Language of document : ECLI:EU:T:2014:981

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Πρόγραμμα στηρίξεως σταθερότητας της Κύπρου – Μνημόνιο συναντίληψης για τη δεσμευτική οικονομική πολιτική, που συνήφθη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ΕΜΣ – Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου – Αιτιώδης συνάφεια – Προσφυγή εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως»

Στην υπόθεση T‑289/13,

Ledra Advertising Ltd, με έδρα τη Λευκωσία (Κύπρος), εκπροσωπούμενη από τους C. Paschalides, solicitor, και Α. Πασχαλίδη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Smulders και J.‑P. Keppenne,

και

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από τους A. Sáinz de Vicuña Barroso, N. Lenihan και Φ. Αθανασίου, επικουρούμενους από τους W. Bussian, W. Devroe και D. Arts, δικηγόρους,

καθών-εναγομένων,

με αντικείμενο, πρώτον, αίτημα ακυρώσεως των σημείων 1.23 έως 1.27 του μνημονίου συναντίληψης για τη δεσμευτική οικονομική πολιτική, που συνήφθη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) στις 26 Απριλίου 2013 και, δεύτερον, αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα] λόγω της προσθήκης των σημείων 1.23 έως 1.27 στο μνημόνιο συναντίληψης και λόγω παραβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρεώσεως εποπτείας που υπέχει,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

 Η Συνθήκη για τον ΕΜΣ

1        Στις 2 Φεβρουαρίου 2012, υπογράφηκε στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) η Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας από το Βασίλειο του Βελγίου, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τη Δημοκρατία της Εσθονίας, την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία, την Ιταλική Δημοκρατία, την Κυπριακή Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, τη Δημοκρατία της Μάλτας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Αυστρίας, την Πορτογαλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, τη Σλοβακική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας (στο εξής: Συνθήκη για τον ΕΜΣ). Κατά τα άρθρα 1 και 2 και κατά το άρθρο 32, παράγραφος 2, τα συμβαλλόμενα στην ως άνω Συνθήκη μέρη, ήτοι τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, συστήνουν μεταξύ τους διεθνή χρηματοδοτικό οργανισμό με νομική προσωπικότητα, ο οποίος καλείται Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ). Η Συνθήκη για τον ΕΜΣ άρχισε να ισχύει στις 27 Σεπτεμβρίου 2012.

2        Η αιτιολογική σκέψη 1 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ έχει ως εξής:

«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε στις 17 Δεκεμβρίου 2010 για την ανάγκη θέσπισης μόνιμου μηχανισμού σταθερότητας από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. [Ο ΕΜΣ] θα αναλάβει το έργο το οποίο διεκπεραιώνουν επί του παρόντος η Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (“ΕΔΧΣ”) και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (“ΕΜΧΣ”) παρέχοντας, όπου είναι αναγκαίο, χρηματοπιστωτική συνδρομή σε κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.»

3        Το άρθρο 3 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει ως εξής τον σκοπό του ΕΜΣ:

«Ο σκοπός του ΕΜΣ είναι η κινητοποίηση της χρηματοδότησης και η παροχή στήριξης σταθερότητας, υπό αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοδοτικής συνδρομής, προς όφελος των μελών του ΕΜΣ που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, εφόσον είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της. Προς τον σκοπό αυτό, ο ΕΜΣ έχει το δικαίωμα να αντλεί κεφάλαια με την έκδοση χρηματοπιστωτικών τίτλων ή με τη σύναψη χρηματοοικονομικών ή λοιπών συμφωνιών ή ρυθμίσεων με μέλη του ΕΜΣ, χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη.»

4        Το άρθρο 4 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει τα εξής:

«1. Ο ΕΜΣ διαθέτει συμβούλιο διοικητών και συμβούλιο διευθυντών, καθώς και διευθύνοντα σύμβουλο και λοιπό ειδικό προσωπικό, ανάλογα με τις ανάγκες.

[…]

3. Η έγκριση μιας απόφασης με αμοιβαία συμφωνία απαιτεί την ομοφωνία των μελών που συμμετέχουν στην ψηφοφορία. Οι αποχές δεν εμποδίζουν τη λήψη απόφασης με αμοιβαία συμφωνία.

4. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, ενεργοποιείται διαδικασία έκτακτης ψηφοφορίας εφόσον τόσο η Επιτροπή όσο και η [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] συμπεραίνουν ότι η μη επείγουσα έκδοση μιας απόφασης για τη χορήγηση ή την υλοποίηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής, όπως καθορίζεται στα άρθρα 13 έως 18, θα απειλούσε την οικονομική και χρηματοπιστωτική βιωσιμότητα της ζώνης του ευρώ […]».

