Language of document : ECLI:EU:T:2011:720

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 8ης Δεκεμβρίου 2011 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Μέτρα που έλαβαν οι γερμανικές αρχές υπέρ της Deutsche Post AG – Απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ – Μη έκδοση προηγούμενης οριστικής αποφάσεως – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑421/07,

Deutsche Post AG, με έδρα τη Βόννη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους J. Sedemund και T. Lübbig, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης αρχικώς από τους N. Khan και B. Martenczuk, στη συνέχεια από τους Martenczuk και D. Grespan,

καθής,

υποστηριζομένης από

την UPS Europe NV/SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

και

την UPS Deutschland Inc. & Co. OHG, με έδρα το Neuss (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους T. Ottervanger και E. Henny, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, [ΕΚ] σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ της Deutsche Post AG [ενίσχυση C 36/07 (πρώην NN 25/07)],

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, M. E. Martins Ribeiro και H. Kanninen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουνίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 8 Ιουνίου 1989 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξέδωσε τον Postverfassungsgesetz (νόμο σχετικά με την οργάνωση των ταχυδρομείων) (BGBl. 1989 I, σ. 1026, στο εξής: PostVerfG). Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του PostVerfG, η γερμανική ταχυδρομική υπηρεσία Deutsche Bundespost διασπάστηκε σε τρεις διακριτές νομικές οντότητες, ήτοι στην Deutsche Bundespost Postdienst, στην Deutsche Bundespost Telekom και στην Deutsche Bundespost Postbank (στο εξής: DB-Postdienst, DB-Telekom και DB-Postbank αντιστοίχως). Κατά το άρθρο 65, παράγραφος 2, του PostVerfG, οι εν λόγω οντότητες υποχρεούνταν να εξακολουθούν να παρέχουν τις υπηρεσίες που προσέφερε η Deutsche Bundespost. Έτσι, ενώ η DB-Telekom διαδέχθηκε την Deutsche Bundespost στις δραστηριότητες τηλεπικοινωνιών, η DB-Postdienst ανέλαβε τις δραστηριότητες της Deutsche Bundespost στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας.

2        Στις 14 Σεπτεμβρίου 1994 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξέδωσε τον Postumwandlungsgesetz (νόμο για την αναδιοργάνωση των ταχυδρομείων) (BGBl. 1994 I, σ. 2339, στο εξής: PostUmwG). Δυνάμει των άρθρων 1 και 2 του PostUmwG, οι προαναφερθείσες τρεις νομικές οντότητες μετατράπηκαν από 1ης Ιανουαρίου 1995 σε ανώνυμες εταιρείες. Οι δραστηριότητες της DB-Postdienst μεταβιβάστηκαν στην προσφεύγουσα Deutsche Post AG. Οι δραστηριότητες της DB-Telekom και της DB‑Postbank μεταβιβάστηκαν, αντιστοίχως, στην Deutsche Telekom AG και στην Deutsche Postbank AG.

3        Στις 7 Ιουλίου 1994 η εταιρεία μεταφοράς δεμάτων UPS Europe NV/SA (στο εξής: UPS Europe) υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταγγελία κατά της DB-Postdienst, βάσει τόσο του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 82 ΕΚ) όσο και του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 87 ΕΚ). Την καταγγελία αυτή ακολούθησε νέα καταγγελία, την οποία υπέβαλε το 1997 ο σύνδεσμος ιδιωτικών φορέων παροχής διεθνών υπηρεσιών ταχυμεταφοράς και κατεπειγόντων, ο Bundesverband Internationaler Express- und Kurierdienste eV (στο εξής: BIEK).

4        Κατ’ ουσίαν, η UPS Europe και ο BIEK κατηγορούσαν την DB- Postdienst για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως λόγω της εκ μέρους της εφαρμογής πολιτικής πωλήσεων κάτω του κόστους στον ανοικτό στον ανταγωνισμό τομέα της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, η οποία χρηματοδοτούνταν με έσοδα προερχόμενα από τον τομέα της μεταφοράς αλληλογραφίας (ή επιστολών) στον οποίο είχε νόμιμο μονοπώλιο (στο εξής: προστατευόμενος τομέας) ή με κρατικές ενισχύσεις που της χορηγήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ.

