Language of document : ECLI:EU:T:2009:191

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 11ης Ιουνίου 2009 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Σύστημα ενισχύσεων τις οποίες χορήγησαν οι ιταλικές αρχές σε ορισμένες επιχειρήσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών, υπό τη μορφή φορολογικών απαλλαγών και δανείων με προνομιακό επιτόκιο – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Η απόφαση αφορά την προσφεύγουσα ατομικά – Παραδεκτό – Υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις – Άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ»

Στην υπόθεση T‑301/02,

AEM SpA, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Giardina, C. Croff, A. Santa Maria και G. Pizzonia, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

την ASM Brescia SpA, με έδρα την Brescia (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Caia, V. Salvadori, N. Pisani και F. Capelli, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον V. Di Bucci,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως των άρθρων 2 και 3 της αποφάσεως 2003/193/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2002, [αφορώσας] κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά [έντοκα] δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου (ΕΕ 2003, L 77, σ. 21),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, D. Šváby, Σ. Παπασάββα, N. Wahl (εισηγητή) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Απριλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, AEM SpA, αποτελεί εισηγμένη στο χρηματιστήριο κεφαλαιουχική εταιρία, το 51 % του κεφαλαίου της οποίας κατέχει ο Δήμος Μιλάνου (Ιταλία). Συστάθηκε το 1996, κατόπιν μετατροπής της ομώνυμης δημοτικής επιχειρήσεως. Η προσφεύγουσα διασφαλίζει κυρίως τη διανομή ηλεκτρισμού και τη διανομή και πώληση φυσικού αερίου και θερμικής ενέργειας, κυρίως στην περιφέρεια του δήμου Μιλάνου.

 Επί του εθνικού νομικού πλαισίου

2        Ο legge n° 142 ordinamento delle autonomie locali (νόμος αριθ. 142 για την οργάνωση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, της 8ης Ιουνίου 1990, GURI αριθ. 135, της 12ης Ιουνίου 1990, στο εξής: νόμος 142/90) εισήγαγε στην Ιταλία μεταρρύθμιση των οργανωτικών μέσων που παρέχει ο νόμος στους δήμους για τη διαχείριση των δημοσίων υπηρεσιών, ιδίως στους τομείς της διανομής ύδατος, αερίου, ηλεκτρισμού και των μεταφορών. Το άρθρο 22 του εν λόγω νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί, προέβλεψε τη δυνατότητα των δήμων να συνιστούν εταιρίες υπό διάφορες νομικές μορφές, προκειμένου να παρέχουν δημόσιες υπηρεσίες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η σύσταση εμπορικών εταιριών ή εταιριών περιορισμένης ευθύνης στις οποίες το Δημόσιο κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου (στο εξής: εταιρίες του νόμου 142/90). Η προσφεύγουσα είναι εταιρία του νόμου 142/90.

3        Στο πλαίσιο αυτό, δυνάμει του άρθρου 9 bis του legge n° 488 di conversione in legge, con modificazioni, del decreto-legge 1° luglio 1986, n° 318, recante provvedimenti urgenti per la finanza locale (νόμου αριθ. 488, περί της μετατροπής σε νόμο, με τροποποιήσεις, του νομοθετικού διατάγματος 318, της 1ης Ιουλίου 1986, περί θεσπίσεως επειγόντων μέτρων υπέρ των οικονομικών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, της 9ης Αυγούστου 1986, GURI αριθ. 190, της 18ης Αυγούστου 1986), χορηγήθηκαν δάνεια με ειδικό επιτόκιο από το Cassa Depositi e Prestiti (στο εξής: CDDPP) μεταξύ του 1994 και του 1998 προς τις εταιρίες του νόμου 142/90 που παρείχαν δημόσιες υπηρεσίες (στο εξής: δάνεια του CDDPP).

4        Επιπλέον, δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφοι 69 και 70, του legge nº 549 (su) misure di razionalizzazione della finanza pubblica (νόμου αριθ. 549 περί των μέτρων εξορθολογισμού των δημοσίων οικονομικών, της 28ης Δεκεμβρίου 1995, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 302, της 29ης Δεκεμβρίου 1995, στο εξής: νόμος 549/95) και του decreto-legge n° 331 (su) armonizzazione delle disposizioni in materia di imposte sugli oli minerali, sull’alcole, sulle bevande alcoliche, sui tabacchi lavorati e in materia di IVA con quelle recate da direttive CEE e modificazioni conseguenti a detta armonizzazione, nonché disposizioni concernenti la disciplina dei centri autorizzati di assistenza fiscale, le procedure dei rimborsi di imposta, l’esclusione dall’ILOR dei redditi di impresa fino all’ammontare corrispondente al contributo diretto lavorativo, l’istituzione per il 1993 di un’imposta erariale straordinaria su taluni beni ed altre disposizioni tributarie (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 331, περί εναρμονίσεως των φορολογικών διατάξεων σε διαφόρους τομείς, της 30ής Αυγούστου 1993, GURI αριθ. 203, της 30ής Αυγούστου 1993, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 331/9), θεσπίσθηκαν τα ακόλουθα μέτρα υπέρ των εταιριών του νόμου 142/90:

–        η απαλλαγή από όλους τους φόρους μεταβιβάσεως στοιχείων του ενεργητικού κατά τη μετατροπή ειδικών και δημοτικών επιχειρήσεων σε επιχειρήσεις του νόμου 142/90 (στο εξής: απαλλαγή από τους φόρους μεταβιβάσεως),

–        η πλήρης απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, δηλαδή από τον φόρο επί του κέρδους των νομικών προσώπων και από τον τοπικό φόρο εισοδήματος, επί τρία έτη και το αργότερο μέχρι το οικονομικό έτος 1999 (στο εξής: τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών).

 Η διοικητική διαδικασία

5        Κατόπιν υποβολής καταγγελίας αφορώσας τα εν λόγω μέτρα, η Επιτροπή ζήτησε, με έγγραφα της 12ης Μαΐου, της 16ης Ιουνίου και της 21ης Νοεμβρίου 1997, από τις ιταλικές αρχές να της παράσχουν σχετικά πληροφοριακά στοιχεία.

6        Με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 1997, οι ιταλικές αρχές παρέσχαν μέρος των στοιχείων που ζητήθηκαν. Εξάλλου, στις 19 Ιανουαρίου 1998, διεξήχθη συνεδρίαση κατόπιν αιτήματος των ιταλικών αρχών.

7        Με έγγραφο της 17ης Μαΐου 1999, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ, C 220, σ. 14).

8        Αφού παρέλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων τρίτων και των ιταλικών αρχών, η Επιτροπή ζήτησε επανειλημμένως συμπληρωματικά στοιχεία από τις αρχές αυτές. Πραγματοποιήθηκαν επίσης συναντήσεις μεταξύ, αφενός, της Επιτροπής και, αφετέρου, των ιταλικών αρχών καθώς και των ενδιαφερομένων τρίτων που παρενέβησαν στη διαδικασία.

9        Ορισμένες εταιρίες του νόμου 142/90, όπως η προσφεύγουσα και οι ACEA SpA και Azienda Mediterranea Gas e Acqua SpA (AMGA), οι οποίες εξάλλου άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως (υποθέσεις T‑297/02 και T-300/02), προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι τα εν λόγω τρία είδη μέτρων δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

10      Οι ιταλικές αρχές και η Confederazione Nazionale dei Servizi (Confservizi), συνομοσπονδία στην οποία μετέχουν, μεταξύ άλλων, οι εταιρίες του νόμου 142/90 και οι ειδικές κοινοτικές επιχειρήσεις στην Ιταλία, συντάχθηκαν, κατ’ ουσίαν, προς την άποψη αυτή.

11      Αντιθέτως, η Bundesverband der deutschen Industrie eV (BDI), γερμανική ένωση της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων παροχής των σχετικών υπηρεσιών, θεώρησε ότι τα εν λόγω μέτρα μπορούσαν να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και στη Γερμανία.

12      Ομοίως, η Gas-it, ιταλική ένωση ιδιωτών επιχειρηματιών του τομέα της διανομής γκαζιού, δήλωσε ότι τα εν λόγω μέτρα, ιδίως η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις.

13      Στις 5 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2003/193/ΕΚ, [αφορώσα] κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά [έντοκα] δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου (ΕΕ 2003, L 77, σ. 21, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

 Η προσβαλλομένη απόφαση

14      Η Επιτροπή υπογραμμίζει κατ’ αρχάς ότι η εξέτασή της αφορά μόνον τα συστήματα ενισχύσεων γενικής ισχύος τα οποία θεσπίστηκαν με τα επίδικα μέτρα και όχι τις ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε διάφορες επιχειρήσεις, οπότε η εξέταση στην οποία προβαίνει με την προσβαλλομένη απόφαση είναι γενική και αφηρημένη. Συναφώς, διαπιστώνει ότι η Ιταλική Δημοκρατία «δεν χορήγησε φορολογικά πλεονεκτήματα μεμονωμένα και δεν [της] κοινοποίησε […] καμία ατομική περίπτωση ενίσχυσης, ενώ της διαβίβασε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμησή της». Η Επιτροπή επισημαίνει ότι θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι υποχρεούται να προβεί σε γενική και αφηρημένη εξέταση των επιμάχων συστημάτων τόσον ως προς τον χαρακτηρισμό τους όσο και ως προς τη συμβατότητά τους προς την κοινή αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Κατά την Επιτροπή, τα δάνεια του CDDPP και η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών (στο εξής, από κοινού: επίμαχα μέτρα) συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Συγκεκριμένα, η χορήγηση, με κρατικούς πόρους, τέτοιων πλεονεκτημάτων στις εταιρίες του νόμου 142/90 έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της από πλευράς ανταγωνισμού θέσεώς τους σε σχέση με όλες τις λοιπές επιχειρήσεις που επιθυμούν να παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες (αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα επίμαχα μέτρα δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δεδομένου ότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ούτε του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ ούτε του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ και ότι, επιπλέον, αντιβαίνουν στο άρθρο 43 ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η απαλλαγή από τους φόρους μεταβιβάσεως δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεδομένου ότι οι φόροι αυτοί οφείλονται κατά τη σύσταση νέας οικονομικής οντότητας ή κατά τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ διαφόρων οικονομικών οντοτήτων. Από ουσιαστικής απόψεως, οι δημοτικές επιχειρήσεις, αφενός, και οι εταιρίες του νόμου 142/90, αφετέρου, αποτελούν την ίδια οικονομική οντότητα. Επομένως, η απαλλαγή τους από τους εν λόγω φόρους δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος (αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης […] δεν συνιστά ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ].

