Language of document : ECLI:EU:T:2011:618

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν και Ρωσίας – Καθορισμός της τιμής εξαγωγής – Περιθώριο κέρδους – Ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος – Καταγγελία – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑190/08,

Chelyabinsk electrometallurgical integrated plant OAO (CHEMK), με έδρα το Chelyabinsk (Ρωσία),

Kuzneckie ferrosplavy OAO (KF), με έδρα το Novokuznetsk (Ρωσία),

εκπροσωπούμενες από τον P. Vander Schueren, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον J.‑P. Hix, στη συνέχεια, από τους J.‑P. Hix και B. Driessen, επικουρούμενους αρχικώς από τους G. Berrisch και G. Wolf, στη συνέχεια, από τον G. Berrisch, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον H. van Vliet και την K. Talabér‑Ritz, στη συνέχεια, από τους Η. van Vliet και M. França,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτηση για μερική ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 172/2008 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν, Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και Ρωσίας (ΕΕ L 55, σ. 6), ως προς τις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Μαΐου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, Chelyabinsk electrometallurgical integrated plant OAO (CHEMK) και Kuzneckie ferrosplavy OAO (KF), είναι ρωσικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή σιδηροπυριτίου. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οι δύο αυτές εταιρίες πραγματοποιούσαν τις πωλήσεις τους εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μέσω συνδεδεμένων με αυτές εταιριών.

2        Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2006 από τη Euroalliages (επιτροπή συντονισμού των βιομηχανιών παραγωγής κραμάτων σιδήρου), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν και Ρωσίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός) [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό στην ΕΕ 2010, L 7, σ. 22)], και ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 5 του κανονισμού 1225/2009). Η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 30ής Νοεμβρίου 2006 (ΕΕ C 291, σ. 34). Η έρευνα σχετικά με το ντάμπινγκ και την εξ αυτού προκληθείσα ζημία κάλυψε το διάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006 (στο εξής: χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα). Η εξέταση των χρήσιμων για την εκτίμηση της ζημίας τάσεων κάλυψε το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2003 έως το τέλος του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα (στο εξής: υπό εξέταση χρονικό διάστημα).

3        Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οι προσφεύγουσες και οι συνδεδεμένες με αυτές εταιρίες υπέβαλαν στις 15 Ιανουαρίου 2007 τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ της Επιτροπής. Υπέβαλαν επίσης αυθημερόν παρατηρήσεις σχετικά με τη ζημία, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και των επίμαχων εισαγωγών, καθώς και τη νομιμότητα της κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ (στο εξής: σχετικές με τη ζημία παρατηρήσεις).

4        Από τις 2 έως τις 7 Μαΐου 2007, η Επιτροπή πραγματοποίησε επιτόπιους ελέγχους στα γραφεία των προσφευγουσών και των συνδεδεμένων με αυτές εταιριών, προς εξακρίβωση των στοιχείων που αυτές είχαν υποβάλει.

5        Στις 5 Ιουνίου 2007 πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της Επιτροπής ακρόαση κατά την οποία οι προσφεύγουσες εξέθεσαν την άποψή τους όσον αφορά τη ζημία, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας αυτής και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, καθώς και τη νομιμότητα της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Όσον αφορά τον αιτιώδη σύνδεσμο, οι προσφεύγουσες τόνισαν, κατά την ακρόαση, τη σημασία της ζήτησης χάλυβα και το κόστος παραγωγής, ιδίως το κόστος της ενέργειας, καθώς και την οικειοθελή απόφαση ορισμένων κοινοτικών παραγωγών να στραφούν προς την παραγωγή άλλων προϊόντων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να παύσουν την παραγωγή σιδηροπυριτίου.

6        Στις 29 Αυγούστου 2007 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 994/2007 της Επιτροπής, της 28ης Αυγούστου 2007, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν, Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και Ρωσίας (ΕΕ L 223, σ. 1, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Με τον προσωρινό κανονισμό επιβλήθηκε στα προϊόντα των προσφευγουσών προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ με συντελεστή 22,8 %.

7        Με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2007, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες τα ουσιώδη περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων θέσπισε τα προσωρινά μέτρα (στο εξής: προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο). Με έγγραφο της 10ης Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή κοινοποίησε στις προσφεύγουσες συμπλήρωμα στο προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο, το οποίο αφορούσε ειδικά το ζήτημα της νομιμότητας της κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ (στο εξής: συμπληρωματικό προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο).

8        Την 1η Οκτωβρίου 2007 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου και επί του συμπληρωματικού προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου. Επανέλαβαν τα επιχειρήματά τους σχετικά με τον προσδιορισμό της ζημίας, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ζημίας και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και τη νομιμότητα της κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Επιπλέον, υποστήριξαν, αφενός, ότι ήταν εσφαλμένος ο υπολογισμός της τιμής εξαγωγής, λόγω υπερτιμήσεως του χρησιμοποιηθέντος για τον υπολογισμό αυτόν περιθωρίου κέρδους του συνδεδεμένου εισαγωγέα και, αφετέρου, ότι υπήρξε «δυσμενής διάκριση» σε βάρος τους, λόγω της πρότερης κοινοποιήσεως του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου στη Silmak Ltd, εταιρία παραγωγής σιδηροπυριτίου εγκατεστημένη στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

9        Στις 18 Δεκεμβρίου 2007 η Επιτροπή απέστειλε στις προσφεύγουσες έγγραφο με τα ουσιώδη περιστατικά και τους λόγους βάσει των οποίων σκόπευε να προτείνει την επιβολή οριστικών μέτρων (στο εξής: τελικό ενημερωτικό έγγραφο). Το τελικό ενημερωτικό έγγραφο περιείχε παράρτημα το οποίο αφορούσε ειδικά την CHEMK (στο εξής: τελικό ενημερωτικό έγγραφο που αφορούσε ειδικά την CHEMK). Με το τελικό ενημερωτικό έγγραφο η Επιτροπή κατέληγε στα ίδια συμπεράσματα όσον αφορά τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο. Όσον αφορά τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι διόρθωσε το περιθώριο κέρδους βάσει του οποίου καθορίστηκε η εν λόγω τιμή, στηριζόμενη όχι πλέον στο περιθώριο κέρδους του συνδεδεμένου με τις προσφεύγουσες εισαγωγέα, αλλά στο εικαζόμενο περιθώριο κέρδους ενός μη συνδεδεμένου εισαγωγέα. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν επανήλθε, με το τελικό ενημερωτικό έγγραφο, στο ζήτημα της νομιμότητας της κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και δεν εξέτασε το προβληθέν από τις προσφεύγουσες ζήτημα της πρότερης κοινοποιήσεως του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου στη Silmak.

10      Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου, με έγγραφο που απέστειλαν στην Επιτροπή στις 7 Ιανουαρίου 2008. Όπως και με τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, οι προσφεύγουσες αναφέρθηκαν εκτεταμένα στο ζήτημα του προσδιορισμού της ζημίας και στο ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επιπλέον, αμφισβήτησαν τη νέα μέθοδο υπολογισμού του περιθωρίου εκτιμήσεως που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής.

11      Στις 8 Φεβρουαρίου 2008 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή αίτημα για αναστολή των μέτρων αντιντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 14, παράγραφος 4, του κανονισμού 1225/2009).

12      Στις 25 Φεβρουαρίου 2008 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 172/2008, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν, Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και Ρωσίας (ΕΕ L 55, σ. 6, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Κατά το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ επί της τιμής «ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα» των προϊόντων των προσφευγουσών προ του εκτελωνισμού ορίστηκε σε 22,7 %.

13      Με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα αναστολής των προσφευγουσών.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 14 Μαΐου 2008 οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή. Με την προσφυγή ζητούσαν την ακύρωση όχι μόνον του προσβαλλόμενου κανονισμού, αλλά και, επικουρικώς, της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2008, περί απορρίψεως του αιτήματος αναστολής των δασμών αντιντάμπινγκ, το οποίο οι προσφεύγουσες είχαν υποβάλει στην Επιτροπή με έγγραφο της 8ης Φεβρουαρίου 2008. Το έγγραφο απευθυνόταν στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

15      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Μαΐου 2008 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτημα λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και διεξαγωγής αποδείξεων.

16      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Σεπτεμβρίου 2008 η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεώς της της 28ης Φεβρουαρίου 2008. Με χωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου αυθημερόν η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου, εφόσον η προσφυγή κριθεί απαράδεκτη κατά το μέρος που ζητείται η ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως.

17      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Ιανουαρίου 2009 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

18      Με διάταξη της 12ης Μαΐου 2009, T‑190/08, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου και Επιτροπής το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη κατά το μέρος που ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2008. Με την ίδια διάταξη το Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως της Επιτροπής προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

19      Με έγγραφο της 26ης Ιουνίου 2009 η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Πρωτοδικείο ότι παραιτείται από το δικαίωμα καταθέσεως υπομνήματος παρεμβάσεως, αλλά θα μετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

20      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό καθόσον τις αφορά,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

21      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

22      Προς στήριξη της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως. Στο πλαίσιο του πρώτου, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον προσδιορισμό της τιμής εξαγωγής. Ο δεύτερος αφορά την εκ μέρους της Silmak ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές. Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον προσδιορισμό της ζημίας. Στο πλαίσιο του τέταρτου οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας. Τέλος, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έκανε δεκτές τις αιτήσεις τους για γνωστοποίηση μη εμπιστευτικών, συμπληρωματικών στοιχείων σχετικά με την καταγγελία.

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη χρήση υποθετικού περιθωρίου κέρδους κατά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφος 9, του κανονισμού 1225/2009), διότι εκτίμησε ότι το άρθρο αυτό το υποχρεώνει να χρησιμοποιήσει το υποθετικό περιθώριο κέρδους των μη συνδεδεμένων με τις προσφεύγουσες εισαγωγέων και όχι το πραγματικό περιθώριο κέρδους του εισαγωγέα. Κατά τις προσφεύγουσες, το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού δεν επιβάλλει μεν ειδική μέθοδο καθορισμού του εύλογου περιθωρίου κέρδους, πλην όμως δεν απαγορεύει στο Συμβούλιο να χρησιμοποιεί το πραγματικό περιθώριο κέρδους των συνδεδεμένων εισαγωγέων, όπως προκύπτει από την προγενέστερη πρακτική του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Εν πάση περιπτώσει, ούτε το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού ούτε κάποια προγενέστερη πρακτική υποχρεώνουν από νομικής απόψεως το Συμβούλιο να χρησιμοποιήσει το περιθώριο κέρδους των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων.

24      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

25      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφος 8, του κανονισμού 1225/2009), ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή στην Κοινότητα. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1225/2009), όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να υπολογίζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.

26      Συνεπώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να θεωρήσουν ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι αξιόπιστη σε δύο περιπτώσεις, όταν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου ή λόγω συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου. Πέραν των περιπτώσεων αυτών, τα θεσμικά όργανα οφείλουν, όταν υφίσταται τιμή εξαγωγής, να προσδιορίζουν το ντάμπινγκ βάσει της τιμής αυτής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 2002, T‑88/98, Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑4897, σκέψη 49).

27      Επισημαίνεται ακόμη ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1225/2009), όταν η τιμή εξαγωγής καθορίζεται βάσει της τιμής πωλήσεως στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή ή επί άλλης εύλογης βάσεως, πραγματοποιούνται προσαρμογές ώστε να συνυπολογιστούν όλες οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, καθώς και το περιθώριο κέρδους, προκειμένου να προσδιοριστεί αξιόπιστη τιμή εξαγωγής στο επίπεδο των κοινοτικών συνόρων. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1225/2009), οι δαπάνες για τις οποίες πραγματοποιείται προσαρμογή περιλαμβάνουν εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος.

28      Το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, ενώ προβλέπει προσαρμογή όσον αφορά το περιθώριο κέρδους, δεν προβλέπει, όπως επισημαίνουν οι διάδικοι, συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού ή καθορισμού του εν λόγω περιθωρίου. Η μόνη προϋπόθεση που θέτει η διάταξη αυτή είναι ο εύλογος χαρακτήρας του περιθωρίου κέρδους για το οποίο πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή.

29      Κατά τη νομολογία, αν ο παραγωγός και ο εισαγωγέας συνδέονται μεταξύ τους, το εύλογο περιθώριο κέρδους μπορεί να υπολογιστεί όχι βάσει στοιχείων προερχόμενων από τον συνδεδεμένο εισαγωγέα, τα οποία έχουν ενδεχομένως επηρεαστεί λόγω του συνδέσμου αυτού, αλλά στοιχείων προερχόμενων από ανεξάρτητο εισαγωγέα [βλ., όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 201, σ. 1), το οποίο έχει πανομοιότυπο κατ’ ουσίαν περιεχόμενο με το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, 273/85 και 107/86, Silver Seiko κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5927, σκέψη 25, και 277/85 και 300/85, Canon κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5731, σκέψη 32].

30      Επομένως, βάσει των προεκτεθέντων, το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού επιβάλλει στα θεσμικά όργανα μόνον την υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν ένα εύλογο περιθώριο κέρδους, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν αν τούτο θα είναι το πραγματικό περιθώριο κέρδους του συνδεδεμένου εισαγωγέα ή το υποθετικό περιθώριο κέρδους των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων.

31      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστεί η θέση των προσφευγουσών ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

32      Καταρχάς, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, οι πωλήσεις του παραγόμενου από τις προσφεύγουσες σιδηροπυριτίου πραγματοποιούνταν διά συνδεδεμένων εταιριών. Επομένως, τα θεσμικά όργανα δεν ήταν υποχρεωμένα, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού, να λάβουν υπόψη τους την πραγματική τιμή εξαγωγής, δηλαδή την πράγματι καταβληθείσα τιμή πωλήσεως του προϊόντος κατά την εξαγωγή προς την Κοινότητα. Αντιθέτως, εν προκειμένω, είναι δυνατόν να εφαρμοστεί το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, δηλαδή να «κατασκευαστεί» η τιμή εξαγωγής, πράγμα που συνεπάγεται επίσης ότι τα θεσμικά όργανα μπορούσαν να επιλέξουν οποιαδήποτε πρόσφορη μέθοδο για τον καθορισμό εύλογου περιθωρίου κέρδους.

33      Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν, εξάλλου, τη διαπίστωση αυτή. Αντιθέτως, προβάλλουν ότι τα θεσμικά όργανα είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε το υποθετικό περιθώριο κέρδους ενός ανεξάρτητου εισαγωγέα είτε το πραγματικό περιθώριο κέρδους του συνδεδεμένου εισαγωγέα. Υποστηρίζουν, ωστόσο, όπως διευκρίνισαν απαντώντας σε ερώτηση υποβληθείσα από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ότι από τη διατύπωση που χρησιμοποίησαν τα θεσμικά όργανα τόσο στο σημείο 41 του τελικού ενημερωτικού εγγράφου όσο και στην αιτιολογική σκέψη 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα θεωρούσαν υποχρεωτική, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, τη χρήση του υποθετικού περιθωρίου κέρδους ενός ανεξάρτητου εισαγωγέα στο πλαίσιο του υπολογισμού της τιμής εξαγωγής.

34      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η διατύπωση του σημείου 41 του τελικού ενημερωτικού εγγράφου και της αιτιολογικής σκέψεως 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν στηρίζουν την άποψη των προσφευγουσών. Συγκεκριμένα, τα θεσμικά όργανα αναφέρουν στα συγκεκριμένα χωρία ότι, κατά πάγια πρακτική, το περιθώριο κέρδους υπολογίζεται βάσει του κέρδους που πραγματοποιούν οι ανεξάρτητοι εισαγωγείς. Δεν υπάρχει αναφορά σε υποχρεωτική χρησιμοποίηση του υποθετικού περιθωρίου κέρδους ανεξάρτητου εισαγωγέα. Τα θεσμικά όργανα επικαλούνται απλώς την πάγια πρακτική τους, στο πλαίσιο της οποίας, όταν υπάρχει σχέση μεταξύ εξαγωγέα και εισαγωγέα, για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής χρησιμοποιείται κατά κανόνα το περιθώριο αυτό.

