Language of document : ECLI:EU:C:2021:280

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 15ης Απριλίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας – Άρθρο 10 – Ζήτημα κατά πόσον έχει εφαρμογή – Οδηγία 2009/28/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ – Προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές – Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ηλιακές φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις – Τροποποίηση καθεστώτος στήριξης»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑798/18 και C‑799/18,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) με αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 2018, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 17 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο των δικών

Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ. (C‑798/18),

Athesia Energy Srl κ.λπ. (C‑799/18)

κατά

Ministero dello Sviluppo economico,

Gestore dei servizi energentici (GSE) SpA,

παρισταμένων των:

Elettricità Futura Unione delle imprese elettriche italiane,

Confederazione generale dell’agricoltura italiana – Confagricoltura,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, E. Juhász, Κ. Λυκούργο και I. Jarukaitis (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ., εκπροσωπούμενη από τους V. Onida, C. Montella και B. Randazzo, avvocati,

–        η Elettricità Futura Unione delle imprese elettriche italiane και η Confederazione generale dell’agricoltura italiana – Confagricoltura, εκπροσωπούμενες από τους V. Onida και B. Randazzo, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την F. Varrone και τον G. Aiello, avvocati dello Stato,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Eisenberg και τον D. Klebs,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Κ. Μπόσκοβιτς και τις Σ. Χαριτάκη και Α. Μαγρίππη,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις S. Centeno Huerta και M. J. Ruiz Sánchez και τον A. Rubio González,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις O. Beynet, K. Talabér-Ritz και Y. Marinova και τους G. Gattinara και T. Maxian Rusche,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Οκτωβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, με την απόφαση 98/181/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 23ης Σεπτεμβρίου 1997, σχετικά με τη σύναψη, από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, της συνθήκης για το Χάρτη Ενέργειας και του πρωτοκόλλου του Χάρτη Ενέργειας για την ενεργειακή απόδοση και τα σχετικά περιβαλλοντικά ζητήματα (ΕΕ 1998, L 69, σ. 1, στο εξής: Χάρτης Ενέργειας), τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 140, σ. 16), υπό το πρίσμα των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλόπιστης συνεργασίας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας.

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, στην υπόθεση C‑798/18, της Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (εθνικής ομοσπονδίας ηλεκτροτεχνικών και ηλεκτρονικών επιχειρήσεων) (Anie) και 159 επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις και, στην υπόθεση C‑799/18, της Athesia Energy Srl και 15 άλλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα, και, αφετέρου, του ministero dello Sviluppo economico (Υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης, Ιταλία) και της Gestore dei servizi energetici (GSE) SpA, σχετικά με την ακύρωση αποφάσεων για την εκτέλεση των εθνικών νομοθετικών διατάξεων που προέβλεπαν την αναδιαμόρφωση των τιμών ενθάρρυνσης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις και τους σχετικούς τρόπους καταβολής.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Το άρθρο 10 του Χάρτη Ενέργειας, με τίτλο «Προώθηση, προστασία και μεταχείριση των επενδύσεων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης, κάθε συμβαλλόμενο μέρος ενθαρρύνει και δημιουργεί σταθερές, δίκαιες, ευνοϊκές και διαφανείς συνθήκες για τη διενέργεια επενδύσεων στην επικράτειά του από επενδυτές των άλλων συμβαλλομένων μερών. Οι όροι αυτοί περιλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχει πάντοτε ίση και δίκαιη μεταχείριση στις επενδύσεις των επενδυτών άλλων συμβαλλομένων μερών. Οι επενδύσεις αυτές απολαύουν επίσης απολύτως σταθερής προστασίας και ασφάλειας και κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν θίγει κατά κανένα τρόπο με παράλογα ή άνισα μέτρα τη διαχείριση, συντήρηση, χρήση, εκμετάλλευση ή διάθεσή τους. […]»

 Το δίκαιο της Ένωσης

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 14 και 25 της οδηγίας 2009/28 έχουν ως εξής:

«(14)      Κύριος σκοπός των δεσμευτικών εθνικών στόχων είναι να παρασχεθεί ασφάλεια στους επενδυτές και να ενθαρρυνθεί η συνεχής ανάπτυξη τεχνολογιών που παράγουν ενέργεια από όλες τις μορφές ανανεώσιμων πηγών. […]

[…]

(25)      Κάθε κράτος μέλος διαθέτει διαφορετικό δυναμικό ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και εφαρμόζει διαφορετικά καθεστώτα στήριξης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε εθνικό επίπεδο. […] Για την εύρυθμη λειτουργία των εν λόγω εθνικών καθεστώτων στήριξης έχει ουσιώδη σημασία να μπορούν τα κράτη μέλη να ελέγχουν τις επιπτώσεις και το κόστος των οικείων εθνικών καθεστώτων στήριξης σύμφωνα με το αντίστοιχο δυναμικό τους. Ένα σημαντικό μέσο για την επίτευξη του στόχου της παρούσας οδηγίας είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των εθνικών καθεστώτων στήριξης όπως και δυνάμει της οδηγίας 2001/77/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2001, L 283, σ. 33)], προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να μπορέσουν τα κράτη μέλη να προβλέψουν αποτελεσματικά εθνικά μέτρα για τη συμμόρφωση προς τους στόχους. […]»

5        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/28, με τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Θέτει υποχρεωτικούς εθνικούς στόχους για το συνολικό μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας και το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στις μεταφορές. […]»

6        Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δεσμευτικοί εθνικοί συνολικοί στόχοι και μέτρα για τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές», ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές […] στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας το 2020 να αντιστοιχεί τουλάχιστον στον εθνικό συνολικό στόχο του όσον αφορά το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά το εν λόγω έτος, όπως αυτό προβλέπεται στην τρίτη στήλη του πίνακα του μέρους Α του παραρτήματος I. […]

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα που είναι όντως σχεδιασμένα για να διασφαλίσουν ότι το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ισούται ή υπερβαίνει το μερίδιο που παρατίθεται στην ενδεικτική πορεία του μέρους Β του παραρτήματος Ι.

3.      Για να επιτύχουν τους στόχους των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν, μεταξύ άλλων, να εφαρμόζουν τα ακόλουθα μέτρα:

α)      καθεστώτα στήριξης·

[…]».

 Το ιταλικό δίκαιο

7        Το άρθρο 7 του decreto legislativo n. 387 – Attuazione della direttiva 2001/77/CE relativa alla promozione dell’energia elettrica prodotta da fonti energetiche rinnovabili nel mercato interno dell’elletricità (νομοθετικού διατάγματος 387, περί μεταφοράς της οδηγίας 2001/77/ΕΚ για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας), της 29ης Δεκεμβρίου 2003 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 25, της 31ης Ιανουαρίου 2004, σ. 5, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 387/2003), προέβλεπε τα ακόλουθα:

«1.      Εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος διατάγματος, ο ministro delle Attività produttive [Υπουργός Παραγωγικών Δραστηριοτήτων], από κοινού με τον ministro dell’Ambiente e della Tutela del territorio [Υπουργό Περιβάλλοντος και Προστασίας των Φυσικών Πόρων], κατόπιν διαβούλευσης με την Conferenza unificata [Ενιαία Διάσκεψη] εκδίδει μία ή πλείονες αποφάσεις με τις οποίες καθορίζονται τα κριτήρια για την ενθάρρυνση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την ηλιακή ενέργεια.