Άρθρο 2

Η τριετής απαλλαγή από τους φόρους εισοδήματος […] καθώς και τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τα δάνεια [του CDDPP] συνιστούν κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ].

Οι ενισχύσεις αυτές είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά.

Άρθρο 3

Η Ιταλία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να απαιτήσει από τους δικαιούχους την επιστροφή της ενίσχυσης που περιγράφεται στο άρθρο 2 και η οποία χορηγήθηκε παράνομα.

Η ανάκτηση της ενίσχυσης γίνεται αμελλητί, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της [προσβαλλομένης] απόφασης.

Η προς ανάκτηση ενίσχυση περιλαμβάνει τους τόκους που υπολογίζονται από την ημερομηνία που τέθηκε η ενίσχυση στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησης, βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Σεπτεμβρίου 2002, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Ιανουαρίου 2003, η ASM Brescia SpA ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 12ης Μαΐου 2003, ο πρόεδρος του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου (παλαιά σύνθεση) επέτρεψε την παρέμβαση αυτή. Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε το υπόμνημά της και οι λοιποί διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

20      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Ιανουαρίου 2003, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

21      Στις 27 Φεβρουαρίου 2003, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

22      Στις 8 Αυγούστου 2002, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε επίσης προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑290/02. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφυγή αυτή και οι προσφυγές στις υποθέσεις T-292/02, T-297/02, T-300/02, T-301/02 και T-309/02 είχαν το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και ήσαν συναφείς, δεδομένου ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές αλληλοκαλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό. Με διάταξη της 10ης Ιουνίου 2003, το Δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία στην υπόθεση C‑290/02, σύμφωνα με το άρθρο 54, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου που περατώνει τη δίκη στις υποθέσεις T-292/02, T-297/02, T-300/02, T-301/02 και T-309/02.

23      Με διάταξη της 8ης Ιουνίου 2004, το Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση C-290/02 ενώπιον του Πρωτοδικείου, το οποίο έχει καταστεί αρμόδιο για την εκδίκαση των προσφυγών των κρατών μελών κατά της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 2 της αποφάσεως 2004/407/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, που τροποποιεί τα άρθρα 51 και 54 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου (ΕΕ L 132, σ. 5). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό T‑222/04.

24      Με διάταξη της 5ης Αυγούστου 2004, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να εξετάσει την προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

25      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (όγδοο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, απηύθυνε, εγγράφως, ερωτήσεις προς τους διαδίκους, στις οποίες αυτοί απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

26      Με διάταξη του προέδρου του ογδόου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου της 13ης Μαρτίου 2008, οι υποθέσεις T-292/02, T‑297/02, T-300/02, T-301/02, T-309/02, T-189/03 και T-222/04 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Απριλίου 2008.

28      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο η Επιτροπή κήρυξε την τριετή απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά·

–        να ακυρώσει το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία να ανακτήσει τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας. Η προσβαλλομένη απόφαση δεν αφορά την προσφεύγουσα ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

31      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να χαρακτηρισθεί ως πράξη γενικής ισχύος, κατά το μέτρο που αφορά σύστημα ενισχύσεων και, συνεπώς, έναν αόριστο και μη προσδιορίσιμο αριθμό επιχειρήσεων, καθοριζομένων με βάση ένα γενικό κριτήριο, όπως είναι η υπαγωγή τους σε μια κατηγορία επιχειρήσεων. Κατ’ αυτήν, η γενική ισχύς και, συνεπώς, η κανονιστική φύση μιας πράξεως δεν αναιρείται από τη δυνατότητα προσδιορισμού, με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στα οποία η πράξη αυτή έχει εφαρμογή σε δεδομένο χρονικό σημείο, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται βάσει μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως την οποία προσδιορίζει η πράξη, σε σχέση με τον σκοπό της πράξεως αυτής.

32      Κατά την Επιτροπή, προκειμένου μια πράξη γενικής ισχύος να αφορά έναν ιδιώτη ατομικά, η πράξη αυτή πρέπει να θίγει τα ειδικά δικαιώματά του ή το κοινοτικό όργανο που την κατάρτισε πρέπει να υποχρεούται να λάβει υπόψη του τις συνέπειες της πράξεως αυτής επί της καταστάσεως του εν λόγω ιδιώτη. Η Επιτροπή θεωρεί ωστόσο ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η προσβαλλομένη απόφαση είχε επιπτώσεις στην κατάσταση όλων των επιχειρήσεων τις οποίες αφορούσαν τα επίμαχα μέτρα. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε προσβολή των ειδικών δικαιωμάτων ορισμένων επιχειρήσεων οι οποίες θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν σε σχέση με κάθε άλλη επιχείρηση την οποία αφορούσαν τα επίμαχα μέτρα. Εξάλλου, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν έλαβε ούτε όφειλε να λάβει υπόψη τις συνέπειες της αποφάσεώς της επί της καταστάσεως μιας συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Ούτε η κήρυξη του ασυμβιβάστου ούτε η διαταγή περί ανακτήσεως που περιέχει η προσβαλλομένη απόφαση αναφέρεται στην κατάσταση των κατ’ ιδίαν ληπτών.

33      Κατά την Επιτροπή, η ανάλυσή της επιβεβαιώνεται από τη νομολογία περί κρατικών ενισχύσεων, σύμφωνα με την οποία η υπαγωγή σε σύστημα ενισχύσεων το οποίο κρίθηκε ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο θίγεται ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

34      Οι πιο πρόσφατες αποφάσεις δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την εν λόγω παγία νομολογία. Κατά την Επιτροπή, η λύση που δόθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2000, C-15/98 και C‑105/99, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-8855, στο εξής: απόφαση Sardegna Lines), δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε όλες τις προσφυγές τις οποίες ασκεί ο υπαγόμενος σε σύστημα ενισχύσεων το οποίο έχει κριθεί παράνομο και ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά και των οποίων η αναζήτηση έχει διαταχθεί. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ιδίως εφόσον, όπως εν προκειμένω, το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων έχει εξετασθεί κατά τρόπο αφηρημένο. Επιπλέον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Sardegna Lines, η προσφεύγουσα έτυχε στην πραγματικότητα ατομικής ενισχύσεως, διότι επρόκειτο περί πλεονεκτήματος χορηγηθέντος βάσει πράξεως στηριζόμενης σε περιφερειακό νόμο χαρακτηριζόμενο από ευρεία διακριτική ευχέρεια. Επιπλέον, η κατάσταση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο προσεκτικής εξετάσεως κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας.

35      Τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρουν και από εκείνα επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-4087, στο εξής: απόφαση Alzetta), κατά το μέτρο που, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν γνώριζε τον ακριβή αριθμό ούτε την ταυτότητα των δικαιούχων των επιμάχων ενισχύσεων, δεν διέθετε όλα τα σχετικά στοιχεία και δεν γνώριζε το ύψος της χορηγηθείσας σε εκάστη περίπτωση ενισχύσεως. Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση, η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών εφαρμόζεται αυτομάτως, ενώ οι ενισχύσεις που ήσαν επίμαχες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Alzetta είχαν χορηγηθεί με μεταγενέστερη πράξη.

36      Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, αυτό που έχει σημασία στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού δεν είναι η γνώση της ταυτότητας μιας επιχειρήσεως, αλλά το γεγονός ότι τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής ορισμένα χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως ικανά να δικαιολογήσουν την κατ’ ιδίαν εξέταση. Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν της είχε παρασχεθεί κανένα στοιχείο αποδεικνύον ότι, ως προς την προσφεύγουσα, τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούσαν ενισχύσεις ή συνιστούσαν υφιστάμενες ή σύμφωνες με την κοινή αγορά ενισχύσεις.

37      Εν πάση περιπτώσει, ούτε η συμμετοχή στην επίσημη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ ούτε η διαταγή περί ανακτήσεως την οποία περιέχει η προσβαλλομένη απόφαση αρκούν, κατά την Επιτροπή, για να εξατομικεύσουν την προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι προσφυγές τις οποίες ασκούν τα πρόσωπα που μπορούν εν δυνάμει να υπαχθούν σε κοινοποιηθέν σύστημα ενισχύσεων δεν είναι παραδεκτές σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ, το ίδιο πρέπει να ισχύει για τις προσφυγές που ασκούν τα πρόσωπα που υπάγονται σε μη κοινοποιηθέν σύστημα ενισχύσεων.

38      Τέλος, η κήρυξη ως απαράδεκτης της προσφυγής που άσκησε εν προκειμένω η προσφεύγουσα δεν συνιστά προσβολή της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, διότι αρκούν τα ένδικα βοηθήματα των άρθρων 241 ΕΚ και 234 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I-6677).

39      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι την αφορά ατομικά το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως περί της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα αποτελεί εταιρία του νόμου 142/90 και, συνεπώς, επιχείρηση την οποία αφορά το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων και η οποία έτυχε της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών του οποίου την καταβολή έχει διαταχθεί να απαιτήσει η Ιταλική Δημοκρατία.

40      Η παρεμβαίνουσα συντάσσεται, κατ’ ουσίαν, με την άποψη και την πλειονότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

41      Σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατ’ αποφάσεως που απευθύνεται προς άλλο πρόσωπο μόνον αν η εν λόγω απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά.

42      Κατά πάγια νομολογία, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πλην του αποδέκτη μιας αποφάσεως, δύναται να ισχυριστεί ότι η πράξη αυτή το αφορά ατομικώς μόνον αν η εν λόγω απόφαση το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, 942, και της 2ας Απριλίου 1998, C-321/95 P, Greenpeace Council κ.λπ. Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-1651, σκέψεις 7 και 28).

