Language of document : ECLI:EU:T:2015:17

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 15ης Ιανουαρίου 2015 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Ενίσχυση για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων — Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση τις οποίες προετίθεντο να χορηγήσουν οι γαλλικές αρχές στη SeaFrance SA — Αύξηση κεφαλαίου και δάνεια που χορηγήθηκαν από την SNCF στη SeaFrance — Απόφαση κρίνουσα τις ενισχύσεις ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά — Έννοια του όρου “κρατική ενίσχυση” — Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή — Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων»

Στην υπόθεση T‑1/12,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την E. Belliard, τους G. De Bergues και J. Gstalter, στη συνέχεια, από τους G. de Bergues, D. Colas και από την J. Bousin,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, B. Stromsky και T. Maxian Rusche,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/397/ΕΕ της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 32600 (2011/C) — Γαλλία — Ενίσχυση αναδιάρθρωσης υπέρ της SeaFrance εκ μέρους της SNCF (EE 2012, L 195, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva και C. Wetter (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιουνίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφαση 2012/397/ΕΕ, της 24ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 32600 (2011/C) — Γαλλία — Ενίσχυση αναδιάρθρωσης υπέρ της SeaFrance εκ μέρους της SNCF (ΕΕ 2012, L 195, σ. 1) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά την ενίσχυση για τη διάσωση και την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της SeaFrance, τις οποίες, αντιστοίχως, χορήγησε ή επροτίθετο να χορηγήσει η Γαλλική Δημοκρατία στη SeaFrance SA.

2        Η SeaFrance, νυν τεθείσα υπό εκκαθάριση, ήταν ανώνυμη εταιρία γαλλικού δικαίου που ανήκε κατά 100 % στην SNCF Participations SA, εταιρία χαρτοφυλακίου του ομίλου SNCF, η οποία ανήκει, αυτή καθαυτήν, κατά 100 % στον δημόσιο βιομηχανικό και εμπορικό φορέα Société nationale des chemins de fer français (στο εξής: SNCF). Η SeaFrance ήταν φορέας εκμεταλλεύσεως υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών και φορτίων μεταξύ των λιμένων Calais (Γαλλία) και Dover (Ηνωμένο Βασίλειο). Κατά τη χρονική περίοδο εκείνη, η SeaFrance κατείχε έξι πλοία. Τον Δεκέμβριο του 2009, η εν λόγω εταιρία απασχολούσε 1 550 άτομα, στη συνέχεια δε 1 100 άτομα τον Αύγουστο του 2010.

3        Από το 2008 η οικονομική κατάσταση της SeaFrance επιδεινώθηκε συστηματικά λόγω, ιδίως, δυσμενούς συγκυρίας, η οποία χαρακτηριζόταν από έντονη αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών ευρώ/λίρας στερλίνας, από ανοδική εξέλιξη της τιμής του πετρελαίου και από σημαντική ελάττωση της μεταφοράς επιβατών και φορτίων στη Μάγχη. Οι εξωτερικές αυτές συνθήκες ενέτειναν τις εσωτερικές δυσχέρειες της SeaFrance, οι οποίες οφείλονταν, ιδίως, στο πλεονασματικό παραγωγικό δυναμικό και στην υψηλή αναλογία των δαπανών που αφορούν το προσωπικό σε σχέση με τον κύκλο εργασιών. Πλείονα κινήματα εργατικών διεκδικήσεων, τα οποία εκδηλώθηκαν το 2010, επιβάρυναν περαιτέρω την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η εταιρία.

4        Τον Απρίλιο 2010 η SeaFrance υπήχθη στο ευεργέτημα της διαδικασίας διασώσεως, η οποία μετατράπηκε, στις 30 Ιουνίου 2010, σε διαδικασία δικαστικής εξυγιάνσεως. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τρεις προσφορές αποβλέπουσες στη διατήρηση της δραστηριότητας μέσω πλήρους ή μερικής μεταβιβάσεως των στοιχείων ενεργητικού της SeaFrance υποβλήθηκαν ενώπιον του Tribunal de commerce de Paris (Γαλλία). Με την πρώτη προσφορά, η οποία υποβλήθηκε από κοινού εκ μέρους δύο εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της θαλάσσιας μεταφοράς, προτάθηκε η εξαγορά, με συμβολικό τίμημα ανερχόμενο σε τρία ευρώ, τριών πλοίων και η αναπρόσληψη 460 εργαζομένων. Με τη δεύτερη προσφορά, η οποία κατατέθηκε από μια συνδικαλιστική οργάνωση, προτάθηκε η διατήρηση του συνόλου των μισθωτών, η εξαγορά των πλοίων της SeaFrance με συμβολικό τίμημα ανερχόμενο σε ένα ευρώ και η μη ανάληψη του παθητικού της επιχειρήσεως. Οι λεπτομέρειες της τρίτης προσφοράς, την οποία υπέβαλε μια επιχείρηση του ναυτιλιακού κλάδου, δεν συνοψίσθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Καμία από τις προσφορές αυτές δεν κρίθηκε ικανοποιητική εκ μέρους των συνδίκων πτωχεύσεως της SeaFrance (αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Μετά την έκδοση, στις 24 Οκτωβρίου 2011, της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής, το Tribunal de commerce de Paris κίνησε, στις 16 Νοεμβρίου 2011, όσον αφορά τη SeaFrance, διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, διοργανώθηκε νέα πρόσκληση προς υποβολή προσφορών για την εξαγορά των στοιχείων ενεργητικού και για την ανάληψη των δραστηριοτήτων της SeaFrance, αλλά η μόνη προσφορά που κατατέθηκε προς απάντηση στην ως άνω πρόσκληση κρίθηκε μη ικανοποιητική εκ μέρους των συνδίκων πτωχεύσεως της SeaFrance. Κατά συνέπεια, άρχισε η υλοποίηση της εκκαθαρίσεως των στοιχείων ενεργητικού της SeaFrance, μετά την περάτωση της οποίας τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού μεταβιβάσθηκαν στην εταιρία Eurotunnel.

6        Η SNCF υποστήριξε τη SeaFrance με διάφορα μέτρα ενισχύσεως ήδη από τις αρχές του έτους 2009. Ευθύς εξαρχής, τον Φεβρουάριο του 2009, η SNCF συνήψε με τη SeaFrance σύμβαση για τα ταμειακά διαθέσιμα, της οποίας η ισχύς παρατάθηκε τον Φεβρουάριο του 2010. Εξάλλου, στις 15 Ιουλίου 2010, η SNCF χορήγησε στη SeaFrance δάνειο ύψους [εμπιστευτικό] (1) εκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να της παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσει δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς όσον αφορά το πλοίο της που αποκαλείται Berlioz και να προβεί σε διασφάλιση της κυριότητας του εν λόγω στοιχείου ενεργητικού.

7        Εν συνεχεία, η SNCF έθεσε στη διάθεση της SeaFrance πίστωση ύψους [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ. Το μέτρο αυτό αποτέλεσε αντικείμενο κοινοποιήσεως, εκ μέρους των γαλλικών αρχών, στις 12 Ιουλίου 2010 προς την Επιτροπή ως ενίσχυση για τη διάσωση κατά την έννοια των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση), και εγκρίθηκε από το τελευταίο αυτό θεσμικό όργανο με την απόφαση C(2010) 5837, της 18ης Αυγούστου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 309/2010 — Γαλλία.

8        Τέλος, στις 18 Φεβρουαρίου 2011, οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση, σχέδιο ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση, υπέρ της SeaFrance, συνοδευόμενο από σχέδιο αναδιαρθρώσεως. Το σχέδιο αναδιαρθρώσεως προέβλεπε, ιδίως, μείωση του δυναμικού από έξι σε τέσσερα πλοία, αναδιαμόρφωση της προσφοράς δρομολογίων που θα κατέληγε σε μείωση κατά ποσοστό περίπου 30 % του αριθμού των ετήσιων δρομολογίων και κατάργηση 725 θέσεων εργασίας προς τον σκοπό του περιορισμού της αναλογίας του κόστους που αφορά το προσωπικό σε σχέση με τον κύκλο εργασιών. Η αναδιάρθρωση αυτή επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί, κυρίως, με κρατική ενίσχυση που θα ελάμβανε τη μορφή αυξήσεως του κεφαλαίου της SeaFrance κατά 223 εκατομμύρια ευρώ, αυξήσεως κεφαλαίου καλυπτομένης εξ ολοκλήρου από την SNCF Participations.

9        Στις 6 Απριλίου 2011 η Επιτροπή επελήφθη καταγγελίας ενός ανταγωνιστή της SeaFrance όσον αφορά την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της εν λόγω εταιρίας. Στις 22 Ιουνίου 2011 η Επιτροπή κοινοποίησε στις γαλλικές αρχές την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ όσον αφορά, αφενός, την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της SeaFrance που κοινοποιήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2011 και, αφετέρου, τα μέτρα που έλαβε η SNCF προηγουμένως, ήτοι τη σύμβαση για τα ταμειακά διαθέσιμα που συνομολογήθηκε το 2009 και το δάνειο ύψους [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ που χορηγήθηκε στις 15 Ιουλίου 2010 (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας). Επιπλέον, η Επιτροπή κάλεσε, διά της δημοσιεύσεως περιλήψεως της αποφάσεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 14 Ιουλίου 2011 (EE C 208, σ. 8), τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις κατ’ εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

10      Με έγγραφα της 14ης Ιουλίου, της 22ας Ιουλίου και της 19ης Αυγούστου 2011, οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν, κατ’ αρχάς, στην Επιτροπή τα σχόλιά τους, αντιστοίχως, όσον αφορά τις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας, όσον αφορά την καταγγελία και όσον αφορά τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών.