35      Η ερμηνεία αυτή του σημείου 41 του τελικού ενημερωτικού εγγράφου και της αιτιολογικής σκέψεως 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι δηλαδή τα θεσμικά όργανα αναφέρονται μόνο στη συνήθη πρακτική, της οποίας η εφαρμογή εξαρτάται από τις περιστάσεις, επιβεβαιώνεται από την προγενέστερη πρακτική των θεσμικών οργάνων, όπως την περιγράφουν οι προσφεύγουσες στα δικόγραφά τους. Επικαλούνται, συναφώς, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 374/87 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1987, για την οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση συνεπεία της επιβολής προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ και για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συγκροτημάτων εδράνων ρουλεμάν καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 35, σ. 32), όπου το Συμβούλιο χρησιμοποίησε το πραγματικό περιθώριο κέρδους των συνδεδεμένων εισαγωγέων για τον υπολογισμό των τιμών εξαγωγής.

36      Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η χρήση, εν προκειμένω, του υποθετικού περιθωρίου κέρδους μη συνδεδεμένων εισαγωγέων δεν οφείλεται στο γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα θεωρούσαν υποχρεωτική τη χρήση του, αλλά στο γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν το συγκεκριμένο περιθώριο κέρδους, διότι το περιθώριο κέρδους ενός συνδεδεμένου εισαγωγέα στρεβλώνεται λόγω της τιμής πωλήσεως που συμφωνείται μεταξύ συνδεδεμένων εταιριών.

37      Συνεπώς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν διαπιστώνεται συναφώς πλάνη περί το δίκαιο.

38      Υπενθυμίζεται, ως εκ περισσού, ότι, κατά πάγια νομολογία, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας ευρεία διακριτική εξουσία, οπότε ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης είναι περιορισμένος (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Ιανουαρίου 1998, Τ-97/95, Sinochem κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-85, σκέψη 51, και της 17ης Ιουλίου 1998, T-118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-2991, σκέψεις 32 και 33). Ο καθορισμός εύλογου περιθωρίου κέρδους δεν εξαιρείται από τη νομολογία αυτή, δεδομένου ότι προϋποθέτει κατ’ ανάγκην πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Μαρτίου 2000, T‑51/96, Miwon κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑1841, σκέψη 42, και Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 50).

39      Πάντως, στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν απλώς την άποψη ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, διότι εκτίμησε εσφαλμένως ότι ήταν υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει το υποθετικό περιθώριο κέρδους ανεξάρτητων εισαγωγέων, ενώ η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει τη χρήση του πραγματικού περιθωρίου κέρδους των συνδεδεμένων εισαγωγέων, πλην όμως οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, λόγω της επιλογής τους να χρησιμοποιήσουν το εν λόγω υποθετικό περιθώριο κέρδους, αντί του πραγματικού περιθωρίου κέρδους του συνδεδεμένου εισαγωγέα.

40      Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

41      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο παραβίασε την επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως, διότι αποφάσισε, χωρίς επαρκή αιτιολογία, να μην χρησιμοποιήσει το πραγματικό περιθώριο κέρδους του συνδεδεμένου με αυτές εισαγωγέα, αλλά να υπολογίσει την τιμή εξαγωγής βάσει του υποθετικού περιθωρίου κέρδους ανεξάρτητου εισαγωγέα.

42      Συγκεκριμένα, αφενός, το Συμβούλιο ουδέποτε γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι το πραγματικό κέρδος του συνδεδεμένου με αυτές εισαγωγέα είναι λιγότερο εύλογο από το υποθετικό περιθώριο κέρδους που υπολογίστηκε βάσει των περιθωρίων κέρδους μη συνδεδεμένων εισαγωγέων. Αφετέρου, η απλή αναφορά του Συμβουλίου σε προγενέστερη πρακτική, η οποία συνίστατο στη χρησιμοποίηση υποθετικού περιθωρίου κέρδους υπολογιζόμενου βάσει του περιθωρίου κέρδους των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων, δεν συνιστά επαρκή αιτιολόγηση βάσει του άρθρου 253 ΕΚ.

43      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

44      Κατά τη νομολογία, από την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 253 EK πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της αρχής της Ένωσης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο, προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, ο δε κοινοτικός δικαστής να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑76/01 P, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑10091, σκέψη 88, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Οκτωβρίου 1999, T‑48/96, Acme κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3089, σκέψη 141).

45      Διευκρινίζεται, συναφώς, ότι το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να απαντά, με την αιτιολογία ενός κανονισμού, σε όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Οκτωβρίου 1999, T‑171/97, Swedish Match Philippines κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3241, σκέψη 82). Επιπλέον, δεν απαιτείται να παρατίθενται στην αιτιολογία όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις της αιτιολογίας πρέπει να κρίνονται βάσει ιδίως του γενικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η πράξη και του συνόλου των νομικών κανόνων που διέπουν τον οικείο τομέα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, T-164/94, Ferchimex κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2681, σκέψη 118). Αρκεί το Συμβούλιο να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που είναι ουσιώδεις για την όλη οικονομία της αποφάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T‑387/94, Asia Motor Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑961, σκέψεις 103 και 104).

46      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο διευκρίνισε, με την αιτιολογική σκέψη 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθώς και με το σημείο 41 του τελικού ενημερωτικού εγγράφου, πρώτον, ότι κατά το προκαταρκτικό στάδιο η τιμή εξαγωγής υπολογίστηκε βάσει του περιθωρίου κέρδους του συνδεδεμένου εισαγωγέα, δεύτερον, ότι, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική των θεσμικών οργάνων, το κέρδος που λαμβάνεται υπόψη πρέπει να βασίζεται σε αυτό που έχουν επιτύχει μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς και, τρίτον, ότι το περιθώριο κέρδους που χρησιμοποιήθηκε κατά το προκαταρκτικό στάδιο έπρεπε να διορθωθεί, πράγμα που είχε ως συνέπεια την ελαφρά αύξησή του, ενώ οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι σε αντίθεση προς τον ισχυρισμό της εταιρίας το επίπεδο κέρδους είχε υπερτιμηθεί.

47      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, από την αιτιολογική σκέψη 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού και το σημείο 41 του τελικού ενημερωτικού εγγράφου προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο ότι η απόφαση των θεσμικών οργάνων, κατά το στάδιο της λήψεως των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ, να μη χρησιμοποιήσουν το πραγματικό περιθώριο κέρδους του συνδεδεμένου με τις προσφεύγουσες εισαγωγέα, αλλά να υπολογίσουν την τιμή εξαγωγής βάσει του υποθετικού περιθωρίου κέρδους ανεξάρτητου εισαγωγέα, αποτελεί άμεση συνέπεια της σχέσεως μεταξύ των προσφευγουσών και του εισαγωγέα. Τα θεσμικά όργανα κατέστησαν έτσι σαφές στις προσφεύγουσες ότι το υποθετικό περιθώριο κέρδους μη συνδεδεμένων εισαγωγέων ήταν περισσότερο εύλογο σε σχέση με το περιθώριο κέρδους του συνδεδεμένου εισαγωγέα.

48      Σημειωτέον, επιπλέον, ότι, με τις παρατηρήσεις τους επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν την απόφαση των θεσμικών οργάνων να χρησιμοποιήσουν υποθετικό περιθώριο κέρδους, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι προσφεύγουσες γνώριζαν απολύτως τη συλλογιστική των θεσμικών οργάνων και ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους. Ειδικότερα, πρώτον, οι προσφεύγουσες εξέθεσαν τους λόγους για τους οποίους θεωρούσαν εν προκειμένω απρόσφορη τη χρησιμοποίηση του περιθωρίου κέρδους μη συνδεδεμένης εταιρίας Δεύτερον, εξήγησαν ότι το πραγματικό περιθώριο κέρδους του συνδεδεμένου εισαγωγέα ήταν αξιόπιστο και εύλογο. Τρίτον, προέβαλαν ότι, μολονότι πάγια πρακτική της Επιτροπής ήταν να χρησιμοποιεί το υποθετικό περιθώριο κέρδους ανεξάρτητου εισαγωγέα, εντούτοις ουδεμία διάταξη του βασικού κανονισμού απαγορεύει στην Επιτροπή να χρησιμοποιήσει το πραγματικό περιθώριο κέρδους συνδεδεμένης εταιρίας.

49      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας, διότι, ελλείψει αιτιολογίας, δεν είχαν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν λυσιτελώς τα συμφέροντά τους. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο δεν παρέσχε στις προσφεύγουσες, πριν την υποβολή του υπομνήματος αντικρούσεως, τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε το Συμβούλιο προς στήριξη της αποφάσεώς του να χρησιμοποιήσει υποθετικό περιθώριο κέρδους. Ειδικότερα, το Συμβούλιο διευκρίνισε τη φύση του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε κατά το στάδιο του προσωρινού κανονισμού, ως προς τον καθορισμό του πραγματικού περιθωρίου κέρδους, μόνο με το υπόμνημα αντικρούσεως, με συνέπεια οι προσφεύγουσες να ενημερωθούν για το σφάλμα αυτό μόλις στις 3 Μαρτίου 2008, μετά την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

51      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

52      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι απαιτήσεις που απορρέουν από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλονται όχι μόνο στο πλαίσιο διαδικασιών που μπορούν να καταλήξουν σε επιβολή κυρώσεων, αλλά και στο πλαίσιο διαδικασιών έρευνας που προηγείται της εκδόσεως κανονισμών αντιντάμπινγκ, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τις οικείες επιχειρήσεις άμεσα και ατομικά και να έχουν δυσμενείς γι’ αυτές συνέπειες (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 1991, C-49/88, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-3187, σκέψη 15). Ειδικότερα, κατά τη διοικητική διαδικασία, πρέπει να παρέχεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα να γνωστοποιούν κατά τρόπο αποτελεσματικό την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που προκύπτει από αυτήν (απόφαση Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 17).

53      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, πρέπει να εξεταστεί αν το Συμβούλιο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών.

54      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το Συμβούλιο ουδέποτε τους παρέσχε, πριν την υποβολή του υπομνήματος αντικρούσεως, τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε το Συμβούλιο προς στήριξη της χρησιμοποιήσεως του υποθετικού περιθωρίου κέρδους, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω, τόσο από το σημείο 41 του τελικού ενημερωτικού εγγράφου όσο και από την αιτιολογική σκέψη 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο ότι η απόφαση των θεσμικών οργάνων να μην χρησιμοποιηθεί το πραγματικό περιθώριο κέρδους του συνδεδεμένου με τις προσφεύγουσες εισαγωγέα ήταν ευθέως απόρροια της σχέσεως μεταξύ των προσφευγουσών και του εν λόγω εισαγωγέα. Εξάλλου, με τις παρατηρήσεις τους επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν την απόφαση των θεσμικών οργάνων να χρησιμοποιήσουν υποθετικό περιθώριο κέρδους. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν, και όντως προέβαλαν, κατά τρόπο αποτελεσματικό την άποψή τους επί της χρησιμοποιήσεως του υποθετικού περιθωρίου κέρδους.

55      Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το Συμβούλιο δεν παρέσχε, πριν το υπόμνημα αντικρούσεως, καμία διευκρίνιση όσον αφορά τη φύση του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε κατά τον καθορισμό του πραγματικού περιθωρίου κέρδους, επισημαίνεται ότι το πραγματικό περιθώριο κέρδους χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, στο πλαίσιο της επιβολής των προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ. Αντιθέτως, από την αιτιολογική σκέψη 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, κατά το στάδιο της επιβολής των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ, χρησιμοποιήθηκε υποθετικό περιθώριο κέρδους. Οι προσφεύγουσες, όμως, δεν απέδειξαν ότι οι διευκρινίσεις που τους δόθηκαν εκπρόθεσμα, όπως υποστηρίζουν, είχαν σημασία για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους ενόψει της εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού.

56      Δεν διαπιστώνεται, ως εκ τούτου, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών.

57      Επομένως, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι το Συμβούλιο δεν τήρησε το καθήκον επιμέλειας και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, από το υπόμνημα αντικρούσεως προκύπτει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, την οποία οι προσφεύγουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν με το δικόγραφο της προσφυγής, διότι το Συμβούλιο δεν εξέτασε εγκαίρως τα επιχειρήματά τους.

59      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

60      Κατά το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, και κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα του προσφεύγοντος και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορούν ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά πάντως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαΐου 1997, T‑195/95, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑679, σκέψη 20, και της 3ης Φεβρουαρίου 2005, T‑19/01, Chiquita Brands κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑315, σκέψη 64).

61      Πάντως, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που επικαλούνται οι προσφεύγουσες προς στήριξη της υπό κρίση αιτιάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο κατανοητό από τα δικόγραφά τους. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι, επειδή το Συμβούλιο δεν εξέτασε εγκαίρως τα επιχειρήματά τους, δεν είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Πλην όμως, οι προσφεύγουσες δεν διευκρινίζουν ούτε σε ποια επιχειρήματα αναφέρονται ούτε για ποια πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως πρόκειται.

62      Συνεπώς, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως κρίνεται απαράδεκτο και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί, όπως και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

2.     Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την εκ μέρους της Silmak ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

63      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διότι γνωστοποίησε το προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο πρώτα στη Silmak, η οποία ήταν, ως εκ τούτου, σε θέση να προτείνει την ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές. Επισημαίνουν ότι το Συμβούλιο δεν γνωστοποίησε ταυτόχρονα το εν λόγω έγγραφο στις προσφεύγουσες, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με τη Silmak. Προβάλλουν, επιπλέον, ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1990, C‑323/88, Sermes (Συλλογή 1990, σ. I‑3027, σκέψεις 46 και 47), η «δυσμενής μεταχείριση» δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τις διαφορές μεταξύ των εμπλεκομένων όσον αφορά τη νομική ιδιότητά τους, εκτός αν η διαφορετική μεταχείριση έχει νομοθετικό έρεισμα. Το Συμβούλιο επικαλέστηκε πάγια πρακτική και όχι διάταξη νόμου.

64      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

65      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων απαγορεύει, αφενός, τη διαφορετική αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων και, αφετέρου, την όμοια αντιμετώπιση διαφορετικών καταστάσεων, εκτός αν τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά [απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 2005, C-422/02 P, Europe Chemi-Con (Deutschland) κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. I-791, σκέψη 33].

66      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσφεύγουσες και η Silmak δεν βρίσκονταν σε παρόμοιες καταστάσεις.

67      Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο διευκρινίζει, με τα δικόγραφά του, ότι τα θεσμικά όργανα ενήργησαν κατ’ εφαρμογήν των αρχών που συμφωνήθηκαν με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Έσσεν (Γερμανία), της 9ης και 10ης Δεκεμβρίου 1994, και αποτυπώθηκαν στο άρθρο 36, παράγραφος 2, της Συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αφετέρου (ΕΕ 2004, L 84, σ. 13, στο εξής: Συμφωνία σταθεροποίησης). Βάσει των αρχών αυτών, η Επιτροπή καθιέρωσε, όσον αφορά τις έρευνες αντιντάμπινγκ που αφορούν υποψήφιες προς ένταξη χώρες, πάγια πρακτική στο πλαίσιο της οποίας ενημερώνει, περίπου δύο μήνες πριν την επιβολή των προσωρινών μέτρων, το Συμβούλιο σταθερότητας και σύνδεσης, την αντίστοιχη κυβέρνηση και τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς περί των πραγματικών περιστατικών λόγω των οποίων σκοπεύει να προτείνει την επιβολή προσωρινών μέτρων. Το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι η ενημέρωση αυτή, αντικείμενο της οποίας είναι μόνον τα περιστατικά που στοιχειοθετούν το ντάμπινγκ, αποσκοπεί κυρίως στο να δοθεί στον εξαγωγέα η δυνατότητα να υποβάλει πρόταση αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές.

68      Όπως επισήμανε το Συμβούλιο, το άρθρο 36, παράγραφος 2, της Συμφωνίας σταθεροποίησης προβλέπει, αφενός, ότι το Συμβούλιο σταθερότητας και σύνδεσης ενημερώνεται για την υπόθεση ντάμπινγκ μόλις κινηθεί η διαδικασία της έρευνας και, αφετέρου, ότι αν δεν παύσει η πρακτική ντάμπινγκ ή δεν εξευρεθεί άλλη ικανοποιητική λύση εντός τριάντα ημερών από την παραπομπή της υποθέσεως στο Συμβούλιο σταθερότητας και σύνδεσης, μπορούν να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η αμοιβαία γνωστοποίηση πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ της Επιτροπής και των εγκατεστημένων στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας παραγωγών-εξαγωγέων είναι υποχρεωτική πριν την επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη ικανοποιητικής λύσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Για τον ίδιο λόγο, από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το σκεπτικό και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων τα θεσμικά όργανα κρίνουν απαραίτητη την επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ πρέπει να γνωστοποιούνται στους παραγωγούς-εξαγωγείς, καθώς θα ήταν δυσχερές γι’ αυτούς να προτείνουν ικανοποιητική λύση χωρίς τα στοιχεία αυτά.