43      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής που απαγορεύει ένα τομεακό σύστημα ενισχύσεων, αν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση μόνο λόγω του ότι η επιχείρηση δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και μπορεί να επωφεληθεί του εν λόγω συστήματος. Πράγματι, η απόφαση αυτή αποτελεί, όσον αφορά την προσφεύγουσα επιχείρηση, μέτρο γενικής ισχύος που εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για μια κατηγορία προσώπων τα οποία αφορά γενικώς και αφηρημένως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψη 15, και απόφαση Alzetta, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Ωστόσο, με τις σκέψεις 34 και 35 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 34 αποφάσεως Sardegna Lines, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, εφόσον η επίμαχη στην υπόθεση αυτή απόφαση δεν αφορούσε τη Sardegna Lines μόνον ως επιχείρηση του ναυτιλιακού κλάδου στη Σαρδηνία και δυνητικώς υπαγόμενη στο σύστημα ενισχύσεων προς τους υπευθύνους για την εκμετάλλευση πλοίων στη Σαρδηνία, αλλά και υπό την ιδιότητά της ως πραγματικής λήπτριας ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε βάσει του συστήματος αυτού και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή, η εν λόγω απόφαση την αφορούσε ατομικά, οπότε η προσφυγή της κατά της αποφάσεως αυτής ήταν παραδεκτή (βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Alzetta, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 39).

45      Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσφεύγουσα έχει την ιδιότητα της πραγματικής λήπτριας ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε στο πλαίσιο τομεακού συστήματος ενισχύσεων και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, T-136/05, Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-4063, σκέψη 70).

46      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, πρώτον, από την απάντηση της προσφεύγουσας στις γραπτές ερωτήσεις που της απηύθυνε συναφώς το Πρωτοδικείο προκύπτει ότι αυτή όντως αποτελεί πραγματική δικαιούχο ατομικής ενισχύσεως χορηγηθείσας στο πλαίσιο του επιμάχου συστήματος ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έτυχε της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών κατά τα έτη 1996 έως 1999. Η Ιταλική Δημοκρατία δεν αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτόν.

47      Δεύτερον, από το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

48      Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα ατομικά.

49      Όσον αφορά το αν η προσφεύγουσα θίγεται άμεσα, κατά το μέτρο που το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως υποχρεώνει την Ιταλική Δημοκρατία να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να απαιτήσει από τους δικαιούχους την επιστροφή της ενισχύσεως που περιγράφεται στο άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως, η οποία χορηγήθηκε παράνομα, και κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα η οποία έτυχε της ενισχύσεως αυτής θα πρέπει να την επιστρέψει, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόφαση αυτή αφορά άμεσα την προσφεύγουσα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 75).

50      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή κατά το μέτρο που βάλλει κατά του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την τριετή απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών.

 Επί της ουσίας

51      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους:

–        από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 253 ΕΚ, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως κρατικής ενισχύσεως·

–        από παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 253 ΕΚ, λόγω του χαρακτηρισμού της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως νέας κρατικής ενισχύσεως·

–        από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και του άρθρου 253 ΕΚ·

–        από παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ελευθερίας εγκαταστάσεως καθώς και από έλλειψη αιτιολογίας·

–        από έλλειψη νομιμότητας της διαταγής περί ανακτήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 253 ΕΚ, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως κρατικής ενισχύσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

52      Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ο λόγος αυτός έχει τρία σκέλη, αντλούμενα, αντιστοίχως, από παράλειψη έρευνας της υποθέσεως, από έλλειψη στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και από έλλειψη επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

–       Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράλειψη έρευνας της υποθέσεως

53      Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε χωρίς ουδόλως να πραγματοποιηθεί έρευνα της υποθέσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό των κινδύνων για τον ανταγωνισμό που απορρέουν από την ύπαρξη της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών στις διάφορες αγορές τοπικών δημοσίων υπηρεσιών. Αντιθέτως προς την Επιτροπή, θεωρεί ότι δεν υπάρχει «συνολική αγορά των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών» και ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε ανάλυση της αγοράς ανά προϊόν και/ή ανά γεωγραφική ζώνη, οπότε θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών σε κάθε κατ’ ιδίαν αγορά. Η αγορά των συμβάσεων παραχωρήσεως των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών, μνεία της οποίας γίνεται στην αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαφέρει από την αγορά των δημοσίων υπηρεσιών. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την επιλογή της Επιτροπής να προβεί σε γενική και αφηρημένη εξέταση.

54      Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης την απόφαση 98/182/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia (Ιταλία) στις επιχειρήσεις οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων της περιφέρειας (ΕΕ 1998, L 66, σ. 18). Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση χαρακτήρισε το σύστημα που θεσπίσθηκε με την εθνική νομοθεσία ως κρατική ενίσχυση μόνον όσον αφορά ορισμένους τομείς. Επιπλέον, ορισμένες ενισχύσεις, αναλόγως της δραστηριότητας των επιχειρήσεων που τις έλαβαν, θεωρήθηκαν σύμφωνες με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή αποδεικνύει ότι είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση της καταστάσεως των διαφόρων τομέων ενός συνολικού συστήματος ενισχύσεων.

55      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, δεδομένου ότι στην υπό κρίση υπόθεση πρόκειται περί συστήματος ενισχύσεων, έπρεπε κατ’ ανάγκη να προβεί σε γενική και αφηρημένη εκτίμηση. Εξάλλου, οι ιταλικές αρχές δεν διευκρίνισαν ενώπιον της Επιτροπής ποιες υπηρεσίες, μεταξύ των επιμάχων υπηρεσιών, δεν παρέχονταν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από έλλειψη στρεβλώσεως του ανταγωνισμού

56      Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας βασίζεται σε τρία κύρια επιχειρήματα

57      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 δεν ανέπτυσσαν δραστηριότητα σε αγορές που λειτουργούσαν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού και ότι, επομένως, η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών της οποίας έτυχαν δεν μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στις αγορές των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών.

58      Συγκεκριμένα, ο τομέας της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ελευθερώθηκε μόλις το 1999, κατόπιν μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 1997, L 27, σ. 20). Εξάλλου, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1999, η προσφεύγουσα δεν άσκησε καμία δραστηριότητα στην αγορά των τελικών πελατών που ήσαν ελεύθεροι να επιλέγουν τον δικό τους προμηθευτή ενέργειας. Η διανομή ηλεκτρικής ενέργειας επίσης εξαιρούνταν από τον ανταγωνισμό, κατά το μέτρο που οι νομοθετικές διατάξεις που οργάνωναν την παροχή των υπηρεσιών αυτών συνεπάγονταν κατάσταση μονοπωλίου για κάθε εδαφική ζώνη.

59      Η διανομή αερίου ελευθερώθηκε μόλις το 2000, κατόπιν μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της Ιταλίας της οδηγίας 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (ΕΕ L 204, σ. 1).

60      Η Επιτροπή όφειλε να ακολουθήσει εν προκειμένω την άποψη που υιοθέτησε η Επιτροπή με την απόφαση 98/693/ΕΚ, της 1ης Ιουλίου 1998, σχετικά με το ισπανικό καθεστώς ενισχύσεων για την αγορά επαγγελματικών οχημάτων «Σχέδιο επαγγελματικής ανανέωσης» (Αύγουστος 1994-Δεκέμβριος 1996) (ΕΕ L 329, σ. 23), με την οποία έκρινε ότι τα μέτρα δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, λόγω ελλείψεως ανταγωνισμού.

61      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τη δυνατότητα των εταιριών του νόμου 142/90 να αναπτύσσουν δραστηριότητα σε αγορές εκτός της περιφέρειας στην οποία είχε αρμοδιότητα ο δήμος αναφοράς τους.

62      Οι εταιρίες του νόμου 142/90 δεν έχουν ελεύθερη πρόσβαση στις τοπικές δημόσιες υπηρεσίες άλλων δήμων. Συγκεκριμένα, η άμεση παραχώρηση εξαρτάται από τη συμφωνία μεταξύ των δήμων αυτών και του δήμου που ελέγχει την οικεία εταιρία του νόμου 142/90 καθώς και από τη γενική προϋπόθεση να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του δήμου καταγωγής της εταιρίας αυτής.

63      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι δεν μετέσχε σε κανένα διαγωνισμό για την ανάθεση της παροχής τοπικών δημοσίων υπηρεσιών εντός άλλων γεωγραφικών ζωνών κατά το διάστημα ισχύος της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών. Συνεπώς, δεν έτυχε κανενός πλεονεκτήματος σε σχέση με τις επιχειρήσεις που δεν έτυχαν της ίδιας μεταχειρίσεως. Προσθέτει ότι όλες οι επιχειρήσεις που ανέπτυσσαν δραστηριότητα στους τομείς αυτούς έτυχαν αποκλειστικών παραχωρήσεων μακράς διαρκείας.

64      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 έλαβαν τη μορφή μετοχικών εταιριών των οποίων το κεφάλαιο ανήκει κατά πλειοψηφία στο Δημόσιο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των κριτηρίων που έχουν γίνει δεκτά για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, συστάθηκαν με μοναδικό σκοπό τη διασφάλιση της παροχής τοπικών δημοσίων υπηρεσιών. Συνεπώς, ο τομέας της δραστηριότητάς τους περιορίζεται στις τοπικές δημόσιες υπηρεσίες. Επομένως, είναι αδικαιολόγητο να υποστηρίζεται, όπως έπραξε η Επιτροπή, ότι, ενώ οι ειδικές επιχειρήσεις των δήμων ήσαν υποχρεωμένες να αναπτύσσουν δραστηριότητα μόνο στις αγορές των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών, οι εταιρίες του νόμου 142/90 ήσαν ελεύθερες να αναπτύσσουν δραστηριότητα σε άλλες αγορές. Το περιεχόμενο και το αντικείμενο των δραστηριοτήτων των εταιριών του νόμου 142/90 παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια με αυτά των ειδικών επιχειρήσεων των δήμων. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι, μέχρι το 1999, ασκούσε τις δραστηριότητές της μόνο στους τομείς του αερίου και του ηλεκτρισμού, στους οποίους μπορούσαν να δρουν αποκλειστικώς και μόνον οι εν λόγω εταιρίες, και ότι μετά το 1999 άρχισε να αναπτύσσει δραστηριότητα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

65      Κατά την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 συστάθηκαν μόνο με σκοπό την εκμετάλλευση δημοσίων υπηρεσιών, δεν μετέσχαν σε διαγωνισμούς για την ανάθεση της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών. Επομένως, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, το επιχείρημα της Επιτροπής που αντλείται από την ύπαρξη ανταγωνισμού για την ανάθεση της παροχής των υπηρεσιών αυτών δεν είναι πειστικό, διότι δεν υπήρχε αγορά η οποία να λειτουργεί υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού στον τομέα των δημοσίων υπηρεσιών.

