Language of document : ECLI:EU:T:2014:436

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Ιουνίου 2014 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος METABIOMAX — Προγενέστερο κοινοτικό λεκτικό σήμα BIOMAX — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑62/13,

Σοφία Γολάμ, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον N. Τροβά, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον Π. Γερουλάκο,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Glaxo Group Ltd, με έδρα το Greenford (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους Γ. Μπάλλα και Ν. Πρεντουλή, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 30ής Οκτωβρίου 2012 (υπόθεση R 2089/2011‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Glaxo Group Ltd και της Σοφίας Γολάμ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο (εισηγητή), I. Labucka και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Φεβρουαρίου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Μαΐου 2013,

έχοντας υπόψη την τροποποίηση της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν, εντός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας, αίτημα διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 15 Φεβρουαρίου 2010, η προσφεύγουσα, Σοφία Γολάμ, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο METABIOMAX.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 5, 16 και 30 του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, για καθεμιά από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 5: «Φαρμακευτικά παρασκευάσματα· παρασκευάσματα υγιεινής για ιατρικές χρήσεις· διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, βρεφικές τροφές»·

–        κλάση 16: «Χαρτί, χαρτόνι και είδη από αυτά τα υλικά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· έντυπο υλικό· υλικό βιβλιοδεσίας· φωτογραφίες· είδη χαρτοπωλείου· κόλλες για χαρτικά ή οικιακές χρήσεις· υλικά για καλλιτέχνες· πινέλα ζωγραφικής· γραφομηχανές και είδη γραφείου (εκτός των επίπλων)· υλικό διδασκαλίας και εκπαίδευσης (εκτός συσκευών)· πλαστικά υλικά συσκευασίας (μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις)· τυπογραφικά στοιχεία· στερεότυπα (κλισέ)»·

–        κλάση 30: «Καφές, τσάι, κακάο, ζάχαρη, ρύζι, ταπιόκα, σάγο (αλεύρι κολλαρίσματος), υποκατάστατα καφέ· άλευρα και παρασκευάσματα από δημητριακά, άρτος, γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, παγωτά· μέλι, σιρόπι μελάσας· μαγιά, μπέϊκιν πάουντερ· αλάτι, μουστάρδα· ξίδι, σάλτσες (καρυκεύματα)· μπαχαρικά· πάγος».

4        Η αίτηση κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 116/2010, της 28ης Ιουνίου 2010.

5        Στις 13 Αυγούστου 2010, η Maximuscle Ltd άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, κατά της καταχωρίσεως του αιτηθέντος σήματος.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο κοινοτικό λεκτικό σήμα BIOMAX, το οποίο είχε καταχωριστεί στις 18 Νοεμβρίου 2005 με αριθμό 2661858 για προϊόντα που υπάγονται στις κλάσεις 5, 30 και 32 και αντιστοιχούν, για καθεμιά από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 5: «Φαρμακευτικά διατροφικά παρασκευάσματα σε μορφή σκόνης, δισκίου και κάψουλας· στο σύνολό τους για διατροφή σωματοδόμησης (body building) και αθλημάτων φαρμακευτικά παρασκευάσματα ενέργειας και πρωτεϊνών»·

–        κλάση 30: «Είδη ζαχαροπλαστικής σε μορφή ράβδου που έχουν διατροφική αξία, χαρίζουν ενέργεια στον οργανισμό, περιέχουν πρωτεΐνες και βοηθούν στην αύξηση βάρους, στα οποία περιλαμβάνονται προϊόντα σε μορφή ράβδου για υποκατάσταση γευμάτων και γλυκά για αθλούμενους»·

–        κλάση 32: «Ποτά που έχουν διατροφική αξία, χαρίζουν ενέργεια στον οργανισμό και προορίζονται για αθλούμενους και για αθλητές, στα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται ποτά με γεύση κόλα».

