και οι SPIG και SEPCO, απέστειλαν στην Επιτροπή τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ. Οι επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των Niko Tube και NTRP και στις εγκαταστάσεις της SPIG διενεργήθηκαν μεταξύ 17 και 26 Νοεμβρίου 2005.

8.        Στις 27 Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή απηύθυνε στις Niko Tube και NTRP το πρώτο έγγραφο «περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων» που περιελάμβανε λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά και τους λόγους για τους οποίους πρότεινε τη λήψη οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ.

9.        Με έγγραφο της 22ας Μαρτίου 2006, οι Niko Tube και NTRP αμφισβήτησαν επισήμως τα συμπεράσματα της Επιτροπής, όπως αυτή τα εξέθεσε στο πρώτο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων. Υποστήριξαν ότι η Επιτροπή εσφαλμένα περιέλαβε στοιχεία σχετικά με προϊόντα που δεν κατασκεύαζαν, ότι είχε συγκρίνει την κανονική αξία και την τιμή εξαγωγής σε διαφορετικά εμπορικά στάδια, πράγμα το οποίο αντιβαίνει προς το άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, και ότι, εκλαμβάνοντας τη SEPCO ως εισαγωγέα και καθορίζοντας την τιμή εξαγωγής με ανακατασκευή, παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

10.      Μετά από δύο ακροάσεις παρουσία της Niko Tube και της NTRP και από περαιτέρω επαφές με τις εν λόγω εταιρίες, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 24 Απριλίου 2006, δεύτερο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων. Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα περί αποκλεισμού ορισμένων προϊόντων που δεν κατασκεύαζαν οι Niko Tube και NTRP από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, ήτοι προϊόντων καλυπτομένων από τον αριθμό ελέγχου προϊόντων (στο εξής: ΑΕΠ) KE4. Προέβη σε προσαρμογή των τιμών πωλήσεως της SEPCO, όχι πλέον βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, αλλά βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του εν λόγω κανονισμού. Τέλος, με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τη συνεργασία της κοινοτικής βιομηχανίας.

11.      Με τηλεομοιοτυπία της 26ης Απριλίου 2006, οι Niko Tube και NTRP υπενθύμισαν στην Επιτροπή ότι τα παρασχεθέντα, σε απάντηση στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ, στοιχεία τα οποία επαλήθευσαν υπάλληλοι της Επιτροπής αποδεικνύουν ότι οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες δεν κατασκεύαζαν τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 ατομικούς σωλήνες.

12.      Οι εν λόγω εταιρίες υπέβαλαν στην Επιτροπή, με έγγραφο της 4ης Μαΐου 2006, τις πλήρεις παρατηρήσεις τους επί του δευτέρου εγγράφου περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων.

13.      Στις 7 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε και δημοσίευσε την πρόταση οριστικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.

14.      Με τηλεομοιοτυπία που περιήλθε στις Niko Tube και NTRP στις 26 Ιουνίου 2006, ώρα 19:06, η Επιτροπή απάντησε στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι εν λόγω εταιρίες με την τηλεομοιοτυπία της 26ης Απριλίου 2006 και το έγγραφο της 4ης Μαΐου 2006, με εξαίρεση το επιχείρημα σχετικά με την έλλειψη συνεργασίας της κοινοτικής βιομηχανίας. Με έγγραφο της 16ης Ιουνίου 2006 προς τις Niko Tube και NTRP που παρέλαβαν οι τελευταίες στις 27 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή απάντησε στα σχόλιά τους σχετικά με τη συμμετοχή της κοινοτικής βιομηχανίας στη διαδικασία.

15.      Στις 27 Ιουνίου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό.

16.      Με τον κανονισμό αυτό το Συμβούλιο επέβαλε δασμούς αντιντάμπινγκ 25,1 % στις εκ μέρους των Niko Tube και NTRP εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα.

17.      Οι Niko Tube και NTRP άσκησαν προσφυγή κατά του επίδικου κανονισμού ενώπιον του Πρωτοδικείου.

18.      Προς στήριξη του αιτήματος τους ακυρώσεως οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες επικαλέστηκαν έξι λόγους, τους οποίους το Πρωτοδικείο συνένωσε, σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά προς τα οποία συνδέονταν, στα ακόλουθα κεφάλαια:

–        Επί του υπολογισμού της κανονικής αξίας,

–        Επί των συνεπειών που είχε η έλλειψη απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους των συνδεόμενων με τους κοινοτικούς παραγωγούς εταιριών,

–        Επί της προσαρμογής των τιμών πωλήσεως της SEPCO,

–        Επί της προσφοράς των πρωτοδίκως προσφευγουσών προς ανάληψη υποχρεώσεων,

–        Επί του τρόπου μεταχειρίσεως των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών δαπανών και άλλων γενικών εξόδων της SPIG.

19.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε τους περισσότερους από τους λόγους που επικαλέστηκαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες.

20.      Εντούτοις, δέχθηκε, για τις συναλλαγές σχετικά με σωλήνες που κατασκεύαζε η NTRP, το σκέλος του τέταρτου λόγου προσφυγής που αντλείτο από την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, καθόσον το Συμβούλιο προέβη σε προσαρμογή της τιμής εξαγωγής της SEPCO.

21.      Το Πρωτοδικείο δέχθηκε επίσης, όσον αφορά τις δύο πρωτοδίκως προσφεύγουσες, το σκέλος του έκτου λόγου προσφυγής, το οποίο αντλείτο από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον αφορά την εν λόγω προσαρμογή.

22.      Κατόπιν τούτων, το Πρωτοδικείο ακύρωσε το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού, καθόσον ο δασμός αντιντάμπινγκ για τις εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα προϊόντων που κατασκεύαζαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες υπερέβαινε εκείνον που θα ίσχυε αν δεν είχε γίνει προσαρμογή της τιμής εξαγωγής λόγω προμήθειας, όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνταν μέσω συνδεόμενου εμπόρου χονδρικής, ήτοι μέσω της SEPCO.

III – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

23.      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο άσκησαν αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στις 27 και 29 Μαΐου 2009, αντιστοίχως.

24.      Με την από 15 Ιουλίου 2009 διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, οι δύο υποθέσεις ενώθηκαν για να συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

25.      Με την αίτησή του αναιρέσεως, το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον το Πρωτοδικείο, αφενός μεν, ακύρωσε το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού, αφετέρου δε, όρισε ότι το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα και το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων των πρωτοδίκως προσφευγουσών,

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της,

–        να καταδικάσει τις πρωτοδίκως προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα των διαδικασιών ενώπιον του Πρωτοδικείου και ενώπιον του Δικαστηρίου.

26.      Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως,

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της,

–        να καταδικάσει τις πρωτοδίκως προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας κατ’ αναίρεση δίκης.

27.      Με τα υπομνήματα απαντήσεώς τους, οι Niko Tube και NTRP ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου ως εν μέρει απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, παντελώς αβάσιμη,

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής ως εν μέρει απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, παντελώς αβάσιμη,

–        να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον δέχεται τους λόγους προσφυγής και ακυρώνει τον επίδικο κανονισμό διότι ο δασμός αντιντάμπινγκ για τις εξαγωγές προς την Κοινότητα προϊόντων που κατασκευάζουν οι Niko Tube και NTRP υπερβαίνει εκείνον που θα ίσχυε αν δεν είχε γίνει προσαρμογή της τιμής εξαγωγής λόγω προμήθειας, όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνταν μέσω συνδεόμενου εμπόρου χονδρικής, ήτοι μέσω της SEPCO,

–        να διατηρήσει σε ισχύ την καταδίκη στα δικαστικά έξοδα που περιέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με την αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες στο πλαίσιο της παρούσας κατ’ αναίρεση δίκης. Εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα των πρωτοδίκως προσφευγουσών τα οποία αφορούν την αντίκρουση ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι επέλεξε να ασκήσει νέα αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ενώ θα μπορούσε να εκθέσει τις απόψεις της ασκώντας παρέμβαση. Η Επιτροπή θα πρέπει να φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων της που αφορούν τη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου.

28.      Με την αίτηση ανταναιρέσεως, οι Niko Tube και NTRP ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον το Πρωτοδικείο δεν ακύρωσε τον επίδικο κανονισμό στο σύνολό του και όρισε ότι οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες φέρουν τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της ενώπιόν του δίκης,

–        να κρίνει οριστικώς τη διαφορά και να ακυρώσει τον επίδικο κανονισμό στο σύνολό του,

–        να ορίσει ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα των πρωτοδίκως προσφευγουσών ενώπιον του Πρωτοδικείου και ενώπιον του Δικαστηρίου.

29.      Με τα υπομνήματα αντικρούσεως της ανταναιρέσεως, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση ανταναιρέσεως,

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προκειμένου να την εκδικάσει εκ νέου,

–        να καταδικάσει τις πρωτοδίκως προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα της ανταναιρέσεως.

30.      Οι εκπρόσωποι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Νοεμβρίου 2010.

IV – Ανάλυση

31.      Προς στήριξη της αναιρέσεώς του, το Συμβούλιο επικαλείται επτά λόγους. Οι τέσσερις πρώτοι αφορούν την εκτίμηση του Πρωτοδικείου που εκτίθεται στις σκέψεις 177 έως 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού και, συνακόλουθα, την εκτίμηση που εκτίθεται στις σκέψεις 196 και 197 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Οι λόγοι αυτοί είναι ουσιαστικά ταυτόσημοι με τους τρεις πρώτους λόγους που προβάλλει η Επιτροπή για τη στήριξη της δικής της αναιρέσεως. Πρέπει, επομένως, να εξεταστούν από κοινού.

32.      Καθόσον και οι Niko Tube και NTRP, με την ανταναίρεσή τους, βάλλουν επίσης κατά της μερικής απορρίψεως από το Πρωτοδικείο του λόγου προσφυγής τους που αφορούσε την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω τον τρίτο λόγο της ανταναιρέσεώς τους αμέσως μετά τους λόγους των αναιρέσεων που αφορούν την εν λόγω διάταξη.

33.      Με την αναίρεσή του, το Συμβούλιο επικαλείται τρεις άλλους λόγους που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε, κατά την άποψή του, το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 202 έως 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον έκρινε ότι τα δικαιώματα άμυνας των πρωτοδίκως προσφευγουσών προσβλήθηκαν στο πλαίσιο της προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να αναλυθούν από κοινού με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως της Επιτροπής, ο οποίος στρέφεται κατά των ίδιων σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

34.      Τέλος, θα εξετάσω τους δύο πρώτους λόγους της ανταναιρέσεως των Niko Tube και NTRP που στρέφονται κατά των εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου οι οποίες δεν αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

 Α —      Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτιμήσεως της βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού προσαρμογής

35.      Οι λόγοι αυτοί αφορούν τρεις πτυχές της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου. Πρώτον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι εφάρμοσε κατ’ αναλογία τη νομολογία σχετικά με την έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας που έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του προσδιορισμού της κανονικής αξίας. Δεύτερον, φρονούν ότι το Πρωτοδικείο έσφαλε κρίνοντας ότι τα δύο θεσμικά όργανα της Ένωσης έφεραν το βάρος να αποδείξουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Τρίτον, τέλος, το Συμβούλιο και η Επιτροπή προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου.

1.      Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την αναλογική εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με την έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας

 α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

36.      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι, με τη σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη λήψη υπόψη της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας ήταν εφαρμοστέα, κατ’ αναλογία, για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής. Κατά την άποψη των εν λόγω θεσμικών οργάνων, ο υπολογισμός της κανονικής αξίας, ο προσδιορισμός της τιμής εξαγωγής και η σύγκριση των δύο αυτών μεγεθών διέπονται από μια σειρά χωριστών κανόνων, κάθε ένας από τους οποίους πρέπει να τηρείται χωριστά. Η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας αφορά μόνον ορισμένες συγκεκριμένες καταστάσεις στην εσωτερική αγορά των εξαγωγέων και συνεπώς δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου στην οποία παρέλειψε να αναφερθεί το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

37.      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή επισημαίνουν επίσης μια εσωτερική ασυνέπεια της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου το οποίο έκρινε, με τη σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας είναι εφαρμοστέα κατ’ αναλογία για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, ενώ η κρινόμενη διαφορά αφορούσε την προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε μετά τον υπολογισμό της εν λόγω τιμής.

38.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν επίσης ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας ήταν εφαρμοστέα κατ’ αναλογία για τον προσδιορισμό της τιμής εξαγωγής.

39.      Οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν, πρώτον, ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή είχαν ήδη την ευκαιρία να αμφισβητήσουν τη λυσιτέλεια της χρησιμοποιήσεως της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

40.      Στη συνέχεια, επί της ουσίας, οι Niko Tube και NTRP φρονούν ότι ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας είναι λυσιτελής στο πλαίσιο του προσδιορισμού της τιμής εξαγωγής πριν και μετά την προσαρμογή που πραγματοποιείται δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του γενικού κανονισμού. Το ζήτημα της υπάρξεως ελέγχου και του καταμερισμού των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως στο εσωτερικό ομίλου αποτελούμενου από νομικώς διακρινόμενες οντότητες, και κατά συνέπεια το ζήτημα της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας, αφορά απλώς και μόνο τη διαπίστωση μιας οικονομικής πραγματικότητας, και συγκεκριμένα την περιγραφή των αντίστοιχων ρόλων και λειτουργιών των συνδεόμενων αυτοτελών οντοτήτων. Εφόσον το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει ότι ο προσδιορισμός της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής διέπεται από διαφορετικούς ειδικούς κανόνες, θα ήταν λογικό, κατά την άποψη των εταιριών αυτών, να αναφερθεί στην «κατ’ αναλογία» εφαρμογή της έννοιας σύμφωνα με την οποία ο καταμερισμός δραστηριοτήτων δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι οικείες οντότητες να αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Εξάλλου, το γεγονός ότι η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας μπορεί να έχει διαφορετικές συνέπειες ανάλογα με το αν χρειάζεται να προσδιοριστεί η κανονική αξία ή η τιμή εξαγωγής δεν αποκλείει την ευρύτερη εφαρμογή της πάγιας νομολογίας σχετικά με την έννοια αυτή, την οποία το Δικαστήριο έχει εξετάσει μέχρι σήμερα μόνο στο πλαίσιο ορισμένων διαφορών.

 β)      Ανάλυση

41.      Κατ’ αρχάς, φρονώ ότι η ένσταση απαραδέκτου την οποία προβάλλουν οι Niko Tube και NTRP πρέπει να απορριφθεί. Το γεγονός ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή μπορούσαν ενδεχομένως να σχολιάσουν τη λυσιτέλεια της εφαρμογής της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου ουδόλως τους στερεί τη δυνατότητα να επικρίνουν τις συναφείς εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου που περιέχονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, σε καμία σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αναφέρεται ότι τα δύο θεσμικά όργανα συναίνεσαν στην εφαρμογή αυτής της έννοιας στο πλαίσιο της προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του γενικού κανονισμού.

42.      Επί της ουσίας, θα πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

43.      Κατά τον βασικό κανονισμό, με την έκφραση «περιθώριο ντάμπινγκ», νοείται το ποσό κατά το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή κατά την εξαγωγή. Συνεπώς, ο προσδιορισμός της υπάρξεως ντάμπινγκ θεμελιώνεται στη δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας, που βασίζεται στις τιμές που καταβλήθηκαν ή θα καταβληθούν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους αγοραστές στη χώρα εξαγωγής και της τιμής εξαγωγής, δηλαδή της τιμής που καταβλήθηκε ή θα καταβληθεί πράγματι για το πωλούμενο προϊόν που εξάγεται στην Ένωση.

44.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, η δίκαιη σύγκριση αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις συγκρίσεως, η ίδια διάταξη του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία, προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρισμός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών.

45.      Μεταξύ των παραγόντων για τους οποίους μπορούν να πραγματοποιηθούν προσαρμογές, το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Προμήθειες», ορίζει ότι «[π]ραγματοποιείται προσαρμογή προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις. Ο όρος “προμήθειες” εννοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή του ομοειδούς προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας».

46.      Κατά την αιτιολογική σκέψη 132 του επίδικου κανονισμού και τις εξηγήσεις που έδωσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, το Συμβούλιο προέβη σε προσαρμογή προς τα κάτω της τιμής εξαγωγής των Niko Tube και NTRP για όλες τις πωλήσεις των προϊόντων τους με προορισμό την Ένωση, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέσω της SEPCO αποκλειστικώς ή μέσω της SEPCO και της SPIG, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

47.      Η προσαρμογή αυτή είχε ως συνέπεια τη διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ της κανονικής τιμής και της τιμής εξαγωγής των προϊόντων των Niko Tube και NTPR και, κατά συνέπεια, την αύξηση του περιθωρίου ντάμπινγκ.

48.      Κατά το Συμβούλιο, η προσαρμογή που έγινε κατ’ αυτόν τον τρόπο βασίστηκε στις δύο ακόλουθες σκέψεις. Πρώτον, η SEPCO θεωρήθηκε έμπορος που επιτελεί «εργασίες παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου», διότι οι Niko Tube και NTRP, αφενός, και η SEPCO, αφετέρου, επιτύγχαναν τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα που θα προέκυπταν στο πλαίσιο σχέσεως εντολέα και αντιπροσώπου συμπεριφερόμενες ως πωλητές και αγοραστής. Δεύτερον, υπήρχε διαφορά μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής κατά το ότι, ενώ για όλες τις πωλήσεις στην εθνική αγορά οι οποίες πραγματοποιούνταν μέσω της SPIG η πληρωμή διενεργείτο μόνο στην εν λόγω εταιρία, για όλες τις εξαγωγικές πωλήσεις που πραγματοποιούσε η SEPCO (είτε μόνη είτε από κοινού με την SPIG) η πληρωμή διενεργείτο στην SPIG και στη SEPCO, δεδομένου ότι η SPIG ελάμβανε πληρωμές για όλες τις εξαγωγικές συναλλαγές που διενεργούνταν μέσω της SEPCO.

49.      Τόσο κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας όσο και με την προσφυγή τους ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι Niko Tube και NTRP ισχυρίστηκαν ότι αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα με τις SPIG και SEPCO και συνεπώς δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η προσαρμογή την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

50.      Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε τον λόγο προσφυγής των Niko Tube και NTRP που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, υπογραμμίζοντας ότι «[κ]ατά πάγια σχετική με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας νομολογία, ισχύουσα όμως κατ’ αναλογία για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, η κατανομή των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως στο εσωτερικό ομίλου απαρτιζομένου από νομικώς διακρινόμενες εταιρίες δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι πρόκειται για μια ενιαία οικονομική οντότητα που οργανώνει με τον τρόπο αυτόν ένα σύνολο δραστηριοτήτων οι οποίες, σε άλλες περιπτώσεις, ασκούνται από μία οντότητα που είναι ενιαία και από νομικής απόψεως (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, 250/85, Brother Industries κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5683, σκέψη 16, της 10ης Μαρτίου 1992, C‑175/87, Matsushita Electric κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑1409, σκέψη 12, και της 13ης Οκτωβρίου 1993, C‑104/90, Matsushita Electric Industrial κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I‑4981, σκέψη 9)».

51.      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή βάλλουν κατά της εν λόγω σκέψεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για τρεις λόγους. Πρώτον, κατά τα δύο αυτά θεσμικά όργανα, η ίδια η αρχή ότι μπορεί να γίνει χρήση της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας εκτός του πλαισίου του υπολογισμού της κανονικής αξίας είναι αδιανόητη, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο και η Επιτροπή προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους επεξέτεινε τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Τέλος, ισχυρίζονται ότι η βάση της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου που εκτίθεται στη σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι συνεπής με την πραγματική κατάσταση επί της οποίας έπρεπε να αποφανθεί το Πρωτοδικείο, εφόσον η διαφορά δεν αφορούσε τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, αλλά την προσαρμογή που έγινε στην τιμή αυτή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

52.      Μολονότι οι αιτιάσεις αυτές φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχουν κάποια βαρύτητα, δεν τις θεωρώ πειστικές σε τελική ανάλυση.

53.      Όσον αφορά το τελευταίο σημείο, κατ’ αρχάς, δέχομαι απερίφραστα ότι, ενώ η αιτίαση των Niko Tube και NTRP αφορά το τρίτο στάδιο του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, δηλαδή τη δίκαιη σύγκριση της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής βάσει της οποίας πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, στη σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως γίνεται αναφορά μόνο στο δεύτερο στάδιο του προσδιορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, δηλαδή στο στάδιο υπολογισμού της τιμής εξαγωγής.

54.      Εξάλλου, λόγω της ανάγκης να γίνει διάκριση μεταξύ των τριών σταδίων του υπολογισμού βάσει του οποίου προσδιορίζεται το περιθώριο ντάμπινγκ, διάκριση η οποία προκύπτει σαφώς από τον βασικό κανονισμό, το Πρωτοδικείο δεν είναι δυνατόν να αναφέρθηκε στην τιμή εξαγωγής υπό την έννοια ότι προσδιορίζει ευρύτερα την προσαρμογή της τιμής αυτής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

55.      Συνεπώς, φρονώ ότι, έστω και αν οι επικρίσεις που διατυπώνουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά της ασαφούς διατυπώσεως της σκέψεως 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι βάσιμες, εντούτοις είναι αλυσιτελείς.

56.      Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι ο λόγος που προβάλλουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή αφορά την κατ’ αναλογία εφαρμογή από το Πρωτοδικείο του κριτηρίου της ενιαίας οικονομικής οντότητας εκτός του πλαισίου του υπολογισμού της κανονικής αξίας, δηλαδή και όσον αφορά την προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, όπως εν προκειμένω.

57.      Στο μέτρο αυτό, συνεπώς, πρέπει να εξεταστούν οι δύο άλλες αιτιάσεις του παρόντος λόγου αναιρέσεως.

58.      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση που εκτίθεται στην παράγραφο 51 των παρουσών προτάσεων, είναι ασφαλώς αληθές ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας. Εντούτοις, όπως παραδέχθηκε και το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι η χρησιμοποίηση της έννοιας αυτής εκτός του πλαισίου του υπολογισμού της κανονικής αξίας συνιστά πλάνη περί το δίκαιο.

59.      Ειδικότερα, θα πρέπει να επισημανθεί, όπως υπενθύμισε κατ’ ουσία το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 178 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφυγή στην έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας επιτρέπει να συνεκτιμηθούν στην τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος οι πωλήσεις που πραγματοποιούνται από εταιρία νομικώς διακρινόμενη, αλλά οικονομικώς ελεγχόμενη από τον παραγωγό, με την οποία συνεπώς αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα, ακριβώς όπως θα συνεκτιμώντο οι πωλήσεις αυτές αν είχαν πραγματοποιηθεί από τμήμα πωλήσεων ενταγμένο στην εσωτερική οργάνωση του παραγωγού (6).

