Language of document : ECLI:EU:F:2007:129

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2007

Υπόθεση F-7/06

B

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η B ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της Επιτροπής, της 26ης Απριλίου 2005, με την οποία η τελευταία αρνήθηκε να του χορηγήσει επίδομα αποδημίας και η οποία ελήφθη παράλληλα με την απόφαση της ίδιας αρχής, της 10ης Οκτωβρίου 2005, περί απορρίψεως της ενστάσεώς του κατά της ως άνω αποφάσεως της 26ης Απριλίου.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 4 §1, στοιχείο β΄)

Κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει προς προσδιορισμό των προϋποθέσεων χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας, ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να ορίζει ότι οι υπάλληλοι που έχουν διπλή ιθαγένεια θα υπάγονται στους κοινούς κανόνες –έστω και αν τα εν λόγω άτομα δεν βρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια προς εκείνη των ατόμων που έχουν μια μόνον ιθαγένεια– με σκοπό να περιορίσει τον κύκλο των δικαιούχων του επιδόματος αποδημίας που καταβάλλεται κατ’εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ). Πράγματι, με τις προβλεπόμενες αυστηρές προϋποθέσεις, όπως είναι η υποχρέωση να μην είχε ο ενδιαφερόμενος μόνιμη διαμονή στη χώρα τοποθετήσεώς του κατά τη διάρκεια περιόδου δέκα ετών προ της αναλήψεως των καθηκόντων του, σκοπείται να εξασφαλίζεται ότι το επίδομα αυτό θα χορηγείται στους υπαλλήλους που έχουν την ιθαγένεια της χώρας τοποθετήσεώς τους μόνο σε περίπτωση, αφενός, ανατροπής του τεκμηρίου κατά το οποίο η ιθαγένεια του ατόμου αποτελεί σοβαρή ένδειξη της υπάρξεως πολλαπλών σχέσεων μεταξύ αυτού και της χώρας της υπηκοότητάς του και, αφετέρου, διαπιστώσεως της διακοπής κάθε διαρκούς σχέσεως μεταξύ του υπαλλήλου και της εν λόγω χώρας.

Ένας τέτοιος περιορισμός του κύκλου των δικαιούχων επιδόματος αποδημίας δεν αποτελεί αυθαίρετη ή απρόσφορη δυσμενή διάκριση σε σχέση με τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Η περίσταση ότι η εφαρμογή των κατηγοριών που προβλέπει το άρθρο 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ μπορεί να δημιουργήσει οριακές καταστάσεις στις οποίες δεν χορηγείται επίδομα αποδημίας σε υπαλλήλους που βρίσκονται σε καταστάσεις συγγενείς προς τις προβλεπόμενες από το ως άνω άρθρο δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω διατάξεις προβλέπουν μια αυθαίρετη διάκριση, εφόσον οι διατάξεις αυτές, στηριζόμενες σε αντικειμενικά στοιχεία, εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο στο σύνολο των υπαλλήλων που βρίσκονται στην κατάσταση η οποία αντιμετωπίζεται από τον ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 39 έως 41, 45 και 46)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 16 Οκτωβρίου 1980, 147/79, Hochstrass κατά Δικαστηρίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 191, σκέψη 12· 15 Ιανουαρίου 1981, 1322/79, Vutera κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 127, σκέψη 9· 2 Οκτωβρίου 2003, C‑148/02, Garcia Avello, Συλλογή 2003, σ. I‑11613, σκέψεις 31 έως 37

ΠΕΚ: 8 Απριλίου 1992, T‑18/91, Costacurta Gelabert κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1655, σκέψη 42· 13 Απριλίου 2000, T‑18/98, Reichert κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑73 και II‑309, σκέψη 25· 27 Σεπτεμβρίου 2000, T‑317/99, Lemaître κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑191 και II‑867, σκέψη 50· 13 Δεκεμβρίου 2004, T‑251/02, E κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑359 και II‑1643, σκέψεις 124 και 126