Language of document : ECLI:EU:T:2015:711

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«REACH — Τέλος οφειλόμενο για την καταχώριση ουσίας — Μείωση του τέλος στην περίπτωση πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων — Σφάλμα στη δήλωση σχετικά με το μέγεθος της επιχειρήσεως — Απόφαση με την οποία επιβάλλεται διοικητική επιβάρυνση — Σύσταση 2003/361/ΕΚ — Προσφυγή προδήλως στερούμενη νομικού ερείσματος»

Στην υπόθεση T‑89/13,

Calestep, SL, με έδρα την Estepa (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον E. Cabezas Mateos, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ), εκπροσωπούμενου από τις M. Heikkilä και A. Iber και από τον C. Schultheiss, επικουρούμενους από τον C. Garcia Molyneux, δικηγόρο,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως SME (2012) 4028 του ΕΟΧΠ, της 21ης Δεκεμβρίου 2012, με την οποία διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί τις προϋποθέσεις προκειμένου να τύχει της προβλεπόμενης για τις μικρές επιχειρήσεις μειώσεως του τέλους και της επιβάλλεται διοικητική επιβάρυνση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 29 Νοεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα Calestep, SL προέβη στην καταχώριση δύο ουσιών βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων, καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής, καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396, σ. 1).

2        Κατά τη διαδικασία καταχωρίσεως, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι ήταν «μικρή» επιχείρηση κατά την έννοια της συστάσεως 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (EE L 124, σ. 36). Βάσει της δηλώσεως αυτής έτυχε μειώσεως του τέλους το οποίο οφείλεται για κάθε αίτηση καταχωρίσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1907/2006. Κατά το άρθρο 74, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, το εν λόγω τέλος καθορίσθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 340/2008 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2008, σχετικά με τα τέλη και τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλονται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων σύμφωνα με τον κανονισμό 1907/2006 (EE L 107, σ. 6). Στο παράρτημα I του κανονισμού 340/2008 μνημονεύονται τα ποσά των τελών που οφείλονται για τις αιτήσεις καταχωρίσεως οι οποίες υποβάλλονται βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 1907/2006, καθώς και οι μειώσεις που χορηγούνται στις πολύ μικρές, τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις. Επιπλέον, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 4, του κανονισμού 340/2008, σε περίπτωση κατά την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι δικαιούται μείωση τέλους ή ατέλεια αδυνατεί να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) επιβάλλει το πλήρες ποσό του τέλους ή της επιβαρύνσεως, καθώς και διοικητική επιβάρυνση. Συναφώς, το διοικητικό συμβούλιο του ΕΟΧΠ εξέδωσε, στις 12 Νοεμβρίου 2010, την απόφαση MB/D/29/2010 σχετικά με την κατάταξη των υπηρεσιών για τις οποίες επιβάλλονται επιβαρύνσεις (στο εξής: απόφαση MB/D/29/2010). Στο άρθρο 2 και στον πίνακα 1 της αποφάσεως αυτής, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, επισημαίνεται ότι η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 13, παράγραφος 4, του κανονισμού 340/2008 επιβάρυνση ανερχόταν στα 20 700 ευρώ για τη μεγάλη επιχείρηση, στα 14 500 ευρώ για τη μεσαία επιχείρηση, στα 8 300 ευρώ για τη μικρή επιχείρηση και στα 2 070 ευρώ για την πολύ μικρή επιχείρηση.

3        Στις 29 Νοεμβρίου 2010, ο ΕΟΧΠ εξέδωσε δύο τιμολόγια (τα αριθ. 10024188 και 10024196), αμφότερα για ποσό 9 300 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε, κατά το παράρτημα I του κανονισμού 340/2008, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, στο τέλος που οφείλει μια μικρή επιχείρηση, στο πλαίσιο της από κοινού υποβολής αιτήσεως καταχωρίσεως, για ουσίες ποσότητας άνω των 1 000 τόνων.

4        Στις 28 Φεβρουαρίου 2011, ο ΕΟΧΠ κάλεσε την προσφεύγουσα να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα προκειμένου να διακριβωθεί η δήλωση περί του ότι ήταν μικρή επιχείρηση.

5        Στις 21 Δεκεμβρίου 2012, κατόπιν ανταλλαγής εγγράφων και ηλεκτρονικών επιστολών, ο ΕΟΧΠ απηύθυνε στην προσφεύγουσα την απόφαση SME (2012) 4028, με την οποία διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να τύχει της μειώσεως τέλους που προβλέπεται για τις μικρές επιχειρήσεις και της επιβάλλεται διοικητική επιβάρυνση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, ο ΕΟΧΠ γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως μεσαία επιχείρηση και ότι επρόκειτο να της απευθύνει τιμολόγιο που να καλύπτει τη διαφορά μεταξύ του αρχικώς καταβληθέντος και του τελικώς οφειλόμενου τέλους, καθώς και τιμολόγιο ύψους 14 500 ευρώ για την καταβολή διοικητικής επιβαρύνσεως.

6        Σε εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο ΕΟΧΠ απηύθυνε στην προσφεύγουσα, στις 23 Ιανουαρίου και 8 Φεβρουαρίου 2013, τρία τιμολόγια ποσού 6 975 ευρώ, 6 975 ευρώ και 14 500 ευρώ, αντιστοίχως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

8        Στις 19 Φεβρουαρίου 2013, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας να ανασταλεί η εκτέλεση της πληρωμής των τιμολογίων της 23ης Ιανουαρίου και της 8ης Φεβρουαρίου 2013.

9        Με διάταξη της 11ης Μαρτίου 2013, Calestep κατά ΕΟΧΠ (T‑89/13 R, EU:T:2013:123), ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων απέρριψε την αίτηση αυτή, επιφυλασσόμενος ως προς τα δικαστικά έξοδα.

10      Δεδομένου ότι τροποποιήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, ως εκ τούτου, η εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως, στις 27 Σεπτεμβρίου 2013.

11      Στις 9 Φεβρουαρίου 2015, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, της 2ας Μαΐου 1991, οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς τη σημασία που έχει ενδεχομένως η απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Spraylat κατά ΕΟΧΠ (T‑177/12, Συλλογή, EU:T:2014:849), για την εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως και να απαντήσουν σε ερώτηση. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει τον ΕΟΧΠ στα δικαστικά έξοδα.

13      Ο ΕΟΧΠ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή και να επιβεβαιώσει το νομικό κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

14      Κατά το άρθρο 126 του Κανονισμού του Διαδικασίας, σε περίπτωση κατά την οποία προσφυγή προδήλως στερείται παντελώς νομικού ερείσματος, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

15      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει διαφωτισθεί επαρκώς από τη δικογραφία ώστε να αποφανθεί χωρίς να συνεχισθεί η διαδικασία.

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

16      Καταρχάς, μολονότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν την αρμοδιότητά του, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αποφανθεί επί της αρμοδιότητάς του να επιληφθεί της υπό κρίση προσφυγής ακυρώσεως. Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως, μπορεί να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το ίδιο (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, GEF κατά Επιτροπής, T‑29/02, Συλλογή, EU:T:2005:99, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

17      Το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 ορίζει ότι «προσφυγή μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του [Γενικού Δικαστηρίου] ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο [263 ΣΛΕΕ], κατά απόφασης του Συμβουλίου Προσφυγών ή, όταν δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής στο Συμβούλιο Προσφυγών, κατά απόφασης του [ΕΟΧΠ]».

