Language of document : ECLI:EU:T:2009:227

Υπόθεση T-444/07

Centre de promotion de l’emploi par la micro-entreprise (CPEM)

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο – Κατάργηση οικονομικής συνδρομής – Έκθεση της OLAF»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία – Δικόγραφο της προσφυγής – Τυπικά στοιχεία

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1 ,στοιχείο γ΄)

2.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Έκταση

3.      Οικονομική και κοινωνική συνοχή – Διαρθρωτικές παρεμβάσεις – Κοινοτική χρηματοδότηση

(Κανονισμός 4253/88 του Συμβουλίου, άρθρα 24 §§ 1 και 2)

4.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις

5.      Οικονομική και κοινωνική συνοχή – Διαρθρωτικές παρεμβάσεις – Κοινοτική χρηματοδότηση

1.      Προς διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το παραδεκτό της προσφυγής προϋποθέτει τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το δικόγραφο. Για να πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από κοινοτικό όργανο πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την εξατομίκευση της συμπεριφοράς που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και τον προσδιορισμό του χαρακτήρα και της εκτάσεως της ζημίας αυτής. Ελλείψει σχετικής επισημάνσεως του προσφεύγοντος, δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει και να ελέγξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ προσαπτόμενης συμπεριφοράς και προβαλλόμενης ζημίας. Είναι, συνεπώς, απορριπτέα οποιαδήποτε εκ των υστέρων αναφορά σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας.

(βλ. σκέψεις 32-33, 36-37)

2.      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να παρέχεται η δυνατότητα στους αποδέκτες αποφάσεων, οι οποίες θίγουν σημαντικά τα συμφέροντά τους, να καθιστούν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους. Εξάλλου, μια διαδικαστική πλημμέλεια συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν έχει συγκεκριμένη επίπτωση στη δυνατότητα άμυνας των βαλλομένων επιχειρήσεων. Επομένως, η μη τήρηση των ισχυόντων κανόνων που σκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να καταστήσει παράνομη τη διοικητική διαδικασία μόνον εάν αποδεικνύεται ότι η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση τηρήσεως των εν λόγω κανόνων.

(βλ. σκέψεις 51, 53)

3.      Λόγω της φύσεως των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, η υποχρέωση τηρήσεως των καθορισθέντων με την απόφαση χορηγήσεως όρων χρηματοδότησης καταλέγεται, όπως και η υποχρέωση εκτελέσεως του οικείου σχεδίου, στις ουσιώδεις δεσμεύσεις του δικαιούχου και, για τον λόγο αυτόν, αποτελεί προϋπόθεση της χορηγήσεως κοινοτικής συνδρομής. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 24, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 4253/88, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88, όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους, καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 2082/93, πρέπει να ερμηνεύεται κατά την έννοια ότι η Επιτροπή μπορεί να καταργεί την οικονομική συνδρομή σε περίπτωση παραβιάσεως των καθορισθέντων με την απόφαση περί χορηγήσεως όρων χρηματοδότησης.

(βλ. σκέψεις 92, 101)

4.      Για είναι δυνατή η επίκληση του δικαιώματος προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την κοινοτική διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες.

(βλ. σκέψη 126)

5.      Όσον αφορά τον έλεγχο της τηρήσεως των υποχρεώσεων των δικαιούχων κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής, είναι φυσικό ένας έλεγχος που διενεργήθηκε μετά την εμφάνιση νέων στοιχείων, τα οποία δημιούργησαν την υποψία υπάρξεως παρατυπιών σε σχέση με ορισμένα προγράμματα, να είναι πιο διεξοδικός και να αποδώσει αποτελέσματα διαφορετικά από αυτά ενός συνήθους ελέγχου που διενεργήθηκε χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε υποψία. Επομένως, το γεγονός ότι από την έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης αποκαλύφθηκαν παρατυπίες οι οποίες δεν είχαν εντοπιστεί κατά τον έλεγχο της Γενικής Διευθύνσεως «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις και ίσες ευκαιρίες» ουδόλως συνιστά ασυνέπεια και δεν θίγει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 135)