5        Με έγγραφο της 17ης Αυγούστου 1999, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 23 Οκτωβρίου 1999 (ΕΕ C 306, σ. 25), η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την απόφασή της περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ για τον έλεγχο διαφόρων μέτρων δυνάμει των οποίων η προσφεύγουσα επωφελήθηκε κρατικών πόρων (στο εξής: απόφαση του 1999) και της ζήτησε να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα και στοιχεία.

6        Στις 20 Μαρτίου 2001 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2001/354/ΕΚ σχετικά με διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 82 ΕΚ (Υπόθεση COMP/35.141 – Deutsche Post AG) (ΕΕ L 125, σ. 27). Η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στο τμήμα εμπορίου δι’ αλληλογραφίας εξαρτώντας, από το 1974 έως το 2000, τη χορήγηση εκπτώσεων στους τακτικούς πελάτες της από τον όρο ότι αυτοί θα δεσμεύονταν να μεταφέρουν το σύνολο ή σημαντικό μέρος των δεμάτων τους κάνοντας χρήση των υπηρεσιών της και εφαρμόζοντας, από το 1990 έως το 1995, πολιτική πωλήσεων κάτω του κόστους.

7        Στις 19 Ιουνίου 2002 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2002/753/EΚ για την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην προσφεύγουσα (ΕΕ L 247, σ. 27, στο εξής: απόφαση του 2002).

8        Η συλλογιστική της αποφάσεως του 2002 περιλαμβάνει, κατ’ ουσία, τέσσερα στάδια.

9        Πρώτον, η Επιτροπή υπενθύμισε, αρχικά, ότι με την απόφασή της του 1999 εξέφρασε την εικασία ότι οι κρατικές αντισταθμίσεις που έλαβαν η DB-Postdienst και, στη συνέχεια, η προσφεύγουσα για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (στο εξής: ΥΓΟΣ) ήταν μεγαλύτερες από το ειδικό καθαρό πρόσθετο κόστος που είχαν οι ανωτέρω εταιρείες εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις παροχής των υπηρεσιών αυτών και ανακοίνωσε τη διερεύνηση πέντε μέτρων που συνιστούσαν ενδεχομένως κρατική ενίσχυση. Μεταξύ των μέτρων αυτών συγκαταλέγονταν, πρώτον, κρατικές εγγυήσεις δυνάμει των οποίων η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εγγυόταν την πληρωμή των οφειλών που είχε αναλάβει η Deutsche Bundespost πριν από τη διάσπασή της σε τρεις ανώνυμες εταιρείες (στο εξής: κρατικές εγγυήσεις), δεύτερον, η κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων των εργαζομένων της DB-Postdienst και της προσφεύγουσας και, τρίτον, ενδεχόμενη κρατική χρηματοοικονομική ενίσχυση υπέρ της προσφεύγουσας (αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 5 και 7 της αποφάσεως του 2002).

10      Η Επιτροπή εξέθεσε, στη συνέχεια, τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας επί των πέντε μέτρων που συνιστούσαν ενδεχομένως κρατική ενίσχυση, για τα οποία γινόταν λόγος στην απόφαση του 1999 (αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 20 της αποφάσεως του 2002). Όσον αφορά την κρατική χρηματοοικονομική ενίσχυση, επισήμανε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε παραδεχθεί ότι η DB-Postdienst και η προσφεύγουσα έτυχαν δύο κρατικών μεταβιβάσεων συνισταμένων, αφενός, σε μεταβιβάσεις που διενήργησε η DB-Telekom, από το 1990 έως το 1994, βάσει του άρθρου 37, παράγραφος 3, του PostVerfG και, αφετέρου, στην παραίτηση της DB-Telekom από απαίτησή της σε βάρος της προσφεύγουσας την 1η Ιανουαρίου 1995, βάσει του άρθρου 7 του PostUmwG (στο εξής: μεταβιβάσεις που διενήργησε η DB‑Telekom). Η Επιτροπή επισήμανε ότι η Γερμανική Κυβέρνηση δεν αρνούνταν ότι οι εν λόγω μεταβιβάσεις έπρεπε να καταλογιστούν στο κράτος, αλλά υποστήριζε, εντούτοις, ότι ήταν απολύτως απαραίτητες για την εκ μέρους της προσφεύγουσας παροχή των ΥΓΟΣ (αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 20 της αποφάσεως του 2002).