60.      Η ratio αυτής της εξομοιώσεως μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητή. Πρόκειται για μια προσπάθεια να αποτραπεί το ενδεχόμενο το κόστος, το οποίο προφανώς περιλαμβάνεται στην τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος όταν η πώληση αυτή πραγματοποιείται από τμήμα πωλήσεων ενταγμένο στην εσωτερική οργάνωση του παραγωγού, να μην συνυπολογιστεί όταν η ίδια δραστηριότητα πωλήσεως του προϊόντος ασκείται από εταιρία νομικώς διακρινόμενη, καίτοι οικονομικώς ελεγχόμενη από τον παραγωγό (7).

61.      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται τόσο η διακριτική μεταχείριση μεταξύ παραγωγών (8) όσο και η τεχνητή μείωση της κανονικής αξίας, εφόσον η εταιρία διανομής, η οποία αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα με τον παραγωγό, ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος ανεξάρτητος αγοραστής για τους σκοπούς του υπολογισμού της εν λόγω αξίας.

62.      Κατά την ίδια έννοια, αν ένας παραγωγός διανέμει τα προϊόντα του για εξαγωγή προς την Ένωση μέσω εταιρίας νομικώς διακρινόμενης, αλλά οικονομικά ελεγχόμενης από αυτόν, δεν γνωρίζω κάποιον επιτακτικό νομικό ή οικονομικό λόγο που θα εμπόδιζε να αναγνωριστεί η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων, πράγμα που, ασφαλώς, μπορεί να έχει επιπτώσεις στον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής ή στη σύγκριση της τιμής αυτής με την κανονική αξία.

63.      Μολονότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δέχθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας μεταξύ παραγωγού και εταιρίας διανομής αποκλείει την προσαρμογή την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού —πράγμα που φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη ότι το κριτήριο της ενιαίας οικονομικής οντότητας μπορεί να είναι λυσιτελές και για την εκτίμηση των αξιολογήσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της συγκρίσεως μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής— τα δύο θεσμικά όργανα φρονούν εντούτοις ότι η νομολογία του Δικαστηρίου δεν δέχεται τη διεύρυνση που πραγματοποίησε το Πρωτοδικείο.

64.      Βεβαίως με την απόφαση, ιδίως, Minolta Camera κατά Συμβουλίου (9), την οποία επικαλέστηκε επιμόνως η Επιτροπή, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο καθορισμός της κανονικής αξίας και ο καθορισμός της τιμής εξαγωγής διέπονται από διαφορετικούς κανόνες και, κατά συνέπεια, τα έξοδα πωλήσεως, διοικητικά και άλλα γενικά έξοδα δεν πρέπει αναγκαστικά να λαμβάνονται υπόψη κατά τον ίδιο τρόπο και στις δύο περιπτώσεις (10).

65.      Πράγματι, είναι απολύτως δυνατόν ένας παραγωγός να δραστηριοποιείται στην εσωτερική αγορά μέσω εταιρίας πωλήσεων με την οποία αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο όταν ο παραγωγός δραστηριοποιείται στην εξαγωγική αγορά. Αυτό συνέβαινε στην υπόθεση για την οποία εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Minolta Camera κατά Συμβουλίου. Πράγματι, όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή, τα έξοδα πωλήσεως, διοικητικά και άλλα γενικά έξοδα των θυγατρικών εταιριών πωλήσεων στο εσωτερικό της χώρας εξαγωγής, στην περίπτωση εκείνη της Ιαπωνίας, οι οποίες άσκησαν τα καθήκοντα τμήματος πωλήσεων της Minolta, μπορούσαν στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, να συγκριθούν μόνο με τα έξοδα της υπηρεσίας της εξαγωγών, της οποίας τα ανάλογα έξοδα δεν αφαιρέθηκαν από την τιμή εξαγωγής και όχι, όπως ισχυριζόταν η εταιρία, με τα ανάλογα έξοδα των ευρωπαϊκών θυγατρικών της εταιριών. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ενδεχόμενες διαφορές ως προς το ποσό των εν λόγω εξόδων μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο των προσαρμογών που προβλέπει ο βασικός κανονισμός όπως ίσχυε τότε (11).

66.      Εντούτοις, αφενός, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί δεν θα μπορούσε να ισχύει και η αντίστροφη κατάσταση, δηλαδή παραγωγός τρίτου κράτους να λειτουργεί στην εσωτερική του αγορά μέσω εταιρίας την οποία δεν ελέγχει οικονομικά, ενώ διανέμει τα προϊόντα του στην Ένωση μέσω εταιρίας με την οποία αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα. Αφετέρου, δεν αντιλαμβάνομαι επίσης τι είναι αυτό που επιτρέπει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή να αγνοήσουν μια διαπίστωση που αντικατοπτρίζει την οικονομική πραγματικότητα των σχέσεων μεταξύ παραγωγού τρίτου κράτους και μιας από τις εταιρίες πωλήσεών του στην αγορά των εξαγωγών προς την Ένωση.

67.      Αν, δηλαδή, ένας παραγωγός τρίτου κράτους και μια από τις εταιρίες εξαγωγικών πωλήσεών του προς την Ένωση αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, η οικονομική αυτή πραγματικότητα είναι αδύνατον να αγνοηθεί. Μια τέτοια διαπίστωση, ως εκ της φύσεώς της, προηγείται κάθε ζητήματος που αφορά τους κανόνες και τις μεθόδους που πρέπει να εφαρμοστούν για τον καθορισμό των τριών σταδίων του υπολογισμού με τον οποίο προσδιορίζεται το περιθώριο ντάμπινγκ. Εντούτοις, μολονότι η κατάσταση αυτή πρέπει να διαπιστωθεί, οι επιπτώσεις της αφορούν είτε τον προσδιορισμό της τιμής εξαγωγής είτε τον υπολογισμό των προσαρμογών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της δίκαιης συγκρίσεως μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Το αντίστροφο συμπέρασμα θα οδηγούσε σε τεχνητή μείωση της τιμής εξαγωγής με σκοπό την αύξηση του περιθωρίου ντάμπινγκ.

68.      Εν προκειμένω, όπως προανέφερα, το Συμβούλιο δέχθηκε ότι η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας μεταξύ παραγωγού τρίτου κράτους και της εταιρίας που πραγματοποιεί τις εξαγωγές του προς την Ένωση δεν επιτρέπει την πραγματοποίηση προσαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

69.      Εξάλλου, είναι σημαντικό να διαπιστωθεί ότι, όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 182 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006, η Επιτροπή απαρίθμησε τα τρία στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε για να συναγάγει ότι η SEPCO ασκούσε εργασίες παρόμοιες προς εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, και τα οποία αφορούν τις εμπορικές λειτουργίες της SEPCO και τον έλεγχο που ασκούσαν επ’ αυτής οι Niko Tube και NTRP (12). Τα εν λόγω στοιχεία αναλύσεως είναι κατά μέγα μέρος ταυτόσημα με εκείνα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του προσδιορισμού της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (13).

70.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο βασιζόμενο στην παραδοχή ότι το κριτήριο της ενιαίας οικονομικής οντότητας ήταν λυσιτελές προκειμένου να ελεγχθεί αν, όπως έκρινε το Συμβούλιο με τον επίδικο κανονισμό, πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

71.      Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί και το κοινό επιχείρημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι το Πρωτοδικείο υπέχει ιδιαίτερη υποχρέωση να αιτιολογήσει την αναλογική εφαρμογή της νομολογίας περί ενιαίας οικονομικής οντότητας, η οποία έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας.

72.      Προτείνω, συνεπώς, να απορριφθούν οι λόγοι των αναιρέσεων οι οποίοι αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την αναλογική εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με την έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας ως εν μέρει αλυσιτελείς και εν μέρει αβάσιμοι.

2.      Επί των λόγων των αναιρέσεων που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την κατανομή του βάρους αποδείξεως ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις προσαρμογής δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού

 α)      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

73.      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή φρονούν ότι το Πρωτοδικείο έσφαλε κρίνοντας, με τη σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι στα δύο θεσμικά όργανα εναπόκειται να παράσχουν αποδείξεις ή τουλάχιστον ενδείξεις από τις οποίες να μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγμα τοποιείται η προσαρμογή. Επίσης, φρονούν ότι η μνεία, στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της αποφάσεως του Πρωτοδικείου Kundan και Tata κατά Συμβουλίου (14) δεν είναι λυσιτελής, διότι η απόφαση αυτή αφορούσε πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της τροποποιήσεως του βασικού κανονισμού στον οποίο θεμελιώνεται ο επίδικος κανονισμός.

74.      Οι Niko Tube και NTRP ζητούν την απόρριψη αυτών των λόγων αναιρέσεως.

 β)      Ανάλυση

75.      Με τη σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «[…] όπως ακριβώς ο ενδιαφερόμενος που ζητεί, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προσαρμογές με σκοπό να καταστούν συγκρίσιμες η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής προς καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ πρέπει να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο, στα κοινοτικά όργανα εναπόκειται να στηριχτούν, εφόσον εκτιμούν ότι οφείλουν να προχωρήσουν σε μια τέτοια προσαρμογή, σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις από τις οποίες να μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή και να προσδιοριστεί η επίπτωσή του επί της συγκρισιμότητας των τιμών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 2002, T‑88/98, Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑4897, σκέψη 96)».

76.      Αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζονται το Συμβούλιο και η Επιτροπή, φρονώ ότι η εκτίμηση αυτή δεν εμπεριέχει πλάνη περί το δίκαιο.

77.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι, αν η σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας δεν είναι δυνατή, πραγματοποιούνται προσαρμογές, για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων σε σχέση με τους οποίους προβάλλεται και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών.

78.      Η απρόσωπη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως δεν προσδιορίζει κατ’ ουδένα τρόπο τα πρόσωπα που φέρουν το βάρος να επισημάνουν τους παράγοντες οι οποίοι καθιστούν απαραίτητη την προσαρμογή και να αποδείξουν σε ποιο βαθμό ο παράγοντας αυτός επηρεάζει τη συγκρισιμότητα των τιμών στην εσωτερική αγορά και στην αγορά εξαγωγών προς την Ένωση (15).

79.      Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, το βάρος να αποδείξουν ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν οι ειδικές προσαρμογές που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχεία  α΄ έως κ΄, του βασικού κανονισμού φέρουν εκείνοι που θεωρούν αναγκαίες αυτές τις προσαρμογές.

80.      Συνεπώς, όταν ένας παραγωγός ζητεί προσαρμογή (προς τα κάτω) της κανονικής αξίας ή (προς τα άνω) των τιμών εξαγωγής, θα πρέπει να επισημάνει και να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας προσαρμογής (16).

81.      Αντιθέτως, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο, όταν η Επιτροπή και το Συμβούλιο εκτιμούν, όπως εν προκειμένω, ότι επιβάλλεται προς τα κάτω προσαρμογή της τιμής εξαγωγής, διότι μια εταιρία πωλήσεων συνδεόμενη με παραγωγό πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, θα πρέπει να προσκομίσουν τουλάχιστον συγκλίνουσες ενδείξεις ότι συντρέχει η προϋπόθεση αυτή.

82.      Για τον λόγο αυτό, προτείνω την απόρριψη των λόγων των κύριων αναιρέσεων που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την κατανομή του βάρους αποδείξεως ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προσαρμογής την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

3.      Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από υπέρβαση των ορίων του δικαστικού ελέγχου

 α)      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

83.      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο, σε αντίθεση με τη νομολογία που είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω, στην οποία μάλιστα δεν παραπέμπει, δεν αρκέστηκε να εξακριβώσει αν τα θεσμικά όργανα βασίστηκαν σε εσφαλμένα πραγματικά περιστατικά ή αν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στο πλαίσιο της προσαρμογής την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Αντιθέτως, με τις σκέψεις 184 έως 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υποκατέστησε τη δική του εκτίμηση στην εκτίμηση των θεσμικών οργάνων εφαρμόζοντας εσφαλμένα το κριτήριο της ενιαίας οικονομικής οντότητας.

84.      Εξάλλου, διατείνονται ότι η εκτίμηση του Πρωτοδικείου περιορίστηκε, εσφαλμένα πάντα, στα τρία στοιχεία που αναφέρονταν στην τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006, χωρίς συνεκτίμηση των συμπληρωματικών εξηγήσεων τις οποίες παρέσχε το Συμβούλιο στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας. Επίσης, το Πρωτοδικείο κατανόησε εσφαλμένα ορισμένους από τους λόγους που αναφέρονταν στην εν λόγω τηλεομοιοτυπία και υπαγόρευσαν την εφαρμογή της προσαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

85.      Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι το πόρισμα του Πρωτοδικείου ότι τα θεσμικά όργανα δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν την εν λόγω προσαρμογή αντιφάσκει προς το πόρισμα που εκτίθεται στη σκέψη 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η από 26 Ιουνίου 2006 τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής περιλαμβάνει λεπτομερή αιτιολογία των λόγων για τους οποίους πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή αυτή.

86.      Τέλος, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αναφέρουν ότι το βάσιμο των αιτιάσεών τους καθιστά αυτομάτως άκυρη την εκτίμηση του Πρωτοδικείου που εκτίθεται στις σκέψεις 193 έως 197 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ NTRP και SEPCO, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο έκρινε με τις σκέψεις αυτές ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείτο από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν ήταν αυτοτελής σε σχέση με τον λόγο ακυρώσεως που αντλείτο από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του εν λόγω κανονισμού.

87.      Οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο έλεγξε στον ενδεδειγμένο βαθμό τις εκτιμήσεις των θεσμικών οργάνων, χωρίς να υποκαταστήσει την εκτίμηση των θεσμικών οργάνων με τη δική του, αρκούμενο να εξακριβώσει αν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού και αν τα πραγματικά περιστατικά είχαν εκτιμηθεί ορθώς.

88.      Επίσης, σύμφωνα με τα θεσμικά όργανα, είναι πρόδηλο ότι το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη και εκτίμησε το σύνολο των επιχειρημάτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής, καθώς και τα παρασχεθέντα από τους διαδίκους στοιχεία, πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα θεσμικά όργανα είχαν υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη διότι δεν προσκόμισαν επαρκείς ενδείξεις για το ότι η SEPCO ενεργούσε ως αντιπρόσωπος που εργαζόταν σε βάση προμήθειας στο πλαίσιο των συναλλαγών σχετικά με τους σωλήνες τους οποίους κατασκεύαζε η NTRP. Εξάλλου, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα αβασίμως έκριναν ότι αρκεί μια εταιρία πωλήσεων που συνδέεται ή βρίσκεται υπό τον κοινό έλεγχο παραγωγού εξαγωγέα να πωλεί το οικείο προϊόν στην Ένωση ώστε να μπορεί να θεωρηθεί αυτοδικαίως ότι οι εργασίες της είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα αρκούσε να αναφέρει το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού ότι το περιθώριο κέρδους του επιχειρηματία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσαρμογής. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο.

89.      Οι εν λόγω εταιρίες προσθέτουν ότι βασίμως το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα θεσμικά όργανα είχαν υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Η προσαρμογή διατήρησε ή δημιούργησε μια ασυμμετρία την οποία επεσήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

 β)      Ανάλυση

90.      Πριν εξετάσω τον πυρήνα των κρινόμενων λόγων που προβάλλουν τα αναιρεσείοντα και αφορούν την έκταση του δικαστικού ελέγχου που ασκεί το Πρωτοδικείο, θα πρέπει εξαρχής να απορρίψω δύο δευτερεύοντα επιχειρήματα τα οποία προβάλλουν αντιστοίχως η Επιτροπή και το Συμβούλιο όσον αφορά τη φερόμενη ασυνέπεια της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου και τη φερόμενη παράλειψη συνεκτιμήσεως από το Πρωτοδικείο της συμπληρωματικής αιτιολογίας που προέβαλε το Συμβούλιο πρωτοδίκως.

91.      Όσον αφορά το πρώτο σημείο, είναι προδήλως αβάσιμη η επίκριση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω αντιφατικών αιτιολογιών καθόσον το Πρωτοδικείο επεσήμανε, αφενός, ιδίως με τη σκέψη 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι λόγοι που εκτίθενται στην τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006 δεν συνιστούν επαρκείς ενδείξεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού και, αφετέρου, με τη σκέψη 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω τηλεομοιοτυπία αιτιολογούσε λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή. Πράγματι, ενώ η σκέψη 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορά την εξέταση του βασίμου των λόγων που προβάλλονται με την τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006, δηλαδή τη νομιμότητα του επίδικου κανονισμού επί της ουσίας, με τη σκέψη 213 απλώς διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εκπλήρωσε, ιδίως με την εν λόγω τηλεομοιοτυπία, την υποχρέωσή της να εκθέσει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τους λόγους που είχαν υπαγορεύσει την εν λόγω προσαρμογή, δηλαδή να τηρήσει ουσιώδη τύπο (17). Εξάλλου, η σκέψη 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορά ακριβώς την εξέταση λόγου που αντλείται από την παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

92.      Αβάσιμη θεωρώ επίσης την αιτίαση του Συμβουλίου ότι το Πρωτοδικείο αγνόησε τις συμπληρωματικές εξηγήσεις —τρεις λόγους που περιέχονται στην τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006— που είχε παράσχει το Συμβούλιο στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

93.      Κατ’ αρχάς, στον βαθμό κατά τον οποίο το επιχείρημα του Συμβουλίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη εξηγήσεις μεταγενέστερες της αποστολής της τηλεομοιοτυπίας της 26ης Ιουνίου 2006 και της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού η οποία έλαβε χώρα την επομένη, με άλλα λόγια είναι νέες σε σχέση με τους λόγους που εκτίθενται με την εν λόγω τηλεομοιοτυπία και με τον κανονισμό, το επιχείρημα αυτό πρέπει προφανώς να απορριφθεί. Πράγματι, αν γινόταν δεκτό, θα προσαπτόταν στο Πρωτοδικείο ότι αρνήθηκε να επιτρέψει στο θεσμικό όργανο να αντικαταστήσει με νέα την αρχική αιτιολογία που προέκυπτε από την τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006 και από το γράμμα της προσβαλλομένης πράξεως. Όμως το να επιτρέψει το Πρωτοδικείο στο θεσμικό όργανο κατά τη διάρκεια της δίκης να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης ενώπιόν του πράξεως με νέες θα συνιστούσε πλάνη περί το δίκαιο (18).

94.      Στη συνέχεια, αν το επιχείρημα του Συμβουλίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι αγνόησε συμπληρωματικές εξηγήσεις με τις οποίες εκτίθεντο λεπτομερώς οι λόγοι που υπαγόρευσαν τη διενέργεια της προσαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο απλώς παραπέμπει γενικόλογα σε δέκα περίπου σημεία των υπομνημάτων που υπέβαλε πρωτοδίκως, χωρίς να επισημαίνει με ακρίβεια ποιες εξηγήσεις υποτίθεται ότι αγνόησε το Πρωτοδικείο (19). Εν πάση περιπτώσει, είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω ότι το Πρωτοδικείο έλαβε τουλάχιστον υπόψη τις βασικές θέσεις που εξέθεσε το Συμβούλιο πρωτοδίκως προκειμένου να δικαιολογήσει την προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, με τη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απάντησε στο επιχείρημα που εξέθεσε συνοπτικά με τα υπομνήματά του το Συμβούλιο και το οποίο αφορούσε τις απευθείας πωλήσεις προς τα νέα κράτη μέλη τις οποίες πραγματοποίησαν οι Niko Tube και NTRP. Επίσης, με τη σκέψη 186 της ίδιας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε τον ρόλο της SPIG στις πωλήσεις προς την Ένωση, επιχείρημα στο οποίο επέμεινε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε πρωτοδίκως, και, με τη σκέψη 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους δεσμούς που διατηρούσαν οι Niko Tube και NTRP με τη SEPCO, αναφερόμενο κάθε φορά είτε στα όσα ανέπτυξαν προφορικώς οι διάδικοι πρωτοδίκως είτε στον φάκελο που υποβλήθηκε στο Πρωτοδικείο.

95.      Προτείνω, συνεπώς, να απορριφθούν τα δύο αυτά επιχειρήματα τα οποία επικαλούνται, αντιστοίχως, η Επιτροπή και το Συμβούλιο.

96.      Στη συνέχεια, θα εξετάσω την ουσιαστική προβληματική που θέτουν οι παρόντες λόγοι των αναιρέσεων και αφορά την έκταση του ελέγχου που ασκεί το Πρωτοδικείο επί των εκτιμήσεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου.

97.      Είναι σημαντικό να επισημανθεί, πρώτον, ότι, με τη σκέψη 182 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, , τα τρία στοιχεία στα οποία βασίστηκαν τα θεσμικά όργανα προκειμένου να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι εργασίες της SEPCO ήταν παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

98.      Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά το γεγονός ότι οι Niko Tube και NTRP πραγματοποίησαν απευθείας πωλήσεις του επίμαχου προϊόντος εντός της Κοινότητας, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, με τη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μια ενιαία οικονομική οντότητα μπορεί να υφίσταται όταν ο παραγωγός αναλαμβάνει ένα μέρος των εργασιών πωλήσεως που είναι συμπληρωματικές ως προς εκείνες της εταιρίας διανομής των προϊόντων του. Αφού επεσήμανε ότι, όπως προκύπτει από τα υπομνήματα των διαδίκων, οι απευθείας πωλήσεις εντός της Κοινότητας συνεχίστηκαν προς τα νέα κράτη μέλη, σε ένα μεταβατικό στάδιο, ο δε όγκος τους αντιπροσώπευε μόνο το 8 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων προς την Κοινότητα, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι Niko Tube και NTRP διεκπεραίωσαν απλώς εργασίες συμπληρωματικές έναντι εκείνων της SEPCO και μόνο για μια μεταβατική περίοδο.

99.      Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, το οποίο αφορούσε το γεγονός ότι η SPIG, η συνδεόμενη εταιρία πωλήσεως στην Ουκρανία, παρενέβη με την ιδιότητα του αντιπροσώπου για τις πωλήσεις που πραγματοποίησαν οι Niko Tube και NTRP στη SEPCO, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο ουδόλως εξήγησε πώς το γεγονός ότι η SPIG λάμβανε προμήθεια επί των πωλήσεων των Niko Tube και NTRP στη SEPCO αποδεικνύει ότι οι εργασίες της SPIG ήταν παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας ή αποκλείει να θεωρηθεί η εταιρία αυτή ως εσωτερικό τμήμα πωλήσεων των Niko Tube και NTRP.