18      Συναφώς, το άρθρο 91, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 προβλέπει ότι «προσφυγή [ενώπιον του Συμβουλίου Προσφυγών] είναι δυνατόν να ασκείται κατά αποφάσεων του [ΕΟΧΠ] που λαμβάνονται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 20, το άρθρο 27, παράγραφος 6, το άρθρο 30, παράγραφοι 2 και 3, και το άρθρο 51 [του κανονισμού 1907/2006]».

19      Η προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, δεν ελήφθη βάσει των διατάξεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, αλλά βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 4, του κανονισμού 340/2008 και του άρθρου 2 της αποφάσεως MB/D/29/2010. Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι τόσο ο κανονισμός 340/2008 όσο και η απόφαση MB/D/29/2010 δεν εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006.

20      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 9, 27, 30 και 51 του κανονισμού 1907/2006, τα οποία μνημονεύει το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, αφορούν αποφάσεις που δεν σχετίζονται με το τέλος το οποίο οφείλουν να καταβάλουν οι αιτούσες την καταχώριση επιχειρήσεις.

21      Όσον αφορά το άρθρο 20 του κανονισμού 1907/2006, αυτό έχει ως αντικείμενο τα «καθήκοντα του [ΕΟΧΠ]». Η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι «κατά των αποφάσεων του [ΕΟΧΠ που λαμβάνονται] δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, μπορεί να ασκείται προσφυγή σύμφωνα με τα άρθρα 91, 92 και 93» του κανονισμού 1907/2006. Η παράγραφος 2 αφορά τον εκ μέρους του ΕΟΧΠ έλεγχο «πληρότητας» κάθε καταχωρίσεως, περιλαμβανομένης της καταβολής του τέλους. Πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι ο έλεγχος αυτός «δεν περιλαμβάνει αξιολόγηση της ποιότητας ή της επάρκειας τυχόν υποβαλλόμενων δεδομένων ή αιτιολογιών». Επιπλέον, το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006 προβλέπει ότι αν η καταχώριση «είναι ελλιπής», ο δε αιτών την καταχώριση «δεν τη συμπληρώνει εντός της οριζόμενης προθεσμίας», τότε ο ΕΟΧΠ «απορρίπτει την καταχώριση». Εν προκειμένω, όμως, πέραν του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, δεν απορρίπτει την καταχώριση των επίμαχων ουσιών.

22      Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιληφθεί της υπό κρίση προσφυγής.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

23      Ο ΕΟΧΠ επισημαίνει ότι στο δικόγραφο της προσφυγής και στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχουν καταχωρισθεί, ως στοιχεία επικοινωνίας του εκπροσώπου της προσφεύγουσας, η έδρα της δεύτερης και η ηλεκτρονική διεύθυνση επιχειρήσεως που ανήκει σε όμιλο επιχειρήσεων μέλος του οποίου είναι και η προσφεύγουσα. Η κατάσταση αυτή εγείρει αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία του εκπροσώπου της προσφεύγουσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα, επισυνάπτοντάς τα στο υπόμνημά της απαντήσεως, δεν αίρουν τις σχετικές αμφιβολίες. Ειδικότερα, ουδόλως αποκλείεται ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας να είναι εγγεγραμμένος ως ανεξάρτητος δικηγόρος και, ταυτόχρονα, να διατηρεί σχέση εργασίας με ορισμένο εργοδότη.

24      Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι ο εκπρόσωπός της είναι εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο Σεβίλλης (Ισπανία) από το 1975 και ότι εργάζεται αποκλειστικά για λογαριασμό εντολέων τους οποίους επιλέγει ο ίδιος, οι δε εντολείς του αυτοί λαμβάνουν τιμολόγιο στο οποίο τυγχάνει εφαρμογής ο αντίστοιχος συντελεστής φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Δηλαδή, δεν υφίσταται καμία σχέση μισθολογικής υπαγωγής μεταξύ του δικηγόρου της προσφεύγουσας και της δεύτερης. Η επιλογή να μνημονευθεί, στο δικόγραφο της προσφυγής, η έδρα και η ηλεκτρονική διεύθυνση της προσφεύγουσας είχε ως αποκλειστικό σκοπό να καταστήσει ευχερέστερη την επικοινωνία, χωρίς να δηλώνει καμία σχέση υπαγωγής. Επιπλέον, η προσφεύγουσα επισυνάπτει στο υπόμνημά της απαντήσεως πλείονα έγγραφα σχετικά με τη δραστηριότητα του εκπροσώπου της.