11      Εν συνεχεία, με έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2011, οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή ένα τροποποιημένο σχέδιο αναδιαρθρώσεως. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε, ιδίως, μεταβίβαση ενός επιπλέον πλοίου, συνολική μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 922 μισθωτούς, μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των δρομολογίων και αναδιοργάνωση των σχετικών με την πώληση και το μάρκετινγκ δραστηριοτήτων, η οποία επρόκειτο να επιφέρει πρόσθετη εξοικονόμηση πόρων. Επιπλέον, προκειμένου να δοθεί απάντηση στις αμφιβολίες τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας και οι οποίες αφορούσαν τον ανεπαρκή και αβέβαιο χαρακτήρα της ιδίας συνεισφοράς της SeaFrance για τη χρηματοδότηση της αναδιαρθρώσεώς της, το ως άνω σχέδιο προέβλεπε αναθεώρηση των μέτρων χρηματοδοτήσεως της αναδιαρθρώσεως: η αύξηση κεφαλαίου της SeaFrance θα έπρεπε να περιορισθεί σε ποσό 166,3 εκατομμυρίων ευρώ και να συνοδευθεί από δάνειο ύψους 99,8 εκατομμυρίων ευρώ, προοριζόμενο για τη χρηματοδότηση της αναδιαρθρώσεως. Επίσης, είχε προβλεφθεί η χορήγηση ενός άλλου δανείου, ύψους [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ. Με το άλλο αυτό δάνειο επιδιώκετο η αντικατάσταση του υφιστάμενου δανείου σχετικώς με το πλοίο Molière, προκειμένου να επισπευστεί η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως αγοράς του εν λόγω πλοίου. Η εσπευσμένη άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως αγοράς θα έπρεπε να παράσχει τη δυνατότητα στη SeaFrance να αποκτήσει, από το τέλος του έτους [εμπιστευτικό], αντί για το τέλος του έτους [εμπιστευτικό], την πλήρη κυριότητα του εν λόγω στοιχείου ενεργητικού. Τα δύο δάνεια θα έπρεπε να χορηγηθούν με επιτόκιο 6,05 % για διάρκεια 12 ετών με σταθερές αποπληρωμές κεφαλαίου.

12      Τέλος, με έγγραφο της 3ης Οκτωβρίου 2011, οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή μια νέα εκδοχή του τροποποιημένου σχεδίου αναδιαρθρώσεως. Σύμφωνα με τη νέα αυτή εκδοχή, αφενός, το ποσό του δανείου των 99,8 εκατομμυρίων ευρώ μειώθηκε σε 99,7 εκατομμύρια ευρώ και, αφετέρου, το επιτόκιο που εφαρμόζεται επί των δύο δανείων, τα οποία προβλέπονται στο τροποποιημένο σχέδιο αναδιαρθρώσεως, αυξήθηκε από 6,05 % σε 8,55 %.

13      Στις 24 Οκτωβρίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και την κοινοποίησε αυθημερόν στις γαλλικές αρχές. Στις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή αποσαφηνίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά, αφενός, τα μέτρα που προβλέπονται στο τροποποιημένο σχέδιο αναδιαρθρώσεως, ήτοι την αύξηση κεφαλαίου της SeaFrance και τα δύο δάνεια, ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ και [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ, και, αφετέρου, την ενίσχυση για τη διάσωση, την οποία ενέκρινε η Επιτροπή με την από 18 Αυγούστου 2010 απόφασή της. Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καλύπτει ούτε τη σύμβαση για τα ταμειακά διαθέσιμα η οποία συνομολογήθηκε, κατόπιν πρωτοβουλίας της SNCF, μεταξύ αυτής και της SeaFrance ούτε το δάνειο το οποίο χορηγήθηκε στη SeaFrance ενόψει της ασκήσεως του δικαιώματος προαιρέσεως όσον αφορά το πλοίο Berlioz (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), που αποτελούν αντικείμενο μιας άλλης διαδικασίας η οποία προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και η οποία κινήθηκε στις 22 Ιουνίου 2011.

14      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει, ιδίως, τα εξής:

«Άρθρο 1

Η αύξηση κεφαλαίου κατά 166,3 εκατ. [ευρώ], το δάνειο ύψους 99,7 εκατ. [ευρώ] και το δάνειο ύψους [εμπιστευτικό] εκατ. [ευρώ] που προτίθεται να χορηγήσει η [Γαλλία] μέσω της SNCF, ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης υπέρ της SeaFrance, αποτελούν κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και είναι ασυμβίβαστες προς την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

Το δάνειο που χορηγήθηκε από τη Γαλλία, μέσω της SNCF, ως ενίσχυση διάσωσης υπέρ της SeaFrance, που προβλέπεται στην απόφαση της Επιτροπής της 18ης Αυγούστου 2010, αποτελεί ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 3

1.      Η Γαλλία, μέσω της SNCF, οφείλει να ανακτήσει από τον δικαιούχο την ενίσχυση που προβλέπεται στο άρθρο 2, συμπεριλαμβανομένων των συμβατικών ληξιπρόθεσμων τόκων που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί κατά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιανουαρίου 2012, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

17      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Ιουνίου 2014.

18      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προσκόμισε ένα έγγραφο το οποίο περιείχε ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ των υπηρεσιών της και των γαλλικών αρχών, προκειμένου να τεκμηριώσει την επιχειρηματολογία που αυτή προέβαλε απαντώντας στον δεύτερο προβληθέντα με την προσφυγή λόγο ακυρώσεως. Ο πρόεδρος τμήματος αποφάσισε να κατατεθεί το έγγραφο αυτό στη δικογραφία και κάλεσε τη Γαλλική Δημοκρατία να λάβει θέση επί του παραδεκτού και του περιεχομένου του εγγράφου αυτού το αργότερο στις 26 Ιουνίου 2014. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς την απόφαση σχετικά με το παραδεκτό του εγγράφου αυτού.

19      Η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της εμπροθέσμως.

20      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 3 Ιουλίου 2014.

21      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

23      Εκ προοιμίου, πρέπει να επισημανθεί ότι οι τέσσερις λόγοι ακυρώσεως που η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει προς στήριξη της προσφυγής της αφορούν την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση σχετικά με δύο δάνεια ύψους, αντιστοίχως, 99,7 εκατομμυρίων ευρώ και [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ, των οποίων η χορήγηση προβλέπεται από το τροποποιημένο σχέδιο αναδιαρθρώσεως (στο εξής, ομού: επίμαχα δάνεια). Η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι το μέτρο που συνίσταται σε αύξηση κεφαλαίου της SeaFrance κατά 166,3 εκατομμύρια ευρώ αποτελεί κρατική ενίσχυση.

24      Οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν με την ασκηθείσα από τη Γαλλική Δημοκρατία προσφυγή αντλούνται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθόσον η Επιτροπή απέδωσε στα επίμαχα δάνεια τον χαρακτηρισμό της κρατικής ενισχύσεως. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από πλάνες περί το δίκαιο και περί τα πράγματα καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση ήταν ασύμβατη προς το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 345 ΣΛΕΕ.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παρερμηνεία της έννοιας του όρου «κρατική ενίσχυση», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι ο σώφρων χαρακτήρας των επίμαχων δανείων έπρεπε να εκτιμηθεί από κοινού με την ενίσχυση για τη διάσωση και με την ανακεφαλαιοποίηση

25      Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι, στο πλαίσιο εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, τα επίμαχα δάνεια, η χορηγηθείσα στη SeaFrance ενίσχυση για τη διάσωση καθώς και η προβλεπόμενη από το τροποποιημένο σχέδιο αναδιαρθρώσεως αύξηση κεφαλαίου της ως άνω εταιρίας έπρεπε να εκτιμηθούν από κοινού.

26      Ο λόγος αυτός ακυρώσεως διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, τα οποία αντλούνται, αντιστοίχως, από πεπλανημένη ερμηνεία και από πεπλανημένη εφαρμογή, εν προκειμένω, της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, BP Chemicals κατά Επιτροπής (T‑11/95, Συλλογή, στο εξής: απόφαση BP Chemicals, EU:T:1998:199).

27      Με το πρώτο σκέλος, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, με το δικόγραφο της προσφυγής, κατ’ ουσίαν, ότι, στο μέτρο που η απόφαση BP Chemicals, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:T:1998:199), αφορά μόνον την άρνηση κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας και όχι την επί της ουσίας εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή, τα κριτήρια που θεσπίζει η εν λόγω απόφαση δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στο πλαίσιο μιας επίσημης διαδικασίας έρευνας, προκειμένου να αποφασισθεί αν τα υπό εξέταση μέτρα μπορούν, ή όχι, να αποτελέσουν αντικείμενο διαχωρισμού. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής (C‑399/10 P και C‑401/10 P, Συλλογή, EU:C:2013:175), η Γαλλική Δημοκρατία ανακάλεσε το ως άνω σκέλος του λόγου ακυρώσεως, πράγμα το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

28      Με το δεύτερο σκέλος, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε πεπλανημένη εφαρμογή της αποφάσεως BP Chemicals, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:T:1998:199), εν προκειμένω και συνήγαγε εσφαλμένως ότι τα επίμαχα δάνεια ήσαν όντως αδιαχώριστα σε σχέση με την ενίσχυση για τη διάσωση και με την ανακεφαλαιοποίηση.

29      Πρέπει να υπομνηστεί ότι, στο μέτρο που η έννοια του όρου «ενίσχυση», όπως καθορίζεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει κατ’ αρχήν και λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς που έχουν υποβληθεί στην κρίση του όσο και του τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο ως προς το κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:757, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 17ης Δεκεμβρίου 2008, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑196/04, Συλλογή, EU:T:2008:585, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Ο χαρακτηρισμός ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μέτρου το οποίο έχει ληφθεί ως προς μια επιχείρηση απαιτεί τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για ενέργεια του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η ενέργεια αυτή να είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί πλεονέκτημα αποκλειστικώς υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων τομέων δραστηριότητας. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, CETM κατά Επιτροπής, T‑55/99, Συλλογή, EU:T:2000:223, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2006, Enirisorse, C‑237/04, Συλλογή, EU:C:2006:197, σκέψεις 38 και 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Προκύπτει, όμως, από επίσης πάγια νομολογία ότι οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν συντρέχουν όταν η επωφελούμενη επιχείρηση θα μπορούσε, υπό συνθήκες αντίστοιχες των συνήθων όρων της αγοράς, να τύχει του ίδιου πλεονεκτήματος με εκείνο που της παρασχέθηκε μέσω κρατικών πόρων, της εκτιμήσεως αυτής πραγματοποιουμένης, όσον αφορά τις δημόσιες επιχειρήσεις, με εφαρμογή, κατ’ αρχήν, του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF κ.λπ., C‑124/10 P, Συλλογή, EU:C:2012:318, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Κατά τη νομολογία, όταν η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, το εν λόγω θεσμικό όργανο υποχρεούται πάντοτε να εξετάζει όλα τα λυσιτελή στοιχεία της επίμαχης πράξεως και το πλαίσιό της (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑415/05, T‑416/05 και T‑423/05, Συλλογή, EU:T:2010:386, σκέψη 172 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Οσάκις πρόκειται περί της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή επί πολλών διαδοχικών κρατικών παρεμβάσεων, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει αν υφίστανται, μεταξύ των παρεμβάσεων αυτών, τόσο στενοί δεσμοί ώστε είναι αδύνατο να διαχωριστούν και ώστε, ως εκ τούτου, οι εν λόγω παρεμβάσεις να πρέπει, προς τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να θεωρηθούν ως ενιαία παρέμβαση (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, ΕU:C:2013:175, σκέψη 103).