69      Η Silmak, ως εταιρία παραγωγής εγκατεστημένη στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, έλαβε εκ των προτέρων, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, το προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο και ως εκ τούτου είχε τη δυνατότητα να προτείνει στην Επιτροπή την ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές. Επομένως, η πρότερη γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου στη Silmak δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, διότι η εταιρία αυτή βρίσκεται, λόγω της εφαρμογής του άρθρου 36, παράγραφος 2, της Συμφωνίας σταθεροποίησης, σε διαφορετική κατάσταση σε σχέση με τις προσφεύγουσες.

70      Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα που αντλούν οι προσφεύγουσες από την απόφαση Sermes, σκέψη 63 ανωτέρω.

71      Συγκεκριμένα, αφενός, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι η «διάκριση» λόγω διαφορών ως προς τη νομική κατάσταση των ενδιαφερομένων μπορεί να εξ ορισμού να δικαιολογηθεί μόνον αν η διαφορετική μεταχείριση προβλέπεται εκ του νόμου. Στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η εφαρμογή ειδικών διατάξεων σχετικά με το εσωτερικό γερμανικό εμπόριο δυνάμει των οποίων δεν επιβάλλονταν δασμοί αντιντάμπινγκ στις εξαγωγές από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εισάγει «διάκριση». Με την απόφασή του το Δικαστήριο απάντησε ότι η προβληθείσα από τη Sermes διαφορετική μεταχείριση είχε έρεισμα στον νόμο και, συγκεκριμένα, σε πρωτόκολλο που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Συνθήκης και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «διάκριση». Συνεπώς, το Δικαστήριο αποφάνθηκε μόνον ότι, εφόσον πρωτόκολλο που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Συνθήκης περιέχει ειδικές διατάξεις σχετικά με το εσωτερικό εμπόριο της Γερμανίας, συντρέχει αντικειμενικός λόγος για την ευνοϊκότερη μεταχείριση των εγκατεστημένων στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας παραγωγών-εξαγωγέων, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 65 ανωτέρω.

72      Αφετέρου και σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ της Silmak και των προσφευγουσών έχει έρεισμα σε διάταξη νόμου και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 36, παράγραφος 2, της Συμφωνίας σταθεροποίησης.

73      Σημειωτέον, ως εκ περισσού, ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι η διαπίστωση περί «μεταχειρίσεως που συνιστά δυσμενή διάκριση», όσον αφορά τη δημοσιοποίηση του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, θα έθιγε τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού, δικαιολογώντας την ακύρωσή του. Ερωτηθείσες συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες επανέλαβαν τη διευκρίνιση που παραθέτουν στα δικόγραφά τους ότι, λόγω της προαναφερθείσας «μεταχειρίσεως που συνιστά δυσμενή διάκριση», το Συμβούλιο επέβαλε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, υποχρέωση καταβολής δασμών αντιντάμπινγκ για χρονικό διάστημα πεντέμισι ετών ως προς τις προσφεύγουσες, αλλά μόνον για πέντε έτη ως προς τη Silmak.

74      Πάντως, αφενός, ακόμη και αν η άποψη αυτή των προσφευγουσών έχει την έννοια ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί ως προς αυτές, επειδή έπρεπε να επιβληθεί και στη Silmak υποχρέωση καταβολής δασμών αντιντάμπινγκ για χρονικό διάστημα πεντέμισι ετών, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, κατά τα προαναφερθέντα στη σκέψη 65 ανωτέρω, πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1985, 134/84, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1985, σ. 2225, σκέψη 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑308/94, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑925, σκέψη 259, και LR AF 1998 κατά Επιτροπής, σκέψη 131 ανωτέρω, σκέψη 367). Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν, προς στήριξη του αιτήματός τους ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού ως προς αυτές, ότι με τον κανονισμό αυτόν επιβλήθηκε παρανόμως στη Silmak, υποχρέωση καταβολής δασμών αντιντάμπινγκ για χρονικό διάστημα πέντε μόνον ετών.

75      Αφετέρου, ακόμη και αν η άποψη των προσφευγουσών έχει την έννοια ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που τις αφορά, επειδή έπρεπε να επιβληθεί και ως προς αυτές, όπως και στην περίπτωση της Silmak, υποχρέωση καταβολής δασμών αντιντάμπινγκ για χρονικό διάστημα πέντε μόνον ετών, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 132 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι προσφεύγουσες πρότειναν στην Επιτροπή την ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές και ότι η Επιτροπή απέρριψε την πρόταση αυτή. Πάντως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι, αν είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τη συγκεκριμένη πρόταση νωρίτερα, δηλαδή την ίδια χρονική στιγμή με τη Silmak, θα πρότειναν υποχρεώσεις με διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με αυτές που πρότειναν μετά την κοινοποίηση του τελικού ενημερωτικού εγγράφου και, συνεπώς, οι πιθανότητες αποδοχής της προτάσεώς τους από την Επιτροπή θα ήταν μεγαλύτερες. Επομένως, η διαπίστωση περί «μεταχειρίσεως που συνιστά δυσμενή διάκριση» υπέρ της Silmak δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

76      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, του άρθρου 8, παράγραφος 4, και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

77      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο παρέβη τα άρθρα 20, παράγραφος 1, 6, παράγραφος 7, και άρθρο 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρα 20, παράγραφος 1, 6, παράγραφος 7, και 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 1225/2009).

78      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, το προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο μπορεί να κοινοποιηθεί στους εξαγωγείς μόνο μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ και κατόπιν γραπτού αιτήματος. Πάντως, κατά τις προσφεύγουσες, μολονότι η Silmak δεν υπέβαλε στην Επιτροπή γραπτό αίτημα περί κοινοποιήσεως του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, εντούτοις η Επιτροπή της το κοινοποίησε στις 11 Ιουλίου 2007, δηλαδή πριν την έκδοση του προσωρινού κανονισμού.

79      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η πρόταση για ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, στην οποία προέβη η Silmak μετά την παράνομη γνωστοποίηση του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, προστέθηκε στον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας μετά τη δημοσίευση του προσωρινού κανονισμού, πράγμα που, κατά τις προσφεύγουσες, συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες πληροφορήθηκαν τα σχετικά με την ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές μόνο με τον προσωρινό κανονισμό και μπόρεσαν να εξετάσουν το μη εμπιστευτικό κείμενο του κανονισμού αυτού μόλις στις 3 Σεπτεμβρίου 2007.

80      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

81      Όσον αφορά, καταρχάς, την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο αυτό αφορά τα της ενημερώσεως των ενδιαφερομένων. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ότι οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να ζητούν τη γνωστοποίηση των περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων επιβλήθηκαν τα προσωρινά μέτρα, και ορίζει τη σχετική διαδικασία. Το άρθρο 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι οι σχετικές αιτήσεις υποβάλλονται εγγράφως αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, τα δε πληροφοριακά στοιχεία κοινοποιούνται εγγράφως το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αιτήσεως.

82      Ωστόσο, το γράμμα του άρθρου αυτού δεν συνηγορεί υπέρ της θέσεως των προσφευγουσών ότι το προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο μπορεί να κοινοποιηθεί στους εξαγωγείς μόνο μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ, κατόπιν γραπτού αιτήματος. Από το άρθρο 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ζητήσουν την κοινοποίηση του ενημερωτικού εγγράφου μόνο μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων και εγγράφως, πλην όμως το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να κοινοποιήσει αυτεπαγγέλτως το εν λόγω έγγραφο πριν την επιβολή των προσωρινών μέτρων και χωρίς να της έχει υποβληθεί σχετικό γραπτό αίτημα.

83      Επομένως, η αιτίαση των προσφευγουσών στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέα.

84      Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι οι ενδιαφερόμενοι δύνανται, εφόσον υποβάλουν γραπτό αίτημα, να μελετήσουν τον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας και να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των στοιχείων του φακέλου, τις οποίες η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της. Αφετέρου, το άρθρο 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι τα μέρη που προτείνουν την ανάληψη υποχρεώσεως υποχρεούνται να παράσχουν και μια μη εμπιστευτική περιγραφή της υποχρεώσεως, δυνάμενη να κοινοποιηθεί στους ενδιαφερόμενους τους οποίους αφορά η έρευνα.

85      Επισημαίνεται, εκ νέου, ότι δεν έχει έρεισμα στο γράμμα των διατάξεων αυτών η υποστηριζόμενη από τις προσφεύγουσες άποψη ότι η προσθήκη της προτάσεως της Silmak, περί αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, στον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας μετά τη δημοσίευση του προσωρινού κανονισμού συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Οι διατάξεις αυτές, μολονότι υποχρεώνουν, αφενός, τους ενδιαφερόμενους που έχουν υποβάλει πρόταση περί αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές να υποβάλουν και μη εμπιστευτικό κείμενο της προτάσεώς τους και, αφετέρου, την Επιτροπή να παρέχει πρόσβαση στο εν λόγω μη εμπιστευτικό κείμενο στους ενδιαφερόμενους που έχουν υποβάλει γραπτό αίτημα, εντούτοις δεν περιέχουν κανένα στοιχείο ούτε, κατά μείζονα λόγο, επιβάλλουν υποχρέωση σχετικά με το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να προστίθεται αντίγραφο της προτάσεως περί αναλήψεως υποχρεώσεων στον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας.

86      Επομένως, όπως και με την αιτίαση που εξετάστηκε προηγουμένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υπό κρίση αιτίαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέα.

87      Σημειωτέον, περαιτέρω, ότι διαδικαστική πλημμέλεια, όπως αυτή που προβάλλουν εν προκειμένω οι προσφεύγουσες, επιφέρει ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνον εφόσον θίγει κατά συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας και συνακόλουθα το περιεχόμενο του εν λόγω κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980, 30/78, Distillers Company κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 2229, σκέψη 26).

88      Οι προσφεύγουσες, πάντως, δεν προέβαλαν κανένα στοιχείο προς απόδειξη της θέσεώς τους ότι, αν είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν νωρίτερα πρόταση αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, αφού είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου της αναλήψεως υποχρεώσεων της Silmak και του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, η πρότασή τους αυτή, αφενός, θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο από την υποβληθείσα μετά την κοινοποίηση του τελικού ενημερωτικού εγγράφου και, αφετέρου, θα είχε περισσότερες πιθανότητες να γίνει δεκτή από την Επιτροπή. Επομένως, δεν απέδειξαν ότι, ελλείψει των επισημαινόμενων παρατυπιών, ο προσβαλλόμενος κανονισμός θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο ως προς αυτές.

89      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

90      Κατά τις προσφεύγουσες, το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει. Συγκεκριμένα, ενώ, με τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, οι προσφεύγουσες προέβαλαν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, το Συμβούλιο όχι μόνο δεν παρέθεσε, ούτε καν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τους λόγους της πρότερης δημοσιοποιήσεως του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, αλλά άρχισε συνομιλίες σχετικά με την ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές και εξέδωσε τον εν λόγω κανονισμό.

91      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

92      Η συγκεκριμένη αιτίαση πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 44 και 45 ανωτέρω.

93      Εν προκειμένω, η Επιτροπή παρέθεσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 175 και 180 του προσωρινού κανονισμού, τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι μπορεί να γίνει αποδεκτή η πρόταση της Silmak για ανάληψη υποχρεώσεων. Το Συμβούλιο επίσης διευκρίνισε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 130 έως 132 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην αποδεχθεί τις προτάσεις τεσσάρων παραγωγών-εξαγωγέων περί αναλήψεως υποχρεώσεων και να ανακαλέσει την αποδοχή της προτάσεως της Silmak. Τα θεσμικά όργανα τήρησαν έτσι τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 44 και 45 ανωτέρω.

94      Αντιθέτως, κατά την προαναφερθείσα νομολογία και κατ’ αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στις επισημάνσεις τους περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως λόγω πρότερης δημοσιοποιήσεως του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου. Συγκεκριμένα, ενώ οι λόγοι αποδοχής ή απορρίψεως, εκ μέρους της Επιτροπής, των προτάσεων αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές έχουν μεγάλη σημασία για την οικονομία του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν ευσταθεί η άποψη ότι το ίδιο ισχύει και για τους λόγους της πρότερης γνωστοποιήσεως του τελικού ενημερωτικού εγγράφου στη Silmak. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 73 έως 75 ανωτέρω, ακόμη και αν διαπιστωνόταν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, λόγω της πρότερης δημοσιοποιήσεως του εν λόγω εγγράφου, δεν θα επηρεαζόταν η νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επομένως, ακόμη και αν είχαν δοθεί στις προσφεύγουσες διευκρινίσεις όσον αφορά τους λόγους της πρότερης δημοσιοποιήσεως του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, οι διευκρινίσεις αυτές δεν θα καθιστούσαν σαφέστερους τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκαν οι προτάσεις των προσφευγουσών περί αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές ούτε τους λόγους για τους οποίους η αντίστοιχη πρόταση της Silmak, ενώ έγινε προσωρινώς δεκτή, εν τέλει απορρίφθηκε. Οι λόγοι δηλαδή της πρότερης δημοσιοποιήσεως του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου δεν συγκαταλέγονται στις βάσεις του προσβαλλόμενου κανονισμού, οπότε η έλλειψη διευκρινίσεων ως προς τους λόγους αυτούς δεν συνεπάγεται αδυναμία των προσφευγουσών να κατανοήσουν τον εν λόγω κανονισμό.

95      Επομένως, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

96      Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας, διότι η εκ μέρους της Silmak ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές δεν προστέθηκε εγκαίρως στον μη εμπιστευτικό φάκελο, όταν δηλαδή τα μη εμπιστευτικά στοιχεία θα ήταν χρήσιμα στους ενδιαφερομένους για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, ενώ το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι κατέθεσε την εν λόγω ανάληψη υποχρεώσεων στον μη εμπιστευτικό φάκελο στις 3 Αυγούστου 2007, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το αντίγραφο της αναλήψεως υποχρεώσεων του οποίου έλαβαν γνώση διά του μη εμπιστευτικού φακέλου φέρει την ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 2007, πράγμα που σημαίνει ότι το έγγραφο αυτό δεν περιλαμβανόταν στον μη εμπιστευτικό φάκελο πριν την ημερομηνία αυτή. Για τον λόγο αυτόν οι προσφεύγουσες δεν ήταν σε θέση να υποβάλουν πρόταση για ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές πριν τη λήψη των προσωρινών μέτρων και, ως εκ τούτου, προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας.

97      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

98      Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 52 ανωτέρω, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, κατά τη διοικητική διαδικασία, να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους. Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι δεν συντρέχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον αποδεικνύεται ότι, παρά την παρατυπία στην οποία υπέπεσαν τα θεσμικά όργανα, οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Νοεμβρίου 1998, T‑147/97, Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑4137, σκέψη 79). Τέλος, απόκειται στον προσφεύγοντα διάδικο να αποδείξει ότι, αν δεν είχε υπάρξει η παρατυπία, θα είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί αποτελεσματικότερα (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4235, σκέψη 81, και της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 318).