11      Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι «[η απόφαση του 2002], στηριζόμενη στις καταγγελίες της UPS [Europe] και του BIEK, ασχολείται με την κάλυψη του κόστους των παρασχεθεισών υπηρεσιών στα πλαίσια του ανταγωνισμού στον τομέα μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα», γι’ αυτό και η έρευνα της Επιτροπής επικεντρώθηκε στην κάλυψη του κόστους παροχής εκ μέρους της προσφεύγουσας των δύο σημαντικότερων υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα που είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό: της μεταφοράς δεμάτων μεταξύ εταιρικών πελατών και της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, κατ’ εντολήν επιχειρήσεων που κάνουν εμπόριο δι’ αλληλογραφίας (αιτιολογική σκέψη 21 της αποφάσεως του 2002).

12      Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την είχε πληροφορήσει ότι, μεταξύ των ετών 1990 και 1998, η προσφεύγουσα εμφάνισε κέρδη στον προστατευόμενο τομέα και ζημίες στους τομείς που ήταν ανοικτοί στον ανταγωνισμό, παρουσιάζοντας συνολικό έλλειμμα σε όλους τους τομείς. Εξ αυτού συνήγαγε το συμπέρασμα ότι τυχόν έλλειμμα στον τομέα των δεμάτων δεν μπορούσε να αντισταθμισθεί ούτε με τα κέρδη του προστατευόμενου τομέα ούτε με τα έσοδα που προέρχονταν από τους ανοικτούς στον ανταγωνισμό τομείς (αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 69 και υποσημείωση αριθ. 107 της αποφάσεως του 2002).

13      Τρίτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι ζημίες της προσφεύγουσας στον τομέα των δεμάτων, κατά την περίοδο από το 1990 έως το 1998, έπρεπε απαραιτήτως να καλυφθούν με κρατικούς πόρους και αποφάσισε να εξετάσει αν είχαν σχέση με την παροχή των ΥΓΟΣ, εκτιμώντας ότι η προσφεύγουσα θα αντλούσε πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον δεν υπήρχε τέτοια σχέση (αιτιολογική σκέψη 72 της αποφάσεως του 2002).

14      Συναφώς, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από 1ης Φεβρουαρίου 1994 η προσφεύγουσα είχε, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 3, του Postdienst-Pflichtleistungsverordnung (διατάγματος περί υποχρεωτικών παροχών) (BGBl. 1994 I, σ. 86), τη δυνατότητα, και όχι την υποχρέωση, χορηγήσεως εκπτώσεων στους πελάτες της, στον τομέα των δεμάτων, οι οποίες συνεπάγονταν κατώτερες τιμές από την ενιαία τιμή που καθόριζε το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Postdienst-Pflichtleistungsverordnung. Επισήμανε δε ότι, λαμβανομένων υπόψη των ισχυουσών εκπτώσεων, κατά την περίοδο από το 1994 έως το 1999, τα έσοδα ήταν ανεπαρκή για την κάλυψη των εξόδων της εκμεταλλεύσεως, με αποτέλεσμα έλλειμμα ύψους 1 118,7 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (DEM), το οποίο δεν τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια με την παροχή οποιασδήποτε ΥΓΟΣ (αιτιολογικές σκέψεις 75 έως 79, 82, 86 και 88 της αποφάσεως του 2002).

15      Η Επιτροπή επισήμανε στη συνέχεια, πρώτον, ότι οι πόροι που χρησιμοποιήθηκαν για την κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων τελούσαν υπό τον έλεγχο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεύτερον, όσον αφορά τις κρατικές εγγυήσεις, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήλεγχε αμέσως τις οφειλές της προσφεύγουσας και, τρίτον, όσον αφορά τη χρηματοοικονομική ενίσχυση που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην προσφεύγουσα, ότι οι μεταβιβάσεις που διενήργησε η DB-Telekom έπρεπε να καταλογιστούν στο εν λόγω κράτος μέλος (αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 94 της αποφάσεως του 2002).

