Language of document :

Υπόθεση T146/21

Autorità di sistema portuale del Mar Ligure occidentale κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο πενταμελές τμήμα)
της 20ής Δεκεμβρίου 2023

«Κρατικές ενισχύσεις – Φορολόγηση των οργανισμών λιμένων στην Ιταλία – Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κρίνεται ασύμβατη με την εσωτερική αγορά – Υφιστάμενη ενίσχυση – Έννοια του όρου “επιχείρηση” – Έννοια του όρου “οικονομική δραστηριότητα” – Πλεονέκτημα – Επιλεκτικότητα – Στρέβλωση του ανταγωνισμού – Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Ίση μεταχείριση»

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας – Λόγος διαφορετικός από εκείνον που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα

(Άρθρα 263 και 296 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 46, 47)

2.      Ανταγωνισμός – Εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού – Ίση μεταχείριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων – Καθεστώς δημόσιας περιουσίας – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρα 106 § 1, 107 § 1, και 345 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 55-57)

3.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Επιχείρηση – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Καθοριστικό κριτήριο – Νομικό καθεστώς και τρόπος χρηματοδοτήσεως του φορέα – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 65, 67, 68)

4.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Επιχείρηση – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής – Προγενέστερη πρακτική ως προς τη λήψη αποφάσεων – Χαρακτηρισμός δραστηριοτήτων ανάλογων εκείνων που είχαν προηγουμένως εξετασθεί στο πλαίσιο προγενέστερων αποφάσεων σύμφωνα με την εν λόγω πρακτική – Χαρακτηρισμός δραστηριότητας, ελλείψει προγενέστερης πρακτικής ως προς τη λήψη αποφάσεων, βάσει ειδικών για τη συγκεκριμένη περίπτωση ερευνών – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 20 και 21)

(βλ. σκέψεις 77-88)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Ανταγωνισμός μεταξύ ορισμένων ιταλικών λιμένων και ορισμένων λιμένων άλλων κρατών μελών – Αρκεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 93, 94, 190, 191)

6.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Αποδέκτες – Επιχειρήσεις – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Έννοια – Χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες – Υπηρεσία που αποτελεί προνόμιο δημόσιας εξουσίας μη οικονομικής φύσεως – Υπηρεσία μη παρεχόμενη εντός συγκεκριμένης αγοράς – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 96-101)

7.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Αποδέκτες – Επιχειρήσεις – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Έννοια – Παροχή προσβάσεως στους λιμένες και ανάθεση συμβάσεων παραχωρήσεως – Παροχή ή ανάθεση έναντι αμοιβής – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 105-111)

8.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Αποδέκτες – Επιχειρήσεις – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Έννοια – Χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες – Χορήγηση έναντι αμοιβής – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 112-115)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους – Δυνάμενη να καταλογισθεί στο Δημόσιο παροχή πλεονεκτήματος μέσω κρατικών πόρων – Φορολογική απαλλαγή προβλεπόμενη από εθνική ρύθμιση – Εμπίπτει

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 124-129)

10.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Διάκριση μεταξύ της απαιτήσεως περί επιλεκτικότητας και της ταυτόχρονης διαπιστώσεως οικονομικού πλεονεκτήματος, καθώς και μεταξύ καθεστώτος ενισχύσεων και ατομικής ενισχύσεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 134-139)

11.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Μέτρο με το οποίο παρέχεται φορολογικό πλεονέκτημα – Πλαίσιο αναφοράς προκειμένου να καθορισθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος – Οριοθέτηση από ουσιαστικής απόψεως – Κριτήρια – Προσδιορισμός του κοινού ή κανονικού φορολογικού καθεστώτος – Διάταξη η οποία εντάσσεται σε ευρύτερο φορολογικό σύστημα

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 144-155)

12.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Παρέκκλιση από το γενικό φορολογικό σύστημα – Δικαιολόγηση βάσει της φύσεως ή της οικονομίας του συστήματος – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 161-165· 169-173)

13.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Έλλειψη εναρμονίσεως στον τομέα της άμεσης φορολογίας – Περιορισμός της εξετάσεως της δυνητικής στρεβλώσεως του ανταγωνισμού αποκλειστικώς σε εθνικό επίπεδο – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψη 195)