2.      Χωρίς να επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός και τηρουμένης της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας, βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

a)      καθορίζονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι φορείς προκειμένου να μπορούν να ωφεληθούν από τα κίνητρα·

[…]

d)      θεσπίζεται ο τρόπος καθορισμού των ποσών ενθάρρυνσης. Όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται με φωτοβολταϊκή μετατροπή ηλιακής ενέργειας, προβλέπονται ειδικές τιμές ενθάρρυνσης, φθίνοντος ύψους, για διάρκεια που διασφαλίζει εύλογη αποζημίωση των επενδυτικών και λειτουργικών δαπανών.

e)      ορίζεται στόχος ονομαστικής ισχύος,

f)      ορίζεται επίσης το ανώτατο όριο σωρευτικής ηλεκτρικής ισχύος όλων των εγκαταστάσεων για τις οποίες μπορούν να χορηγηθούν κίνητρα·

[…]».

8        Το άρθρο 24 του decreto legislativo n. 28 – Attuazione della direttiva 2009/28/CE sulla promozione dell’uso dell’energia da fonti rinnovabili, recante modifica e successiva abrogazione delle direttive 2001/77/CE e 2003/30/CE (νομοθετικού διατάγματος 28 περί μεταφοράς της οδηγίας 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ), της 3ης Μαρτίου 2011 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 71, της 28ης Μαρτίου 2011, σ. 1, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 28/2011), με τίτλο «Μηχανισμοί παροχής κινήτρων», προέβλεπε τα ακόλουθα:

«1.      Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από εγκαταστάσεις οι οποίες τροφοδοτούνται από ανανεώσιμες πηγές και τέθηκαν σε λειτουργία μετά την 31η Δεκεμβρίου 2012 ενισχύεται μέσω των μηχανισμών και βάσει των γενικών κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 […].

2.      Για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 εγκαταστάσεις παρέχονται κίνητρα βάσει των ακόλουθων γενικών κριτηρίων:

a)      η παροχή κινήτρων αποσκοπεί στη διασφάλιση εύλογης αποζημίωσης των επενδυτικών και λειτουργικών δαπανών.

b)      το δικαίωμα λήψης κινήτρων παρέχεται για χρόνο αντίστοιχο με τη μέση συμβατική ωφέλιμη διάρκεια ζωής του οικείου τύπου εγκαταστάσεων, από την έναρξη λειτουργίας των εγκαταστάσεων αυτών·

c)      τα παρεχόμενα κίνητρα δεν μεταβάλλονται κατά τον χρόνο που υφίσταται το δικαίωμα λήψης τους, λαμβάνεται δε ενδεχομένως υπόψη η οικονομική αξία της παραγόμενης ενέργειας·

d)      τα κίνητρα χορηγούνται μέσω συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου που συνάπτονται μεταξύ της GSE και της υπεύθυνης για την εγκατάσταση οντότητας, βάσει τυποποιημένης σύμβασης καθοριζόμενης από την Autorità per l’energia elettrica e il gas [αρχή ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου] […]

[…]».

9        Κατά το άρθρο 25 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος:

«1.      Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές και έχουν τεθεί σε λειτουργία έως και την 31η Δεκεμβρίου 2012 ενθαρρύνεται από τους μηχανισμούς που υφίστανται κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος διατάγματος.

[…]

10.      […] [Η] παροχή κινήτρων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ηλιακές φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις που τίθενται σε λειτουργία μετά την [31η Μαΐου 2011] ρυθμίζεται με απόφαση του [Υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης] η οποία θα εκδοθεί έως την 30ή Απριλίου 2011, σε συνεργασία με τον Ministro dell’ambiente e della tutela del [territorio e del] mare (Υπουργό Περιβάλλοντος και Προστασίας των Φυσικών και Θαλάσσιων Πόρων], κατόπιν διαβούλευσης με την Ενιαία Διάσκεψη που μνημονεύεται στο άρθρο 8 του decreto legislativo n. 281 (νομοθετικού διατάγματος 281), της 28ης Αυγούστου 1997, με βάση τις ακόλουθες αρχές:

a)      τον καθορισμό ετήσιου ορίου σωρευτικής ηλεκτρικής ισχύος των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων που είναι επιλέξιμες για τις τιμές ενθάρρυνσης·

b)      τον καθορισμό των τιμών ενθάρρυνσης, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της μείωσης του κόστους της τεχνολογίας και των εγκαταστάσεων και, αφετέρου, των κινήτρων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

c)      την πρόβλεψη των τιμών ενθάρρυνσης και των διαφοροποιημένων μεριδίων ανάλογα με τη φύση του τόπου των εγκαταστάσεων·

d)      την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 387/2003 […], καθόσον συνάδουν με την παρούσα παράγραφο.»

10      Το άρθρο 26 του decreto-legge n. 91 – Disposizioni urgenti per il settore agricolo, la tutela ambientale e l’efficientamento energetico dell’edilizia scolastica e universitaria, il rilancio e lo sviluppo delle imprese, il contenimento dei costi gravanti sulle tariffe elettriche, nonché per la definizione immediata di adempimenti derivanti dalla normativa europea (πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91 περί επειγουσών διατάξεων για τον γεωργικό τομέα, την προστασία του περιβάλλοντος και την ενεργειακή απόδοση σχολικών και πανεπιστημιακών κτιρίων, την επανεκκίνηση και την ανάπτυξη της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, τη μείωση του κόστους στα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και για την άμεση λήψη μέτρων προς συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης), της 24ης Ιουνίου 2014, (GURI αριθ. 144, της 24ης Ιουνίου 2014), η οποία κυρώθηκε, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 116, της 11ης Αυγούστου 2014 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 192, της 20ής Αυγούστου 2014) (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου 91/2014), προβλέπει τα εξής:

«1.      Προς τον σκοπό της βελτιωμένης διαχείρισης του χρόνου λήψης και παροχής κινήτρων και της προώθησης μιας βιωσιμότερης πολιτικής για την ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι τιμές ενθάρρυνσης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ηλιακές φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, οι οποίες λειτουργούν στο πλαίσιο του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος [387/2003] και του άρθρου 25, παράγραφος 10, του νομοθετικού διατάγματος [28/2011], καταβάλλονται με τον τρόπο που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

2.      Από το δεύτερο εξάμηνο του 2014, η [GSE] καταβάλλει εντός του ημερολογιακού έτους παραγωγής τις τιμές ενθάρρυνσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σε σταθερές μηνιαίες δόσεις, ανερχόμενες στο 90 % της εκτιμώμενης μέσης ετήσιας παραγωγικής ικανότητας κάθε εγκατάστασης και έως τις 30 Ιουνίου του επόμενου έτους προβαίνει σε εκκαθάριση βάσει της πραγματικής παραγωγής. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής καθορίζονται από την GSE εντός δεκαπενθημέρου από τη δημοσίευση της παρούσας πράξης και εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης.