16      Η Επιτροπή παρατήρησε ότι, χωρίς τις μεταβιβάσεις που διενήργησε η DB‑Telekom, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα έπρεπε να κάνει χρήση των πόρων του γενικού προϋπολογισμού για να στηρίξει την DB‑Postdienst και την προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 95 της αποφάσεως του 2002).

17      Η Επιτροπή κατέληξε, ακολούθως, στο συμπέρασμα ότι υφίστατο νόθευση του ανταγωνισμού και παρακώλυση των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών. Αποφάνθηκε, επίσης, ότι οι χορηγηθείσες ενισχύσεις ήταν ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, στο μέτρο που δεν δικαιολογούνταν βάσει του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ και ότι το καθαρό πρόσθετο κόστος των 1 118,7 εκατομμυρίων DEM στον τομέα των δεμάτων δεν μπορούσε να εκληφθεί ως αποτέλεσμα των υποχρεώσεων της προσφεύγουσας για παροχή ΥΓΟΣ, κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 96 έως 106 της αποφάσεως του 2002).

18      Τέταρτον, η Επιτροπή συμπέρανε ότι, καθόσον η εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους της πολιτικής των πωλήσεων κάτω του κόστους επέφερε μείωση του κόστους που συνήθως προκύπτει από την παροχή των υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα, το μέτρο αυτό συνιστούσε πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και η ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά ενίσχυση ανερχόταν σε 572 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 107 της αποφάσεως του 2002).

19      Το διατακτικό της αποφάσεως του 2002 έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η [Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] υπέρ της [προσφεύγουσας], ύψους 572 εκατ. ευρώ (1 118,7 εκατ. DEM), είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

1. Η [Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, για να ακυρώσει την αναφερόμενη στο άρθρο 1 ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα και να απαιτήσει την επιστροφή της από [την προσφεύγουσα].

[…]»

20      Με την απόφασή του της 1ης Ιουλίου 2008, T-266/02, Deutsche Post κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑1233), το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] ακύρωσε την απόφαση του 2002. Η αναίρεση που άσκησε η Επιτροπή κατά της εν λόγω αποφάσεως απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C-399/08 P, Επιτροπή κατά Deutsche Post (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

21      Στις 22 Απριλίου 2004 η UPS Europe υπέβαλε καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής βάσει του άρθρου 82 ΕΚ υποστηρίζοντας ότι ήταν καταχρηστικές οι τιμές της προσφεύγουσας στον προστατευόμενο τομέα. Η Επιτροπή κίνησε σχετική έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας έλαβε ορισμένα έγγραφα σχετικά με αποφάσεις των γερμανικών αρχών που αφορούσαν τις εν λόγω τιμές.

22      Στις 11 Μαΐου 2004 η UPS Europe υπέβαλε ενώπιον της Επιτροπής νέα καταγγελία υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή, με την απόφασή της του 2002, δεν είχε εξετάσει όλα τα κρατικά μέτρα που εξέθετε η καταγγελία του 1994 και ότι τα πλεονεκτήματα που είχε αποκομίσει η προσφεύγουσα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερα από το ποσό που η Επιτροπή απαίτησε να επιστραφεί. Με τη σειρά της, στις 16 Ιουλίου 2004, η TNT Post AG & Co KG υπέβαλε καταγγελία υποστηρίζοντας ότι οι τιμές των υπηρεσιών που τιμολογούσε η προσφεύγουσα στη θυγατρική της DB-PostBank ήταν υπερβολικά χαμηλές και ότι οι υπηρεσίες αυτές χρηματοδοτούνταν από έσοδα τα οποία προέρχονταν από τον προστατευόμενο τομέα. Μετά τις εν λόγω καταγγελίες, η Επιτροπή ζήτησε την παροχή πληροφοριών από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία και ανταποκρίθηκε στα αιτήματα αυτά.