7        Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

8        Στις 4 Οκτωβρίου 2010, η Maximuscle πληροφόρησε το ΓΕΕΑ για την αλλαγή της εταιρικής επωνυμίας της σε Maxinutrition Ltd. Κατόπιν τροποποιήσεως, στις 5 Αυγούστου 2011, του καταλόγου των προϊόντων κατά των οποίων στρεφόταν η ανακοπή, η ανακοπή αυτή στρέφεται πλέον κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος για τα προϊόντα που περιγράφονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

9        Στις 9 Σεπτεμβρίου 2011, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή όσον αφορά τα προϊόντα της κλάσεως 5 «φαρμακευτικά παρασκευάσματα· παρασκευάσματα υγιεινής για ιατρικές χρήσεις· διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, βρεφικές τροφές» και τα προϊόντα της κλάσεως 30 «καφέ, υποκατάστατα καφέ· άλευρα και παρασκευάσματα από δημητριακά, είδη ζαχαροπλαστικής».

10      Στις 7 Οκτωβρίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

11      Στις 3 Ιανουαρίου 2012, το ΓΕΕΑ ενημερώθηκε ότι το προγενέστερο σήμα είχε μεταβιβασθεί στην παρεμβαίνουσα Glaxo Group Ltd.

12      Με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2012 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του τμήματος ανακοπών και απέρριψε εν μέρει την προσφυγή. Το τμήμα προσφυγών:

–        απέρριψε κατ’ αρχάς το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι από κανένα έγγραφο δεν προέκυπτε η αλλαγή του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, καθόσον τα έγγραφα που αποδεικνύουν την εν λόγω αλλαγή είχαν κοινοποιηθεί στο ΓΕΕΑ·

–        δέχθηκε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό ήταν το ευρύ κοινό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από την περίπτωση των φαρμακευτικών παρασκευασμάτων, ως προς τα οποία το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται τόσο από επαγγελματίες όσο και από μέσους καταναλωτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν έχουν εξειδικευμένες γνώσεις ιατρικής ή φαρμακευτικής·

–        έκρινε ότι τα «φαρμακευτικά παρασκευάσματα» για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος ήταν πανομοιότυπα ή παρόμοια με «φαρμακευτικά διατροφικά παρασκευάσματα σε μορφή σκόνης, δισκίου και κάψουλας· στο σύνολό τους για διατροφή σωματοδόμησης (body building) και αθλημάτων, φαρμακευτικά παρασκευάσματα ενέργειας και πρωτεϊνών», τα οποία προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα·

–        έκρινε ότι υπήρχε ομοιότητα μεταξύ των «διαιτητικών ουσιών για ιατρικές χρήσεις· βρεφικών τροφών» για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος και των «φαρμακευτικών διατροφικών παρασκευασμάτων σε μορφή σκόνης, δισκίου και κάψουλας», τα οποία προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα·

–        επισήμανε ότι στα «παρασκευάσματα από δημητριακά και είδη ζαχαροπλαστικής», για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος, περιλαμβάνονταν τα «είδη ζαχαροπλαστικής σε μορφή ράβδου που έχουν διατροφική αξία, χαρίζουν ενέργεια στον οργανισμό, περιέχουν πρωτεΐνες και βοηθούν στην αύξηση βάρους, στα οποία περιλαμβάνονται προϊόντα σε μορφή ράβδου για υποκατάσταση γευμάτων και γλυκά για αθλούμενους», τα οποία προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα·

–        έκρινε ότι τα «άλευρα» για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος είχαν διαφορετικό σκοπό και διαφορετική φύση από τα προϊόντα που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα·

–        δέχθηκε ότι «ο καφές και τα υποκατάστατα καφέ» για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος και τα «ποτά που έχουν διατροφική αξία, χαρίζουν ενέργεια στον οργανισμό και προορίζονται για αθλούμενους και για αθλητές, στα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται ποτά με γεύση κόλα» τα οποία προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα δεν ήταν παρόμοια, καθόσον δεν είχαν εν γένει τον ίδιο σκοπό και ήταν προϊόντα διαφορετικών επιχειρήσεων·

–        επισήμανε την ομοιότητα των σημείων από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως, λόγω της παρουσίας, στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, του στοιχείου «biomax» το οποίο συνιστά το προγενέστερο σήμα·

–        συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι θα μπορούσε να υπάρξει κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων για «τα φαρμακευτικά παρασκευάσματα· τις διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, και τις βρεφικές τροφές» της κλάσεως 5 και για τα «παρασκευάσματα από δημητριακά και είδη ζαχαροπλαστικής» της κλάσεως 30 και απέρριψε το ενδεχόμενο τέτοιου κινδύνου για «τον καφέ, τα υποκατάστατα καφέ και τα άλευρα» της κλάσεως 30.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει την ανακοπή της παρεμβαίνουσας και να δεχτεί την αίτησή της στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