3.      Από την 1η Ιανουαρίου 2015, η τιμή ενθάρρυνσης για την ενέργεια που παράγεται από εγκαταστάσεις ονομαστικής ισχύος άνω των 200 kW αναδιαμορφώνεται, κατ’ επιλογήν του επιχειρηματία, με βάση μία από τις ακόλουθες δυνατότητες, η οποία πρέπει να γνωστοποιηθεί στην GSE έως τις 30 Νοεμβρίου 2014:

a)      η τιμή ενθάρρυνσης καταβάλλεται για χρονικό διάστημα 24 ετών από την έναρξη λειτουργίας των εγκαταστάσεων και, συνεπώς, υπολογίζεται εκ νέου σύμφωνα με το ποσοστό μείωσης που αναγράφεται στον πίνακα του παραρτήματος 2 της παρούσας πράξης·

b)      με την επιφύλαξη της καταβολής της για χρονικό διάστημα 20 ετών, η τιμή αναδιαμορφώνεται με πρόβλεψη μιας αρχικής περιόδου χορήγησης τιμής μειωμένης σε σχέση με τη νυν ισχύουσα και μιας δεύτερης περιόδου χορήγησης τιμής αυξημένης κατά το ισόποσο. Τα ποσοστά της αναδιαμόρφωσης καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης, κατόπιν γνωμοδότησης της Autorità per l’energia elettrica, il gas e il sistema idrico [αρχής για την ηλεκτρική ενέργεια, το φυσικό αέριο και την υδροδότηση, Ιταλία], που θα εκδοθεί έως την 1η Οκτωβρίου 2014, ούτως ώστε, σε περίπτωση που όλοι οι δικαιούχοι κάνουν χρήση της ως άνω επιλογής, να εξοικονομηθούν τουλάχιστον 600 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για την περίοδο 2015-2019, σε σχέση με τις προβλεπόμενες καταβολές βάσει των ισχυουσών τιμών·

c)      με την επιφύλαξη της καταβολής της για χρονικό διάστημα 20 ετών, η τιμή μειώνεται κατά ορισμένο ποσοστό του υφιστάμενου κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της παρούσας πράξης μέτρου ενθάρρυνσης, για την εναπομένουσα διάρκεια εφαρμογής του εν λόγω μέτρου ως εξής:

1)      6 % για εγκαταστάσεις ονομαστικής ισχύος άνω των 200 kW και έως 500 kW·

2)      7 % για εγκαταστάσεις ονομαστικής ισχύος άνω των 500 kW και έως 900 kW·

3)      8 % για εγκαταστάσεις ονομαστικής ισχύος άνω των 900 kW.

Αν ο επιχειρηματίας δεν γνωστοποιήσει την επιλογή του, η GSE εφαρμόζει την επιλογή που προβλέπεται υπό το στοιχείο c.

[…]

5.      Ο δικαιούχος της τιμής ενθάρρυνσης που μνημονεύεται στις παραγράφους 3 και 4 έχει πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση για ποσό του οποίου το μέγιστο ύψος αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των ήδη ληφθέντων, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014, κινήτρων και των αναδιαμορφωμένων, κατά την έννοια των παραγράφων 3 και 4, κινήτρων. Οι χρηματοδοτήσεις αυτές μπορούν να χορηγηθούν, σωρευτικά ή διαζευκτικά, βάσει ad hoc τραπεζικών συμβάσεων, μέσω εγγυοδοσιών ή εγγυήσεων παρεχόμενων από την Cassa Depositi e Prestiti SpA […].»

 Οι διαφορές των κύριων δικών και το προδικαστικό ερώτημα

11      Η Anie εκπροσωπεί τις επιχειρήσεις που ασκούν στην Ιταλία δραστηριότητα σχετική με την παραγωγή αγαθών ή/και παροχή υπηρεσιών στον ηλεκτροτεχνικό και τον ηλεκτρονικό τομέα ή σε συναφείς τομείς. Αποτελεί «ομοσπονδία πρώτου επιπέδου», στο πλαίσιο της οποίας συγκροτούνται κλαδικές ενώσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ένωση Anie Energie Rinnovabili, με σκοπό την προστασία του τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι λοιποί προσφεύγοντες των κύριων δικών είναι εταιρίες και μεμονωμένοι επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες και διαχειριστές μίας ή περισσότερων φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων ισχύος άνω των 200 kW, που βρίσκονται σε διάφορα σημεία της ιταλικής επικράτειας, και οι οποίοι συνήψαν με την GSE συμβάσεις εικοσαετούς διάρκειας, χαρακτηριζόμενες κατά το ιταλικό δίκαιο ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, προκειμένου να μπορέσουν να ωφεληθούν από τις τιμές ενθάρρυνσης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκή μετατροπή. Οι ως άνω προσφεύγοντες επωφελούνταν κατ’ αυτόν τον τρόπο από τα μέτρα παροχής κινήτρων που προβλέπονταν στο άρθρο 7 του νομοθετικού διατάγματος 387/2003 και στο άρθρο 25 του νομοθετικού διατάγματος 28/2011. Η GSE είναι δημόσια εταιρία που ελέγχεται πλήρως από το ministero dell’Economia e delle Finanze (Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, Ιταλία), στην οποία έχουν ανατεθεί πολλά καθήκοντα δημόσιου χαρακτήρα στον τομέα της ενέργειας.

12      Το ιταλικό καθεστώς παροχής κινήτρων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014, η οποία υλοποιήθηκε με υπουργικές αποφάσεις της 16ης και της 17ης Οκτωβρίου 2014, των οποίων την ακύρωση ζητούν οι προσφεύγοντες των κύριων δικών ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Λατίου, Ιταλία).

13      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 26 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014 προέβλεψε αναδιαμόρφωση των κινήτρων για τις εγκαταστάσεις ισχύος άνω των 200 kW προκειμένου να βελτιωθεί η διαχείριση του χρόνου λήψης και παροχής κινήτρων καθώς και να προαχθεί μια βιωσιμότερη πολιτική ενίσχυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Επισημαίνει επίσης ότι, δυνάμει της διάταξης αυτής, ο Ιταλός νομοθέτης επέβαλε στις επιχειρήσεις του οικείου τομέα τη μετάβαση σε διαφορετικό σύστημα τιμολόγησης ανάλογα με μία από τις επιλογές που προβλέπονται στην παράγραφο 3 της εν λόγω διάταξης. Καθεμία από τις επιλογές αυτές επηρεάζει αναμφισβήτητα αρνητικά την κατάσταση των εν λόγω επιχειρήσεων, όπως αυτή καθορίζεται στις συμβάσεις παροχής κινήτρων που συνήφθησαν μεταξύ αυτών και της GSE, εισάγοντας νέα στοιχεία στις συμβάσεις αυτές, όσον αφορά τη διάρκεια παροχής ή το ύψος των τιμών ενθάρρυνσης.