23      Με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2006 η Επιτροπή ενημέρωσε την UPS Europe ότι δεν υπήρχε επαρκές κοινοτικό ενδιαφέρον για να δοθεί συνέχεια στην καταγγελία που είχε υποβάλει βάσει του άρθρου 82 ΕΚ.

24      Στις 26 Απριλίου 2007 η UPS Europe κάλεσε επισήμως την Επιτροπή να λάβει τα αναγκαία μέτρα σε σχέση με την καταγγελία της 11ης Μαΐου 2004.

25      Με έγγραφο της 13ης Ιουνίου 2007 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέσχε τη συναίνεσή της ώστε τα στοιχεία που δόθηκαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας που είχε κινήσει μετά την καταγγελία της UPS Europe της 22ας Απριλίου 2004 να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με κρατικές ενισχύσεις.

26      Στις 3 Σεπτεμβρίου 2007 η UPS Europe και η UPS Deutschland Inc. & Co. OHG (στο εξής, από κοινού: UPS) άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου, δυνάμει του άρθρου 232 ΕΚ, με αντικείμενο να διαπιστωθεί η παράλειψη της Επιτροπής, διότι δεν αποφάνθηκε επί της καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 11 Μαΐου 2004 (υπόθεση T‑329/07, UPS Europe και UPS Deutschland κατά Επιτροπής).

27      Με έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από τις γερμανικές αρχές στην Deutsche Post AG [ενίσχυση C 36/07 (πρώην NN 25/07)] (στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη). Η προσβαλλόμενη πράξη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 19 Οκτωβρίου 2007 (ΕΕ C 245, σ. 21) στη γλώσσα του πρωτοτύπου (τη γερμανική), συνοδευόμενη από περίληψη στις λοιπές επίσημες γλώσσες.

28      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 8 Νοεμβρίου 2007, η UPS παραιτήθηκε από το δικόγραφο της προσφυγής της στην προαναφερθείσα στη σκέψη 26 υπόθεση T‑329/07. Με διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2007, T-329/07, UPS Europe και UPS Deutschland κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), η υπόθεση διαγράφηκε.

29      Η προσβαλλόμενη πράξη απαρτίζεται από πολλά σημεία.

30      Με το σημείο 1 της προσβαλλομένης πράξεως, η Επιτροπή υπενθύμισε τις διαδικασίες που είχε κινήσει, δυνάμει των άρθρων 82 ΕΚ και 87 ΕΚ, κατά της προσφεύγουσας μετά την καταγγελία του 1994. Προέβαλε την ανάγκη διεξαγωγής συνολικής έρευνας για όλες τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που οφείλονταν στο γεγονός ότι είχαν χορηγηθεί κρατικοί πόροι στην προσφεύγουσα και στην προκάτοχό της και επισήμανε ότι η διαδικασία που είχε κινηθεί με την απόφαση του 1999 θα συμπληρωνόταν προκειμένου να συμπεριληφθούν οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν προσφάτως και να κριθεί οριστικώς η συμβατότητα των εν λόγω πόρων με τη Συνθήκη ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 15 της προσβαλλομένης πράξεως).

31      Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η «συμπληρωματική έρευνα» την οποία θα διεξήγαγε «δεν υποκαθιστ[ούσε] κατά κανένα τρόπο την απόφαση του 2002», με την οποία διαπιστώθηκε ότι «κρατικές ενισχύσεις ύψους 572 εκατομμυρίων ευρώ είχαν χρησιμοποιηθεί για τη διεπιδότηση εμπορικών δραστηριοτήτων, αλλά χωρίς να αποφαίνεται επί του γενικού ζητήματος αν [η προσφεύγουσα και η προκάτοχός της] είχαν λάβει υπέρμετρη αντιστάθμιση [για την παροχή των ΥΓΟΣ] από κρατικούς πόρους». Η Επιτροπή εξήγησε ότι, με την έρευνά της, είχε ως σκοπό να καθορίσει αν υπήρξε αντιστάθμιση υπερβαίνουσα το εν λόγω ποσό των 572 εκατομμυρίων ευρώ, και ανακοίνωσε ότι θα εξέταζε το σύνολο των κρατικών μέτρων που ελήφθησαν υπέρ των εν λόγω επιχειρήσεων μεταξύ της 1ης Ιουλίου 1989, ημερομηνία συστάσεως της DB‑Postdienst, και της 31ης Δεκεμβρίου 2007, φερόμενη ημερομηνία διακοπής της εκ μέρους της προσφεύγουσας παροχής ΥΓΟΣ (αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης πράξεως).