14      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της παραπομπής εκ μέρους της προσφεύγουσας στα υπομνήματα που κατέθεσε ενώπιον του ΓΕΕΑ

15      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι «προσκομίζει και επικαλείται» τα υπομνήματα που κατέθεσε αντιστοίχως ενώπιον του τμήματος ανακοπών και ενώπιον του τμήματος προσφυγών στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ. Πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται προφανώς για παραπομπή στο σύνολο των εγγράφων της προσφεύγουσας τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα της προσφυγής της.

16      Δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται επί υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, και του άρθρου 132, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Κατά πάγια νομολογία, το σώμα του δικογράφου της προσφυγής μπορεί μεν να διευκρινίζεται και να συμπληρώνεται, ως προς συγκεκριμένα στοιχεία, με παραπομπές σε χωρία συνημμένων εγγράφων, πλην όμως η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, βάσει των ανωτέρω διατάξεων, πρέπει να περιέχονται στο ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑183/03, Applied Molecular Evolution κατά ΓΕΕΑ (APPLIED MOLECULAR EVOLUTION), Συλλογή 2004, σ. II‑3113, σκέψη 11, της 4ης Μαρτίου 2010, T‑477/08, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ — ALK-Abelló (AVANZALENE), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 16, και της 22ας Ιουνίου 2011, T‑76/09, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ — Asociación Farmaceuticos Mundi (FARMA MUNDI FARMACEUTICOS MUNDI), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17].

17      Δεν είναι έργο του Γενικού Δικαστηρίου να υποκαταστήσει τους διαδίκους αναζητώντας τα κρίσιμα στοιχεία στα έγγραφα στα οποία παραπέμπουν οι διάδικοι [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Απριλίου 2008, T‑389/03, Dainichiseika Colour & Chemicals Mfg. κατά ΓΕΕΑ — Pelikan (Αναπαράσταση ενός πελεκάνου), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 19]. Κατά συνέπεια, το δικόγραφο της προσφυγής, στον βαθμό που παραπέμπει γενικώς σε έγγραφα και κείμενα τα οποία κατέθεσε η προσφεύγουσα ενώπιον του ΓΕΕΑ, είναι απαράδεκτο, καθόσον η γενική παραπομπή στην οποία προβαίνει με τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ δεν συνδέεται με τους λόγους και τα επιχειρήματα που εκτίθενται σ’ αυτό. Πρέπει, συνεπώς, το δικόγραφο της προσφυγής να εξεταστεί μόνο βάσει των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται σ’ αυτό.

 Επί της ουσίας

18      Η προσφεύγουσα φαίνεται να προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίζονται, κατ’ αρχάς, στο ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη ορισμένες αιτιάσεις που προβλήθηκαν ενώπιόν του, ακολούθως, σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 και, τέλος, σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

19      Εάν γίνει δεκτό ότι το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου ως αλυσιτελής στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, καθόσον προς στήριξη της ανακοπής έγινε επίκληση μόνον του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, το οποίο και αποτέλεσε τη βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται στο ότι δεν ελήφθησαν υπόψη ορισμένες αιτιάσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών

20      Η προσφεύγουσα βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τρεις αιτιάσεις, οι οποίες είχαν προβληθεί στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας, δηλαδή την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως της παρεμβαίνουσας, την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατά την άσκηση της ανακοπής και την αοριστία της ανακοπής της παρεμβαίνουσας. Η προσφεύγουσα προσάπτει, επίσης, στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα προς στήριξη των επιχειρημάτων της.

21      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση της προσφεύγουσας περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της παρεμβαίνουσας πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι το κοινοτικό σήμα μπορεί να μεταβιβαστεί για το σύνολο ή για μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωριστεί. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού, κατόπιν αιτήσεως ενός των συμβαλλομένων, η μεταβίβαση σημειώνεται στο μητρώο και δημοσιεύεται. Κατά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, εφόσον η μεταβίβαση δεν έχει σημειωθεί στο μητρώο, ο διάδοχος δεν μπορεί να προβάλει δικαιώματα που απορρέουν από την καταχώριση του κοινοτικού σήματος.