66      Η απόφαση της ολομελείας του Corte suprema di cassazione (ιταλικού ακυρωτικού δικαστηρίου) αριθ. 4989, της 6ης Μαΐου 1995, την οποία παραθέτει η Επιτροπή στην υποσημείωση 61 (αιτιολογική σκέψη 92) της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναγνωρίζει απλώς και μόνον την ιδιωτικού δικαίου νομική φύση των εταιριών του νόμου 142/90, χωρίς να αποφαίνεται επί της δυνατότητάς τους να αναπτύσσουν ελεύθερη δραστηριότητα σε διάφορες αγορές. Η εν λόγω απόφαση επιβεβαιώνει επίσης ότι η απόφαση περί συστάσεως εταιρίας του νόμου 142/90 είχε αυτομάτως ως αποτέλεσμα την κατ’ αποκλειστικότητα ανάθεση των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών στην εταιρία αυτή.

67      Εν πάση περιπτώσει, η χρησιμοποίηση κερδών που αντλούνται από την κατ’ αποκλειστικότητα παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος από μια επιχείρηση προκειμένου να επεκτείνει τη δραστηριότητά της στη γειτονική αγορά που λειτουργεί υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού δεν συνιστά, από μόνη της, παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα των εταιριών του νόμου 142/90 να αναπτύσσουν δραστηριότητα σε άλλες αγορές δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για τον χαρακτηρισμό της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως κρατικής ενισχύσεως.

68      Όσον αφορά το άρθρο 253 ΕΚ, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως είναι ιδιαίτερα σημαντική εντός του γενικού πλαισίου των κρατικών ενισχύσεων και καθίσταται ουσιώδης οσάκις τα κρατικά μέτρα που παρέχουν φορολογικό πλεονέκτημα αφορούν, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, σημαντικό αριθμό ιδιωτών. Η απαίτηση επαρκούς αιτιολογήσεως είναι επιτακτική κατά μείζονα λόγο διότι εν προκειμένω πρόκειται για αγορές ειδικού χαρακτήρα, όπως είναι οι αγορές των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών, οι οποίες ενίοτε χαρακτηρίζονται από κατάσταση μονοπωλίου.

69      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι η ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών ανταγωνισμού μπορεί να είναι περιττή για τους συνήθεις βιομηχανικούς και εμπορικούς τομείς, αυτό δεν μπορεί να ισχύει για τους τομείς οι οποίοι, σε μεγάλο βαθμό, υπόκεινται σε ρυθμίσεις και αποτελούν τους αποκλειστικούς τομείς δραστηριότητας των εταιριών ειδικού χαρακτήρα, όπως συνέβαινε με τις τοπικές δημόσιες υπηρεσίες στην Ιταλία τη δεκαετία του 90.

70      Όσον αφορά το αντίθετο στον ανταγωνισμό αποτέλεσμα της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών επί άλλων αγορών, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι ο ανταγωνισμός νοθεύτηκε πράγματι ή εν δυνάμει, δεν διευκρινίζει ποιες είναι οι σχετικές αγορές ούτε αποδεικνύει ότι η προβαλλόμενη στρέβλωση οφείλεται στην τριετή απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών. Η Επιτροπή απλώς και μόνον παραπέμπει γενικώς στις «αγορές άλλων προϊόντων όπου υπάρχουν ενδοκοινοτικές συναλλαγές» και σε «τομείς διαφορετικούς από εκείνον που άπτεται των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών» (αιτιολογική σκέψη 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή όφειλε να αναλύσει ευρύτερα και πιο εξαντλητικά την επιρροή της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών επί του ανταγωνισμού σε άλλους τομείς.

71      Η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει επίσης από έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον διακρίνει μεταξύ των εταιριών του νόμου 142/90, αφενός, και των δημοτικών επιχειρήσεων με νομική προσωπικότητα οι οποίες ανήκουν στους ίδιους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως και τυγχάνουν της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, αφετέρου, χωρίς να εκθέτει τους λόγους προς τούτο.

72      Η παρεμβαίνουσα συντάσσεται, κατ’ ουσίαν, με την άποψη και τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ.

73      Η Επιτροπή αντικρούει όλα τα επιχειρήματα των οποίων έγινε επίκληση.

–       Επί του τρίτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από έλλειψη επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο

74      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν επηρεάζεται εν προκειμένω. Συναφώς, επικαλείται το γεγονός ότι οι δημόσιες τοπικές υπηρεσίες ανατίθενται άμεσα στις εταιρίες του νόμου 142/90. Διαδικασίες επιλογής οργανώθηκαν μόνο στις περιφέρειες στις οποίες δεν ανέπτυσσε δραστηριότητα καμία δημοτική επιχείρηση ή επιχείρηση του νόμου 142/90. Η προσφεύγουσα αντικρούει την άποψη της Επιτροπής ότι η ύπαρξη και μόνον της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών αποτέλεσε κίνητρο για τους δήμους προκειμένου να αναθέτουν απευθείας την παροχή των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών στις εταιρίες του νόμου 142/90, αντί να οργανώνουν διαγωνισμούς. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι, χωρίς την εξουσία να προβαίνει στην ανάθεση της παροχής δημοσίων υπηρεσιών δι’ απευθείας παραχωρήσεως, κανένας δήμος δεν θα είχε συναινέσει στη σύσταση των εταιριών του νόμου 142/90. Συγκεκριμένα, σε αντίθετη περίπτωση, οι δήμοι θα ήταν εκτεθειμένοι στον κίνδυνο να βρεθούν οι «δικές τους» εταιρίες του νόμου 142/90 σε ανταγωνισμό με άλλους επιχειρηματίες κατά τις διαδικασίες διαγωνισμών.

75      Επιπλέον, η προσφεύγουσα αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2000, για τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας στην Ευρώπη (ΕΕ 2001, C 17, σ. 4), με την οποία η Επιτροπή δήλωσε ότι οι κανόνες ανταγωνισμού έχουν εφαρμογή μόνον οσάκις οι οικείες δραστηριότητες είναι ικανές να επηρεάζουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Επί παραδείγματι, σύμφωνα με γενικό κανόνα που διατυπώνεται στο σημείο 32 της εν λόγω ανακοινώσεως, μια δραστηριότητα που επηρεάζει την αγορά μόνον οριακά, όπως πολλές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας που έχουν τοπικό χαρακτήρα, δεν επηρεάζει συνήθως το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Η Επιτροπή δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η υπό κρίση περίπτωση εξαιρείται από τον εν λόγω γενικό κανόνα.

76      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε ανεπαρκώς, με την προσβαλλομένη απόφαση, την εκτίμησή της ως προς την επίπτωση της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε στις εγγενείς συνθήκες εκάστης από τις αγορές των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών και ισχυρίστηκε απλώς και μόνον ότι «δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η ίδια η ύπαρξη της ενίσχυσης υπέρ των εταιριών του νόμου 142/90 δημιούργησε κίνητρο για τις κοινότητες να προβαίνουν περισσότερο σε απευθείας ανάθεση αντί να χορηγούν συμβάσεις παραχώρησης στο πλαίσιο ανοικτών διαδικασιών».

77      Η παρεμβαίνουσα συντάσσεται, κατ’ ουσίαν, με την άποψη της προσφεύγουσας όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ.

78      Η Επιτροπή θεωρεί ότι το ενδοκοινοτικό εμπόριο επηρεάζεται εν προκειμένω και ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη συναφώς.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

79      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να πρόκειται περί επιλεκτικού πλεονεκτήματος. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. I-7747, στο εξής: απόφαση Altmark, σκέψεις 74 και 75, και της 3ης Μαρτίου 2005, C-172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I-1627, σκέψη 27).

80      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τον χαρακτηρισμό της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως κρατικής ενισχύσεως. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε ανάλυση ανά συγκεκριμένη αγορά και, δεύτερον, ότι δύο από τις τέσσερις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, οι οποίες αφορούν τον επηρεασμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου και την επίπτωση στον ανταγωνισμό, δεν πληρούνται. Επιπλέον, η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει από ανεπάρκεια ή από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την εξέταση των δύο αυτών προϋποθέσεων.

–       Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράλειψη έρευνας της υποθέσεως

81      Όσον αφορά την ανάλυση της αγοράς, διαπιστώνεται ότι το επίμαχο μέτρο αφορά μια ειδική κατηγορία επιχειρήσεων, δηλαδή τις εταιρίες του νόμου 142/90. Ο χαρακτηρισμός μιας εταιρίας ως τέτοιας είναι η μοναδική προϋπόθεση που απαιτείται προκειμένου να μπορεί η εταιρία αυτή να υπαχθεί στο εν λόγω καθεστώς.

82      Επισημαίνεται επίσης ότι η εφαρμογή του καθεστώτος τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες υπηρεσίες και ότι οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά το εν λόγω καθεστώς δεν περιορίζονται στον τομέα των δημοσίων υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα και μόνο σύστημα ενισχύσεων και όχι για διάφορα συστήματα ενισχύσεων ταξινομούμενα ανάλογα με τη δραστηριότητα ή τη σχετική αγορά.

83      Επομένως, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε εξέταση ανά τομέα, προκειμένου να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών.

84      Ως προς την αναφορά στην απόφαση 98/182, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, η οποία αφορούσε ένα μόνον τομέα, εν προκειμένω η υπόθεση αφορά μεγάλη ποικιλία τομέων.

85      Όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η αγορά των συμβάσεων παραχωρήσεως είναι διαφορετική από την αγορά των δημοσίων υπηρεσιών, επισημαίνεται ότι, για τη διασφάλιση της παροχής δημοσίων υπηρεσιών, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως μπορούν να χρησιμοποιούν τη νομική μορφή των συμβάσεων παραχωρήσεως και ότι η αγορά των συμβάσεων παραχωρήσεως στον εν λόγω τομέα λειτουργεί υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας και υπόκειται στους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ.

