Language of document : ECLI:EU:C:2016:214

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Απριλίου 2016 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Τεχνικές και/ή επαγγελματικές ικανότητες των οικονομικών φορέων – Άρθρο 48, παράγραφος 3 – Δυνατότητα στηρίξεως στις ικανότητες άλλων φορέων – Προϋποθέσεις και λεπτομέρειες εφαρμογής – Χαρακτήρας των δεσμών που υφίστανται μεταξύ του προσφέροντος και των άλλων φορέων – Τροποποίηση της προσφοράς – Ακύρωση και επανάληψη ηλεκτρονικού πλειστηριασμού – Οδηγία 2014/24/ΕΕ»

Στην υπόθεση C‑324/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Krajowa Izba Odwoławcza (Πολωνία), με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιουλίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Partner Apelski Dariusz

κατά

Zarząd Oczyszczania Miasta,

παρισταμένων των:

Remondis sp. z o.o.,

MR Road Service sp. z o.o.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano (εισηγητή), αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, F. Biltgen, E. Levits, M. Berger και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαΐου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Partner Apelski Dariusz, εκπροσωπούμενη από τον T. Krześniak, adwokat,

–        η Zarząd Oczyszczania Miasta, εκπροσωπούμενη από τον K. Wąsik, radca prawny,

–        η Remondis sp. z o.o. και η MR Road Service sp. z o.o., εκπροσωπούμενες από τον K. Kamiński και την K. Dajczer, radcowie prawni,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna, καθώς και από τις M. Szwarc και D. Lutostańska,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. García-Valdecasas Dorrego,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. Kalniņš και την I. Ņesterova,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herrmann και τον A. Tokár,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2, 44 και 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Partner Apelski Dariusz (στο εξής: Partner) και της Zarząd Oczyszczania Miasta (δημοτικής υπηρεσίας καθαριότητας, στο εξής: υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Βαρσοβίας) με αντικείμενο τον αποκλεισμό της από τη διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως με αντικείμενο τον γενικό καθαρισμό με μηχανικά μέσα των οδών του Δήμου Βαρσοβίας (Πολωνία) κατά τα έτη 2014 έως 2017.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2004/18

3        Η αιτιολογική σκέψη 46 της οδηγίας 2004/18 έχει ως εξής:

«Η ανάθεση της σύμβασης θα πρέπει να πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που εξασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της διαφάνειας, της αρχής της αποφυγής των διακρίσεων και της αρχής της ίσης μεταχείρισης και εγγυώνται την αξιολόγηση των προσφορών υπό συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού. Συνεπώς, ενδείκνυται να γίνεται δεκτή η εφαρμογή δύο μόνο κριτηρίων ανάθεσης, ήτοι των κριτηρίων της “χαμηλότερης τιμής” και της “πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς”.

Προκειμένου να εξασφαλίζεται ο σεβασμός της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά τη διάρκεια της ανάθεσης των συμβάσεων, ενδείκνυται να προβλεφθεί η παγιωμένη βάσει νομολογίας υποχρέωση να διασφαλίζεται η απαραίτητη διαφάνεια ώστε να επιτρέπεται σε κάθε προσφέροντα να ενημερώνεται σε λογικά πλαίσια για τα κριτήρια και τους τρόπους που θα εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της από οικονομική άποψη πλέον συμφέρουσας προσφοράς. [...]»

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Αρχές που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων», προβλέπει τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια.»

5        Το άρθρο 44 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Έλεγχος της καταλληλότητας, επιλογή των συμμετεχόντων και ανάθεση των συμβάσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Οι συμβάσεις ανατίθενται βάσει των κριτηρίων που ορίζονται στα άρθρα 53 και 55, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 24, αφού οι αναθέτουσες αρχές ελέγξουν την καταλληλότητα των οικονομικών φορέων που δεν έχουν αποκλεισθεί σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 46. Ο έλεγχος της καταλληλότητας πραγματοποιείται από τις αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και των επαγγελματικών και τεχνικών γνώσεων ή ικανοτήτων που αναφέρονται στα άρθρα 47 έως 52, και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με τα αμερόληπτα κριτήρια και τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

2.      Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτούν τα ελάχιστα επίπεδα ικανοτήτων, σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48, τα οποία πρέπει να καλύπτουν οι υποψήφιοι και οι προσφέροντες.

Η έκταση των πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 47 και 48 καθώς και το ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που απαιτείται για μια δεδομένη σύμβαση, πρέπει να είναι συνδεδεμένα και ανάλογα προς το αντικείμενο της σύμβασης.

Τα ελάχιστα αυτά επίπεδα αναφέρονται στην προκήρυξη διαγωνισμού.

[...]»

6        Το άρθρο 47, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/18, με τίτλο «Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια», ορίζει τα εξής:

«Ένας οικονομικός φορέας μπορεί, ενδεχομένως και για συγκεκριμένη σύμβαση, να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτές. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ότι θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους, παραδείγματος χάριν, με την προσκόμιση της σχετικής δέσμευσης των φορέων αυτών.»

7        Το άρθρο 48 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες», προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες των οικονομικών φορέων αξιολογούνται και ελέγχονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

2.      Οι τεχνικές ικανότητες των οικονομικών φορέων μπορούν να αποδεικνύονται με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους, ανάλογα με τη φύση, την ποσότητα ή τη σπουδαιότητα και τη χρήση των έργων, των προμηθειών, ή των υπηρεσιών:

α)      [...]

ii)      υποβολή καταλόγου των κυριότερων παραδόσεων ή των κυριότερων υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν κατά την προηγούμενη τριετία, με αναφορά του αντίστοιχου ποσού, της ημερομηνίας και του δημόσιου ή ιδιωτικού παραλήπτη. [...]

[...]

[...]

3.      Ένας οικονομικός φορέας μπορεί, ενδεχομένως και για μια συγκεκριμένη σύμβαση, να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ότι, για την εκτέλεση της σύμβασης, θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους, παραδείγματος χάριν με την προσκόμιση της δέσμευσης των φορέων αυτών να θέσουν στη διάθεση του οικονομικού φορέα τους αναγκαίους πόρους.

[...]»

8        Το άρθρο 51 της οδηγίας 2004/18, με τίτλο «Συμπληρωματική τεκμηρίωση και πληροφορίες», προβλέπει τα εξής:

«Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλεί τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώνουν ή να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και έγγραφα που υπέβαλαν κατ’ εφαρμογή των άρθρων 45 έως 50.»

9        Το άρθρο 54 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν τη δυνατότητα για τις αναθέτουσες αρχές να προσφεύγουν σε ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς.

[...]

4.      Προτού προβούν στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, οι αναθέτουσες αρχές διενεργούν μια πρώτη πλήρη αξιολόγηση των προσφορών σύμφωνα με το επιλεγμένο κριτήριο ή τα επιλεγμένα κριτήρια ανάθεσης και με τη στάθμισή τους, όπως έχουν καθορισθεί.

Όλοι οι προσφέροντες που έχουν υποβάλει παραδεκτές προσφορές καλούνται ταυτόχρονα με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων να υποβάλουν νέες τιμές ή/και νέες αξίες [...]

[...]

8.      Μετά την περάτωση του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τη σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 53, σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.

Οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό καταχρηστικά ή κατά τρόπο που να εμποδίζει, να περιορίζει ή να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό ή να τροποποιεί το αντικείμενο της σύμβασης, όπως αυτό έχει καθορισθεί στη δημοσίευση της προκήρυξης του διαγωνισμού και προσδιορισθεί στη συγγραφή υποχρεώσεων.»