25      Κατά το άρθρο 19, πρώτο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53 του Οργανισμού αυτού:

«Τα κράτη μέλη καθώς και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αντιπροσωπεύονται ενώπιον του Δικαστηρίου από εκπρόσωπο που διορίζεται για κάθε υπόθεση· ο εκπρόσωπος δύναται να επικουρείται από σύμβουλο ή δικηγόρο.

[…]

Οι λοιποί διάδικοι εκπροσωπούνται από δικηγόρο.

Μόνον ο δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, δικαιούται να εκπροσωπεί ή να επικουρεί διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου.»

26      Το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει τα εξής:

«Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται κατόπιν προσφυγής που κατατίθεται στον γραμματέα. Το έγγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το όνομα και την κατοικία του προσφεύγοντος και την ιδιότητα του υπογράφοντος [...]».

27      Κατά το άρθρο 43, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991:

«Το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου πρέπει να υπογράφεται από τον εκπρόσωπο ή τον δικηγόρο του διαδίκου.»

28      Κατά πάγια νομολογία, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις και ειδικότερα από τη χρήση του όρου «εκπροσωπούνται» στο άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο «διάδικος», κατά την έννοια του άρθρου αυτού, δεν δύναται να προσφύγει αυτοπροσώπως, αλλά πρέπει να κάνει χρήση των υπηρεσιών τρίτου προσώπου το οποίο έχει το δικαίωμα παραστάσεως ως δικηγόρος ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή συμβαλλομένου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κράτους [διατάξεις της 5ης Δεκεμβρίου 1996, Lopes κατά Δικαστηρίου, C‑174/96 P, Συλλογή, EU:C:1996:473, σκέψη 11, της 8ης Δεκεμβρίου 1999, Euro-Lex κατά ΓΕΕΑ (EU‑LEX), T‑79/99, Συλλογή, EU:T:1999:312, σκέψη 27, και της 19ης Νοεμβρίου 2009, EREF κατά Επιτροπής, T‑40/08, EU:T:2009:455, σκέψη 25].

29      Η απαίτηση αυτή περί χρήσεως των υπηρεσιών τρίτου ανταποκρίνεται στην αντίληψη περί της αποστολής του δικηγόρου ως αρωγού της δικαιοσύνης και καλουμένου να παράσχει, με πλήρη ανεξαρτησία και προς το υπέρτερο συμφέρον της, τη νομική προστασία που χρειάζεται ο εντολέας. Η αντίληψη αυτή ανταποκρίνεται στην κοινή στα κράτη μέλη νομική παράδοση και απαντά επίσης στην έννομη τάξη της Ένωσης, όπως προκύπτει, ακριβώς, από το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου (προμνημονευθείσες στη σκέψη 28 διατάξεις EU‑LEX, EU:T:1999:312, σκέψη 28, και EREF κατά Επιτροπής, EU:T:2009:455, σκέψη 26).

30      Εν προκειμένω, μολονότι πράγματι η μνεία της έδρας της προσφεύγουσας και της ηλεκτρονικής διευθύνσεως επιχειρήσεως ανήκουσας στον ίδιο όμιλο με την προσφεύγουσα ως στοιχείων επικοινωνίας του δικηγόρου της προσφεύγουσας μπορεί καταρχήν να προκαλεί αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία του δικηγόρου, οι αμφιβολίες αυτές διαλύονται από τα προσκομισθέντα έγγραφα και από τις εξηγήσεις που δόθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως.