14      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 26 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014, για το δεύτερο εξάμηνο του 2014, οι τιμές ενθάρρυνσης έπρεπε να καταβάλλονται υπό τη μορφή σταθερών μηνιαίων δόσεων ανερχομένων στο 90 % της εκτιμώμενης μέσης ετήσιας παραγωγικής ικανότητας κάθε εγκατάστασης κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους παραγωγής, προβαίνοντας στη συνέχεια σε εκκαθάριση σε σχέση με την πραγματική παραγωγή. Συνεπώς, η διάταξη αυτή τροποποίησε τους ισχύοντες συμβατικούς όρους, αντικαθιστώντας το κριτήριο της «πραγματικής παραγωγής» με εκείνο της «μέσης ετήσιας παραγωγικής ικανότητας», χωρίς να λάβει υπόψη ότι οι δικαιούχοι των επίμαχων κινήτρων υπήχθησαν στο καθεστώς στήριξης υπό διαφορετικούς όρους.

15      Οι προσφεύγοντες των κύριων δικών υποστηρίζουν, ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, ότι οι υπουργικές αποφάσεις της 16ης και της 17ης Οκτωβρίου 2014 επηρέασαν αρνητικά τις υφιστάμενες σχέσεις, οι οποίες είχαν ήδη ρυθμιστεί από τις αντίστοιχες αποφάσεις περί δυνατότητας παροχής τιμών ενθάρρυνσης και από τις συνακόλουθες συμβάσεις που συνήφθησαν με την GSE, διαψεύδοντας σε σημαντικό βαθμό τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους. Προβάλλουν επίσης παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της οδηγίας 2009/28, καθόσον το άρθρο 26 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014 εισήγαγε αναδρομικώς λιγότερο ευνοϊκά μέτρα παροχής κινήτρων, ικανά να ανατρέψουν τους αρχικούς όρους επενδύσεων που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί, και πρέπει, ως εκ τούτου, να παραμείνει ανεφάρμοστο ως αντίθετο προς το πρωτογενές και το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης. Το Υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης ζητεί να απορριφθούν οι προσφυγές κατά των εν λόγω υπουργικών αποφάσεων.

16      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι διαφορές των κύριων δικών αποτελούν μέρος μιας ευρύτατης δικαστικής διαμάχης, στο πλαίσιο της οποίας επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε καταστάσεις ανάλογες με εκείνη των προσφευγόντων των κύριων δικών ήγειραν τα ίδια ζητήματα με αυτά που ανακύπτουν στις εν προκειμένω υποθέσεις. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι έθεσε ενώπιον του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ιταλία) το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 26, παράγραφος 3, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014. Το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο), με απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2017, έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν αντιβαίνει στο ιταλικό Σύνταγμα. Διαπίστωσε ότι η εν λόγω διάταξη αποτελεί παρέμβαση η οποία, όσον αφορά τη δίκαιη εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων διακυβευομένων συμφερόντων, ανταποκρίνεται σε δημόσιο συμφέρον που έχει σκοπό να συνδυάσει την πολιτική στήριξης της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές με τη μείωση της επιβάρυνσης εξαιτίας των συναφών δαπανών για τους τελικούς χρήστες της ηλεκτρικής ενέργειας. Έκρινε, επιπλέον, ότι η τροποποίηση του επίμαχου στις κύριες δίκες καθεστώτος παροχής κινήτρων δεν ήταν απρόβλεπτη ούτε αιφνίδια και, επομένως, ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας θα μπορούσε να προβλέψει την πιθανή νομοθετική εξέλιξη, με βάση τον προσωρινό και ευμετάβλητο χαρακτήρα των καθεστώτων στήριξης.

17      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, εντούτοις, ότι με την εν λόγω απόφαση του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου) δεν επιλύθηκαν ορισμένα ζητήματα που είναι κρίσιμα για την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών και ότι πρέπει να υποβληθεί στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα προκειμένου να κριθεί αν ο εθνικός νομοθέτης έχει τη δυνατότητα, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, να παρεμβαίνει κατά τρόπο που έχει επιπτώσεις όχι μόνον στο γενικό καθεστώς παροχής κινήτρων, το οποίο εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις του οικείου τομέα, αλλά και στις συμβάσεις που έχουν συνάψει οι επιχειρήσεις αυτές μεμονωμένα με μια δημόσια εταιρία, εν προκειμένω την GSE, για τον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων παροχής κινήτρων για περίοδο 20 ετών.

18      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, αν οι οικείες εθνικές διατάξεις είναι συμβατές με τις γενικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον η επίμαχη στις κύριες δίκες νομοθετική παρέμβαση τροποποίησε μονομερώς τις νομικές προϋποθέσεις βάσει των οποίων οι προσφεύγοντες των κύριων δικών είχαν ασκήσει την οικονομική τους δραστηριότητα, τούτο δε ελλείψει εξαιρετικών περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν μια τέτοια τροποποίηση. Για τους ίδιους λόγους, διατηρεί επίσης αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των διατάξεων αυτών με τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, καθώς και το άρθρο 10 του Χάρτη Ενέργειας.

19      Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι οικείες εθνικές διατάξεις ενδέχεται να αντιβαίνουν στο άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/28, καθόσον μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τα καθεστώτα στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, τα οποία πρέπει, δυνάμει της ως άνω οδηγίας, να είναι σταθερά και συνεπή. Οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν επίσης να θίξουν τους σκοπούς της ενεργειακής πολιτικής, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιτίθεται το δίκαιο της [Ένωσης] στην εφαρμογή εθνικής διάταξης όπως το άρθρο 26, παράγραφοι 2 και 3, της [πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014], η οποία επιφέρει μειώσεις ή σημαντικές καθυστερήσεις στην καταβολή των κινήτρων που έχουν ήδη χορηγηθεί βάσει νόμου και καθορίζονται βάσει ειδικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκή μετατροπή και της [GSE], δημόσιας εταιρίας επιφορτισμένης με την εν λόγω αρμοδιότητα;

Ειδικότερα, είναι η εν λόγω εθνική διάταξη συμβατή με τις γενικές αρχές του δικαίου της [Ένωσης] περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, της καλόπιστης συνεργασίας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας, με τα άρθρα 16 και 17 του [Χάρτη], με την οδηγία [2009/28] και το πλαίσιο των καθεστώτων στήριξης που προβλέπει, και με το άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ιδίως σε σχέση με τον [Χάρτης Ενέργειας];»

21      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 2019 αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑798/18 και C‑799/18 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

22      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/28 και τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και το άρθρο 10 του Χάρτη Ενέργειας έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τη μείωση ή την αναβολή καταβολής των κινήτρων για την ενέργεια που παράγεται από φωτοβολταϊκές ηλιακές εγκαταστάσεις, τα οποία χορηγούνταν προηγουμένως με διοικητικές αποφάσεις και επιβεβαιώνονταν με ad hoc συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων αυτών και δημόσιας εταιρίας.