100. Όσον αφορά το τρίτο στοιχείο, σύμφωνα με το οποίο οι σχέσεις της SEPCO με τις Niko Tube και NTRP ήταν ανεπαρκείς και δεν επέτρεπαν να θεωρηθεί ότι τελεί υπό τον έλεγχό τους ή ότι υφίσταται κοινός έλεγχος της εν λόγω εταιρίας και των Niko Tube και NTRP, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η SEPCO και η NTRP συνδέονταν μεταξύ τους μέσω μιας και της αυτής μητρικής εταιρίας που κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της SEPCO και το 24 % του κεφαλαίου της NTRP, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Επομένως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το πραγματικό αυτό περιστατικό, σε περίπτωση που μπορούσε να διασταυρωθεί από άλλα αντίστοιχα στοιχεία, θα μπορούσε να θεμελιώσει την άποψη ότι υπήρχε κοινός έλεγχος της SEPCO και της NTRP και, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδεικνύει την ανεπάρκεια των σχέσεων μεταξύ της SEPCO και της NTRP. Αντιθέτως, με τη σκέψη 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η SEPCO τελούσε υπό τον έλεγχο της Niko Tube ή ότι υπήρχε κοινός έλεγχος των δύο αυτών εταιριών.

101. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα στοιχεία που εκτίθενται στην τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006 προκειμένου να δικαιολογηθεί η προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού δεν ήταν «αρκούντως πειστικά» και, επομένως, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενδείξεις δικαιολογούσες τη διαπίστωση της υπάρξεως των παραγόντων στους οποίους στηρίχθηκε η σχετική προσαρμογή και τον προσδιορισμό της επιπτώσεώς της επί της συγκρισιμότητας των τιμών (σκέψη 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Για τον λόγο αυτό, δέχθηκε το σκέλος του πρώτου λόγου προσφυγής που αντλείτο από την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου του βασικού κανονισμού, καθόσον η προσαρμογή πραγματοποιήθηκε επί της τιμής εξαγωγής της SEPCO, στο πλαίσιο των συναλλαγών σχετικά με τους σωλήνες που κατασκεύαζε η NTRP, ενώ απέρριψε το ίδιο αυτό σκέλος καθόσον αφορούσε την προσαρμογή της τιμής εξαγωγής της SEPCO, στο πλαίσιο των συναλλαγών σχετικά με σωλήνες που κατασκεύαζε η Niko Tube (σκέψεις 188 και 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

102. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Πρωτοδικείο σφετερίστηκε την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν και συνεπώς υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου.

103. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει πράγματι κρίνει ότι, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (20).

104. Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι ο έλεγχος των δικαστηρίων της ουσίας επί των εκτιμήσεων σχετικά με πολύπλοκες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για να πραγματοποιηθεί η αμφισβητούμενη επιλογή, της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή της μη υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας (21). Συνεπώς, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν μπορούν, στο πλαίσιο του περιορισμένου ελέγχου που ασκούν επί αυτών των πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων, να υποκαταστήσουν την εκτίμηση των οργάνων της Ένωσης με τη δική τους εκτίμηση (22).

105. Εντούτοις, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού και των κρατικών ενισχύσεων, τομέων οι οποίοι, όπως και ο τομέας των μέτρων εμπορικής άμυνας, απαιτούν πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα δεν συνεπάγεται ότι τα δικαστήρια της Ένωσης δεν πρέπει να ελέγχουν «την ερμηνεία» στοιχείων οικονομικής φύσεως από τα εν λόγω θεσμικά όργανα (23).

106. Πράγματι, σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, τα κοινοτικά δικαστήρια δεν οφείλουν απλώς να εξακριβώσουν την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων έγινε επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξουν αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει αυτών (24).

107. Συνεπώς, η νομολογία χαράσσει στον τομέα αυτό μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτού που απαγορεύεται να κάνουν τα δικαστήρια της Ένωσης, δηλαδή να υποκαταστήσουν την οικονομική εκτίμηση των θεσμικών οργάνων με τη δική τους, και αυτού που επιτρέπεται να κάνουν, δηλαδή να ελέγξουν τον νομικό χαρακτηρισμό στοιχείων οικονομικής φύσεως από τα θεσμικά όργανα (25). Πρόκειται δηλαδή για τον διαχωρισμό μεταξύ, αφενός, της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών οικονομικής φύσεως από τα θεσμικά όργανα, ο δικαστικός έλεγχος της οποίας αποκλείει νέα ανεξάρτητη εκτίμηση από τον δικαστή και πρέπει να περιορίζεται στην επισήμανση πρόδηλης πλάνης και, αφετέρου, του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών ο οποίος, ως νομικό ζήτημα, υπάγεται στον πλήρη έλεγχο των δικαστηρίων της Ένωσης.

108. Εν προκειμένω, είναι ασφαλώς αληθές, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι το Πρωτοδικείο δεν υπενθύμισε τη νομολογία σύμφωνα με την οποία η έκταση του ελέγχου που ασκεί επί των πολύπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων των θεσμικών οργάνων, όπως οι εκτιμήσεις τις οποίες αφορούν οι παρόντες λόγοι των αναιρέσεων, είναι περιορισμένος.

109. Εντούτοις, η παράλειψη αυτή δεν συνιστά αφεαυτής ισχυρή ένδειξη ότι το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου.

110. Στην πραγματικότητα, μολονότι οι αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επιδέχονται κριτική, φρονώ ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή σφάλλουν όσον αφορά την ουσία του ελέγχου στον οποίο προέβη το Πρωτοδικείο.

111. Πράγματι, το Πρωτοδικείο δεν προέβη σε νέα, ανεξάρτητη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, όπως του προσάπτει το Συμβούλιο και η Επιτροπή, αλλά περιορίστηκε, ορθώς σύμφωνα με τη νομολογία που προαναφέρθηκε στις παραγράφους 105 και 106 των παρουσών προτάσεων, να εξετάσει αν οι τρεις λόγοι που εκτίθενται στην τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006 δικαιολογούν το συμπέρασμα των θεσμικών οργάνων ότι οι εργασίες της SEPCO μπορούν να θεωρηθούν παρόμοιες με τις εργασίες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας και, κατά συνέπεια, την προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, όπως ουσιαστικά υπογραμμίζεται με τη σκέψη 184, δεύτερη περίοδος, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

112. Θεωρώ ότι αυτό είναι απολύτως σαφές όσον αφορά τον έλεγχο του Πρωτοδικείου επί του δεύτερου και του τρίτου στοιχείου που αναφέρονται στην τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006. Πράγματι, όσον αφορά τα στοιχεία αυτά, το Πρωτοδικείο στην ουσία απλώς επεσήμανε, αφενός, ότι το Συμβούλιο δεν παρέσχε επαρκείς εξηγήσεις όσον αφορά τον αντίκτυπο της παρεμβάσεως της SPIG στο συμπέρασμα ότι οι εργασίες της SEPCO ήταν παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας και, αφετέρου, ότι οι σχέσεις που διατηρούσαν οι SEPCO και NTRP στο εσωτερικό της ίδιας μητρικής εταιρίας δεν αποδεικνύουν, όπως ισχυρίζονται τα θεσμικά όργανα, ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο εταιριών ήταν ανεπαρκείς και ότι απέκλειαν την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας, όπως είχαν υποστηρίξει οι Niko Tube και NTRP στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και ενώπιον του Πρωτοδικείου.

113. Ασφαλώς, ο έλεγχος από το Πρωτοδικείο του πρώτου στοιχείου το οποίο αφορά το γεγονός ότι οι Niko Tube και NTRP πραγματοποίησαν απευθείας πωλήσεις στην Ένωση, πράγμα το οποίο, κατά την άποψη των θεσμικών οργάνων, αποτελεί ένδειξη ότι η SEPCO δεν λειτουργούσε ως εσωτερικό τμήμα εξαγωγικών πωλήσεων των εν λόγω εταιριών, θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να με οδηγήσει να αναθεωρήσω, τουλάχιστον εν μέρει, την άποψή μου. Πράγματι, κρίνοντας, με τη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι, ότι οι Niko Tube και NTRP είχαν διεκπεραιώσει απλώς εργασίες πωλήσεων συμπληρωματικές προς εκείνες της SEPCO και μόνο για μια μεταβατική περίοδο (πράγμα που αφήνει να εννοηθεί ότι υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα), το Πρωτοδικείο φαίνεται να προέβη σε δική του εκτίμηση σχετικά με τα οικονομικής φύσεως στοιχεία τα οποία συζητήθηκαν στο πλαίσιο της δίκης.

114. Μολονότι η διατύπωση της σκέψεως 185, τελευταία περίοδος, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επιδέχεται κριτική, η επιχειρηματολογία που εκτίθεται με την εν λόγω σκέψη εντάσσεται αναμφίβολα στο πλαίσιο της, προαναγγελθείσας με τη σκέψη 184, εξετάσεως του πειστικού χαρακτήρα των πορισμάτων στα οποία κατέληξαν τα θεσμικά όργανα όσον αφορά τον ρόλο της SEPCO. Σε τελική ανάλυση, με τη συλλογιστική που εκθέτει στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν τα θεσμικά όργανα ότι οι Niko Tube και NTRP πραγματοποίησαν απευθείας πωλήσεις ήταν σε τέτοιο βαθμό εσφαλμένο, ώστε, σύμφωνα με τα μη αμφισβητούμενα στοιχεία, τα θεσμικά όργανα έπρεπε να καταλήξουν στο αντίθετο συμπέρασμα.

115. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο δεν υποκατέστησε την οικονομική εκτίμηση των θεσμικών οργάνων με τη δική του. Αντιθέτως, προέβη σε έλεγχο του νομικού χαρακτηρισμού των οικονομικών στοιχείων από τα θεσμικά όργανα, διαπιστώνοντας ότι τα τρία στοιχεία που εκτίθενται στην τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006 δεν αποτελούν ενδείξεις ικανές να στηρίξουν το συμπέρασμα των θεσμικών οργάνων ότι η SEPCO πληρούσε τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν την προσαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, τουλάχιστον για τις συναλλαγές σχετικά με σωλήνες που κατασκεύαζε η NTRP.

116. Τέλος, κατά την άποψή μου, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο του λόγου προσφυγής των Niko Tube και NTRP σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, ότι, στον βαθμό που η προσαρμογή δυνάμει του στοιχείου θ΄ της εν λόγω διατάξεως πραγματοποιήθηκε εσφαλμένα όσον αφορά τις συναλλαγές της SEPCO σχετικά με σωλήνες που κατασκεύαζε η NTRP, τούτο σημαίνει ότι η εν λόγω προσαρμογή διατήρησε, ή ακόμα και δημιούργησε, ασυμμετρία μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Πράγματι, η διατήρηση ή η δημιουργία μιας τέτοιας ασυμμετρίας επηρεάζει την απαίτηση, την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, για δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής.

117. Προτείνω συνεπώς να απορριφθούν οι λόγοι των αναιρέσεων οι οποίοι αντλούνται από την υπέρβαση των ορίων του δικαστικού ελέγχου.

 Β —      Επί του τρίτου λόγου ανταναιρέσεως που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού όσον αφορά τις συναλλαγές που πραγματοποίησε η SEPCO σχετικά με σωλήνες που κατασκεύαζε η Niko Tube

1.      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

118. Οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά, με τις σκέψεις 187 έως 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η SEPCO ενεργούσε ως αντιπρόσωπος που εργάζεται σε βάση προμήθειας όσον αφορά τις συναλλαγές σχετικά με τους σωλήνες που κατασκεύαζε η Niko Tube. Σύμφωνα με τις εν λόγω εταιρίες, το γεγονός ότι οι κεφαλαιακοί δεσμοί μεταξύ SEPCO και Niko Tube δεν ήταν οι ίδιοι με τους δεσμούς μεταξύ SEPCO και NTRP δεν σημαίνει, από νομική άποψη, ότι η SEPCO ασκούσε, στις σχέσεις της με τη Niko Tube, λειτουργία αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας. Αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Πρωτοδικείο, έλεγχος μπορεί να υπάρχει ακόμα και αν οι τελικοί δικαιούχοι («ultimate beneficiaries») των δύο εταιριών δεν είναι οι ίδιοι. Θα πρέπει συνεπώς να γίνει διάκριση μεταξύ της υπάρξεως ελέγχου και της υπάρξεως εταιρικής συμμετοχής. Εξάλλου, κατά την άποψη των Niko Tube και NTRP, η απλή ύπαρξη σχέσεως αγοραπωλησίας μεταξύ εξαγωγέα και της συνδεόμενης εταιρίας διανομής του δεν αρκεί για να εξομοιωθεί το περιθώριο κέρδους της εταιρίας διανομής με προμήθεια κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού. Εν πάση περιπτώσει, οι δύο εταιρίες φρονούν ότι τα πορίσματα του Πρωτοδικείου για τις σχέσεις μεταξύ SEPCO και Niko Tube είναι εσφαλμένα καθόσον θεμελιώνονται σε πραγματικά περιστατικά και σε επιχειρηματολογία που διατυπώθηκε μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας.

119. Με τις αντίστοιχες απαντήσεις τους σχετικά με τον τρίτο λόγο ανταναιρέσεως, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν να κριθεί αυτός απαράδεκτος ή τουλάχιστον αβάσιμος. Το Συμβούλιο φρονεί ότι ο λόγος είναι απαράδεκτος καθόσον δεν μπορεί να επηρεάσει το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο έχει ήδη ακυρώσει το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται για τη στήριξη του τρίτου λόγου ανταναιρέσεως δεν είναι επαρκώς θεμελιωμένα και σαφή, πράγμα που καθιστά τον σχετικό λόγο απαράδεκτο. Επί της ουσίας, τα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν κατά βάση ότι οι Niko Tube και NTRP έπρεπε να προσδιορίσουν ποια στοιχεία του φακέλου αποδεικνύουν ότι η SEPCO βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Niko Tube ή ότι υπήρχε κοινός έλεγχος των δύο αυτών εταιριών. Εφόσον δεν παρασχέθηκαν ανάλογες ενδείξεις, ορθώς το Πρωτοδικείο απέρριψε τον σχετικό λόγο προσφυγής.

2.      Ανάλυση

120. Μολονότι, κατά τη γνώμη μου, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφανθεί σχετικά με το παραδεκτό του παρόντος λόγου, φρονώ ότι, εν πάση περιπτώσει, ο λόγος είναι αβάσιμος.

121. Κατ’ αρχάς, οι Niko Tube και NTRP δεν κατανοούν ορθώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ισχυριζόμενες ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι έλεγχος μπορούσε να υφίσταται μόνον αν οι τελικοί δικαιούχοι των SEPCO και Niko Tube ήταν οι ίδιοι. Πράγματι, επισημαίνεται ότι, με τις σκέψεις 188 και 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απλώς εξακρίβωσε αν, όπως ισχυρίζονταν οι Niko Tube και NTRP και βάσει των «στοιχείων της δικογραφίας», η SEPCO ελεγχόταν από τη Niko Tube ή αν υπήρχε κοινός έλεγχος των δύο εταιριών, εξετάζοντας τη δομή του κεφαλαίου τους, στοιχείο το οποίο, όπως ορθώς υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο δεν έκρινε ότι έλεγχος, και μάλιστα κοινός, μπορούσε να υφίσταται μόνον αν οι «τελικοί δικαιούχοι» των δύο εταιριών ήταν οι ίδιοι.

122. Από εσφαλμένη ερμηνεία της σκέψεως 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως απορρέει και η άποψη ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η απλή ύπαρξη σχέσεως αγοραπωλησίας μεταξύ εξαγωγέα και της συνδεόμενης εταιρίας διανομής του αρκεί προκειμένου το περιθώριο κέρδους της εταιρίας διανομής να θεωρηθεί προμήθεια. Πράγματι, το σχετικό απόσπασμα της εν λόγω σκέψεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πέραν του ότι διευκρινίζει ότι μια τέτοια σχέση δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την απόδειξη του ότι οι εργασίες της SEPCO ήταν παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, δεν αφορά τις συναλλαγές που πραγματοποίησε η SEPCO για τη Niko Tube, αλλά τις συναλλαγές που πραγματοποίησε για την NTRP.

123. Στην πραγματικότητα, οι λόγοι που υπαγόρευσαν την απόρριψη της θέσεως των πρωτοδίκως προσφευγουσών δεν στηρίζονται στην ύπαρξη ή όχι σχέσεως αγοραπωλησίας μεταξύ του παραγωγού και της εταιρίας διανομής, αλλά στην ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων για ενδεχόμενο έλεγχο της Niko Tube επί της SEPCO ή για κοινό έλεγχο των δύο εταιριών. Συναφώς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι Niko Tube και NTRP δεν διευκρίνισαν ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της δικογραφίας τα οποία το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε ή δεν έλαβε υπόψη, και τα οποία αντικρούουν τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου, με τις σκέψεις 188 και 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ουσιαστικά, το γεγονός ότι οι Niko Tube και NTRP είχαν τρεις κοινούς μετόχους, ο ένας εκ των οποίων ήταν η μητρική εταιρία της NTRP, δεν αρκούσε για να αποδειχθεί ότι η SEPCO βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Niko Tube ή ότι υπήρχε κοινός έλεγχος των δύο εταιριών, αλλά επέτρεπε απλώς να διαπιστωθεί ότι υπήρχε έμμεσος δεσμός μεταξύ των δύο τελευταίων εταιριών.

124. Το απλό γεγονός, το οποίο αναφέρεται στην υποσημείωση 47 της αιτήσεως ανταναιρέσεως, ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να απαντήσει στο επιχείρημα ότι οι εκπρόσωποι της SEPCO ήταν παρόντες κατά τις επισκέψεις εξακριβώσεως και στις εγκαταστάσεις της Niko Tube κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας, δεν αντικρούει την προεκτεθείσα ανάλυση. Πράγματι, όπως ορθώς αναφέρει το Συμβούλιο με την απάντησή του στην αίτηση ανταναιρέσεως, το γεγονός αυτό αποδεικνύει απλώς ότι οι δύο εταιρίες συνεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, όπως είναι αναμενόμενο από δύο συνδεόμενες εταιρίες, αλλά δεν αποδεικνύει ότι η Niko Tube έλεγχε τη SEPCO ούτε ότι υπήρχε κοινός έλεγχος των δύο εταιριών.

125. Τέλος, οι Niko Tube και NTRP δεν υπέδειξαν σε ποια νέα στοιχεία βασίστηκε το Πρωτοδικείο για να απορρίψει εν μέρει τον λόγο προσφυγής τους. Συναφώς, οι Niko Tube και NTRP δεν μπορούν να προσάψουν στο Πρωτοδικείο ότι τους επέτρεψε, στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, να αποδείξουν τα όσα προέβαλλαν, τη στιγμή ακριβώς που, όπως εξέθεσα στο προηγούμενο σημείο των παρουσών, οι εταιρίες αυτές δεν είναι σε θέση, στο στάδιο της κατ’ αναίρεση δίκης, να υποδείξουν ποια ακριβώς αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου δεν έλαβε υπόψη το Πρωτοδικείο όταν, ουσιαστικά, επικύρωσε την εκτίμηση των θεσμικών οργάνων ότι οι δεσμοί μεταξύ των SEPCO και Niko Tube δεν αρκούσαν προκειμένου να θεωρηθεί ότι υπήρχε κοινός έλεγχος των δύο εταιριών ή ότι η Niko Tube ασκούσε έλεγχο επί της SEPCO, πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας μεταξύ των δύο αυτών συνδεομένων εταιριών και δεν θα επέτρεπε στα θεσμικά όργανα να πραγματοποιήσουν την προσαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

126. Για τον λόγο αυτό, προτείνω να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ανταναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού όσον αφορά τις συναλλαγές που πραγματοποίησε η SEPCO σχετικά με σωλήνες τους οποίους κατασκεύαζε η Niko Tube.

 Γ —      Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά τη διαπίστωση προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των πρωτοδίκως προσφευγουσών στο πλαίσιο της προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού

1.      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

127. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή επισημαίνουν τρεις πεπλανημένες νομικές εκτιμήσεις ως προς τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας των Niko Tube και NTRP στο πλαίσιο της προσαρμογής δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

128. Πρώτον, τα θεσμικά όργανα φρονούν ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε, με τη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπερβολικά στενά τις υποχρεώσεις ενημερώσεως που υπέχουν. Ειδικότερα, θεωρούν ότι είναι δυσανάλογο να απαιτείται από την Επιτροπή σε όλες τις περιπτώσεις να ενημερώνει τον εξαγωγέα όχι μόνο για τη νομική βάση την οποία επιλέγει προκειμένου να πραγματοποιήσει την προσαρμογή, αλλά και για τους λόγους που υπαγορεύουν την προσαρμογή. Παραλείποντας να εξακριβώσει εν προκειμένω αν η απλή ανακοίνωση της νομικής βάσεως της προσαρμογής αρκούσε για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε σύγχυση μεταξύ της υποχρεώσεως παροχής ολοκληρωμένης αιτιολογίας, την οποία υπείχαν τα θεσμικά όργανα κατά την έκδοση της επίδικης πράξεως και της υποχρεώσεως ανακοινώσεως, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή της διαδικασίας έρευνας, επαρκών πληροφοριών που να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να ασκήσουν τα δικαιώματα άμυνάς τους. Η Επιτροπή προσθέτει ότι το περιεχόμενο της επιστολής που απέστειλαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες στις 4 Μαΐου 2006, το οποίο μνημονεύεται λακωνικά στη σκέψη 204 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποδεικνύει ότι οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες είχαν κατανοήσει απολύτως τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή σκόπευε να προβεί στην επίδικη προσαρμογή.

129. Δεύτερον, το Συμβούλιο προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν εξέτασε ορθώς, με τη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν, μετά την καθυστερημένη ανακοίνωση των τριών στοιχείων που απαριθμούνται στην τηλεομοιοτυπία της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2006, οι Niko Tube και NTRP απώλεσαν πράγματι τη δυνατότητα να υποβάλουν επιχειρήματα ή παρατηρήσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετική έκβαση. Κατά την άποψη του Συμβουλίου, το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να εξετάσει αν οι Niko Tube και NTRP είχαν χάσει, λόγω της καθυστερημένης γνωστοποιήσεως της τηλεομοιοτυπίας της 26ης Ιουνίου 2006, τη δυνατότητα να υποβάλουν νέα επιχειρήματα, τα οποία αναπτύχθηκαν πράγματι ενώπιον του Πρωτοδικείου. Αν το Πρωτοδικείο είχε εφαρμόσει προσηκόντως το κριτήριο αυτό, θα είχε διαπιστώσει ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του ήταν ουσιαστικά ταυτόσημα με τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής πριν τη λήψη της τηλεομοιοτυπίας της 26ης Ιουνίου 2006.

