Language of document : ECLI:EU:T:2006:374

Υπόθεση T-303/02

Westfalen Gassen Nederland BV

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ολλανδική αγορά βιομηχανικών και ιατρικών αερίων — Καθορισμός των τιμών — Απόδειξη της συμμετοχής στην σύμπραξη — Απόδειξη της αποστασιοποίησης — Αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας — Υπολογισμός των προστίμων»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Προσβολή του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμμετοχή επιχειρήσεως σε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό πρωτοβουλία

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απόδειξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Διάρκεια της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

7.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Εκτίμηση αναλόγως της συμπεριφοράς της συγκεκριμένης επιχειρήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 96/C 207/04· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

10.    Διαδικασία — Προθεσμία προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο ε΄, 48 § 1 και 66 § 2)

1.      Για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί μια συμφωνία να έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό, την παρεμπόδιση ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα αποτελέσματά της. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση συμφωνιών που εκδηλώνονται σε συσκέψεις ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στοιχειοθετείται παράβαση της διατάξεως αυτής όταν οι συσκέψεις αυτές έχουν ένα τέτοιο αντικείμενο και αποβλέπουν, έτσι, στο να οργανώσουν τεχνητά τη λειτουργία της αγοράς.

(βλ. σκέψη 75)

2.      Αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συσκέψεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, προς επαρκή απόδειξη της συμμετοχής της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συσκέψεις, στην επιχείρηση αυτή εναπόκειται να προβάλει στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συσκέψεις εστερείτο κάθε πνεύματος στρεφομένου κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές με μια οπτική διαφορετική από τη δική τους.

Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η νομική αυτή αρχή είναι ότι η επιχείρηση, έχοντας συμμετάσχει στην εν λόγω συνάντηση χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τα συζητηθέντα, άφησε τους λοιπούς μετασχόντες στη συνάντηση να εννοήσουν ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό.

Η δημόσια αποστασιοποίηση ως στοιχείο απαλλαγής από την ευθύνη πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά.

Συναφώς, η σιωπή που τηρεί ένας επιχειρηματίας σε συνεδρίαση κατά την οποία πραγματοποιείται παράνομη συνεννόηση επί συγκεκριμένου ζητήματος που αφορά την πολιτική τιμών δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την έκφραση σταθερής και σαφούς αποδοκιμασίας. Αντιθέτως, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι μια επιχείρηση εγκρίνει σιωπηρώς μια παράνομη πρωτοβουλία, χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από το περιεχόμενό της ή να την καταγγείλει στις διοικητικές αρχές, έχει ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνει τη συνέχιση της παραβάσεως και δυσχεραίνει την αποκάλυψή της. Η συνέργια αυτή συνιστά παθητικό τρόπο συμμετοχής στην παράβαση και είναι ικανή συνεπώς να επισύρει την ευθύνη της επιχείρησης.

(βλ. σκέψεις 76-77, 103, 124)

3.      Η απαγόρευση της συμμετοχής σε πρακτικές ή συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι τοις πάσι γνωστές, είναι δε σύνηθες να αναπτύσσονται κρυφίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται αυτές οι πρακτικές και συμφωνίες, να πραγματοποιούνται μυστικές συναντήσεις, τις περισσότερες φορές σε τρίτες χώρες, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ακόμη κι αν η Επιτροπή ανακαλύψει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως τα πρακτικά μιας συνεδριάσεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 106-107)

4.      Η «εναρμονισμένη πρακτική» συνίσταται σε μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φτάσει μέχρι του σημείου πραγματοποιήσεως συμφωνίας κατά κυριολεξία, αντικαθιστά συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους. Τα κριτήρια αυτού του συντονισμού και της συνεργασίας, τα οποία ουδόλως απαιτούν την επεξεργασία ενός πραγματικού «σχεδίου», πρέπει να νοηθούν υπό το φως της αντιλήψεως που εμπεριέχεται στις διατάξεις περί ανταγωνισμού της Συνθήκης και σύμφωνα με την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτοτελή την πολιτική που σκέπτεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Αυτή η απαίτηση της αυτοτέλειας δεν αποκλείει μεν το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται ευφυώς στη διαπιστωθείσα ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, εμποδίζει όμως αυστηρά κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σ’ έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ένας επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να ακολουθήσει ο ίδιος στην αγορά.

(βλ. σκέψη 121)

5.      Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής ενέχει, πέρα από τη διαβούλευση μεταξύ επιχειρήσεων, και συμπεριφορά στην αγορά συνακόλουθη προς αυτή τη διαβούλευση και σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι πρέπει να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου που βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι μετέχουσες στη διαβούλευση επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά.