99      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο της εκ μέρους της Silmak αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές έπρεπε να κατατεθεί στον φάκελο της διαδικασίας στις 3 Αυγούστου 2007, πριν την έκδοση του προσωρινού κανονισμού. Δεν διευκρινίζουν, όμως, αφενός, γιατί η παρατυπία αυτή τις εμπόδισε να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους και, αφετέρου, αν και κατά πόσον, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, θα μπορούσαν να αμυνθούν αποτελεσματικότερα. Συναφώς, οι προσφεύγουσες, μολονότι δεν είχαν πρόσβαση στο μη εμπιστευτικό κείμενο της εκ μέρους της Silmak αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές πριν την έκδοση του προσωρινού κανονισμού, είχαν εντούτοις τη δυνατότητα, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 132 του προσβαλλόμενου κανονισμού, να υποβάλουν αντίστοιχη πρόταση στην Επιτροπή μετά την κοινοποίηση του τελικού ενημερωτικού εγγράφου. Οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα στοιχείο προς απόδειξη της θέσεώς τους ότι, αν είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν νωρίτερα πρόταση αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, αφού είχαν λάβει γνώση του περιεχομένου της αναλήψεως υποχρεώσεων της Silmak, η πρότασή τους αυτή, αφενός, θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο από την υποβληθείσα μετά την κοινοποίηση του τελικού ενημερωτικού εγγράφου και, αφετέρου, θα είχε περισσότερες πιθανότητες να γίνει δεκτή από την Επιτροπή. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες, ακόμη και αν είχαν πρόσβαση στο περιεχόμενο της αναλήψεως υποχρεώσεων της Silmak πριν την έκδοση του προσωρινού κανονισμού, δεν θα αμύνονταν αποτελεσματικότερα.

100    Κατά συνέπεια, ουδεμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών μπορεί να προσαφθεί στα θεσμικά όργανα. Επομένως, το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

101    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον προσδιορισμό της ζημίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

102    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 3, παράγραφος 6, του κανονισμού 1225/2009), διότι η κοινοτική βιομηχανία δεν υπέστη ως επί το πλείστον καμία ζημία. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι οι FerroAtlántica SL και FerroPem SAS, δύο κοινοτικοί παραγωγοί σιδηροπυριτίου οι οποίοι, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, αντιπροσώπευαν πολύ μεγάλο μερίδιο της κοινοτικής βιομηχανίας από πλευράς δυνατότητας παραγωγής και όγκου παραγωγής, δεν υπέστησαν καμία ζημία κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, διότι η παραγωγή τους, οι πωλήσεις τους και το ποσοστό χρήσεως της παραγωγικής δυνατότητας παρέμειναν σταθερές ή και αυξήθηκαν. Πλην όμως, το Συμβούλιο εκτίμησε, βάσει του άρθρου 4 και του άρθρου 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 4 και άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 1225/2009), ότι πρέπει να προσδιορίσει τη σημαντική ζημία που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία συνολικά. Κατά τις προσφεύγουσες, το Συμβούλιο υπέπεσε έτσι σε πολλαπλά «σημαντικά σφάλματα».

103    Πρώτον, δεν ευσταθεί από νομικής απόψεως η άποψη ότι, για την εκτίμηση της ζημίας, το Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να λαμβάνει υπόψη του οικονομικές μόνον παραμέτρους που επηρεάζουν εξίσου όλες τις επιχειρήσεις της κοινοτικής βιομηχανίας. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, κατά το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού, όντως απαιτείται να προσδιοριστεί η σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, πλην όμως η διάταξη αυτή δεν διευκρινίζει αν η Επιτροπή πρέπει να στηρίζεται μόνο στην απόδοση, υπό μορφή σταθμισμένου μέσου όρου, των κοινοτικών παραγωγών συνολικά ή αν πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η απόδοση εκάστου κοινοτικού παραγωγού ατομικά.

104    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι το Συμβούλιο υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη σημαντικής ζημίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 6, του βασικού κανονισμού (το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιστοιχεί στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009). Κατά τις προσφεύγουσες, πρώτον, εφόσον η κοινοτική βιομηχανία δεν έχει ως επί το πλείστον υποστεί ζημία, δεν μπορεί να διαπιστωθεί, είτε από νομικής απόψεως είτε βάσει των πραγματικών περιστατικών, η πρόκληση σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία. Περαιτέρω, κατά τις προσφεύγουσες, τα επιβληθέντα υπό τέτοιες συνθήκες μέτρα είναι δυσανάλογα. Τέλος, υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση περί σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν έχει ως επί το πλείστον υποστεί ζημία, δεν στηρίζεται σε «αποδείξεις αξιόπιστες και σοβαρές» και δεν είναι αμερόληπτη. Πάντως, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009) επιτάσσει ο προσδιορισμός της ζημίας να στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και σε αντικειμενική εξέταση των επιπτώσεων των φερομένων ως εισαγωγών ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία.

105    Τρίτον, οι προσφεύγουσες διατείνονται, αφενός, ότι η μέθοδος που ακολούθησε το Συμβούλιο, να προσδιορίσει τη ζημία βάσει του σταθμισμένου μέσου όρου των αποτελεσμάτων της κοινοτικής βιομηχανίας συνολικά, δεν προβλέπεται από τον βασικό κανονισμό ούτε, κατά μείζονα λόγο, προβλέπεται από τον εν λόγω κανονισμό ως η μοναδική μέθοδος προσδιορισμού της ζημίας. Αφετέρου, εφόσον κριθεί ορθή η μέθοδος που ακολούθησε το Συμβούλιο, να προσδιορίσει τη ζημία βάσει του σταθμισμένου μέσου όρου των αποτελεσμάτων της κοινοτικής βιομηχανίας συνολικά, η χρήση της συγκεκριμένης μεθόδου προσκρούει στην απαγόρευση της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, η οποία αποτελεί νομολογιακώς κατοχυρωμένη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

106    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

107    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη διαπίστωση του Συμβουλίου ότι η κοινοτική βιομηχανία υπέστη ζημία, καθώς παρέμειναν σταθερές ή και αυξήθηκαν η παραγωγή, οι πωλήσεις τους και το ποσοστό χρήσεως της παραγωγικής δυνατότητας των δύο μεγαλύτερων κοινοτικών παραγωγών. Υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού.

108    Η εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει σε δύο στάδια. Απαιτείται, πρώτον, ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού και του άρθρου 3 εν γένει, το οποίο αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι υποχρεώσεις που η διάταξη αυτή επιβάλλει στα θεσμικά όργανα όσον αφορά τη μέθοδο εκτιμήσεως της ζημίας. Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα ενήργησαν σύμφωνα με τις αρχές που κατοχυρώνονται με τη διάταξη αυτή, λαμβανομένης υπόψη και της καταστάσεως των FerroPem και FerroAtlántica, όπως την περιγράφουν οι προσφεύγουσες.

109    Πρώτον, σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, για παράβαση του οποίου παραπονούνται οι προσφεύγουσες, τονίζεται ότι η διάταξη αυτή κατοχυρώνει τρεις αρχές. Πρώτον, στο πλαίσιο της αναλύσεως της ζημίας, τα θεσμικά όργανα πρέπει να αποδείξουν τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία. Δεύτερον, με τη διάταξη αυτή διευκρινίζεται ότι αντικείμενο της αναλύσεως είναι οι επιπτώσεις του όγκου ή/και του επιπέδου των τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Τρίτον, η ζημία πρέπει να είναι σημαντική.

110    Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν προσδιορίζει ποια μέθοδο πρέπει να εφαρμόσουν τα θεσμικά όργανα κατά την ανάλυση των επιπτώσεων του όγκου ή/και του επιπέδου των τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία. Συναφώς, εφαρμογή έχει το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 5, του βασικού κανονισμού. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού επιτάσσει εν γένει ο προσδιορισμός της ζημίας να γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και κατόπιν αντικειμενικής εξετάσεως. Το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για την οικεία κοινοτική βιομηχανία περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραμέτρων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας. Η συγκεκριμένη διάταξη περιέχει μη εξαντλητική απαρίθμηση των εν λόγω παραμέτρων και δεικτών, διευκρινιζομένου ότι ουδεμία από τις παραμέτρους αυτές μεμονωμένα ούτε περισσότερες εξ αυτών από κοινού έχουν οπωσδήποτε αποφασιστική σημασία.

111    Κατά συνέπεια, από τον συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 2, 5 και 6 του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι ο προσδιορισμός της ζημίας προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση, βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων, των επιπτώσεων του όγκου ή/και του επιπέδου των τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία, η δε εξέταση αυτή συνίσταται σε αξιολόγηση των οικονομικών παραμέτρων και δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της εν λόγω βιομηχανίας.

112    Πρέπει, ακόμη, να διευκρινιστεί ότι η έννοια της κοινοτικής βιομηχανίας, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 3, παράγραφοι 2, 5 και 6, του βασικού κανονισμού, ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (νυν άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009), κατά το οποίο ο όρος «κοινοτική βιομηχανία» θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 1225/2009), της συνολικής κοινοτικής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων.

113    Το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού ορίζει τα της ενάρξεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, η καταγγελία θεωρείται ότι έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό της κοινοτικής βιομηχανίας, εφόσον υποστηρίζεται από κοινοτικούς παραγωγούς των οποίων η παραγωγή αθροιζόμενη αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 50 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής συγκεκριμένου προϊόντος.

114    Επομένως, από την ανάλυση των διατάξεων που παρατίθενται στις σκέψεις 109 έως 113 ανωτέρω προκύπτει, αφενός, ότι η διαπίστωση των κοινοτικών οργάνων περί προκλήσεως ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία δεν προϋποθέτει ότι όλες οι συναφείς οικονομικές παράμετροι και δείκτες είναι οπωσδήποτε αρνητικές. Αφετέρου, τα θεσμικά όργανα πρέπει να αξιολογούν την επίπτωση των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία συνολικά –δηλαδή στο σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ή, τουλάχιστον, στους παραγωγούς που υποστήριξαν την κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και των οποίων η παραγωγή αθροιζόμενη υπερβαίνει το 50 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του οικείου προϊόντος–, έχοντας, όμως, ευχέρεια επιλογής της μεθόδου που θα χρησιμοποιήσουν προς τούτο. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, τα θεσμικά όργανα δύνανται είτε να αποδείξουν ότι προκλήθηκε ζημία σε κάθε κοινοτικό παραγωγό είτε να αποδείξουν την πρόκληση τέτοιας ζημίας, βάσει συγκεντρωτικών ή σταθμισμένων στοιχείων, για το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών που απαρτίζουν την κοινοτική βιομηχανία κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

115    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα διεξήγαγαν την ανάλυσή τους σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού και εν γένει του άρθρου 3 του κανονισμού αυτού, όπως οι διατάξεις αυτές ερμηνεύθηκαν με τις σκέψεις 109 έως 114 ανωτέρω.

116    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (βλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑535/06 P, Mosaer Baer India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I‑7051, σκέψη 85).

117    Κατά τη νομολογία, ο προσδιορισμός της ζημίας της κοινοτικής βιομηχανίας προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων, ο δε δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση ότι τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, ότι είναι ακριβείς οι διαπιστώσεις όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, και ότι δεν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (απόφαση Mosaer Baer India κατά Συμβουλίου, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 86).

118    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι τα θεσμικά όργανα ανέλυσαν τη ζημία βάσει στοιχείων σχετικών με έξι κοινοτικούς παραγωγούς, περιλαμβανομένων των FerroPem και FerroAtlántica. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τις σχετικές διευκρινίσεις που παραθέτει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 77 και 78 του προσωρινού κανονισμού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, υπήρχαν επτά κοινοτικές επιχειρήσεις παραγωγής σιδηροπυριτίου, πέντε εξ αυτών υπέβαλαν καταγγελία βάσει της οποίας κινήθηκε η διαδικασία αντιντάμπινγκ, η οποία κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο έκτος παραγωγός αποφάσισε να στηρίξει τη διαδικασία προσφέροντας την πλήρη συνεργασία του στην έρευνα και ο έβδομος δεν μετέσχε στη διαδικασία ούτε παρέσχε στοιχεία. Κατά την Επιτροπή, οι έξι συνεργασθέντες κοινοτικοί παραγωγοί αντιπροσώπευαν το 95 % της κοινοτικής παραγωγής σιδηροπυριτίου κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα.

119    Επί της βάσεως αυτής, τα θεσμικά όργανα ανέλυσαν την εξέλιξη των συναφών οικονομικών παραμέτρων και δεικτών της κοινοτικής βιομηχανίας, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Η ανάλυση αυτή στηρίχθηκε σε στοιχεία συγκεντρωτικά ή σταθμισμένα, ανάλογα με την παράμετρο ή τον δείκτη, σχετικά με τους έξι κοινοτικούς παραγωγούς που συνεργάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Συγκεκριμένα, με τις αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 106 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή ανέλυσε, μεταξύ άλλων, την εξέλιξη της κοινοτικής παραγωγής, της παραγωγικής δυνατότητας, της χρήσεως της παραγωγικής δυνατότητας, των αποθεμάτων, των πωλήσεων, των μεριδίων αγοράς, των μέσων σταθμισμένων τιμών, της κερδοφορίας, των χρηματικών ροών, των επενδύσεων, των αποδόσεων των επενδύσεων, της δυνατότητας συγκεντρώσεως κεφαλαίων, της απασχολήσεως, της παραγωγικότητας και των μισθών. Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τα αριθμητικά στοιχεία που παρατίθενται στις ως άνω αιτιολογικές σκέψεις. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 107 έως 109 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε ότι, μολονότι ορισμένοι οικονομικοί δείκτες παρέμειναν σταθεροί ή είχαν θετική τάση, είναι εντούτοις πρόδηλη η συνολική επιδείνωση της καταστάσεως της κοινοτικής βιομηχανίας κατά το διάστημα που ελήφθη υπόψη για την εκτίμηση της ζημίας. Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε την ανάλυση αυτή με την αιτιολογική σκέψη 82 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

120    Ειδικότερα, η ανάλυση που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 91, 93 και 95 του προσωρινού κανονισμού εμφαίνει αρνητικές τάσεις στην παραγωγή, τη χρήση παραγωγικής δυνατότητας και τις πωλήσεις αντιστοίχως, παρά το γεγονός ότι, όπως επισήμαναν οι προσφεύγουσες, τα στοιχεία που προσκόμισαν οι FerroPem και FerroAtlántica, τα οποία περιλήφθηκαν στην ανάλυση, εμφαίνουν σταθερότητα ή θετική τάση των εν λόγω δεικτών.

121    Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησαν τα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, δηλαδή η χρήση συγκεντρωτικών ή σταθμισμένων στοιχείων, είναι σύμφωνη με το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού και, εν γένει, με το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, όπως οι διατάξεις αυτές ερμηνεύθηκαν με τις σκέψεις 109 έως 114 ανωτέρω. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι τα προβληθέντα από τις προσφεύγουσες επιχειρήματα δεν πείθουν ότι η ανάλυση αυτή εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η εν λόγω ανάλυση δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

122    Συγκεκριμένα, πρώτον, είναι αλυσιτελές το επιχείρημα ότι είναι νομικώς εσφαλμένη η άποψη ότι, για την εκτίμηση της ζημίας, το Συμβούλιο υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του μόνον οικονομικές παραμέτρους που επηρεάζουν κατά τρόπο πανομοιότυπο όλους τους κοινοτικούς βιομηχάνους, διότι, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 119 και 120 ανωτέρω, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του μόνον τέτοιες παραμέτρους.

123    Δεύτερον, δεν είναι πειστικό το επιχείρημα ότι η διαπίστωση περί προκλήσεως σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία, η οποία, όμως, δεν έχει στην πράξη υποστεί καμία ζημία, δεν στηρίζεται σε «αποδείξεις αξιόπιστες και σοβαρές» και δεν είναι αμερόληπτη. Συγκεκριμένα, αφενός, με τις σκέψεις 119 και 120 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι ελήφθησαν υπόψη τα σχετικά με τις FerroPem και FerroAtlántica στοιχεία, η δε ανάλυση στην οποία προέβησαν τα θεσμικά όργανα ήταν συνολικά σύμφωνη με το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού και, εν γένει, με το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα προς στήριξη της θέσεώς τους ότι η εν λόγω ανάλυση εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, όπως, π.χ., ότι τα στοιχεία σχετικά με την παραγωγή, τις πωλήσεις και την παραγωγική δυνατότητα των FerroPem και FerroAtlántica έπρεπε να είναι σταθμισμένα και όχι συγκεντρωτικά.

124    Τρίτον, η αιτίαση των προσφευγουσών περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ο οποίος εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 60 ανωτέρω.

125     Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος εν μέρει ως αβάσιμος και εν μέρει ως απαράδεκτος.