130. Τρίτον, στον βαθμό που οι σκέψεις 185 έως 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως περιέχουν πολυάριθμες πεπλανημένες νομικές εκτιμήσεις, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο έσφαλε επίσης δεχόμενο, με τη σκέψη 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον λόγο προσφυγής που αντλείτο από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των Niko Tube και NTRP σε σχέση με την προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, προσθέτει δε ότι, εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα λογικής όσον αφορά τη Niko Tube, διότι η μη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της εν λόγω εταιρίας δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο που επιβεβαίωσε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή φρονεί, γενικότερα, ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε, με τη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να επικαλεστεί απλώς την εκτίμησή του επί της ουσίας, προκειμένου να κρίνει ότι οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες απέδειξαν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους.

131. Οι Niko Tube και NTRP ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει τους λόγους αναιρέσεως του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

132. Υποστηρίζουν, καταρχήν, ότι ορθώς το Πρωτοδικείο δεν αρκέστηκε σε απλή παραπομπή στη νομική βάση της επίδικης προσαρμογής προκειμένου να εξακριβώσει αν τα θεσμικά όργανα είχαν συμμορφωθεί με την υποχρέωσή τους να σέβονται τα δικαιώματα άμυνας. Ειδικότερα, οι εν λόγω εταιρίες υπογραμμίζουν ότι ο συγκεκριμένος έλεγχος στον οποίο προέβη το Πρωτοδικείο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τις οποίες θέτει η νομολογία και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί υπερβολικά αυστηρός. Μολονότι οι Niko Tube και NTRP υπογράμμισαν, με την επιστολή της 4ης Μαΐου 2006, με την οποία απάντησαν στο δεύτερο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων το οποίο απέστειλε η Επιτροπή, ότι οι δραστηριότητες της SEPCO δεν μπορούσαν να εξομοιωθούν με τις εργασίες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, εντούτοις δεν γνώριζαν αν και για ποιο λόγο η Επιτροπή θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την εταιρία αυτή αντιπρόσωπο. Είναι προφανές ότι οι εταιρίες δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν στα ειδικά επιχειρήματα που περιλαμβάνονταν στην τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006, η οποία, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο, συνιστούσε, στο πλαίσιο της διοικητικής φάσεως, την πρώτη έκθεση των λόγων για τους οποίους τα θεσμικά όργανα θα μπορούσαν βασίμως να θεωρήσουν ότι υπήρχε περίπτωση να πραγματοποιηθεί η επίδικη προσαρμογή.

133. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τις Niko Tube και NTRP, είναι επίσης πρόδηλο, όπως επεσήμανε το Πρωτοδικείο, ότι, αντιθέτως προς τις απαιτήσεις τις οποίες θέτει η νομολογία, οι δύο εταιρίες δεν είχαν την ευκαιρία, πριν τη δημοσίευση από την Επιτροπή της προτάσεώς της για την έκδοση του επίδικου κανονισμού, να καταστήσουν επωφελώς γνωστή την άποψή τους όσον αφορά το υποστατό και τη λυσιτέλεια των φερόμενων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων που υπαγόρευσαν την προσαρμογή στην οποία προέβησαν τελικά τα θεσμικά όργανα.

134. Υποστηρίζουν επίσης ότι το νομικό κριτήριο που προτείνει η Επιτροπή για να εξακριβωθεί αν η διαδικαστική παρατυπία την οποία διέπραξαν τα θεσμικά όργανα θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν, συγκρίνοντας τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει οι Niko Tube και NTRP πριν τη δημοσιοποίηση της αιτιολογίας που περιλαμβανόταν στην τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006 με τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν μετά τη δημοσιοποίηση αυτή, παραβλέπει τον περιορισμένο βαθμό του ελέγχου που ασκεί το Πρωτοδικείο επί των αποδεικτικών στοιχείων. Το Πρωτοδικείο ορθώς αρκέστηκε στην εξακρίβωση ότι η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετική έκβαση αν είχε δοθεί στις πρωτοδίκως προσφεύγουσες η ευκαιρία να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τους λόγους που υπαγόρευσαν την προσαρμογή στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας.

135. Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του Συμβουλίου που αντλείται από φερόμενη ασυνέπεια της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου σχετικά με την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Niko Tube, η Niko Tube και η NTRP υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα, πρωτοδίκως, ότι δεν αποδεικνύεται έλεγχος της SEPCO από τη Niko Tube δεν σημαίνει ότι δεν προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της Niko Tube. Κατά την άποψη των εν λόγω εταιριών, αν η Niko Tube είχε ενημερωθεί εγκαίρως για τους λόγους της επίδικης προσαρμογής, θα μπορούσε να επικεντρώσει τα επιχειρήματά της στους λόγους αυτούς κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, επηρεάζοντας την έκβασή της.

2.      Ανάλυση

136. Κατ’ αρχάς, επιθυμώ να υπενθυμίσω ότι, όπως επισημαίνει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία παραπέμπει με τη σκέψη 201 αυτής, το άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού παρέχει, μεταξύ άλλων, στους καταγγέλλοντες, εισαγωγείς και εξαγωγείς, καθώς και στις αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και στους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής, το δικαίωμα να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων.

137. Από τη νομολογία στην οποία παραπέμπει το Πρωτοδικείο προκύπτει επίσης ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει να είναι ήδη σε θέση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιούν επωφελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές των αναφερομένων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που απορρέει από αυτήν (26).

138. Επισημαίνω ότι, με τη σκέψη 203 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε, χωρίς αυτό να αντικρουστεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, ότι με το δεύτερο από 24 Απριλίου 2006 έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων η Επιτροπή πληροφόρησε τις Niko Tube και NTRP ότι, όσον αφορά τις πωλήσεις προς την Κοινότητα στις οποίες είχε παρέμβει η SEPCO, η προσαρμογή είχε γίνει στην πραγματικότητα βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού και όχι βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, όπως εσφαλμένα αναφερόταν στο πρώτο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων. Το Πρωτοδικείο επεσήμανε επίσης ότι, μολονότι η Επιτροπή ανέφερε στο εν λόγω έγγραφο ότι το ποσό της πραγματοποιηθείσας μειώσεως παρέμεινε αμετάβλητο, εντούτοις δεν έδωσε καμία δικαιολογία για την εφαρμογή εν προκειμένω του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

139. Επιπλέον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό στον οποίο προέβη το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η ενημέρωση για την επίδικη προσαρμογή και για τους λόγους για τους οποίους πραγματοποιήθηκε ήταν ουσιώδης, καθόσον επηρέασε άμεσα το επίπεδο του δασμού αντιντάμπινγκ.

140. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι τα θεσμικά όργανα σφάλλουν προσάπτοντας στο Πρωτοδικείο ότι ουσιαστικά απαίτησε από την Επιτροπή να ενημερώσει τις Niko Tube και NTRP κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας όχι μόνο για το ότι εκτιμούσε ότι έπρεπε να γίνει προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, αλλά και για τους λόγους που δικαιολογούσαν την προσαρμογή αυτή, δηλαδή για τις περιστάσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στήριξε την εκτίμησή της.

141. Πράγματι, εφόσον αυτές οι περιστάσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία κρίθηκαν ουσιώδη, θα έπρεπε να έχουν ανακοινωθεί σε ένα στάδιο κατά το οποίο οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες μπορούσαν ακόμα να καταστήσουν επωφελώς γνωστή την άποψή τους, ιδίως σχετικά με τη λυσιτέλεια των εν λόγω περιστάσεων και αποδεικτικών στοιχείων, πριν την έκδοση του επίδικου κανονισμού. Όπως όμως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή ανακοίνωσε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τους συγκεκριμένους λόγους που υπαγόρευαν, κατά την άποψή της, την προσαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού μόνο με την τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006, δηλαδή μια ημέρα πριν την έκδοση του επίδικου κανονισμού.

142. Εντούτοις, όπως ορθώς επίσης υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η διαδικαστική παρατυπία εκ μέρους της Επιτροπής δεν μπορεί να συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των πρωτοδίκως προσφευγουσών δικαιολογούσα την ακύρωση του επίδικου κανονισμού, παρά μόνον αν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες αποδείκνυαν όχι ότι ο κανονισμός θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι κάτι τέτοιο δεν αποκλειόταν απολύτως, έτσι ώστε θα μπορούσαν να είχαν οργανώσει καλύτερα την άμυνά τους αν δεν είχε υπάρξει η εν λόγω διαδικαστική παρατυπία (27). Επομένως, οι Niko Tube και NTRP έπρεπε να αποδείξουν ότι, αν δεν είχε υπάρξει η εν λόγω παρατυπία, υπήρχε η δυνατότητα η διοικητική διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και ότι, συνεπώς, η παρατυπία επηρέασε με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνάς τους (28).

143. Χωρίς να αμφισβητεί τη νομολογία αυτή, το Συμβούλιο φρονεί ότι το Πρωτοδικείο δεν εξακρίβωσε με συγκεκριμένο τρόπο, ενόψει των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιόν του, ποια στοιχεία δεν ανακοινώθηκαν στις πρωτοδίκως προσφεύγουσες λόγω της καθυστερημένης αποστολής της τηλεομοιοτυπίας της 26ης Ιουνίου 2006.

144. Φρονώ ότι η κριτική αυτή είναι απορριπτέα.

145. Συναφώς, επισημαίνω ότι, με τη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο τόνισε, σε σχέση με τα τρία στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εργασίες της SEPCO ήταν παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, ότι «αποδείχθηκε, στις σκέψεις 185 έως 188 [της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως], βάσει των επιχειρημάτων των προσφευγουσών στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, ότι τα τρία αυτά στοιχεία δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενδείξεις από τις οποίες να μπορεί να διαπιστωθεί, αφενός, ότι η SEPCO ασκεί εργασίες παρόμοιες προς εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται έναντι προμήθειας και, αφετέρου, ότι η SEPCO και η NTRP δεν αποτελούν μια ενιαία οικονομική οντότητα. Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι οι προσφεύγουσες απέδειξαν ότι η προγενέστερη ανακοίνωση των στοιχείων που περιλαμβάνονταν στην τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006 θα τους είχε παράσχει τη δυνατότητα να προβούν στη σχετική απόδειξη, πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, και, με τον τρόπο αυτό, να στηρίξουν τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα απτό στοιχείο που να δικαιολογεί την επίδικη προσαρμογή» (29).

146. Όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία παραπέμπει στον ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο που πραγματοποιήθηκε με τις σκέψεις 185 έως 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες, όπως υπογράμμισα ανωτέρω, γίνεται κατ’ επανάληψη αναφορά στην επιχειρηματολογία και στις ενδείξεις που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, στα στοιχεία που του προσκόμισαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες προκειμένου να εξακριβώσει αν η διαδικαστική παρατυπία η οποία προσαπτόταν στην Επιτροπή είχε επηρεάσει με συγκεκριμένο τρόπο το δικαίωμα των πρωτοδίκως προσφευγουσών να προβάλουν την άποψή τους κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας.

147. Αντιθέτως, φρονώ ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου, και ειδικότερα η σκέψη 209 σε συνδυασμό με τις σκέψεις 188 έως 190, πάσχει λόγω αντιφατικών αιτιολογιών και ανεπαρκούς αιτιολογίας όσον αφορά τη διαπίστωση ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της Niko Tube.

148. Πράγματι, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να απορρίψει επί της ουσίας τον λόγο προσφυγής που αφορούσε την προσαρμογή της τιμής εξαγωγής της SEPCO όσον αφορά συναλλαγές σχετικά με σωλήνες που κατασκεύαζε η Niko Tube, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα επιχειρήματα που εξέθεσαν κατά τη διάρκεια της δίκης οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες και συγχρόνως να κρίνει ότι τα ίδια επιχειρήματα θα μπορούσαν, αν είχαν προβληθεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας εφόσον δεν είχε σημειωθεί η διαδικαστική παρατυπία της Επιτροπής, να οδηγήσουν σε αποτέλεσμα διαφορετικό από αυτό στο οποίο οδηγήθηκαν τα θεσμικά όργανα.

149. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον το Πρωτοδικείο απέρριψε επί της ουσίας το σκέλος του λόγου προσφυγής με το οποίο ζητείτο η ακύρωση του επίδικου κανονισμού σε σχέση με την προσαρμογή της τιμής εξαγωγής της SEPCO όσον αφορά συναλλαγές σχετικά με σωλήνες που κατασκεύαζε η Niko Tube, δεν μπορούσε, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της εν λόγω εταιρίας, απλώς να παραπέμψει σε ουσιαστικούς λόγους που δεν αφορούσαν ειδικώς τη Niko Tube. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο έπρεπε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους, παρά την απόρριψη του εν λόγω σκέλους, τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιόν του οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες θα μπορούσαν, αν είχαν εκτεθεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, να οδηγήσουν τη διαδικασία αυτή σε έκβαση διαφορετική από εκείνη στην οποία κατέληξαν τα θεσμικά όργανα. Παραλείποντας να διευκρινίσει αυτούς τους λόγους το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε ανεπαρκώς, κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα που εκτίθεται στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το οποίο, κατ’ ουσίαν, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες απέδειξαν ότι η προγενέστερη ανακοίνωση των στοιχείων που περιλαμβάνονταν στην τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουνίου 2006 θα τους είχε παράσχει τη δυνατότητα να αποδείξουν, πριν την έκδοση του προσβαλλόμενου επίδικου κανονισμού, ότι η Επιτροπή δεν διέθετε κανένα απτό στοιχείο που να δικαιολογεί την επίδικη προσαρμογή όσον αφορά τη Niko Tube.

150. Φρονώ ότι η εκτίμηση αυτή δεν προσκρούει στην άποψη ότι ορισμένα από τα επιχειρήματα που εκτίθενται στις σκέψεις 185 και 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορούν τόσο την NTRP όσο και τη Niko Tube.

151. Πράγματι, στον βαθμό που το Πρωτοδικείο, εμμέσως πλην σαφώς, δεν έκρινε, όσον αφορά την εκτίμηση επί της ουσίας του λόγου προσφυγής που αφορούσε την επίδικη προσαρμογή, ότι τα επιχειρήματα αυτά μπορούσαν, αυτά και μόνο, να οδηγήσουν στην αποδοχή του οικείου λόγου προσφυγής και στην ακύρωση του επίδικου κανονισμού καθόσον η προσαρμογή αφορούσε πωλήσεις προς εξαγωγή από τη SEPCO σωλήνων τους οποίους κατασκεύαζε η Niko Tube, δεν αντιλαμβάνομαι πώς, χωρίς ειδική αιτιολογία εκ μέρους του Πρωτοδικείου, το γεγονός ότι θα μπορούσε να γίνει επίκληση των επιχειρημάτων αυτών στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας θα είχε προσφέρει μια συγκεκριμένη δυνατότητα στις πρωτοδίκως προσφεύγουσες να οδηγήσουν τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετική έκβαση.

152. Συναφώς, όπως προκύπτει εμμέσως από την εκτίμηση που εκτίθεται στο σημείο 146 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι οι NTRP και Niko Tube εσφαλμένως υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της εξακριβώσεως ενδεχόμενης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των εν λόγω επιχειρήσεων, δεν μπορούσε να εξετάσει τα νέα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιόν του χωρίς να υπερβεί την έκταση του περιθωριακού ελέγχου που ασκεί στο ζήτημα αυτό.

153. Πράγματι, όπως και για κάθε λόγο που προβάλλεται προς θεμελίωση προσφυγής ακυρώσεως, ο προσφεύγων φέρει το βάρος να αποδείξει την προσβολή των διαδικαστικών του δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, προκειμένου να γίνει δεκτός ένας τέτοιος λόγος και να ακυρωθεί ως εκ τούτου πράξη της Ένωσης, πρέπει να αποδεικνύεται ότι τα δικαιώματα άμυνας επηρεάστηκαν με συγκεκριμένο τρόπο, ο προσφεύγων ο οποίος προβάλλει τον συναφή λόγο ακυρώσεως κατά της νομιμότητας μιας τέτοιας πράξεως είναι εκείνος που πρέπει να διευκρινίσει επαρκώς τα επιχειρήματα τα οποία θα είχε εκθέσει αν δεν είχε σημειωθεί η προσαπτόμενη διαδικαστική παρατυπία και τα οποία είναι διαφορετικά από εκείνα που μπόρεσε να προβάλει στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, πριν λάβει χώρα η προσαπτόμενη παρατυπία. Στο πλαίσιο της εξετάσεως ενός τέτοιου λόγου, το Πρωτοδικείο νομιμοποιείται να εξετάσει αν η επίδικη διαδικαστική παρατυπία επηρέασε με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντα (30). Η εξέταση αυτή δεν υπερβαίνει κατ’ ουδένα τρόπο τα όρια του ελέγχου που ασκούν τα δικαστήρια της Ένωσης. Αντιθέτως, συμβάλλει, κατά τη γνώμη μου, στην πλήρη και ολοσχερή εξακρίβωση ενδεχόμενης παραβιάσεως, από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, της θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα άμυνας πρέπει να γίνονται σεβαστά σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική πράξη (31).

154. Ανάλογες σκέψεις υπαγορεύουν την απόρριψη της γενικής θέσεως της Επιτροπής ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε, με τη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να παραπέμψει στην ανάλυσή του σχετικά με την εξέταση επί της ουσίας της επίδικης προσαρμογής. Πράγματι, στον βαθμό που η επίκριση αυτή αφορά την NTRP, η παραπομπή που γίνεται με τη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει ως μόνο σκοπό να αποδείξει ότι, αν η NTRP είχε την ευκαιρία, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιήσει τα στοιχεία που προσκόμισε στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου και τα οποία αναφέρονται στις σκέψεις 185 έως 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, θα μπορούσε να ασκήσει καλύτερα τα δικαιώματα άμυνάς της.

155. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον δέχεται τον έκτο λόγο προσφυγής ο οποίος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Niko Tube, στην έκταση που αφορά την προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε επί της τιμής εξαγωγής την οποία εφάρμοζε η SEPCO όσον αφορά συναλλαγές σχετικά με σωλήνες τους οποίους κατασκεύαζε η Niko Tube, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

156. Αντιθέτως, προτείνω να απορριφθεί εν όλω η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής, διότι δεν περιέχει λόγο αναιρέσεως όμοιο με αυτόν τον οποίο προβάλλει το Συμβούλιο και ο οποίος προτείνω να γίνει δεκτός.

157. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να εξεταστούν οι δύο λόγοι ανταναιρέσεως των Niko Tube και NTRP οι οποίοι στρέφονται κατά εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου διαφορετικών από τις εκτιμήσεις οι οποίες αφορούν την προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

 Δ —      Επί των δύο πρώτων λόγων ανταναιρέσεως των Niko Tube και NTRP

158. Εκτός του τρίτου λόγου, ο οποίος εξετάστηκε ανωτέρω, οι Niko Tube και NTRP προβάλλουν, με την ανταναίρεσή τους, δύο άλλους λόγους που αντλούνται από πεπλανημένες νομικές εκτιμήσεις στις οποίες υπέπεσε, κατά την άποψή τους, το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο του ελέγχου του υπολογισμού της κανονικής αξίας και του προσδιορισμού της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης, αντιστοίχως.

1.      Επί του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως που αντλείται από πεπλανημένες νομικές εκτιμήσεις κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας από το Πρωτοδικείο

159. Πριν εξετάσω τον παρόντα λόγο ανταναιρέσεως, ο οποίος διαιρείται σε πέντε σκέλη, θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω τα κύρια μέρη του ιστορικού της διαφοράς σχετικά με την εξαίρεση των υπαγόμενων στον ΑΕΠ ΚΕ4 ατομικών σωλήνων.

 α)      Κύρια μέρη του ιστορικού της διαφοράς σχετικά με την εξαίρεση των υπαγόμενων στον ΑΕΠ ΚΕ4 ατομικών σωλήνων

160. Στο πλαίσιο της έρευνάς της, η Επιτροπή έδωσε τον ορισμό του οικείου προϊόντος (σωλήνες χωρίς συγκόλληση), ο οποίος επεξηγείται στο ερωτηματολόγιο που απεστάλη στους ενδιαφερομένους. Στο ίδιο ερωτηματολόγιο ανέφερε ότι, προκειμένου να πραγματοποιηθεί δίκαιη σύγκριση των τιμών του οικείου προϊόντος, είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει σύστημα κατατάξεως του προϊόντος αποκαλούμενο «ΑΕΠ», που αποτελείται από εξαψήφιο κωδικό (για παράδειγμα, ΑΕΠ JB21YN), ο οποίος εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη δασμολογική κατάταξη και τα ίδια φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά (διάμετρος, πάχος) των οικείων σωλήνων χωρίς συγκόλληση. Το κείμενο του ερωτηματολογίου επέμενε στο γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τους αριθμούς ελέγχου των προϊόντων στο σύνολο της απαντήσεώς τους κατά αυστηρά ακριβή και συνεκτικό τρόπο.

161. Με την απάντηση στο ερωτηματολόγιο την οποία υπέβαλε τον Ιούνιο 2005, η SPIG παρέσχε λεπτομερή κατάλογο ανά συναλλαγή των πωλήσεων που είχε πραγματοποιήσει στην Ουκρανία, καθώς και κατάλογο των προμηθευτών της. Εντούτοις, η SPIG δεν χρησιμοποίησε το σύστημα έξι ψηφίων που ζητούσε η Επιτροπή με το ερωτηματολόγιό της, αλλά ένα απλουστευμένο σύστημα τριών ψηφίων. Στον κατάλογο πωλήσεων που απέστειλε η SPIG περιλαμβάνονται έξι συναλλαγές με τον κωδικό KE4. Η NTRP εμφανιζόταν στον κατάλογο ως ο μόνος προμηθευτής σωλήνων υπαγόμενων στον ΑΕΠ KE4. Η Επιτροπή βασίστηκε στον κατάλογο αυτόν, ο οποίος επαληθεύτηκε επιτόπου, προκειμένου να υπολογίσει την κανονική αξία.