(βλ. σκέψη 132)

6.      Για να υπολογισθεί η διάρκεια της παράβασης που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, πρέπει αποκλειστικά να εξακριβώνεται η περίοδος υπάρξεως της συμφωνίας αυτής, δηλαδή η περίοδος που διέρρευσε από την ημερομηνία συνάψεώς της μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να ισχύει.

(βλ. σκέψη 138)

7.      Όταν μια επιχείρηση έχει παραβεί, με τη συμπεριφορά της, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κυρώσεως για τον λόγο ότι σε έναν άλλο επιχειρηματία δεν έχει επιβληθεί κανένα πρόστιμο, εφόσον μάλιστα η περίπτωση του τελευταίου δεν έχει υποβληθεί στην κρίση του κοινοτικού δικαστή.

(βλ. σκέψη 141)

8.      Κατά τον καθορισμό του ποσού κάθε προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κοινοτικών περί ανταγωνισμού κανόνων η Επιτροπή έχει εξουσία εκτιμήσεως και δεν υποχρεούται να εφαρμόσει προς τούτο συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο. Η εκτίμησή της πάντως πρέπει να γίνεται με τήρηση του κοινοτικού δικαίου, το οποίο περιλαμβάνει όχι μόνον τις διατάξεις της Συνθήκης αλλά και τις γενικές αρχές του δικαίου.

Συναφώς, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης υπάρχει μόνο οσάκις παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά.

Η εκτίμηση του ζητήματος αν το επιβληθέν πρόστιμο είναι ανάλογο της σοβαρότητας και της διάρκειας της παράβασης, που είναι τα κριτήρια του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, εμπίπτει στον έλεγχο πλήρους δικαιοδοσίας που αναθέτει στο Πρωτοδικείο το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 151-153)

9.      Η Επιτροπή δεν υποχρεούται κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων βάσει της σοβαρότητας και της διάρκειας της επίμαχης παραβάσεως να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλει πρόστιμα σε πολλές επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά τον ολικό ή τον σχετικό κύκλο εργασιών τους.

Συναφώς, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ομοίως δεν απαιτεί, σε περίπτωση που επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση, το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται σε μικρού ή μεσαίου μεγέθους επιχείρηση να μην είναι υψηλότερο, σε ποσοστό επί του κύκλου εργασιών, από τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τόσο για τις μικρού ή μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις όσο και για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης. Στο μέτρο που η Επιτροπή επιβάλλει στις επιχειρήσεις οι οποίες ενέχονται στην ίδια παράβαση δικαιολογημένα πρόστιμα για καθεμία από αυτές, σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι, για ορισμένες από αυτές, το ποσό του πρόστιμου είναι υψηλότερο, σε σχέση με τον κύκλο εργασιών, από το πρόστιμο που επιβάλλεται σε άλλες επιχειρήσεις.

Οι εκτιμήσεις της Επιτροπής όσον αφορά τη διάρκεια της παράβασης, τις επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιπτώσεις και τον βαθμό συνεργασίας μιας επιχείρησης που εμπλέκεται σε καρτέλ συνδέονται με την ατομική συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχείρησης και όχι με το οικείο μερίδιο αγοράς ή τον κύκλο εργασιών.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το τελικό ποσό του προστίμου δεν συνιστά, a priori, κατάλληλο στοιχείο για να εξεταστεί αν το πρόστιμο είναι ενδεχομένως δυσανάλογο σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στη σύμπραξη.

Αντιθέτως, το αρχικό ποσό του προστίμου μπορεί να συνιστά κατάλληλο στοιχείο για να εκτιμηθεί η ενδεχομένη έλλειψη αναλογικότητας του προστίμου σε σχέση με το μέγεθος των συμμετεχόντων στη σύμπραξη.

(βλ. σκέψεις 173-174, 176-178)

10.    Βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και του άρθρου 48, παράγραφος 1, αυτού, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει ενδεχομένως τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα και οι διάδικοι μπορούν και στη συνέχεια να προτείνουν αποδεικτικά μέσα προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως υπό τον όρον ότι αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, ο κανόνας περί προθεσμιών του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν αφορά την ανταπόδειξη και την περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν της ανταποδείξεως που προσκομίζει ο αντίδικος με το υπόμνημα αντικρούσεως. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά τα νέα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να συνδυαστεί με το άρθρο 66, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού που ορίζει ρητά ότι η ανταπόδειξη και η περαιτέρω απόδειξη είναι δυνατή.

(βλ. σκέψη 189)