4.     Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την ανάλυση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας

126    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως διαιρείται σε έξι σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις που είχε για την κοινοτική βιομηχανία η αποχώρηση των παραγωγών των τρίτων χωρών από την κοινοτική αγορά και ο αναπροσανατολισμός και η μείωση της παραγωγής ορισμένων κοινοτικών παραγωγών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

127    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι διαπιστώσεις του Συμβουλίου σχετικά με τις επιπτώσεις του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία, οι οποίες παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 112 έως 114 του προσωρινού κανονισμού και επιβεβαιώθηκαν με την αιτιολογική σκέψη 86 του προσβαλλόμενου κανονισμού, είναι προδήλως εσφαλμένες και αντίθετες προς το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζουν ότι, με τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, απέδειξαν ότι η ζημία που υπέστη ο συγκεκριμένος βιομηχανικός κλάδος δεν ήταν συνέπεια των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, διότι οι εισαγωγές αυτές κάλυψαν μόνον τα μερίδια αγοράς που οι κοινοτικοί παραγωγοί σιδηροπυριτίου είχαν σκοπίμως ελευθερώσει.

128    Συναφώς, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι απέδειξαν, αφενός, ότι η αύξηση του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ήταν ως επί το πλείστον απόρροια του «κενού» που προκλήθηκε στην κοινοτική αγορά λόγω της αποσύρσεως των παραγωγών της Νορβηγίας, της Ισλανδίας και της Βενεζουέλας, καθώς και της αδυναμίας των κοινοτικών παραγωγών σιδηροπυριτίου να ικανοποιήσουν την αντίστοιχη ενδοκοινοτική ζήτηση. Αφετέρου, η υπόλοιπη αύξηση του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ εξηγείται από το γεγονός ότι η παραγωγός σιδηροπυριτίου OFZ a.s. στράφηκε στην παραγωγή άλλου προϊόντος, η Huta Laziska S.A., που ήταν σημαντικός κοινοτικός παραγωγός, μείωσε κατά πολύ την παραγωγή της λόγω σοβαρής αντιδικίας με τον προμηθευτή ενέργειας, και η Vargön Alloys AB, έτερος κοινοτικός παραγωγός σιδηροπυριτίου, μείωσε την παραγωγή της λόγω της αυξήσεως του κόστους ενέργειας.

129    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν περαιτέρω ότι, ακόμη και αν ευσταθεί η άποψη ότι η μείωση του μεριδίου αγοράς της κοινοτικής βιομηχανίας, ο περιορισμός της χρήσεως της παραγωγικής δυνατότητας και η σημαντική μείωση των τιμών δεν οφείλεται στην υποκατάσταση του παραγόμενου από τρίτες χώρες σιδηροπυριτίου, τούτο δεν σημαίνει ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ αποτελούν την πραγματική αιτία των συγκεκριμένων αρνητικών επιδόσεων. Συγκεκριμένα, η μείωση της παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας οφείλεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, στην αύξηση των εισαγωγών από τη Βενεζουέλα και την Ισλανδία, καθώς και σε ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί λόγω αντιδικιών με τους προμηθευτές ενέργειας και αυξήσεως του κόστους παραγωγής.

130    Δεύτερον, με το υπόμνημα απαντήσεως οι προσφεύγουσες υποστήριξαν, βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό της σημασίας και των αιτίων της σκόπιμης πτώσεως της παραγωγής στην κοινοτική βιομηχανία. Ειδικότερα, υποστήριξαν ότι η άποψη του Συμβουλίου ότι η Huta Laziska στράφηκε στην παραγωγή πυριτιομαγγανίου λόγω διακοπών στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι η παραγωγή σιδηροπυριτίου δεν αντιστοιχεί στα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες και η καταγγέλλουσα προσκρούει στις δηλώσεις της καταγγέλλουσας και στις οικονομικές καταστάσεις της OFZ, η δε άποψη του Συμβουλίου ότι η Vargön Alloys δεν είχε από τεχνικής απόψεως τη δυνατότητα να στραφεί στην παραγωγή σιδηροχρωμίου είναι εσφαλμένη, όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρίας αυτής, τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες προς στήριξη της θέσεώς τους ότι η Vargön Alloys αποφάσισε να παύσει την παραγωγή της λόγω διακοπών στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας.

131    Τρίτον, με το υπόμνημα απαντήσεως οι προσφεύγουσες προέβαλαν επίσης ότι το Συμβούλιο διατύπωσε τις απόψεις που παρατίθενται στη σκέψη 130 ανωτέρω, όσον αφορά τις Huta Laziska και OFZ, για πρώτη φορά με το υπόμνημα αντικρούσεως, πράγμα που συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας.

132    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο παρέβη το καθήκον επιμέλειας, όπως αυτό προσδιορίζεται, μεταξύ άλλων, με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T‑413/03, Shandong Reipu Biochemicals κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II‑2243, σκέψη 49), και την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο, απαντώντας με το τελικό ενημερωτικό έγγραφο στα επιχειρήματα των προσφευγουσών, όπως αυτά παρατίθενται στη σκέψη 128 ανωτέρω, παραδέχθηκε ότι οι επίμαχες εισαγωγές μπορούσαν να έχουν υποκαταστήσει τις εισαγωγές από τρίτες χώρες. Ωστόσο, κατά την εξέταση του αιτιώδους συνδέσμου, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι η αύξηση των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ «συνέπεσε επίσης με σημαντική μείωση του όγκου των πωλήσεων της κοινοτικής βιομηχανίας (-37 %), καθώς και με σημαντικό περιορισμό του μεριδίου αγοράς (-11 %), πράγμα που όντως αποδεικνύει την ύπαρξη ισχυρού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία». Πάντως, η συλλογιστική αυτή αποτελεί απλώς επανάληψη της διαπιστώσεως που είχε προκύψει κατά το στάδιο του προσωρινού κανονισμού και δεν απαντά στα επιχειρήματα των προσφευγουσών, πράγμα που κατ’ αυτές αποδεικνύει ότι το Συμβούλιο δεν ανέλυσε τα επιχειρήματα αυτά με την απαιτούμενη επιμέλεια ούτε παρέθεσε επαρκή αιτιολογία.

133    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί της αιτιάσεως σχετικά με τα μερίδια αγοράς που κατείχαν οι παραγωγοί των τρίτων χωρών και της Κοινότητας

134    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβησαν το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, διότι δεν έλαβαν υπόψη τους ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ κάλυψαν μερίδια αγοράς που κατείχαν οι παραγωγοί τρίτων κρατών και οι κοινοτικοί παραγωγοί.

135    Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, απαιτείται να αποδειχθεί ότι η κοινοτική βιομηχανία υπέστη ζημία λόγω του όγκου ή/και των τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

136    Αφετέρου, κατά πάγια νομολογία, για να διαπιστωθεί αν η κοινοτική βιομηχανία υπέστη ζημία και αν η ζημία αυτή οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεως καθώς και αν οι προερχόμενες από άλλες χώρες εισαγωγές ή, γενικότερα, αν άλλες γνωστές παράμετροι συνέτειναν στην επέλευση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία απαιτείται η εξέταση πολύπλοκων οικονομικών θεμάτων, στο πλαίσιο της οποίας τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια. Κατά συνέπεια, κατά τον δικαστικό έλεγχο των εκτιμήσεων των θεσμικών οργάνων, ο κοινοτικός δικαστής πρέπει μόνο να εξακριβώσει ότι τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, ότι συνέβησαν πράγματι τα περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και ότι δεν υπήρξε ούτε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ούτε κατάχρηση εξουσίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαρτίου 2007, T‑107/04, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. II‑669, σκέψη 71, και της 17ης Δεκεμβρίου 2008, T‑462/04, HEG και Graphite India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑3685, σκέψη 120).

137    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, τονίζεται ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 112 έως 114 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή παρέθεσε με σαφήνεια και ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην κοινοτική βιομηχανία.

138    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή παραθέτει καταρχάς, στην αιτιολογική σκέψη 112 του προσωρινού κανονισμού, τα στοιχεία στα οποία στήριξε τη διαπίστωσή της: ο όγκος των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξήθηκε σημαντικά κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, το δε αντίστοιχό τους μερίδιο στην κοινοτική αγορά αυξήθηκε επίσης· η μέση τιμή των εν λόγω εισαγωγών αυξήθηκε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, παραμένοντας ωστόσο σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με τις τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας κατά το ίδιο διάστημα· κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, η μέση τιμή των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ήταν κατά 3,7 έως 11 % χαμηλότερη από τις τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας, ανάλογα με τον παραγωγό-εξαγωγέα, εξαιρουμένων τριών εκ των συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων για τους οποίους δεν διαπιστώθηκε πώληση σε χαμηλότερες τιμές· οι τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας συρρικνώθηκαν.

139    Περαιτέρω, με την αιτιολογική σκέψη 113 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση των ως άνω στοιχείων. Τονίζει, συναφώς, ότι η αύξηση του όγκου των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές από τις οικείες χώρες και η αύξηση του αντίστοιχου μεριδίου αγοράς κατά την υπό εξέταση περίοδο συνέπεσε με την επιδείνωση της κατάστασης της κοινοτικής βιομηχανίας. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η κοινοτική βιομηχανία δεν κατόρθωσε να αυξήσει τις τιμές των πωλήσεών του στο επίπεδο που απαιτούνταν προκειμένου να καλύψει το πλήρες κόστος της, καθώς οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ συμπίεσαν, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, τις τιμές των πωλήσεων.

140    Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε την ανάλυση αυτή με τις αιτιολογικές σκέψεις 85 και 86 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

141    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ανάλυση αυτή. Φρονούν ότι η ζημία δεν είναι δυνατόν να προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, διότι αυτές κάλυψαν μόνον τα μερίδια αγοράς που κατείχαν προηγουμένως, αφενός, οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Νορβηγίας, της Ισλανδίας και της Βενεζουέλας, και, αφετέρου, οι τρεις κοινοτικοί παραγωγοί σιδηροπυριτίου, OFZ, Huta Laziska και Vargön Alloys, οι οποίοι μείωσαν την παραγωγή τους ή στράφηκαν στην παραγωγή άλλων προϊόντων.

142    Ωστόσο, η άποψη των προσφευγουσών δεν είναι πειστική για δύο λόγους.

143    Πρώτον, δεν στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, στις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, στο πλαίσιο των οποίων υποστηρίζουν ότι προσκόμισαν στοιχεία που αποδεικνύουν, αφενός, ότι η αύξηση του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ήταν ως επί το πλείστον απόρροια του «κενού» που προκλήθηκε στην κοινοτική αγορά λόγω της αποσύρσεως των παραγωγών της Νορβηγίας, της Ισλανδίας και της Βενεζουέλας, καθώς και της αδυναμίας των κοινοτικών παραγωγών σιδηροπυριτίου να ικανοποιήσουν την αντίστοιχη ενδοκοινοτική ζήτηση, και, αφετέρου, ότι η υπόλοιπη αύξηση του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ οφείλεται στις αποφάσεις των OFZ, Huta Laziska και Vargön Alloys να μειώσουν την παραγωγή τους ή να στραφούν στην παραγωγή άλλων προϊόντων.

144    Πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι οι προσφεύγουσες προσκόμισαν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι εισαγωγές από τη Νορβηγία μειώθηκαν το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα. Οι προσφεύγουσες προσκόμισαν επίσης πίνακα από τον οποίον προκύπτει ότι οι εισαγωγές από την Ισλανδία και τη Βενεζουέλα μειώθηκαν το 2005, αλλά αυξήθηκαν το 2006. Ομοίως, προσκόμισαν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι OFZ, Huta Laziska και Vargön Alloys μείωσαν την παραγωγή τους ή στράφηκαν στην παραγωγή άλλων προϊόντων και ότι, όσον αφορά τη Huta Laziska, η μείωση της παραγωγής οφειλόταν σε αντιδικία με τον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας.

145    Εκτός της περιπτώσεως της Huta Laziska, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η μείωση των εισαγωγών από τη Νορβηγία, την Ισλανδία και τη Βενεζουέλα, καθώς και η μείωση της κοινοτικής παραγωγής δεν οφείλονται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

146    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ της αυξήσεως του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και του μεριδίου αγοράς που κατείχαν προηγουμένως οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Νορβηγίας, της Ισλανδίας και της Βενεζουέλας, καθώς και οι OFZ, Huta Laziska και Vargön Alloys.

147    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες δεν παραθέτουν πλήρως και ολοκληρωμένα τα πραγματικά περιστατικά και δεν λαμβάνουν υπόψη τους την εξέλιξη πολλών σημαντικών παραμέτρων οικονομικής φύσεως.

148    Καταρχάς, οι προσφεύγουσες δεν λαμβάνουν υπόψη τους την επίδραση των τιμών. Όπως, όμως, επισήμανε το Συμβούλιο, η εξέλιξη του όγκου των εισαγωγών πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις τιμές των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και διά της συγκρίσεως των τιμών αυτών προς τις τιμές των εισαγωγών από τρίτες χώρες και προς τις τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας. Εν προκειμένω, οι τιμές των εισαγωγών από τρίτες χώρες, η διακοπή των οποίων προκάλεσε «κενό» στην αγορά, ήταν υψηλότερες από αυτές των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επιπλέον, οι τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας συμπιέστηκαν λόγω των εισαγωγών αυτών.

149    Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη μείωση του μεριδίου αγοράς της κοινοτικής βιομηχανίας. Αν, πάντως, οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν απλώς καλύψει τα μερίδια αγοράς που κατείχαν προηγουμένως οι παραγωγοί-εξαγωγείς τρίτων χωρών, το μερίδιο αγοράς της κοινοτικής βιομηχανίας θα παρέμενε σταθερό. Επομένως, οι προσφεύγουσες έπρεπε να αποδείξουν ότι το μερίδιο αγοράς που απώλεσε η κοινοτική βιομηχανία κατά το διάστημα που ελήφθη υπόψη για την εκτίμηση της ζημίας αντιστοιχεί στη μείωση της παραγωγής των OFZ, Huta Laziska και Vargön Alloys, πράγμα που δεν έπραξαν.

150    Τέλος, οι προσφεύγουσες δεν έλαβαν υπόψη τους ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν χρησιμοποιούν εξ ολοκλήρου την παραγωγική δυνατότητά τους. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, πάντως, χωρίς να το αποδείξουν, ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί σκοπίμως αποφάσισαν να μην χρησιμοποιήσουν εξ ολοκλήρου την παραγωγική δυνατότητά τους.

151    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν αποδεικνύουν ότι η ανάλυση στην οποία προέβησαν τα θεσμικά όργανα με τις αιτιολογικές σκέψεις 112 έως 114 του προσωρινού κανονισμού και η οποία επιβεβαιώθηκε με τις αιτιολογικές σκέψεις 85 και 86 του προσβαλλόμενου κανονισμού εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και αντιβαίνει στο άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού.

152    Επομένως, η συγκεκριμένη αιτίαση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

–       Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη σημασία και τα αίτια της σκόπιμης μειώσεως της παραγωγής στην κοινοτική βιομηχανία

153    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι διευκρινίσεις που παρέθεσε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως, σχετικά με την αξιολόγηση της σημασίας και των αιτίων της μειώσεως της παραγωγής και της στροφής της παραγωγής των OFZ, Huta Laziska και Vargön Alloys σε άλλα προϊόντα στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, την οποία δεν μπορούσαν να προβάλουν με την προσφυγή.

154    Επισημαίνεται ότι η αιτίαση αυτή έχει αντικείμενο πανομοιότυπο με την προηγούμενη, δηλαδή την αιτίαση περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και παραβάσεως του άρθρου 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, καθώς υποστηρίζεται ότι τα θεσμικά όργανα εκτίμησαν εσφαλμένως τις επιπτώσεις του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία και, ειδικότερα, παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους ότι οι OFZ, Huta Laziska και Vargön Alloys ηθελημένα μείωσαν την παραγωγή τους και στράφηκαν στην παραγωγή άλλων προϊόντων.

155    Δεδομένου ότι η προηγούμενη αιτίαση απορρίφθηκε ως αβάσιμη, η υπό κρίση αιτίαση είναι απορριπτέα για τους ίδιους λόγους.