22      Εν προκειμένω, από τον ενώπιον του ΓΕΕΑ φάκελο, τον οποίο τούτο διαβίβασε στο Γενικό Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 133 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκύπτει ότι, στις 3 Ιανουαρίου 2012, το ΓΕΕΑ ενημερώθηκε ότι το προγενέστερο σήμα είχε μεταβιβαστεί στην παρεμβαίνουσα. Δεν ευσταθεί, συνεπώς, η αιτίαση κατά του τμήματος προσφυγών ότι απέρριψε, με τη σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την αμφισβήτηση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της παρεμβαίνουσας.

23      Κατά το μέρος, δεύτερον, που προσάπτεται στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη τις αιτιάσεις της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος κατά την άσκηση της ανακοπής της παρεμβαίνουσας και της αοριστίας της εν λόγω ανακοπής καθώς και ότι δεν έλαβε υπόψη ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα προς στήριξη των επιχειρημάτων της, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ πρέπει να αιτιολογούνται. Κατά τη νομολογία, η υποχρέωση αυτή έχει το ίδιο περιεχόμενο με την υποχρέωση που καθιερώνει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και σκοπός της είναι να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερόμενους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 2003, T‑16/02, Audi κατά ΓΕΕΑ (TDI), Συλλογή 2003, σ. II‑5167, σκέψεις 87 και 88· της 28ης Απριλίου 2004, T‑124/02 και T‑156/02, Sunrider κατά ΓΕΕΑ — Vitakraft-Werke Wührmann και Friesland Brands (VITATASTE και METABALANCE 44), Συλλογή 2004, σ. II‑1149, σκέψεις 72 και 73, και της 9ης Ιουλίου 2008, T‑304/06, Reber κατά ΓΕΕΑ — Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), Συλλογή 2008, σ. II‑1927, σκέψη 43].

24      Εντούτοις, δεν μπορεί να απαιτείται από τα τμήματα προσφυγών να παραθέτουν αιτιολογία που να ακολουθεί εξαντλητικά και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν ενώπιόν τους τα μέρη. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση Mozart, προαναφερθείσα στη σκέψη 23, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, διαπιστώνοντας την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων σε σχέση με «φαρμακευτικά παρασκευάσματα· διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, βρεφικές τροφές» και «παρασκευάσματα από δημητριακά, είδη ζαχαροπλαστικής», το τμήμα προσφυγών απέρριψε σιωπηρώς τις αιτιάσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα.

26      Συνεπώς, η εκ μέρους του τμήματος προσφυγών σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημείων και των επίμαχων προϊόντων και η σφαιρική εκτίμησή του σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 συνεπάγονται κατ’ ανάγκη την απόρριψη του επιχειρήματος της προσφεύγουσας περί αοριστίας των εγγράφων της παρεμβαίνουσας καθώς και την απόρριψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα προς στήριξη των επιχειρημάτων της περί ελλείψεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

27      Επιπροσθέτως, αυτή η έμμεση αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι επαρκής έναντι των προδήλως αβασίμων επικρίσεων που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτό.

28      Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, περίπτωση i, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος δικαιούται να αντιταχθεί στην καταχώριση κοινοτικού σήματος. Η προσφεύγουσα δεν μπορούσε, συνεπώς, να προσάψει στην παρεμβαίνουσα άσκηση του δικαιώματος που αντλεί από τις εν λόγω διατάξεις.

29      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009

30      Η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο τμήμα προσφυγών ότι κατέληξε στο συμπέρασμα περί κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

31      Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά τη μερική ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών από το τμήμα προσφυγών, το μόνο που εξακολουθεί να βλάπτει την προσφεύγουσα είναι το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι η καταχώριση του αιτηθέντος σήματος για «φαρμακευτικά παρασκευάσματα· διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, βρεφικές τροφές» της κλάσεως 5 και «παρασκευάσματα από δημητριακά, είδη ζαχαροπλαστικής» της κλάσεως 30 μπορεί να προκαλέσει στο ενδιαφερόμενο κοινό κίνδυνο συγχύσεως με το προγενέστερο σήμα.