162. Στην αλληλογραφία τους με την Επιτροπή μετά το πρώτο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων, οι Niko Tube και NTRP υπογράμμισαν ότι οι υπαγόμενοι στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες έπρεπε να αποκλειστούν από τον υπολογισμό, διότι δεν περιλαμβάνονταν στο οικείο προϊόν και, εν πάση περιπτώσει, δεν κατασκευάζονταν από αυτές.

163. Με το δεύτερο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων, το οποίο εκδόθηκε στις 24 Απριλίου 2006, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα περί αποκλεισμού από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων που υπάγονταν στον ΑΕΠ KE4. Το εν λόγω έγγραφο ανέφερε ότι η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη τα σχόλια που αφορούσαν τις υπαγόμενες στον ΑΕΠ KE4 εθνικές πωλήσεις, αλλά δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσει τις νέες πληροφορίες που είχαν δώσει οι Niko Tube και NTRP.

164. Οι δύο αυτές εταιρίες επανέλαβαν το αίτημα αποκλεισμού με την απάντησή τους στο δεύτερο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων, η οποία φέρει ημερομηνία 4 Μαΐου 2006. Με την απάντηση αυτή, επιβεβαιώθηκε ότι ο όμιλος Interpipe δεν κατασκεύαζε κανέναν από τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες, και ειδικότερα τους 63,1 τόνους σωλήνων χωρίς συγκόλληση, σύμφωνων προς την τεχνική προδιαγραφή TU 14-3P-197-2001. Στην ίδια απάντηση αναφερόταν ότι από τους διάφορους καταλόγους πωλήσεων που είχαν αποσταλεί στην Επιτροπή προέκυπτε σαφώς ότι, για τους εν λόγω σωλήνες χωρίς συγκόλληση, ο όμιλος Interpipe ενεργούσε απλώς ως διανομέας και ότι οι υπαγόμενοι στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες κατασκευάζονταν μόνον από την NTRP.

165. Η Επιτροπή απέρριψε και πάλι το αίτημα αποκλεισμού με την τηλεομοιοτυπία της 26ης Ιουλίου 2006, μεταξύ άλλων, διότι τα δεδομένα που αφορούσαν τους εν λόγω σωλήνες δεν μπορούσαν να θεωρηθούν επαρκώς αξιόπιστα χωρίς νέα επαλήθευση επιτόπου, η οποία κρίθηκε εξαιρετικά δύσκολο να διοργανωθεί σε τόσο προχωρημένο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας.

166. Με την προσφυγή τους για την ακύρωση του επίδικου κανονισμού, οι Niko Tube και NTRP υπογράμμισαν ότι τα θεσμικά όργανα είχαν υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως περιλαμβάνοντας στον υπολογισμό της κανονικής αξίας, και συνεπώς του περιθωρίου ντάμπινγκ, τα δεδομένα που αφορούσαν σωλήνες υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 και σύμφωνους προς την τεχνική προδιαγραφή TU 14-3P-197‑2001, καθώς και ότι είχαν παραβιάσει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και την υποχρέωση αιτιολογίας και είχαν προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας.

167. Το Πρωτοδικείο απέρριψε εν όλω αυτούς τους λόγους.

168. Όσον αφορά την εξέταση της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως την οποία προσήψαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες και η οποία περιλάμβανε παραβίαση της υποχρεώσεως επιμέλειας, το Πρωτοδικείο εξέτάσε αν τα στοιχεία που υπέβαλαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας αρκούσαν προς συναγωγή του συμπεράσματος ότι οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες δεν κατασκεύαζαν τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 ατομικούς σωλήνες, πράγμα που θα σήμαινε ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι τα στοιχεία αυτά έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο νέας επιτόπιας επαληθεύσεως στις εγκαταστάσεις των πρωτοδίκως προσφευγουσών.

169. Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ αρχάς, ότι οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες δεν ανέγραψαν την προδιαγραφή TU 14-3P-197-2001 στον κατάλογο των εθνικών και εξαγωγικών πωλήσεών τους, πράγμα που αποτελεί ένδειξη ότι ούτε οι ίδιες ούτε η SPIG πώλησαν τέτοιους ατομικούς σωλήνες. Επίσης, το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι από τους καταλόγους κόστους παραγωγής των πρωτοδίκως προσφευγουσών προέκυψε ότι τα προϊόντα που αναφέρονται στους καταλόγους αυτούς δεν κατασκευάζονταν κατ’ εφαρμογή της εν λόγω προδιαγραφής.

170. Εντούτοις, το Πρωτοδικείο επεσήμανε επίσης ότι ο κατάλογος των πωλήσεων της SPIG στην εθνική αγορά ανέφερε έξι συναλλαγές σχετικά με υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες που κατασκευάζονταν κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας τεχνικής προδιαγραφής. Με τη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι ο κατάλογος των προμηθευτών και των αγορών της SPIG ανέφερε έναν και μοναδικό προμηθευτή για τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες, ήτοι την NTRP. Στον κατάλογο αυτόν θα έπρεπε να αναφέρονται μόνον οι προμηθευτές των οποίων τα προϊόντα είχαν μεταπωληθεί στην Ένωση. Καθόσον τα στοιχεία της δικογραφίας επιβεβαίωναν ότι οι σωλήνες που υπάγονται στον κωδικό ΑΕΠ KE4 και στην τεχνική προδιαγραφή TU 14-3P-197-2001 είχαν μεταπωληθεί στην εθνική ουκρανική αγορά και ότι όλοι οι σωλήνες που υπάγονται στον κωδικό ΑΕΠ KE4, όχι όμως αυτοί της τεχνικής προδιαγραφής TU 14‑3P‑197‑2001, που κατασκεύαζε η NTRP μεταπωλήθηκαν, από τη SPIG, στην κοινοτική αγορά, το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η SPIG δεν υπέπεσε σε πλάνη παραλείποντας να αναφέρει, στον κατάλογο των προμηθευτών και των αγορών της, άλλον προμηθευτή εκτός της NTRP για τους σωλήνες που υπάγονται στον ΑΕΠ KE4.

171. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο επεσήμανε, με τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός, αφενός, ότι ο κατάλογος εθνικών πωλήσεων της SPIG ανέφερε συναλλαγές σχετικές με σωλήνες υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 και σύμφωνους προς την τεχνική προδιαγραφή TU 14-3P-197-2001 και, αφετέρου, ότι ο κατάλογος των προμηθευτών και των αγορών της SPIG περιελάμβανε ένα μόνον προμηθευτή για τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες ενδέχεται να προκάλεσε σύγχυση στους επιφορτισμένους με την έρευνα υπαλλήλους της Επιτροπής. Με τις σκέψεις 50 και 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, μετά από επιμελή αξιολόγηση των απαντήσεων των πρωτοδίκως προσφευγουσών και της συνδεόμενης με αυτές εταιρίας πωλήσεως SPIG στο ερωτηματολόγιο, η Επιτροπή διέθετε αντιφατικές πληροφορίες ή, τουλάχιστον, πληροφορίες αμφίβολης εγκυρότητας, ενώ οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες δεν επιδίωξαν να διαλύσουν τις αμφιβολίες της Επιτροπής έναντι των ως άνω αντιφάσεων. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι εναπόκειτο στις πρωτοδίκως προσφεύγουσες να αποδείξουν ότι οι έξι επίμαχες συναλλαγές αφορούσαν αγορές της SPIG σωλήνων υπαγομένων στον ΑΕΠ KE4 και σύμφωνων προς την τεχνική προδιαγραφή TU 14-3P-197-2001 από ανεξάρτητο προμηθευτή, πράγμα το οποίο δεν έπραξαν, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως, ότι η κανονική αξία προσδιορίστηκε ευλόγως, σύμφωνα με τη νομολογία, και ότι το Συμβούλιο δεν είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

172. Όσον αφορά τον λόγο που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον το Συμβούλιο δέχθηκε να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ υπαγόμενα σε ορισμένους ΑΕΠ προϊόντα που δεν κατασκεύαζαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες, αλλά όχι τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 και σύμφωνους προς την τεχνική προδιαγραφή TU 14-3P-197-2001 σωλήνες, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 59 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ενώ η NTRP κατασκεύαζε τους σωλήνες αυτούς, οι σωλήνες που υπάγονται σε άλλους ΑΕΠ δεν εμφαίνονταν πουθενά στους καταλόγους πωλήσεων και εξόδων παραγωγής των πρωτοδίκως προσφευγουσών, ενώ, επιπλέον, ο κατάλογος των προμηθευτών και των αγορών της SPIG ανέφερε ένα μόνον προμηθευτή για τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες, ήτοι την NTRP. Συνεπώς, απέρριψε τον λόγο προσφυγής.

173. Εξάλλου, με τις σκέψεις 67 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε τους λόγους προσφυγής που αντλούντο από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

 β)      Επί των πέντε σκελών του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως

174. Οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους απορρίπτοντας τους λόγους προσφυγής που αντλούντο από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Δεύτερον, ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου. Τρίτον, οι Niko Tube και NTRP προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν αποφάνθηκε σχετικά με έναν πρόσθετο λόγο προσφυγής. Τέταρτον, ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της υποχρεώσεως επιμέλειας και τέλος, πέμπτον, ότι παραμόρφωσε την απερίφραστη έννοια των αποδεικτικών μέσων.

 γ)      Επί των δύο πρώτων σκελών που αντλούνται, αντιστοίχως, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και υπέρβαση των ορίων του δικαστικού ελέγχου

i)      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

175. Μολονότι οι Niko Tube και NTRP δέχονται ότι είχαν τη δυνατότητα πρωτοδίκως να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε το Πρωτοδικείο, ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους, βασιζόμενο, με τις σκέψεις 47 έως 55, καθώς και με τις σκέψεις 59 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε νέα στοιχεία της υποθέσεως που δεν τους είχαν ανακοινωθεί κατά τη διοικητική διαδικασία. Αυτό ισχύει, κατά την άποψή τους, για τη νέα αιτιολογία που παρουσίασαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προκειμένου να δικαιολογήσουν την εσφαλμένη εξαίρεση των υπαγόμενων στον ΑΕΠ KE4 ατομικών σωλήνων από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, καθώς και για τα νέα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η νέα αυτή αιτιολογία, όπως η λυσιτέλεια του καταλόγου προμηθευτών και αγορών της SPIG, ο ισχυρισμός σχετικά με την έλλειψη συνεργασίας όσον αφορά τη μετάφραση και η υποτιθέμενη έλλειψη αποδείξεων όσον αφορά τον προμηθευτή των εν λόγω ατομικών σωλήνων. Με το δεύτερο σκέλος του λόγου προσφυγής τους, οι Niko Tube και NTRP υπενθυμίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη νέα αιτιολογία προκειμένου να θεμελιώσει την απόρριψη του αιτήματός τους να εξαιρεθούν οι υπαγόμενοι στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες.

176. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως, το οποίο είναι εξαιρετικά συγκεχυμένο, πρέπει να απορριφθεί. Εκτός του ότι οι Niko Tube και NTRP δεν προσδιορίζουν τα στοιχεία βάσει των οποίων το Πρωτοδικείο δεν τους επέτρεψε να ακουστούν, τα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν ότι οι εν λόγω εταιρίες συγχέουν τα δικαιώματα άμυνας με την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Σχετικά με την τελευταία αυτή πτυχή, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι οι Niko Tube και NTRP δεν προσδιορίζουν κατ’ ουδένα τρόπο τα υποτιθέμενα «νέα στοιχεία» στα οποία βασίστηκε το Πρωτοδικείο. Αυτά τα υποτιθέμενα «νέα στοιχεία», κατά την άποψη του Συμβουλίου, δεν είναι παρά συμπληρωματικές εξηγήσεις που στοιχειοθετούν τις διαπιστώσεις οι οποίες περιέχονται στο δεύτερο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεων στοιχείων το οποίο εξέδωσε η Επιτροπή στις 24 Απριλίου 2006 και σύμφωνα με τις οποίες το αίτημα εξαιρέσεως των έξι συναλλαγών που αφορούσαν τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 ατομικούς σωλήνες δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, διότι απαιτούσε συμπληρωματική επαλήθευση νέων πληροφοριών. Εν πάση περιπτώσει, τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνταν να αναφέρουν μόνο την αιτιολογία στην οποία βασίστηκε η πράξη τους, καθώς και την αλληλογραφία με τα μέρη, αλλά μπορούσαν να αναπτύξουν περισσότερο τη θέση τους ενώπιον του Πρωτοδικείου. Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως πρέπει, κατά την άποψή τους, να απορριφθεί για ανάλογους λόγους, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο ενήργησε εντός των ορίων του ελέγχου του.

ii)    Ανάλυση

177. Φρονώ ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, καθόσον σκοπεί στο να διαπιστωθεί ότι το Πρωτοδικείο αγνόησε τις επιταγές του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των Niko Tube και NTRP. Πράγματι, είναι σαφές ότι οι δύο εταιρίες δεν επεσήμαναν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία σχετικά με τα οποία δεν ακούστηκαν από το Πρωτοδικείο. Ομολογούν, εξάλλου, ότι μπόρεσαν να εκθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η εκτίμηση του Πρωτοδικείου που εκτίθεται στις σκέψεις 45 έως 54, 59 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

178. Εξάλλου, και καθόσον αυτό ασκεί επιρροή εν προκειμένω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι Niko Tube και NTRP δεν βάλλουν με την ανταναίρεσή τους κατά της εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου που εκτίθεται στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους εκ μέρους των θεσμικών οργάνων σε σχέση με το αίτημα εξαιρέσεως των υπαγόμενων στον ΑΕΠ KE4 ατομικών σωλήνων.

179. Περισσότερο από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, αυτό που προσάπτεται πράγματι στο Πρωτοδικείο είναι ότι υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου λαμβάνοντας υπόψη, για τη θεμελίωση της απορρίψεως του αιτήματος των Niko Tube και NTRP να εξαιρεθούν οι υπαγόμενοι στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, λόγους οι οποίοι δεν προέκυπταν από τη διοικητική διαδικασία.

180. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως συγχέεται ουσιαστικά με το δεύτερο, το οποίο αντλείται από υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

181. Φρονώ ότι η εξεταζόμενη αιτίαση είναι απορριπτέα.

182. Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι η προβαλλόμενη με την αίτηση ανταναιρέσεως των Niko Tube και NTRP άποψη ότι το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε σε νέα πραγματικά στοιχεία δεν ευσταθεί. Πράγματι, από τις προεκτεθείσες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, κατά την εξέταση των λόγων που αντλούντο από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, απλώς έλαβε υπόψη στοιχεία που προέκυπταν από τα έγγραφα τα οποία αντηλλάγησαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

183. Στη συνέχεια, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Πρωτοδικείο, προκειμένου να εξακριβώσει, όπως του ζητούσαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες, αν το Συμβούλιο είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως απορρίπτοντας το αίτημά τους να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας και του περιθωρίου ντάμπινγκ οι υπαγόμενοι στον ΑΕΠ KE4 ατομικοί σωλήνες λόγω του ότι δεν τους κατασκεύαζαν, εξέτασε, μεταξύ άλλων, την αιτιολογία βάσει της οποίας απορρίφθηκε το αίτημα αυτό, ιδίως ενόψει του πραγματικού πλαισίου στο οποίο εντασσόταν η αιτιολογία αυτή. Η εξέταση αυτή δεν εμπεριέχει, καθεαυτή, πλάνη περί το δίκαιο. Πράγματι, το Πρωτοδικείο δεν υποκατέστησε την αιτιολογία των θεσμικών οργάνων με δική του, αλλά απλώς επανατοποθέτησε στο πλαίσιό της την απόρριψη του αιτήματος των πρωτοδίκως προσφευγουσών επισημαίνοντας, ιδίως, ότι ο κατάλογος των προμηθευτών και των αγορών της SPIG ανέφερε έναν και μοναδικό προμηθευτή για τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες, ήτοι την NTRP, πράγμα που μπορούσε να επηρεάσει το πρωτοδίκως υποστηριχθέν ότι οι προσφεύγουσες δεν κατασκεύαζαν τους εν λόγω σωλήνες.

184. Οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες ασφαλώς δεν μπορούσαν να αγνοούν αυτό το πλαίσιο, όπως επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από τη διαπίστωση που εκτίθεται στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχαν γνωστοποιήσει τιμολόγια τα οποία φέρονταν ότι αφορούσαν έξι συναλλαγές σχετικές με υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες, για τις οποίες ισχυρίζονταν ότι εσφαλμένα εμφαίνονταν στον κατάλογο πωλήσεων της SPIG.

185. Προτείνω λοιπόν να απορριφθούν τα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως.

 δ)      Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αντλείται από παράλειψη απαντήσεως σε λόγο προσφυγής

i)      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

186. Οι Niko Tube και NTRP ισχυρίζονται ότι, με το υπόμνημα απαντήσεως που κατέθεσαν πρωτοδίκως, είχαν εκθέσει ότι οι εξηγήσεις και οι ισχυρισμοί που εκτίθενται στο υπόμνημα αντικρούσεως του Συμβουλίου είχαν προταθεί εκπροθέσμως και δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Το Πρωτοδικείο έλαβε υπό σημείωση αυτόν τον λόγο, όπως προκύπτει από την έκθεση ακροατηρίου της ενώπιόν του δίκης, αλλά δεν απάντησε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

187. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το σκέλος αυτό είναι απαράδεκτο και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο.

ii)    Ανάλυση

188. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες προέβαλαν νέο λόγο κατά τη διάρκεια της δίκης, ο οποίος αντλείτο από τη φερόμενη καθυστέρηση αιτιολογήσεως του επίδικου κανονισμού, στον οποίο θα έπρεπε να απαντήσει το Πρωτοδικείο, είμαι αναγκασμένος να διαπιστώσω ότι το Πρωτοδικείο απάντησε εμμέσως πλην σαφώς στον λόγο αυτό και τον απέρριψε, εξετάζοντας τα λογικά επιχειρήματα που προέβαλαν τα θεσμικά όργανα με γνώμονα το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται.

189. Για τον λόγο αυτό, προτείνω να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως.

 ε)      Επί του τέταρτου σκέλους που αντλείται από πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση της υποχρεώσεως επιμέλειας

i)      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

190. Σύμφωνα με τις Niko Tube και NTRP, το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια της επιμέλειας κρίνοντας, με τις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δύο νόμιμοι λόγοι, από τους δέκα που προέβαλε το Συμβούλιο για να απορρίψει το αίτημα των πρωτοδίκως προσφευγουσών να εξαιρεθούν οι υπαγόμενοι στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή επέδειξε γενικά την επιβαλλόμενη επιμέλεια.

191. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, με αυτό το σκέλος, οι Niko Tube και NTRP προσπαθούν, σε τελική ανάλυση, να θέσουν και πάλι υπό συζήτηση τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο, πράγμα απαράδεκτο στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης. Το Συμβούλιο υπενθυμίζει επίσης ότι η αρχή του καθήκοντος επιμέλειας είναι διαδικαστικής φύσεως, ενώ οι Niko Tube και NTRP αμφισβητούν το αποτέλεσμα του πραγματικού ελέγχου στον οποίο προέβη το Πρωτοδικείο και τα πορίσματα στα οποία κατέληξαν τα θεσμικά όργανα. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι οι ισχυρισμοί των Niko Tube και NTRP σύμφωνα με τους οποίους τα περισσότερα από τα επιχειρήματά του κρίθηκαν αλυσιτελή ή απορρίφθηκαν από το Πρωτοδικείο είναι ψευδείς και ανακριβείς.

ii)    Ανάλυση

192. Κατά πάγια νομολογία, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (32).

193. Στο πλαίσιο αυτό, όπως υπενθύμισε ουσιαστικά το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί από τους διαδίκους, στον τομέα των μέτρων αντιντάμπινγκ, όπου ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην επιφυλασσόμενη στα θεσμικά όργανα εκτίμηση, οφείλει να διαπιστώνει ότι τα εν λόγω όργανα έλαβαν υπόψη όλες τις ασκούσες επιρροή περιστάσεις και εκτίμησαν τα στοιχεία του φακέλου με την απαιτούμενη επιμέλεια ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η κανονική αξία καθορίστηκε ευλόγως, ενόψει των διατάξεων του βασικού κανονισμού (33).

194. Με το παρόν σκέλος, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ουσιαστικά ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να κρίνει βασίμως ότι τα θεσμικά όργανα είχαν εξετάσει με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια τα στοιχεία που αφορούσαν τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες, ενώ είχε απορρίψει ή κρίνει αλυσιτελείς οκτώ από τους δέκα λόγους στους οποίους βασίστηκαν τα θεσμικά όργανα προκειμένου να περιλάβουν τους εν λόγω σωλήνες στον υπολογισμό της κανονικής αξίας και του περιθωρίου ντάμπινγκ.

195. Το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο ορθώς συνήγαγε ότι τα κοινοτικά όργανα δεν παρέβησαν το καθήκον επιμελείας συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (34).

196. Ανεξαρτήτως του ότι το Πρωτοδικείο δεν παρέθεσε κατάλογο δέκα παραγόντων, αλλά υπενθύμισε, με τις σκέψεις 33 έως 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις πέντε ομάδες λόγων που οδήγησαν τα θεσμικά όργανα να απορρίψουν το αίτημα εξαιρέσεως των υπαγόμενων στον ΑΕΠ KE4 σωλήνων από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας και του περιθωρίου ντάμπινγκ, η επιχειρηματολογία των Niko Tube και NTRP βασίζεται, κατά την άποψή μου, σε εσφαλμένη κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

197. Πράγματι, αφενός, όσον αφορά τη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι Niko Tube και NTRP, το Πρωτοδικείο δεν έκρινε «αβάσιμο» το επιχείρημα ότι η SPIG είχε αναφέρει την NTRP ως τον μοναδικό προμηθευτή των εν λόγω σωλήνων. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «η SPIG […] δεν υπέπεσε σε κανένα σφάλμα μην αναφέροντας […] άλλον προμηθευτή εκτός της NTRP».

198. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε ειδικά σχετικά με ορισμένους από τους παράγοντες που απαριθμούνται στην αίτηση ανταναιρέσεως των Niko Tube και NTRP δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο θεώρησε τους παράγοντες αυτούς «αλυσιτελείς». Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο μπορούσε άριστα να κρίνει, για βάσιμους λόγους οικονομίας της δίκης, ότι δεν εναπόκειται σε αυτό, στο πλαίσιο της εξετάσεως λόγου που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως την οποία έπρεπε να αποδείξουν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες, να ελέγξει όλα τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει τα θεσμικά όργανα για τη θεμελίωση του πορίσματός τους, εφόσον ορισμένοι από τους εκτιθέμενους λόγους αρκούσαν για να θεμελιώσουν το συμπέρασμα αυτό.