14.    Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Περιεχόμενο – Μερική ακύρωση πράξεως του δικαίου της Ένωσης – Προϋπόθεση – Δυνατότητα διαχωρισμού των ακυρώσιμων στοιχείων της προσβαλλομένης πράξεως

(βλ. σκέψεις 199, 200)

Σύνοψη

Αποφαινόμενο σε πενταμελή σύνθεση, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει εν μέρει την προσφυγή που άσκησαν διάφοροι ιταλικοί οργανισμοί λιμένων με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 4ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων (1) του οποίου απολαύουν οι autorità di sistema portuale (οργανισμοί λιμένων, Ιταλία, στο εξής: ΟΛ). Με την απόφασή του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει, ειδικότερα, τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να εκτιμάται ο οικονομικός χαρακτήρας των δραστηριοτήτων που ασκεί δημόσιος φορέας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα επιφορτισμένος με τη διαχείριση λιμενικών υποδομών.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατόπιν έρευνας που διενεργήθηκε το 2013 σε όλα τα κράτη μέλη προκειμένου να σχηματισθεί συνολική εικόνα σχετικά με τη λειτουργία και τη φορολόγηση των λιμένων τους, διαπιστώθηκε ότι το μέτρο της απαλλαγής των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον λιμενικό τομέα από τον φόρο εταιριών συνιστά υφιστάμενο καθεστώς κρατικών ενισχύσεων ασύμβατο με την εσωτερική αγορά. Κατά συνέπεια, με την εν λόγω απόφαση διατάσσεται η κατάργηση του συγκεκριμένου μέτρου και η υπαγωγή των εσόδων των δικαιούχων του από οικονομικές δραστηριότητες στον φόρο εισοδήματος εταιριών από την έναρξη του φορολογικού έτους που έπεται της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως.

Ειδικότερα, η ιταλική νομοθεσία περί φόρου εισοδήματος εταιριών (στο εξής: ΦΕΕ) απαλλάσσει από τον συγκεκριμένο φόρο μεγάλο αριθμό δημοσίων φορέων και οργανισμών, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι οργανισμοί διαχειρίσεως της δημόσιας περιουσίας. Στους εν λόγω οργανισμούς περιλαμβάνονται, κατά τις ιταλικές αρχές, και οι ΟΛ.

Οι ΟΛ αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που έχουν συσταθεί με νόμο προκειμένου να ασκούν αυτονόμως τη διαχείριση των λιμενικών υποδομών για τις οποίες είναι υπεύθυνα. Προς τούτο, οι ΟΛ διαθέτουν διάφορους οικονομικούς πόρους, μεταξύ των οποίων καταλέγονται τα έσοδα από τα τέλη που δικαιούνται να εισπράττουν ως αντίτιμο για την πρόσβαση στους λιμένες (στο εξής: λιμενικά τέλη), τη χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες (στο εξής: τέλη αδείας) και την παραχώρηση δημοσίων εκτάσεων και αποβαθρών (στο εξής: τέλη παραχωρήσεως).

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ΟΛ ασκούν μη οικονομικές δραστηριότητες και οικονομικές δραστηριότητες, εκ των οποίων οι δεύτερες αντιστοιχούν στις τρεις κατηγορίες δραστηριοτήτων για τις οποίες καταβάλλονται τα προαναφερθέντα τέλη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά το μέρος που οι ΟΛ ασκούν οικονομικές δραστηριότητες.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και με τον οποίο οι προσφεύγοντες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι κακώς έκρινε ότι ορισμένες από τις δραστηριότητες που ασκούν οι ΟΛ είναι οικονομικής φύσεως.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει, κατά πρώτον, ότι η εκτίμηση της Επιτροπής δεν μπορεί να επικριθεί, καθόσον υποστηρίζεται ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν έλαβε υπόψη το νομικό καθεστώς των εν λόγω φορέων. Πράγματι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή σε κάθε επιχείρηση, νοούμενη ως φορέας ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του.