–       Επί της αιτιάσεως περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών

156    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι διευκρινίσεις που παρέθεσε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως, σχετικά με την αξιολόγηση της σημασίας και των αιτίων της μειώσεως της παραγωγής και της στροφής της παραγωγής των OFZ, Huta Laziska και Vargön Alloys σε άλλα προϊόντα, παρατέθηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα αντικρούσεως, πράγμα που συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

157    Η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 52 και 98 ανωτέρω. Πάντως, κατά τη νομολογία αυτή, δεν συντρέχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον αποδεικνύεται ότι, παρά την παρατυπία στην οποία υπέπεσαν τα θεσμικά όργανα, οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους.

158    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες είχαν, κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ, τη δυνατότητα να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους. Συγκεκριμένα, με τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου και επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου αναφέρθηκαν εκτεταμένα στα περί ηθελημένης μειώσεως της παραγωγής εκ μέρους των κοινοτικών παραγωγών.

159    Επιπλέον, με το τελικό ενημερωτικό έγγραφο, τα θεσμικά όργανα απάντησαν στα στοιχεία που είχαν προβάλει οι προσφεύγουσες με τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου. Επομένως, τα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε παρατυπία, καθώς με το υπόμνημα αντικρούσεως απλώς απάντησαν στα στοιχεία που παρέθεσαν οι προσφεύγουσες με την προσφυγή.

160    Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

–       Επί της αιτιάσεως σχετικά με παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

161    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο παρέβη το καθήκον επιμέλειας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, διότι η συλλογιστική που περιλαμβάνεται στο τελικό ενημερωτικό έγγραφο σχετικά με τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ αποτελεί απλώς επανάληψη της διαπιστώσεως που διατυπώθηκε κατά το στάδιο του προσωρινού κανονισμού, χωρίς να δίδεται απάντηση στα επιχειρήματα που είχαν προβάλει οι προσφεύγουσες με τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου.

162    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ενώ, στην ουσία, αμφισβητούν το βάσιμο των διαπιστώσεων των θεσμικών οργάνων. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες θεωρούν τις διευκρινίσεις των θεσμικών οργάνων μη ικανοποιητικές, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι τα θεσμικά όργανα παρέβησαν το καθήκον επιμέλειας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχουν.

163    Υπενθυμίζεται, επιπλέον, ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 159 ανωτέρω, με το τελικό ενημερωτικό έγγραφο δόθηκαν απαντήσεις στις απόψεις που είχαν διατυπώσει οι προσφεύγουσες με τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, σχετικά με τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία. Επομένως, δεν διαπιστώνεται παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει το Συμβούλιο.

164    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αιτίαση ως αβάσιμη και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις αιτίες της ζημίας που υπέστησαν μεμονωμένα οι επιχειρήσεις που απαρτίζουν την κοινοτική βιομηχανία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

165    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 6, του βασικού κανονισμού, διότι δεν εξέτασε τον αιτιώδη σύνδεσμο σε σχέση με καθέναν από τους κοινοτικούς παραγωγούς ατομικά και δέχθηκε με τις αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 65 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι η ανάλυση του αιτιώδους συνδέσμου πρέπει να γίνεται σε επίπεδο κοινοτικής βιομηχανίας συνολικά.

166    Προς στήριξη της απόψεώς τους αυτής, η οποία, κατά τις προσφεύγουσες, δεν συμπίπτει με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, αφενός, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν υποχρεώνει τις αρμόδιες για την έρευνα αρχές να εξετάζουν μόνον τις οικονομικές παραμέτρους που έχουν επηρεάσει κατά τρόπον όμοιο όλους τους κοινοτικούς παραγωγούς. Η διάταξη αυτή όχι μόνον επιβάλλει να εξετάζονται όλες οι οικονομικές παράμετροι, αλλά και να πραγματοποιείται η εξέταση αυτή με βάση την «κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας», έννοια πολύ ευρύτερη της «κοινοτικής βιομηχανίας». Ομοίως, κατά τις προσφεύγουσες, το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, οπότε δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προξένησαν σημαντική ζημία, χωρίς προηγουμένως να εξεταστούν όλες οι οικονομικές παράμετροι που επηρεάζουν την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να μην λαμβάνονται υπόψη οικονομικές παράμετροι που αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν διαφορετικά τους κοινοτικούς παραγωγούς. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν επιπλέον ότι, αν δεν ληφθούν υπόψη οι παράμετροι αυτοί, θα είναι εξαιρετικά ευχερής η διαπίστωση της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και οποιασδήποτε ζημίας βάσει της χρονικής συμπτώσεως των εν λόγω εισαγωγών και της ζημίας.

167    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι προσκόμισαν πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν, πρώτον, ότι, βάσει των στοιχείων σχετικά με την παραγωγή των δύο μεγαλύτερων κοινοτικών παραγωγών, οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ δεν προκάλεσαν μείωση της παραγωγής, δεύτερον, ότι οι τέσσερις μεγαλύτεροι κοινοτικοί παραγωγοί αύξησαν σημαντικά τις τιμές τους και, τρίτον, ότι η Huta Laziska, ένας από τους κύριους κοινοτικούς παραγωγούς, μείωσε την παραγωγή της κατά 60 000 τόνους, λόγω δυσχερειών στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Το Συμβούλιο δεν αμφισβήτησε τα περιστατικά αυτά.

168    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

169    Μολονότι αντικείμενο του υπό κρίση σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι η αμφισβήτηση της εκ μέρους των θεσμικών οργάνων αξιολογήσεως του αιτιώδους συνδέσμου, εντούτοις τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του εν λόγω σκέλους, πλην ενός, αφορούν, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Συγκεκριμένα, μόνον το σχετικό με τη Huta Laziska επιχείρημα σχετίζεται με την ανάλυση του αιτιώδους συνδέσμου, καθώς οι προσφεύγουσες επιχειρούν να αποδείξουν ότι η ζημία του συγκεκριμένου παραγωγού δεν οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, αλλά σε δυσχέρειες στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Αντιθέτως, τα σχετικά με το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 6, του βασικού κανονισμού δεν αφορούν την ανάλυση περί αιτιώδους συνδέσμου, αλλά την αξιολόγηση των σχετικών με τη ζημία παραμέτρων. Τούτο ισχύει και για τα επιχειρήματα σχετικά με την παραγωγή των δύο μεγαλύτερων κοινοτικών παραγωγών, καθώς και τις αυξήσεις τιμών στις οποίες προέβησαν οι τέσσερις μεγαλύτεροι παραγωγοί.

170    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα που, κατ’ ουσίαν, αφορούν την εκτίμηση της ζημίας, υπενθυμίζεται ότι, με τις σκέψεις 118 έως 123 ανωτέρω, η μεθοδολογία με την οποία τα θεσμικά όργανα εκτίμησαν τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία κρίθηκε σύμφωνη με το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού και ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την κοινοτική παραγωγή, την παραγωγική δυνατότητα, τη χρήση της παραγωγικής δυνατότητας, τα αποθέματα, τις πωλήσεις, τα μερίδια αγοράς, τις μέσες σταθμισμένες τιμές, την κερδοφορία, τις ταμειακές ροές, τις επενδύσεις, την απόδοση των επενδύσεων, τη δυνατότητα συγκεντρώσεως κεφαλαίων, την απασχόληση, την παραγωγικότητα και τους μισθούς.

171    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση των προσφευγουσών ότι τα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη τους ορισμένες οικονομικές παραμέτρους από τις οποίες προκύπτουν αποκλίνουσες τάσεις μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών. Ειδικότερα, όσον αφορά την εξέλιξη της παραγωγής και των τιμών, τα θεσμικά όργανα έλαβαν δεόντως υπόψη τους τα στοιχεία σχετικά με όλους τους κοινοτικούς παραγωγούς που συνεργάστηκαν κατά την έρευνα.

172    Δεύτερον, όσον αφορά το σχετικό με τη Huta Laziska επιχείρημα, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η ανάλυση περί αιτιώδους συνδέσμου δεν είναι απαραίτητο να αφορά την κοινοτική βιομηχανία συνολικά, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η ζημία που υπέστη ένας μεμονωμένος κοινοτικός παραγωγός εξ άλλης αιτίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της λεγόμενης «απαλλακτικής» αναλύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009), τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται, αφενός, να εξετάζουν όλες τις λοιπές γνωστές παραμέτρους που προξένησαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, και, αφετέρου, να εξασφαλίζουν ότι η οφειλόμενη στις εν λόγω παραμέτρους ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού δεν ορίζει ότι, κατά την εξέταση αυτή, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η ζημία που προκαλείται από άλλες παραμέτρους στην κοινοτική βιομηχανία συνολικά. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στο να έχουν τα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να διαχωρίζουν και να διακρίνουν τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις άλλων παραμέτρων, είναι δυνατόν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η ζημία που υπέστη ένας κοινοτικός παραγωγός μεμονωμένα από άλλη αιτία, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, να πρέπει να συνεκτιμάται, εφόσον αποτελεί μέρος της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά.

173    Διαπιστώνεται, πάντως, ότι η ζημία που υπέστη η Huta Laziska λόγω δυσχερειών στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας ελήφθη δεόντως υπόψη με την αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα στοιχεία που αφορούν τον παραγωγό αυτόν θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από την αξιολόγηση της ζημίας, οι τάσεις που παρατηρούνται για την κοινοτική βιομηχανία θα εξακολουθούσαν να εμφαίνουν την ύπαρξη σημαντικής ζημίας. Οι προσφεύγουσες, όμως, δεν απέδειξαν ότι η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη.

174    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με την κατάσταση της Huta Laziska δεν μπορεί να γίνει δεκτό και ότι, βάσει των προεκτεθέντων, το υπό κρίση σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη μείωση της παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

175    Οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν ως προδήλως εσφαλμένη τη διαπίστωση του Συμβουλίου ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν μείωση της παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους κοινοτικούς παραγωγούς δεν μείωσαν την παραγωγή τους.

176    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι προσκόμισαν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι δύο μεγαλύτεροι κοινοτικοί παραγωγοί, οι FerroAtlántica και FerroPem, δεν μείωσαν την παραγωγή τους, παρά τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Ωστόσο, κατά τις προσφεύγουσες, αν οι επίμαχες εισαγωγές είχαν επιπτώσεις στην παραγωγή της κοινοτικής βιομηχανίας, η αρνητική αυτή εξέλιξη θα έπρεπε να παρατηρηθεί σε όλους τους κοινοτικούς παραγωγούς. Εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι καθένας από τους κοινοτικούς παραγωγούς είχε πολύ διαφορετική εξέλιξη, δεν ευσταθεί η «απλουστευτική» διαπίστωση ότι η σημαντική αύξηση των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ αποτελεί την αιτία της πτώσεως της παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας.

177    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

178    Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν ως προδήλως εσφαλμένη τη διαπίστωση του Συμβουλίου ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν μείωση της παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας, δεδομένου ότι οι δύο μεγαλύτεροι κοινοτικοί παραγωγοί δεν μείωσαν την παραγωγή τους.

179    Σημειωτέον ότι, ενώ αντικείμενο του υπό κρίση σκέλους είναι η αμφισβήτηση του βασίμου της εκ μέρους των θεσμικών οργάνων αξιολογήσεως του αιτιώδους συνδέσμου, στο δε πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως αμφισβητείται το βάσιμο του προσδιορισμού της ζημίας, εντούτοις τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες είναι πανομοιότυπα με αυτά που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά είναι αβάσιμα για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 107 έως 123 ανωτέρω.

180    Επομένως, το υπό κρίση σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις της αυξήσεως του κόστους με την οποία επιβαρύνθηκε η κοινοτική βιομηχανία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

181    Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στον προσωρινό κανονισμό και στον προσβαλλόμενο κανονισμό, σύμφωνα με τις οποίες, αφενός, η τιμή της ενέργειας αυξήθηκε παγκοσμίως, περιλαμβανομένων των οικείων χωρών, ενίοτε δε και σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στην Ευρώπη, και, αφετέρου, ότι, λόγω των χαμηλών τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, η κοινοτική βιομηχανία δεν μπόρεσε να μετακυλίσει την αύξηση του κόστους στους πελάτες της, είναι απόρροια πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

182    Οι προσφεύγουσες φρονούν, πρώτον, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις επιπτώσεις της αυξήσεως του κόστους παραγωγής. Συναφώς, υπενθυμίζουν ότι, κατά τη διαδικασία της έρευνας, προσκόμισαν στοιχεία που αποδεικνύουν, αφενός, ότι το κόστος της εργασίας ανά μονάδα προϊόντος με το οποίο επιβαρύνεται η κοινοτική βιομηχανία είχε αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 45 % ανά τόνο και, αφετέρου, ότι το ενεργειακό κόστος είχε αυξηθεί για όλους του κοινοτικούς παραγωγούς, πλην ενός, κατά περισσότερο από 10 %. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι απέδειξαν ότι η αύξηση του ως άνω κόστους ήταν πολύ μεγαλύτερη στην Ένωση απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των χωρών τις οποίες αφορά η διαδικασία αντιντάμπινγκ. Το Συμβούλιο, όμως, ούτε έλαβε υπόψη του ούτε αμφισβήτησε τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία.

183    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον ρόλο που είχε η ζήτηση στον κλάδο του σιδήρου ως προς τη δυνατότητα της κοινοτικής βιομηχανίας να επιρρίψει την αύξηση του κόστους στους καταναλωτές. Συναφώς, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι, βάσει γραφήματος το οποίο εμφαίνει ότι η παγκόσμια παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα δεν συσχετίζεται με τις συμβατικές τιμές σιδηροπυριτίου στην Ένωση, το Συμβούλιο εκτίμησε, με το τελικό ενημερωτικό έγγραφο, ότι η ζήτηση των παραγωγών χάλυβα δεν επηρέασε τις τιμές, δεδομένου ότι σε κοινοτικό επίπεδο παρατηρήθηκε κατά καιρούς μείωση των τιμών του σιδηροπυριτίου παρά την αύξηση της ζήτησης στη σιδηρουργία.

184    Πάντως, κατά τις προσφεύγουσες, αφενός, το γράφημα στο οποίο στηρίχθηκε το Συμβούλιο αποδεικνύει ότι συνολικά οι τιμές εξελίχθηκαν παράλληλα με τη ζήτηση χάλυβα. Αφετέρου, το Συμβούλιο δεν χρησιμοποίησε το κατάλληλο γράφημα και έπρεπε να αναλύσει την εξέλιξη της κοινοτικής παραγωγής σε σχέση με την εξέλιξη των τιμών του σιδηροπυριτίου στην κοινοτική αγορά. Από την ανάλυση αυτή θα προέκυπτε ότι η εξέλιξη των κοινοτικών τιμών του σιδηροπυριτίου ήταν απολύτως αντίστοιχη προς την εξέλιξη της κοινοτικής παραγωγής χάλυβα, ότι η τιμή του σιδηροπυριτίου καθοριζόταν κυρίως από την κοινοτική παραγωγή χάλυβα και ότι, ως εκ τούτου, η περιορισμένη δυνατότητα μετακυλίσεως της αυξήσεως του κόστους παραγωγής στους καταναλωτές οφείλεται στη ζήτηση εκ μέρους των παραγωγών χάλυβα.

185    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο παρέβη το καθήκον επιμέλειας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, διότι, ενώ αυτές προσκόμισαν κατά τη διαδικασία της έρευνας πολλά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την αύξηση του κόστους παραγωγής, το Συμβούλιο ούτε αμφισβήτησε ούτε απάντησε στα επιχειρήματά τους.

186    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί της αιτιάσεως περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως

187    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων της αυξήσεως του κόστους με την οποία επιβαρύνθηκε η κοινοτική βιομηχανία.

188    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά τον καθορισμό της ζημίας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποχρεούνται να εξετάσουν αν η ζημία την οποία πρόκειται να λάβουν υπόψη οφείλεται πράγματι σε εισαγωγές που έχουν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ και να αποκλείουν κάθε ζημία που προκύπτει από άλλες παραμέτρους, και ιδίως ζημία οφειλόμενη σε ενέργειες των κοινοτικών παραγωγών (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1992, C‑358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑3813, σκέψη 16).

189    Επιπλέον, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 136 ανωτέρω, για να διαπιστωθεί αν άλλες γνωστές παράμετροι, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, συνέτειναν στην επέλευση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, απαιτείται η εξέταση πολύπλοκων οικονομικών θεμάτων, για την οποία τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως.