199. Οι Niko Tube και NTRP ομολογούν ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το γεγονός ότι δεν προσκόμισαν αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει σαφώς ότι οι επίδικοι σωλήνες είχαν αγοραστεί από ανεξάρτητο τρίτο και όχι από την NTRP, καθώς και το γεγονός ότι, κατά την επίσκεψη επιθεωρήσεως επιτόπου, η Επιτροπή δεν έθεσε το θέμα των υπαγόμενων στον ΑΕΠ KE4 σωλήνων, καθόσον οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες δεν είχαν υποβάλει ακόμα το αίτημα εξαιρέσεως των σωλήνων αυτών, συνιστούσαν «εύλογες ανησυχίες». Το ότι οι Niko Tube και NTRP δεν πείθονται από αυτή την εκτίμηση και προσπαθούν να τη θέσουν υπό συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου ασφαλώς δεν αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης (35). Όσον αφορά τη διαπίστωση ότι οι Niko Tube και NTRP δεν προσκόμισαν αποδείξεις σχετικά με το ότι οι επίδικοι σωλήνες είχαν αγοραστεί από ανεξάρτητο τρίτο, οι εταιρίες δεν επισημαίνουν, με το παρόν σκέλος, κάποια πλάνη του Πρωτοδικείου.

200. Εν πάση περιπτώσει, αν υποτεθεί ότι το Πρωτοδικείο έκρινε πράγματι ότι ορισμένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν τα θεσμικά όργανα ήταν αλυσιτελή, αυτό δεν σημαίνει ότι τα θεσμικά όργανα δεν εξέτασαν με προσοχή και αμεροληψία το σύνολο των στοιχείων που τους είχαν ανακοινωθεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

201. Κατά συνέπεια, προτείνω την απόρριψη του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως.

 στ)      Επί του πέμπτου σκέλους που αντλείται από παραμόρφωση της σαφούς έννοιας των αποδεικτικών μέσων

i)      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

202. Επικουρικώς, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τη σαφή έννοια των αποδεικτικών μέσων. Κατά τη γνώμη τους, το Πρωτοδικείο κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες που διαβίβασαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγχυση στους υπαλλήλους της Επιτροπής και ότι η Επιτροπή διέθετε αντιφατικές πληροφορίες (σκέψεις 49 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), ότι η Επιτροπή επέδειξε την επιβαλλόμενη επιμέλεια (σκέψη 52) και ότι οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες δεν επεδίωξαν να διαλύσουν τις αμφιβολίες της Επιτροπής (σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

203. Κατά την άποψη του Συμβουλίου και της Επιτροπής, το πέμπτο σκέλος είναι απαράδεκτο και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο. Ειδικότερα, οι Niko Tube και NTRP δεν απέδειξαν ούτε παραμόρφωση των αποδείξεων ούτε πλάνη εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου που να προκάλεσε τέτοιου είδους παραμόρφωση, αλλά απλώς αμφισβήτησαν τις εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου επικαλούμενες επιχειρήματα τα οποία το Πρωτοδικείο είχε απορρίψει.

ii)    Ανάλυση

204. Όπως προανέφερα, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

205. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η φερόμενη παραμόρφωση πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας και να μη χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (36).

206. Για τη θεμελίωση του πρώτου επιχειρήματός τους, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 49 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η απάντησή τους στο ερωτηματολόγιο που απέστειλε η Επιτροπή δεν περιείχε αντιφατικά στοιχεία. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο δέχθηκε, με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι Niko Tube και NTRP δεν κατασκεύαζαν ατομικούς σωλήνες. Κατά συνέπεια, ήταν σαφές ότι οι σωλήνες αυτοί δεν μπορούσαν παρά να αγοραστούν από εταιρία διαφορετική από την NTRP.

207. Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί.

208. Κατ’ αρχάς, οι Niko Tube και NTRP δεν προσδιορίζουν επακριβώς ποια αποδεικτικά στοιχεία παραμόρφωσε το Πρωτοδικείο.

209. Στη συνέχεια, είναι σημαντικό να επισημανθεί, εν πάση περιπτώσει, ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή διέθετε αντιφατικές πληροφορίες αφού εξέτασε όχι μόνον τις απαντήσεις των Niko Tube και NTRP στο ερωτηματολόγιο, αλλά και την απάντηση της συνδεόμενης εταιρίας πωλήσεών τους, της SPIG. Οι Niko Tube και NTRP δεν ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε την απάντηση της SPIG στο ερωτηματολόγιο που απέστειλε η Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία, ιδίως, ο κατάλογος των πωλήσεων στην αγορά της Ουκρανίας ανέφερε συναλλαγές που αφορούσαν τους υπαγόμενους στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες, ενώ ο κατάλογος που αφορούσε τους προμηθευτές της εν λόγω εταιρίας ανέφερε την NTRP ως μοναδικό προμηθευτή των εν λόγω σωλήνων, όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Καθόσον τα στοιχεία που περιέχονται στην απάντηση αυτή ενδέχεται να αντιφάσκουν προς τα στοιχεία που περιέχονται στις απαντήσεις των Niko Tube και NTRP, τα οποία οι δύο εν λόγω εταιρίες δεν ισχυρίζονται ότι παραμορφώθηκαν από το Πρωτοδικείο, φρονώ ότι ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, μετά από επιμελή εκτίμηση των απαντήσεων των πρωτοδίκως προσφευγουσών και της συνδεόμενης εταιρίας πωλήσεών τους, της SPIG, στο ερωτηματολόγιο, ότι η Επιτροπή διέθετε αντιφατικές πληροφορίες, ή τουλάχιστον πληροφορίες των οποίων η εγκυρότητα μπορούσε να αμφισβητηθεί.

210. Η δεύτερη αιτίαση μπορεί κάλλιστα να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους.

211. Με την τρίτη επίκρισή τους, η οποία αφορά τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι Niko Tube και NTRP ισχυρίζονται ότι η απουσία αγγλικής μεταφράσεως των τιμολογίων αγοράς της SPIG δεν ήταν τίποτα περισσότερο από πρόφαση για να κριθεί ότι οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες δεν επεδίωξαν να διαλύσουν τις αμφιβολίες της Επιτροπής έναντι των αντιφατικών απαντήσεων. Κατά την άποψή τους, από τα τιμολόγια αυτά, τα οποία επισυνάπτονται στο υπόμνημα αντικρούσεως του Συμβουλίου που κατατέθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, προκύπτει σαφώς ότι η SPIG είχε αγοράσει τους ατομικούς σωλήνες από μη συνδεόμενη εταιρία.

212. Συναφώς, είναι σημαντικό να υπενθυμισθεί ότι το Πρωτοδικείο, προκειμένου να θεμελιώσει τη διαπίστωσή του ότι οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες δεν επεδίωξαν να διαλύσουν τις αμφιβολίες της Επιτροπής, επεσήμανε, αφενός, ότι κατά την ακρόαση της 24ης Μαρτίου 2006, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες γνωστοποίησαν στην Επιτροπή διάφορα έγγραφα στην ουκρανική γλώσσα, τα οποία φέρονταν ως τιμολόγια σχετικά με τις έξι συναλλαγές που εσφαλμένα εμφαίνονταν στον κατάλογο πωλήσεων της SPIG και, αφετέρου, ότι, αν και ανέκυψε συναφώς διαφωνία μεταξύ των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όσον αφορά το αν η Επιτροπή είχε ζητήσει μετάφραση των εγγράφων αυτών κατά την ακρόαση της 24ης Μαρτίου 2006, εναπέκειτο στις προσφεύγουσες να αποδείξουν το γεγονός που προέβαλαν, ότι, δηλαδή, η SPIG είχε αγοράσει τους επίδικους σωλήνες από ανεξάρτητο προμηθευτή.

213. Επισημαίνω ότι οι Niko Tube και NTRP δεν αντέγραψαν ούτε επισύναψαν τα επίδικα τιμολόγια στην αίτηση ανταναιρέσεώς τους, προκειμένου να αποδείξουν τη φερόμενη παραμόρφωση των εγγράφων αυτών από το Πρωτοδικείο, αλλά απλώς παραπέμπουν το Δικαστήριο σε παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως του Συμβουλίου, το οποίο κατατέθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου και το οποίο περιέχει αντίγραφα των εν λόγω εγγράφων. Σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 205 των παρουσών προτάσεων, το γεγονός αυτό αρκεί, κατά την άποψή μου, για να απορριφθεί η κρινόμενη αιτίαση.

214. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι παραμόρφωσε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι οι Niko Tube και NTRP ουδέποτε ανέφεραν επακριβώς τα τμήματα των εγγράφων αυτών από τα οποία προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η SPIG είχε αγοράσει τους επίδικους σωλήνες από εταιρία διαφορετική από την NTRP, χωρίς μάλιστα να έχει προσκομιστεί μετάφραση των οικείων αποσπασμάτων των εγγράφων αυτών σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης. Αν, όπως υποστηρίζουν οι Niko Tube και NTRP με την αίτηση ανταναιρέσεώς τους, τα έγγραφα αυτά είχαν τη σημασία που τους αποδίδουν σήμερα οι εν λόγω εταιρίες προκειμένου να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό της κανονικής αξίας οι υπαγόμενοι στον ΑΕΠ KE4 σωλήνες, οι δύο εταιρίες θα έπρεπε ασφαλώς να δώσουν τη δυνατότητα στα θεσμικά όργανα και στο Πρωτοδικείο να επαληθεύσουν πλήρως τη γνησιότητα και το περιεχόμενό τους.

215. Για όλους αυτούς τους λόγους, φρονώ ότι πρέπει να απορριφθεί το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως.

216. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος ανταναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.      Επί του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση από το Πρωτοδικείο του προσδιορισμού της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης

 α)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

217. Ο δεύτερος λόγος ανταναιρέσεως στρέφεται κατά των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν «τις συνέπειες που είχε η έλλειψη απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους των συνδεόμενων με τους παραγωγούς [της Ένωσης] εταιριών».

218. Ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι, καθόσον καθένας από τους πέντε δειγματοληπτικά επιλεγέντες παραγωγούς σωλήνων χωρίς συγκόλληση στην Ένωση συνδέεται με μία ή περισσότερες εταιρίες παραγωγής ή πωλήσεως που δεν έδωσαν χωριστή απάντηση στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πέντε αυτοί παραγωγοί συνεργάστηκαν πλήρως. Για τον λόγο αυτό, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι αυτή η άρνηση συνεργασίας εκ μέρους των παραγωγών της Ένωσης έπρεπε να οδηγήσει τα θεσμικά όργανα να θέσουν τέλος στην έρευνα και ότι, εν πάση περιπτώσει, η φερόμενη ζημία που υπέστη η Ένωση λόγω της πρακτικής ντάμπινγκ που τους προσήπτετο βασιζόταν, μεταξύ άλλων, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους.

219. Το Πρωτοδικείο εξέτασε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τους πέντε ακόλουθους λόγους που προέβαλαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες, και συγκεκριμένα παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού, παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

220. Το Πρωτοδικείο απέρριψε εν όλω αυτούς τους λόγους προσφυγής.

221. Με τον δεύτερο λόγο ανταναιρέσεώς τους, οι Niko Tube και NTRP στρέφονται ουσιαστικά κατά των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν την παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού (σκέψεις 88 έως 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) και την παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (σκέψεις 130 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

222. Ασφαλώς, με το σημείο 187 της αιτήσεως ανταναιρέσεως, οι Niko Tube και NTRP προβάλλουν επίσης πλάνη περί το δίκαιο στη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αφορά την εξέταση της παραβάσεως του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Εντούτοις, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το Πρωτοδικείο ανέπτυξε τις αιτιολογίες που εκτίθενται στην εν λόγω σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως απλώς και μόνον «ως εκ περισσού». Σύμφωνα με τη νομολογία, και λαμβανομένου υπόψη ότι οι Niko Tube και NTRP δεν στρέφονται κατά της κύριας εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου που εκτίθεται στη σκέψη 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, λόγος που στρέφεται κατά πλεοναστικού σημείου του σκεπτικού αποφάσεως του Πρωτοδικείου δεν μπορεί να επιφέρει την αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως και συνεπώς είναι αλυσιτελής (37).

223. Έτσι όπως οριοθετήθηκε, ο δεύτερος λόγος ανταναιρέσεως διαιρείται σε δέκα σκέλη. Οκτώ από αυτά τα σκέλη στρέφονται κατά των σκέψεων 88 έως 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή κατά των εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου που αφορούν την «παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3, 5, 6 και 7 του βασικού κανονισμού». Δύο από αυτά τα σκέλη στρέφονται κατά της εξετάσεως, με τις σκέψεις 130 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της παραβάσεως του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

224. Θα εξετάσω κατά σειρά τις δύο αυτές ομάδες.

 β)      Επί των οκτώ σκελών του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση της φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού

i)      Συνοπτικό ιστορικό των σχετικών πτυχών της διαφοράς και κρίσεις του Πρωτοδικείου

225. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 12 του επίδικου κανονισμού, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού των εταιριών που στήριξαν την καταγγελία κατά της πρακτικής που προσαπτόταν ιδίως στις Niko Tube και NTRP, η Επιτροπή περιόρισε, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, την έρευνά της σε αντιπροσωπευτικό δείγμα πέντε παραγωγών της Ένωσης που υποστήριξαν την καταγγελία, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι σε τέσσερα κράτη μέλη και αντιπροσώπευαν το 49 % της συνολικής παραγωγής του οικείου προϊόντος στην Ένωση. Ο επίδικος κανονισμός αναφέρει επίσης, αφενός, ότι η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγιο στους παραγωγούς αυτούς, οι οποίοι της απάντησαν και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή πραγματοποίησε επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριών που έλαβε από τις εταιρίες αυτές. Ο επίδικος κανονισμός περιέχει επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, εξέταση του αντικτύπου όλων των οικονομικών παραγόντων που επηρέασαν την κατάσταση της βιομηχανίας της Ένωσης, καθώς και εξέταση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της προκληθείσας ζημίας, ιδίως με εξέταση των επιπτώσεων άλλων εξωτερικών παραγόντων, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού. Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 234 και 235 του επίδικου κανονισμού αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού τον οποίο προβλέπει το άρθρο 9 του βασικού κανονισμού, οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του οικείου προϊόντος καθορίζονται στο χαμηλότερο από τα διαπιστωθέντα περιθώρια (ντάμπινγκ ή ζημίας), δηλαδή εν προκειμένω στο περιθώριο ντάμπινγκ.

226. Ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ουσιαστικά ότι η έλλειψη συνεργασίας στο πλαίσιο της έρευνας εκ μέρους δέκα περίπου εταιριών συνδεόμενων με τους παραγωγούς της Ένωσης οι οποίοι είχαν περιληφθεί στο δείγμα της Επιτροπής αλλοίωσε την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης, πράγμα που οδήγησε σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο απαιτεί, μεταξύ άλλων, η ζημία να προσδιορίζεται βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων.

227. Όπως προανέφερα, το Πρωτοδικείο απέρριψε αυτόν τον λόγο.

228. Κατ’ αρχάς, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, με τη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν έχουν την εξουσία να υποχρεώνουν τις εταιρίες να μετέχουν στην έρευνα ή να παρέχουν πληροφορίες, αλλά εξαρτώνται από την εκούσια συνεργασία των ενδιαφερομένων, πράγμα που σημαίνει ότι οι απαντήσεις των ενδιαφερομένων αυτών στο ερωτηματολόγιο που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού είναι ουσιώδεις για την εξέλιξη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

229. Με τη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εντούτοις, το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι, παρά το εν λόγω άρθρο, από το άρθρο 18, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι πληροφορίες παρεχόμενες με τρόπο διαφορετικό από την απάντηση στο ερωτηματολόγιο ή στο πλαίσιο άλλου εγγράφου δεν πρέπει να αγνοούνται όταν πληρούνται οι τέσσερις προϋποθέσεις που απαριθμεί το άρθρο αυτό. Συνεπώς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράλειψη εταιρίας συνδεόμενης με παραγωγό της Ένωσης να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι μπορεί να προσαφθεί στον εν λόγω παραγωγό έλλειψη συνεργασίας. Έτσι, όπως τονίζει το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο εν λόγω παραγωγός δεν θα θεωρηθεί ως μη συνεργαζόμενος αν τα κενά στην παροχή στοιχείων δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις επί της πορείας της έρευνας.

230. Προχωρώντας στην εξέταση της κρινόμενης υποθέσεως, το Πρωτοδικείο επεσήμανε κατ’ αρχάς, με τις σκέψεις 93 και 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι ένδεκα εταιρίες συνδεόμενες με παραγωγούς της Ένωσης που είχαν περιληφθεί στο ερωτηματολόγιο της έρευνας δεν κατέθεσαν απάντηση και, αφετέρου, ότι μια άλλη εταιρία συνδεόμενη με έναν από τους εν λόγω παραγωγούς κατέθεσε την απάντησή της εκπροθέσμως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την απάντηση αυτή για τον προσδιορισμό της ζημίας.

231. Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο έλεγξε αν, για κάθεμία από αυτές τις δώδεκα συνδεόμενες εταιρίες, πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, έτσι ώστε να μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό της ζημίας και τον υπολογισμό του περιθωρίου της ζημίας. Μετά από λεπτομερή εξέταση των δεδομένων για τις εν λόγω συνδεόμενες εταιρίες, η οποία καταλαμβάνει τις σκέψεις 97 έως 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ουσιαστικά ότι για ορισμένες από τις εταιρίες αυτές τα δεδομένα είχαν ήδη περιληφθεί στις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο που κατέθεσαν οι παραγωγοί της Ένωσης που συμμετείχαν στην έρευνα, ιδίως διότι επρόκειτο για εμπορικές εταιρίες, καθώς και ότι η παράλειψη μιας συνδεόμενης εταιρίας να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο μπορούσε να εξηγηθεί λόγω του ότι η εταιρία αυτή δεν ασχολούνταν ούτε με την πώληση ούτε με την παραγωγή του οικείου προϊόντος.

232. Τέλος, όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου της ζημίας, ο οποίος εξετάστηκε με τη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, το περιθώριο της ζημίας χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ μόνον όταν το περιθώριο του ντάμπινγκ είναι μεγαλύτερο από το περιθώριο της ζημίας. Εν προκειμένω το Πρωτοδικείο, αφού επεσήμανε ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις πρωτοδίκως προσφεύγουσες στηριζόταν στο περιθώριο ντάμπινγκ των πρωτοδίκως προσφευγουσών, ήτοι στο 25,7 %, και όχι στο ανερχόμενο σε 57 % περιθώριο της ζημίας, έκρινε ότι ακόμα και «αν υποτεθεί ότι το περιθώριο της ζημίας στηριζόταν στις εσωτερικές τιμές μεταβιβάσεως (transfer prices) των […] παραγωγών [της Ένωσης] έναντι [των συνδεομένων εταιριών πωλήσεως που συμμετείχαν στην αγορά του οικείου προϊόντος], οι πωλήσεις των εταιριών αυτών αντιπροσώπευαν ποσοστό το πολύ 10 % των συνολικών πωλήσεων της […] βιομηχανίας [της Ένωσης]. Επομένως, όπως σημειώνει το Συμβούλιο, οι τιμές πωλήσεως των ως άνω συνδεομένων εταιριών έπρεπε να είναι εντελώς δυσανάλογες σε σχέση με εκείνες των άλλων πωλήσεων που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο του υπολογισμού του περιθωρίου της ζημίας για να έχει η τελευταία επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο του περιθωρίου ντάμπινγκ».

233. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η παράλειψη απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο, εκ μέρους των συνδεόμενων με τους παραγωγούς της Ένωσης εταιριών, δεν αλλοίωσε ούτε τον προσδιορισμό της ζημίας ούτε τον υπολογισμό του περιθωρίου της ζημίας, καθώς και ότι το Συμβούλιο δεν παρέβη το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού.

ii)    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

234. Με το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να απαντήσει ευθέως στον λόγο προσφυγής που αντλείτο από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, αλλά εξαρτώντας την ανάλυση του ζητήματος αυτού από το ζήτημα της τηρήσεως του άρθρου 18, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού. Δεδομένου ότι ο προσδιορισμός της ζημίας δεν θεμελιώθηκε σε σημαντικό τμήμα της βιομηχανίας της Ένωσης, η ζημία δεν προσδιορίστηκε με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία. Με το δεύτερο σκέλος οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι η ανάγκη να διενεργηθεί αντικειμενικός έλεγχος, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, σημαίνει, αφενός, ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 100 και 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μια εταιρία παραγωγής που συνδέεται με παραγωγό ο οποίος έχει περιληφθεί στο δείγμα υποχρεούται κατ’ αρχήν να συνεργαστεί σε έρευνα και, αφετέρου, ότι πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι πωλήσεις της συνδεόμενης εμπορικής εταιρίας, η οποία αναφέρεται στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

235. Με το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως, οι Niko Tube και NTRP προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι ερμήνευσε εσφαλμένα, ή τουλάχιστον αποσπασματικά, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Πρώτον, εκτός από την εκτίμηση της καταστάσεως της συνδεόμενης εταιρίας, την οποία εξέτασε με τη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν εξακρίβωσε τον ατομικό αντίκτυπο της αρνήσεως συνεργασίας επί των πωλήσεων και της παραγωγής των μεμονωμένων παραγωγών. Επίσης, έπρεπε να επαληθεύσει τις συνέπειες στο σύνολο της παραγωγής και των πωλήσεων της βιομηχανίας της Ένωσης στο σύνολό της και όχι των παραγωγών της Ένωσης που είχαν υποβάλει καταγγελία. Η μέθοδος που χρησιμοποίησε το Πρωτοδικείο δεν επέτρεπε, κατά την άποψη της Niko Tube και της NTRP, «τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια» κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 18, παράγραφος 3. Δεύτερον, το Πρωτοδικείο απέφυγε συστηματικά να εξετάσει τις τέσσερις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη.

236. Με το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο σκέλος, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου και αγνόησε τα δικαιώματα άμυνας δεχόμενο την υποβολή από τα θεσμικά όργανα εξηγήσεων και πραγματικών περιστατικών που δεν είχαν ανακοινωθεί κατά τη διοικητική διαδικασία. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο δεν έδωσε την ευκαιρία στις πρωτοδίκως προσφεύγουσες να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με πραγματικά περιστατικά που δεν προέκυπταν από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν εκπροθέσμως. Οι Niko Tube και NTRP μνημονεύουν, ιδίως, το γεγονός, που αναφέρεται στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι πωλήσεις προς ορισμένες συνδεόμενες εταιρίες αντιπροσώπευαν ποσοστό το πολύ 10 % των συνολικών πωλήσεων της βιομηχανίας της Ένωσης.