34      Η εξέταση του δυναμένου να διαχωριστεί χαρακτήρα πολλών διαδοχικών κρατικών παρεμβάσεων πρέπει να διενεργείται υπό το πρίσμα των κριτηρίων που έχει θέσει η νομολογία, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, η χρονολογική αλληλουχία των εν λόγω παρεμβάσεων, ο σκοπός τους και η κατάσταση της επωφελούμενης επιχειρήσεως κατά τον χρόνο των εν λόγω παρεμβάσεων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 27 ανωτέρω, ΕU:C:2013:175, σκέψη 104, και BP Chemicals, σκέψη 26 ανωτέρω, ΕU:Τ:1998:199, σκέψεις 170 έως 178).

35      Εξάλλου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του ζητήματος αν μια επένδυση πληροί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς μπορεί να συνεπάγεται μια περίπλοκη οικονομική εκτίμηση. Όταν όμως η Επιτροπή εκδίδει πράξη συνεπαγόμενη μια τέτοια εκτίμηση, απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως και ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται συναφώς στην τήρηση των διαδικαστικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, στην απουσία πλάνης περί το δίκαιο, στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και στο αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών ή κατάχρηση εξουσίας. Ειδικότερα, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει με τη δική του οικονομική εκτίμηση εκείνη του συντάκτη της αποφάσεως (βλ. απόφαση Ryanair κατά Επιτροπής, EU:T:2008:585, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Ακριβώς υπό το πρίσμα των ως άνω αρχών πρέπει να εξετασθεί το κύριο επιχείρημα το οποίο προβλήθηκε στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και με το οποίο η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων τα οποία ήσαν κρίσιμα για την εκτίμηση του ενιαίου χαρακτήρα των μέτρων που ελήφθησαν υπέρ της SeaFrance, ιδίως δε, των επιτοκίων και των ασφαλειών με τις οποίες συνοδεύονταν τα επίμαχα δάνεια. Ειδικότερα, η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι θεώρησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, εφόσον τα επίμαχα δάνεια επιδίωκαν τον ίδιο σκοπό με αυτόν τον οποίο επιδίωκε η ανακεφαλαιοποίηση της SeaFrance και εφόσον αυτά χορηγήθηκαν συγχρόνως με την εν λόγω ανακεφαλαιοποίηση, ενώ η κατάσταση της SeaFrance παρέμενε αμετάβλητη, τα εν λόγω δάνεια ήσαν αδιαχώριστα σε σχέση με την ανακεφαλαιοποίηση και με την ενίσχυση για τη διάσωση και, κατά συνέπεια, ότι το ως άνω θεσμικό όργανο θεώρησε ότι τα εν λόγω δάνεια δεν θα είχαν χορηγηθεί από έναν ιδιώτη επενδυτή.

37      Η εξέταση της βασιμότητας του επιχειρήματος αυτού πρέπει να διενεργηθεί σε δύο στάδια. Πρώτον, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε ότι τα επίμαχα δάνεια ήσαν αδιαχώριστα σε σχέση με την ανακεφαλαιοποίηση και με την ενίσχυση για τη διάσωση και δεν μπορούσαν, ως εκ τούτου, να αξιολογηθούν ως αυτοτελή μέτρα υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Με άλλα λόγια, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή προσδιόρισε ορθώς το αντικείμενο επί του οποίου επρόκειτο να εφαρμόσει το εν λόγω κριτήριο. Δεύτερον, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή επί των μέτρων τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

38      Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε ότι τα επίμαχα δάνεια συνδέονταν αρρήκτως με την ανακεφαλαιοποίηση και με την ενίσχυση για τη διάσωση, πρέπει να επισημανθεί, ευθύς εξαρχής, ότι με την αιτιολογική σκέψη 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απαντώντας στα επιχειρήματα των γαλλικών αρχών ότι τα επίμαχα δάνεια είχαν χορηγηθεί σύμφωνα με τους όρους της αγοράς και τηρούσαν, ως εκ τούτου, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, η Επιτροπή τόνισε τα εξής:

«[…Σ]την παρούσα υπόθεση, η SNCF χορήγησε ήδη ενισχύσεις στη SeaFrance, ιδίως την ενίσχυση διάσωσης, και προτίθεται να της χορηγήσει νέα ενίσχυση, ήτοι την ενίσχυση αναδιάρθρωσης κεφαλαίου. Τα δάνεια ακολουθούν τον ίδιο σκοπό με τις λοιπές ενισχύσεις, ήτοι τη διάσωση και αναδιάρθρωση της SeaFrance. Θα χορηγηθούν τη στιγμή όπου η SeaFrance αποτελεί προβληματική επιχείρηση και συγχρόνως με τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης. Σχετικά με το δάνειο των 99,7 εκατ. [ευρώ], είναι αυτονόητο ότι στοχεύει —όπως και η αναδιάρθρωση κεφαλαίου— στο να επιτρέψει στη SeaFrance να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες κεφαλαιακές της ανάγκες. Πάντως, αυτό ισχύει επίσης για το δάνειο των [εμπιστευτικό] εκατ. ευρώ, που χρησιμεύει στην αναχρηματοδότηση και εξαγορά, νωρίτερα απ’ ό,τι προβλέπεται, της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης σχετικά με το πλοίο Molière. [Συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση των μέσων παραγωγής, εν προκειμένω του πλοίου, συνδέεται στενά με τη συνήθη δραστηριότητα της SeaFrance.] Με την αναχρηματοδότηση και την προαγορά της χρηματοδοτικής μίσθωσης, η SeaFrance στοχεύει στη μείωση των λειτουργικών της δαπανών, πράγμα που εμπίπτει στην αναδιάρθρωση της επιχείρησης. Κατά συνέπεια το δάνειο ύψους [εμπιστευτικό] εκατ. ευρώ εντάσσεται επίσης σε μια λογική αναδιάρθρωσης της SeaFrance».

39      Εν συνεχεία, με τις αιτιολογικές σκέψεις 130 έως 132, η Επιτροπή υπενθύμισε τους κανόνες που αποσαφηνίζονται στην απόφαση BP Chemicals, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:T:1998:199).

40      Τέλος, με την αιτιολογική σκέψη 133, η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση του ζητήματος αν η ανακεφαλαιοποίηση αποτελούσε κρατική ενίσχυση και διαπίστωσε ότι, «[ε]φόσον τα δύο δάνεια ακολουθούν τον ίδιο στόχο της [ανακεφαλαιοποίησης], ήτοι της χρηματοδότησης του κόστους της αναδιάρθρωσης, εφόσον η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης είναι αμετάβλητη (είναι προβληματική επιχείρηση) και εφόσον τα δάνεια χορηγήθηκαν συγχρόνως με την [ανακεφαλαιοποίηση], τα εν λόγω δάνεια δεν [μπορούσαν] ευλόγως να διαχωριστούν από την ενίσχυση διάσωσης και την [ανακεφαλαιοποίηση]».

41      Η αιτιολογία αυτή δίδει, βεβαίως, την εντύπωση ότι είναι σύντομη. Ωστόσο, ευθύς εξαρχής, διαπιστώνεται ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τη χρονολογική αλληλουχία και τον σκοπό των μέτρων, καθώς και σχετικά με την κατάσταση της SeaFrance, ουδόλως εμπεριέχουν πλάνη εκτιμήσεως.

42      Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη χρονολογική αλληλουχία των μέτρων, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι τα επίμαχα δάνεια είχαν χορηγηθεί ταυτοχρόνως με την ανακεφαλαιοποίηση και ότι τα τρία αυτά μέτρα είχαν προβλεφθεί στο ίδιο σχέδιο αναδιαρθρώσεως, το οποίο είχε υποβληθεί στην κρίση της Επιτροπής έξι μήνες μετά τη χορήγηση της ενισχύσεως για τη διάσωση.

43      Δεν αμφισβητείται, επίσης, από τους διαδίκους, όσον αφορά την κατάσταση της επωφελούμενης εταιρίας, ότι από το 2008 η SeaFrance αντιμετώπιζε μείζονες οικονομικές δυσχέρειες, οι οποίες κατέληξαν, στις 30 Ιουνίου 2010, ήτοι πριν από την κοινοποίηση της ενισχύσεως για τη διάσωση, στην κίνηση, ως προς τη SeaFrance, διαδικασίας δικαστικής εξυγιάνσεως. Η διαδικασία δικαστικής εξυγιάνσεως παρέμεινε ανοικτή μέχρι το χρονικό σημείο κινήσεως διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, που έλαβε χώρα λίγο μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψεις 4, 5 και 7 ανωτέρω). Επομένως, οι μείζονες οικονομικές δυσχέρειες της SeaFrance υφίσταντο τόσο κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτή έλαβε την ενίσχυση για τη διάσωση όσο και κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η SNCF προετίθετο να λάβει, ως προς τη SeaFrance, τρία άλλα μέτρα τα οποία προβλέπονται από το σχέδιο αναδιαρθρώσεως.