32      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτηθέν σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

33      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή οι επίμαχες υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα σημεία και προϊόντα ή υπηρεσίες και λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως δε της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ — Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

–       Επί του ενδιαφερόμενου κοινού

34      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της σχετικής κατηγορίας προϊόντων, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη ότι το επίπεδο της προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατό να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με την κατηγορία των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ — Altana Pharma (RESPICUR), Συλλογή 2007, σ. II‑449, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

35      Λαμβανομένων υπόψη των επίμαχων προϊόντων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, για τους λόγους που εξέθεσε στις σκέψεις 15 έως 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό ήταν, εντός όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, οι επαγγελματίες καθώς και οι μέσοι καταναλωτές που δεν έχουν εξειδικευμένες γνώσεις ιατρικής ή φαρμακευτικής σε σχέση με τα προϊόντα που αποτελούν φαρμακευτικά παρασκευάσματα και, αφετέρου, το ευρύ κοινό για τα άλλα σχετικά προϊόντα.

36      Πράγματι, όσον αφορά τα «φαρμακευτικά παρασκευάσματα» και τις «διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις» για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος, διατίθενται κυρίως στην αγορά κατόπιν συστάσεως ή διαμεσολαβήσεως ενός επαγγελματία στον τομέα της υγείας, συνταγογραφούντος ιατρού, φαρμακοποιού ή κτηνιάτρου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται τόσο από τελικούς καταναλωτές όσο και από οικείους επαγγελματίες στον τομέα της υγείας. Ακόμη και αν η επιλογή των προϊόντων αυτών επηρεάζεται ή καθορίζεται από τη διαμεσολάβηση τρίτων, μπορεί να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως και για τους καταναλωτές, από τη στιγμή που ενδέχεται να συναντήσουν τα εν λόγω προϊόντα, έστω και στο πλαίσιο αγορών που πραγματοποιούνται, για καθένα από αυτά χωριστά, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές [βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2007, C‑412/05 P, Alcon κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑3569, σκέψεις 52 έως 63, και του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Φεβρουαρίου 2011, T‑222/09, Ineos Healthcare κατά ΓΕΕΑ — Teva Pharmaceutical Industries (ALPHAREN), Συλλογή 2011, σ. II‑183, σκέψεις 43 και 44].

–       Επί της συγκρίσεως των επίμαχων προϊόντων

37      Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη μεταξύ τους σχέση. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Μπορούν, επίσης, να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), Συλλογή 2007, σ. II‑2579, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

38      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών περί ταυτότητας ή ομοιότητας μεταξύ, αφενός, των «φαρμακευτικών παρασκευασμάτων, διαιτητικών ουσιών για ιατρικές χρήσεις, και βρεφικών τροφών» για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος και των «φαρμακευτικών διατροφικών παρασκευασμάτων σε μορφή σκόνης, δισκίου και κάψουλας και στο σύνολό τους για διατροφή σωματοδόμησης (body building) και αθλημάτων φαρμακευτικών παρασκευασμάτων ενέργειας και πρωτεϊνών», τα οποία προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα προϊόντα που εμπορεύεται με το αιτηθέν σήμα δεν είναι φαρμακευτικά παρασκευάσματα, δεν πωλούνται σε φαρμακεία και δεν απευθύνονται στους επαγγελματίες του τομέα της υγείας. Προσθέτει δε ότι δεν δύναται νομίμως να παράγει και να εμπορεύεται φαρμακευτικά παρασκευάσματα, των οποίων η παραγωγή και η εμπορία ρυθμίζονται από ειδικές νομοθετικές διατάξεις. Περαιτέρω, διατείνεται ότι τα προϊόντα που εμπορεύεται η παρεμβαίνουσα δεν είναι φαρμακευτικά παρασκευάσματα και δεν πωλούνται στα φαρμακεία. Υποστηρίζει, επίσης, ότι δεν υπάρχει ταυτότητα ή ομοιότητα μεταξύ των «παρασκευασμάτων από δημητριακά και ειδών ζαχαροπλαστικής» για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος και των «ειδών ζαχαροπλαστικής σε μορφή ράβδου που έχουν διατροφική αξία, χαρίζουν ενέργεια στον οργανισμό, περιέχουν πρωτεΐνες και βοηθούν στην αύξηση βάρους, στα οποία περιλαμβάνονται προϊόντα σε μορφή ράβδου για υποκατάσταση γευμάτων και γλυκά για αθλούμενους», τα οποία προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα.