31      Συγκεκριμένα, από τα έγγραφα ιδίως που επισυνάφθηκαν στο υπόμνημα απαντήσεως προκύπτει ότι, πρώτον, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας είναι εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο Σεβίλλης από το 1975 ως δικηγόρος «por cuenta propia» (για λογαριασμό του), στοιχείο που τον διακρίνει από τους δικηγόρους «por cuenta ajena» (για λογαριασμό τρίτον)· δεύτερον, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας διαθέτει δική του διεύθυνση και δικό του αριθμό τηλεφώνου και αριθμό τηλεομοιοτυπίας· τρίτον, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας δηλώνει, στο όνομά του, υπάλληλο της κατηγορίας των «βοηθητικών διοικητικών υπαλλήλων»· τέταρτον, οι δηλώσεις φόρου εισοδήματος και οι δηλώσεις ΦΠΑ καταδεικνύουν ότι ο δικηγόρος της προσφεύγουσας έχει δηλώσει τις δραστηριότητές του που δεν σχετίζονται με την προσφεύγουσα ως δικηγόρος. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα επισήμανε ρητώς, στο υπόμνημά της απαντήσεως, ότι δεν υφίσταται καμία σχέση μισθολογικής υπαγωγής μεταξύ αυτής και του δικηγόρου της.

32      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

33      Η υπό κρίση προσφυγή στηρίζεται σε ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται, κατ’ ουσίαν, από πλάνη ως προς τον χαρακτηρισμό της προσφεύγουσας ως «μεσαίας» επιχειρήσεως.

34      Ειδικότερα, παραπέμποντας στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, μολονότι ο όμιλος στον οποίο ανήκει απασχολεί πράγματι περισσότερα από 50 άτομα, δεν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις περί ετήσιου κύκλου εργασιών και συνολικού ετήσιου ισολογισμού. Η προσφεύγουσα θα έπρεπε, συνεπώς, να χαρακτηρισθεί ως «μικρή» και όχι ως «μεσαία» επιχείρηση.

35      Ο ΕΟΧΠ αμφισβητεί την ερμηνεία αυτή. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361 δεν καταλείπει καμία αμφιβολία ως προς το ότι μια επιχείρηση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μικρή επιχείρηση μόνον εφόσον πληροί σωρευτικώς τις δύο προϋποθέσεις που συνίστανται στο να απασχολεί λιγότερα από 50 άτομα και να πραγματοποιεί κύκλο εργασιών ή να εμφανίζει συνολικό ετήσιο ισολογισμό μικρότερο των 10 εκατομμυρίων ευρώ. Τούτο συνάγεται από το γράμμα του άρθρου αυτού, καθώς και από τη νομολογία της Ένωσης.

36      Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί μόνον την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361, κατά την οποία η προϋπόθεση περί του προσωπικού της επιχειρήσεως πρέπει να πληρούται σωρευτικώς προκειμένου να μπορεί η επιχείρηση να χαρακτηρισθεί ως «μικρή».

37      Συναφώς, τόσο ο κανονισμός 1907/2006, στο άρθρο του 3, όσο και ο κανονισμός 340/2008, στην αιτιολογική σκέψη του 9 και στο άρθρο του 2, παραπέμπουν στη σύσταση 2003/361 προκειμένου να ορισθούν οι πολύ μικρές, οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, το άρθρο 2 του κανονισμού 340/2008 προβλέπει ότι ως μικρή επιχείρηση «νοείται μια μικρή επιχείρηση κατά την έννοια της συστάσεως 2003/361».

38      Η σύσταση 2003/361 περιλαμβάνει παράρτημα, του οποίου ο τίτλος 1 αφορά τον «ορισμό των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που ενέκρινε η Επιτροπή». Το άρθρο 2 του εν λόγω παραρτήματος φέρει τον τίτλο «Αριθμός απασχολούμενων και οικονομικά όρια προσδιορίζοντα τις κατηγορίες επιχειρήσεων».

