Language of document : ECLI:EU:T:2011:289

Υπόθεση T-211/08

Putters International NV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο – Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός τιμών – Κατανομή της αγοράς – Καταστρατήγηση διαγωνισμών – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του έτους 2006 – Σοβαρότητα – Διάρκεια»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Κύκλος εργασιών

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής § 13)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Επιβολή μεγίστου ποσού σε επιχείρηση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

1.      Θα ήταν τεχνητή η κατάτμηση μιας συνεχούς συμπεριφοράς χαρακτηριζομένης από έναν και τον αυτό σκοπό, αναλύοντάς την σε πλείονες και χωριστές παραβάσεις, ενώ, αντιθέτως, πρόκειται για ενιαία παράβαση, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε σταδιακώς τόσο με συμφωνίες όσο και με εναρμονισμένες πρακτικές.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε παράβαση με ενέργειές της, εμπίπτουσες στην έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οποίες απέβλεπαν στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως.

Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των συμμετεχόντων και ότι γνώριζε τις συγκεκριμένες ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβαιναν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

Ειδικότερα, οι συμπράξεις μπορούν να θεωρηθούν συστατικά στοιχεία ενιαίας συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό μόνον αν αποδειχθεί ότι εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός. Επιπροσθέτως, μόνον αν η επιχείρηση, όταν μετείχε σ’ αυτές τις συμπράξεις, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, διά της συμμετοχής της αυτής, εντασσόταν στην ενιαία συμφωνία, μπορεί η συμμετοχή της στις εν λόγω συμπράξεις να αποτελεί την έκφραση της προσχωρήσεώς της στη συμφωνία αυτή.

Συνεπώς, πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις προκειμένου να αποδειχθεί η συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση, ήτοι η ύπαρξη συνολικού σχεδίου με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός, η εν γνώσει συμμετοχή της επιχειρήσεως στο σχέδιο αυτό και το γεγονός ότι αυτή τελούσε σε (αποδεδειγμένη ή τεκμαιρόμενη) γνώση των παραβατικών συμπεριφορών των άλλων συμμετεχόντων.

Μια ενιαία και διαρκής παράβαση μπορεί κάλλιστα να επιδιώκει τον διπλό σκοπό του επηρεασμού των τιμών και της κατανομής της αγοράς. Εξάλλου, το γεγονός και μόνο ότι κάθε επιχείρηση συμμετέχει στην παράβαση με τον δικό της τρόπο δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ενιαίας και διαρκούς.

(βλ. σκέψεις 31-35, 41)

2.      Η παράγραφος 13 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι: «Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα […]». Από τη διάταξη αυτή ουδόλως προκύπτει ότι για τον υπολογισμό της αξίας των οικείων πωλήσεων μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον η αξία των πωλήσεων που απορρέουν από μετακομίσεις οι οποίες όντως επηρεάστηκαν από τις παραβατικές πρακτικές. Συγκεκριμένα, το γράμμα της παραγράφου 13 των ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών κάνει λόγο για «πωλήσεις […] με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα» και όχι για «πωλήσεις που επηρεάζονται από την παράβαση». Η διατύπωση της παραγράφου 13 αφορά, συνεπώς, τις πωλήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη σχετική αγορά.

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τον σκοπό των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Για τον καθορισμό του βασικού ποσού των επιβαλλομένων προστίμων στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις, η Επιτροπή δεν οφείλει σε κάθε περίπτωση να αποδείξει ποιες είναι οι συγκεκριμένες πωλήσεις που επηρεάσθηκαν από τη σύμπραξη. Πράγματι, μια τέτοια υποχρέωση ουδέποτε επιβλήθηκε από το δίκαιο της Ένωσης, ουδόλως δε προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να επιβάλει μια τέτοια υποχρέωση με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

Εξάλλου, το μέρος του κύκλου εργασιών που προέρχεται από εμπορεύματα τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παραβάσεως δύναται να αποτελέσει επαρκή ένδειξη του μεγέθους της παραβάσεως στην οικεία αγορά. Ειδικότερα, ο πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών που αφορά προϊόντα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο περιοριστικής πρακτικής συνιστά αντικειμενικό στοιχείο παρέχον επαρκή ένδειξη του πόσο επιζήμια είναι η εν λόγω πρακτική για τον ανταγωνισμό υπό συνήθεις όρους.

(βλ. σκέψεις 57-61)

3.      Το γεγονός και μόνον ότι το τελικώς επιβληθέν πρόστιμο ανέρχεται στο 10 % του κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως, μολονότι το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο για τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη, δεν μπορεί να αποτελέσει προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η εν λόγω συνέπεια είναι αποτέλεσμα της ερμηνείας του ανωτάτου ορίου του 10 % ως απλού ανωτάτου ορίου προσαρμογής, το οποίο εφαρμόζεται μετά από ενδεχόμενη μείωση του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων ή της αρχής της αναλογικότητας.

Εντούτοις, ο πολλαπλασιασμός του ποσού που καθορίζεται βάσει της αξίας των πωλήσεων με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση μπορεί να έχει ως επακόλουθο, στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, η εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 23, παράγραφος 3 να αποτελεί εφεξής τον κανόνα αντί την εξαίρεση για κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται κυρίως σε μία μόνον αγορά και η οποία μετείχε σε σύμπραξη για περισσότερο από ένα έτος. Στην περίπτωση αυτή, κάθε διαφοροποίηση βάσει της βαρύτητας της παραβάσεως ή των ελαφρυντικών περιστάσεων δεν θα μπορεί, κατά κανόνα, να καταλήξει σε επιβολή προσαρμοσμένου προστίμου προκειμένου να μειωθεί σε ποσοστό 10 %. Η μη διαφοροποίηση του τελικώς επιβληθέντος προστίμου εντάσσεται σε προβληματική αφορώσα την αρχή του προσωποπαγούς των ποινών και κυρώσεων, η οποία είναι εγγενής της νέας μεθοδολογίας. Η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του μπορεί να είναι αναγκαία στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι δυνατή μια δέουσα διαφοροποίηση μόνο με την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

(βλ. σκέψεις 74-75)