39      Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος πρέπει να περιλαμβάνει τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση. Κατά τον κανόνα 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), τα προϊόντα και οι υπηρεσίες κατονομάζονται στον κατάλογο κατά τρόπο καθορίζοντα σαφώς τη φύση τους. Τέλος, το άρθρο 43, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 προβλέπει ότι ο αιτών μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος ή να περιορίσει τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών που περιλαμβάνει η αίτηση αυτή.

40      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στον αιτούντα την καταχώριση ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος απόκειται να δηλώσει, με την αίτησή του, τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η καταχώριση και να επισυνάψει, για καθένα από τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες, περιγραφή καθορίζουσα σαφώς τη φύση τους. Το ΓΕΕΑ, από την πλευρά του, οφείλει να εξετάσει την αίτηση ως προς όλα τα προϊόντα ή υπηρεσίες που απαριθμούνται στον οικείο κατάλογο, λαμβάνοντας υπόψη, εφόσον απαιτείται, περιορισμούς, κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, του καταλόγου αυτού. Εάν ο κατάλογος των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αφορά αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος περιλαμβάνει μία ή περισσότερες κατηγορίες προϊόντων ή υπηρεσιών, το ΓΕΕΑ δεν υποχρεούται να αναλύσει κάθε προϊόν ή υπηρεσία που εντάσσεται σε κάθε κατηγορία, αλλά πρέπει να πραγματοποιήσει την εξέτασή του σε σχέση με την εν λόγω κατηγορία καθ’ εαυτή (απόφαση Mozart, προαναφερθείσα στη σκέψη 23, σκέψη 23).

41      Από τα ανωτέρω προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με την πραγματική φύση των προϊόντων που εμπορεύεται με το αιτηθέν σήμα είναι αλυσιτελής, καθόσον σημασία έχει μόνον η περιγραφή που περιέχεται στην αίτησή της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

42      Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών επισήμανε, κατ’ ουσίαν, με τη σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο φαρμακευτικός χαρακτήρας των προϊόντων που προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα συσχετίζει επαρκώς τα εν λόγω προϊόντα με τα «φαρμακευτικά παρασκευάσματα» για τα οποία ζητείται η καταχώριση του επίμαχου σήματος ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι υπάρχει ομοιότητα μεταξύ τους.

43      Δεύτερον, ορθώς επίσης το τμήμα προσφυγών παρατήρησε, με τη σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι «διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις και παιδικές τροφές» για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παρόμοιες με τα «φαρμακευτικά διατροφικά παρασκευάσματα σε μορφή σκόνης, δισκίου και κάψουλας», λαμβανομένων υπόψη του συναφούς προορισμού και της συναφούς χρήσεώς τους καθώς και της ενδεχόμενης χρησιμοποιήσεως παρόμοιων δικτύων διανομής.

44      Τέλος, τρίτον, το τμήμα προσφυγών ορθώς επισήμανε, με τη σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι στα «παρασκευάσματα από δημητριακά και είδη ζαχαροπλαστικής», για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του επίμαχου σήματος, περιλαμβάνονται τα «είδη ζαχαροπλαστικής σε μορφή ράβδου που έχουν διατροφική αξία, χαρίζουν ενέργεια στον οργανισμό, περιέχουν πρωτεΐνες και βοηθούν στην αύξηση βάρους, στα οποία περιλαμβάνονται προϊόντα σε μορφή ράβδου για υποκατάσταση γευμάτων και γλυκά για αθλούμενους», τα οποία προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα. Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ορισμένα προϊόντα μπορούν να θεωρηθούν πανομοιότυπα όταν τα προϊόντα που προσδιορίζει το προγενέστερο σήμα εντάσσονται σε γενικότερη κατηγορία προϊόντων, την οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος. Πράγματι, εναπόκειται στον αιτούντα, και όχι στο ΓΕΕΑ, να περιορίσει, ενδεχομένως, την αίτηση καταχωρίσεως σήματος σε ορισμένα προϊόντα τα οποία δεν καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα. Το ΓΕΕΑ δεν υποχρεούται να αναλύσει κάθε προϊόν ή υπηρεσία που εντάσσεται σε κάθε κατηγορία την οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος, αλλά πρέπει να πραγματοποιήσει την εξέτασή του σε σχέση με την εν λόγω κατηγορία καθ’ εαυτή [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2011, T‑222/10, ratiopharm κατά ΓΕΕΑ — Nycomed (ZUFAL), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

45      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών συμπέρανε ότι υπάρχει ταυτότητα ή ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων.

