Language of document : ECLI:EU:T:2006:292

Υπόθεση T-193/04

Hans-Martin Tillack

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) σχετικά με τη δημοσίευση απορρήτων πληροφοριών — Υποψίες δωροδοκίας και παραβιάσεως επαγγελματικού απορρήτου — Κοινοποίηση σε εθνικές δικαστικές αρχές πληροφοριών για πράξεις που μπορεί να επισύρουν ποινική δίωξη — Έρευνα στην κατοικία και στον τόπο εργασίας δημοσιογράφου — Προσφυγή ακυρώσεως — Παραδεκτό — Αγωγή αποζημιώσεως — Αιτιώδης συνάφεια — Κατάφωρη παραβίαση»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα

(Άρθρο 230 ΕΚ· κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 2)

2.      Αγωγή αποζημιώσεως — Αυτοτελές μέσο παροχής δικαστικής προστασίας σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως και την προσφυγή κατά παραλείψεως

(Άρθρα 230, εδ. 4, ΕΚ, 235 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ)

3.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Κατάφωρη παραβίαση κοινοτικού κανόνα

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

1.      Αποτελούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, τα μέτρα των οποίων τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση.

Τούτο δεν συντρέχει στην περίπτωση πράξεως με την οποία η OLAF, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, διαβίβασε στις βελγικές και γερμανικές δικαστικές αρχές πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με υποψίες παραβιάσεως του επαγγελματικού απορρήτου και δωροδοκίας.

Πράγματι, το εν λόγω άρθρο 10, παράγραφος 2, προβλέπει μόνον τη διαβίβαση πληροφοριών στις εθνικές δικαστικές αρχές, οι οποίες παραμένουν ελεύθερες, στο πλαίσιο των δικών τους εξουσιών, να εκτιμήσουν το περιεχόμενο και την έκταση των εν λόγω πληροφοριών και τη συνέχεια που πρέπει, ενδεχομένως, να δοθεί. Κατά συνέπεια, η ενδεχόμενη κίνηση ένδικης διαδικασίας κατόπιν διαβιβάσεως πληροφοριών από την OLAF, καθώς και οι συνακόλουθες έννομες πράξεις, εμπίπτει μόνον στην πλήρη ευθύνη των εθνικών αρχών.

Η εν λόγω ελευθερία των εθνικών δικαστικών αρχών δεν διακυβεύεται από την αρχή της αγαστής συνεργασίας που συνεπάγεται ότι οι αρχές αυτές, όταν η OLAF τους διαβιβάζει πληροφορίες κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999, πρέπει να εξετάζουν προσεκτικά τις πληροφορίες αυτές και να συνάγουν τα πρόσφορα συμπεράσματα για τη διασφάλιση της τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου. Εντούτοις, η υποχρέωση αυτή ενδελεχούς ελέγχου δεν επιβάλλει να αποδίδεται στην προαναφερθείσα διάταξη ερμηνεία προσδίδουσα δεσμευτικό χαρακτήρα στις επίμαχες διαβιβάσεις πληροφοριών, υπό την έννοια ότι οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα, διότι η ερμηνεία αυτή μεταβάλλει την κατανομή των καθηκόντων και ευθυνών που προβλέπεται για την εκτέλεση του κανονισμού 1073/1999.

(βλ. σκέψεις 67-68, 70, 72)

2.      Η αγωγή αποζημιώσεως είναι αυτοτελές μέσο δικαστικής προστασίας, το οποίο έχει ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων δικαστικής προστασίας και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως οι οποίες τέθηκαν με γνώμονα το ειδικό αντικείμενό του. Ενώ σκοπός της προσφυγής ακυρώσεως και της προσφυγής κατά παραλείψεως είναι να επιβληθεί κύρωση λόγω του παράνομου χαρακτήρα μιας νομικώς δεσμευτικής πράξεως ή λόγω της ελλείψεως τέτοιας πράξεως, η αγωγή αποζημιώσεως έχει ως αντικείμενο αίτηση αποκαταστάσεως ζημίας απορρέουσας από παράνομη πράξη ή συμπεριφορά καταλογιστέα σε κοινοτικό όργανο ή οργανισμό.

Επομένως, οι πολίτες οι οποίοι, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, δεν μπορούν να προσβάλουν απευθείας ορισμένες κοινοτικές πράξεις ή μέτρα έχουν εντούτοις τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν συμπεριφορά στερουμένη χαρακτήρα αποφάσεως, η οποία ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, ασκώντας την αγωγή στοιχειοθετήσεως εξωσυμβατικής ευθύνης του άρθρου 235 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, καθόσον η συμπεριφορά αυτή μπορεί να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Κοινότητας.

(βλ. σκέψεις 97-98)

3.      Η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λόγω ελλείψεως νομιμότητας της προσαπτομένης στα όργανά της συμπεριφοράς, υπό την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, εξαρτάται από την πλήρωση ενός συνόλου προϋποθέσεων, δηλαδή: το μη σύννομο της προσαπτομένης στα όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, πρέπει να αποδεικνύεται κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου που χορηγεί δικαιώματα σε ιδιώτες.

Συναφώς, η αρχή της χρηστής διοικήσεως δεν χορηγεί, καθεαυτή, δικαιώματα σε ιδιώτες, εκτός αν αποτελεί την έκφραση συγκεκριμένων δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του, το δικαίωμα ακροάσεως, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως, το δικαίωμα αιτιολογήσεως των αποφάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός συμπεριφοράς κοινοτικού οργάνου ως «πράξης κακής διοικήσεως» από τον Διαμεσολαβητή δεν σημαίνει, καθεαυτός, ότι η συμπεριφορά αυτή αποτελεί κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου. Πράγματι, με την εγκαθίδρυση του Διαμεσολαβητή, η Συνθήκη προσέφερε στους πολίτες της Ενώσεως, και ειδικότερα στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Κοινότητας, μια εναλλακτική οδό, έναντι της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Αυτή η εναλλακτική εξωδικαστική οδός ανταποκρίνεται σε ειδικά κριτήρια και δεν έχει κατ’ ανάγκη τον ίδιο στόχο με εκείνον της δικαστικής προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 116-117, 127-128)