44      Όσον αφορά τον σκοπό των μέτρων, δεν αμφισβητείται ότι το δάνειο ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ είχε τον ίδιο σκοπό με αυτόν που είχε η ανακεφαλαιοποίηση, ήτοι τη χρηματοδότηση της αναδιαρθρώσεως. Ως προς το δάνειο ύψους [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ, το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι το εν λόγω δάνειο επιδίωκε σκοπό περιουσιακής φύσεως, ήτοι την εξασφάλιση της αποκτήσεως ενός στοιχείου ενεργητικού μέσω εσπευσμένης ασκήσεως του δικαιώματος προαιρέσεως αγοράς όσον αφορά το πλοίο Molière και, επομένως, είχε διαφορετικό σκοπό από αυτόν που είχε η ανακεφαλαιοποίηση είναι απορριπτέο. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε ότι το εν λόγω δάνειο εντασσόταν στη λογική της αναδιαρθρώσεως της SeaFrance, στο μέτρο που χρησίμευε για την αναχρηματοδότηση και εξαγορά, ενωρίτερα από ό,τι είχε προβλεφθεί, της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως σχετικώς με το πλοίο Molière και απέβλεπε, ως εκ τούτου, στη μείωση των λειτουργικών δαπανών που συνδέονται με τη χρηματοδότηση των μέσων παραγωγής. Επιπλέον, η Επιτροπή ορθώς επισήμανε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι, ενώ η Γαλλική Δημοκρατία υποστήριζε ότι ο μοναδικός σκοπός του εν λόγω δανείου συνίστατο στην υποκατάσταση αναλήψεως υποχρεώσεως εκτός ισολογισμού ως προς τα οφειλόμενα από τη SeaFrance μισθώματα κατ’ εφαρμογήν της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως, το ως άνω κράτος μέλος ουδόλως είχε προσκομίσει κάποιο στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι, πριν από το δάνειο αυτό, η SNCF ήταν ήδη, άμεσα, υπόχρεος καταβολής των εν λόγω μισθωμάτων.

45      Εν συνεχεία, πλείονα στοιχεία τα οποία επισημάνθηκαν από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία αποτελούν μέρος του πλαισίου της αναδιαρθρώσεως της SeaFrance επιρρωννύουν, εν πάση περιπτώσει, το συμπέρασμα ότι τα επίμαχα δάνεια, η ενίσχυση για τη διάσωση και η ανακεφαλαιοποίηση έπρεπε να εκτιμηθούν από κοινού υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

46      Συναφώς, αφενός, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, κατόπιν της εκ μέρους της SNCF χορηγήσεως, προς όφελος της SeaFrance, της πιστώσεως ύψους [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ, ως προς την οποία η Επιτροπή δέχθηκε ότι αυτή αποτελεί ενίσχυση για τη διάσωση, οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν, στις 18 Φεβρουαρίου 2011, ένα αρχικό σχέδιο αναδιαρθρώσεως της SeaFrance (αιτιολογικές σκέψεις 1, 2 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το σχέδιο αυτό, το οποίο προέβλεπε μόνον μέτρο ενισχύσεως, ήτοι αύξηση κεφαλαίου της SeaFrance, ύψους 223 εκατομμυρίων ευρώ, καλυπτόμενη στο σύνολό της από την SNCF Participations, αποτέλεσε αντικείμενο επικρίσεων εκ μέρους της Επιτροπής με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας για τον λόγο ότι η ιδία συνεισφορά της SeaFrance για τη χρηματοδότηση της αναδιαρθρώσεώς της ήταν υπερβολικά χαμηλή και αβέβαιη (αιτιολογικές σκέψεις 4, 24 και 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, επίσης, ότι, προκειμένου να δοθεί απάντηση στις επικρίσεις αυτές, οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν, στις 12 Σεπτεμβρίου 2011, τροποποιημένο σχέδιο αναδιαρθρώσεως υπό την έννοια ότι η αρχικώς προβλεφθείσα αύξηση κεφαλαίου μειώθηκε σε 166,3 εκατομμύρια ευρώ, επρόκειτο δε να καλυφθεί από την SNCF Participations, και ότι η μείωση αυτή είχε αντισταθμιστεί με δάνειο ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ, χορηγούμενο από την SNCF και προοριζόμενο για τη χρηματοδότηση της αναδιαρθρώσεως της SeaFrance, ως μέρος της ιδίας συνεισφοράς της (αιτιολογικές σκέψεις 24, 27, 28 και 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, η χορήγηση των επίμαχων δανείων, και ιδίως του δανείου ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ, δίδει την εντύπωση ότι αποτελεί απόρροια αναθεωρήσεως του αρχικώς προβλεφθέντος μοναδικού μέτρου ενισχύσεως.

47      Αφετέρου, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η SNCF, η οποία ενεργούσε υπό τη διττή ιδιότητα του καταβάλλοντος τις ενισχύσεις και του χορηγούντος τα κεφάλαια που προορίζονταν να αποτελέσουν μέρος της ιδίας συνεισφοράς, ήταν η μόνη που παρείχε στη SeaFrance τους αναγκαίους πόρους για τη χρηματοδότηση της αναδιαρθρώσεως. Συγκεκριμένα, κανένας ιδιώτης επενδυτής, ο οποίος ήταν εξωτερικός σε σχέση με τον όμιλο SNCF, δεν παρενέβη προς υποβοήθηση της SNCF στο πλαίσιο της συναλλαγής αυτής. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε, επίσης, ότι, παρά τα αιτήματά της, οι γαλλικές αρχές δεν της παρέθεσαν παράδειγμα προσφοράς δανείου προερχομένης από ανεξάρτητο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (αιτιολογική σκέψη 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

48      Το πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως της SeaFrance, ιδίως δε η εξέλιξη του σχεδίου αναδιαρθρώσεως, καταδεικνύει, ως εκ τούτου, ότι, προς επανόρθωση της οιονεί απουσίας ιδίας συνεισφοράς της SeaFrance για τη χρηματοδότηση της αναδιαρθρώσεώς της, οι γαλλικές αρχές, αντί να αναζητήσουν έναν εξωτερικό επενδυτή ή έναν εξωτερικό πιστωτή, ή ως εκ του ότι δεν εξηύραν έναν τέτοιο εξωτερικό επενδυτή ή εξωτερικό πιστωτή, πρότειναν μια λύση κατά την οποία η SNCF, αυτή καθαυτήν, επρόκειτο να παράσχει σχεδόν το σύνολο της ως άνω ιδίας συνεισφοράς, ήτοι 99,7 εκατομμύρια ευρώ επί συνολικού ποσού ιδίας συνεισφοράς ύψους [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ (βλ. αιτιολογική σκέψη 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τις σκέψεις 63 και 79 κατωτέρω), παρεμβαίνοντας ωσάν να ήταν ένας εξωτερικός πιστωτής. Πάντως, μια τέτοια λύση, στηριζόμενη σε απλή αναθεώρηση του αρχικώς προβλεφθέντος μέτρου ενισχύσεως και σε διχοτόμηση της SNCF, η οποία θα ενεργούσε, από τη μια πλευρά, μέσω της SNCF Participations, ως δημόσιος φορέας που καταβάλλει την ενίσχυση και, από την άλλη πλευρά, ως ιδιώτης επενδυτής —ο οποίος θα ήταν, ταυτοχρόνως, ο μοναδικός ιδιώτης επενδυτής που θα παρενέβαινε στο πλαίσιο της διασώσεως και της αναδιαρθρώσεως της SeaFrance—, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, στο μέτρο που αποτρέπει την εφαρμογή των αφορώντων την ιδία συνεισφορά κανόνων που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση.

49      Τέλος, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, το επιτόκιο και οι ασφάλειες, με τις οποίες συνοδεύονταν τα επίμαχα δάνεια, δεν αποτελούν μέρος των κρίσιμων στοιχείων τα οποία η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της κατά την εξέταση του ζητήματος αν τα δάνεια αυτά μπορούσαν να διαχωριστούν από την ανακεφαλαιοποίηση και από την ενίσχυση για τη διάσωση. Συγκεκριμένα, η εξέταση των προϋποθέσεων χορηγήσεως των επίμαχων δανείων εμπίπτει στην εκτίμηση της αποδοτικότητας των δανείων αυτών, δηλαδή στην εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Αντιθέτως, η εξέταση της δυνατότητας διαχωρισμού των επίμαχων δανείων από τα δύο άλλα μέτρα αποβλέπει στο να καταδειχθεί αν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή πρέπει να εφαρμοσθεί επί των δανείων αυτών, θεωρουμένων ότι συνιστούν αυτοτελή επένδυση, ή επί του συνόλου των μέτρων τα οποία προβλέπονται από την προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρουμένων ότι συνιστούν ολότητα. Επομένως, η εξέταση αυτή αποτελεί στάδιο προγενέστερο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

50      Ομοίως, από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 33 νομολογία προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, οι τυπικές διαφορές μεταξύ ενός δανείου και μιας ανακεφαλαιοποιήσεως δεν παρεμποδίζουν να γίνει δεκτό ότι τα μέτρα αυτά είναι αδιαχώριστα. Συγκεκριμένα, αυτό που έχει καθοριστική σημασία δεν είναι η μορφή την οποία λαμβάνουν οι σχετικές κρατικές παρεμβάσεις, αλλά το γεγονός ότι οι εν λόγω παρεμβάσεις εμφανίζουν, υπό το πρίσμα, ιδίως, της χρονολογικής αλληλουχίας τους, του σκοπού τους και της καταστάσεως της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο των εν λόγω παρεμβάσεων, τόσο στενούς δεσμούς ώστε είναι αδύνατο να διαχωριστούν.

51      Δεύτερον, όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή επί των μέτρων που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 133 και 134 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε τα εξής:

«(133)      Η Γαλλία δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η αναδιάρθρωση κεφαλαίου αποτελεί ενίσχυση, διότι δεν υπάρχει καμία προοπτική επίτευξης απόδοσης που να αντιστοιχεί σε εκείνη που θα είχε απαιτηθεί από ιδιώτη επενδυτή. Αυτό απορρέει επίσης από τον πίνακα που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 35, όπου αναφέρεται η ανάγκη χρηματοδότησης για την περίοδο 2011-2017. Πράγματι, η επιχείρηση δεν θα μπορούσε να μοιράσει μερίσματα κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών δαπανών που αντιπροσωπεύει η πληρωμή τόκων και κεφαλαίου των [επίμαχων] δανείων και [του μικρού περιθωρίου κέρδους] που προβλέπεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, η κατάσταση αυτή θα επεκτεινόταν προφανέστατα πέραν του 2017 μέχρι την πλήρη αποπληρωμή των δανείων το 2023. Όμως, ένας ιδιώτης επενδυτής σε έναν κλασικό οικονομικό τομέα, όπως οι θαλάσσιες μεταφορές, δεν θα δεχόταν την πλήρη έλλειψη απόδοσης για επένδυση ύψους 166,3 εκατομμυρίων [ευρώ] και για [δωδεκαετή] περίοδο [...]