5        Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει ότι «[σ]τις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοικητών [του ΕΜΣ] δύνανται να συμμετέχουν ως παρατηρητές το μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις και ο Πρόεδρος της [Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας], καθώς και ο πρόεδρος της Ευρωομάδας (εάν δεν είναι ο πρόεδρος ή διοικητής)».

6        Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει ότι «[τ]ο μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις και ο Πρόεδρος της [Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας] δύνανται να ορίσουν έκαστος έναν παρατηρητή [στο συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ]».

7        Το άρθρο 12 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει τις αρχές που διέπουν τη στήριξη σταθερότητας και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εφόσον είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της, ο ΕΜΣ δύναται να παρέχει στήριξη σταθερότητας σε μέλος του ΕΜΣ, κάτω από αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Οι εν λόγω όροι μπορούν να καλύπτουν το φάσμα από ένα πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής έως τη συνεχή τήρηση προκαθορισμένων όρων επιλεξιμότητας.»

8        Η διαδικασία για τη χορήγηση στήριξης σταθερότητας προς μέλος του ΕΜΣ ορίζεται στο άρθρο 13 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ως εξής:

«1.      Μέλος του ΕΜΣ μπορεί να ζητήσει στήριξη σταθερότητας με αίτηση προς τον πρόεδρο του συμβουλίου διοικητών. Η εν λόγω αίτηση αναφέρει τα μέσα χρηματοπιστωτικής συνδρομής που πρέπει να εξεταστούν. Με την παραλαβή της αίτησης, ο πρόεδρος του συμβουλίου διοικητών αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα], τα ακόλουθα:

α)       να εκτιμήσει την ύπαρξη κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της ή των κρατών μελών της, εκτός εάν η [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] έχει ήδη υποβάλει σχετική ανάλυση βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 2,

β)       να εκτιμήσει εάν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο. Εφόσον κρίνεται χρήσιμο και εφικτό, η εν λόγω εκτίμηση αναμένεται να διενεργείται από κοινού με το [Διεθνές Νομισματικό Ταμείο],

γ)       να εκτιμήσει τις πραγματικές ή δυνητικές ανάγκες χρηματοδότησης του συγκεκριμένου μέλους του ΕΜΣ.

2.      Βάσει της αίτησης του κράτους μέλους του ΕΜΣ και της κατά την παράγραφο 1 εκτίμησης, το συμβούλιο διοικητών δύναται να αποφασίσει να χορηγήσει, κατ’ αρχήν, στήριξη σταθερότητας στο ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ με τη μορφή διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής.

3.      Εάν εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2, το συμβούλιο διοικητών αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή —σε συνεργασία με την [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το [Διεθνές Νομισματικό Ταμείο]— να διαπραγματευθεί με το ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ μνημόνιο κατανόησης (“ΜΚ”) όπου θα περιγράφονται αναλυτικά οι όροι που θα συνδέονται με τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Το περιεχόμενο του ΜΚ αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν και το μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής που έχει επιλεγεί. Παράλληλα, ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΜΣ καταρτίζει πρόταση συμφωνίας για διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής, περιλαμβάνουσα τους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης, καθώς και την επιλογή των μέσων, που υποβάλλεται στο συμβούλιο διοικητών προς έγκριση.

Το ΜΚ συνάδει πλήρως με τα μέτρα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που προβλέπονται στη ΣΛΕΕ, ιδίως με τυχόν πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε γνώμης, προειδοποίησης, σύστασης ή απόφασης απευθυνόμενης στο ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ.

4.      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογράφει το ΜΚ εξ ονόματος του ΕΜΣ, υπό τον όρο της προηγούμενης τήρησης των προϋποθέσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 3 και της προηγούμενης έγκρισης από το συμβούλιο διοικητών.

5.      Το συμβούλιο διευθυντών εγκρίνει τη συμφωνία για διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην οποία παρουσιάζονται αναλυτικά οι χρηματοοικονομικές πτυχές της στήριξης σταθερότητας που πρόκειται να χορηγηθεί και, κατά περίπτωση, την εκταμίευση της πρώτης δόσης της συνδρομής.

[…]

7.      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή —σε συνεργασία με την [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το [Διεθνές Νομισματικό Ταμείο]— επιφορτίζεται με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής.»