 Η οδηγία 2014/24/ΕΕ

10      Η αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2014/24/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94, σ. 65), έχει ως εξής:

«[…] οι ισχύοντες κανόνες για τις δημόσιες προμήθειες που εγκρίθηκαν δυνάμει […] της οδηγίας […] 2004/18/ΕΚ […], θα πρέπει να αναθεωρηθούν και να εκσυγχρονιστούν, για να αυξηθεί η αποδοτικότητα των δημόσιων δαπανών, με τη διευκόλυνση ιδίως της συμμετοχής μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στις δημόσιες προμήθειες […] Επίσης, είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν βασικές έννοιες και όροι, προκειμένου να κατοχυρωθεί η ασφάλεια δικαίου και να ενσωματωθούν ορισμένες πτυχές από τη σχετική πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

11      Το άρθρο 63 της οδηγίας 2014/24, με τίτλο «Στήριξη στις ικανότητες άλλων φορέων», ορίζει τα εξής:

«1.      Όσον αφορά τα κριτήρια της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας που προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 3 και τα κριτήρια σχετικά με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα που προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 4, ένας οικονομικός φορέας μπορεί, εφόσον συντρέχει περίπτωση και για συγκεκριμένη σύμβαση, να στηρίζεται στις ικανότητες άλλων [φορέων], ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς. Όσον αφορά τα κριτήρια που σχετίζονται με τους τίτλους σπουδών και τα επαγγελματικά προσόντα που ορίζονται στο παράρτημα XII μέρος II στοιχείο στ) ή με τη σχετική επαγγελματική πείρα, οι οικονομικοί φορείς μπορούν, ωστόσο, να βασίζονται στις ικανότητες άλλων φορέων μόνο εάν αυτ[οί] θα εκτελέσουν τις εργασίες ή τις υπηρεσίες για τις οποίες απαιτούνται οι συγκεκριμένες ικανότητες. Σε περίπτωση που οικονομικός φορέας επιθυμεί να στηριχθεί στις ικανότητες άλλων φορέων, αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ότι θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους, παραδείγματος χάριν, με την προσκόμιση της σχετικής δέσμευσης των φορέων αυτών για τον σκοπό αυτό.

[...]

2.      Στην περίπτωση συμβάσεων έργων, συμβάσεων υπηρεσιών και εργασιών τοποθέτησης και εγκατάστασης στο πλαίσιο σύμβασης αγαθών, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτούν την εκτέλεση ορισμένων κρίσιμων καθηκόντων απευθείας από τον ίδιο τον προσφέροντα [...]».

12      Κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία μέχρι τις 18 Απριλίου 2016. [...]»

 Το πολωνικό δίκαιο

13      Η οδηγία 2004/18 μεταφέρθηκε στην πολωνική έννομη τάξη με τον νόμο περί δημοσίων συμβάσεων (κωδικοποιημένο κείμενο, Dz. U. του 2013, θέσεις 907, 984, 1047 και 1473, καθώς και Dz. U. του 2014, θέση 423, στο εξής: νόμος περί δημοσίων συμβάσεων).

14      Το άρθρο 26, παράγραφος 2b, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων έχει ως εξής:

«Ένας οικονομικός φορέας μπορεί να στηριχθεί στις γνώσεις, στην πείρα, στην τεχνική ικανότητα και στο ικανό για την εκτέλεση της συμβάσεως προσωπικό ή στη χρηματοοικονομική ικανότητα άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσεως των δεσμών του με αυτούς. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο οικονομικός φορέας πρέπει να αποδείξει στην αναθέτουσα αρχή ότι θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους για την εκτέλεση της συμβάσεως πόρους και ιδίως να προσκομίσει γραπτή δέσμευση των εν λόγω φορέων ότι θα θέσουν στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους καθ’ όλη τη διάρκεια εκτελέσεως της συμβάσεως [...]».

15      Το άρθρο 83, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων προβλέπει τα εξής:

«2.      Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να παράσχει τη δυνατότητα υποβολής μερικής προσφοράς, εφόσον το αντικείμενο της συμβάσεως είναι διαιρετό.

3.      Στην περίπτωση της παραγράφου 2, ο οικονομικός φορέας μπορεί να υποβάλει επί μέρους προσφορές για ένα ή περισσότερα τμήματα της συμβάσεως, εκτός εάν η αναθέτουσα αρχή έχει καθορίσει ανώτατο αριθμό τμημάτων της συμβάσεως για τα οποία μπορούν υποβληθούν επί μέρους προσφορές από τον οικονομικό φορέα.»

16      Το άρθρο 91b, παράγραφος 1, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων ορίζει τα εξής:

«Η αναθέτουσα αρχή καλεί, με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων, όλους τους οικονομικούς φορείς που έχουν υποβάλει μη απορριφθείσα προσφορά να λάβουν μέρος σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό.»

17      Το άρθρο 93, παράγραφος 1, σημείο 7, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων προβλέπει τα εξής:

«Η αναθέτουσα αρχή ακυρώνει τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως, όταν αυτή […] πάσχει από μη θεραπεύσιμο ελάττωμα, το οποίο καθιστά αδύνατη τη σύναψη μη ακυρώσιμης δημοσίας συμβάσεως.»

18      Το άρθρο 1, παράγραφος 6, της αποφάσεως του προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2013, περί του τύπου των απαιτούμενων από την αναθέτουσα αρχή εγγράφων των οικονομικών φορέων και του τρόπου καταρτίσεως των εγγράφων αυτών (Dz. U. του 2013, θέση 231), ορίζει τα εξής:

«Εάν, για να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 1, του [νόμου περί δημοσίων συμβάσεων], ένας οικονομικός φορέας στηρίζεται στους πόρους άλλων φορέων δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26, παράγραφος 2b, του [νόμου περί δημοσίων συμβάσεων], η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να εκτιμήσει εάν ο οικονομικός φορέας θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους άλλων φορέων για την προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως ή εάν ο δεσμός μεταξύ του οικονομικού φορέα και των εν λόγω φορέων διασφαλίζει πράγματι την πρόσβαση στους πόρους αυτούς, μπορεί να απαιτήσει:

1)      για τις προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 1, σημείο 4, του [νόμου περί δημοσίων συμβάσεων], τα έγγραφα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, σημεία 9 έως 11, καθώς και άλλα έγγραφα σχετικά με την οικονομική και χρηματοοικονομική ικανότητα, που προβλέπονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων·

2)      έγγραφα σχετικά ιδίως:

a)      με το μέγεθος των πόρων ενός άλλου φορέα στον οποίο μπορεί να απευθυνθεί ο οικονομικός φορέας,

b)      με τους τρόπους χρήσεως από τον οικονομικό φορέα των πόρων ενός άλλου φορέα για την εκτέλεση της συμβάσεως,

c)      με τη φύση του δεσμού μεταξύ του οικονομικού φορέα και ενός άλλου φορέα και

d)      με την έκταση και τη διάρκεια συμμετοχής ενός άλλου φορέα στην εκτέλεση της συμβάσεως.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, τον Δεκέμβριο του 2013, η υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Βαρσοβίας κίνησε διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως με αντικείμενο τον γενικό καθαρισμό με μηχανικά μέσα των οδών του Δήμου Βαρσοβίας κατά τις χειμερινές και θερινές περιόδους των ετών 2014 έως 2017. Ο καθαρισμός κατά τη χειμερινή περίοδο που αποτελεί αντικείμενο της συμβάσεως αυτής συνίσταται κατ’ ουσία στην πρόληψη του σχηματισμού και στην απομάκρυνση του πάγου διά της ρίψεως αλατιού και του εκχιονισμού ορισμένων κατηγοριών αστικών οδών ενώ ο καθαρισμός κατά τη θερινή περίοδο συνίσταται στη σάρωση και στον καταιονισμό των οδών.