86      Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε με τις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως τους λόγους για τους οποίους προέβη σε γενική και αφηρημένη εξέταση του επιμάχου συστήματος.

87      Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενων από έλλειψη στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και από έλλειψη επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο

88      Όσον αφορά τη δεύτερη και την τέταρτη από τις προϋποθέσεις των οποίων γίνεται μνεία στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτών των δύο προϋποθέσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-148/04, Unicredito Italiano, Συλλογή 2005, σ. I-11137, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Επίσης, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση ενός συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να περιοριστεί στην εξέταση των χαρακτηριστικών του εν λόγω συστήματος προκειμένου να εκτιμήσει, με τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της, αν αυτό, λόγω των λεπτομερειών που προβλέπει, εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους υπαγόμενους στο σύστημα σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και εάν το σύστημα αυτό μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-2289).

90      Άλλωστε, υπενθυμίζεται ότι κάθε ενίσχυση που χορηγείται σε επιχείρηση η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στην κοινοτική αγορά μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002, T-92/00 και T‑103/92, Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1385, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

91      Εξάλλου, δεν υφίσταται κάποιο όριο ή κάποιο ποσοστό κάτω από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Πράγματι, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μικρό μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, καλούμενη Tubemeuse, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 43, της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-278/92 έως C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-4103, σκέψη 42, και απόφαση Altmark, σκέψη 79 ανωτέρω, σκέψη 81).

92      Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ουδόλως αποκλείεται μια δημόσια επιδότηση, χορηγούμενη σε επιχείρηση η οποία παρέχει απλώς τοπικές ή περιφερειακές μεταφορικές υπηρεσίες και η οποία δεν παρέχει τέτοιες υπηρεσίες εκτός του κράτους καταγωγής της, να μπορεί, παρά ταύτα, να έχει επιπτώσεις επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Πράγματι, όταν κράτος μέλος χορηγεί δημόσια επιδότηση σε επιχείρηση, η εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής παροχή μεταφορικών υπηρεσιών μπορεί να διατηρείται στο ίδιο επίπεδο ή να αυξάνεται, με συνέπεια να μειώνονται οι δυνατότητες επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη να παρέχουν τις μεταφορικές υπηρεσίες τους στην αγορά του κράτους μέλους αυτού (απόφαση Altmark, σκέψη 79 ανωτέρω, σκέψεις 77 και 78).

93      Εν προκειμένω, πρώτον, ως προς την προϋπόθεση που αφορά τον επηρεασμό του ανταγωνισμού, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε βεβαίως ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 δεν ανέπτυσσαν δραστηριότητα σε αγορές που λειτουργούν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού, αναφερόμενη, ιδίως, στους δικούς της τομείς δραστηριοτήτων, δεν προσκόμισε κανένα λυσιτελές αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού ότι όλοι οι τομείς των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών δεν λειτουργούσαν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού κατά το διάστημα εκείνο. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι πρόκειται, εν προκειμένω, περί συστήματος ενισχύσεων το οποίο κάλυπτε πολλούς τομείς και όχι περί διαφόρων συστημάτων ενισχύσεων καθένα από τα οποία αφορούσε συγκεκριμένο τομέα.

94      Το γεγονός ότι το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων έχει εφαρμογή αποκλειστικώς και μόνο στις εταιρίες του νόμου 142/90, ασχέτως των δραστηριοτήτων τους, και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές αναπτύσσουν πράγματι δραστηριότητα σε διαφόρους τομείς της οικονομίας, μεταξύ αυτών που λειτουργούν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού, αρκεί προκειμένου να συναχθεί ότι το επίμαχο μέτρο μπορεί, από μόνο του, να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

95      Συναφώς, σημειωτέον ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 73 και 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορισμένοι από τους οικείους τομείς, όπως αυτοί των φαρμακευτικών προϊόντων, των αποβλήτων του αερίου, του ηλεκτρισμού και του ύδατος, χαρακτηρίζονταν από ορισμένο βαθμό ανταγωνισμού κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των επιμάχων μέτρων.

96      Επιπλέον, οι δραστηριότητες των εταιριών του νόμου 142/90 δεν περιορίζονται στον τομέα των δημοσίων τοπικών υπηρεσιών. Επομένως, το επίμαχο μέτρο μπορεί να διευκολύνει την επέκταση των εν λόγω εταιριών σε άλλες αγορές που λειτουργούν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού, παράγοντας έτσι αποτελέσματα στρεβλώσεως ακόμη και σε άλλους τομείς πλην του τομέα των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών. Συναφώς, από τον νόμο 142/90, όπως έχει ερμηνευθεί από το Corte suprema di cassazione, απόφαση αριθ. 4989 της 6ης Μαΐου 1995, και από το Consiglio di Stato (ιταλικό Συμβούλιο Επικρατείας), απόφαση αριθ. 4586 της 3ης Σεπτεμβρίου 2001, προκύπτει ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν δραστηριότητα και σε άλλες περιφέρειες, τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό, και σε τομείς διαφορετικούς από αυτούς των δημοσίων υπηρεσιών που προβλέπει το καταστατικό τους, εκτός εάν τούτο τους απορροφά σε σημαντικό βαθμό πόρους και μέσα, πράγμα το οποίο μπορεί να προκαλέσει ζημία στον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως.

97      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το καταστατικό της προσφεύγουσας έχει το ίδιο περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, από το εν λόγω καταστατικό προκύπτει ότι η προσφεύγουσα μπορεί να έχει γραφεία, αντιπροσωπείες, θυγατρικές και υποκαταστήματα στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Από το καταστατικό αυτό προκύπτει επίσης ότι ο εταιρικός σκοπός της καλύπτει ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων. Επιπλέον, προβλέπεται ότι η προσφεύγουσα μπορεί να αποκτήσει συμμετοχές και συμφέροντα σε άλλες εταιρίες ή επιχειρήσεις, τόσο ιταλικές όσο και αλλοδαπές, έχουσες ανάλογο, συναφή ή συμπληρωματικό σκοπό.

98      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι αυτοί καθεαυτοί οι κανόνες ανταγωνισμού δεν απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση των κερδών που πραγματοποιούνται από την παροχή δημόσιας υπηρεσίας για την επέκταση μιας δραστηριότητας σε άλλη αγορά, παρατηρείται ότι, αν μια εταιρία που έχει τύχει κρατικής ενισχύσεως και κατά συνέπεια ήταν σε θέση να αυξήσει τα κέρδη της επεκτείνει τη δραστηριότητά της σε άλλη αγορά η οποία λειτουργεί υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ορισμένο αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού.

99      Τέλος διαπιστώνεται, όπως έχει διαπιστώσει και η Επιτροπή, ότι στους τομείς δραστηριότητας των εταιριών του νόμου 142/90, οι επιχειρήσεις μετέχουν σε διαγωνισμούς με αντικείμενο την παραχώρηση τοπικών δημοσίων υπηρεσιών εντός διαφόρων δήμων και ότι η αγορά των εν λόγω παραχωρήσεων είναι αγορά που λειτουργεί υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 67 και 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έχει μικρή σημασία το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν μετέσχε σε κανένα διαγωνισμό για την ανάθεση της παροχής τοπικών δημοσίων υπηρεσιών σε άλλες γεωγραφικές ζώνες κατά το διάστημα εφαρμογής της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών.

100    Συνεπώς, ο ισχυρισμός που αντλείται από την έλλειψη ανταγωνισμού και, συνεπώς, επιπτώσεων στο διακρατικό εμπόριο, λόγω του ότι στην πραγματικότητα η παροχή των οικείων υπηρεσιών έχει ανατεθεί απευθείας στις εταιρίες του νόμου 142/90, πρέπει να απορριφθεί. Αφενός, η απευθείας ανάθεση δεν αποδυναμώνει τη διαπίστωση που πραγματοποιήθηκε στις προηγούμενες σκέψεις, κατά την οποία η σχετική αγορά χαρακτηριζόταν, τουλάχιστον, από κάποιο βαθμό ανταγωνισμού. Αφετέρου, ο ισχυρισμός αυτός τείνει μάλλον να αποδείξει τα περιοριστικά αποτελέσματα των επιμάχων μέτρων επί του ανταγωνισμού και όχι την έλλειψη ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αποκλείεται απλώς και μόνον η ύπαρξη ενισχύσεως υπέρ των εταιριών του νόμου 142/90 να δημιούργησε κίνητρο για τους δήμους προκειμένου να αναθέτουν απευθείας στις εταιρίες αυτές την παροχή υπηρεσιών, αντί να προβαίνουν σε παραχωρήσεις στο πλαίσιο ανοικτών διαδικασιών.

101    Όσον αφορά ακριβώς το ζήτημα αν το επίμαχο μέτρο νόθευσε ή απείλησε να νοθεύσει τον βαθμό του υφιστάμενου στην αγορά ανταγωνισμού, διαπιστώνεται ότι το επίμαχο μέτρο ενίσχυσε την ανταγωνιστική θέση των εταιριών του νόμου 142/90 σε σχέση με κάθε άλλη ιταλική ή αλλοδαπή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα στη σχετική αγορά. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επιχειρήσεις που δεν έχουν τη νομική μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας και των οποίων το κεφάλαιο δεν κατέχουν κατά πλειοψηφία οι αρχές τοπικής αυτοδιοικήσεως βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όταν επιθυμούν να μετάσχουν σε διαγωνισμό για την ανάθεση της παροχής ορισμένης υπηρεσίας σε ορισμένη περιφέρεια.

102    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το υπό εξέταση μέτρο νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

103    Δεύτερον, ως προς την προϋπόθεση που αφορά τον επηρεασμό του διακρατικού εμπορίου, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι το γεγονός ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 είναι οι μόνες που ασκούν δραστηριότητα στην εγχώρια αγορά τους ή στην επικράτεια καταγωγής τους δεν είναι καθοριστικό. Συγκεκριμένα, το διακρατικό εμπόριο θίγεται από το οικείο μέτρο εφόσον μειώνονται οι πιθανότητες των εγκατεστημένων εντός άλλων κρατών μελών επιχειρήσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην ιταλική αγορά (βλ. σκέψη 92 ανωτέρω).