32      Στο σημείο 3 της προσβαλλομένης πράξεως, με τίτλο «Περιγραφή των κρατικών μέτρων υπέρ της DB-Postdienst και της [προσφεύγουσας]», αφενός, η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι η DB‑Postdienst και η προσφεύγουσα είχαν αποκομίσει οφέλη από μεταβιβάσεις που διενήργησε η DB‑Telekom και από κρατικές εγγυήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 32, 38 και 39 της προσβαλλομένης πράξεως).

33      Αφετέρου, η Επιτροπή εξέτασε αν υπήρξε κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων. Όσον αφορά την περίοδο από το 1989 έως το 1994, επισήμανε ότι δεν είχε στη διάθεσή της κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει τυχόν συνδρομή της DB‑Postdienst στη χρηματοδότηση των συντάξεων των εργαζομένων της, η οποία θεωρήθηκε, ως εκ τούτου, ότι ενέπιπτε στην αποκλειστική ευθύνη του γερμανικού δημοσίου. Κατά την περίοδο από το 1995 έως το 1999, η προσφεύγουσα κατέβαλε ορισμένο ποσό στο συσταθέν την 1η Ιανουαρίου 1995 ταμείο συντάξεων των ταχυδρομικών υπαλλήλων, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του Gesetz zum Personalrecht der Beschäftigen der Früheren Deutschen Bundespost (Postpersonalrechtsgesetz· νόμος της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, περί του προσωπικού της πρώην Deutsche Bundespost, BGBl. 1994 I, σ. 2325). Το γερμανικό δημόσιο κάλυψε το έλλειμμα του εν λόγω ταμείου. Τέλος, το ποσό των εισφορών που κατέβαλε η προσφεύγουσα στο εν λόγω ταμείο μειώθηκε το 2000 στο 33 % των μικτών αποδοχών των εν ενεργεία υπαλλήλων και, για τα επόμενα έτη, η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της επακριβή στοιχεία (αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 48 της προσβαλλομένης πράξεως).

34      Στο σημείο 6 της προσβαλλομένης πράξεως, με τίτλο «Εκτίμηση περί της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως», πρώτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι κάθε επιλεκτικό πλεονέκτημα που είχαν η DB-Postdienst και η προσφεύγουσα νόθευε τον ανταγωνισμό και παρακώλυε τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Δεύτερον, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι μεταβιβάσεις που διενήργησε η DB-Telekom και οι κρατικές εγγυήσεις συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 72 έως 75 της προσβαλλομένης πράξεως). Τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων συνιστούσε μεταβίβαση κρατικών πόρων. Σημείωσε δε ότι, κατά την περίοδο από το 1989 έως το 1995, «[η] DB-Postdienst δεν συνέβαλε προδήλως στη χρηματοδότηση των συντάξεων των υπαλλήλων [της]» και ότι, κατά την περίοδο από το 1995 έως το 1999, «[ετίθετο] το ζήτημα αν [η προσφεύγουσα] [είχε] αποκομίσει ορισμένο οικονομικό πλεονέκτημα λόγω των προϋποθέσεων υπό τις οποίες χορηγούνταν οι πρόωρες συντάξεις». Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε ότι ήθελε να εξετάσει κατά πόσον η κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων «υπήρξε πιο επωφελής για [την προσφεύγουσα] απ’ ό,τι ήταν για τις άλλες επιχειρήσεις», αφού παρατήρησε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε υποστηρίξει ότι, από το έτος 1995, η προσφεύγουσα έφερε «τις δαπάνες που αφορούσαν τις συντάξεις οι οποίες υπερέβαιναν τα ποσά που κατέβαλαν οι ανταγωνιστές της» (αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 78 της προσβαλλομένης πράξεως).