23      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 26 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014 αναδιαμόρφωσε τα κίνητρα για τις εγκαταστάσεις ισχύος άνω των 200 kW, τα οποία χορηγούνταν δυνάμει του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 387/2003 ή του άρθρου 25 του νομοθετικού διατάγματος 28/2011, προκειμένου να βελτιωθεί η διαχείριση του χρόνου λήψης και παροχής κινήτρων και να προωθηθεί μια βιωσιμότερη πολιτική για την ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, Ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο 26 προέβλεπε στην παράγραφο 2 ότι, από το δεύτερο εξάμηνο του 2014, οι τιμές ενθάρρυνσης πρέπει να καταβάλλονται σε σταθερές μηνιαίες δόσεις ανερχόμενες στο 90 % της εκτιμώμενης μέσης ετήσιας παραγωγικής ικανότητας κάθε εγκατάστασης κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους παραγωγής, διενεργείται δε στη συνέχεια εκκαθάριση βάσει της πραγματικής παραγωγής. Επιπλέον, καθιέρωσε τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό τιμολογιακό σύστημα σύμφωνα με μία από τις επιλογές της παραγράφου 3, ήτοι, πρώτον, την παράταση της διάρκειας παροχής της τιμής ενθάρρυνσης, η οποία πλέον ανέρχεται σε 24 έτη, με αναλογική μείωση των ετήσιων καταβολών κατά ένα συγκεκριμένο ποσοστό, δεύτερον, τη μείωση των ποσών για το διάστημα από το έτος 2015 έως το έτος 2019, η οποία αντισταθμίζεται με αύξηση για το επόμενο διάστημα, ή, τρίτον, μείωση της τιμής κατά ποσοστό που καθορίζεται σε σχέση με την ονομαστική ισχύ των εγκαταστάσεων.

24      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το εν λόγω άρθρο 26 ενδεχομένως αντιτίθεται στο δίκαιο της Ένωσης, καθόσον μείωσε τις τιμές και τροποποίησε τον τρόπο καταβολής των κινήτρων που είχαν ήδη χορηγηθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 387/2003 και του άρθρου 25, παράγραφος 10, του νομοθετικού διατάγματος 28/2011, και επιβεβαιωθεί με συμβάσεις που συνήψε ατομικώς η GSE με τους φορείς εκμετάλλευσης των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, οι οποίες αναφέρουν τις συγκεκριμένες τιμές ενθάρρυνσης και τους ειδικούς όρους καταβολής τους για περίοδο 20 ετών.

25      Συναφώς, πρώτον, η οδηγία 2009/28, την εφαρμογή της οποίας επιδιώκει το επίμαχο στις κύριες δίκες καθεστώς παροχής κινήτρων, έχει ως σκοπό, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 αυτής, να θεσπίσει κοινό πλαίσιο για την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, θέτοντας ιδίως υποχρεωτικούς εθνικούς στόχους για το συνολικό μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας.

26      Το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/28 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, μεταξύ άλλων, να εφαρμόζουν καθεστώτα στήριξης για να επιτύχουν τους στόχους των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 3 της οδηγίας, σύμφωνα με τις οποίες, αφενός, κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην τελική κατανάλωση ενέργειας το 2020 να αντιστοιχεί τουλάχιστον στον εθνικό συνολικό στόχο του, όπως αυτός προβλέπεται στο παράρτημα Ι, μέρος Α, της εν λόγω οδηγίας, και, αφετέρου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα που είναι όντως σχεδιασμένα για να διασφαλίσουν ότι το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ισούται ή υπερβαίνει το μερίδιο που παρατίθεται στην ενδεικτική πορεία του παραρτήματος Ι, μέρος Β, της ίδιας οδηγίας.

27      Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας 2009/28, «[κ]άθε κράτος μέλος διαθέτει διαφορετικό δυναμικό ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές», έχει δε ουσιώδη σημασία να μπορούν τα κράτη μέλη να ελέγχουν τις επιπτώσεις και το κόστος των οικείων εθνικών καθεστώτων στήριξης σύμφωνα με το αντίστοιχο δυναμικό τους.

28      Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/28, και κυρίως από τον όρο «μπορούν», τα κράτη μέλη ουδόλως υποχρεούνται να θεσπίσουν καθεστώτα στήριξης προκειμένου να προωθήσουν τη χρήση της ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές. Τα κράτη μέλη διαθέτουν πράγματι διακριτική ευχέρεια ως προς τα μέτρα τα οποία κατά την κρίση τους είναι κατάλληλα για την επίτευξη των δεσμευτικών εθνικών στόχων που ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/28, σε συνδυασμό με το παράρτημα I. Η εν λόγω διακριτική ευχέρεια συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν καθεστώτα στήριξης, υπό τον όρο, ιδίως, ότι οι στόχοι αυτοί επιτυγχάνονται (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Agrenergy και Fusignano Due, C‑180/18, C‑286/18 και C‑287/18, EU:C:2019:605, σκέψη 27).

29      Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν, κατά τον τρόπο αυτόν, μέτρα με τα οποία θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, υποχρεούνται να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου αυτού, στις οποίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Agrenergy και Fusignano Due, C‑180/18, C‑286/18 και C‑287/18, EU:C:2019:605, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/28 δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 26, παράγραφοι 2 και 3, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014, η οποία τροποποιεί καθεστώς ενισχύσεων μειώνοντας τις τιμές και μεταβάλλοντας τους όρους καταβολής κινήτρων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, εφόσον τηρεί τις αρχές αυτές.

31      Όσον αφορά, δεύτερον, τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τους αντίστοιχους τίτλους και το περιεχόμενό τους, το νομοθετικό διάταγμα 387/2003 θέτει σε εφαρμογή την οδηγία 2001/77, το δε νομοθετικό διάταγμα 28/2011 μεταφέρει στο ιταλικό δίκαιο την οδηγία 2009/28, η οποία κατήργησε την πρώτη αυτή οδηγία. Επομένως, οι διατάξεις των ως άνω νομοθετικών διαταγμάτων θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη και, ως εκ τούτου, ο Χάρτης εφαρμόζεται στις διαφορές των κύριων δικών. Κατά συνέπεια, το προβλεπόμενο από τον Χάρτη επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να επιτυγχάνεται κατά τη μεταφορά της οδηγίας, ανεξαρτήτως του περιθωρίου εκτίμησης που έχουν στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μεταφοράς (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Pelham κ.λπ., C‑476/17, EU:C:2019:624, σκέψη 79).

32      Κατά πρώτον, το άρθρο 17 του Χάρτη προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί, και ότι κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημοσίας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Εξάλλου, η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.

33      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία δεν αφορά την προστασία απλών συμφερόντων ή ευκαιριών εμπορικής φύσεως, των οποίων ο αβέβαιος χαρακτήρας είναι σύμφυτος με την ουσία, αυτή καθεαυτήν, της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά την προστασία δικαιωμάτων με περιουσιακή αξία, εκ των οποίων απορρέει, λαμβανομένης υπόψη της έννομης τάξης, μια δεδομένη νομική κατάσταση βάσει της οποίας ασκούνται αυτοτελώς τα εν λόγω δικαιώματα από και υπέρ του κατόχου τους [αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 34, και της 21ης Μαΐου 2019, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Επικαρπία επί γεωργικών γαιών), C‑235/17, EU:C:2019:432, σκέψη 69].