39      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361 προβλέπει ότι «ως μικρή επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 50 εργαζομένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια ευρώ».

40      Από τη γραμματική ερμηνεία της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι τα κριτήρια περί του αριθμού των εργαζομένων της επιχειρήσεως (στο εξής: κριτήριο του αριθμού των εργαζομένων), αφενός, και περί οικονομικών ορίων (στο εξής: οικονομικό κριτήριο), αφετέρου, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος της συστάσεως 2003/361. Τούτο προκύπτει σαφώς από τη χρήση του συμπλεκτικού συνδέσμου «και», που καταδεικνύει τον σωρευτικό χαρακτήρα των κριτηρίων, αντιθέτως προς τη χρήση του συνδέσμου «ή», που δηλώνει διαζευκτικό χαρακτήρα (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, C‑219/95 P, Συλλογή, EU:C:1997:375, σκέψεις 13 έως 15, και της 24ης Μαΐου 2012, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑111/08, Συλλογή, EU:T:2012:260, σκέψη 139).

41      Πρέπει να επισημανθεί, εξάλλου, ότι το κριτήριο του αριθμού των εργαζομένων έχει καθοριστική σημασία προκειμένου μια επιχείρηση να χαρακτηρισθεί ως πολύ μικρή, μικρή ή μεσαία, κατά την έννοια της συστάσεως 2003/361. Επομένως, όπως ορθώς επισημαίνει ο ΕΟΧΠ στα υπομνήματά του, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 της συστάσεως 2003/361, «το κριτήριο του αριθμού των [εργαζομένων] παραμένει αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα και πρέπει να θεωρείται ως βασικό, αλλά η θέσπιση και ενός χρηματοοικονομικού κριτηρίου αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα προκειμένου να προσδιοριστεί η πραγματική σημασία και απόδοση μιας επιχείρησης και η θέση της σε σχέση με τους ανταγωνιστές της». Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, μολονότι τα κράτη μέλη, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (ΕΤΕ) δύνανται, βάσει του άρθρου 2 της συστάσεως 2003/361, να καθορίζουν κατώτερα όρια, ενδεχομένως δε και να επιλέγουν να μην εφαρμόσουν το οικονομικό κριτήριο κατά την εφαρμογή ορισμένων πολιτικών τους, εντούτοις το κριτήριο του αριθμού των εργαζομένων πρέπει να τυγχάνει πάντα εφαρμογής.

42      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της ερμηνείας της συστάσεως 96/280/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Απριλίου 1996, σχετικά με τον ορισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 107, σ. 4), η οποία αντικαταστάθηκε από τη σύσταση 2003/361 και στην οποία παρατίθενται, κατ’ ουσίαν, παρεμφερώς το κριτήριο του αριθμού των εργαζομένων και το οικονομικό κριτήριο, η νομολογία έχει δεχθεί ότι τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς (βλ., σχετικώς, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, Dalmine κατά Επιτροπής, T‑50/00, Συλλογή, EU:T:2004:220, σκέψη 285 και 286).

43      Συνεπώς, η προτεινόμενη από την προσφεύγουσα ερμηνεία, η οποία σκοπεί, κατ’ ουσίαν, να γίνει δεκτό ότι επιχείρηση που απασχολεί περισσότερους από 50 εργαζομένους, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μικρή επιχείρηση, κατά την έννοια της συστάσεως 2003/361, είναι προδήλως πεπλανημένη.

44      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, πρέπει να απορριφθεί ο μόνος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί και η προσφυγή στο σύνολό της ως προδήλως στερούμενη παντελώς νομικού ερείσματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το αίτημα του ΕΟΧΠ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Calestep, SL φέρει, πέραν των εξόδων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ), περιλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Λουξεμβούργο, 16 Σεπτεμβρίου 2015.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       S. Frimodt Nielsen


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.