104    Ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε με την αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το υπό εξέταση μέτρο μπορούσε να δημιουργήσει εμπόδιο στις αλλοδαπές επιχειρήσεις που επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στην Ιταλία ή να προσφέρουν εκεί τις υπηρεσίες τους και κατά συνέπεια επηρέαζε το ενδοκοινοτικό εμπόριο, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

105    Συγκεκριμένα, αφενός, το επίμαχο μέτρο προκαλεί ζημία στις αλλοδαπές επιχειρήσεις οι οποίες συμμετέχουν σε διαγωνισμούς για τη σύναψη τοπικών συμβάσεων παραχωρήσεως με σκοπό την παροχή δημοσίων υπηρεσιών στην Ιταλία, δεδομένου ότι οι υπαγόμενες στο εν λόγω σύστημα δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν να προσφέρουν ανταγωνιστικότερες τιμές απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές τους από το ίδιο ή από άλλο κράτος μέλος οι οποίοι δεν υπάγονται στο σύστημα αυτό. Αφετέρου, το επίμαχο μέτρο καθιστά λιγότερο ελκυστική για τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών την επένδυση στον τομέα των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών στην Ιταλία (για παράδειγμα με την ανάληψη πλειοψηφικής συμμετοχής), δεδομένου ότι οι δυνάμενες να εξαγορασθούν επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να τύχουν του ευεργετήματος του υπό εξέταση μέτρου (ή θα μπορούσαν να χάσουν το σχετικό ευεργέτημα) λόγω της φύσεως των νέων μετόχων τους (βλ. αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

106    Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τις δύο αυτές προϋποθέσεις, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς, με τις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 64, 69, 73 και 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Επιπλέον, όπως έχει ήδη επισημανθεί, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά αποτελέσματα των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-307, σκέψη 33).

107    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός, με την προσβαλλομένη απόφαση, της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως κρατικής ενισχύσεως δεν είναι εσφαλμένος και, επομένως, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

108    Συνεπώς, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 253 ΕΚ, λόγω του χαρακτηρισμού της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως νέας κρατικής ενισχύσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

109    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, επικουρικώς, ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση και ότι, επομένως, η Επιτροπή, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη το άρθρο 88, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ.

110    Υποστηρίζει ότι η απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος είναι προγενέστερη της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚ. Συγκεκριμένα, η απαλλαγή αυτή προβλεπόταν για τις δημοτικές και ειδικές επιχειρήσεις ήδη από την αρχή του προηγούμενου αιώνα και παρατάθηκε υπέρ των εταιριών του νόμου 142/90 υπό τη μορφή τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών.

111    Προκειμένου να ενισχύσει περαιτέρω την επιχειρηματολογία της, η Επιτροπή αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Αυγούστου 1994, C-44/93, Namur-Les assurances du crédit (Συλλογή 1994, σ. I-3829, σκέψη 33), και στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2002, T-195/01 και T-207/01, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-2309), από τις οποίες προκύπτει, κατ’ αυτήν, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει τις νέες πτυχές ενός κοινοποιηθέντος συστήματος ενισχύσεων. Εν προκειμένω, ο τομέας δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων που είναι επιφορτισμένες με την παροχή δημοσίων υπηρεσιών δεν μεταβλήθηκε. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι ο νόμος 142/90 είχε ως σκοπό να παράσχει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως τη δυνατότητα να οργανώνουν τις δικές τους τοπικές υπηρεσίες υπό διαφορετική νομική μορφή από αυτή των δημοτικών επιχειρήσεων.

112    Κατά την προσφεύγουσα, η αιτιολογία που περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση είναι παράλογη και αντιφατική. Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εξετάσεως της απαλλαγής από τους φόρους μεταβιβάσεως, δέχθηκε ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις και οι εταιρίες του νόμου 142/90 αποτελούν, κατ’ ουσίαν, την ίδια οικονομική οντότητα. Αφετέρου, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, θεώρησε ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 αποτελούν νομικά πρόσωπα οικονομικώς και ουσιαστικώς αυτοτελή προς τους δήμους. Η Επιτροπή, με την προσβαλλομένη απόφαση, κατέληξε ότι η απαλλαγή από τους φόρους μεταβιβάσεως δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση. Δεδομένου όμως ότι οι προϋποθέσεις για την απαλλαγή αυτήν και οι προϋποθέσεις για την τριετή απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ταυτίζονταν, η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ότι ούτε η τριετής απαλλαγή συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

113    Εξάλλου, το άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο v, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), ορίζει ότι «όταν ορισμένα μέτρα μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθέρωσης μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία, τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθέρωσης». Τούτο σημαίνει ότι, για το διάστημα μέχρι την ελευθέρωση των υπό εξέταση τομέων, η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέα ενίσχυση, δεδομένου ότι χορηγήθηκε στο πλαίσιο τομέων που δεν λειτουργούσαν υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού.

114    Για τους λόγους αυτούς, η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης έλλειψη αιτιολογίας.

115    Η παρεμβαίνουσα συντάσσεται, κατ’ ουσίαν, με την άποψη και την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

116    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή, παραπέμποντας στις αιτιολογικές σκέψεις 86 έως 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προσθέτει ότι το συμπέρασμα που περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση επιβεβαιώνεται πλέον από το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 (ΕΕ L 140, σ. 1).

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

117    Με την απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, C-44/93, Namur-Les assurances du crédit (Συλλογή 1994, σ. I-3829), το Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο από το περιεχόμενο όσο και από τον σκοπό του άρθρου 88 ΕΚ προκύπτει ότι πρέπει να θεωρηθούν ως υφιστάμενες, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, όσες ενισχύσεις προϋπήρχαν της ημερομηνίας ενάρξεως της Συνθήκης ΕΚ και όσες τέθηκαν νομοτύπως σε εφαρμογή υπό τις συνθήκες που προβλέπονται στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, περιλαμβανομένων εκείνων που προέκυψαν από την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου αυτού, με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, 120/73, Lorenz (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 815, σκέψεις 4 έως 6), ενώ πρέπει να θεωρηθούν ως νέες ενισχύσεις, για τις οποίες υφίσταται η προβλεπόμενη σ’ αυτή την τελευταία διάταξη υποχρέωση κοινοποιήσεως, τα μέτρα τα οποία αποσκοπούν στη θέσπιση ή στην τροποποίηση ενισχύσεων, οι δε τροποποιήσεις μπορούν να αφορούν είτε υφιστάμενες ενισχύσεις είτε αρχικά σχέδια κοινοποιηθέντα στην Επιτροπή.

118    Όσον αφορά τις υφιστάμενες ενισχύσεις, το άρθρο 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 659/1999 περιέλαβε και καθιέρωσε τους κανόνες που διατύπωσε η νομολογία.

119    Κατά τη διάταξη αυτή, συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση:

i)      κάθε ενίσχυση η οποία προϋφίστατο της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης EK στο οικείο κράτος μέλος·

ii)      κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα συστήματα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο·

iii)      κάθε ενίσχυση που θεωρείται ότι έχει εγκριθεί λόγω του ότι η Επιτροπή δεν έλαβε απόφαση εντός προθεσμίας δύο μηνών η οποία κατ’ αρχήν αρχίζει να τρέχει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης και την οποία η Επιτροπή διαθέτει προκειμένου να πραγματοποιήσει προκαταρκτική εξέταση·

iv)      κάθε ενίσχυση ως προς την οποία παρήλθε η δεκαετής προθεσμία παραγραφής όσον αφορά την ανάκτηση·

v)      κάθε ενίσχυση που θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια κατέστη ενίσχυση λόγω της εξελίξεως της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος. Όταν ορισμένα μέτρα μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθερώσεως μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία, τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθερώσεως.

120    Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού, κάθε τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως πρέπει να θεωρείται ως νέα ενίσχυση.

121    Κατ’ ουσίαν, τα μέτρα που αποσκοπούν στη θέσπιση ενισχύσεων ή στην τροποποίηση υφισταμένων ενισχύσεων συνιστούν νέες ενισχύσεις. Ειδικότερα, εφόσον η τροποποίηση επηρεάζει την ίδια την ουσία του αρχικού συστήματος, μεταβάλλεται το σύστημα αυτό σε νέο σύστημα ενισχύσεων. Όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια ουσιώδη τροποποίηση όταν το νέο στοιχείο μπορεί σαφώς να αποσπαστεί από το αρχικό σύστημα (απόφαση Government of Gibraltar, σκέψη 111 ανωτέρω, σκέψεις 109 έως 111).

122    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η απαλλαγή δεν εμπίπτει στη δεύτερη, στην τρίτη ή στην τέταρτη από τις περιπτώσεις του άρθρου 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 659/1999 που επιτρέπουν να θεωρηθεί ένα μέτρο ενισχύσεως ως υφιστάμενη ενίσχυση. Επιπλέον, δεν έγινε επίκληση των περιπτώσεων αυτών από την προσφεύγουσα.

123    Ως προς την πρώτη από τις καταστάσεις τις οποίες αφορά το άρθρο 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 659/1999, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών θεσπίσθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 331/93 και με τον νόμο 549/95. Το 1990, ενώ με τον νόμο 142/90 θεσπίσθηκε μεταρρύθμιση των νομίμων οργανωτικών μέσων που είχαν στη διάθεσή τους οι δήμοι για τη διαχείριση των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων η δυνατότητα συστάσεως εταιριών περιορισμένης ευθύνης με κατά πλειοψηφία συμμετοχή του Δημοσίου, καμία απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος δεν προβλέφθηκε για τις εταιρίες αυτές.

124    Συγκεκριμένα, κάθε εταιρία του νόμου 142/90, συσταθείσα μεταξύ του 1990 και της ενάρξεως ισχύος, στις 30 Αυγούστου 1993, του άρθρου 66 του νομοθετικού διατάγματος 331/93, υπέκειτο στον φόρο εισοδήματος.

125    Κατά συνέπεια, όπως ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου το φορολογικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως να καταλάβει τις εταιρίες του νόμου 142/90, ο Ιταλός νομοθέτης έπρεπε να θεσπίσει νέα νομοθεσία πολλές δεκαετίες μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚ.

126    Επιπλέον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η απαλλαγή από τους φόρους για τις δημοτικές επιχειρήσεις θεσπίστηκε μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚ και ότι παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1995, γεγονός παραμένει ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 διαφέρουν ουσιωδώς από τις δημοτικές επιχειρήσεις. Η επέκταση των φορολογικών πλεονεκτημάτων που ισχύουν για τις δημοτικές και τις ειδικές επιχειρήσεις σε μια νέα κατηγορία δικαιούχων, όπως είναι οι εταιρίες του νόμου 142/90, συνιστά τροποποίηση που μπορεί να διαχωρισθεί από το αρχικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται με την απόφαση του Consiglio di Stato αριθ. 4586, της 3ης Σεπτεμβρίου 2001, υπάρχουν νομικές διαφορές μεταξύ των εταιριών του νόμου 142/90 και των δημοτικών επιχειρήσεων λόγω του ότι, μεταξύ άλλων, οι μεν δεν υπόκεινται στο αυστηρό εδαφικό όριο που επιβάλλεται στις δε και ότι τα πεδία δραστηριότητας των μεν είναι πολύ πιο εκτεταμένα. Έτσι, όπως έχει υπογραμμισθεί στη σκέψη 96 ανωτέρω, οι εταιρίες του νόμου 142/90 έχουν τη δυνατότητα να δρουν εκτός της περιφέρειας αναφοράς τους τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό, και σε τομείς διαφορετικούς από αυτούς της δημόσιας υπηρεσίας που προβλέπει το καταστατικό τους, εκτός εάν τούτο τους απορροφά σε σημαντικό βαθμό πόρους και μέσα, πράγμα το οποίο μπορεί να προκαλέσει ζημία στον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως.

127    Κατά συνέπεια, ακόμη και αν οι εταιρίες του νόμου 142/90 διαδέχθηκαν τις δημοτικές επιχειρήσεις στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις τους, η νομοθεσία που καθορίζει το ουσιαστικό και το γεωγραφικό πεδίο δραστηριότητάς τους έχει μεταβληθεί ουσιωδώς.

128    Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών που θεσπίζουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 70, του νόμου 549/95 και του άρθρου 66, παράγραφος 14, του νομοθετικού διατάγματος 331/93 δεν εμπίπτει στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο i, του κανονισμού 659/1999.

129    Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο v, του κανονισμού 659/1999, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή μπορεί να έχει εφαρμογή μόνον ως προς μέτρα που δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά τον χρόνο θέσεώς τους σε ισχύ. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο θεσπίσθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο οι αγορές λειτουργούσαν, εν πάση περιπτώσει, αν και πιθανότατα σε διαφορετικούς βαθμούς, υπό συνθήκες ελευθέρου ανταγωνισμού. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν εμπίπτει στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο v, του κανονισμού 659/1999.

130    Για τον λόγο αυτόν, δεν μπορεί να συναχθεί ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας. Το γεγονός ότι υπήρχε κάποιος ανταγωνισμός στους τομείς εντός των οποίων αναπτύσσουν δραστηριότητα οι εταιρίες του νόμου 142/90 ήταν ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα ότι το επίμαχο μέτρο έπρεπε να θεωρηθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση (αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

131    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη αντίφαση μεταξύ της εξετάσεως της απαλλαγής από τους φόρους μεταβιβάσεως και της αφορώσας την τριετή απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, αναλόγως του αν οι δημοτικές επιχειρήσεις και οι εταιρίες του νόμου 142/90 θεωρούνται ως οικονομικώς και ουσιαστικώς αυτοτελή νομικά πρόσωπα ή όχι, παρατηρείται ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλομένη απόφαση, στηριζόμενη στα πληροφοριακά στοιχεία που της παρέσχε η Ιταλική Κυβέρνηση, επισήμανε ότι έκρινε ότι η πρώτη απαλλαγή δικαιολογούνταν από τη φύση και τη γενική οικονομία του υπό εξέταση συστήματος. Χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί του βασίμου της εκτιμήσεως αυτής, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή έσφαλε ενδεχομένως όσον αφορά την απαλλαγή από τους φόρους μεταβιβάσεως δεν σημαίνει ότι πρέπει να ακυρωθεί ένα άλλο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

132    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επίμαχο μέτρο δεν αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση. Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και του άρθρου 253 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

133    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα, καθόσον δεν έκρινε ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών αποτελεί κρατική ενίσχυση συμβατή προς την κοινή αγορά, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

134    Ισχυρίζεται ότι η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών κατέστησε δυνατή την αναδιάρθρωση των οικείων επιχειρήσεων και τη μετάβαση από μια μονοπωλιακή οικονομία αγοράς σε μια οικονομία αγοράς λειτουργούσας υπό συνθήκες ανταγωνισμού. Συνεπώς, η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει την ίδια συλλογιστική με αυτή που ανέπτυξε στην απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1999, αφορώσα τους μεταβατικούς κανόνες για την κατάργηση της απαλλαγής από τον εταιρικό φόρο των δημοτικών επιχειρήσεων μεταφορών (ΕΕ C 379, σ. 11), και στην απόφαση 2000/410/ΕΚ, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το πρόγραμμα χορήγησης ενισχύσεων που σχεδιάζει να εφαρμόσει η Γαλλία υπέρ του γαλλικού λιμενικού κλάδου (ΕΕ 2000, L 155, σ. 52). Συγκεκριμένα, στις δύο αυτές αποφάσεις, η εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ σε κρατικά μέτρα σκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στη διασφάλιση της μεταβάσεως από ένα καθεστώς μονοπωλίου προς ένα ελεύθερο καθεστώς, μέσω μιας διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως των εταιριών που ήσαν μέτοχοι των οικείων εταιριών.

135    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, χωρίς τη θέσπιση της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, οι δήμοι ουδέποτε θα είχαν μετατρέψει τις δημοτικές επιχειρήσεις σε εταιρίες του νόμου 142/90. Εξάλλου, βάσει του μέτρου αυτού, διασφαλίστηκε η διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των δημοσίων αρχών και των εταιριών του νόμου 142/90 και προβλέφθηκε μεταβατική περίοδος προκειμένου να καταστεί δυνατή η αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, χωρίς ωστόσο να επηρεαστεί η συνέχεια της δημόσιας υπηρεσίας. Επιπλέον, επιβλήθηκαν στις επίμαχες επιχειρήσεις σοβαροί περιορισμοί όσον αφορά την περιφέρεια και τους τομείς δραστηριότητάς τους. Δεδομένου ότι οι τομείς δραστηριότητας των εταιριών του νόμου 142/90 ήσαν περιορισμένοι, η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ήταν δικαιολογημένη.

136    Όσον αφορά την προσωπική κατάστασή της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, μετά την ιδιωτικοποίησή της το 1998, προέβη στην εκ βάθρων αναδιοργάνωση και αναδιάρθρωση των εγκαταστάσεών της, από τα πλεονεκτήματα της οποίας ωφελήθηκε πλήρως η πόλη του Μιλάνου.

137    Η παρεμβαίνουσα συντάσσεται, κατ’ ουσίαν, με την άποψη και την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

138    Η Επιτροπή, παραπέμποντας στις αιτιολογικές σκέψεις 97 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, αμφισβητεί το βάσιμο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

139    Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 18). Συνεπώς, ο ασκούμενος από τον κοινοτικό δικαστή έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας.

140    Εν προκειμένω, όσον αφορά κατ’ αρχάς την αιτιολογία, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε αν η ενίσχυση μπορούσε να κριθεί σύμφωνη με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, πρώτον, υπό το πρίσμα των σχετικών κατευθυντηρίων γραμμών και, στη συνέχεια, ανεξαρτήτως των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών. Συναφώς, εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα (αιτιολογικές σκέψεις 97 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

141    Περαιτέρω, από τη δικογραφία προκύπτει σαφώς ότι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών να υπόκειται στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ δεν πληρούνταν. Η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν σκοπούσε στην αποκατάσταση της αποδοτικότητας των δικαιούχων και δεν προοριζόταν μόνο για τις προβληματικές επιχειρήσεις. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο συνέβαινε, δεν υποβλήθηκε κανένα σχέδιο αναδιαρθρώσεως ούτε κανένα μέτρο που σκοπεί στην αποκατάσταση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που είναι εγγενείς στη χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων. Κατά τη νομολογία, για να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ οι ενισχύσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις πρέπει να συνδέονται με συνεπές πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως που πρέπει να υποβληθεί στην Επιτροπή με όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2001, C-17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 45).

142    Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο το επίμαχο μέτρο διευκόλυνε τη μετάβαση από μια οικονομία μονοπωλιακής αγοράς προς την οικονομία μιας αγοράς που λειτουργεί υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ως προς τι το επίμαχο μέτρο δημιούργησε εντονότερο ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, όπως έχει επισημανθεί, οι σχετικές αγορές χαρακτηρίζονταν ήδη από ορισμένο βαθμό ανταγωνισμού και, επομένως, το επίμαχο μέτρο μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

143    Όσον αφορά την προβαλλόμενη αντίφαση προς άλλες αποφάσεις της Επιτροπής, που επιτρέπουν ένα μεταβατικό σύστημα, επισημαίνεται ότι από τις δύο αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα προκύπτει ότι οι καταστάσεις τις οποίες αφορούσαν δεν είναι συγκρίσιμες. Όσον αφορά την απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1999, όπως ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή, απαγορεύθηκε στους δικαιούχους της φορολογικής απαλλαγής στην υπόθεση εκείνη η συμμετοχή σε διαγωνισμούς εκτός της περιφέρειας αναφοράς τους, μέχρι την ελευθέρωση των δικών τους εγχωρίων αγορών. Όσον αφορά την απόφαση 2000/410, η χορήγηση των επιμάχων ενισχύσεων στην υπόθεση εκείνη εξαρτιόταν από την πραγματοποίηση επενδύσεων για τη μεταβίβαση και την αντικατάσταση υφισταμένων εξοπλισμών.

