Language of document : ECLI:EU:C:2014:2358

Υπόθεση C‑333/13

Elisabeta Dano

και

Florin Dano

κατά

Jobcenter Leipzig

(αίτηση του Sozialgericht Leipzig
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ιθαγένεια της Ένωσης — Ίση μεταχείριση — Μη έχοντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες κράτους μέλους που διαμένουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους — Αποκλεισμός των προσώπων αυτών από ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 — Οδηγία 2004/38/ΕΚ — Δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών — Άρθρα 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και 24 — Προϋπόθεση επαρκών πόρων»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 11ης Νοεμβρίου 2014

1.        Κοινωνική ασφάλιση — Διακινούμενοι εργαζόμενοι — Ίση μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 883/2004 — Πεδίο εφαρμογής — Ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα — Εμπίπτουν

(Κανονισμός 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3 §§ 3, 4 και 70· κανονισμός 1247/92 του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 3 και 7)

2.        Κοινωνική ασφάλιση — Διακινούμενοι εργαζόμενοι — Οδηγία 2004/38 — Κοινωνικές παροχές — Έννοια — Ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα κατά το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004 — Εμπίπτουν

(Κανονισμός 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 70 § 2· οδηγία 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 24 § 2)

3.        Ιθαγένεια της Ένωσης — Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών — Οδηγία 2004/38 — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως — Υποχρέωση του κράτος μέλος υποδοχής να παράσχει δικαίωμα κοινωνικών παροχών σε μη έχοντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες άλλων κρατών μελών — Προϋποθέσεις — Διαμονή στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής που είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις της οδηγίας — Υποχρέωση του μη έχοντος οικονομική δραστηριότητα πολίτη της Ένωσης να διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του

(Κανονισμός 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 και 70· οδηγία 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 10 και άρθρα 7 § 1, στοιχείο β΄, και 24 § 1)

4.        Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια — Αίτημα ερμηνείας του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αντικείμενο της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφοράς που δεν παρουσιάζει κανένα συνδετικό στοιχείο με το δίκαιο της Ένωσης — Έλλειψη αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

(Άρθρο 6 § 1 ΣΕΕ· άρθρο 267 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 51 § 1· κανονισμός 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 70· οδηγία 2004/38 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

1.        Ο κανονισμός 883/2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1244/2010, έχει την έννοια ότι οι «ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα» κατά την έννοια των άρθρων 3, παράγραφος 3, και 70 του εν λόγω κανονισμού εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 του κανονισμού αυτού.

Πράγματι, αφενός, όπως σαφώς προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 3 του κανονισμού 883/2004, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται επί των ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα. Αφετέρου, μολονότι αληθεύει ότι το άρθρο 70, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει, κατ’ εξαίρεση, ότι ορισμένες διατάξεις του κανονισμού αυτού δεν έχουν εφαρμογή επί των ως άνω παροχών, εντούτοις το άρθρο 4 αυτού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εν λόγω διατάξεων. Τέλος, από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 7 του κανονισμού 1247/92 προκύπτει ότι χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης διατάξεως που εισήγαγε ο εν λόγω κανονισμός στον κανονισμό 1408/71 είναι ο μη εξαγώγιμος χαρακτήρας των ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα έναντι της διασφαλίσεως ίσης μεταχειρίσεως εντός του κράτους κατοικίας.

(βλ. σκέψεις 49, 51-55, διατακτ. 1)

2.        Οι «ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα» που διαλαμβάνονται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1244/2010, εμπίπτουν στην έννοια «κοινωνικές παροχές» κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών. Πράγματι, η έννοια αυτή αναφέρεται στο σύνολο των συστημάτων αρωγής που καθιερώνονται από τις δημόσιες αρχές, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, στα οποία μπορούν να υπάγονται όσοι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους καθώς και τις ανάγκες των οικογενειών τους και διατρέχουν, για τον λόγο αυτό, τον κίνδυνο να καταστούν, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, βάρος για τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους υποδοχής, τέτοιο που θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στο συνολικό επίπεδο των βοηθημάτων που δύναται να χορηγήσει το κράτος αυτό.

(βλ. σκέψη 63)

3.        Το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, αυτής, καθώς και το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1244/2010, έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς αυτά ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας οι μη έχοντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες άλλων κρατών μελών αποκλείονται από τη χορήγηση ορισμένων «ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα» κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, μολονότι οι παροχές αυτές χορηγούνται στους πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής οι οποίοι τελούν στην ίδια κατάσταση, στο μέτρο κατά το οποίο οι προαναφερθέντες πολίτες άλλων κρατών μελών δεν απολαύουν δικαιώματος διαμονής δυνάμει της οδηγίας 2004/38 εντός του κράτους μέλους υποδοχής.

Πράγματι, κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της οδηγίας αυτής απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως σε σύγκριση με τους πολίτες του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης. Επομένως, όσον αφορά την πρόσβαση στις προαναφερθείσες κοινωνικές παροχές, κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί να ζητήσει να τύχει ίσης μεταχειρίσεως με τους πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής μόνον εφόσον η διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38. Αν γινόταν δεκτό ότι τα πρόσωπα που δεν απολαύουν δικαιώματος διαμονής δυνάμει της οδηγίας 2004/38 δύνανται να ζητούν τη αναγνώριση δικαιώματος κοινωνικών παροχών υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για τους ημεδαπούς, το συμπέρασμα αυτό θα αντέβαινε στον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, όπως καθορίζεται στην αιτιολογική της σκέψη 10, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή του ενδεχομένου να καταστούν οι προερχόμενοι από άλλα κράτη μέλη πολίτες της Ένωσης υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.

Ειδικότερα, όσον αφορά μη έχοντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης των οποίων η διάρκεια διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής είναι μεγαλύτερη των τριών μηνών αλλά μικρότερη των πέντε ετών, πρέπει να εξετάζεται αν η διαμονή των εν λόγω πολιτών πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρέωση του μη έχοντος οικονομική δραστηριότητα πολίτη της Ένωσης να διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του, υποχρέωση με την οποία επιχειρείται να αποτραπεί το ενδεχόμενο να χρησιμοποιούν οι μη έχοντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης το σύστημα πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής προς τον σκοπό του βιοπορισμού. Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, ένα κράτος μέλος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αρνείται τη χορήγηση κοινωνικών παροχών σε μη έχοντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας με μοναδικό σκοπό να τύχουν των κοινωνικών παροχών που χορηγεί άλλο κράτος μέλος, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να μπορούν να ζητήσουν να τους αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διενεργείται ακριβής έλεγχος της οικονομικής καταστάσεως κάθε ενδιαφερόμενου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ζητούμενες κοινωνικές παροχές.

Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4 του κανονισμού 883/2004, δεδομένου ότι οι «ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα» κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, χορηγούνται, δυνάμει της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, αποκλειστικώς εντός του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο ενδιαφερόμενος και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού.

(βλ. σκέψεις 68, 69, 74, 76, 78, 80, 83, 84, διατακτ. 2)

4.        Το άρθρο 70 του κανονισμού 883/2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1244/2010, το οποίο ορίζει την έννοια «ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα», δεν έχει σκοπό να καθορίσει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη αξιώσεως σε ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα. Επομένως, στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους απόκειται να καθορίσει τις προϋποθέσεις αυτές. Ως εκ τούτου, στον βαθμό που οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν προκύπτουν από τον κανονισμό 883/2004, ούτε από την οδηγία 2004/38 ή από άλλες πράξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι είναι αρμόδια να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών αυτών, είναι επίσης αρμόδια να καθορίζουν την έκταση της κοινωνικής καλύψεως που διασφαλίζεται από αυτού του είδους τις παροχές.

Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις και την έκταση της χορηγήσεως των ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα, δεν θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης.

Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο ερώτημα αν τα άρθρα 1, 20 και 51 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να χορηγούν στους πολίτες της Ένωσης παροχές βασικής ασφαλίσεως μη ανταποδοτικού τύπου σε χρήμα προκειμένου να καταστεί δυνατή η μόνιμη διαμονή ή αν τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν μόνο τα μέσα που είναι αναγκαία για την επιστροφή στο κράτος καταγωγής.

(βλ. σκέψεις 87-92)