 Οικονομικές δυσχέρειες της Κυπριακής Δημοκρατίας και ληφθέντα μέτρα

9        Κατά τους πρώτους μήνες του 2012, ορισμένες Τράπεζες εγκατεστημένες στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (Λαϊκή) και η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρία Λτδ (Τράπεζα Κύπρου), αντιμετώπισαν οικονομικές δυσχέρειες. Η Κυπριακή Δημοκρατία έκρινε αναγκαία την ανακεφαλαιοποίησή τους και υπέβαλε στον πρόεδρο της Ευρωομάδας σχετικό αίτημα χρηματοδοτικής συνδρομής από την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΔΧΣ) ή από τον ΕΜΣ.

10      Με δήλωση της 27ης Ιουνίου 2012, η Ευρωομάδα επισήμανε ότι η ζητηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή θα χορηγούνταν είτε από την ΕΔΧΣ είτε από τον ΕΜΣ, στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο θα συγκεκριμενοποιούταν από μνημόνιο συναντίληψης για το οποίο θα διεξάγονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών.

11      Η Κυπριακή Δημοκρατία και τα λοιπά κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία επί σχεδίου μνημονίου συναντίληψης τον Μάρτιο του 2013. Με δήλωση της 16ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα χαιρέτισε τη συμφωνία αυτή και αναφέρθηκε σε ορισμένα από τα προβλεπόμενα μέτρα προσαρμογής, μεταξύ των οποίων και τη θέσπιση εισφοράς επί των τραπεζικών καταθέσεων. Η Ευρωομάδα επισήμανε ότι, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αυτού, εκτιμούσε ότι ήταν κατ’ αρχήν δικαιολογημένη η χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής ικανής να εξασφαλίσει την οικονομική σταθερότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ζώνης του ευρώ και κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να επιταχύνουν τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις.

12      Στις 18 Μαρτίου 2013, η Κυπριακή Δημοκρατία προέβλεψε ειδική αργία των τραπεζών για τις 19 και 20 Μαρτίου 2013. Οι κυπριακές αρχές αποφάσισαν να παρατείνουν την αργία των τραπεζών έως τις 28 Μαρτίου 2013 προκειμένου να αποφευχθούν μαζικές αναλήψεις από τους καταθέτες.

13      Στις 19 Μαρτίου 2013, η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων καταψήφισε το σχέδιο νόμου της Κυπριακής Κυβερνήσεως για τη θέσπιση εισφοράς επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο. Ως εκ τούτου, η Κυπριακή Κυβέρνηση κατάρτισε νέο σχέδιο νόμου το οποίο προέβλεπε την αναδιάρθρωση δύο μόνον τραπεζών, της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής.

14      Στις 22 Μαρτίου 2013, η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τον περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων νόμο [ΕΕ, παράρτημα I(I), αριθ. 4379 της 22ας Μαρτίου 2013, στο εξής: νόμος της 22ας Μαρτίου 2013]. Δυνάμει του άρθρου 3(1) και του άρθρου 5(1) του νόμου αυτού, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) δύναται να αποφασίζει από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών τη λήψη μέτρων για την εξυγίανση των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στον εν λόγω νόμο. Προς τον σκοπό αυτό, το άρθρο 12(1) του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει, αφενός, ότι η ΚΤΚ μπορεί, μέσω διατάγματος, να απαιτεί την αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων, υφιστάμενων ή μελλοντικών, οποιουδήποτε τύπου, του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως, τροποποιήσεως, διευθετήσεως ή αντικαταστάσεως του αρχικού κεφαλαίου ή του υπολειπόμενου ποσού, ή την ολική ή μερική μετατροπή χρεωστικών τίτλων ή υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο. Το άρθρο αυτό προβλέπει, αφετέρου, ότι οι «εγγυημένες καταθέσεις», κατά την έννοια του άρθρου 2, πέμπτο εδάφιο, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, εξαιρούνται από τα μέτρα αυτά. Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι πρόκειται για τις καταθέσεις ποσού κατώτερου των 100 000 ευρώ.

15      Με δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα ανακοίνωσε την επίτευξη συμφωνίας με τις κυπριακές αρχές επί των ουσιωδών στοιχείων του μελλοντικού προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο είχε την υποστήριξη όλων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, καθώς και της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Επιπλέον, η Ευρωομάδα χαιρέτισε τα σχεδιαζόμενα μέτρα αναδιαρθρώσεως του χρηματοπιστωτικού τομέα για τα οποία γινόταν λόγος στο παράρτημα της δηλώσεως αυτής.