(134)            Συνολικά, η απόδοση της ενίσχυσης διάσωσης [, της] αναδιάρθρωσης κεφαλαίου, καθώς και των δύο δανείων είναι χαμηλότερη από την απόδοση που θα απαιτούσε ένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς. Πράγματι, όπως εξηγήθηκε, η SNCF δεν μπορεί να αναμένει καμία απόδοση της αναδιάρθρωσης κεφαλαίου πριν από το 2023 […]»

52      Διαπιστώνεται ότι η ανάλυση της αποδόσεως που μπορούσε να αναμένεται βάσει των μέτρων τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, ανάλυση η οποία εκτέθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 133 και 134 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι συνοπτική και επικεντρώνεται στην ανακεφαλαιοποίηση.

53      Ωστόσο, αφενός, η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή επί του ενιαίου συνόλου των μέτρων, το οποίο απαρτίζεται από τα επίμαχα δάνεια, από την ανακεφαλαιοποίηση και από την ενίσχυση για τη διάσωση. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του αντικτύπου που η καταβολή των τόκων και η αποπληρωμή των επίμαχων δανείων είχε επί της αποδοτικότητας της ανακεφαλαιοποιήσεως, η Επιτροπή προέβη στη διενέργεια σφαιρικής αναλύσεως της αποδόσεως την οποία η SNCF, ως μοναδικός ιδιώτης επενδυτής, μπορούσε να αναμένει βάσει των μέτρων τα οποία έθεσε σε εφαρμογή ή προετίθετο να θέσει σε εφαρμογή στο πλαίσιο της διασώσεως και της αναδιαρθρώσεως της SeaFrance, εκτιμωμένων ως αποτελούντων ενιαίο σύνολο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνήγαγε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι η αναμενόμενη βάσει του ως άνω ενιαίου συνόλου μέτρων ολική απόδοση δεν αντιστοιχούσε σε απόδοση που θα αναμενόταν εκ μέρους ενός ιδιώτη επενδυτή, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αναλάβει τη διενέργεια ακριβούς αναλύσεως ως προς το ζήτημα αν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως καθενός από τα επίμαχα δάνεια ήσαν σύμφωνες προς τους όρους της αγοράς.

54      Αφετέρου, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 48 ανωτέρω, τα στοιχεία του πλαισίου της αναδιαρθρώσεως της SeaFrance, τα οποία μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 46 και 47 ανωτέρω, επιρρωννύουν το συμπέρασμα ότι ένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς δεν θα είχε λάβει, υπέρ της SeaFrance, το σύνολο των μέτρων τα οποία ελήφθησαν από την SNCF και τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

55      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 32 νομολογία, εξέτασε το όλο πλαίσιο της χορηγήσεως των επίμαχων δανείων στη SeaFrance. Εξ αυτών προκύπτει, επίσης, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν υπέθεσε, αλλά απέδειξε, υπό το πρίσμα του σκοπού, της χρονολογικής αλληλουχίας των επίμαχων δανείων και της καταστάσεως της επωφελούμενης εταιρίας, λαμβάνοντας υπόψη της και τα άλλα κρίσιμα στοιχεία του φακέλου, όπως είναι η εξέλιξη του σχεδίου αναδιαρθρώσεως, η διχοτόμηση της SNCF και η έλλειψη ιδιώτη επενδυτή ανεξάρτητου ως προς τον όμιλο SNCF, ότι τα επίμαχα δάνεια δεν μπορούσαν λογικώς να διαχωριστούν από την ανακεφαλαιοποίηση της SeaFrance και από το άνοιγμα της πιστώσεως ως προς την εν λόγω εταιρία στο πλαίσιο της ενισχύσεως για τη διάσωση και, κατά συνέπεια, να θεωρηθούν ως αυτοτελής επένδυση υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

56      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει, επίσης, ότι, θέτοντας στη διάθεση της SeaFrance από κοινού τα επίμαχα δάνεια, την ανακεφαλαιοποίηση και την ενίσχυση για τη διάσωση, το Γαλλικό Δημόσιο, ενεργώντας μέσω της SNCF, προσπόρισε στη SeaFrance ένα πλεονέκτημα το οποίο η τελευταία δεν θα μπορούσε να αποκτήσει υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή προσέδωσε, με την αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στα ως άνω δάνεια τον χαρακτηρισμό των κρατικών ενισχύσεων.

57      Τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας, τα οποία στηρίζονται στην προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής, δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση το ως άνω συμπέρασμα.

58      Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, μόνον στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμηθεί ο χαρακτήρας ορισμένου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως και όχι σε σχέση με την προβαλλόμενη προγενέστερη πρακτική λήψεως αποφάσεων εκ μέρους της Επιτροπής (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:732, σκέψη 136). Εξάλλου, θα ήταν ιδιαιτέρως αβέβαιο να στηρίζονται οι σχετικές εκτιμήσεις επί της προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής στον τομέα των ενισχύσεων για τη διάσωση και για την αναδιάρθρωση, στον οποίο η εκτίμηση της εκάστοτε περιπτώσεως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επιμέρους οικονομική κατάσταση του δικαιούχου της ενισχύσεως, από την εν γένει οικονομική κατάσταση του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται ο εν λόγω δικαιούχος και από το κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται ο εν λόγω δικαιούχος.

59      Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία δεν μπορεί να στηρίζεται επί της προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη πλάνης στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εκ μέρους της εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως εν προκειμένω.

60      Εν πάση περιπτώσει, η επί της ουσίας εξέταση των επιχειρημάτων αυτών, η οποία παρατίθεται κατωτέρω, δεν παρέχει τη δυνατότητα να εντοπισθεί πλάνη βαρύνουσα την προσβαλλόμενη απόφαση.

61      Αφενός, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει ότι η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής δεν παρέχει τη δυνατότητα να δικαιολογηθεί η γενίκευση της λύσεως που έγινε δεκτή με την απόφαση BP Chemicals, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:T:1998:199). Έτσι, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, με την από 26 Μαΐου 2010 απόφαση της Επιτροπής περί της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων της SNCB που σχετίζονται με τη σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων (αριθ. 726/2009) (στο εξής: απόφαση SNCB-σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων), απόφαση η οποία αφορά μια μητρική εταιρία που καταβάλλει την ενίσχυση υπό περιστάσεις παρόμοιες με αυτές που αποτέλεσαν αντικείμενο εξετάσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν προέβη σε σφαιρική ανάλυση των μέτρων ενισχύσεως και δέχθηκε, αντιθέτως, ότι δάνειο, το οποίο είχε χορηγηθεί από την SNCB στην ιδρυθείσα στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων νέα θυγατρική εταιρία της και το οποίο είχε συνοδευθεί από αύξηση κεφαλαίου της εν λόγω θυγατρικής εταιρίας εκ μέρους της SNCB, είχε χορηγηθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς τους όρους της αγοράς. Επομένως, το εν λόγω δάνειο δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση και μπορούσε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της ιδίας συνεισφοράς της εν λόγω θυγατρικής εταιρίας για την αναδιάρθρωση. Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, αυτή η διαφορά ως προς την ανάλυση παρεμφερών περιπτώσεων, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί από την ύπαρξη διαφορών ως προς το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, αντίκειται στις αρχές της ασφαλείας δικαίου, της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως.

62      Διαπιστώνεται ότι, με το επιχείρημά της το οποίο στηρίζεται στην απόφαση SNCB-σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων, η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, ότι αρνήθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το χορηγηθέν από την SNCF στη SeaFrance δάνειο ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ μπορεί να αποτελέσει μέρος της ιδίας συνεισφοράς της SeaFrance για τη χρηματοδότηση της αναδιαρθρώσεώς της, ενώ, με την απόφαση SNCB-σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων, το ως άνω θεσμικό όργανο εκτίμησε ότι το δάνειο το οποίο η SNCB είχε χορηγήσει στη θυγατρική εταιρία της που ήταν επιφορτισμένη με τη «σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων», εφόσον αυτό είχε χορηγηθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς τους όρους της αγοράς, δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση και μπορούσε να συμπεριληφθεί στην ιδία συνεισφορά της εν λόγω θυγατρικής εταιρίας για τις ανάγκες της χρηματοδοτήσεως της αναδιαρθρώσεως.