46      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι όφειλε να παραπέμψει στα προϊόντα που υπάγονται στην κλάση 5 και στην κλάση 30 του Διακανονισμού της Νίκαιας, ελλείψει ειδικότερης κλάσεως. Το επιχείρημα αυτό είναι, όντως, αλυσιτελές, καθόσον, κατά τον κανόνα 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95, όπως έχει τροποποιηθεί, η ταξινόμηση των προϊόντων εξυπηρετεί αποκλειστικά διοικητικούς σκοπούς και δεν μπορεί, συνεπώς, να συναχθεί από την ταξινόμηση αυτή κανένα άμεσο συμπέρασμα σχετικά με την ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2012, T‑387/10, Goutier κατά ΓΕΕΑ — Euro Data (ARANTAX), σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

–       Επί της συγκρίσεως των αντιπαρατιθέμενων σημείων

47      Κατά πάγια νομολογία, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα εν λόγω σημεία, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των διακριτικών και προεχόντων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει τα σήματα ο μέσος καταναλωτής των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως ένα όλον και δεν επιδίδεται στην εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Εν προκειμένω, αντιπαρατίθενται, αφενός, το προγενέστερο λεκτικό σήμα BIOMAX και, αφετέρου, το αιτηθέν λεκτικό σήμα METABIOMAX.

49      Με τις σκέψεις 24 έως 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία ήταν παρόμοια λόγω της παρουσίας στο αιτηθέν σήμα του στοιχείου «biomax», το οποίο αποτελούσε το προγενέστερο σήμα, και τούτο παρά την προσθήκη του προθέματος «meta» στο αιτηθέν σήμα.

50      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν είναι παρόμοια. Παραπέμπει, επίσης, στο γεγονός ότι έχουν καταχωριστεί και άλλα κοινοτικά σήματα που περιέχουν το λεκτικό στοιχείο «biomax» χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο ανακοπής.

51      Όσον αφορά, πρώτον, τη σύγκριση των σημείων από οπτικής και φωνητικής απόψεως, ορθώς το τμήμα προσφυγών δέχθηκε ότι η παρουσία του λεκτικού στοιχείου «biomax» στα αντιπαρατιθέμενα σήματα ήταν παράγοντας που τα καθιστούσε παρόμοια τόσο από οπτικής όσο και από φωνητικής απόψεως.

52      Μολονότι το γεγονός ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία διακρίνονται τόσο οπτικώς όσο και φωνητικώς, λόγω του περιεχομένου στο αιτηθέν σήμα λεκτικού στοιχείου «meta», εμποδίζει τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι τα σημεία αυτά ταυτίζονται από αυτής της απόψεως, δεν μπορεί εντούτοις να στηρίξει τη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται οπτική και φωνητική ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω σημείων. Ειδικότερα, το γεγονός ότι το λεκτικό σημείο «meta» βρίσκεται στο αρχικό τμήμα του προγενέστερου σήματος δεν συνεπάγεται ότι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στο στοιχείο αυτό. Καίτοι είναι ασφαλώς αληθές ότι το αρχικό τμήμα των λεκτικών σημάτων μπορεί να προσελκύσει περισσότερο από τα επόμενα την προσοχή του καταναλωτή [βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2004, T‑183/02 και T‑184/02, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — González Cabello και Iberia Líneas Aéreas de España (MUNDICOR), Συλλογή 2004, σ. II‑965, σκέψη 81, και της 16ης Μαρτίου 2005, T‑112/03, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ — Revlon (FLEXI AIR), Συλλογή 2005, σ. II‑949, σκέψεις 64 και 65], εντούτοις η εκτίμηση αυτή δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2004, T‑117/02, Grupo El Prado Cervera κατά ΓΕΕΑ — Héritiers Debuschewitz (CHUFAFIT), Συλλογή 2004, σ. II‑2073, σκέψη 48]. Εν προκειμένω, στο μέτρο που το στοιχείο «meta» είναι ένα σχετικώς συνηθισμένο πρόθεμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σε θέση να προσελκύσει περισσότερο από το στοιχείο «biomax» την προσοχή του καταναλωτή.