16      Στις 25 Μαρτίου 2013, ο διοικητής της ΚΤΚ αποφάσισε να κινήσει διαδικασία εξυγιάνσεως για την Τράπεζα Κύπρου και τη Λαϊκή. Προς τον σκοπό αυτό εκδόθηκαν στις 29 Μαρτίου 2013 δύο διατάγματα βάσει του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, ήτοι:

–        το περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου […] Διάταγμα του 2013, Κανονιστική Διοικητική Πράξη αριθ. 103 [στο εξής: διάταγμα 103, ΕΕ, παράρτημα III(I), αριθ. 4645, 29.3.2013, σ. 769 έως 780]·

–        το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της [Λαϊκής] Διάταγμα του 2013, Κανονιστική Διοικητική Πράξη αριθ. 104 [στο εξής: διάταγμα 104, ΕΕ, παράρτημα III(I), αριθ. 4645, 29.3.2013, σ. 781 έως 788].

17      Το διάταγμα 103 προβλέπει ότι η ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου υποστηρίζεται από τους μη εξασφαλισμένους καταθέτες, τους μετόχους και τους ομολογιούχους της, προκειμένου να καταστεί δυνατό η Τράπεζα Κύπρου να συνεχίσει την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών. Έτσι, οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις μετατράπηκαν σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου (ποσοστό 37,5 % των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων), σε τίτλους μετατρέψιμους από την Τράπεζα Κύπρου σε μετοχές ή σε καταθέσεις (ποσοστό 22,5 % των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων), και σε τίτλους μετατρέψιμους από την ΚΤΚ σε καταθέσεις (ποσοστό 40 % των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων). Το διάταγμα 103 άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο του 10, στις 6:00 της 29ης Μαρτίου 2013.

18      Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 και 5 του διατάγματος 104 προβλέπουν τη μεταβίβαση την 29η Μαρτίου 2013, στις 6:10, ορισμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Λαϊκής προς την Τράπεζα Κύπρου, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων ποσού κάτω των 100 000 ευρώ. Οι καταθέσεις ποσού άνω των 100 000 ευρώ παρέμειναν στη Λαϊκή, εν αναμονή της εκκαθαρίσεώς της.

19      Κατά την έναρξη ισχύος των διαταγμάτων 103 και 104, η προσφεύγουσα, Ledra Advertising Ltd, διατηρούσε τραπεζικές καταθέσεις στην Τράπεζα Κύπρου. Η εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει το διάταγμα 103 επέφερε σημαντική μείωση της αξίας των καταθέσεων αυτών, την οποία η προσφεύγουσα προσδιορίζει με ακρίβεια.

20      Κατά τη συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 2013 το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ:

–        αποφάσισε να χορηγήσει στήριξη σταθερότητας προς την Κυπριακή Δημοκρατία υπό μορφή διευκολύνσεως χρηματοπιστωτικής συνδρομής (στο εξής: ΔΧΣ), σύμφωνα με την πρόταση του διευθύνοντος συμβούλου του ΕΜΣ·

–        ενέκρινε το σχέδιο μνημονίου συναντίληψης που είχαν διαπραγματευθεί η Επιτροπή (σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ) και η Κυπριακή Δημοκρατία·

–        ανέθεσε στην Επιτροπή να υπογράψει το μνημόνιο αυτό εξ ονόματος του ΕΜΣ.

21      Το μνημόνιο συναντίληψης υπογράφηκε στις 26 Απριλίου 2013 από τον Υπουργό Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τον διοικητή της ΚΤΚ και από τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής O. Rehn, ο οποίος ενεργούσε εξ ονόματος της Επιτροπής.

22      Τα σημεία 1.23 έως 1.27 του μνημονίου συναντίληψης, όπως τα παρέθεσε η προσφεύγουσα σε παράρτημα του δικογράφου της (στο εξής: επίμαχα αποσπάσματα), τιτλοφορούνται «Αναδιάρθρωση και εξυγίανση της [Λαϊκής] και της Τράπεζας Κύπρου» και έχουν ως εξής:

«1.23 Η λογιστική εκτίμηση και η εκτίμηση οικονομικής αξίας που αναφέρθηκε προηγουμένως αποκάλυψε ότι οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Κύπρου ήσαν αφερέγγυες. Για αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, η Κυβέρνηση εφάρμοσε ένα σχέδιο εκτενούς εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης. Προς το σκοπό αποφυγής της συσσώρευσης μελλοντικών ανισορροπιών και για αποκατάσταση της βιωσιμότητας του τομέα, ενώ θα διατηρείται ο ανταγωνισμός, έχει υιοθετηθεί μια τετραπλή στρατηγική η οποία δεν συνεπάγεται δαπάνη χρημάτων των φορολογουμένων.

1.24 Πρώτον, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με την Ελλάδα (περιλαμβανομένων των ναυτιλιακών δανείων) και υποχρεώσεις, που υπολογίζονται με το δυσμενές σενάριο σε […] 16,4 δισεκατομμύρια και […] 15 δισεκατομμύρια [ευρώ], αντίστοιχα, αποκόπησαν. Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις στην Ελλάδα αποκτήθηκαν από την Τράπεζα Πειραιώς, η αναδιάρθρωση των οποίων θα γίνει από τις Ελληνικές αρχές. Η αποκοπή βασίστηκε σε συμφωνία που υπογράφηκε στις 26 Μαρτίου 2013. Με τη λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων που υπολογίζεται σε […] 19,2 δισεκατομμύρια [ευρώ], η αποκοπή μείωσε ουσιαστικά τη διασυνοριακή έκθεση μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου.

1.25 Σε ό,τι αφορά το παράρτημα της Λαϊκής […] στο Ηνωμένο Βασίλειο, όλες οι καταθέσεις του θα μεταφερθούν στη θυγατρική της Τράπεζας Κύπρου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα συναφή περιουσιακά στοιχεία κλειδώθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου.

1.26 Δεύτερο, η Τράπεζα Κύπρου αναλαμβάνει μέσω μιας διαδικασίας αγοράς και ανάληψης το σύνολο σχεδόν των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής […] στην Κύπρο σε δίκαιη αξία, όπως και τις ασφαλισμένες καταθέσεις και την Επείγουσα Ενίσχυση Ρευστότητας σε ονομαστική αξία. Οι ανασφάλιστες καταθέσεις της Λαϊκής […] θα παραμείνουν στην οντότητα που θα τις κληρονομήσει (legacy entity). Στόχος είναι η αξία των μεταφερθέντων περιουσιακών στοιχείων να είναι υψηλότερη από τις μεταφερθείσες υποχρεώσεις, με τη διαφορά που αντιστοιχεί στην ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου από τη Λαϊκή […] να ισούται με το 9 % των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων (risk-weighted assets) που μεταφέρονται. H Τράπεζα Κύπρου ανακεφαλαιοποιείται για να φθάσει ελάχιστο ποσό κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (Core Tier 1) στο 9 % κάτω από το δυσμενές σενάριο του ελέγχου αντοχής μέχρι το τέλος του προγράμματος, πράγμα που θα πρέπει να βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην εξομάλυνση των συνθηκών χρηματοδότησης. Η μετατροπή 37,5 % των ανασφάλιστων καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου σε μετοχές τάξης Α με πλήρη δικαιώματα ψήφου και δικαιώματα σε μέρισμα παρέχει το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαιακών αναγκών, με πρόσθετες εισφορές μετοχικού κεφαλαίου από την οντότητα που θα κληρονομήσει τη Λαϊκή […]. Μέρος των υπόλοιπων ανασφάλιστων καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου θα παγώσουν προσωρινά […].

1.27 Τρίτο, για να διασφαλισθεί ότι επιτυγχάνονται οι στόχοι της κεφαλαιοποίησης, θα διεξαχθεί και ολοκληρωθεί μια πιο λεπτομερής και επικαιροποιημένη ανεξάρτητη αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής […], όπως απαιτείται από το πλαίσιο εξυγίανσης τραπεζών, μέχρι τέλη Ιουνίου 2013. Προς το σκοπό αυτό όχι αργότερα από μέσα Απριλίου 2013, θα συμφωνηθούν οι όροι εντολής της ανεξάρτητης άσκησης αποτίμησης, σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] και το [Διεθνές Νομισματικό Ταμείο]. Μετά την αποτίμηση αυτή, αν χρειάζεται, θα γίνει πρόσθετη μετατροπή ανασφάλιστων καταθέσεων σε μετοχές τάξης Α για να διασφαλισθεί ότι ο στόχος 9 % στα κύρια βασικά ίδια κεφάλαια κατηγορίας 1 (Core Tier 1) σε έλεγχο αντοχής θα επιτευχθεί μέχρι το τέλος του προγράμματος. Σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί ότι η [Τράπεζα Κύπρου] είναι υπερκεφαλαιοποιημένη σε σχέση με το στόχο, θα αναληφθεί διαδικασία αντιστροφής μετοχών για αποπληρωμή στους καταθέτες του ποσού της υπερκεφαλαιοποίησης.»