20      Η υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Βαρσοβίας επέλεξε τη διεξαγωγή διαγωνισμού με πρόσκληση για την υποβολή προσφορών, ο οποίος έπρεπε να περατωθεί με τη διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Το αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως διαχωρίστηκε σε οκτώ τμήματα που αφορούσαν διάφορες περιοχές του Δήμου Βαρσοβίας, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στους προσφέροντες τη δυνατότητα να υποβάλουν συνολική προσφορά για όλη τη σύμβαση ή επιμέρους προσφορές.

21      Όπως όριζε η συγγραφή υποχρεώσεων, προκειμένου να δικαιολογήσει τις τεχνικές ικανότητές του, κάθε προσφέρων έπρεπε να προσκομίσει κατάλογο των υπηρεσιών καθαρισμού οδών που είχε παράσχει κατά τη χειμερινή περίοδο, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία της υγράνσεως, τα τρία τελευταία έτη πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή προσφοράς. Η συνολική αξία των υπηρεσιών αυτών για καθένα από τα οκτώ τμήματα της επίμαχης συμβάσεως έπρεπε να ανέρχεται τουλάχιστον σε 1 000 000 πολωνικά ζλότι (στο εξής: PLN) (περίπου 224 442 ευρώ). Επομένως, για να υποβάλει προσφορά για την εν λόγω σύμβαση στο σύνολό της, ένας προσφέρων όφειλε να αποδείξει ότι είχε παράσχει υπηρεσίες αξίας τουλάχιστον 8 000 000 PLN (περίπου 1 795 537 ευρώ).

22      Μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, η Partner υπέβαλε προσφορά για το σύνολο της εν λόγω συμβάσεως υποστηρίζοντας ότι, κατά τα τρία προηγούμενα έτη, είχε διασφαλίσει την παροχή δεκατεσσάρων υπηρεσιών, δώδεκα εκ των οποίων στηρίζονταν στη δική της πείρα και δύο στην πείρα της PUM sp. z o.o. (στο εξής: PUM) με έδρα στο Grudziądz (Πολωνία), μια πόλη απέχουσα περίπου 230 χιλιόμετρα από τη Βαρσοβία.

23      Περαιτέρω, επισύναψε στην προσφορά της έγγραφο της PUM με το οποίο η εν λόγω επιχείρηση δεσμευόταν να θέσει τις δυνατότητές της στη διάθεση της Partner, ιδίως διά της παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών οι οποίες περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, την κατάρτιση των εργαζομένων της Partner και την παροχή βοήθειας για την επίλυση προβλημάτων που θα μπορούσαν να ανακύψουν κατά την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως. Η Partner υπογράμμισε, επίσης, ότι για την εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, η συγκεκριμένη συνεργασία έπρεπε να ρυθμίζεται με σύμβαση συναφθείσα μεταξύ των δύο επιχειρήσεων.

24      Στις 26 Φεβρουαρίου 2014, η υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Βαρσοβίας κάλεσε την Partner να διευκρινίσει επίσης τις δραστηριότητες που θα ασκούσε η PUM και κατά πόσον οι δραστηριότητες αυτές θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των παρεχομένων υπηρεσιών εντός της Βαρσοβίας, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της αποστάσεως του Grudziądz από τη Βαρσοβία.

25      Η υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Βαρσοβίας δεν έμεινε ικανοποιημένη από την απάντηση της Partner, εκτιμώντας δε ότι οι γνώσεις και η πείρα της PUM δεν θα μπορούσαν να τεθούν στη διάθεσή της, διότι δεν υπήρχε προσωπική και πραγματική συμμετοχή της εν λόγω εταιρίας στην εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως, ζήτησε με έγγραφο της 11ης Μαρτίου 2014 από την Partner να συμπληρώσει συναφώς τον φάκελό της.

26      Με την από 18 Μαρτίου 2014 απάντησή της η Partner, αφού αμφισβήτησε την άποψη που είχε υιοθετήσει η υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Βαρσοβίας, ζήτησε να ληφθεί υπόψη η προσφορά της για την ανάθεση καθενός από τα οκτώ τμήματα της εν λόγω συμβάσεως με ορισμένη σειρά προτεραιότητας.

27      Η υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Βαρσοβίας απέρριψε, εντούτοις, στο σύνολό της την προσφορά της Partner και περάτωσε τη διαδικασία συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως κατόπιν διενέργειας ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.

28      Η Partner άσκησε ακολούθως προσφυγή ενώπιον του Krajowa Izba Odwoławcza (εθνικού τμήματος προσφυγών) με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως περί αποκλεισμού της από τη διαδικασία συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως καθώς και της αποφάσεως με την οποία είχε γίνει δεκτή η πλέον συμφέρουσα προσφορά για τα επιμέρους τμήματα της συμβάσεως αυτής. Ζήτησε, επίσης, την επανεξέταση των προσφορών που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας και τη συμμετοχή της σε νέο ηλεκτρονικό πλειστηριασμό.

29      Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, το Krajowa Izba Odwoławcza αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, της οδηγίας 2004/18 την έννοια ότι η έκφραση κατά την οποία ο οικονομικός φορέας μπορεί “ενδεχομένως” να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων σημαίνει ότι με αυτό νοείται κάθε περίπτωση κατά την οποία ο συγκεκριμένος οικονομικός φορέας δεν διαθέτει τα απαιτούμενα από τη δημόσια αναθέτουσα αρχή προσόντα και επιθυμεί να στηριχθεί στις δυνατότητες άλλων φορέων; Ή συνιστά η μνεία ότι ο οικονομικός φορέας μόνον “ενδεχομένως” μπορεί να στηριχθεί στις δυνατότητες άλλων φορέων περιορισμό, υπό την έννοια ότι ο φορέας μπορεί μόνον κατ’ εξαίρεση να στηριχθεί στις εν λόγω δυνατότητες, και όχι κανόνα επιλογής οικονομικού φορέα κατά τη διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως;

2)      Έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, της οδηγίας 2004/18 την έννοια ότι η στήριξη του οικονομικού φορέα στις γνώσεις και στην πείρα άλλων φορέων “ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς”, καθώς και η “διάθεση των αναγκαίων πόρων” από αυτούς τους φορείς, σημαίνουν ότι ο οικονομικός φορέας μπορεί κατά την εκτέλεση της συμβάσεως να έχει χαλαρούς και αόριστους μόνο δεσμούς ή και να μη διατηρεί κανένα δεσμό με αυτούς τους φορείς, δηλαδή ότι μπορεί να εκτελέσει μόνος του τη σύμβαση (χωρίς συμμετοχή άλλου φορέα) ή ότι μια τέτοια συμμετοχή μπορεί να συνίσταται σε “συμβουλές”, “παροχή εξειδικευμένων συμβουλών”, “εκπαίδευση” κ.λπ.; Ή έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής την έννοια ότι ο φορέας, στις δυνατότητες του οποίου στηρίζεται ο οικονομικός φορέας, πρέπει να εκτελέσει πράγματι και προσωπικώς τη σύμβαση στο μέτρο των δυνατοτήτων που έχει δηλώσει;

3)      Έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, της οδηγίας 2004/18 την έννοια ότι ο οικονομικός φορέας, ο οποίος διαθέτει μεν ιδία πείρα, μικρότερη όμως από αυτή που θα ήθελε να δηλώσει στην αναθέτουσα αρχή (για παράδειγμα, ανεπαρκή για την υποβολή προσφοράς με σκοπό την εκτέλεση της συμβάσεως στο σύνολό της) μπορεί να στηριχθεί συμπληρωματικώς στις δυνατότητες άλλων φορέων, προκειμένου να βελτιωθούν οι προοπτικές του στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως;

4)      Έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, της οδηγίας 2004/18 την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί (ή οφείλει) να ορίσει σε προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων τους κανόνες, βάσει των οποίων ο οικονομικός φορέας μπορεί να στηριχθεί στις δυνατότητες άλλων φορέων, για παράδειγμα τον τρόπο συμμετοχής του άλλου φορέα στην εκτέλεση της συμβάσεως, το πώς μπορούν να συνδυασθούν οι δυνατότητες του οικονομικού φορέα και του άλλου φορέα, ή ακόμη αν ο άλλος φορέας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον οικονομικό φορέα για την προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως στο μέτρο που ο οικονομικός φορέας επικαλείται τις δυνατότητες του άλλου φορέα;

5)      Επιτρέπει η κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων τη σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής επίκληση των δυνατοτήτων ενός άλλου φορέα, στο πλαίσιο της οποίας αθροίζονται οι δυνατότητες δύο ή περισσοτέρων φορέων, οι οποίοι από απόψεως γνώσεων και πείρας δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες από την αναθέτουσα αρχή δυνατότητες;

6)      Επιτρέπει, επομένως, η κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων να ερμηνευθούν τα άρθρα 44 και 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 υπό την έννοια ότι οι τεθείσες από την αναθέτουσα αρχή προϋποθέσεις συμμετοχής σε ορισμένη διαδικασία μπορούν να πληρούνται μόνον τυπικώς για τη συμμετοχή στη διαδικασία ανεξαρτήτως των πραγματικών προσόντων του οικονομικού φορέα;

7)      Επιτρέπει η κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, εάν επιτρέπεται από την αναθέτουσα αρχή η υποβολή προσφορών για τμήμα της συμβάσεως, να δηλώνει ο οικονομικός φορέας μετά την υποβολή προσφοράς, παραδείγματος χάριν στο πλαίσιο συμπληρώσεως ή διευκρινίσεως του περιεχομένου των εγγράφων, ποιο τμήμα της συμβάσεως αφορούν οι πόροι που επικαλείται για να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαδικασία;

8)      Επιτρέπει η κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, καθώς και η αρχή της διαφάνειας, την ακύρωση πλειστηριασμού και την επανάληψη ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, εάν αυτός δεν διεξήχθη κατά τα ουσιώδη νομοτύπως, παραδείγματος χάριν εάν δεν κλήθηκαν να συμμετάσχουν όλοι οι οικονομικοί φορείς που υπέβαλαν παραδεκτές προσφορές;

9)      Επιτρέπει η κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, καθώς και η αρχή της διαφάνειας, τη σύναψη της συμβάσεως με τον οικονομικό φορέα, του οποίου η προσφορά προκρίθηκε στο πλαίσιο ενός τέτοιου πλειστηριασμού, χωρίς αυτός να έχει επαναληφθεί, εφόσον δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν η συμμετοχή του οικονομικού φορέα που δεν ελήφθη υπόψη θα μετέβαλε το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού;

10)      Μπορεί κατά την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2004/18 να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεων και των αιτιολογικών σκέψεων της οδηγίας 2014/24, μολονότι δεν έχει παρέλθει η προθεσμία για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, ως ερμηνευτική κατευθυντήρια γραμμή, στο μέτρο που διευκρινίζει ορισμένες αποδοχές και προθέσεις του νομοθέτη της Ένωσης και δεν αντιφάσκει προς τις διατάξεις της οδηγίας 2004/18;»

 Τα προδικαστικά ερωτήματα

 Το πρώτο έως και το τρίτο, το πέμπτο και το έκτο ερώτημα

30      Με το πρώτο έως και το τρίτο, το πέμπτο και το έκτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να καθοριστούν οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου ένας οικονομικός φορέας να μπορεί να στηριχθεί στις δυνατότητες άλλων φορέων κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 και να διευκρινιστούν οι κανόνες βάσει των οποίων πρέπει να πραγματοποιείται συγκεκριμένα η διάθεση των αναγκαίων πόρων εκ μέρους των φορέων αυτών και, συνεπώς, η ενδεχόμενη συμμετοχή τους στην εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως.

31      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/18, απόκειται στις αναθέτουσες αρχές να ελέγχουν την καταλληλότητα των υποψηφίων ή προσφερόντων σύμφωνα με τα κριτήρια των άρθρων 47 έως 52 της οδηγίας αυτής.

32      Επίσης, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να πληρούν τα ελάχιστα επίπεδα οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας, καθώς και τεχνικών και/ή επαγγελματικών ικανοτήτων, σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48 της οδηγίας αυτής.

33      Κατά πάγια νομολογία, τα άρθρα 47, παράγραφος 2, και 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε οικονομικού φορέα να επικαλείται, για συγκεκριμένη σύμβαση, τις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της φύσεως των δεσμών του με αυτούς, εφόσον αποδεικνύεται στην αναθέτουσα αρχή ότι ο υποψήφιος ή προσφέρων θα έχει όντως στη διάθεσή του τους πόρους των εν λόγω φορέων, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της συμβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Swm Costruzioni 2 και Mannocchi Luigino, C-94/12, EU:C:2013:646, σκέψεις 29 και 33).

34      Μια τέτοια ερμηνεία συνάδει προς τον σκοπό του ανοίγματος των δημοσίων συμβάσεων στον ευρύτερο δυνατό ανταγωνισμό, τον οποίο επιδιώκουν οι σχετικές με το αντικείμενο αυτό οδηγίες προς όφελος όχι μόνον των οικονομικών φορέων αλλά και των αναθετουσών αρχών. Περαιτέρω, μπορεί επίσης να διευκολύνει την πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις δημόσιες συμβάσεις, σκοπό τον οποίο ομοίως επιδιώκει η οδηγία 2004/18, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας αυτής (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Swm Costruzioni 2 και Mannocchi Luigino, C‑94/12, EU:C:2013:646, σκέψη 34 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στα άρθρα 47, παράγραφος 2, και 48, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει στο πλαίσιο των ενωσιακών ρυθμίσεων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, αποτελεί γενικό κανόνα τον οποίο πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι αναθέτουσες αρχές, όταν ασκούν τις αρμοδιότητές τους για την εξακρίβωση της καταλληλότητας του προσφέροντος για την εκτέλεση ορισμένης συμβάσεως.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18, ένας οικονομικός φορέας μπορεί «ενδεχομένως» να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, δεν δύναται να ερμηνευθεί κατά τον τρόπο που προφανώς προτείνει, μεταξύ άλλων, το αιτούν δικαστήριο, δηλαδή υπό την έννοια ότι ο εν λόγω φορέας μπορεί μόνον κατ’ εξαίρεση να στηρίζεται στις δυνατότητες τρίτων φορέων.

