Language of document : ECLI:EU:T:2011:461

Υπόθεση T-8/09

Dredging International NV και

Ondernemingen Jan de Nul NV

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας (EMSA)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων του EMSA – Επέμβαση σκαφών έκτακτης ανάγκης για την καταπολέμηση της ρύπανσης από τους υδρογονάνθρακες – Απόρριψη της προσφοράς – Προσφυγή ακυρώσεως – Μη συμμόρφωση της προσφοράς προς το αντικείμενο της συμβάσεως – Συνέπειες – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Καθορισμός του αντικειμένου της συμβάσεως – Μη γνωστοποίηση των χαρακτηριστικών και των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς – Αιτιολόγηση – Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Αίτημα περί κηρύξεως ως άκυρης της συμβάσεως που συνήφθη με τον ανάδοχο – Αίτημα αποζημιώσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία διαγωνισμού – Αντικείμενο της συμβάσεως – Καθορισμός με τα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών – Συμμόρφωση της προσφοράς προς τον ως άνω καθορισμό

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 92, 97 και 98 § 4· κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρα 138 και 146 § 3, εδ. 1)

2.      Δημόσιες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία διαγωνισμού – Υποχρέωση γνωστοποιήσεως στους απορριφθέντες διαγωνιζομένους των στοιχείων που αφορούν την επιλεγείσα προσφορά – Έκταση

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 98 § 4 και 100 § 2)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Προσφυγή η οποία μπορεί να παράσχει όφελος στον προσφεύγοντα – Προσφυγή η οποία ασκείται από διαγωνιζόμενο, απορριφθέντα πριν το στάδιο της αναθέσεως, κατ’ αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως – Απαράδεκτο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

1.      Στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως, οι περιστάσεις που αφορούν τη συμμόρφωση της προσφοράς προς την προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως και, κατά συνέπεια, προς ένα ανώτατο όριο προϋπολογισμού, οι οποίες εκτίθενται στην προκήρυξη της συμβάσεως και στα λοιπά έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, αντιστοιχούν στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια προσφορά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της αναθέτουσας αρχής. Εμπίπτουν στον καθορισμό του αντικειμένου της συμβάσεως, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 92 του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από την οποία διάταξη προκύπτει ότι ο καθορισμός αυτός είναι διαφορετικός από τα κριτήρια αποκλεισμού, επιλογής και αναθέσεως. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω περιστάσεις δεν συνιστούν κριτήρια αναθέσεως κατά την έννοια του άρθρου 97 του ως άνω κανονισμού και του άρθρου 138 του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού.

Η συμμόρφωση της προσφοράς προς το αντικείμενο της συμβάσεως, όπως αυτό περιγράφεται στα εν λόγω έγγραφα, αποτελεί έτσι προαπαιτούμενο το οποίο πρέπει να πληροί οποιαδήποτε προσφορά ώστε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. Η μη τήρηση της προϋποθέσεως αυτής οδηγεί στον αποκλεισμό της εν λόγω προσφοράς από την αναθέτουσα αρχή, χωρίς σύγκρισή της με τις λοιπές υποβαλλόμενες προσφορές, όπως προβλέπει το άρθρο 146, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2342/2002.

Συναφώς, αν η αναθέτουσα αρχή αποδεχόταν προσφορές μη ανταποκρινόμενες στο αντικείμενο της συμβάσεως, όπως αυτό καθορίζεται στα έγγραφα της προσκλήσεως υποβολής προσφορών, αφενός, τούτο θα ήταν ασυμβίβαστο προς τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχειρίσεως και, αφετέρου, θα καθιστούσε αδύνατη τη σύγκριση των εν λόγω προσφορών προς τις λοιπές υποβαλλόμενες προσφορές.

(βλ. σκέψεις 57, 62-63, 66-67, 70-72, 79)

2.      Στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως, όταν η απόρριψη της προσφοράς επέρχεται πριν το στάδιο της αναθέσεως, εξ ορισμού δεν αποτελεί συνέπεια της συγκρίσεως με την προσφορά που επελέγη. Επομένως, για την επαλήθευση του βασίμου της απορρίψεως δεν απαιτείται η γνωστοποίηση στοιχείων για την επιλεγείσα προσφορά.

Συναφώς, η υποχρέωση γνωστοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν αποβλέπει στο να παράσχει στον διαγωνιζόμενο τη δυνατότητα να επαληθεύσει τη συμμόρφωση όλων των άλλων προσφορών προς τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής και προς το αντικείμενο της συμβάσεως. Ειδικότερα, αν συνέβαινε αυτό, η ως άνω διάταξη δεν θα προέβλεπε τη γνωστοποίηση μόνο των στοιχείων που αφορούν την επιλεγείσα προσφορά.

(βλ. σκέψεις 107-108)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως που έχει ασκηθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στο μέτρο που ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως είναι ικανή αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Όταν όμως η προσφορά ενός διαγωνιζομένου απορρίπτεται από την αναθέτουσα αρχή πριν από το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως, οπότε δεν συγκρίνεται προς τις λοιπές προσφορές, το έννομο συμφέρον του εν λόγω διαγωνιζομένου να προσβάλει την απόφαση περί αναθέσεως προϋποθέτει την ακύρωση της αποφάσεως που απορρίπτει την προσφορά του. Ειδικότερα, μόνον αν ακυρωθεί η απόφαση περί απορρίψεως είναι ενδεχομένως δυνατό η ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως να επάγεται έννομες συνέπειες για τον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως και να του παράσχει όφελος, ακυρώνοντας μια απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν συγκρίσεως στην οποία εσφαλμένως δεν συμπεριλήφθηκε η προσφορά του.

Αντιθέτως, στην περίπτωση που απορρίπτεται το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως που απορρίπτει την προσφορά, η ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως δεν μπορεί να επάγεται έννομες συνέπειες για τον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που απορρίπτει την προσφορά δεν επιτρέπει να επηρεαστεί ο εν λόγω διαγωνιζόμενος από τη μεταγενέστερη απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλο διαγωνιζόμενο.

(βλ. σκέψεις 133-135)