Language of document : ECLI:EU:T:2015:79

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 6ης Φεβρουαρίου 2015

Υπόθεση T‑7/14 P

BQ

κατά

Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Έκθεση βαθμολογίας – Ηθική παρενόχληση – Μερική απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως πρωτοδίκως – Παραμόρφωση του περιεχομένου των πραγματικών περιστατικών – Υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης – Αναλογικότητα – Κατανομή των δικαστικών εξόδων»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2013, BQ κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (F‑39/12, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2013:158).

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο BQ φέρει, στην παρούσα διαδικασία, τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα έξοδα του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Περίληψη

Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση – Προϋποθέσεις – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24, εδ. 1)

Βάσει του καθήκοντος αρωγής κατά το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η Διοίκηση οφείλει, όταν πρόκειται για επεισόδιο ασύμβατο με την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επέμβει με όλη την αναγκαία ενεργητικότητα και να απαντήσει με την ταχύτητα και τη φροντίδα που απαιτούνται από τις περιστάσεις για να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και, με γνώση του θέματος, να συναγάγει τις κατάλληλες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί ο υπάλληλος ο οποίος ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργάζεται να προσκομίζει αρχή αποδείξεως του υποστατού των προσβολών τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα, προβαίνοντας ιδίως σε έρευνα, προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγέλλοντα.

Περαιτέρω, όταν υπάλληλος υποβάλλει στη Διοίκηση αίτηση αρωγής, δυνάμει του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η Διοίκηση έχει επίσης την υποχρέωση, βάσει του καθήκοντος προστασίας που της επιβάλλει το άρθρο αυτό, να λάβει τα ενδεδειγμένα αποτρεπτικά μέτρα, όπως είναι η τοποθέτηση σε άλλη θέση ή η μετάταξη του παθόντος, προκειμένου να προστατευθεί αυτός από την επανάληψη της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς καθ’ όλη τη διάρκεια που απαιτείται για τη διοικητική έρευνα.

Συναφώς, η ύπαρξη τεταμένων σχέσεων μεταξύ υπαλλήλων δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να αποδειχθεί η ύπαρξη πταίσματος του οικείου θεσμικού οργάνου. Πράγματι, μόνον η αδράνεια του εν λόγω οργάνου είναι ικανή, σε περίπτωση άκρως αρνητικών καταστάσεων, να αποτελέσει τέτοιο πταίσμα. Ομοίως, οι γνωματεύσεις ιατρών πραγματογνωμόνων, ακόμη και αν στηρίζονται σε στοιχεία πέραν εκείνων που τους περιέγραψε ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας του, δεν δύνανται αφ’ εαυτών να αποτελέσουν απόδειξη για την ύπαρξη, από νομικής απόψεως, παρενοχλήσεως ή πταίσματος του οικείου θεσμικού οργάνου σε σχέση με το καθήκον αρωγής που αυτό υπέχει.

(βλ. σκέψεις 33, 34, 37 και 49)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 1979, V. κατά Επιτροπής, 18/78, Συλλογή, EU:C:1979:154, σκέψη 16, και της 26ης Ιανουαρίου 1989, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, 224/87, Συλλογή, EU:C:1989:38, σκέψεις 15 και 16

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2000, Campogrande κατά Επιτροπής, T‑136/98, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2000:281, σκέψη 55, και της 9ης Μαρτίου 2005, L κατά Επιτροπής, T‑254/02, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2005:88, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία