Language of document : ECLI:EU:T:2024:467

Αναίρεση που άσκησε στις 2 Απριλίου 2024 η WV κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) στις 24 Ιανουαρίου 2024 στην υπόθεση T-371/21, WV κατά ΕΥΕΔ

(Υπόθεση C-243/24 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: WV (εκπρόσωπος: É. Boigelot, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 24ης Ιανουαρίου 2024, στην υπόθεση T-371/21, WV κατά ΕΥΕΔ, [...], κατά το μέρος που απέρριψε την αρχική προσφυγή-αγωγή της, με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της ΕΥΕΔ, της 26ης Αυγούστου 2020, με την οποία της επιβλήθηκε η κύρωση της παύσεως χωρίς μείωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της, και αφετέρου, την αποκατάσταση του συνόλου της ζημίας της, και καταδίκασε την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα·

να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ενώπιον του [Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης], σύμφωνα με το άρθρο 184 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[να] αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της αρχικής προσφυγής-αγωγής της αναιρεσείουσας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο κύριους λόγους.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ο δικαστικός σχηματισμός του Γενικού Δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τα οποία κατοχυρώνουν αμφότερα την αρχή του νόμιμου δικαστή, καθώς και τις απαιτήσεις του άρθρου 18, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον ένας εκ των δικαστών που ανήκουν στο τμήμα το οποίο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να μη μετάσχει στην/να απόσχει από την εκδίκαση της υποθέσεως ή να εξαιρεθεί από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, ως μη παρέχων όλες τις εγγυήσεις αμεροληψίας, όπως επιτάσσει τόσο η αρχή του νόμιμου δικαστή όσο και οι κανόνες της δίκαιης δίκης.

Ένας από τους δικαστές οι οποίοι εξέδωσαν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είχε προηγουμένως εργασθεί στην υπηρεσία και σε επαφή με μέλος της ΕΥΕΔ το οποίο διέθετε την εξουσία ΑΔΑ και είχε κατά το παρελθόν τοποθετηθεί, όπως και ο εν λόγω δικαστής, σε Μόνιμη Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τούτο θεμιτώς εκφράζει τον φόβο, τουλάχιστον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένων υπόψη και των πρωταρχικών αιτιολογικών σκέψεων που περιέχει, δεν εκδόθηκε με όλη την απαιτούμενη ανεξαρτησία, κατά παράβαση των κανόνων οι οποίοι διαλαμβάνονται στον λόγο αναιρέσεως.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη που μπορούν να συνδυασθούν, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εκδίδοντας την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προδήλως δεν προέβη σε ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των ακολούθων κανόνων και αρχών:

Πρώτο σκέλος: παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και αντιφάσεις αιτιολογίας, καθώς και εσφαλμένες νομικές συνέπειες·

Δεύτερο σκέλος: παράβαση του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, του άρθρου 120, στοιχεία γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, καθώς και του άρθρου 76, εδάφιο 1, στοιχεία δ΄ και ε΄, και του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υπέρβαση αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου και παράβαση του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91 του ΚΥΚ, παράβαση της απαγορεύσεως αποφάνσεως ultra petita·

Τρίτο σκέλος: παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου·

Τέταρτο σκέλος: μη συνεκτίμηση του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας καθώς και των ισχυρισμών της αναιρεσείουσας, παραβίαση της αρχής της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων και της εννοίας της δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων και, ως εκ τούτου, παράβαση των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως.

Κατά την αναιρεσείουσα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσκεμμένως αγνόησε πολλά επιχειρήματα και έγγραφα, μη λαμβάνοντας υπόψη όλα τα επιχειρήματα και τα έγγραφα αυτά κατά τρόπο συνολικό και συνεκτικό, ή αντλώντας συνέπειες οι οποίες δεν προκύπτουν κατά νόμον, είτε λόγω προδήλως εσφαλμένης εξετάσεως, είτε παραμορφώνοντας τα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν ενώπιόν του είτε μη λαμβάνοντάς τα υπόψη.

Πάντοτε κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο τροποποίησε επίσης ρητώς και ριζικώς μια από τις ουσιώδεις αιτιολογίες της αποφάσεως περί παύσεως κατά της οποίας είχε αρχικώς στραφεί η αναιρεσείουσα, προβαίνοντας τοιουτοτρόπως σε προσθήκη στην απόφαση αυτή και μεταβάλλοντας τα όρια του αχθέντος ενώπιόν του αντικειμένου της διαφοράς, παραβιάζοντας επιπλέον την αρμοδιότητά του που του απαγορεύει να υποκαταστήσει με τη δική του αιτιολογία αυτήν που παρέθεσε η ΑΔΑ στην προσβαλλόμενη ενώπιόν του πράξη. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αγνόησε μάλιστα μια τελεσίδικη απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο μεταξύ των ίδιων διαδίκων, με την οποία απορρίφθηκε ο λόγος που δέχθηκε η ΑΔΑ, ο οποίος είναι ακριβώς εκείνος που τροποποιήθηκε ουσιωδώς από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

____________