190    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι τα θεσμικά όργανα παρέθεσαν, στις αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 133 του προσωρινού κανονισμού και στις αιτιολογικές σκέψεις 97 έως 99 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τους λόγους για τους οποίους εκτίμησαν ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής δεν διασπά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας. Η συλλογιστική τους περιλαμβάνει τρία στάδια. Πρώτον, τόνισαν ότι αυξήσεις του κόστους στον κλάδο των κραμάτων παρατηρήθηκαν εν γένει σε παγκόσμια κλίμακα και, συνεπώς, οι επιπτώσεις για τον συγκεκριμένο κλάδο ήταν οι ίδιες σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεύτερον, επισήμαναν ότι το κόστος όντως αυξήθηκε κατά το διάστημα που ελήφθη υπόψη για την εκτίμηση της ζημίας. Τρίτον, διαπίστωσαν ότι, ενώ οι αυξήσεις αυτές αντισταθμίστηκαν εν μέρει από αυξήσεις στις τιμές πωλήσεως, εντούτοις, λόγω των χαμηλών τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, η κοινοτική βιομηχανία δεν είχε τη δυνατότητα να μετακυλίσει εξ ολοκλήρου τις εν λόγω αυξήσεις.

191    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη συλλογιστική αυτή και υπενθυμίζουν ότι κατά τη διοικητική διαδικασία προσκόμισαν στοιχεία που αποδεικνύουν, αφενός, την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας. Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι απέδειξαν ότι η αύξηση των τιμών της ενέργειας ήταν πολύ μεγαλύτερη στην Ένωση απ’ ό,τι διεθνώς. Επικαλούνται, συναφώς, γενικές εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με την «τρίτη δέσμη για την εσωτερική αγορά ενέργειας», καθώς και η Alliance of Energy-Intensive Industries. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι απέδειξαν τον καθοριστικό ρόλο που είχε η ζήτηση χάλυβα όσον αφορά την αδυναμία της κοινοτικής βιομηχανίας να ενσωματώσει την αύξηση του κόστους στις τιμές. Προσκόμισαν, συναφώς, γράφημα που αναπαριστά την εξέλιξη της παραγωγής χάλυβα στην Κοινότητα σε σχέση με την τιμή του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα. Κατά τις προσφεύγουσες, το γράφημα αυτό αποδεικνύει ότι η εξέλιξη της τιμής του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα αντιστοιχεί απολύτως στην εξέλιξη της παραγωγής χάλυβα στην Κοινότητα και, ως εκ τούτου, η τιμή του σιδηροπυριτίου καθοριζόταν κυρίως από την κοινοτική παραγωγή χάλυβα. Αντιπαραθέτουν το γράφημα αυτό προς εκείνο που συμπεριέλαβαν τα θεσμικά όργανα στο τελικό ενημερωτικό έγγραφο, από το οποίο δεν προκύπτει σχέση μεταξύ της παγκόσμιας ζήτησης χάλυβα και των συμβατικών τιμών του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα.

192    Διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες δεν έχει αποφασιστική σημασία. Καταρχάς, όσον αφορά την απόδειξη του ότι οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν στην Ένωση πολύ περισσότερο απ’ ό,τι διεθνώς, τονίζεται ότι οι προσφεύγουσες παραπέμπουν απλώς σε γενικές επισημάνσεις, χωρίς να παραθέτουν κανένα αριθμητικό στοιχείο. Ειδικότερα, δεν συνέκριναν συγκεκριμένα, βάσει αριθμητικών στοιχείων, τις κοινοτικές τιμές προς τις τιμές της ενέργειας παγκοσμίως ούτε απέδειξαν ότι η αύξηση των τιμών της ενέργειας στην Κοινότητα ήταν τέτοια ώστε να αποτελεί την αιτία της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

193    Περαιτέρω, όσον αφορά το γράφημα που αναπαριστά την εξέλιξη της παραγωγής χάλυβα στην Κοινότητα σε σχέση με την τιμή του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, βάσει του γραφήματος αυτού, γενικώς το επιχείρημα ότι η εξέλιξη των τιμών του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα αντιστοιχεί απολύτως προς την εξέλιξη της παραγωγής χάλυβα. Δεν προέβησαν, όμως, σε ανάλυση του γραφήματος αυτού, προκειμένου να αποδείξουν ότι η ζήτηση χάλυβα (δηλαδή η παραγωγή χάλυβα) είχε εξελιχθεί κατά τρόπον ώστε οι κοινοτικοί παραγωγοί να μην έχουν, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, τη δυνατότητα να ενσωματώσουν το κόστος παραγωγής στις τιμές. Επιπλέον, το γράφημα εμφαίνει αύξηση της παραγωγής χάλυβα κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα, το οποίο εκτείνεται από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006, και μείωση μόνον κατά το τελευταίο τρίμηνο. Το γράφημα εμφαίνει επίσης ότι οι τιμές του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα αυξάνονταν καθ’ όλο το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα. Οι προσφεύγουσες, όμως, δεν διευκρινίζουν γιατί η αύξηση της παραγωγής χάλυβα κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα δεν ήταν ικανή να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών ώστε οι κοινοτικοί παραγωγοί σιδηροπυριτίου να μετακυλίσουν την αύξηση του κόστους παραγωγής στους καταναλωτές.

194    Επομένως, τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία οφείλεται στην αύξηση του κόστους.

195    Κατόπιν των προεκτεθέντων, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της συλλογιστικής των θεσμικών οργάνων, όπως αυτή αποτυπώνεται στον προσωρινό κανονισμό και στον προσβαλλόμενο κανονισμό, και της ανεπάρκειας των προσκομισθέντων από τις προσφεύγουσες αποδεικτικών στοιχείων, είναι απορριπτέες όλες οι αιτιάσεις τους σχετικά με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

196    Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

–       Επί της αιτιάσεως περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

197    Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι το Συμβούλιο παρέβη το καθήκον επιμέλειας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, διότι, ενώ αυτές προσκόμισαν κατά τη διαδικασία της έρευνας πολλά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την αύξηση του κόστους παραγωγής, το Συμβούλιο ούτε αμφισβήτησε ούτε αντέκρουσε τα στοιχεία αυτά.

198    Συναφώς, τονίζεται, πρώτον, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το Συμβούλιο αντέκρουσε τα στοιχεία που αυτές προέβαλαν. Συγκεκριμένα, αφενός, τα θεσμικά όργανα απάντησαν στα σχετικά με το κόστος παραγωγής επιχειρήματα των προσφευγουσών με τις αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 133 του προσωρινού κανονισμού, με το τελικό ενημερωτικό έγγραφο, με το τελικό ενημερωτικό έγγραφο που αφορούσε ειδικά την CHEMK και με τις αιτιολογικές σκέψεις 97 έως 99 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Αφετέρου, τα θεσμικά όργανα απάντησαν στα σχετικά με τη ζήτηση χάλυβα επιχειρήματα των προσφευγουσών με το τελικό ενημερωτικό έγγραφο και με το τελικό ενημερωτικό έγγραφο που αφορούσε ειδικά την CHEMK. Συνεπώς, δεν ευσταθεί η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχή της χρηστής διοικήσεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως από τα θεσμικά όργανα.

199    Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 162, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ενώ, στην ουσία, αμφισβητούν το βάσιμο των διαπιστώσεων των θεσμικών οργάνων. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες θεωρούν τις διευκρινίσεις των θεσμικών οργάνων μη ικανοποιητικές, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι τα θεσμικά όργανα παρέβησαν το καθήκον επιμέλειας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχουν.

200    Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

201    Βάσει των προεκτεθέντων, το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του πέμπτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την ανάλυση της ζημίας που υπέστη η Huta Laziska

 Επιχειρήματα των διαδίκων

202    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, όπως αυτή καθορίζεται, μεταξύ άλλων, με την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 2003, C‑76/00 P, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2003, σ. I‑79, σκέψη 87), διότι η θέση που διατυπώνει με την αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού, σχετικά με την επιρροή που είχαν, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, τα σχετικά με τη Huta Laziska στοιχεία, δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Κατά τις προσφεύγουσες, το Συμβούλιο απλώς «επαναλαμβάνει» την άποψή του, χωρίς να προσκομίζει κανένα πληροφοριακό στοιχείο και χωρίς να παραθέτει κανένα λόγο προς στήριξη της διαπιστώσεώς του, παρά, αφενός, τα σχετικά αιτήματα που είχαν διατυπώσει οι προσφεύγουσες ιδίως με τις παρατηρήσεις τους επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου και, αφετέρου, τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτές προσκόμισαν κατά τη διαδικασία της έρευνας. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι η Huta Laziska, ο μεγαλύτερος κοινοτικός παραγωγός σιδηροπυριτίου, έπαυσε να παράγει σιδηροπυρίτιο κατά τα έτη 2005-2006 κατόπιν αντιδικίας με τον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι, ως εκ τούτου, η ζημία που υπέστη η εταιρία αυτή δεν οφείλεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας της έρευνας. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η παραγωγή της Huta Laziska μειώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε αποτελεί την κύρια αιτία μειώσεως της παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας συνολικά.

203    Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες αντικρούουν την επισήμανση του Συμβουλίου ότι δεν ζήτησαν από το εν λόγω θεσμικό όργανο να διευκρινίσει πώς προέβη σε εκτίμηση της ζημίας χωρίς να λάβει υπόψη του τα σχετικά με τη Huta Laziska στοιχεία, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι υπέβαλαν συγκεκριμένο αίτημα στις 7 Ιανουαρίου 2008.

204    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

205    Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, διότι στην αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού, περί της επιρροής που είχαν, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, τα σχετικά με τη Huta Laziska στοιχεία, απλώς «επαναλαμβάνει» την άποψή του, χωρίς να προσκομίζει κανένα πληροφοριακό στοιχείο και χωρίς να παραθέτει κανένα ουσιαστικό λόγο προς στήριξη της διαπιστώσεώς του, παρά τα σχετικά αιτήματα των προσφευγουσών.

206    Όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 162 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ενώ, στην ουσία, αμφισβητούν το βάσιμο των διαπιστώσεων των θεσμικών οργάνων. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες θεωρούν τις διευκρινίσεις των θεσμικών οργάνων μη ικανοποιητικές, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι τα θεσμικά όργανα παρέβησαν το καθήκον επιμέλειας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχουν.

207    Επιπλέον, από τα σημεία 99 και 100 του τελικού ενημερωτικού εγγράφου και τις αιτιολογικές σκέψεις 100 και 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα έκριναν, αφενός, ότι η αιτία της ζημίας πρέπει να εξεταστεί σε επίπεδο κοινοτικής βιομηχανίας συνολικά και ότι ελήφθησαν υπόψη τα σχετικά με τη Huta Laziska πληροφοριακά στοιχεία, και, αφετέρου, ότι, ακόμη και χωρίς να ληφθούν υπόψη τα σχετικά με τον συγκεκριμένο παραγωγό στοιχεία στο πλαίσιο της αναλύσεως, οι τάσεις που παρατηρήθηκαν για τις λοιπές επιχειρήσεις του συγκεκριμένου κλάδου της κοινοτικής βιομηχανίας θα παρέμεναν προδήλως αρνητικές. Οι διευκρινίσεις αυτές, μολονότι μπορούν βέβαια να χαρακτηριστούν ως σύντομες, εντούτοις εμφαίνουν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική των θεσμικών οργάνων, κατά τις επιταγές της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 44 ανωτέρω. Εν πάση περιπτώσει, η υπό κρίση περίπτωση δεν είναι συγκρίσιμη προς εκείνη που αποτελούσε αντικείμενο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 202 ανωτέρω, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες στα δικόγραφά τους. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Συμβούλιο απλώς παρέπεμπε σε κοινοτικές διατάξεις, χωρίς να παραθέτει κανένα διευκρινιστικό στοιχείο για τους ενδιαφερομένους και τον δικαστή.

208    Τέλος, η παράλειψη των θεσμικών οργάνων να απαντήσουν στο αίτημα για κοινοποίηση της αξιολογήσεως της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, εξαιρουμένης της Huta Laziska, δεν συνιστά αυτή καθαυτήν παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

209    Επομένως, το πέμπτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του έκτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τις διαπιστώσεις του Συμβουλίου σχετικά με τις επιπτώσεις των εισαγωγών από τρίτες χώρες

 Επιχειρήματα των διαδίκων

210    Κατά τις προσφεύγουσες, το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθώς διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 95 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες δεν συνέτειναν στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Συναφώς, παραπέμπουν στις παρατηρήσεις τους επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου, με τις οποίες προβάλλουν, επικαλούμενες τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν με τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, ότι η διαπίστωση του Συμβουλίου είναι εσφαλμένη, διότι οι εισαγωγές από την Ισλανδία και τη Βενεζουέλα αυξήθηκαν σημαντικά από το 2005 έως το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, με συνέπεια να περιοριστεί το μερίδιο αγοράς των κοινοτικών παραγωγών σιδηροπυριτίου.

211    Με το υπόμνημα απαντήσεως οι προσφεύγουσες προβάλλουν, ακόμη, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ του επιχειρήματος περί συμβολής των εισαγωγών από τρίτες χώρες στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία και του επιχειρήματος ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ κάλυψαν τα μερίδια αγοράς που «είχαν ελευθερωθεί» από τις εισαγωγές από τη Νορβηγία, τη Βενεζουέλα και την Ισλανδία. Συγκεκριμένα, από το 2004 έως το 2005, οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ αντικατέστησαν τις εισαγόμενες από τη Βενεζουέλα και την Ισλανδία ποσότητες σιδηροπυριτίου. Επίσης, από το 2005 έως το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, δηλαδή σε διαφορετικό χρονικό διάστημα, οι εισαγωγές από τη Βενεζουέλα και την Ισλανδία αυξήθηκαν, πράγμα που είχε επιπτώσεις για την κοινοτική βιομηχανία.

212    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

213    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθώς διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 95 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες δεν συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

214    Επισημαίνεται εκ νέου ότι, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 162 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ενώ, στην ουσία, αμφισβητούν το βάσιμο των διαπιστώσεων των θεσμικών οργάνων. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες θεωρούν τις διευκρινίσεις των θεσμικών οργάνων μη ικανοποιητικές, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι τα θεσμικά όργανα παρέβησαν το καθήκον επιμέλειας και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχουν.

215    Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι τα θεσμικά όργανα εξέτασαν ενδελεχώς, με τις αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 121 του προσωρινού κανονισμού, τις επιπτώσεις των εισαγωγών από τρίτες χώρες στην κοινοτική βιομηχανία. Με την αιτιολογική σκέψη 95 του προσβαλλόμενου κανονισμού επιβεβαίωσαν την ανάλυση που παρατίθεται στον προσωρινό κανονισμό. Ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα αναφέρθηκαν εκτεταμένα στην εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών από τη Βενεζουέλα και την Ισλανδία στις αιτιολογικές σκέψεις 118 και 120 του προσωρινού κανονισμού. Με τις αιτιολογικές σκέψεις αυτές, τα θεσμικά όργανα διευκρίνισαν, μεταξύ άλλων, ότι, καίτοι δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να είχαν οι εισαγωγές από την Ισλανδία επιπτώσεις στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας, εντούτοις οι επιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν σημαντικές σε σύγκριση με τον όγκο και τις τιμές των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, με τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, τα θεσμικά όργανα εξέθεσαν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική τους, οπότε δεν είναι δυνατόν να τους προσαφθεί βασίμως παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

216    Επομένως, το έκτος σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

5.     Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών σε σχέση με την κοινοποίηση πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με την κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

217    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας, διότι δεν ικανοποίησε τα αιτήματά τους με αντικείμενο την προσθήκη στον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας συμπληρωματικών εμπιστευτικών στοιχείων, σχετικών με τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να περιέχει μια καταγγελία ώστε να κινηθεί η διαδικασία αντιντάμπινγκ.