37      Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να διευκρινιστεί, πρώτον, ότι ο προσφέρων, καίτοι είναι ελεύθερος να συνάπτει δεσμούς με τους φορείς στις δυνατότητες των οποίων στηρίζεται και να επιλέγει τη νομική φύση των δεσμών αυτών, εντούτοις, οφείλει να αποδεικνύει ότι όντως έχει στη διάθεσή του τους πόρους των συγκεκριμένων φορέων που δεν του ανήκουν και είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1999, Holst Italia, C‑176/98, EU:C:1999:593, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Συνεπώς, σύμφωνα με τα άρθρα 47, παράγραφος 2, και 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18, ο προσφέρων δεν μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων με σκοπό την αμιγώς τυπική πλήρωση προϋποθέσεων που απαιτούνται από την αναθέτουσα αρχή.

39      Δεύτερον, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, ο περιορισμός της ασκήσεως του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στα άρθρα 47, παράγραφος 2, και 48, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής υπό εξαιρετικές περιστάσεις δεν αντιτίθεται στις διατάξεις της οδηγίας 2004/18 (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Swm Costruzioni 2 και Mannocchi Luigino, C‑94/12, EU:C:2013:646, σκέψη 36).

40      Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να υπάρχουν εργασίες με ιδιαιτερότητες, οι οποίες απαιτούν συγκεκριμένη ικανότητα που δεν μπορεί να προκύψει ως άθροισμα της ελάσσονος ικανότητας περισσοτέρων φορέων. Στην περίπτωση αυτή, η αναθέτουσα αρχή μπορεί, συνεπώς, ευλόγως να απαιτήσει το ελάχιστο επίπεδο της οικείας ικανότητας να καλύπτεται από ένα μόνον οικονομικό φορέα ή, ενδεχομένως, από περιορισμένο αριθμό οικονομικών φορέων, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/18, στο μέτρο που η απαίτηση αυτή συνδέεται με το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως και είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Swm Costruzioni 2 και Mannocchi Luigino, C‑94/12, EU:C:2013:646, σκέψη 35).

41      Ομοίως δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, υπό ειδικές περιστάσεις, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και των σκοπών ορισμένης συμβάσεως, οι ικανότητες ενός τρίτου φορέα, οι οποίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση της συμβάσεως, να μην είναι δυνατό να μεταβιβασθούν στον προσφέροντα. Συνεπώς, υπό τις εν λόγω περιστάσεις, ο προσφέρων μπορεί να επικαλείται τις εν λόγω ικανότητες μόνον εάν ο τρίτος φορέας έχει άμεση και προσωπική συμμετοχή στην εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως.

42      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα εάν οι ικανότητες της PUM μπορούν όντως να μεταβιβαστούν στην Partner, υπό την έννοια ότι μπορούν να τεθούν στη διάθεσή της οι αναγκαίοι πόροι για την εκτέλεση της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως, κατά το γράμμα του άρθρου 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18, δεδομένου ότι η εν λόγω διάθεση πόρων θα συνίστατο στη συγκεκριμένη περίπτωση απλώς και μόνο στην παροχή εξειδικευμένων συμβουλών και σε εκπαίδευση, χωρίς καμία άμεση συμμετοχή της PUM στην εκτέλεση της συμβάσεως αυτής.

43      Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι η περιγραφόμενη στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως και επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση έχει ως αντικείμενο τον γενικό καθαρισμό με μηχανικά μέσα των οδών του Δήμου Βαρσοβίας τόσο κατά τη χειμερινή όσο και κατά τη θερινή περίοδο τεσσάρων διαδοχικών ετών.

44      Όσον αφορά ειδικότερα τον καθαρισμό κατά τη χειμερινή περίοδο, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών απαιτούνται συγκεκριμένες δεξιότητες καθώς και άριστη γνώση της τοπογραφίας του Δήμου Βαρσοβίας, κυρίως δε η δυνατότητα άμεσης αντιδράσεως με σκοπό την ορισμένου επιπέδου συντήρηση των οδοστρωμάτων εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

45      Επιπροσθέτως, η εν λόγω παροχή υπηρεσιών στηρίζεται στη χρήση ειδικής τεχνολογίας, για την οποία απαιτείται πείρα και αυξημένη ικανότητα χειρισμού της τεχνολογίας αυτής, η οποία και μόνον καθιστά δυνατή την προσήκουσα εκτέλεση της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως, αποκλείοντας παραλλήλως τυχόν επικίνδυνες συνέπειες για την οδική κυκλοφορία.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, για τη συγκεκριμένη εκτέλεση μιας συμβάσεως αυτού του είδους απαιτείται έμπειρο προσωπικό το οποίο, μεταξύ άλλων, διά της άμεσης παρατηρήσεως της καταστάσεως των οδοστρωμάτων και των επιτόπιων ελέγχων, μπορεί να μεριμνήσει εκ των προτέρων, ή εν πάση περιπτώσει, να ανταποκριθεί επαρκώς στις συγκεκριμένες ανάγκες της συμβάσεως αυτής.

47      Λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως καθώς και των σκοπών που αυτή επιδιώκει, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η προβλεπόμενη συμμετοχή της PUM, η οποία συνίστατο απλώς και μόνο στην παροχή εξειδικευμένων συμβουλών και σε εκπαίδευση, να μη μπορεί να θεωρηθεί επαρκής για να διασφαλιστεί ότι η Partner θα έχει όντως στη διάθεσή της τους αναγκαίους πόρους για την εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως. Το συμπέρασμα αυτό δικαιολογείται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η PUM εδρεύει στην πόλη Grudziądz, η οποία απέχει περίπου 230 χιλιόμετρα από τη Βαρσοβία.

48      Υπό τις περιστάσεις αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως, να εκτιμήσει εάν είναι δυνατό να διατεθούν οι πόροι αυτοί κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στις επιταγές της εν λόγω νομολογίας.

49      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο έως τρίτο, στο πέμπτο και στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 47, παράγραφος 2, και 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 44, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι:

–        αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε οικονομικού φορέα να στηρίζεται, για ορισμένη σύμβαση, στις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της φύσεως των δεσμών που υφίστανται μεταξύ αυτού και των εν λόγω φορέων, εφόσον αποδεικνύεται στην αναθέτουσα αρχή ότι ο υποψήφιος ή προσφέρων θα έχει όντως στη διάθεσή του τους πόρους των εν λόγω φορέων, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως·

–        δεν αποκλείεται να περιοριστεί η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, υπό ειδικές περιστάσεις, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου της οικείας συμβάσεως καθώς και των σκοπών που αυτή επιδιώκει. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, μεταξύ άλλων, όταν οι δυνατότητες ενός τρίτου φορέα που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση της συμβάσεως αυτής δεν μπορούν να μεταβιβασθούν στον υποψήφιο ή προσφέροντα, με αποτέλεσμα αυτός να μπορεί να στηριχθεί στις εν λόγω δυνατότητες μόνον εάν ο συγκεκριμένος φορέας έχει άμεση και προσωπική συμμετοχή στην εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως.

 Επί του τετάρτου ερωτήματος

50      Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 48, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δύναται να θέσει ρητώς, στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, συγκεκριμένους κανόνες βάσει των οποίων ένας οικονομικός φορέας μπορεί να στηριχθεί στις δυνατότητες άλλων φορέων.

51      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 33 και 49 της παρούσας αποφάσεως, τα άρθρα 47, παράγραφος 2, και 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε οικονομικού φορέα να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, εφόσον αποδεικνύεται στην αναθέτουσα αρχή ότι ο υποψήφιος ή προσφέρων θα έχει όντως στη διάθεσή του τους πόρους των εν λόγω φορέων, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως.

52      Για τον σκοπό αυτό, καίτοι ο προσφέρων πρέπει να αποδείξει ότι έχει όντως στη διάθεσή του πόρους άλλων φορέων που δεν του ανήκουν και είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση ορισμένης συμβάσεως, εντούτοις, έχει την ευχέρεια να επιλέξει, αφενός, τη νομική φύση των δεσμών που προτίθεται να συνάψει με τους άλλους φορείς στις ικανότητες των οποίων στηρίζεται για την εκτέλεση της συμβάσεως αυτής και, αφετέρου, τον τρόπο αποδείξεως της υπάρξεως των δεσμών αυτών (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2016, Ostas celtnieks, C‑234/14, EU:C:2016:6, σκέψη 28).

53      Για τον λόγο αυτό, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να επιβάλλει ρητούς όρους που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την άσκηση του δικαιώματος κάθε οικονομικού φορέα να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, μεταξύ άλλων, ορίζοντας εκ των προτέρων συγκεκριμένους κανόνες βάσει των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση των δυνατοτήτων αυτών των άλλων φορέων. Η διαπίστωση αυτή επιβάλλεται και για πρακτικούς λόγους καθόσον, όπως ορθώς επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι δυσχερές ή και αδύνατο για τον οικονομικό φορέα να προβλέψει εκ των προτέρων όλα τα πιθανά ενδεχόμενα χρήσεως των δυνατοτήτων άλλων φορέων.

54      Κατόπιν των ανωτέρω, όπως έγινε δεκτό στο πλαίσιο της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο έως τρίτο, στο πέμπτο και στο έκτο ερώτημα, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου της οικείας συμβάσεως καθώς και των σκοπών που αυτή επιδιώκει, η άσκηση του δικαιώματος αυτού μπορεί να περιοριστεί υπό ειδικές περιστάσεις, όπως οι εκτιθέμενες στις σκέψεις 39 έως 41 της παρούσας αποφάσεως.

55      Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί κατ’ αρχάς να αποκλειστεί η δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να θέσει ρητώς στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, για την προσήκουσα εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως, συγκεκριμένους κανόνες που να επιτρέπουν σε οικονομικό φορέα να στηριχθεί στις δυνατότητες άλλων φορέων.

56      Εντούτοις, όταν η αναθέτουσα αρχή αποφασίζει να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, οφείλει να διασφαλίζει ότι οι κανόνες που θέτει συνδέονται με το αντικείμενο και τους σκοπούς της εν λόγω συμβάσεως και είναι σύμφωνοι προς την αρχή της αναλογικότητας.

57      Η απαίτηση αυτή διασφαλίζει, εξάλλου, τον σεβασμό της αρχής της διαφάνειας, όσον αφορά τους κανόνες που επιβάλλει η αναθέτουσα αρχή, παρέχοντας παράλληλα τη δυνατότητα στους οικονομικούς φορείς να προτείνουν στην αναθέτουσα αρχή εναλλακτικούς τρόπους χρήσεως των δυνατοτήτων άλλων φορέων που διασφαλίζουν ότι όντως θα διατεθούν σ’ αυτούς οι εν λόγω δυνατότητες.

58      Συνεπώς, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 48, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου ορισμένης συμβάσεως καθώς και των σκοπών που αυτή επιδιώκει, η αναθέτουσα αρχή δύναται, υπό ειδικές περιστάσεις και για την προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, να θέσει ρητώς στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων συγκεκριμένους κανόνες βάσει των οποίων ένας οικονομικός φορέας μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, εφόσον οι εν λόγω κανόνες συνδέονται με το αντικείμενο και τους σκοπούς της συγκεκριμένης συμβάσεως και είναι σύμφωνοι προς την αρχή της αναλογικότητας.

 Επί του εβδόμου ερωτήματος

59      Με το έβδομο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί, εάν οι αρχές της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, έχουν την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή, μετά το άνοιγμα των προσφορών που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, δεν επιτρέπεται να δεχτεί το αίτημα οικονομικού φορέα, ο οποίος έχει υποβάλει προσφορά για το σύνολο της επίμαχης συμβάσεως, να ληφθεί υπόψη η προσφορά του μόνο για ορισμένα τμήματα της συμβάσεως αυτής.

60      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 46 και το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα, χωρίς διακρίσεις και με διαφάνεια.

61      Συγκεκριμένα, αφενός, οι αρχές της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως επιβάλλουν να έχουν όλοι οι προσφέροντες τις ίδιες ευκαιρίες κατά τη διατύπωση των όρων των προσφορών τους και συνεπάγονται, συνεπώς, ότι οι προσφορές αυτές υποβάλλονται με τους ίδιους όρους για όλους τους προσφέροντες. Αφετέρου, η υποχρέωση διαφάνειας έχει ως σκοπό να αποκλείσει τον κίνδυνο ευνοιοκρατίας και καταχρήσεως εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής. Η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι όλοι οι όροι και οι κανόνες διεξαγωγής του διαγωνισμού πρέπει να είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, ώστε, πρώτον, να παρέχουν σε όλους τους ευλόγως ενημερωμένους και επιδεικνύοντες τη συνήθη επιμέλεια προσφέροντες τη δυνατότητα να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενο των εν λόγω όρων και κανόνων και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο και, δεύτερον, να καθιστούν δυνατό τον εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής αποτελεσματικό έλεγχο του αν οι προσφορές των υποψηφίων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν την εν λόγω σύμβαση (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014,Cartiera dell’Adda, C‑42/13, EU:C:2014:2345, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Εξάλλου, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθώς και η υποχρέωση διαφάνειας αντιτίθενται σε κάθε διαπραγμάτευση μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και προσφέροντος στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, τούτο δε συνεπάγεται ότι, κατ’ αρχήν, μια προσφορά δεν μπορεί να τροποποιηθεί μετά την κατάθεσή της, κατόπιν πρωτοβουλίας είτε της αναθέτουσας αρχής είτε του προσφέροντος. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή δεν δύναται να ζητήσει διευκρινίσεις από προσφέροντα του οποίου την προσφορά θεωρεί αόριστη ή μη σύμφωνη με τις τεχνικές προδιαγραφές της συγγραφής υποχρεώσεων (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Manova, C‑336/12, EU:C:2013:647, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Το Δικαστήριο έχει, εντούτοις, διευκρινίσει ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 δεν αντιτίθεται στη διόρθωση ή συμπλήρωση, σε επιμέρους σημεία, των δεδομένων που αφορούν την προσφορά, ιδίως όταν αυτά χρήζουν προφανώς απλής διευκρινίσεως, ή για να απαλειφθούν πρόδηλα εκ παραδρομής σφάλματα (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Manova, C‑336/12, EU:C:2013:647, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Για τον σκοπό αυτό, εναπόκειται στην αναθέτουσα αρχή να διασφαλίσει, μεταξύ άλλων, ότι το αίτημα διευκρινίσεως μιας προσφοράς δεν θα καταλήξει σε υποβολή, στην πραγματικότητα, νέας προσφοράς εκ μέρους του οικείου προσφέροντα (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Manova, C‑336/12, EU:C:2013:647, σκέψη 36).

65      Επιπροσθέτως η αναθέτουσα αρχή, κατά την άσκηση της ευχέρειας εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά τη δυνατότητα να ζητήσει από τους υποψήφιους να διευκρινίσουν την προσφορά τους, πρέπει να μεταχειρίζεται τους υποψήφιους με ισότιμο και ειλικρινή τρόπο, κατά τρόπο ώστε μια αίτηση διευκρινίσεως να μη δύναται, κατά το πέρας της διαδικασίας επιλογής των προσφορών και λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματός της, να εκληφθεί ως έχουσα αδικαιολογήτως περιαγάγει σε ευμενή ή δυσμενή θέση τον υποψήφιο ή τους υποψήφιους τους οποίους αφορά η αίτηση αυτή (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Manova, C‑336/12, EU:C:2013:647, σκέψη 37).

66      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Βαρσοβίας, έχοντας αμφιβολίες σχετικά με το ζήτημα εάν η Partner θα είχε στη διάθεσή της τους αναγκαίους πόρους για την εκτέλεση της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως, κάλεσε την εν λόγω εταιρία, μετά την υποβολή της προσφοράς της, να προσδιορίσει το είδος της συμμετοχής της PUM στην εκτέλεση της συμβάσεως αυτής.

67      Απαντώντας στο εν λόγω αίτημα παροχής διευκρινίσεων, η Partner ζήτησε από την υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Βαρσοβίας, σε περίπτωση που θα έκρινε ανεπαρκή την προβαλλόμενη πείρα, να αποδώσει τους επικαλούμενους πόρους σε καθένα από τα οκτώ τμήματα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως, με ορισμένη σειρά προτεραιότητας, κατά τρόπο ώστε ενδεχόμενη απόρριψη της προσφοράς της να μην αφορά το σύνολο της συμβάσεως αυτής, αλλά μόνον τα επιμέρους τμήματα ως προς τα οποία αυτή δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.

68      Δεν αμφισβητείται ότι μια τέτοια δήλωση, διά της οποίας ένας οικονομικός φορέας προσδιορίζει στην αναθέτουσα αρχή, μετά το άνοιγμα των προσφορών, τη σειρά προτεραιότητας των επιμέρους τμημάτων της οικείας συμβάσεως, βάσει της οποίας πρέπει να αξιολογηθεί η προσφορά του, δεν συνιστά απλώς διευκρίνιση σε επιμέρους σημεία ή διόρθωση προδήλων εκ παραδρομής σφαλμάτων, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως, αλλά αποτελεί, στην πραγματικότητα, ουσιώδη τροποποίηση, η οποία μάλλον προσομοιάζει με την υποβολή νέας προσφοράς.

69      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να επιτρέψει σε οικονομικό φορέα να διευκρινίσει την αρχική προσφορά του κατά τρόπο που να παραβιάζει τις αρχές της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων ή να παραβαίνει την υποχρέωση διαφάνειας που απορρέει εξ αυτών, στις οποίες υπόκεινται οι αναθέτουσες αρχές δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας 2004/18 (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, Cartiera dell’Adda, C‑42/13, EU:C:2014:2345, σκέψη 43).

70      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο έβδομο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι αρχές της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, έχουν την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αναθέτουσα αρχή, μετά το άνοιγμα των προσφορών που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, δεν επιτρέπεται να δεχτεί το αίτημα οικονομικού φορέα, ο οποίος έχει υποβάλει προσφορά για το σύνολο της επίμαχης συμβάσεως, να ληφθεί υπόψη η προσφορά του μόνο για ορισμένα τμήματα της συμβάσεως αυτής.

 Επί του ογδόου και του ενάτου ερωτήματος

71      Με το όγδοο και το ένατο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν οι αρχές της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν την ακύρωση και επανάληψη ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, στον οποίο δεν κλήθηκε να συμμετάσχει οικονομικός φορέας που είχε υποβάλει παραδεκτή προσφορά και τούτο ακόμη κι αν δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η συμμετοχή του αποκλεισθέντος φορέα θα είχε μεταβάλει το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού.

72      Κατά την αιτιολογική σκέψη 14 και το άρθρο 1, παράγραφος 7, της οδηγίας 2004/18, η χρήση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών παρέχει στις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα, μετά την πρώτη πλήρη αξιολόγηση των προσφορών, να ζητούν από τους προσφέροντες να υποβάλλουν νέες χαμηλότερες τιμές και, όταν επιλέγεται η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά για τη σύναψη της συμβάσεως, να βελτιώνουν και άλλα στοιχεία των προσφορών πέραν της τιμής.

73      Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, όπως εκθέτει η εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η οδηγία 2004/18 απαιτεί ρητώς τη διεξαγωγή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών τηρουμένων πλήρως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της αποφυγής των διακρίσεων και της διαφάνειας.

74      Για τον σκοπό αυτό, αφενός, το άρθρο 54, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/18 προβλέπει το δικαίωμα του προσφέροντος που έχει υποβάλει παραδεκτή προσφορά να κληθεί να συμμετάσχει στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό προκειμένου να υποβάλει νέες τιμές ή/και νέες αξίες.

75      Αφετέρου, το άρθρο 54, παράγραφος 8, δεύτερο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας επιβάλλει ρητώς στις αναθέτουσες αρχές, όταν αποφασίζουν να διοργανώσουν ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, να μη τον χρησιμοποιούν καταχρηστικώς ή κατά τρόπο που να εμποδίζει, να περιορίζει ή να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό ή να τροποποιεί το αντικείμενο της συμβάσεως, όπως αυτό έχει καθορισθεί στη δημοσίευση της προκηρύξεως του διαγωνισμού και προσδιορισθεί στη συγγραφή υποχρεώσεων.

76      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, όταν ένας προσφέρων υποβάλλει παραδεκτή προσφορά και πληροί συνεπώς τα κριτήρια της προκηρύξεως του διαγωνισμού, εναπόκειται στην αναθέτουσα αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/18, να διασφαλίζει την άσκηση, ενδεχομένως, του δικαιώματος συμμετοχής του εν λόγω προσφέροντος στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό.

77      Συνεπώς, εάν ο εν λόγω προσφέρων δεν έχει κληθεί να λάβει μέρος στον συγκεκριμένο πλειστηριασμό, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, οι αρχές της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 επιβάλλουν στην αναθέτουσα αρχή να ακυρώσει και να επαναλάβει τον πλειστηριασμό αυτό.

78      Συναφώς πρέπει να διευκρινιστεί ότι το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ανεξαρτήτως του εάν η συμμετοχή του αποκλεισθέντος προσφέροντος θα είχε μεταβάλει το αποτέλεσμα του επίμαχου πλειστηριασμού.

79      Πράγματι, η άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής του προσφέροντος σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ουδόλως μπορεί να εξαρτηθεί από το αναμενόμενο αποτέλεσμά του και δεν μπορεί συνεπώς να αποκλεισθεί κατ’ αρχάς λόγω υποθετικών εκτιμήσεων της αναθέτουσας αρχής.

80      Δηλαδή, όπως επισημαίνει και το Krajowa Izba Odwoławcza στην απόφασή του περί παραπομπής, δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων ότι ο οικονομικός φορέας που δεν έχει κληθεί να συμμετάσχει στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό θα υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα προσφορά, με αποτέλεσμα το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε η αναθέτουσα αρχή να συνεπάγεται οπωσδήποτε την ακύρωση και επανάληψη του πλειστηριασμού.

81      Στο όγδοο και στο ένατο ερώτημα πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι οι αρχές της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν την ακύρωση και επανάληψη ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, στον οποίο δεν κλήθηκε να συμμετάσχει οικονομικός φορέας που είχε υποβάλει παραδεκτή προσφορά και τούτο ακόμη κι αν δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η συμμετοχή του αποκλεισθέντος φορέα θα είχε μεταβάλει το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού.