63      Συναφώς, ευθύς εξαρχής, πέραν του γεγονότος ότι, σε αντίθεση με την αναδιάρθρωση της SeaFrance, η αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων της SNCB που σχετίζονται με τη σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων δεν έλαβε χώρα στο πλαίσιο της διασώσεως μιας προβληματικής επιχειρήσεως αλλά στο πλαίσιο ενός εκτενούς σχεδίου βιομηχανικής και εμπορικής αναδιαρθρώσεως του τομέα, πρέπει να επισημανθεί η ύπαρξη μιας σημαντικής διαφοράς ως προς το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, η αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων της SNCB που σχετίζονται με τη σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων υπαγόταν στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (EE 2008, C 184, σ. 13). Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν ένα κανονιστικό πλαίσιο το οποίο αφορά ειδικώς τον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών και το οποίο εισάγει παρέκκλιση από το καθεστώς των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση, ιδίως όσον αφορά το ύψος της ιδίας συνεισφοράς του δικαιούχου της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 82 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι η Επιτροπή θα μπορεί να δεχθεί χαμηλότερες ίδιες συνεισφορές από εκείνες που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση. Ακριβώς επί της βάσεως αυτής η Επιτροπή έκανε δεκτή την ιδία συνεισφορά της επιφορτισμένης με τη «σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων» θυγατρικής εταιρίας της SNCB, η οποία κυμαινόταν μεταξύ ποσοστού 15 και 25 % των αναγκών χρηματοδοτήσεως της αναδιαρθρώσεως (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 246 έως 249 της αποφάσεως SNCB-σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων). Εν συνεχεία, καίτοι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δέχθηκε, με την απόφαση SNCB-σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων, ότι ένα τμήμα της ιδίας συνεισφοράς της επιφορτισμένης με τη «σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων» θυγατρικής εταιρίας της SNCB αποτελείται από δάνειο χορηγηθέν από την SNCB κατά τρόπο σύμφωνο προς τους όρους της αγοράς, από την αιτιολογική σκέψη 113 της ως άνω αποφάσεως προκύπτει ότι, προς κάλυψη των αναγκών χρηματοδοτήσεως της αναδιαρθρώσεως, η εν λόγω θυγατρική εταιρία έπρεπε, επίσης, να συνάψει, με ένα πιστωτικό ίδρυμα, σύμβαση για τη λήψη εξωτερικής πιστώσεως ύψους 50 εκατομμυρίων ευρώ. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με το σχέδιο αναδιαρθρώσεως της SeaFrance, το σχέδιο αναδιαρθρώσεως των δραστηριοτήτων της SNCB που σχετίζονται με τη σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων προέβλεπε την παρέμβαση φορέων ανεξάρτητων από τον όμιλο SNCB. Τέλος, το ποσό του δανείου που η SNCB έπρεπε να χορηγήσει στην επιφορτισμένη με τη «σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων» θυγατρική εταιρία της αντιπροσώπευε ένα σχετικώς περιορισμένο τμήμα της ιδίας συνεισφοράς. Συγκεκριμένα, το εν λόγω δάνειο ανερχόταν σε 25 εκατομμύρια ευρώ και το συνολικό ποσό της ιδίας συνεισφοράς της επιφορτισμένης με τη «σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων» θυγατρικής εταιρίας ήταν 135 εκατομμύρια ευρώ για συνολικό κόστος αναδιαρθρώσεως της τάξεως των 490 εκατομμυρίων ευρώ (βλ. αιτιολογική σκέψη 248 της αποφάσεως SNCB-σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων). Αντιθέτως, σύμφωνα με το τροποποιημένο σχέδιο αναδιαρθρώσεως της SeaFrance, το δάνειο ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ αντιπροσώπευε μεταξύ 85 και 90 % της ιδίας συνεισφοράς της SeaFrance για τη χρηματοδότηση της αναδιαρθρώσεώς της, δεδομένου ότι το συνολικό ποσό της εν λόγω συνεισφοράς ανερχόταν σε [εμπιστευτικό] εκατομμύρια ευρώ, για συνολικό κόστος αναδιαρθρώσεως της τάξεως των [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 35 και 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

64      Από τις ως άνω παρατηρήσεις προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, οι περιπτώσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής στην απόφαση SNCB-σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων και στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήσαν παρεμφερείς. Κατά συνέπεια, η προβαλλόμενη διαφορά ως προς την ανάλυση των εν λόγω περιπτώσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στις αρχές της ασφαλείας δικαίου, της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως.

65      Αφετέρου, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, με τις προγενέστερες αποφάσεις της, η Επιτροπή είχε προβεί σε διαχωρισμό διαφόρων μέτρων, τα οποία είχαν αναγγελθεί ταυτοχρόνως, και είχε απομονώσει τα μεν από τα δε, προς τον σκοπό της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία επικαλείται την απόφαση 2009/613/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Απριλίου 2009, σχετικά με τα μέτρα C 7/07 (πρώην NN 82/06 και NN 83/06) τα οποία έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο υπέρ της Royal Mail (EE L 210, σ. 16, στο εξής: απόφαση Royal Mail), με την οποία η Επιτροπή φέρεται ότι είχε διαχωρίσει διάφορα μέτρα ενισχύσεων, τα οποία είχαν προβλεφθεί υπέρ της Royal Mail, για τον λόγο ότι αυτά επιδίωκαν διαφορετικούς σκοπούς, και την απόφαση 2009/973/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της Combus AS (EE L 345, σ. 28, στο εξής: απόφαση Combus), με την οποία η Επιτροπή φέρεται ότι είχε εκτιμήσει ότι δύο εισφορές κεφαλαίου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο 1999 και τον Ιανουάριο 2001, έπρεπε να θεωρηθούν ως δύο χωριστά μέτρα, ενώ η κυβέρνηση, η οποία είχε καταβάλει τις ενισχύσεις, είχε εκτιμήσει ότι τα μέτρα αυτά είχαν τον ίδιο σκοπό, ήτοι την αναδιάρθρωση και την ανακεφαλαιοποίηση της Combus ενόψει της ιδιωτικοποιήσεώς της.

66      Όσον αφορά την απόφαση Royal Mail, καίτοι, παρά την επιχειρηματολογία που προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, η Επιτροπή κατέληξε, με την ως άνω απόφαση, στο συμπέρασμα ότι ήταν επιβεβλημένο να διαχωριστούν, προς τον σκοπό της αναλύσεώς τους υπό το πρίσμα της αρχής του ιδιώτη επενδυτή, τα μέτρα τα οποία είχαν ληφθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο ως προς την Royal Mail το 2007, ήτοι μια τροποποίηση των πιστωτικών διευκολύνσεων, μέτρο το οποίο αφορά το καθεστώς συνταξιοδοτήσεως των υπαλλήλων της Royal Mail και ένα μετοχικό δάνειο, από τις αιτιολογικές σκέψεις 101 και 102 της ως άνω αποφάσεως προκύπτει ότι το συμπέρασμα αυτό στηριζόταν σε εμπεριστατωμένη εξέταση της φύσεως, των σκοπών και της χρονολογικής αλληλουχίας των εν λόγω μέτρων, η οποία έγινε στα σημεία 5.2, 5.3 και 5.4 της εν λόγω αποφάσεως. Μετά την εξέταση αυτή, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πιστωτικές διευκολύνσεις του 2007 αποτελούσαν συνέχεια των μέτρων που είχαν ήδη ληφθεί το 2003, ενώ το σχετικό με τις συντάξεις μέτρο είχε θεσπισθεί το 2007. Επιπλέον, λόγω των ιδιαιτεροτήτων των ενισχύσεων όσον αφορά τη χρηματοδότηση των καθεστώτων συνταξιοδοτήσεως, το τελευταίο αυτό μέτρο δεν υπαγόταν στους κανόνες που ήσαν εφαρμοστέοι επί της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση. Ως προς το μετοχικό δάνειο, η Επιτροπή δέχθηκε ότι αυτό είχε χορηγηθεί μεταγενέστερα από άλλα μέτρα και επιδίωκε διακριτό σκοπό.

67      Όσον αφορά την απόφαση Combus, αρκεί να επισημανθεί ότι, με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή απέρριψε την επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Δανίας ότι οι δύο εισφορές κεφαλαίου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 1999 και το 2001 υπέρ της Combus, αποτελούσαν ένα και μοναδικό μέτρο ενισχύσεως και έπρεπε να αξιολογηθούν από κοινού, κυρίως με το σκεπτικό ότι η πρώτη από αυτές τις εισφορές κεφαλαίου, η οποία δεν είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και η οποία δεν αποτελούσε αντικείμενο ενός σχεδίου αναδιαρθρώσεως συνάδοντος προς τους κανόνες που ήσαν εφαρμοστέοι κατά τη χρονική περίοδο εκείνη, έπρεπε να θεωρηθεί ως ενίσχυση παράνομη και ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 287, 318 και 328 της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής).

68      Ως εκ τούτου, η εξέταση των αποφάσεων της Επιτροπής, τις οποίες επικαλέσθηκε η Γαλλική Δημοκρατία, καταδεικνύει ότι τόσο το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τη συλλογιστική που στηρίζεται στην απόφαση BP Chemicals, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:T:1998:199), επί της αποφάσεώς της SNCB-σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων, όσο και το γεγονός ότι, με τις αποφάσεις της Royal Mail και Combus, η Επιτροπή απέρριψε, βάσει της ως άνω συλλογιστικής, την επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου και του Βασιλείου της Δανίας και αποφάσισε να προβεί σε διαχωρισμό των μέτρων περί των οποίων επρόκειτο στις εν λόγω αποφάσεις, προς τον σκοπό της εξετάσεώς τους, εξηγούνται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε μίας από τις αποφάσεις αυτές, οι οποίες δεν είναι συγκρίσιμες με τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως.

69      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παρερμηνεία της έννοιας του όρου «κρατική ενίσχυση», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή φέρεται ότι έκρινε εσφαλμένως ότι οι γαλλικές αρχές δεν απέδειξαν ότι, εξεταζόμενα χωριστά, τα επίμαχα δάνεια είχαν χορηγηθεί με επιτόκιο της αγοράς

70      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένως ότι τα επίμαχα δάνεια, εξεταζόμενα χωριστά, δεν είχαν χορηγηθεί με επιτόκιο της αγοράς. Τα επιχειρήματα που η Γαλλική Δημοκρατία αναπτύσσει στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως στηρίζονται στην άποψη ότι δάνειο χορηγηθέν από δημόσιο φορέα, το οποίο είναι σύμφωνο προς το επιτόκιο που καθορίζεται από την Επιτροπή στην ανακοίνωσή της σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (EE 2008, C 14, σ. 6, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς), της 19ης Ιανουαρίου 2008, πρέπει να θεωρείται ως δάνειο χορηγηθέν με επιτόκιο της αγοράς. Επομένως, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, ένα τέτοιο δάνειο δεν προσπορίζει κανένα πλεονέκτημα στον δικαιούχο και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση.

71      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, με τα οποία η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή, αφενός, ότι απέκλεισε την εφαρμογή της ανακοινώσεως σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς και, αφετέρου, ότι συνήγαγε εσφαλμένως ότι, για να είναι σύμφωνο με την αγορά, το επιτόκιο των δανείων έπρεπε να ανέρχεται στο 14 % περίπου.