Εν συνεχεία, δεν διαπιστώνεται καμία παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, λαμβανομένης υπόψη της προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής ως προς τη λήψη αποφάσεων την οποία επικαλούνται σχετικώς οι προσφεύγοντες. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά συναφώς ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε με ισότιμο τρόπο παρεμφερείς καταστάσεις, όσον αφορά τις δραστηριότητες που υπόκεινται στα τέλη παραχωρήσεως και στα λιμενικά τέλη, καθόσον δέχθηκε τον οικονομικό χαρακτήρα αντίστοιχων δραστηριοτήτων ασκούμενων από τις βελγικές και τις γαλλικές λιμενικές αρχές τις οποίες αφορούσαν οι προγενέστερες αποφάσεις. Αντιθέτως, όσον αφορά τα τέλη αδείας, διαπιστώνεται ότι τα συγκεκριμένα τέλη δεν έχουν ακόμη εξετασθεί από την Επιτροπή.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει διαδοχικώς τις αιτιάσεις σχετικά με την εκτίμηση του οικονομικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων που ασκούν οι ΟΛ και τον χαρακτηρισμό των ΟΛ ως επιχειρήσεων, αιτιάσεις οι οποίες αντλούνται από την απουσία αγοράς εντός της οποίας παρέχουν τις υπηρεσίες τους οι ΟΛ, καθώς και από τη φύση των τελών που εισπράττουν οι ΟΛ. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι στην έννοια της επιχειρήσεως εμπίπτει κάθε φορέας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του, δεδομένου ότι κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών εντός ορισμένης αγοράς συνιστά οικονομική δραστηριότητα.

Εν προκειμένω, όσον αφορά, αφενός, την προβαλλόμενη έλλειψη αγοράς εντός της οποίας παρέχουν τις υπηρεσίες τους οι ΟΛ, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει εκ προοιμίου ότι κακώς υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες ότι οι ΟΛ δεν εκτίθενται σε κανέναν ανταγωνισμό, λαμβανομένου υπόψη του νομίμου μονοπωλίου που κατέχουν. Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε, αντιθέτως, η Επιτροπή, υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ ορισμένων ιταλικών λιμένων και ορισμένων λιμένων ευρισκομένων σε άλλα κράτη μέλη, οπότε ορθώς αποφάνθηκε το εν λόγω θεσμικό όργανο ότι η παροχή προσβάσεως στους λιμένες και η παραχώρηση δημόσιων εκτάσεων και αποβαθρών συνιστούν υπηρεσίες παρεχόμενες εντός συγκεκριμένης αγοράς. Αντιθέτως, όσον αφορά τη χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτίθενται συναφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα ασκούμενα προς τούτο καθήκοντα φαίνεται να αντιστοιχούν σε αποστολή ελέγχου η οποία συνίσταται στη διακρίβωση της τηρήσεως των απαιτήσεων εκ του νόμου και η οποία αποτελεί, αυτή καθεαυτήν, προνόμιο δημόσιας εξουσίας μη οικονομικής φύσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της χορηγήσεως αδειών για λιμενικές εργασίες ως υπηρεσίας παρεχόμενης εντός αγοράς.

Αφετέρου, καθόσον προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη ότι τα τέλη που εισπράττουν οι ΟΛ αποτελούν φόρους και όχι αμοιβές για υπηρεσίες οικονομικής φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι τα τέλη παραχωρήσεως και τα λιμενικά τέλη αποτελούν το αντίτιμο για δραστηριότητες οικονομικής φύσεως που ασκούν οι ΟΛ. Αντιθέτως, όσον αφορά τα τέλη χορηγήσεως αδειών, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που παρέχεται από δημόσιο οργανισμό και συνδέεται με την εκ μέρους του άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας παρέχεται έναντι αμοιβής προβλεπόμενης από τον νόμο δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί η ασκούμενη δραστηριότητα ως οικονομική, ο δε φορέας που την ασκεί ως επιχείρηση. Εν προκειμένω, όμως, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε ούτε τη μέθοδο υπολογισμού των τελών χορηγήσεως αδειών ή το ύψος τους ούτε το επίπεδο ελέγχου που ασκεί συναφώς το κράτος, συνάγεται ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι τα συγκεκριμένα τέλη αποτελούν αντίτιμο για την παροχή οικονομικής φύσεως υπηρεσίας.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται τον πρώτο λόγο ακυρώσεως κατά το μέρος που αφορά τη χορήγηση αδειών, απορρίπτοντάς τον κατά τα λοιπά, εξετάζει δε τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως μόνον κατά το μέρος που αφορούν τα τέλη παραχωρήσεως και τα λιμενικά τέλη.