34      Επομένως, πρέπει να εκτιμηθεί, εν προκειμένω, αν οι εγγυήσεις που παρέχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη εκτείνονται στα κίνητρα για την παραγωγή φωτοβολταϊκής ενέργειας, όπως τα επίμαχα στις κύριες δίκες, των οποίων τα ποσά δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, αλλά τα οποία χορηγούνταν στο πλαίσιο υφιστάμενου καθεστώτος στήριξης.

35      Συναφώς, όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το κατά πόσον τα κίνητρα αυτά έχουν περιουσιακή αξία, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, προκύπτει ότι η έννοια της «περιουσίας», μνημονευόμενη στην πρώτη περίοδο του άρθρου 1, έχει αυτοτελές περιεχόμενο που δεν περιορίζεται στην κυριότητα ενσώματων αγαθών και ότι ορισμένα άλλα δικαιώματα και συμφέροντα που συνιστούν περιουσιακά στοιχεία μπορούν να θεωρηθούν «περιουσιακά δικαιώματα» (απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουνίου 2004, Broniowski κατά Πολωνίας, EC:ECHR:2004:0622JUD003144396, § 129).

36      Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η έννοια της «περιουσίας» μπορεί να καλύπτει περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, Kopecký κατά Σλοβακίας, CE:ECHR:2004:0928JUD004491298, § 35).

37      Εν προκειμένω, από τις δικογραφίες που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι οι συμβάσεις που συνήψε η GSE με τους οικείους φορείς εκμετάλλευσης φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 387/2003 και του άρθρου 25, παράγραφος 10, του νομοθετικού διατάγματος 28/2011, είχαν συναφθεί ad hoc και ατομικά και ότι ανέφεραν τις ειδικές τιμές ενθάρρυνσης και τη διάρκεια της καταβολής τους. Επομένως, προκύπτει ότι τα παρεχόμενα βάσει των διατάξεων αυτών κίνητρα τα οποία επιβεβαιώθηκαν με τις ως άνω συμβάσεις δεν συνιστούσαν απλά συμφέροντα ή ευκαιρίες εμπορικής φύσης, αλλά είχαν περιουσιακή αξία.

38      Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης, προκειμένου το δικαίωμα λήψης κινήτρων όπως τα επίμαχα στις κύριες δίκες να εμπίπτει στην προστασία που παρέχει το άρθρο 17 του Χάρτη, πρέπει επίσης να εξεταστεί το ζήτημα αν το εν λόγω δικαίωμα συνιστά δεδομένη νομική κατάσταση, κατά την έννοια της νομολογίας αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 36).

39      Το Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 61 της απόφασης της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑398/13 P, EU:C:2015:535), ότι από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών προκύπτει ότι το μελλοντικό εισόδημα μπορεί να θεωρείται ως «αγαθό» δυνάμενο να τυγχάνει της προστασίας του άρθρου 17 του Χάρτη μόνον εάν το εν λόγω εισόδημα έχει ήδη εισπραχθεί, εάν το εν λόγω εισόδημα έχει αποτελέσει το αντικείμενο βέβαιης απαίτησης ή εάν υφίστανται ειδικές περιστάσεις δυνάμενες να θεμελιώσουν τη δημιουργία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ενδιαφερομένου για την εκ μέρους του απόκτηση αγαθού με περιουσιακή αξία

40      Επομένως, υπό το πρίσμα των σκέψεων 30 και 39 της παρούσας απόφασης, πρέπει να εξεταστεί η εμβέλεια των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όσον αφορά την επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση.

41      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, από την οποία απορρέει η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επιτάσσει, αφενός, να είναι οι κανόνες δικαίου σαφείς και ακριβείς και, αφετέρου, η εφαρμογή τους να μπορεί να προβλεφθεί από τους πολίτες, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις. Ειδικότερα, η εν λόγω αρχή απαιτεί να παρέχει η κανονιστική ρύθμιση τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει και να είναι οι τελευταίοι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Agrenergy και Fusignano Due, C‑180/18, C‑286/18 και C‑287/18, EU:C:2019:605, σκέψεις 29 και 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Κατά πάγια επίσης νομολογία του Δικαστηρίου, η δυνατότητα επίκλησης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε όλους τους επιχειρηματίες στους οποίους εθνική αρχή δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Εντούτοις, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση ενός μέτρου ικανού να θίξει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την εν λόγω αρχή μετά τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου. Επιπροσθέτως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να τρέφουν δικαιολογημένα προσδοκίες ως προς τη διατήρηση μιας υφισταμένης κατάστασης η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της άσκησης της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν οι εθνικές αρχές (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Agrenergy και Fusignano Due, C‑180/18, C‑286/18 και C‑287/18, EU:C:2019:605, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες συνάδει προς τις εν λόγω αρχές, το δε Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατόπιν προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, είναι αποκλειστικώς και μόνον αρμόδιο να παράσχει στο δικαστήριο αυτό όλα τα αναγόμενα στο δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να του παράσχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμφωνία αυτή. Το αιτούν δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη, προς τούτο, όλα τα ουσιώδη στοιχεία που προκύπτουν ιδίως από το γράμμα, τον σκοπό ή την οικονομία των εν λόγω νομοθετικών ρυθμίσεων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Agrenergy και Fusignano Due, C‑180/18, C‑286/18 και C‑287/18, EU:C:2019:605, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να επισημανθούν, ειδικότερα, τα ακόλουθα στοιχεία που προκύπτουν από τη δικογραφία που βρίσκεται στη διάθεση του Δικαστηρίου.

45      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το νομοθετικό διάταγμα 387/2003, το οποίο θέσπισε το καθεστώς ενθάρρυνσης για την παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκές ηλιακές εγκαταστάσεις στην Ιταλία με τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2001/77, από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του νομοθετικού αυτού διατάγματος προκύπτει ότι οι υπουργικές αποφάσεις περί εφαρμογής του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος καθόρισαν ειδική τιμή ενθάρρυνσης για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, φθίνοντος ύψους και με διάρκεια που διασφαλίζει εύλογη αμοιβή για τις επενδυτικές δαπάνες. Οι αποφάσεις αυτές καθόρισαν επίσης ένα ανώτατο όριο σωρευτικής ηλεκτρικής ισχύος όλων των εγκαταστάσεων που μπορούν να ωφεληθούν από κίνητρα.

46      Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι το ίδιο το γράμμα του εν λόγω άρθρου 7, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, υποδεικνύει σε συνετό και ενημερωμένο επιχειρηματία, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης, ότι η παροχή των επίμαχων κινήτρων δεν ήταν εγγυημένη για όλους τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες κατά τη διάρκεια καθορισμένης περιόδου, λαμβανομένων υπόψη, ειδικότερα, της αναφοράς σε φθίνον ύψος των τιμών ενθάρρυνσης καθώς και σε περιορισμένη διάρκεια των κινήτρων, καθώς και του καθορισμού ανώτατου ορίου σωρευτικής ηλεκτρικής ισχύος επιλέξιμης για τη λήψη των εν λόγω κινήτρων.