72      Συναφώς, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι η χωριστή εξέταση των επίμαχων δανείων από την άποψη της αντιστοιχίας του εφαρμοζόμενου επί των εν λόγω δανείων επιτοκίου σε σχέση με ένα επιτόκιο της αγοράς έγινε στην προσβαλλομένη απόφαση, επαλλήλως και επικουρικώς. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, αφού συνήγαγε, στην αιτιολογική σκέψη 134 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα δάνεια αποτελούσαν κρατική ενίσχυση στο μέτρο που, εξετασθέντα από κοινού με την ανακεφαλαιοποίηση και με την ενίσχυση για τη διάσωση, δεν θα απέφεραν στην SNCF απόδοση την οποία θα απαιτούσε ένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς, επισήμανε, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι, «[έ]στω και αν, μεμονωμένα, η απόδοση των δύο δανείων αντιστοιχούσε στους όρους της αγοράς —quod non—, αυτό δεν θα επαρκούσε για να καταστήσει τα μέτρα στο σύνολό τους συμβατά με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς». Εν συνεχεία, η Επιτροπή εξέτασε, στις αιτιολογικές σκέψεις 135 έως 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ζήτημα με ποιο επιτόκιο έπρεπε να συνοδεύονται τα επίμαχα δάνεια, εξεταζόμενα χωριστά, ώστε να ανταποκρίνονται στους όρους της αγοράς. Κατόπιν της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή συνήγαγε ότι το επιτόκιο αυτό έπρεπε να ανέρχεται στο 14 %, περίπου, υπερβαίνοντας το προταθέν από τις γαλλικές αρχές επιτόκιο του 8,5 %.

73      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο μέτρο που ορισμένα σημεία του αιτιολογικού μιας αποφάσεως είναι, αφεαυτών, ικανά να δικαιολογήσουν επαρκώς από νομικής απόψεως την απόφαση, οι πλημμέλειες τις οποίες ενδεχομένως πάσχουν άλλα σημεία του αιτιολογικού της πράξεως δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο διατακτικό της. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, ένας λόγος ο οποίος, ακόμα και αν κρινόταν βάσιμος, δεν είναι ικανός να οδηγήσει στην ακύρωση, την οποία επιδιώκει ο προσφεύγων, πρέπει να απορρίπτεται ως αλυσιτελής (βλ. διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Castiglioni κατά Επιτροπής, T‑591/10, EU:T:2013:94, σκέψεις 44 και 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, από τις ανωτέρω σκέψεις 55 και 56 προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε ότι τα επίμαχα δάνεια αποτελούσαν ενιαίο σύνολο με την ανακεφαλαιοποίηση και με την ενίσχυση για τη διάσωση και ότι, εξεταζόμενα από κοινού, τα μέτρα αυτά αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις. Επομένως, τυχόν σφάλματα στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά τη χωριστή εξέταση των επίμαχων δανείων δεν δύνανται να επηρεάσουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, τον οποίο προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του προσκομισθέντος από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση εγγράφου (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω).

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνες περί το δίκαιο και περί τα πράγματα καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση ήταν ασύμβατη προς το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση

74      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνες περί το δίκαιο και περί τα πράγματα κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση της SeaFrance προς την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που συνήγαγε ότι δεν επληρούτο η απαίτηση ιδίας συνεισφοράς που να είναι πραγματική, μη έχουσα τον χαρακτήρα ενισχύσεως και όσο το δυνατόν υψηλότερη, απαίτηση η οποία προβλέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση.

75      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστούν οι κανόνες που διέπουν την ιδία συνεισφορά, οι οποίοι διατυπώνονται στις παραγράφους 7, 43 και 44 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση.

76      Ευθύς εξαρχής, η παράγραφος 7 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση προβλέπει ότι, «[σ]το πλαίσιο της [αναθεώρησης των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση του 2004], είναι ενδεδειγμένο να επιβεβαιωθεί εκ νέου με μεγαλύτερη σαφήνεια η αρχή ότι [η] συμβολή [του δικαιούχου στην αναδιάρθρωση] πρέπει να είναι πραγματική και απαλλαγμένη ενίσχυσης· [η] συμβολή του δικαιούχου εξυπηρετεί ένα[ν] διττό στόχο: από τη μία πλευρά, θα καταδεικνύει ότι οι αγορές (ιδιοκτήτες, πιστωτές) πιστεύουν στο εφικτό της επιστροφής σε βιωσιμότητα εντός εύλογης χρονικής περιόδου· [α]πό την άλλη πλευρά, θα εξασφαλίζει ότι η ενίσχυση αναδιάρθρωσης περιορίζεται στο ελάχιστο απαιτούμενο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας, ενώ περιορίζει τη νόθευση του ανταγωνισμού.»

77      Ακολούθως, κατά την παράγραφο 43 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση, «[τ]ο ποσό και η ένταση της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζονται στο απολύτως ελάχιστο των εξόδων αναδιάρθρωσης που απαιτούνται για την υλοποίηση της αναδιάρθρωσης με βάση τους διαθέσιμους χρηματοοικονομικούς πόρους της επιχείρησης, των μετόχων της ή του επιχειρηματικού ομίλου στον οποίο ανήκει […]· [ο]ι αποδέκτες της ενίσχυσης πρέπει καταρχήν να συμβάλλουν σημαντικά στο σχέδιο αναδιάρθρωσης με δικούς τους πόρους, περιλαμβανομένης της πώλησης στοιχείων του ενεργητικού που δεν είναι απαραίτητα για την επιβίωση της επιχείρησης, ή με εξωτερική χρηματοδότηση που εξασφαλίζουν υπό όρους της αγοράς· [α]υτή η συμβολή αποτελεί ένδειξη ότι οι αγορές πιστεύουν στο εφικτό της επιστροφής σε βιωσιμότητα· [α]υτή η συμβολή πρέπει να είναι πραγματική, δηλαδή ουσιαστική, αποκλείοντας κάθε μελλοντικά προσδοκώμενα κέρδη, όπως οι ταμειακές εισροές, και να είναι όσο το δυνατόν υψηλότερη».

78      Τέλος, η παράγραφος 44 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση καθορίζει όρια της απαιτουμένης ιδίας συνεισφοράς, η οποία, στην περίπτωση των μεγάλων επιχειρήσεων, ανέρχεται στο 50 % των αναγκών χρηματοδοτήσεως της αναδιαρθρώσεως. Η ως άνω παράγραφος 44 προβλέπει, επίσης, ότι, σε εξαιρετικές περιστάσεις, η Επιτροπή μπορεί να δέχεται χαμηλότερη ιδία συνεισφορά.

79      Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με το τροποποιημένο σχέδιο αναδιαρθρώσεως, η ιδία συνεισφορά της SeaFrance για την αναδιάρθρωσή της ανερχόταν σε [εμπιστευτικό] εκατομμύρια ευρώ και αποτελείτο από ένα δάνειο ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ και από το προϊόν της μεταβιβάσεως τριών πλοίων, το οποίο ανερχόταν σε [εμπιστευτικό] εκατομμύρια ευρώ. Η Επιτροπή απέκλεισε το δάνειο ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ από την εν λόγω ιδία συνεισφορά, λαμβάνοντας υπόψη δύο στοιχεία.

80      Αφενός, η Επιτροπή τόνισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 158 και 160 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, όπως και το δάνειο ύψους [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ, το δάνειο ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ αποτελούσε κρατική ενίσχυση και δεν θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να ληφθεί υπόψη ως ιδία συνεισφορά, που πρέπει να μην έχει χαρακτήρα ενισχύσεως.

81      Αφετέρου, η Επιτροπή τόνισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 161 και 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά τις παραγράφους 7 και 43 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση, η ιδία συνεισφορά πρέπει να καταδεικνύει ότι οι αγορές πιστεύουν στο εφικτό της επιστροφής της επωφελούμενης από την ενίσχυση επιχειρήσεως σε κατάσταση βιωσιμότητας. Πάντως, εν προκειμένω, λόγω του γεγονότος ότι η αρχή, η οποία χορήγησε την ενίσχυση, και η μητρική εταιρία του δικαιούχου της ενισχύσεως αποτελούσαν μόνον ένα και το αυτό πρόσωπο, ήτοι την SNCF, και λόγω της ταυτόχρονης λήψεως των σχετικών μέτρων, ο σκοπός αυτός δεν θα μπορούσε να εκπληρωθεί, ελλείψει πραγματικής συνεισφοράς αποκτηθείσας από επενδυτή ή από πιστωτή ανεξάρτητο από την SNCF. Κατά την Επιτροπή, η συμπεριφορά της χορηγούσας την ενίσχυση αρχής δεν καταδεικνύει ότι οι αγορές πιστεύουν στην επιστροφή του δικαιούχου σε κατάσταση βιωσιμότητας.

82      Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτών, στην αιτιολογική σκέψη 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ιδία συνεισφορά της SeaFrance, η οποία ήταν απαλλαγμένη ενισχύσεως, ανερχόταν σε ποσό ύψους [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ, ήτοι λιγότερο του [εμπιστευτικό] % του κόστους αναδιαρθρώσεώς της, και ότι η εν λόγω ιδία συνεισφορά ήταν ανεπαρκής υπό το πρίσμα των διατάξεων της παραγράφου 44 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση.

83      Συναφώς, ευθύς εξαρχής, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το δάνειο ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση και διατείνεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως απέκλεισε το εν λόγω δάνειο από την ιδία συνεισφορά της SeaFrance.

84      Εν συνεχεία, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, προκειμένου να εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις τις οποίες θέτουν οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, αρκεί να αποδειχθεί ότι η χρηματοδότηση, που προβλέπεται ως ιδία συνεισφορά, είναι πραγματική, όσο το δυνατόν υψηλότερη και μη έχουσα χαρακτήρα ενισχύσεως. Η Γαλλική Δημοκρατία εκτιμά ότι η Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι η ιδία συνεισφορά πρέπει, επιπροσθέτως, να αποδεικνύει την εμπιστοσύνη των αγορών στο εφικτό της επιστροφής του δικαιούχου σε κατάσταση βιωσιμότητας, ανήγαγε την ως άνω εμπιστοσύνη σε χωριστή και πρόσθετη προϋπόθεση σε σχέση με την προϋπόθεση περί μέτρου μη έχοντος τον χαρακτήρα ενισχύσεως και, κατά συνέπεια, παρερμήνευσε την έννοια του όρου «ιδία συνεισφορά».