144    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ελευθερίας εγκαταστάσεως καθώς και από έλλειψη αιτιολογίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

145    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την προβαλλόμενη από την Επιτροπή παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως και προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας συναφώς.

146    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ αρχάς ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία έχει γενικό χαρακτήρα, και της αρχής της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η οποία έχει ειδικό χαρακτήρα. Κατά την προσφεύγουσα, η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν θεσπίσθηκε κατά παράβαση των αρχών αυτών.

147    Η προσφεύγουσα αποκλείει το ενδεχόμενο είτε οι επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών είτε οι ιταλικές επιχειρήσεις που δεν προέκυψαν από τη μετατροπή δημοτικής επιχειρήσεως σε εταιρία του νόμου 142/90 να πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να τύχουν της τριετούς απαλλαγής από των φόρο εισοδήματος εταιριών. Συνεπώς, η απαλλαγή αυτή δεν εφαρμόσθηκε κατά τρόπο συνιστώντα δυσμενή διάκριση, προκειμένου να ευνοήσει τις ιταλικές επιχειρήσεις.

148    Το αν μια επιχείρηση μπορεί να τύχει της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν εξαρτάται από την ιθαγένεια της επιχειρήσεως ούτε από τη φύση των εταίρων, δεδομένου ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή στη σκέψη 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η επιλεξιμότητα μιας επιχειρήσεως προκειμένου να τύχει απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών εξαρτάται αποκλειστικά από τη νομική της μορφή (δηλαδή πρέπει να είναι πρώην δημόσιο νομικό πρόσωπο, το οποίο μετατράπηκε σε μετοχική εταιρία) και από τη σύνθεση του μετοχικού της κεφαλαίου (η πλειοψηφία πρέπει να ανήκει στη δημόσια αρχή). Για τον λόγο αυτόν, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι αντιφατική.

149    Εξάλλου, το γεγονός ότι ανατέθηκε στις εταιρίες του νόμου 142/90 η άμεση και αποκλειστική εκμετάλλευση των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών στην περιφέρεια του δήμου αναφοράς τους απέκλεισε τη δυνατότητα κάθε άλλης επιχειρήσεως, από την Ιταλία ή από άλλο κράτος μέλος, να παρέμβει στην αγορά των υπηρεσιών αυτών.

150    Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, οι επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών που συμμετέχουν κατά μειοψηφία σε εταιρία του νόμου 142/90 μπορούσαν να τύχουν εμμέσως των πλεονεκτημάτων της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών.

151    Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει επίσης όπως διαφορετικές καταστάσεις δεν τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως. Επομένως, δεδομένου ότι οι εταιρίες του νόμου 142/90 δεν βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με τις «συνήθεις» εταιρίες, λόγω του περιορισμένου πεδίου δραστηριοτήτων τους, η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ήταν δικαιολογημένη.

152    Η παρεμβαίνουσα συντάσσεται, κατ’ ουσίαν, με την άποψη της προσφεύγουσας.

153    Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι, κατά παγία νομολογία, κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση άλλων διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ εκτός από το άρθρο 87 ΕΚ δεν μπορεί να κριθεί σύμφωνη με τη κοινή αγορά.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

154    Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι ο πρώτος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκαν, καθόσον η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών συνιστά ενίσχυση και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις προκειμένου να υπαχθεί στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Ως εκ τούτου, η κήρυξη της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών ως ασυμβίβαστης προς την κοινή αγορά λόγω παραβιάσεως των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ελευθερίας εγκαταστάσεως αφορά επικουρική αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής.

155    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από έλλειψη νομιμότητας της διαταγής περί ανακτήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

156    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η διαταγή περί ανακτήσεως δόθηκε κατά παράβαση της Συνθήκης ΕΚ και των κανόνων δικαίου που αφορούν την εφαρμογή της. Κατά την προσφεύγουσα, με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή διατάσσει ανεπιφύλακτα και γενικά την Ιταλική Δημοκρατία να αναζητήσει όλα τα πλεονεκτήματα των οποίων έτυχαν όλες οι εταιρίες του νόμου 142/90, ενώ η Επιτροπή αναγνώρισε ότι υπήρχε ενδεχόμενο ορισμένες ενισχύσεις, χωρίς ωστόσο να τις συγκεκριμενοποιήσει, να είναι συμβατές προς τη Συνθήκη ΕΚ. Συγκεκριμένα, με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι υπήρχε ενδεχόμενο ορισμένες ατομικές περιπτώσεις να καλύπτονται από τον κανόνα de minimis ή να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις, αναλόγως της καταστάσεως του λήπτη, ή ακόμη και να είναι συμβατές προς την κοινή αγορά για λόγους που συνδέονται με κάθε ατομική περίπτωση.

157    Συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση είναι παράνομη για δύο λόγους: αφενός, διότι η Επιτροπή διατάσσει την ανάκτηση ενισχύσεων οι οποίες ενδεχομένως συμβιβάζονται προς τη Συνθήκη ΕΚ και, αφετέρου, διότι υποχρεώνει την Ιταλική Δημοκρατία να διευκρινίσει ποια συγκεκριμένα μέτρα συνιστούν ενισχύσεις. Η συνεργασία την οποία υποχρεούται να παράσχει η Επιτροπή δεν μπορεί να θεραπεύσει τις αβεβαιότητες που απορρέουν από τη διαδικασία ανακτήσεως εν προκειμένω.

158    Η παρεμβαίνουσα συντάσσεται με την άποψη της προσφεύγουσας.

159    Η Επιτροπή αντικρούει την άποψη της προσφεύγουσας ότι η αφηρημένη εξέταση ενός συστήματος ενισχύσεων, χωρίς λεπτομερή εξέταση των ατομικών περιπτώσεων εφαρμογής, δεν μπορεί να συνεπάγεται διαταγή περί ανακτήσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

160    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, κατά παγία νομολογία, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, στην περίπτωση ενός συστήματος ενισχύσεων, να περιοριστεί στην εξέταση των χαρακτηριστικών του εν λόγω συστήματος.

161    Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι μια αρνητική απόφαση η οποία αφορά ένα σύστημα ενισχύσεων δεν είναι αναγκαίο να περιέχει ανάλυση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν σε κατ’ ιδίαν περιπτώσεις βάσει του συστήματος αυτού. Μόνο στο επίπεδο της αναζητήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 91).

162    Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, κατά παγία νομολογία, η κατάργηση μιας ενισχύσεως που χορηγήθηκε παράνομα, μέσω της αναζητήσεώς της καθώς και των σχετικών με αυτήν τόκων, αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του ασυμβιβάστου της προς την κοινή αγορά (αποφάσεις Tubemeuse, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 66, της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-35, σκέψη 47, και της 29ης Ιουνίου 2004, C‑110/02, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I-333, σκέψη 41).

163    Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι η νομολογία αυτή ισχύει τόσο για τις ατομικές ενισχύσεις όσο και για τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο ενός συστήματος ενισχύσεων.

164    Ωστόσο, η γενική και αφηρημένη ανάλυση ενός συστήματος ενισχύσεων δεν αποκλείει, σε μια κατ’ ιδίαν περίπτωση, το χορηγηθέν βάσει του συστήματος αυτού ποσό να μην εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, επί παραδείγματι, λόγω του ότι η ατομική χορήγηση ενισχύσεως εμπίπτει στους κανόνες de minimis. Η σκέψη αυτή εξηγεί τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν με τις αιτιολογικές σκέψεις 72, 85 και 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

165    Βεβαίως ο ρόλος των εθνικών αρχών περιορίζεται, οσάκις η Επιτροπή εκδίδει απόφαση κηρύσσουσα μια ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά, στην εκτέλεση της αποφάσεως αυτής και οι εν λόγω αρχές δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1977, 78/76, Steinicke & Weinlig, Συλλογή τόμος 1977, σ. 171, σκέψη 10). Τούτο δεν εμποδίζει τις εθνικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη τις επιφυλάξεις αυτές κατά την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή διατάσσει μόνον την ανάκτηση των ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ και όχι των ποσών τα οποία, μολονότι έχουν καταβληθεί βάσει του επιμάχου συστήματος, δεν συνιστούν ενισχύσεις ή συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις ή ενισχύσεις σύμφωνες με την κοινή αγορά δυνάμει κανονισμού απαλλαγής ανά κατηγορία ή κανόνων de minimis ή ακόμη άλλης αποφάσεως της Επιτροπής.

166    Περαιτέρω, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω του ότι η Ιταλική Δημοκρατία υποχρεούται να προσδιορίσει ποια συγκεκριμένα μέτρα συνιστούν ενισχύσεις, επισημαίνεται ότι η έννοια της ενισχύσεως έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Συναφώς, η αρμόδια αρχή δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Επίσης, ο εθνικός δικαστής είναι αρμόδιος να ερμηνεύει τις έννοιες της ενισχύσεως και της υφισταμένης ενισχύσεως και θα είναι σε θέση να αποφανθεί επί των ενδεχομένων ιδιαιτεροτήτων της τάδε ή της δείνα περιπτώσεως εφαρμογής, ενδεχομένως υποβάλλοντας προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

167    Επιπλέον, το να γίνει δεκτή η άποψη της προσφεύγουσας σύμφωνα με την οποία η αφηρημένη εξέταση ενός συστήματος ενισχύσεων, χωρίς λεπτομερή εξέταση των κατ’ ιδίαν περιπτώσεων εφαρμογής, δεν μπορεί να συνεπάγεται τη διαταγή ανακτήσεως ισοδυναμεί με συστηματικό αποκλεισμό της δυνατότητας ανακτήσεως των αδικαιολογήτως καταβληθεισών ενισχύσεων και, συνεπώς, καθιστά τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ κενά περιεχομένου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή, η οποία είναι η μόνη αρμόδια αρχή για την εκτίμηση του αν οι ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, θα βρισκόταν σε αδυναμία να εξετάσει τις πολυάριθμες περιπτώσεις εφαρμογής των συστημάτων ενισχύσεων.

168    Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι o πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

169    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

170    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

171    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η AEM SpA φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα έξοδα της Επιτροπής.

3)      Η ASM Brescia SpA φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Martins Ribeiro

Šváby

Παπασάββας

Wahl

 

      Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουνίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.