47      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το νομοθετικό διάταγμα 28/2011, με το οποίο καταργήθηκε το νομοθετικό διάταγμα 387/2003, το Δικαστήριο έχει ήδη προβεί, κατ’ ουσίαν, στην ίδια διαπίστωση κρίνοντας, στη σκέψη 44 της απόφασης της 11ης Ιουλίου 2019, Agrenergy και Fusignano Due (C‑180/18, C‑286/18 και C‑287/18, EU:C:2019:605), ότι οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που θεσπίσθηκαν βάσει του διατάγματος αυτού μπορούσαν να καταστήσουν εξαρχής σαφές σε συνετούς και ενημερωμένους επιχειρηματίες ότι το εφαρμοζόμενο στις φωτοβολταϊκές ηλιακές εγκαταστάσεις καθεστώς παροχής κινήτρων ενδέχετο να προσαρμοσθεί, ή ακόμα και να καταργηθεί, από τις εθνικές αρχές, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη ορισμένων συνθηκών.

48      Πράγματι, το νομοθετικό διάταγμα 28/2011 όριζε, στο άρθρο 25, ότι η παροχή κινήτρων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις ρυθμίζεται με υπουργική απόφαση που θέτει το ετήσιο όριο της σωρευτικής ηλεκτρικής ισχύος των εγκαταστάσεων αυτών που είναι επιλέξιμες για την χορήγηση των τιμών ενθάρρυνσης και καθορίζει τις τιμές αυτές λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση του κόστους των τεχνολογιών και των εγκαταστάσεων καθώς και τα μέτρα ενθάρρυνσης που εφαρμόζονται στα άλλα κράτη μέλη και τη φύση του τόπου των εγκαταστάσεων.

49      Όσον αφορά, τέλος, τις συναφθείσες με την GSE συμβάσεις, από τις υποβληθείσες στο Δικαστήριο δικογραφίες προκύπτει, αφενός, ότι οι συμβάσεις που είχαν συναφθεί με τους ιδιοκτήτες των οικείων φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων που τέθηκαν σε λειτουργία πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, προέβλεπαν απλώς τους πρακτικούς όρους καταβολής των κινήτρων, τα οποία χορηγούνταν βάσει προηγούμενης διοικητικής απόφασης ληφθείσας από την GSE. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, οι συμβάσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν από το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) ως συμβάσεις δημοσίου δικαίου συναφθείσες κατόπιν διοικητικής πράξης.

50      Αφετέρου, όσον αφορά τα κίνητρα για τις εγκαταστάσεις που τέθηκαν σε λειτουργία μετά τις 31η Δεκεμβρίου 2012, «χορηγούντα[ν]», όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο d, του νομοθετικού διατάγματος 28/2011, μέσω συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου που είχαν συναφθεί μεταξύ της GSE και των υπευθύνων για τις οικείες εγκαταστάσεις οντοτήτων, βάσει τυποποιημένης σύμβασης καθοριζόμενης από την αρχή για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο.

51      Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι, όπως επισήμανε και η Ιταλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, οι συμβάσεις που συνάπτονταν μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων εκμετάλλευσης φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων και της GSE υπογράφονταν βάσει τυποποιημένων συμβάσεων, ότι δεν παρείχαν, αυτές καθεαυτές, κίνητρα στις ως άνω εγκαταστάσεις, αλλά καθόριζαν απλώς τον τρόπο καταβολής τους, και ότι, τουλάχιστον όσον αφορά τις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2012, η GSE διατηρούσε το δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς τους όρους των τελευταίων αυτών συμβάσεων, λόγω ενδεχόμενων εξελίξεων του κανονιστικού πλαισίου, όπως τούτο ρητά αναφερόταν στις συμβάσεις. Επομένως, τα στοιχεία αυτά αποτελούσαν αρκούντως σαφή ένδειξη προς τους επιχειρηματίες ότι τα εν λόγω κίνητρα μπορούσαν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν.

52      Εξάλλου, τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 26, παράγραφοι 2 και 3, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014 δεν επηρεάζουν τα ήδη καταβληθέντα κίνητρα, αλλά εφαρμόζονται μόνον από την έναρξη ισχύος της πράξης αυτής και μόνον επί των κινήτρων που έχουν μεν προβλεφθεί, αλλά δεν έχουν καταστεί ακόμη απαιτητά. Ως εκ τούτου, τα μέτρα αυτά δεν έχουν αναδρομική ισχύ, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες των κύριων δικών.

53      Όλες αυτές οι περιστάσεις φαίνεται, υπό την επιφύλαξη επίσης των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, να προκύπτουν σαφώς από την επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση και, επομένως, η εφαρμογή τους μπορούσε κατ’ αρχήν να προβλεφθεί. Πράγματι, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι επίμαχες στις κύριες δίκες κανονιστικές διατάξεις δημοσιεύθηκαν δεόντως, ότι ήταν επαρκώς ακριβείς και ότι οι προσφεύγοντες των κύριων δικών είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου τους. Επομένως, ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω των τροποποιήσεων που επήλθαν στην εν λόγω ρύθμιση.

54      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών του, το δικαίωμα που προβάλλουν οι οικείοι φορείς εκμετάλλευσης φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, ήτοι να λάβουν τα επίμαχα στις κύριες δίκες κίνητρα κατά τρόπο αμετάβλητο καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος των συμβάσεων που συνήψαν με την GSE, δεν συνιστά δεδομένη νομική κατάσταση και δεν εμπίπτει στην προστασία που προβλέπει το άρθρο 17 του Χάρτη, ως εκ τούτου δε, η τροποποίηση των ποσών των εν λόγω κινήτρων ή του τρόπου καταβολής τους που πραγματοποιείται βάσει εθνικής διάταξης όπως το άρθρο 26 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014 δεν μπορεί να εξομοιωθεί με προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας όπως αυτό αναγνωρίζεται στο ως άνω άρθρο 17.

55      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το άρθρο 16 του Χάρτη, υπενθυμίζεται ότι αυτό κατοχυρώνει την επιχειρηματική ελευθερία και προβλέπει ότι η ελευθερία αυτή αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές.

56      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η παρεχόμενη από το άρθρο 16 προστασία περιλαμβάνει την ελευθερία άσκησης οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας, τη συμβατική ελευθερία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, όπως προκύπτει από τις σχετικές με το άρθρο αυτό διευκρινίσεις, οι οποίες πρέπει, κατά το άρθρα 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία της προστασίας αυτής (αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Η συμβατική ελευθερία, κατά το άρθρο 16 του Χάρτη, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη επιλογή του οικονομικού εταίρου και την ελευθερία καθορισμού τιμής για μια αντιπαροχή (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Polkomtel, C‑277/16, EU:C:2017:989, σκέψη 50).

58      Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες των κύριων δικών υποστηρίζουν ότι το άρθρο 26, παράγραφοι 2 και 3, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014 πλήττει τη συμβατική ελευθερία των δικαιούχων των κινήτρων που προβλέπονται από τις συναφθείσες με την GSE συμβάσεις καθώς και το δικαίωμά τους να διαθέτουν ελεύθερα τους οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς πόρους τους, διότι η εν λόγω πράξη τροποποίησε τους όρους χορήγησης των εν λόγω κινήτρων.