53      Συνεπώς, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υπήρχε ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων από οπτικής και φωνητικής απόψεως.

54      Όσον αφορά, δεύτερον, τη σύγκριση των σημείων από εννοιολογικής απόψεως, ορθώς το τμήμα προσφυγών δέχθηκε, με τη σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη εννοιολογικών ομοιοτήτων λόγω του κοινού στοιχείου «biomax», το οποίο μπορεί να εκληφθεί ως αναφορά στη βιολογία και στην έννοια του «μεγίστου» ή «ανώτατου» («maximal» ή «maximum»). Όσον αφορά τη σημασία του προθέματος «meta» στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, ορθώς επίσης το τμήμα προσφυγών δέχθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ήταν ικανό να προσδώσει στο αιτηθέν σήμα ένα διαφορετικό από το προγενέστερο σήμα εννοιολογικό περιεχόμενο. Πράγματι, το πρόθεμα αυτό, είτε παραπέμπει στην έννοια της μεταμορφώσεως, όπως δέχθηκε το τμήμα προσφυγών, είτε στον μεταβολισμό, συμπληρώνει απλώς τη σημασία του στοιχείου «biomax» στο οποίο προστίθεται.

55      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

56      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος δεν αντιτάχθηκε στην καταχώριση σημάτων που περιέχουν το στοιχείο «biomax», τούτο πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές για λόγους ανάλογους προς τους εκτιθέμενους ανωτέρω στη σκέψη 28. Πράγματι, το γεγονός ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος δεν αντιτάχθηκε στο παρελθόν στην καταχώριση σημάτων που περιέχουν τον όρο «biomax» δεν μπορεί να εμποδίσει την παρεμβαίνουσα να ασκήσει, εν προκειμένω, τα δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, περίπτωση i, του κανονισμού 207/2009.

–       Επί του κινδύνου συγχύσεως

57      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμωμένων παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν. Συνεπώς, ο χαμηλός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμιστεί από τον υψηλό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. Ι‑5507, σκέψη 17, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ — Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), Συλλογή 2006, σ. II‑5409, σκέψη 74].

58      Μεταξύ των σχετικών παραγόντων που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως συγκαταλέγεται και ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Canon, προαναφερθείσα στη σκέψη 57, σκέψη 24). Η εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος έχει ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει μόνο μικρή ομοιότητα μεταξύ των σημείων και πρέπει να διακριβωθεί εάν αυτή η μικρή ομοιότητα μπορεί να αντισταθμιστεί από έναν υψηλό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων.

59      Ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος είναι, εντούτοις, μόνον ένα μεταξύ άλλων από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως. Συνεπώς, ακόμη και στην περίπτωση προγενέστερου σήματος με ασθενή διακριτικό χαρακτήρα, μπορεί να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως [βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου FLEXI AIR, προαναφερθείσα στη σκέψη 52, σκέψη 61· της 13ης Δεκεμβρίου 2007, T‑134/06, Xentral κατά ΓΕΕΑ — Pages jaunes (PAGESJAUNES.COM), Συλλογή 2007, σ. II‑5213, σκέψη 70, και της 14ης Φεβρουαρίου 2008, T‑189/05, Usinor κατά ΓΕΕΑ — Corus (UK) (GALVALLOY), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 70].

60      Στο μέτρο που, αφενός, τα προσδιοριζόμενα με τα αντιπαρατιθέμενα σήματα προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια και, αφετέρου, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι παρόμοια από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού, και τούτο χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί εάν ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος πρέπει να θεωρηθεί μέσος ή ασθενής σε συνάρτηση με τα διάφορα επίμαχα προϊόντα.

61      Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, και η προσφυγή στο σύνολό της χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος των αιτημάτων της προσφεύγουσας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας, σύμφωνα με τα αιτήματα των εν λόγω διαδίκων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Σοφία Γολάμ στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουνίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.