218    Συναφώς, πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, με τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τη ζημία τις οποίες υπέβαλαν στις 15 Ιανουαρίου 2007 και με τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, ζήτησαν να τους γνωστοποιηθεί μη εμπιστευτική σύνοψη των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην καταγγελία και αφορούν ειδικά τον υπολογισμό της προφανούς κατανάλωσης, τη βάση υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και το κόστος παραγωγής των εταιριών που υπέβαλαν την καταγγελία. Διευκρινίζουν ότι η κοινοποίηση της εν λόγω μη εμπιστευτικής σύνοψης των στοιχείων ήταν απαραίτητη, προκειμένου, αφενός, να διαπιστωθεί αν η καταγγελία όντως περιείχε στοιχεία ικανά να στηρίξουν τα υποστηριζόμενα από τους καταγγέλλοντες και, αφετέρου, να έχουν οι εξαγωγείς τους οποίους αφορούσε η καταγγελία τη δυνατότητα να εξετάσουν τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή έκρινε απαραίτητο να κινήσει τη διαδικασία αντιντάμπινγκ. Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, λόγω μη κοινοποιήσεως της ως άνω εμπιστευτικής σύνοψης, δεν είχαν τη δυνατότητα να αντικρούσουν τις αιτιάσεις που διατύπωσε η Euroalliages με την καταγγελία.

219    Ειδικότερα, όσον αφορά τα σχετικά με τον υπολογισμό της προφανούς κατανάλωσης στοιχεία, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν, αφενός, ότι η καταγγελία περιείχε δύο αποκλίνοντα σύνολα στοιχείων σχετικά με την κατανάλωση (εισαγωγές, εξαγωγές, πωλήσεις, αποθέματα και παραγωγή), απόκλιση η οποία είναι απόρροια διαφόρων προσαρμογών. Λόγω της αποκλίσεως αυτής, οι προσφεύγουσες ζήτησαν διευκρινίσεις, καθώς και ενιαίο υπολογισμό για τα δύο σύνολα. Τα θεσμικά όργανα δεν ικανοποίησαν κανένα από τα αιτήματά τους. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες, απαντώντας στο επιχείρημα του Συμβουλίου ότι τους γνωστοποιήθηκε ο μαθηματικός τύπος που χρησιμοποιήθηκε για τη μετατροπή των διαφόρων ειδών σιδηροπυριτίου σε σιδηροπυρίτιο καθαρότητας 75 %, προβάλλουν, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι δεν ζήτησαν τον μαθηματικό τύπο, αλλά την αιτιολόγηση της χρήσεως ενός τέτοιου τύπου χωρίς τούτο να είναι εν προκειμένω απαραίτητο.

220    Όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με τη βάση υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι στο παράρτημα C bis του μη εμπιστευτικού κειμένου της καταγγελίας ανακεφαλαιώνονται όλα τα στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν στις προσφεύγουσες σχετικά με το ντάμπινγκ. Οι σελίδες, όμως, αυτές είναι κενές, οπότε οι προσφεύγουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν αν η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία για το ντάμπινγκ και, εν πάση περιπτώσει, αν τα στοιχεία αυτά ήταν επαρκή.

221    Όσον αφορά τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με το κόστος παραγωγής των εταιριών που υπέβαλαν την καταγγελία, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, συνέκριναν την εξέλιξη του κόστους, όπως αυτό καταγράφεται στην καταγγελία, για το σύνολο της κοινοτικής βιομηχανίας προς τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις απαντήσεις στο σχετικό με το αντιντάμπινγκ ερωτηματολόγιο για κάθε κοινοτικό παραγωγό. Από τη σύγκριση προέκυψαν σημαντικές αποκλίσεις και για τον λόγο αυτό οι προσφεύγουσες ζήτησαν από την Επιτροπή να δημοσιοποιήσει τα μη εμπιστευτικά στοιχεία για καθέναν από τους κοινοτικούς παραγωγούς, όπως αυτά περιλαμβάνονταν στην καταγγελία. Η Επιτροπή αρνήθηκε αναιτιολόγητα να προβεί στη δημοσιοποίηση αυτή.

222    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι ο φάκελος της διαδικασίας δεν περιέχει κανένα «χρήσιμο μη εμπιστευτικό κείμενο» με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι εταιρίες οι οποίες στήριξαν την καταγγελία της Euroalliages. Προβάλλουν, ακόμη, ότι εν τέλει προσκομίστηκαν μεν ορισμένα στοιχεία, πλην όμως τα στοιχεία αυτά δεν είναι αξιόπιστα λόγω των αποκλίσεων που διαπιστώνονται μεταξύ των στοιχείων που προκύπτουν από τα διάφορα προσκομισθέντα από τις εταιρίες αυτές έγγραφα.

223    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

224    Κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 52 ανωτέρω, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιούν κατά τρόπο πρόσφορο την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές των αναφερομένων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και την απορρέουσα από αυτή ζημία (απόφαση Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 17).

225    Όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009), οι αρχές, όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού λόγου, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικό κάθε πληροφοριακό στοιχείο το οποίο είναι ή έχει χαρακτηριστεί ως τέτοιο από μετέχοντα στην έρευνα. Επιπλέον, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009), οι ενδιαφερόμενοι που προσκομίζουν εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία υποχρεούνται να υποβάλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα σύνοψη των ίδιων στοιχείων, εκτός εάν τούτο δεν είναι εφικτό λόγω εξαιρετικών περιστάσεων. Επίσης, κατά την ίδια διάταξη, η σύνοψη αυτή πρέπει να είναι αρκούντως περιεκτική, ώστε να επιτρέπει τη σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας του πληροφοριακού στοιχείου που έχει χαρακτηριστεί ως εμπιστευτικού χαρακτήρα.

226    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων πρέπει να εξεταστεί αν το Συμβούλιο όντως προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών, μη δεχόμενο τα αιτήματά τους περί προσθήκης των συμπληρωματικών μη εμπιστευτικών στοιχείων στον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας.

227    Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, με τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τη ζημία, τις οποίες υπέβαλαν στην Επιτροπή στις 15 Ιανουαρίου 2007, ζήτησαν να προστεθεί στον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας μη εμπιστευτική σύνοψη των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην καταγγελία και αφορούσαν ειδικά τον υπολογισμό της προφανούς κατανάλωσης, τη βάση υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και το κόστος παραγωγής των εταιριών που υπέβαλαν την καταγγελία. Λόγω της μη προσθήκης των στοιχείων αυτών στον μη εμπιστευτικό φάκελο, οι προσφεύγουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να απαντήσουν στις διατυπωθείσες με την καταγγελία αιτιάσεις.

228    Καταρχάς, όσον αφορά τον υπολογισμό της κατανάλωσης, τονίζεται ότι με τις σχετικές με τη ζημία παρατηρήσεις τους οι προσφεύγουσες ζήτησαν τη γνωστοποίηση τριών ειδών στοιχείων: πρώτον, αιτιολόγηση του μαθηματικού τύπου που χρησιμοποιήθηκε για τη μετατροπή του συνόλου των σχετικών με τις εισαγωγές στοιχείων σε σιδηροπυρίτιο καθαρότητας 75 %, δεύτερον, διευκρίνιση του τρόπου με τον οποίον υπολογίστηκε η μετατροπή ενόψει του προσδιορισμού των αποστολών εσωτερικού και, τρίτον, την εκτιμώμενη παραγωγή δύο κοινοτικών παραγωγών, των SKW Trostberg AG και TDR Metalurgija d.d., στην οποία παραπέμπει ο σχετικός με την προφανή κατανάλωση πίνακας που περιλαμβάνεται στο μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίον υπολογίστηκε η μετατροπή ως προς τις εκτιμήσεις αυτές.

229    Επισημαίνεται, πάντως, ότι ο τύπος που χρησιμοποιήθηκε για τη μετατροπή των διαφόρων τύπων σιδηροπυριτίου σε σιδηροπυρίτιο καθαρότητας 75 % περιλαμβάνεται στο μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας. Επιπλέον, η Επιτροπή αιτιολόγησε, έναντι των προσφευγουσών, τη χρήση του συγκεκριμένου τύπου με το συμπληρωματικό προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο, το οποίο κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες στις 10 Σεπτεμβρίου 2007 και από το οποίο προκύπτει ότι ο τύπος της μετατροπής ήταν απαραίτητος για την πρόσφορη σύγκριση των στοιχείων.

230    Επισημαίνεται, επίσης, σχετικά με τις αποστολές εσωτερικού, ότι από το μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας προκύπτει ότι τα σχετικά με τις εν λόγω αποστολές αριθμητικά στοιχεία αφορούν πραγματικές αποστολές, βάσει στοιχείων που προσκομίστηκαν από διάφορους καταγγέλλοντες σχετικών με το σιδηροπυρίτιο καθαρότητας 75 %, καθώς και βάσει εκτιμήσεων σχετικών με τις SKW και TDR. Από το μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας προκύπτει επίσης ότι τα σχετικά με τις πραγματικές αποστολές στοιχεία χαρακτηρίστηκαν ως εμπιστευτικά. Δεδομένου ότι στο μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας περιλαμβάνονται τα συνολικά στοιχεία σχετικά με τις αποστολές εσωτερικού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα θεσμικά όργανα ενήργησαν σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού.

231    Σημειωτέον, τέλος, όσον αφορά την εκτιμώμενη παραγωγή της SKW και της TDR, ότι με το συμπληρωματικό προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η εκτίμηση αυτή στηρίχθηκε στα όσα γνώριζαν οι καταγγέλλοντες για την αγορά και, ως εκ τούτου, χαρακτηρίστηκε ως εμπιστευτική. Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 230 ανωτέρω, εφόσον το μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας περιέχει τα συνολικά αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις αποστολές εσωτερικού, τα θεσμικά όργανα έχουν ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού.

232    Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι κακώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες ότι δεν τους γνωστοποιήθηκαν υπό μη εμπιστευτική μορφή τα σχετικά με τον υπολογισμό της κατανάλωσης πληροφοριακά στοιχεία, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά είτε προστέθηκαν στον μη εμπιστευτικό φάκελο είτε περιλήφθηκαν στο συμπληρωματικό προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο. Επομένως, όσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή της καταγγελίας, δεν είναι βάσιμη η αιτίαση των προσφευγουσών περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

233    Περαιτέρω, όσον αφορά τη βάση υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, διαπιστώνεται ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας περιέχει συνοπτική, αλλά σαφή εξήγηση του τρόπου υπολογισμού της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Επιπλέον, το συμπληρωματικό προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο περιέχει λεπτομερείς διευκρινίσεις όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού της κανονικής αξίας. Ειδικότερα, στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή στηρίχθηκε στις τιμές που χρησιμοποιήθηκαν ως βάση υπολογισμού της κανονικής αξίας και περιλαμβάνονται στα παραρτήματα C.1, C.2, C.3 και C.4 του μη εμπιστευτικού κειμένου της καταγγελίας. Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες είχαν στη διάθεσή τους επαρκή στοιχεία σχετικά με τη βάση υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και, συνεπώς, ήταν σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας, το γεγονός δε ότι οι σχετικές με το παράρτημα C bis σελίδες στο μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας ήταν κενές δεν ασκεί επιρροή.

234    Τέλος, όσον αφορά το κόστος παραγωγής των εταιριών που υπέβαλαν την καταγγελία, επισημαίνεται ότι το συνολικό κόστος παραγωγής των εν λόγω εταιριών περιλαμβάνεται στο παράρτημα 5 του μη εμπιστευτικού κειμένου της καταγγελίας. Δεδομένου ότι τα στοιχεία σχετικά με το πραγματικό κόστος παραγωγής εκάστης καταγγέλλουσας εταιρίας έχουν αναμφισβήτητα εμπιστευτικό χαρακτήρα και ότι στο μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας περιλαμβάνεται το συνολικό κόστος παραγωγής των εταιριών που υπέβαλαν την καταγγελία, τα θεσμικά όργανα ενήργησαν σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, τα θεσμικά όργανα παρέσχον στις προσφεύγουσες πρόσφορα για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους στοιχεία, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Επομένως, όσον αφορά το κόστος παραγωγής των εταιριών που υπέβαλαν την καταγγελία, δεν είναι βάσιμη η αιτίαση των προσφευγουσών περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

235    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο Συμβούλιο ότι δεν κατέθεσε στον φάκελο της διαδικασίας «χρήσιμο μη εμπιστευτικό κείμενο» με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι εταιρίες οι οποίες στήριξαν την καταγγελία της Euroalliages. Προβάλλουν, ακόμη, ότι εν τέλει προσκομίστηκαν μεν ορισμένα στοιχεία, πλην όμως τα στοιχεία αυτά δεν είναι αξιόπιστα λόγω των αποκλίσεων που διαπιστώνονται μεταξύ των στοιχείων που προκύπτουν από τα προσκομισθέντα από τις εταιρίες αυτές έγγραφα.

236    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι αιτιάσεις αυτές είναι αόριστες και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, βάσει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όπως οι διατάξεις αυτές έχουν ερμηνευθεί με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 60 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες δεν διευκρινίζουν ποια εμπιστευτικά κείμενα δεν ήταν αρκούντως χρήσιμα. Ειδικότερα, δεν διευκρινίζουν αν πρόκειται για μη εμπιστευτική μορφή των εγγράφων που προσκομίστηκαν προς στήριξη της καταγγελίας ή εγγράφων που προσκομίστηκαν αργότερα. Εξάλλου, δεν διευκρινίζουν ποια στοιχεία είναι κατά την άποψή τους αντιφατικά. Επομένως, η συγκεκριμένη αιτίαση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

237    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος.

238    Βάσει των προεκτεθέντων η προσφυγή κρίνεται εξ ολοκλήρου απορριπτέα.

239    Απορριπτέο επίσης είναι το αίτημα των προσφευγουσών για λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και διεξαγωγή αποδείξεων. Συγκεκριμένα, αφενός, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την προσκόμιση πληροφοριακών στοιχείων προς στήριξη της αιτιολογικής σκέψεως 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού, περί της επιρροής που είχαν, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, τα σχετικά με τη Huta Laziska στοιχεία. Εφόσον διαπιστώθηκε, με τις σκέψεις 205 έως 209 ανωτέρω, ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη είναι δεόντως αιτιολογημένη, δεν πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα των προσφευγουσών. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την προσκόμιση πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τον υπολογισμό της προφανούς κατανάλωσης, τη βάση υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και το κόστος παραγωγής των εταιριών που υπέβαλαν την καταγγελία, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η κίνηση της διαδικασίας της έρευνας στηρίχθηκε σε στοιχεία που αποδεικνύουν επαρκώς την ύπαρξη ντάμπινγκ και ζημίας. Διαπιστώθηκε, όμως, με τις σκέψεις 224 έως 234 ανωτέρω, ότι στις προσφεύγουσες παρασχέθηκαν πρόσφορα για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους στοιχεία σχετικά με καθένα από τα ζητήματα αυτά. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το ως άνω αίτημα των προσφευγουσών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

240    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Συμβουλίου.

241    Εξάλλου, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Chelyabinsk electrometallurgical integrated plant OAO (CHEMK) και Kuzneckie ferrosplavy OAO (KF) φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη χρήση υποθετικού περιθωρίου κέρδους κατά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την εκ μέρους της Silmak ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές

Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, του άρθρου 8, παράγραφος 4, και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον προσδιορισμό της ζημίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4.  Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την ανάλυση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας

Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις που είχε για την κοινοτική βιομηχανία η αποχώρηση των παραγωγών των τρίτων χωρών από την κοινοτική αγορά και ο αναπροσανατολισμός και η μείωση της παραγωγής ορισμένων κοινοτικών παραγωγών

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί της αιτιάσεως σχετικά με τα μερίδια αγοράς που κατείχαν οι παραγωγοί των τρίτων χωρών και της Κοινότητας

–  Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη σημασία και τα αίτια της σκόπιμης μειώσεως της παραγωγής στην κοινοτική βιομηχανία

–  Επί της αιτιάσεως περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών

–  Επί της αιτιάσεως σχετικά με παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις αιτίες της ζημίας που υπέστησαν μεμονωμένα οι επιχειρήσεις που απαρτίζουν την κοινοτική βιομηχανία

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη μείωση της παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις της αυξήσεως του κόστους με την οποία επιβαρύνθηκε η κοινοτική βιομηχανία

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί της αιτιάσεως περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως

–  Επί της αιτιάσεως περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί του πέμπτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την ανάλυση της ζημίας που υπέστη η Huta Laziska

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του έκτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τις διαπιστώσεις του Συμβουλίου σχετικά με τις επιπτώσεις των εισαγωγών από τρίτες χώρες

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5.  Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών σε σχέση με την κοινοποίηση πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με την κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.