59      Όπως, όμως, επισημάνθηκε στις σκέψεις 49 και 50 της παρούσας απόφασης, από τις δικογραφίες που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, αφενός, οι συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν με τους ιδιοκτήτες των εγκαταστάσεων που τέθηκαν σε λειτουργία πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012 προέβλεπαν μόνον τους πρακτικούς όρους για την καταβολή των κινήτρων που είχαν χορηγηθεί με προγενέστερες διοικητικές αποφάσεις και, αφετέρου, τα κίνητρα που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά την ημερομηνία αυτή επιβεβαιώνονταν με τυποποιημένες συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ της GSE και των φορέων εκμετάλλευσης των οικείων εγκαταστάσεων, στις οποίες καθορίζονταν μόνον οι τρόποι καταβολής των ως άνω κινήτρων.

60      Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι οι προσφεύγοντες των κύριων δικών δεν διέθεταν διαπραγματευτική εξουσία όσον αφορά το περιεχόμενο των συμβάσεων που συνάπτονταν με την GSE. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 70 των προτάσεών του, εφόσον πρόκειται για τυποποιημένη σύμβαση που καταρτίζεται από συμβαλλόμενο μέρος, η συμβατική ελευθερία του αντισυμβαλλομένου συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο να αποφασίσει αν αποδέχεται ή όχι τους όρους μιας τέτοιας σύμβασης. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης, τουλάχιστον όσον αφορά τις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2012, η GSE διατηρούσε το δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς τους όρους των εν λόγω συμβάσεων.

61      Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η οικεία εθνική ρύθμιση συνιστά επέμβαση στη συμβατική ελευθερία των συμβαλλομένων στις επίμαχες στις κύριες δίκες συμβάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 16 του Χάρτη.

62      Εξάλλου, στην επιχειρηματική ελευθερία που κατοχυρώνεται με την ως άνω διάταξη περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε επιχείρησης να χρησιμοποιεί ελεύθερα, εντός των ορίων της ευθύνης που υπέχει για τις πράξεις της, τους οικονομικούς, τεχνικούς και χρηματοπιστωτικούς πόρους της (αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2014, UPC Telekabel Wien, C‑314/12, EU:C:2014:192, σκέψη 49, και της 30ής Ιουνίου 2016, Lidl, C‑134/15, EU:C:2016:498, σκέψη 27).

63      Συνιστά, μεταξύ άλλων, περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος, η υποχρέωση λήψης μέτρων τα οποία μπορεί να αντιπροσωπεύουν μεγάλο κόστος για έναν επιχειρηματία, να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην οργάνωση των δραστηριοτήτων του ή να απαιτούν δυσχερείς και περίπλοκες τεχνικές λύσεις (πρβλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, UPC Telekabel Wien, C‑314/12, EU:C:2014:192, σκέψη 50).

64      Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι με το άρθρο 26 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014 περιορίστηκε, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 62 και 63 της παρούσας απόφασης, το δικαίωμα των φορέων εκμετάλλευσης των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων να χρησιμοποιούν ελεύθερα τους πόρους που διαθέτουν, δεδομένου, αφενός, ότι οι τιμές ενθάρρυνσης, όπως χορηγήθηκαν με τις διοικητικές πράξεις και καθορίστηκαν με τις συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των εν λόγω φορέων και της GSE, δεν μπορούν να θεωρηθούν τέτοιοι πόροι, στο μέτρο που, όπως απορρέει κατ’ ουσίαν από τις σκέψεις 51 έως 53 της παρούσας απόφασης, πρόκειται απλώς για κίνητρα που προβλέφθηκαν αλλά δεν κατέστησαν ακόμη απαιτητά, και, αφετέρου, ότι οι φορείς εκμετάλλευσης δεν μπορούν να επικαλεστούν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προκειμένου να λαμβάνουν τα κίνητρα αυτά κατά τρόπο αμετάβλητο.

65      Ως εκ τούτου, από τις δικογραφίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι το άρθρο 26, παράγραφοι 2 και 3, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014 επέβαλε στους φορείς εκμετάλλευσης φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων περιορισμούς όπως αυτοί που παρατίθενται στη μνημονευόμενη στη σκέψη 63 της παρούσας απόφασης νομολογία.

66      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι εθνική διάταξη όπως το άρθρο 26 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πλήττει την επιχειρηματική ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη.

67      Τρίτον, καθόσον το αιτούν δικαστήριο διερωτάται για τη συμβατότητα του άρθρου 26, παράγραφοι 2 και 3, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 91/2014 προς το άρθρο 10 του Χάρτη Ενέργειας, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ο Χάρτης Ενέργειας δεσμεύει τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κράτη μέλη, καθότι πρόκειται για μικτή συμφωνία.

68      Κατά το άρθρο 10 του Χάρτη Ενέργειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του, κάθε συμβαλλόμενο μέρος ενθαρρύνει και δημιουργεί σταθερές, δίκαιες, ευνοϊκές και διαφανείς συνθήκες για τη διενέργεια επενδύσεων στην επικράτειά του από επενδυτές «των άλλων συμβαλλομένων μερών».

69      Από το γράμμα του άρθρου 10 του Χάρτη Ενέργειας προκύπτει ότι οι συνθήκες που καθορίζονται σε αυτόν πρέπει να διασφαλίζονται για τους επενδυτές των άλλων συμβαλλομένων μερών.

70      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι ένας ή περισσότεροι από τους οικείους επενδυτές είναι επενδυτές των άλλων συμβαλλομένων μερών κατά την έννοια του άρθρου 10 του Χάρτη Ενέργειας ή ότι προέβαλαν παράβαση του εν λόγω άρθρου υπό την ιδιότητά τους ως τέτοιου επενδυτή. Κατά συνέπεια, το άρθρο 10 του Χάρτη Ενέργειας δεν φαίνεται να τυγχάνει εφαρμογής στις υποθέσεις των κύριων δικών και, ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση της συμβατότητας της εθνικής ρύθμισης προς τη διάταξη αυτή.

71      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία, το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/28 και τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τη μείωση ή την αναβολή καταβολής των κινήτρων για την ενέργεια που παράγεται από φωτοβολταϊκές ηλιακές εγκαταστάσεις, τα οποία χορηγούνταν προηγουμένως με διοικητικές αποφάσεις και επιβεβαιώνονταν με ad hoc συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων αυτών και δημόσιας εταιρίας, όταν η εν λόγω ρύθμιση αφορά κίνητρα τα οποία έχουν ήδη προβλεφθεί αλλά δεν έχουν καταστεί ακόμη απαιτητά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία, το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ, και τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τη μείωση ή την αναβολή καταβολής των κινήτρων για την ενέργεια που παράγεται από φωτοβολταϊκές ηλιακές εγκαταστάσεις, τα οποία χορηγούνταν προηγουμένως με διοικητικές αποφάσεις και επιβεβαιώνονταν με ad hoc συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων αυτών και δημόσιας εταιρίας, όταν η εν λόγω ρύθμιση αφορά κίνητρα τα οποία έχουν ήδη προβλεφθεί αλλά δεν έχουν καταστεί ακόμη απαιτητά.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.