 Επί του δεκάτου ερωτήματος

82      Με το δέκατο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν οι διατάξεις της οδηγίας 2004/18 μπορούν να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 2014/24, και τούτο ακόμη κι αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία για τη μεταφορά της δεύτερης οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη και εφόσον οι διατάξεις της δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις της οδηγίας 2004/18.

83      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, εφαρμοστέα είναι κατ’ αρχήν η οδηγία που ισχύει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αναθέτουσα αρχή επιλέγει το είδος της διαδικασίας που θα εφαρμόσει και δίνει οριστική απάντηση στο ζήτημα αν υπάρχει ή όχι υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού για τη σύναψη δημοσίας συμβάσεως. Αντιθέτως, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις οδηγίας της οποίας η προθεσμία για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε μετά το χρονικό αυτό σημείο (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Impresa Pizzarotti, C‑213/13, EU:C:2014:2067, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η επίμαχη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως δημοσιεύθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2013 ενώ η οδηγία 2014/24 εκδόθηκε μόλις στις 26 Φεβρουαρίου 2014 και, εν πάση περιπτώσει, η προθεσμία για τη μεταφορά της στην έννομη τάξη των κρατών μελών θα λήξει, βάσει του άρθρου της 90, στις 18 Απριλίου 2016.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, η οδηγία 2014/24 δεν εφαρμόζεται ratione temporis στην υπόθεση της κύριας δίκης.

86      Εξάλλου, η εφαρμογή της οδηγίας 2014/24, η οποία όπως προκύπτει και από τον τίτλο της καταργεί την οδηγία 2004/18, πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη θα στερούσε από τα κράτη μέλη, όπως και από τις αναθέτουσες αρχές και τους οικονομικούς φορείς, τη δυνατότητα να επωφεληθούν από μια επαρκή προθεσμία για την προσαρμογή τους στις νέες διατάξεις που θεσπίζονται με αυτή.

87      Κατόπιν της ανωτέρω υπομνήσεως πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, μεταξύ άλλων, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18, το οποίο αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε οικονομικού φορέα να επικαλείται, για ορισμένη σύμβαση, τις δυνατότητες άλλων φορέων, πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του άρθρου 63, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24, το οποίο συνιστά διάταξη αντίστοιχη προς το εν λόγω άρθρο 48.

88      Συναφώς πρέπει να σημειωθεί, όπως παρατηρεί και το αιτούν δικαστήριο, ότι το άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 είναι γενικώς διατυπωμένο και δεν ορίζει ρητώς τους κανόνες βάσει των οποίων ένας οικονομικός φορέας μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως.

89      Αντιθέτως, το άρθρο 63, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 προβλέπει στο εξής ότι οι οικονομικοί φορείς μπορούν να βασίζονται στις ικανότητες άλλων φορέων «μόνο εάν αυτ[οί] θα εκτελέσουν τις εργασίες ή τις υπηρεσίες για τις οποίες απαιτούνται οι συγκεκριμένες ικανότητες».

90      Καίτοι είναι αληθές ότι, όπως εκθέτει μεταξύ άλλων η αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2014/24, η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό να διευκρινιστούν βασικές έννοιες και όροι, προκειμένου να κατοχυρωθεί η ασφάλεια δικαίου και να ενσωματωθούν ορισμένες πτυχές από τη σχετική πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εντούτοις το άρθρο 63 της οδηγίας αυτής επιφέρει ουσιώδεις τροποποιήσεις όσον αφορά το δικαίωμα ενός οικονομικού φορέα να βασίζεται στις ικανότητες άλλων φορέων στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως.

91      Πράγματι, αντί να αποτελεί συνέχεια του άρθρου 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 και να διευκρινίζει το περιεχόμενό του, το άρθρο 63, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 εισάγει νέες προϋποθέσεις, οι οποίες δεν προβλέπονταν υπό το προγενέστερο νομικό καθεστώς.

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω διάταξη της οδηγίας 2014/24 δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο για την ερμηνεία του άρθρου 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18, καθόσον δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα άρσεως ερμηνευτικής αμφιβολίας σχετικής με το περιεχόμενο της εν λόγω δεύτερης διατάξεως.

93      Τυχόν διαφορετική προσέγγιση θα ενείχε κατά κάποιον τρόπο τον κίνδυνο πρόωρης εσφαλμένης εφαρμογής ενός νέου και διακριτού από το προβλεπόμενο στην οδηγία 2004/18 νομικού καθεστώτος και θα αντέβαινε προδήλως στην αρχή της ασφάλειας δικαίου για τους οικονομικούς φορείς, αρχή της οποίας την τήρηση επιδιώκει εξάλλου ρητώς να διασφαλίσει η οδηγία 2014/24, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από την αιτιολογική σκέψη της 2.

94      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δέκατο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι διατάξεις του άρθρου 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 63, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 47, παράγραφος 2, και 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 44, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι:

–        αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε οικονομικού φορέα να στηρίζεται, για ορισμένη σύμβαση, στις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της φύσεως των δεσμών που υφίστανται μεταξύ αυτού και των εν λόγω φορέων, εφόσον αποδεικνύεται στην αναθέτουσα αρχή ότι ο υποψήφιος ή προσφέρων θα έχει όντως στη διάθεσή του τους πόρους των εν λόγω φορέων, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, και ότι

–        δεν αποκλείεται να περιοριστεί η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, υπό ειδικές περιστάσεις, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου της οικείας συμβάσεως καθώς και των σκοπών που αυτή επιδιώκει. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, μεταξύ άλλων, όταν οι δυνατότητες ενός τρίτου φορέα που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση της συμβάσεως αυτής δεν μπορούν να μεταβιβασθούν στον υποψήφιο ή προσφέροντα, με αποτέλεσμα αυτός να μπορεί να στηριχθεί στις εν λόγω δυνατότητες μόνον εάν ο συγκεκριμένος φορέας έχει άμεση και προσωπική συμμετοχή στην εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως.

2)      Το άρθρο 48, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου ορισμένης συμβάσεως καθώς και των σκοπών που αυτή επιδιώκει, η αναθέτουσα αρχή δύναται, υπό ειδικές περιστάσεις και για την προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, να θέσει ρητώς στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων συγκεκριμένους κανόνες βάσει των οποίων ένας οικονομικός φορέας μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, εφόσον οι εν λόγω κανόνες συνδέονται με το αντικείμενο και τους σκοπούς της συγκεκριμένης συμβάσεως και είναι σύμφωνοι προς την αρχή της αναλογικότητας.

3)      Οι αρχές της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, έχουν την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αναθέτουσα αρχή, μετά το άνοιγμα των προσφορών που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, δεν επιτρέπεται να δεχτεί το αίτημα οικονομικού φορέα, ο οποίος έχει υποβάλει προσφορά για το σύνολο της επίμαχης συμβάσεως, να ληφθεί υπόψη η προσφορά του μόνο για ορισμένα τμήματα της συμβάσεως αυτής.

4)      Οι αρχές της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν την ακύρωση και επανάληψη ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, στον οποίο δεν κλήθηκε να συμμετάσχει οικονομικός φορέας που είχε υποβάλει παραδεκτή προσφορά και τούτο ακόμη κι αν δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η συμμετοχή του αποκλεισθέντος φορέα θα είχε μεταβάλει το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού.

5)      Υπό περιστάσεις όπως αυτές στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι διατάξεις του άρθρου 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 63, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.