23      Στις 8 Μαΐου 2013 το διοικητικό συμβούλιο του ΕΜΣ ενέκρινε τη σύμβαση για τη ΔΧΣ καθώς και πρόταση για τους όρους καταβολής της πρώτης δόσεως της συνδρομής προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Η δόση αυτή διαιρέθηκε σε δύο χωριστές εκταμιεύσεις εκ των οποίων η πρώτη πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαΐου 2013 (δύο δισεκατομμύρια ευρώ) και η δεύτερη στις 26 Ιουνίου 2013 (ένα δισεκατομμύριο ευρώ).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Μαΐου 2013, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή και την ΕΚΤ να της καταβάλουν αποζημίωση ίση με τη μείωση της αξίας των καταθέσεών της στην Τράπεζα Κύπρου·

–        «επιπλέον και/ή επικουρικώς» να ακυρώσει τα επίδικα αποσπάσματα·

–        να εκδικάσει ταχέως την προσφυγή και, εν αναμονή της εκδικάσεως, να διατάξει τα «αναγκαία προσωρινά μέτρα δυνάμει του άρθρου [279 ΣΛΕΕ] για να διασφαλίσει τη θέση [της] χωρίς όμως να θίξει τη στήριξη σταθερότητας που χορηγήθηκε στην [Κυπριακή Δημοκρατία]».

25      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 24η Σεπτεμβρίου και την 1η Οκτωβρίου 2013, αντιστοίχως, η Επιτροπή και η ΕΚΤ προέβαλαν ενστάσεις απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Ζητούν δε από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή] ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή υποστηρίζει επικουρικώς ότι η προσφυγή είναι προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως υπό την έννοια του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας.

27      Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των ενστάσεων απαραδέκτου της Επιτροπής και της ΕΚΤ στις 13 και στις 16 Δεκεμβρίου 2013.

 Σκεπτικό

28      Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του παραδεκτού χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως. Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει επί της αιτήσεως ή επιφυλάσσεται να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

29      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η προσφυγή προδήλως στερείται παντελώς νομικής βάσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

30      Εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι δεν απαιτείται η διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

31      Πρέπει να εξεταστεί, αφενός, το παραδεκτό και το βάσιμο του πρώτου αιτήματος και, αφετέρου, το παραδεκτό του δεύτερου και του τρίτου αιτήματος.

 Επί του παραδεκτού και του βασίμου του πρώτου αιτήματος

32      Με το πρώτο αίτημα ζητείται, δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η αποκατάσταση ζημίας. Η ΕΚΤ υποστηρίζει με την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Κατ’ αρχάς πρέπει να εξεταστεί αυτός ο λόγος απαραδέκτου.

33      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς πρόσθετα στοιχεία. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία αυτή στηρίζεται να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής (διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1993, T‑85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑523, σκέψη 20, και της 21ης Μαΐου 1999, T-154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 49).

34      Κατά πάγια νομολογία, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημίας που προκάλεσε θεσμικό όργανο της Ένωσης πρέπει, για να πληροί τις υπομνησθείσες στην ανωτέρω σκέψη 33 προϋποθέσεις, να περιλαμβάνει στοιχεία που να επιτρέπουν τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς που προσάπτει ο ενάγων στο κοινοτικό όργανο, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη, καθώς και τον χαρακτήρα και την έκταση της εν λόγω ζημίας (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T‑387/94, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑961, σκέψη 107, και της 29ης Ιανουαρίου 1998, T‑113/96, Dubois et Fils κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑125, σκέψη 30).

35      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα εκθέτει, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή έχει υπογράψει το μνημόνιο συναντίληψης δυνάμει των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 13 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ και επισημαίνει ότι τα επίμαχα αποσπάσματα παραβαίνουν το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

36      Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα προβάλλει την ύπαρξη «επαρκούς αιτιώδους συνάφειας» μεταξύ της προσθήκης των επίμαχων αποσπασμάτων στο μνημόνιο συναντίληψης, «[η οποία απαιτήθηκε] από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 13 της [Συνθήκης για τον ΕΜΣ,] και της απώλειας των κεφαλαίων που αποτελούσαν ενεργητικό [της] προσφεύγουσας και τα οποία αυτή στερήθηκε [κατόπιν] παραβάσεως κανόνα δικαίου υπέρτερης ισχύος ο οποίος προστατεύει τους ιδιώτες».

37      Τέλος, η προσφεύγουσα προσδιορίζει με ακρίβεια τη ζημία που εκτιμά ότι υπέστη.