Εν συνεχεία, στο μέτρο που αφορούν τα τέλη παραχωρήσεως και τα λιμενικά τέλη, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει διαδοχικώς τους λόγους ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και οι οποίοι βάλλουν, κατ’ ουσίαν, κατά των διαπιστώσεων της Επιτροπής ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων και παρέχει στους ΟΛ επιλεκτικό πλεονέκτημα, δυνάμενο, επιπλέον, να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, κατά πρώτον, ότι ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι η ιταλική φορολογική αρχή, απαλλάσσοντας τους ΟΛ από τον ΦΕΕ μολονότι αυτοί ασκούν οικονομική δραστηριότητα, παραιτείται από έσοδα που συνιστούν κρατικούς πόρους, γεγονός που συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι ΟΛ είναι δημόσιες επιχειρήσεις και ότι το παρεχόμενο πλεονέκτημα παραμένει στην οικονομική σφαίρα του κράτους εν ευρεία εννοία. Πράγματι, σε διαφορετική περίπτωση, μια τέτοια προσέγγιση θα υπονόμευε την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και θα εισήγε αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση μεταξύ των δικαιούχων που ανήκουν στον δημόσιο τομέα και των ιδιωτών δικαιούχων, κατά παραβίαση της κατά το άρθρο 345 ΣΛΕΕ αρχής της ουδετερότητας.

Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο επικυρώνει την ανάλυση της Επιτροπής κατά την οποία η απαλλαγή από τον ΦΕΕ παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους της.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, αφενός, ότι η Επιτροπή προσδιόρισε ορθώς το σύστημα αναφοράς λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη τις διατάξεις της ιταλικής νομοθεσίας με τις οποίες καθιερώνεται η αρχή ότι όλα τα εισοδήματα υπόκεινται στον ΦΕΕ, ιδίως εκείνα εμπορικών εταιριών και άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών οι οποίοι έχουν ή όχι ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων. Πράγματι, ελλείψει τέτοιας αρχής, η επίμαχη απαλλαγή των εν λόγω κρατικών και δημόσιων φορέων θα στερούνταν κάθε χρησιμότητας.

Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ παρεκκλίνει, χωρίς καμία βάσιμη δικαιολογία, από το σύστημα αναφοράς προς όφελος των ΟΛ. Πράγματι, υπό το πρίσμα της αρχής στην οποία στηρίζεται το προαναφερθέν σύστημα αναφοράς, η πραγματική και νομική κατάσταση των ΟΛ, στο μέτρο που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, είναι παρεμφερής, αν όχι πανομοιότυπη, με εκείνη άλλων φορέων που υπόκεινται στον ΦΕΕ.

Κατά τρίτον, ορθώς επίσης έκρινε η Επιτροπή ότι η απαλλαγή από τον ΦΕΕ είναι ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, δεδομένου ότι, όπως προμνημονεύθηκε, υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ ορισμένων ιταλικών λιμένων και ορισμένων λιμένων άλλων κρατών μελών. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ότι, παρά την έλλειψη εναρμονίσεως στον τομέα της άμεσης φορολογίας, η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση περί στρεβλώσεως του ανταγωνισμού δεν περιορίζεται κατ’ ανάγκην στις επιχειρήσεις ή στους κλάδους παραγωγής του οικείου κράτους μέλους. Επομένως, το γεγονός ότι ο λιμενικός τομέας χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη διασυνοριακών συναλλαγών αρκεί προκειμένου η Επιτροπή να συμπεριλάβει στην ανάλυσή της τον ανταγωνισμό με ορισμένους λιμένες άλλων κρατών μελών.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος με το οποίο χαρακτηρίζεται ως οικονομική δραστηριότητα η χορήγηση αδειών για λιμενικές εργασίες, απορρίπτει δε την προσφυγή κατά τα λοιπά.


1      Καθεστώς ενισχύσεων SA.38399-2019/C (πρώην 2018/E) που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία – Φορολόγηση εταιριών για τους λιμένες στην Ιταλία (ΕΕ 2021, L 354, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).