85      Τέλος, η Γαλλική Δημοκρατία διατείνεται ότι η Επιτροπή παρερμήνευσε την έννοια του όρου «ιδία συνεισφορά» ως εκ του ότι υποστήριξε, στις αιτιολογικές σκέψεις 161, 163 και 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η χρηματοδότηση, εκ μέρους της SNCF, της αναδιαρθρώσεως της SeaFrance δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι αγορές πιστεύουν στο εφικτό της επιστροφής της SeaFrance σε κατάσταση βιωσιμότητας, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι η αρχή, η οποία κατέβαλλε την ενίσχυση, και η μητρική εταιρία του δικαιούχου της ενισχύσεως, η οποία χορηγούσε τα κεφάλαια, αποτελούσαν μόνον ένα και το αυτό νομικό πρόσωπο.

86      Από την ανάλυση του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε ότι τα επίμαχα δάνεια, η ανακεφαλαιοποίηση και η ενίσχυση για τη διάσωση, εκτιμώμενα από κοινού, αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ορθώς απέκλεισε το δάνειο ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ από την ιδία συνεισφορά της SeaFrance, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξετασθούν τα λοιπά επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας.

87      Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, τέλος, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως παρατήρησε, στην αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι γαλλικές αρχές δεν είχαν επικαλεσθεί τη ρήτρα εξαιρετικών περιστάσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 44 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση, ούτε είχαν προσκομίσει το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο περί της υπάρξεως μιας τέτοιας εξαιρετικής περιστάσεως.

88      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Βεβαίως, οι γαλλικές αρχές αναφέρθηκαν εν συντομία, με την από 18 Φεβρουαρίου 2011 κοινοποίηση και το από 12 Σεπτεμβρίου 2011 έγγραφό τους, στην παράγραφο 44 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση, κατά την οποία, σε εξαιρετικές περιστάσεις και σε περιπτώσεις ιδιαίτερης δυσκολίας, οι οποίες πρέπει να αποδεικνύονται από το κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να δέχεται ιδία συνεισφορά χαμηλότερη του 50 %, ποσοστού που ισχύει όσον αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις.

89      Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, προκειμένου να αιτιολογήσουν την εφαρμογή της ρήτρας εξαιρετικών περιστάσεων που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, οι ως άνω αρχές περιορίστηκαν να επισημάνουν, αφενός, ότι η οικονομική κρίση, η οποία πλήττει την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η στενότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών είχαν ως συνέπεια τη δημιουργία ιδιαιτέρων δυσκολιών για τη SeaFrance και, αφετέρου, ότι, με την απόφαση SNCB-σιδηροδρομική μεταφορά φορτίων, η Επιτροπή είχε δεχθεί ιδία συνεισφορά που κυμαινόταν μεταξύ 15 και 25 %. Πάντως, εφόσον η οικονομική κρίση και η στενότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών επηρεάζουν τις περισσότερες επιχειρήσεις, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εξαιρετικές περιστάσεις ή ως ιδιαίτερες δυσκολίες έναντι μίας και μόνον επιχειρήσεως. Η επίκληση ενός προηγουμένου, το οποίο αντλείται από την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής, δεν μπορεί, επίσης, να αποδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ή καταστάσεως ιδιαίτερης δυσκολίας στην οποία έχει περιέλθει η επιχείρηση που είναι δικαιούχος της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γαλλικές αρχές δεν προσκόμισαν το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο περί της υπάρξεως τέτοιων περιστάσεων.

90      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 345 ΣΛΕΕ

91      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 345 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι οι Συνθήκες δεν προδικάζουν με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη και το οποίο καθιερώνει, κατά τη νομολογία, μια αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ, αφενός, των επιχειρήσεων που ανήκουν εν όλω ή εν μέρει στο Δημόσιο ή σε δημόσιους φορείς και, αφετέρου, των επιχειρήσεων που ανήκουν σε ιδιώτες.

92      Με το κύριο επιχείρημα το οποίο προέβαλε στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την ως άνω αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, για να δικαιούται να επωφεληθεί ενός μέτρου ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση, μια προβληματική επιχείρηση, η οποία είναι θυγατρική δημόσιας επιχειρήσεως, οφείλει να εξεύρει χρηματοδότηση στην αγορά, από πιστωτές ανεξάρτητους προς τον όμιλό της, προκειμένου να συμπληρώσει τη ληφθείσα ενίσχυση. Πάντως, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, στο πλαίσιο ίδιας καταστάσεως, μια θυγατρική ιδιωτικού ομίλου θα μπορούσε να στηριχθεί, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την αναδιάρθρωσή της, σε δημόσια ενίσχυση και στην υποστήριξη εκ μέρους του μετόχου της, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αποδειχθεί ο σώφρων χαρακτήρας της χρηματοδοτήσεως αυτής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή φέρεται ότι στήριξε την απόφασή της σε τεκμήριο κατά το οποίο η συμπεριφορά ενός δημόσιου μετόχου δεν είναι σύμφωνη προς την αγορά. Η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των δημοσίων επιχειρήσεων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων φέρεται ότι εκδηλώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση μέσω της αρνήσεως της Επιτροπής να λάβει υπόψη τα σύμφυτα χαρακτηριστικά των δανείων, τα οποία προτάθηκαν από την SNCF, προς τον σκοπό της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Ως εκ τούτου, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι επιχείρηση όπως η SeaFrance, η οποία ανήκει κατά 100 % σε δημόσια επιχείρηση, δεν μπορεί να λαμβάνει δάνειο από τον μοναδικό μέτοχό της οσάκις ο μέτοχος αυτός προβαίνει, επίσης, σε ανακεφαλαιοποίηση της επιχειρήσεως αυτής.

93      Το επιχείρημα αυτό της Γαλλικής Δημοκρατίας προκύπτει από εσφαλμένη ερμηνεία της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των δημοσίων επιχειρήσεων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και από παρερμηνεία του ρόλου που διαδραματίζει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή κατά την εφαρμογή της αρχής αυτής και είναι απορριπτέο.

94      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή αποτελεί απόρροια της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, αρχής κατά την οποία τα κεφάλαια που τίθενται από το κράτος στη διάθεση μιας επιχειρήσεως, άμεσα ή έμμεσα, υπό συνθήκες οι οποίες ανταποκρίνονται στους κανονικούς όρους της αγοράς, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Air France κατά Επιτροπής, T‑358/94, Συλλογή, EU:T:1996:194, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού παρέχει τη δυνατότητα να αποφευχθεί μια δυσμενής διάκριση που θα συνίστατο στο ότι ένα πλεονέκτημα το οποίο χορηγήθηκε σε επιχείρηση μέσω κρατικών πόρων αλλά υπό τους όρους της αγοράς θα θεωρείτο ως κρατική ενίσχυση αποκλειστικώς λόγω της κρατικής προελεύσεως των πόρων.

95      Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν στήριξε την απόφασή της σε τεκμήριο κατά το οποίο η συμπεριφορά ενός δημόσιου μετόχου δεν είναι σύμφωνη προς την αγορά αλλά στη διαπίστωση ότι, λόγω του ότι τα επίμαχα δάνεια προέρχονταν από κρατικούς πόρους, τα επίμαχα αυτά δάνεια μπορούσαν να αποτελούν κρατική ενίσχυση. Προς αποφυγή αυτόματου χαρακτηρισμού των εν λόγω δανείων ως κρατικής ενισχύσεως, και, ως εκ τούτου, προς αποφυγή παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αρχής την οποία επικαλέσθηκε η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή εξέτασε τα εν λόγω δάνεια υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή. Έτσι, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα εν λόγω δάνεια συνδέονταν αναπόσπαστα με τα λοιπά μέτρα τα οποία έθεσε σε εφαρμογή ή σχεδίαζε να λάβει το Γαλλικό Δημόσιο, μέσω της SNCF, υπέρ της SeaFrance και ότι, εκτιμώμενα από κοινού, τα μέτρα αυτά και τα εν λόγω δάνεια δεν ανταποκρίνονταν στο κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

96      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατό να λάβει η SeaFrance δάνειο από τον μοναδικό μέτοχό της, τη στιγμή που ο εν λόγω μέτοχος προέβη, επίσης, σε ανακεφαλαιοποίηση της επιχειρήσεως αυτής, δεν είναι απόρροια παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των ιδιωτικών και των δημοσίων επιχειρήσεων, αλλά είναι απόρροια ορθής εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

97      Τα λοιπά επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η Γαλλική Δημοκρατία στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν μπορούν, επίσης, να ευδοκιμήσουν.

98      Αφενός, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των δημοσίων επιχειρήσεων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, όταν, με την αιτιολογία ότι τα δάνεια ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ και [εμπιστευτικό] εκατομμυρίων ευρώ δεν προτάθηκαν από φορέα ανεξάρτητο προς την SNCF, ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να παραθέσουν ένα παράδειγμα προσφοράς δανείου εκ μέρους ανεξαρτήτου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, αξιολογική εκτίμηση ή πρόταση επιτοκίου προερχόμενη από εμπορική τράπεζα, αντί να εφαρμόσει επί των δανείων αυτών επιτόκιο που προκύπτει από την εφαρμογή της ανακοινώσεως σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς.

99      Το επιχείρημα αυτό δεν αποδεικνύει με κανένα τρόπο παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής. Τα αιτήματα της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθούν ως απλές πράξεις εξακριβώσεως ότι τα επίμαχα δάνεια ανταποκρίνονται στο κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, σύμφωνες προς τη νομολογία που υποχρεώνει την Επιτροπή, εφόσον προκύπτει ότι υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο της εφαρμοσιμότητας όσο και της εφαρμογής του κριτηρίου αυτού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Επιτροπή κατά EDF κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 104).

100    Αφετέρου, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των δημοσίων επιχειρήσεων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων ως εκ του ότι εκτίμησε ότι τα επίμαχα δάνεια δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως ιδία συνεισφορά της SeaFrance για την αναδιάρθρωσή της, με μόνη αιτιολογία ότι τα επίμαχα αυτά δάνεια δεν προτάθηκαν από φορέα ανεξάρτητο προς την SNCF.

101    Το επιχείρημα αυτό προκύπτει από εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 80 ανωτέρω, η Επιτροπή απέκλεισε το δάνειο ύψους 99,7 εκατομμυρίων ευρώ από την ιδία συνεισφορά με την αιτιολογία ότι το δάνειο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη έχον χαρακτήρα ενισχύσεως.

102    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

103    Συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

104    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιανουαρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1 —      Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.