38      Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι, όσον αφορά το πρώτο αίτημα, το δικόγραφο της προσφυγής πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

39      Πρέπει, εν συνεχεία, να εξεταστεί αν το πρώτο αίτημα είναι απαράδεκτο για άλλους λόγους, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η ΕΚΤ με τις ενστάσεις απαραδέκτου. Ως προς το σημείο αυτό υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν, μεταξύ άλλων, ότι η φερόμενη ως ζημιογόνος συμπεριφορά δεν μπορεί να αποδοθεί σε θεσμικό όργανο της Ένωσης.

40      Επί του σημείου αυτού, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 35 και 36 ανωτέρω, στο δικόγραφο της προσφυγής γίνεται μνεία μιας και μόνης πράξεως ή συμπεριφοράς η οποία, κατά την προσφεύγουσα, είναι γενεσιουργός της ζημίας την οποία εκτιμά ότι έχει υποστεί, ήτοι της προσθήκης των επίμαχων αποσπασμάτων στο μνημόνιο συναντίληψης.

41      Ειδικότερα, με το δικόγραφο της προσφυγής η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει καμία άλλη πράξη ή συμπεριφορά η οποία να έχει λάβει χώρα κατά παράβαση κανόνα δικαίου και να είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας των καταθέσεών της στην Τράπεζα Κύπρου. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί της ενστάσεως απαραδέκτου της ΕΚΤ κατά τις οποίες «οι προϋποθέσεις από τις οποίες συναρτάται η [ΔΧΣ] που χορηγήθηκε στην [Κυπριακή Δημοκρατία] στις 26 Απριλίου 2013 και ο τρόπος που αυτές απαιτήθηκαν από την Επιτροπή και την ΕΚΤ προκάλεσαν στην προσφεύγουσα τη ζημία για την οποία αυτή ζητεί αποζημίωση δυνάμει των άρθρων 268 [ΣΛΕΕ] και 340 ΣΛΕΕ».

42      Κατά τις διατάξεις του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξωσυμβατικής ευθύνης, έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται μόνο επί διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση της ζημίας που προκαλούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

43      Ως εκ τούτου, αίτημα αποζημιώσεως στρεφόμενο κατά της Ένωσης και στηριζόμενο μόνο στην παρανομία πράξεως ή συμπεριφοράς η οποία δεν προέρχεται από θεσμικό όργανο της Ένωσης ή από τους υπαλλήλους του πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2013, C‑520/12 P, Διαδικασία Σύμβουλοι Επιχειρήσεων κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψεις 35 έως 38, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 1998, T‑93/95, Laga κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑195, σκέψη 47).

44      Ο ΕΜΣ και η Κυπριακή Δημοκρατία ενέκριναν από κοινού το μνημόνιο συναντίληψης. Ειδικότερα, το μνημόνιο συναντίληψης υπογράφηκε στις 26 Απριλίου 2013, αφενός, από τις κυπριακές αρχές των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 21 ανωτέρω και, αφετέρου, από τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής, εξ ονόματος της Επιτροπής. Από το άρθρο 13, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ προκύπτει όμως ότι η Επιτροπή υπογράφει το μνημόνιο συναντίληψης εξ ονόματος του ΕΜΣ και μόνο.

45      Πρέπει να προστεθεί ως προς το σημείο αυτό ότι, μολονότι η Συνθήκη για τον ΕΜΣ αναθέτει στην Επιτροπή και την ΕΚΤ ορισμένα καθήκοντα τα οποία συνδέονται με την εφαρμογή των σκοπών της Συνθήκης αυτής, προκύπτει, εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, αφενός, ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΜΣ δεν παρέχουν ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων και, αφετέρου, ότι οι ενέργειες των εν λόγω δύο οργάνων στο πλαίσιο της ως άνω Συνθήκης δεσμεύουν μόνον τον ΕΜΣ (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2012, C‑370/12, Pringle, σκέψη 161).

46      Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το μνημόνιο συναντίληψης αποτελεί πράξη της Επιτροπής ή της ΕΚΤ.

47      Συνεπώς, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του υπό κρίση αιτήματος αποζημιώσεως, καθόσον αυτό στηρίζεται στην παρανομία ορισμένων όρων του μνημονίου συναντίληψης.

48      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα με τις παρατηρήσεις της επί των ενστάσεων απαραδέκτου της Επιτροπής και της ΕΚΤ υποστήριξε ότι η Επιτροπή «δεν απώλεσε τον πραγματικό έλεγχο των εξουσιών που έχει κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 136, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, βάσει της κατ’ άρθρο 17 ΣΕΕ εξουσίας της να ενεργεί ως θεσμικό όργανο της [Ένωσης] επιφορτισμένο να μεριμνά για το συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης [των πράξεων που συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης για τον ΕΜΣ]».