237. Τέλος, με το έβδομο σκέλος, οι Niko Tube και NTRP ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τη σαφή έννοια ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στις σκέψεις 100, 102, 104, 107 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ευνοώντας συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία έναντι άλλων στοιχείων της δικογραφίας.

238. Με τα υπομνήματα απαντήσεώς τους, το Συμβούλιο και η Επιτροπή προτείνουν να απορριφθούν όλα αυτά τα σκέλη ως εν μέρει απαράδεκτα και εν μέρει αβάσιμα.

iii) Ανάλυση

–       Επί των δύο πρώτων σκελών

239. Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος «ζημία» σημαίνει, μεταξύ άλλων, τη σημαντική ζημία που προκαλείται στη βιομηχανία της Ένωσης. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επιδράσεώς τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, όσο και των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τη βιομηχανία της Ένωσης.

240. Με τα δύο πρώτα σκέλη του παρόντος λόγου ανταναιρέσεως, οι Niko Tube και NTRP ισχυρίζονται ουσιαστικά, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε ορθώς τον λόγο προσφυγής τους που αντλείτο από την παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού, καθόσον εξήρτησε την παράβαση αυτή από την τήρηση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, δεύτερον, ότι η αντικειμενική εξέταση της ζημίας δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε σημαντικό τμήμα της βιομηχανίας της Ένωσης και, τρίτον, ότι εταιρία που συνδέεται με παραγωγό της Ένωσης ο οποίος έχει υποβάλει καταγγελία υποχρεούται πάντα να συνεργάζεται και να παρέχει στοιχεία.

241. Προτείνω την απόρριψη των δύο αυτών σκελών.

242. Πρώτον, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες προέβαλαν παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού λόγω της μη πλήρους συνεργασίας της βιομηχανίας της Ένωσης στην έρευνα, η οποία αλλοίωσε τον αντικειμενικό προσδιορισμό της ζημίας. Για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες ανέφεραν την περίπτωση ένδεκα εταιριών συνδεομένων με παραγωγούς της Ένωσης που είχαν περιληφθεί στο δείγμα, οι οποίες, σύμφωνα με τις Niko Tube και NTRP, δεν κατέθεσαν χωριστή απάντηση στο ερωτηματολόγιο που απέστειλε η Επιτροπή ή κατέθεσαν εκπροθέσμως την απάντησή τους (38).

243. Κατά συνέπεια, ορθώς το Πρωτοδικείο περιόρισε, με τη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον λόγο προσφυγής που αντλείτο από την παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού στο ερώτημα αν, όπως ισχυρίζονταν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες, το γεγονός ότι εταιρίες συνδεόμενες με τους παραγωγούς της Ένωσης που είχαν περιληφθεί στο δείγμα δεν κατέθεσαν χωριστή απάντηση στο ερωτηματολόγιο συνεπάγεται άρνηση συνεργασίας εκ μέρους των παραγωγών αυτών, η οποία αλλοίωσε την εκτίμηση της ζημίας.

244. Στη συνέχεια, στο πλαίσιο αυτό, είναι κατά τη γνώμη μου ορθή, από νομική άποψη, η κρίση του Πρωτοδικείου, η οποία περιέχεται στις σκέψεις 90 έως 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παράλειψη απαντήσεως ή η μη πλήρης απάντηση στο ερωτηματολόγιο που αποστέλλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 6 του βασικού κανονισμού εκ μέρους εταιρίας συνδεόμενης με παραγωγό της Ένωσης που έχει περιληφθεί στο δείγμα της έρευνας δεν σημαίνει ότι ο παραγωγός αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως μη συνεργαζόμενος και, κατά συνέπεια, να εξαιρεθεί από την έρευνα.

245. Πράγματι, όταν αποφασίζεται, όπως εν προκειμένω όσον αφορά τη βιομηχανία της Ένωσης, η διενέργεια δειγματοληψίας, το άρθρο 17, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος όταν υπάρχει άρνηση συνεργασίας των επιλεγέντων μερών ή ορισμένων από αυτά, η οποία είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά τα πορίσματα της έρευνας.

246. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο που απέστειλε η Επιτροπή λόγω της αρνήσεως ορισμένων εταιριών συνδεόμενων με παραγωγό της Ένωσης που είχε περιληφθεί στο δείγμα να αποστείλουν χωριστές απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο αυτό δεν θα μπορούσε, αφεαυτής, να επιφέρει αποκλεισμό του εν λόγω παραγωγού ώστε να χρειάζεται να επιλεγεί νέο δείγμα.

247. Επίσης, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι «αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες, ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια».

248. Κατά συνέπεια, ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι παραγωγός της Ένωσης που έχει περιληφθεί στο δείγμα δεν θεωρείται μη συνεργαζόμενος αν τα κενά στην παροχή στοιχείων δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις επί της πορείας της έρευνας.

249. Συνεπώς, μόνο μετά την εξέταση των κενών αυτών, μπορεί ενδεχομένως να ληφθεί η απόφαση να εξαιρεθεί παραγωγός της Ένωσης από το δείγμα.

250. Η ερμηνεία αυτή επιτρέπει να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο ερευνών αντιντάμπινγκ. Πράγματι, τα μέτρα αυτά θα καθίσταντο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας αν, κάθε φορά που εταιρία παραγωγής ή πωλήσεως συνδεόμενη με παραγωγό της Ένωσης που έχει περιληφθεί στο δείγμα της έρευνας αρνούνταν να δώσει χωριστή απάντηση στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, ο παραγωγός αυτός θα έπρεπε να εξαιρεθεί, οπόταν θα χρειαζόταν να επιλεγεί νέο δείγμα ή, πολύ περισσότερο, να ανασταλούν τα μέτρα έρευνας, ιδίως λόγω του ότι, όπως ορθώς επισημαίνεται με τη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα θεσμικά όργανα δεν έχουν την εξουσία να υποχρεώνουν τις ενδιαφερόμενες εταιρίες να συνεργαστούν.

–       Επί των υπολοίπων σκελών, καθόσον αφορούν τις συνδεόμενες εταιρίες που απαριθμούνται στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

251. Οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν επίσης, στο πλαίσιο του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του παρόντος λόγου ανταναιρέσεως, ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε κατά τρόπο εσφαλμένο και αποσπασματικό το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

252. Φρονώ ότι οι αιτιάσεις αυτές, όπως και οι υπόλοιπες επικρίσεις τις οποίες διατυπώνουν οι Niko Tube και NTRP με αυτό το πρώτο μέρος του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως, πρέπει να εξεταστούν μόνον όσον αφορά τις συνδεόμενες εταιρίες που απαριθμούνται στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

253. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με τη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις Niko Tube και NTRP καθορίστηκε βάσει του περιθωρίου ντάμπινγκ και όχι βάσει του περιθωρίου της ζημίας, σε συμφωνία με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού τον οποίο προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (39). Το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης σχετικά με το ζήτημα αυτό ότι η διαφορά μεταξύ του περιθωρίου της ζημίας (57 %) και του περιθωρίου ντάμπινγκ (25,7 %) ήταν τέτοια ώστε, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το περιθώριο της ζημίας στηριζόταν στις τιμές μεταβιβάσεως των παραγωγών της Ένωσης προς τις συνδεόμενες εταιρίες τις οποίες απαριθμεί [VMOG UK, Productos Tubulares και εταιρίες συνδεόμενες με την Dalmine], οι πωλήσεις αυτές αντιπροσώπευαν ποσοστό το πολύ 10 % των συνολικών πωλήσεων της βιομηχανίας της Ένωσης, πράγμα που σημαίνει ότι οι τιμές πωλήσεως των ως άνω συνδεομένων εταιριών έπρεπε να είναι εντελώς δυσανάλογες σε σχέση με τις τιμές των άλλων πωλήσεων που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο του υπολογισμού του περιθωρίου της ζημίας για να έχει η τελευταία επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο του περιθωρίου ντάμπινγκ το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να καθοριστεί ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις Niko Tube και NTRP.

254. Κατά την άποψή μου οι υπόλοιπες αιτιάσεις που στρέφονται κατά των εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου σχετικά με τον προσδιορισμό της ζημίας θα είναι λυσιτελείς μόνον αν η προεκτεθείσα ανάλυση εμπεριέχει πλάνη περί το δίκαιο ή βασίζεται σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων. Πράγματι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση του προσδιορισμού της ζημίας που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης, η πλάνη αυτή θα μπορούσε να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μόνον αν η εκτίμηση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 111 της εν λόγω αποφάσεως βαρύνεται επίσης με ανάλογη πλάνη.

255. Προτείνω συνεπώς να εξεταστούν κατ’ αρχάς οι αιτιάσεις που στρέφονται κατά της αναλύσεως του Πρωτοδικείου που εκτίθεται στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

256. Συναφώς, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι Niko Tube και NTRP δεν επικαλούνται κάποια πλάνη περί το δίκαιο στη συλλογιστική του Πρωτοδικείου που αναπτύσσεται στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

257. Με το σημείο 189 της αιτήσεως ανταναιρέσεως, οι δύο αυτές εταιρίες απλώς ισχυρίζονται ότι η κρίση του Πρωτοδικείου ότι οι πωλήσεις των απαριθμούμενων στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εταιριών που συνδέονται με παραγωγούς της Ένωσης οι οποίοι υποστήριξαν την καταγγελία «αντιπροσώπευαν ποσοστό το πολύ 10 % των συνολικών πωλήσεων της […] βιομηχανίας [της Ένωσης]», δεν προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και βασίζεται σε στοιχεία που προσκομίστηκαν εκπροθέσμως ενώπιον του Πρωτοδικείου από το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

258. Λαμβανομένων υπόψη των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, οι αιτιάσεις αυτές μπορούν συνεπώς να συνοψιστούν ουσιαστικά ως εξής: προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία, υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου και προσέβαλε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας. Προσθέτω επίσης την επίκριση που αφορά πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, η οποία αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε, κατά την άποψη των δύο εταιριών, αν πληρούνται οι τέσσερις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

259. Θα πρέπει να εξεταστεί αν οι αιτιάσεις αυτές είναι βάσιμες.

260. Συναφώς υπενθυμίζω ότι οι συνδεόμενες εταιρίες παραγωγής και πωλήσεως τις οποίες απαριθμεί το Πρωτοδικείο στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι η Productos Tubulares, οι έξι εταιρίες που συνδέονται με την Dalmine και η VMOG UK, οι αντίστοιχες καταστάσεις των οποίων εξετάστηκαν με τις σκέψεις 99, 100, 104, 105, 108 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

–       Επί των αιτιάσεων που αφορούν την Productos Tubulares

261. Όσον αφορά την πρώτη εταιρία και την αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, από τις σκέψεις 99 και 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε αν οι πληροφορίες είχαν παρασχεθεί εμπροθέσμως, αν είχαν ελεγχθεί και αν η απουσία χωριστής απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο είχε σημαντικό αντίκτυπο στον προσδιορισμό της ζημίας, δηλαδή αν οι ενδεχόμενες ελλείψεις μπορούσαν να δυσχεράνουν τη συναγωγή συμπερασμάτων με ικανοποιητική ακρίβεια. Επίσης, αφού επεσήμανε, αφενός, ότι τα στοιχεία που αφορούσαν την εν λόγω εταιρία, η οποία δεν είχε υποστηρίξει την καταγγελία, δεν έπρεπε καταρχήν να ληφθούν υπόψη, αλλά, αφετέρου, ότι τα στοιχεία αυτά διαβιβάστηκαν εντούτοις κατά τη διάρκεια της έρευνας, το Πρωτοδικείο εξακρίβωσε, εμμέσως πλην σαφώς, αν το οικείο μέρος επέδειξε κάθε δυνατή επιμέλεια, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

262. Σχετικά με την παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την Productos Tubulares, οι Niko Tube και NTRP δεν αναφέρουν ούτε αποδεικνύουν ποια αποδεικτικά στοιχεία παραμορφώθηκαν κατά την εξέταση που διενεργήθηκε με τη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

263. Δεν πιστεύω επίσης ότι μπορούν να ευδοκιμήσουν οι επικρίσεις που εκφράζονται κατά του Πρωτοδικείου ότι υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας, καθόσον έλαβε υπόψη εκπρόθεσμα στοιχεία τα οποία οι Niko Tube και NTRP δεν είχαν την ευκαιρία να σχολιάσουν.

264. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι Niko Tube και NTRP δεν στρέφονται, με τις αιτήσεις ανταναιρέσεως, κατά της εξετάσεως του λόγου που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 149 έως 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες είχαν την ευκαιρία να καταστήσουν επωφελώς γνωστή την άποψή τους, μεταξύ άλλων σχετικά με την εγκυρότητα του δείγματος, ιδίως σε σχέση με την υποστήριξη της καταγγελίας από την Productos Tubulares, δεδομένου ότι η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις τους, ιδίως με το δεύτερο έγγραφο περί τελικής αποκαλύψεως στοιχείων.

265. Στη συνέχεια, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι, ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ότι το Συμβούλιο είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον δεν εξαίρεσε από τους παραγωγούς της Ένωσης που είχαν περιληφθεί στο δείγμα της έρευνας τον παραγωγό Tubos Reunidos, λόγω του ότι η συνδεόμενη με αυτόν εταιρία Productos Tubulares δεν είχε δώσει χωριστή απάντηση στο ερωτηματολόγιο που απέστειλε η Επιτροπή. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δυσκολεύομαι να κατανοήσω πώς μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ακριβώς το ότι έλεγξε αν ορθώς τα θεσμικά όργανα είχαν κρίνει ότι η άρνηση της Productos Tubulares να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο δεν είχε σημαντικό αντίκτυπο στον προσδιορισμό της ζημίας, μεταξύ άλλων διατάσσοντας μέτρα οργανωτικά της δίκης. Η εξέταση αυτή, η οποία περιορίστηκε σε δικαστικό έλεγχο του προβαλλομένου λόγου, δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα, κατά την άποψή μου, την υποκατάσταση της πλήρους έρευνας της υποθέσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε, κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού του ελέγχου, σε πόρισμα που δεν ικανοποιεί τις Niko Tube και NTRP δεν μπορεί ασφαλώς να περιληφθεί στα ζητήματα που εξετάζει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης.

266. Τέλος, στο ίδιο πλαίσιο, οι Niko Tube και NTRP δεν απέδειξαν ότι δεν τους δόθηκε ουσιαστική δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα έγγραφα που κατέθεσε το Συμβούλιο στο πλαίσιο των οργανωτικών μέτρων της δίκης τα οποία διέταξε το Πρωτοδικείο, από τα οποία προέκυπτε ότι η παραγωγή και οι πωλήσεις της Productos Tubulares αντιπροσώπευαν ποσοστό μικρότερο του 3 % της συνολικής παραγωγής και πωλήσεων της βιομηχανίας της Ένωσης κατά τον χρόνο της έρευνας.

267. Συνεπώς, οι αιτιάσεις που στρέφονται κατά της εξετάσεως της καταστάσεως της Productos Tubulares πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί των αιτιάσεων που αφορούν τις έξι συνδεόμενες με τη Dalmine εταιρίες

268. Όσον αφορά τις έξι συνδεόμενες με την Dalmine εταιρίες, οι οποίες επίσης μνημονεύονται στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνω ότι οι Niko Tube και NTRP δεν αμφισβήτησαν ειδικά την ανάλυση η οποία εκτίθεται στη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και σύμφωνα με την οποία «από τα στοιχεία της δικογραφίας και, ιδίως, από το μη εμπιστευτικό κείμενο της απαντήσεως της Dalmine στο ερωτηματολόγιο —κείμενο που κατατέθηκε εγκαίρως και επαληθεύτηκε από τις υπηρεσίες της Επιτροπής— προκύπτει ότι οι [έξι συνδεόμενες εταιρίες πωλήσεων] ασκούν είτε εμπορικές δραστηριότητες είτε ασχολούνται με τη μεταπώληση και τις λιανικές πωλήσεις. Επομένως, ο όγκος πωλήσεων των εν λόγω εταιριών ελήφθη υπόψη κατά την ανάλυση της ζημίας, μέσω των πωλήσεων της Dalmine προς αυτές».

269. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι Niko Tube και NTRP είχαν πρόσβαση στην απάντηση αυτή και είχαν τη δυνατότητα να τη σχολιάσουν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

270. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι αιτιάσεις που προβάλλονται προς θεμελίωση των σκελών του παρόντος λόγου ανταναιρέσεως τα οποία αφορούν τις εν λόγω εταιρίες είναι απορριπτέες.

–       Επί των αιτιάσεων που αφορούν τη VMOG UK

271. Όσον αφορά τη VMOG UK, όπως προκύπτει από τη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επειδή η εταιρία αυτή κατέθεσε εκπροθέσμως την απάντησή της στο ερωτηματολόγιο που απέστειλε η Επιτροπή, τα στοιχεία της δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο του προσδιορισμού της ζημίας. Εντούτοις, με τη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το Συμβούλιο εξακρίβωσε, με βάση την εκπροθέσμως δοθείσα απάντηση στο ερωτηματολόγιο, ότι οι πωλήσεις της αντιπροσώπευαν ποσοστό μικρότερο του 3 % του συνολικού όγκου πωλήσεων των παραγωγών της Ένωσης που είχαν υποβάλει την καταγγελία. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μη συνυπολογισμός των πωλήσεων αυτών δεν μπορούσε να έχει αποφασιστική σημασία για τον προσδιορισμό της ζημίας και συνεπώς δεν δικαιολογούσε την εξαίρεση του παραγωγού της Ένωσης με τον οποίο συνδεόταν η VMOG UK από τον ορισμό της βιομηχανίας της Ένωσης.

272. Από τις σκέψεις 108 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο εξακρίβωσε την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Όσον αφορά ειδικότερα την τελευταία προϋπόθεση, το Πρωτοδικείο, επισημαίνοντας, αφενός, ότι τα στοιχεία της VMOG UK, η οποία δεν είχε υποστηρίξει την καταγγελία, δεν έπρεπε κατ’ αρχήν να ληφθούν υπόψη και, αφετέρου, ότι τα στοιχεία της εν λόγω εταιρίας διαβιβάστηκαν και εξετάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας προκειμένου να εξακριβωθεί αν μπορούσαν να επηρεάσουν την ανάλυση της ζημίας, επαλήθευσε, εμμέσως πλην σαφώς, αν το οικείο μέρος είχε επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

273. Στη συνέχεια, όσον αφορά την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την εν λόγω εταιρία, πρέπει να επισημανθεί ότι οι Niko Tube και NTRP απλώς ισχυρίζονται, με τα σημεία 189 και 194 της αιτήσεως ανταναιρέσεως, ότι το μερίδιο αγοράς το οποίο, σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, διέθετε η VMOG UK αφορούσε «τον συνολικό όγκο των παραγωγών της Ένωσης που είχαν υποβάλει την καταγγελία» και όχι, όπως ισχυρίστηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, «της βιομηχανίας της Ένωσης».

274. Ένας τέτοιος ισχυρισμός βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και του εύρους των δύο εκφράσεων. Πράγματι, από τον ορισμό της βιομηχανίας της Ένωσης που χρησιμοποιήθηκε στον επίδικο κανονισμό προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε να αγνοήσει ότι η έκφραση αυτή συμπίπτει με την έκφραση «παραγωγοί της Ένωσης που είχαν υποβάλει την καταγγελία».

275. Τέλος, για λόγους ανάλογους με αυτούς που εκθέτω στα σημεία 265 και 266 των παρουσών προτάσεων, διαφωνώ με την άποψη ότι το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του δικαστικού του ελέγχου και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας.

276. Προτείνω, συνεπώς, να απορριφθούν εν όλω οι αιτιάσεις που στρέφονται κατά της εξετάσεως από το Πρωτοδικείο των στοιχείων που αφορούν τη VMOG UK.

277. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η συλλογιστική και η εκτίμηση που εκτίθενται στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν εμπεριέχουν πλάνη περί το δίκαιο ούτε παραμόρφωση αποδεικτικών μέσων. Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος να εξεταστούν τα σκέλη του παρόντος λόγου τα οποία αφορούν άλλες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία, ακόμα και αν είναι βάσιμα, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να οδηγήσουν στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

278. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, προτείνω να απορριφθούν εν όλω τα σκέλη του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως, τα οποία αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση της φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 7, του βασικού κανονισμού, ως εν μέρει αβάσιμα και εν μέρει αλυσιτελή.

 γ)      Επί των δύο σκελών του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση της φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού

i)      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

279. Με το πρώτο σκέλος το οποίο αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση της φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 132 και 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας.

280. Με το δεύτερο σκέλος, οι εν λόγω εταιρίες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο, πρώτον, ότι δεν επαλήθευσε, με τη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν οι μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των εμπιστευτικών στοιχείων που γνωστοποίησαν ορισμένες εταιρίες συνδεόμενες με παραγωγούς της Ένωσης που είχαν περιληφθεί στο δείγμα, είχαν επιτρέψει στις πρωτοδίκως προσφεύγουσες να αποκτήσουν επαρκή γνώση του ουσιώδους περιεχομένου των οικείων στοιχείων. Δεύτερον, προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν εφάρμοσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αλλά αρκέστηκε να εξετάσει, με τις σκέψεις 133 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν η έλλειψη περιλήψεως μη εμπιστευτικού χαρακτήρα των εμπιστευτικών στοιχείων που γνωστοποίησαν ορισμένες εταιρίες συνδεόμενες με παραγωγούς της Ένωσης που είχαν περιληφθεί στο δείγμα είχε προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας των πρωτοδίκως προσφευγουσών. Τρίτον, τέλος, οι Niko Tube και NTRP υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ανακοίνωση σε αυτές μη εμπιστευτικού χαρακτήρα κειμένων περιεχόντων εμπιστευτικά στοιχεία δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετική έκβαση.

281. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν να απορριφθούν αυτά τα σκέλη.

ii)    Ανάλυση

282. Κατ’ αρχάς, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, οι εξαγωγείς και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη δύνανται, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, να εξετάζουν όλα τα πληροφορικά στοιχεία που έχουν διατεθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα, τα οποία είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την παρουσίαση των απόψεών τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 19 και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της έρευνας, εκτός από τα έγγραφα εσωτερικής χρήσεως που καταρτίζουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της.

283. Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, οι αρχές, όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού λόγου, αντιμετωπίζουν ως απόρρητη κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιον χαρακτήρα ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα ως εμπιστευτική. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου προβλέπει, ιδίως, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες είναι υποχρεωμένα να υποβάλλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των ίδιων πληροφοριών. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, εάν κριθεί ότι η αίτηση παροχής εμπιστευτικής μεταχειρίσεως δεν δικαιολογείται, και ο παρέχων την πληροφορία δεν είναι διατεθειμένος να την καταστήσει ευρύτερα γνωστή ούτε να επιτρέψει την κοινολόγησή της, σε γενικόλογη ή σε περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη ληφθεί υπόψη, εκτός αν είναι δυνατό να αποδειχθεί με πειστικό τρόπο βάσει αξιόπιστων αποδείξεων ότι η εν λόγω πληροφορία είναι ορθή.

284. Ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι Niko Tube και NTRP υποστήριξαν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούσαν να λάβουν υπόψη εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν είχαν περιληφθεί σε μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψη.

285. Συναφώς, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει, όσον αφορά την Επιτροπή, απλώς τη δυνατότητα να μη λάβει υπόψη μιαν εμπιστευτική πληροφορία για την οποία δεν διατίθεται μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψη.

286. Επισημαίνεται ότι οι Niko Tube και NTRP δεν βάλλουν κατά της ερμηνείας αυτής, η οποία, κατά την άποψή μου, είναι ορθή. Πράγματι, πρέπει να επισημανθεί ότι η εκτίμηση των αποδείξεων στον τομέα των μέτρων αντιντάμπινγκ χαρακτηρίζεται από το ότι τα υπό εξέταση έγγραφα περιέχουν συχνά επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλες πληροφορίες που δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν ή μπορούν να δημοσιοποιηθούν μόνον υπό σημαντικούς περιορισμούς. Συνεπώς, όπως προκύπτει από τα άρθρα 6, παράγραφος 7, και 19 του βασικού κανονισμού, έγγραφα τα οποία περιέχουν επιβαρυντικά αποδεικτικά στοιχεία δεν πρέπει να αποκλείονται αυτομάτως από αποδεικτικά μέσα, όταν ορισμένες πληροφορίες πρέπει να μείνουν εμπιστευτικές (40).

287. Αντιθέτως, οι Niko Tube και NTRP προσάπτουν στο Πρωτοδικείο, πρώτον, ότι δεν εξακρίβωσε, στον κατάλογο των εγγράφων τα οποία απαριθμούνται στη σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και για τα οποία διαπίστωσε ότι είχαν υποβληθεί μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις, αν οι περιλήψεις αυτές είχαν επιτρέψει στις δύο εταιρίες να κατανοήσουν σε ικανοποιητικό βαθμό την ουσία του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου ή εγγράφων.

288. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή με το υπόμνημα απαντήσεώς της στην ανταναίρεση, η επιχειρηματολογία αυτή είναι αλυσιτελής όσον αφορά τον λόγο προσφυγής που αφορούσε απλώς το απαράδεκτο των εν λόγω εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων, λόγω του ότι περιείχαν εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες για τις οποίες δεν είχε υποβληθεί μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν εναπόκειτο στο Πρωτοδικείο να ελέγξει, αφού διαπίστωσε ότι είχαν υποβληθεί μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, το περιεχόμενο κάθε περιλήψεως.

289. Δεύτερον, οι Niko Tube και NTRP ισχυρίζονται, ουσιαστικά, ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε την πραγματική αιτίαση που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αλλά εκτίμησε απλώς αν η χρησιμοποίηση από την Επιτροπή των εμπιστευτικών στοιχείων τα οποία απαριθμούνται στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και για τα οποία δεν υποβλήθηκε μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψη, συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των πρωτοδίκως προσφευγουσών.

290. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική.

291. Πράγματι, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού διέπει τις σχέσεις μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους που παρέχει εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορία, της οποίας δεν επιθυμεί να επιτρέψει τη δημοσιοποίηση ακόμα και με γενικούς όρους ή υπό μορφή περιλήψεως, και του θεσμικού οργάνου που είναι αρμόδιο για την έρευνα αντιντάμπινγκ, το οποίο δύναται να αποφασίσει ότι η πληροφορία μπορεί να αγνοηθεί, εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί κατά πειστικό τρόπο από άλλες έγκυρες πηγές ότι η πληροφορία είναι ορθή.

292. Αφ’ ής στιγμής το θεσμικό όργανο που είναι επιφορτισμένο με την έρευνα αποφασίσει ότι η πληροφορία μπορεί να χρησιμοποιηθεί, πράγμα που, όπως προανέφερα, επιτρέπεται από τον βασικό κανονισμό, τίθεται το ερώτημα, όσον αφορά τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη που συμμετέχουν στην έρευνα, αν η χρησιμοποίηση αυτή μπορεί να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνάς τους.

293. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, μολονότι είναι αλήθεια ότι το Πρωτοδικείο δεν προέβη τυπικά σε νέο χαρακτηρισμό του λόγου προσφυγής που αντλείται από παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, οι Niko Tube και NTRP δεν μπορούν να προσάψουν στο Πρωτοδικείο ότι έλεγξε, με τις σκέψεις 133 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν η χρησιμοποίηση από την Επιτροπή των εμπιστευτικών στοιχείων τα οποία απαριθμούνται στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και των οποίων δεν είχε υποβληθεί μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψη επέφερε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των πρωτοδίκως προσφευγουσών. Πράγματι, κατά την άποψή μου, αυτό ήταν το αντικείμενο του ουσιαστικού ελέγχου που έπρεπε να διενεργήσει το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο του σχετικού λόγου προσφυγής.

294. Τρίτον, οι Niko Tube και NTRP ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα, το οποίο περιέχεται στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αποκάλυψη στις πρωτοδίκως προσφεύγουσες μη εμπιστευτικών κειμένων της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους της VMOG UK, της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο προδειγματοληψίας της Productos Tubulares και του ηλεκτρονικού μηνύματος της Dalmine της 24ης Μαΐου 2006 σχετικά με την εταιρία Tenaris West Africa δεν είχε καμία πιθανότητα να οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετική έκβαση.

295. Συναφώς, θα πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο, αφού απαρίθμησε τα προαναφερθέντα έγγραφα για τα οποία δεν είχε υποβληθεί μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψη, διευκρίνισε, με τη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά πάγια νομολογία, η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας δεν μπορεί να οδηγήσει στη μερική ή ολική ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, παρά μόνον αν η αποκάλυψη των επίμαχων εγγράφων είχε κάποια πιθανότητα, έστω και μικρή, να οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετική έκβαση, αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είχε μπορέσει να τα επικαλεστεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας.

296. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο. Εξάλλου, δεν αμφισβητούνται από τις Niko Tube και NTRP.

297. Στη συνέχεια, εφαρμόζοντας την προεκτεθείσα ανάλυση στην κρινόμενη περίπτωση, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «[ε]ν προκειμένω, οι [πρωτοδίκως] προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι είχαν ανάγκη των εγγράφων αυτών για να αποδείξουν ότι η έλλειψη απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους της VMOG UK, της [Productos Tubulares] (41) και της Tenaris West Africa αλλοίωσε την ανάλυση της ζημίας. Όμως, στις σκέψεις 101, 108 και 107 ανωτέρω, διαπιστώθηκε, αντιστοίχως, ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε κα[μία] πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι το γεγονός ότι οι Productos Tubulares, VMOG UK και Tenaris West Africa δεν έδωσαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο ή ότι τυχόν απαντήσεις δεν ελήφθησαν υπόψη δεν είχε καμία επιρροή επί του προσδιορισμού της ζημίας. Κατά συνέπεια, η αποκάλυψη στις [πρωτοδίκως] προσφεύγουσες μη εμπιστευτικών κειμένων της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους της VMOG UK, της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο προδειγματοληψίας της Productos Tubulares και του ηλεκτρονικού μηνύματος της 24ης Μαΐου 2006 δεν είχε καμία πιθανότητα να οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα».

298. Για να αντικρούσουν αυτό το πόρισμα, οι Niko Tube και NTRP απλώς υποστηρίζουν με την ανταναίρεσή τους, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των επίδικων εγγράφων στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου, ότι, αν οι σχετικές πληροφορίες είχαν ανακοινωθεί εγκαίρως, είναι πολύ πιθανόν ότι θα μπορούσαν να προβάλουν ακριβή επιχειρήματα και κυρίως αποδεικτικά μέσα ικανά να μεταβάλουν την έκβαση της διαδικασίας και ότι μόνο αν διέθεταν τις πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να αποφασίσουν εάν επιθυμούσαν ή όχι να εκφέρουν άποψη.

299. Αυτές οι γενικής φύσεως σκέψεις δεν ικανοποιούν την ανάγκη να αποδειχθεί η πλάνη περί το δίκαιο την οποία φέρεται ότι εμπεριέχει η συλλογιστική του Πρωτοδικείου. Επίσης, δεν περιέχουν ούτε την ελάχιστη ένδειξη ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά μέσα κατά τρόπον ώστε να καθίσταται πρόδηλο ότι η ανακοίνωση στις πρωτοδίκως προσφεύγουσες των επίδικων εγγράφων στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας θα μπορούσε να οδηγήσει τη διαδικασία αυτή σε έκβαση διαφορετική από εκείνη στην οποία κατέληξε.

300. Τέταρτον, θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να απορριφθεί το σκέλος σύμφωνα με το οποίο το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των Niko Tube και NTRP με τις σκέψεις 132 και 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, αφενός, στην πρώτη σκέψη απλώς απαριθμούνται τα εμπιστευτικά έγγραφα για τα οποία δόθηκε, και εκείνα για τα οποία δεν δόθηκε, μη εμπιστευτικού χαρακτήρα κείμενο. Αφετέρου, όπως προανέφερα και όπως ομολόγησαν οι Niko Tube και NTRP με τα σημεία 194 και 209 της αιτήσεως ανταναιρέσεώς τους, οι Niko Tube και NTRP κατέθεσαν παρατηρήσεις επί των εγγράφων που μνημονεύονται στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου.

301. Για όλους αυτούς τους λόγους, προτείνω την απόρριψη των δύο σκελών του δεύτερου λόγου ανταναιρέσεως που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εξέταση της φερόμενης παραβάσεως του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

302. Κατά συνέπεια, προτείνω να απορριφθεί εν όλω η ανταναίρεση.

V –    Επί της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου

303. Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

304. Τούτο συμβαίνει κατά τη γνώμη μου στην υπό κρίση περίπτωση.

305. Όπως προτείνω με το σημείο 155 των παρουσών προτάσεων, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί καθόσον δέχεται τον έκτο λόγο προσφυγής που αντλείτο από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Niko Tube, όσον αφορά την προσαρμογή, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού, της τιμής εξαγωγής της SEPCO για τις συναλλαγές σχετικά με τους σωλήνες που κατασκεύαζε η Niko Tube.

306. Πράγματι, όπως υπογράμμισα ανωτέρω, φρονώ ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου πάσχει λόγω αντιφατικών αιτιολογιών, καθόσον, με τη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ουσιαστικά έκρινε ότι η Niko Tube απέδειξε ότι θα μπορούσε να προβάλει επιχειρήματα που θα είχαν οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε έκβαση διαφορετική από εκείνη στην οποία κατέληξε, ενώ προηγουμένως, με τη σκέψη 188 της εν λόγω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο είχε κρίνει, με γνώμονα τα εν λόγω επιχειρήματα, ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στο πλαίσιο της επίδικης προσαρμογής έναντι της Niko Tube.

307. Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η Niko Tube δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι, αν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως είχαν γνωστοποιηθεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα θεσμικά όργανα να μην προβούν στην προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ΄, του βασικού κανονισμού.

308. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, φρονώ ότι ο έκτος λόγος προσφυγής είναι απορριπτέος καθόσον αφορά τη Niko Tube.

309. Κατά συνέπεια, και κατόπιν των προεκτεθέντων προτείνω να απορριφθεί η προσφυγή καθόσον αφορά τη Niko Tube.

VI – Επί των δικαστικών εξόδων

310. Κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οσάκις η αναίρεση είναι βάσιμη και το Δικαστήριο εκδικάζει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων.

311. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας που έχει εφαρμογή στην κατ’ αναίρεση διαδικασία βάσει του άρθρου 118 του εν λόγω κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

312. Σύμφωνα με την προεκτεθείσα ανάλυση, φρονώ ότι, όσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου (C‑191/09), η οποία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή καθόσον αφορά τη Niko Tube, αλλά να απορριφθεί κατά τα λοιπά, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως τα δικαστικά έξοδα των δύο θεσμικών οργάνων θα πρέπει να κατανεμηθούν ως εξής: η Niko Tube θα πρέπει να φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων του Συμβουλίου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το δε Συμβούλιο να φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της NTRP.

313. Στην υπόθεση C‑200/09, δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, αλλά και η ανταναίρεση των Niko Tube και NTRP είναι επίσης απορριπτέα, προτείνω κάθε διάδικος να φέρει τα έξοδά του. Δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε ασκήσει παρέμβαση ενώπιον του Πρωτοδικείου, προτείνω να φέρει επίσης τα δικαστικά της έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

VII – Πρόταση

314. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

«1)      Αναιρείται η απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 10ης Μαρτίου 2009, T‑249/06, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, καθόσον ακύρωσε, όσον αφορά την Interpipe Niko Tube, το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 954/2006 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κροατίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) 2320/97 και (ΕΚ) 348/2000 του Συμβουλίου, τον τερματισμό των διαδικασιών ενδιάμεσης επανεξέτασης και επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και τον τερματισμό των διαδικασιών ενδιάμεσης επανεξέτασης των δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή μη κραματοποιημένο χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας και Ρουμανίας και Κροατίας και Ουκρανίας.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή όσον αφορά την Interpipe Niko Tube.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

5)      Απορρίπτει την αίτηση ανταναιρέσεως της Interpipe Niko Tube και της Interpipe NTRP.

6)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών του εξόδων και το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της Interpipe NTRP των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

7)      Η Interpipe Niko Tube φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα δικά της δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

8)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Συλλογή 2009, σ. II‑383.


3 – ΕΕ L 175, σ. 4.


4 – ΕΕ 1996, L 56, σ. 1.


5 – ΕΕ L 77, σ. 12.


6 – Βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, C‑171/87, Canon κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1992, σ. I‑1237, σκέψεις 9 έως 13).


7 – Όπ.π.


8 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, 260/85 και 106/86, TEC κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 5855, σκέψη 30).


9 – Απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, C‑178/87 (Συλλογή 1992, σ. I‑1577).


10 – Όπ.π. (σκέψη 12).


11 – Όπ.π. (σκέψη 13).


12 – Επισημαίνω ότι τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής: πρώτον, οι προσφεύγουσες πραγματοποίησαν απευθείας πωλήσεις του επίμαχου προϊόντος εντός της Κοινότητας, δεύτερον, η SPIG, η συνδεόμενη εταιρία πωλήσεως στην Ουκρανία, παρενέβη με την ιδιότητα του αντιπροσώπου για τις πωλήσεις των Niko Tube και NTRP προς τη SEPCO και, τρίτον, οι σχέσεις της SEPCO με τις Niko Tube και NTRP είναι ανεπαρκείς και από αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω εταιρία τελεί υπό τον έλεγχό τους ή ότι υφίσταται κοινός έλεγχος της SEPCO και των Niko Tube και NTRP.


13 – Όπως υπογραμμίζει το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα όταν ένας παραγωγός αναθέτει εργασίες που κανονικά είναι εργασίες ενός εσωτερικού τμήματος πωλήσεων σε εταιρία διανομής των προϊόντων του την οποία ελέγχει οικονομικώς (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Canon κατά Συμβουλίου, σκέψη 9). Ακόμη, η δομή του κεφαλαίου αποτελεί κρίσιμη ένδειξη για την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας (βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Ιουλίου 1994, C‑75/92, Gao Yao κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I‑3141, I‑3142, σημείο 33). Επιπλέον, έχει γίνει δεκτό ότι ενιαία οικονομική οντότητα μπορεί να υφίσταται όταν ο παραγωγός αναλαμβάνει μέρος των εργασιών πωλήσεως που είναι συμπληρωματικές ως προς εκείνες της εταιρίας διανομής των προϊόντων του (προαναφερθείσα απόφαση Matsushita Electric Industrial κατά Συμβουλίου, σκέψη 14).


14 – Απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, T‑88/98 (Συλλογή 2002, σ. II‑4897, σκέψη 96).


15 – Μολονότι η διατύπωση αυτή είναι η ίδια με τη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του αμέσως προϊσχύοντος βασικού κανονισμού [κανονισμός (ΕΚ) 3283/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ΕΕ L 349, σ. 1], εντούτοις διαφέρει από τη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 9, στοιχείο β΄, του παλαιότερου βασικού κανονισμού [κανονισμός (ΕΟΚ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ΕΕ L 209, σ. 1] σύμφωνα με το οποίο το βάρος να αποδείξει ότι το αίτημα προσαρμογής είναι αιτιολογημένο φέρει το «ενδιαφερόμε νο μέρος».


16 – Βλ., υπό το καθεστώς των προϊσχυόντων κανονισμών αντιντάμπινγκ, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, C‑320/86 και C‑188/87, Stanko France κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (Συλλογή 1990, σ. I‑3013, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


17 – Βλ., ιδίως όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που αποτελεί ουσιώδη τύπο και του ζητήματος του βασίμου της αιτιολογίας που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως, απόφαση της 22ας Μαρτίου 2001, C‑17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 35).


18 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, μεταξύ άλλων, αποφάσεις του τότε Πρωτοδικείου της 6ης Νοεμβρίου 1997, T‑71/96, Berlingieri Vinzek κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑339 και II‑921, σκέψη 79), της 25ης Φεβρουαρίου 2003, T‑183/00, Strabag Benelux κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2003, σ. II‑135, σκέψεις 57 και 58), της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής (σκέψη 59), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑387/08, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής (σκέψη 37).


19 – Με την υποσημείωση της σελίδας 15 της αιτήσεως αναιρέσεώς του, το Συμβούλιο παραπέμπει στα σημεία 105, 106 και 112 έως 119 του υπομνήματος αντικρούσεως που είχε καταθέσει πρωτοδίκως, καθώς και στα σημεία 49 έως 55 του υπομνήματος ανταπαντήσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου.


20 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑351/04, Ikea Wholesale (Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


21 – Όπ.π (σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


22 – Βλ., μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογία, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing (Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψη 57), και της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C‑290/07 P, Επιτροπή κατά Scott (Συλλογή 2010, σ. Ι‑7763, σκέψη 66), και, στον τομέα της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, C‑441/07 P, Επιτροπή κατά Alrosa (Συλλογή 2010, σ. Ι‑5949, σκέψη 67).


23 – Βλ., ιδίως, όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C‑12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval (Συλλογή 2005, σ. I‑987, σκέψη 39), και της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 145) και, όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, προαναφερθείσες αποφάσεις Ισπανία κατά Lenzing (σκέψη 56) και Επιτροπή κατά Scott (σκέψη 64).


24 – Προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Tetra Laval (σκέψη 39), Ισπανία κατά Lenzing (σκέψη 57), Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (σκέψη 145), και Επιτροπή κατά Scott (σκέψη 65).


25 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, σημείο 103 των προτάσεών μου στην υπόθεση για την οποία εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Scott.


26 – Αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1991, C‑49/88, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1991, σ. I‑3187, σκέψη 17), και της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑458/98 P, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. I‑8147, σκέψη 99).


27 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, C‑141/08 P, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. I‑9147, σκέψη 94).


28 – Όπ.π (σκέψη 81).


29 – Η υπογράμμιση δική μου.


30 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (σκέψεις 81 και 107).


31 – Όσον αφορά τις διαδικασίες αντιντάμπινγκ, βλ. προαναφερθείσα απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (σκέψη 83).


32 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München (Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14), της 7ης Μαΐου 1992, C‑258/90 και C‑259/90, Pesquerias De Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-2901, σκέψη 26), και της 6ης Νοεμβρίου 2008, C‑405/07 P, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑8301, σκέψη 56).


33 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 1991, C‑16/90, Nölle (Συλλογή 1991, σ. I‑5163, σκέψη 13), και της 29ης Μαΐου 1997, C‑26/96, Rotexchemie (Συλλογή 1997, σ. I‑2817, σκέψη 12). Βλ., επίσης, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Οκτωβρίου 1999, T‑48/96, Acme κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1999, σ. II‑3089, σκέψη 39), και της 13ης Ιουλίου 2006, T‑413/03, Shandong Reipu Biochemicals κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II‑2243, σκέψη 64).


34 – Βλ. συναφώς, ιδίως, αποφάσεις Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα (σκέψη 44), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑535/06 P, Moser Baer India κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. I‑7051, σκέψη 34).


35 – Σύμφωνα με τη νομολογία, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των προσκομισθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου αποδεικτικών στοιχείων, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Βλ., ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


36 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 54), της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 108), και της 7ης Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 67).


37 – Βλ. ιδίως, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 148), και διατάξεις της 8ης Απριλίου 2008, C‑503/07 P, Saint-Gobain Glass Deutschland κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑2217, σκέψη 62) και της 10ης Ιουνίου 2010, C‑498/09 P, Thomson Sales Europe κατά Επιτροπής (σκέψη 87).


38 – Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, στα μέρη τα οποία λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται σε έρευνα αντιντάμπινγκ τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί υπό τους όρους που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.


39 – Το περιθώριο της ζημίας αντιπροσωπεύει το επίπεδο της ζημίας που προκλήθηκε στη βιομηχανία της Ένωσης εκπεφρασμένο σε ποσοστό της τιμής CIF των εξαγωγών του οικείου προϊόντος (τιμή χαμηλότερη της κοινοτικής), η οποία υπολογίζεται, γενικά, βάσει της διαφοράς της μέσης σταθμισμένης τιμής πωλήσεως των παραγωγών της Ένωσης και της σταθμισμένης τιμής των εξαγωγών προς την Ένωση οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Βλ., συναφώς, σημείο 233 του επίδικου κανονισμού.


40 – Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψεις 47 και 48). Συναφώς, βλ. και άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). Εξάλλου, το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 210, C 83, σ. 389) προβλέπει ότι το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως περιλαμβάνει, ιδίως, «το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου».


41 – Επισημαίνεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναφέρει εσφαλμένα την Tubos Reunidos, παραγωγό της Ένωσης που είχε περιληφθεί στο δείγμα και συνδέεται με την Productos Tubulares. Αυτό το συντακτικό λάθος δεν επισημάνθηκε από τους διαδίκους της αναιρετικής δίκης και δεν έχει καμία συνέπεια.