49      Καθόσον το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά η οποία κατά την προσφεύγουσα είναι γενεσιουργός της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη συνίσταται στην παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής φερόμενης υποχρεώσεώς της να διασφαλίζει το συμβατό του μνημονίου συναντίληψης με το δίκαιο της Ένωσης, και χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν πρόκειται για προβολή νέου ισχυρισμού κατά τη διάρκεια της δίκης, υπό την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, υπό την έννοια του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, εξαρτάται από τη σωρευτική συνδρομή τριών προϋποθέσεων που αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα όργανα της Ένωσης, το υποστατό της ζημίας και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλομένης ζημίας (βλ. διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2008, T‑137/07, Portela κατά Επιτροπής, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Από πάγια επίσης νομολογία προκύπτει ότι, αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εν λόγω ευθύνης (βλ. διάταξη Portela κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Η εξέταση των προϋποθέσεων πρέπει εν προκειμένω να αρχίσει από το εάν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς που προσάπτεται στην Επιτροπή και της ζημίας που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη.

52      Κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη από το άρθρο 340 ΣΛΕΕ προϋπόθεση σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια εξαρτάται από την ύπαρξη επαρκώς άμεσης σχέσεως αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της συμπεριφοράς θεσμικών οργάνων της Ένωσης και της ζημίας (βλ. διάταξη Portela κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Από τη νομολογία προκύπτει επιπλέον ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η φερόμενη ως ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε παράλειψη, είναι ειδικότερα αναγκαίο να υπάρχει η βεβαιότητα ότι η εν λόγω ζημία προκλήθηκε όντως από τις προσαπτόμενες παραλείψεις και δεν προκλήθηκε ενδεχομένως από συμπεριφορές διακριτές από τις προσαπτόμενες στα εναγόμενα θεσμικά όργανα (βλ. διάταξη Portela κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Εν προκειμένω, η φερόμενη ως ζημιογόνος συμπεριφορά είναι παράλειψη της Επιτροπής κατά την υπογραφή του μνημονίου συναντίληψης, καθόσον η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να μεριμνήσει ώστε το μνημόνιο αυτό να είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω). Εντούτοις, το μνημόνιο συναντίληψης υπογράφηκε μετά από τη μείωση της αξίας των καταθέσεων της προσφεύγουσας στην Τράπεζα Κύπρου. Ειδικότερα, η μείωση αυτή έλαβε χώρα με την έναρξη ισχύος του διατάγματος 103, δυνάμει του οποίου μέρος των καταθέσεων αυτών μετατράπηκε σε μετοχές ή σε μετατρέψιμους τίτλους. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα απέδειξε με την αναγκαία βεβαιότητα ότι η ζημία την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη προκλήθηκε όντως από την παράλειψη που προσάπτεται στην Επιτροπή.

55      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το πρώτο αίτημα πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτο και εν μέρει ως προδήλως στερούμενο παντελώς νομικής βάσεως, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των άλλων λόγων απαραδέκτου και επιχειρημάτων που προέβαλαν η Επιτροπή και η ΕΚΤ.

 Επί του παραδεκτού του δεύτερου αιτήματος

56      Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο των κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προσφυγών ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης.

57      Η προσφεύγουσα, αιτούμενη την ακύρωση των επίμαχων αποσπασμάτων, ζητεί τη μερική ακύρωση του μνημονίου συναντίληψης, το οποίο ενέκριναν από κοινού η Κυπριακή Δημοκρατία και ο ΕΜΣ.

58      Δεδομένου όμως ότι ούτε ο ΕΜΣ ούτε η Κυπριακή Δημοκρατία περιλαμβάνονται στα θεσμικά ή άλλα όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει τη νομιμότητα των πράξεων που εγκρίνουν από κοινού.

59      Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως των επίμαχων αποσπασμάτων είναι απαράδεκτο.

60      Επομένως, το δεύτερο αίτημα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του παραδεκτού του τρίτου αιτήματος

61      Με το τρίτο αίτημα, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει προσωρινό μέτρο. Προκύπτει όμως από το άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας ότι αίτηση προσωρινών μέτρων είναι παραδεκτή μόνον αν έχει υποβληθεί με χωριστό δικόγραφο, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

62      Κατά συνέπεια, το τρίτο αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

63      Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

64      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής και της ΕΚΤ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Η Ledra Advertising Ltd φέρει, εκτός από τα δικαστικά της έξοδα, τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Λουξεμβούργο, 10 Νοεμβρίου 2014.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Kanninen


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.