35      Στο σημείο 7 της προσβαλλομένης πράξεως, με τίτλο «Εκτίμηση της συμβατότητας των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά», η Επιτροπή επισήμανε ότι θα εξέταζε κατά πόσον η αντιστάθμιση που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα και στην προκάτοχό της ήταν αναγκαία για να διασφαλισθεί η παροχή των ΥΓΟΣ που όφειλαν να εκπληρώσουν μεταξύ του 1989 και της 31ης Δεκεμβρίου 2007 (αιτιολογικές σκέψεις 80 και 81 της προσβαλλομένης πράξεως). Η Επιτροπή εξέθεσε τη μέθοδο υπολογισμού που σκόπευε να χρησιμοποιήσει συναφώς καθώς και τα έσοδα που επρόκειτο να λάβει υπόψη (αιτιολογικές σκέψεις 84 έως 104 της προσβαλλομένης πράξεως).

36      Στο σημείο 8 της προσβαλλομένης πράξεως, με τίτλο «Απόφαση», η Επιτροπή κάλεσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να «εκφράσει την άποψή της εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή [της προσβαλλομένης πράξεως]» και «να προσκομίσει όλα τα πρόσφορα στοιχεία για τη νομική εκτίμηση των ανωτέρω μέτρων υπό το πρίσμα των διατάξεων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

37      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Νοεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

38      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Φεβρουαρίου 2008, η UPS ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

39      Με διάταξη της 9ης Ιουλίου 2008, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε το αίτημα παρεμβάσεως της UPS.

40      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε ακολούθως η υπό κρίση υπόθεση.

41      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και υπέβαλε ερωτήσεις στους διαδίκους, στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

42      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Ιουνίου 2011.

43      Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

44      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την UPS, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

45      Η Επιτροπή δεν εγείρει μεν ρητώς ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, πλην όμως υποστηριζόμενη από την UPS αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής.

46      Προς στήριξη της θέσεώς της, η Επιτροπή προβάλλει δύο κύρια επιχειρήματα. Πρώτον, υποστηρίζει με το υπόμνημα αντικρούσεως ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου συνιστά προσβλητέα πράξη μόνον εφόσον αφορά το ζήτημα αν ορισμένη ενίσχυση πρέπει να κριθεί ως νέα ή υφιστάμενη. Αντιθέτως, μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί αν αφορά τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως. Ούτε η προσφεύγουσα ούτε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξαν κατά τον δέοντα χρόνο ότι τα εξεταζόμενα με την προσβαλλόμενη πράξη μέτρα ήταν υφιστάμενες ενισχύσεις.

47      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστήριξε, με τη γραπτή απάντησή της στο ερώτημα που της υπέβαλε το Γενικό Δικαστήριο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι αρνητικές για την προσφεύγουσα συνέπειες που μπορεί να απορρέουν από την προσβαλλόμενη πράξη είχαν ήδη επέλθει με την απόφαση του 1999. Κατά την Επιτροπή, η απόφαση αυτή είχε ως αντικείμενο όλα τα μέτρα που χαρακτηρίζονται προσωρινώς ως νέες ενισχύσεις με την προσβαλλόμενη πράξη. Ακόμη και αν ακυρωνόταν η εν λόγω πράξη, τα μέτρα αυτά θα εξακολουθούσαν να αποτελούν αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας ελέγχου που κινήθηκε το 1999. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν είχε, εν προκειμένω, έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή.

48      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή. Συναφώς, διατείνεται ότι τα μέτρα που εξετάζει η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να κριθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις δεδομένου ότι είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας η οποία περατώθηκε από κάθε άποψη με την απόφαση του 2002. Κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι παραδεκτή στο μέτρο που με την προσβαλλόμενη πράξη χαρακτηρίζονται ως νέες ενισχύσεις. Επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας μπορεί να προσβληθεί εφόσον αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως ενισχύσεως.

49      Κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, τα μέτρα εκείνα των οποίων τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του θέση. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις που λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας η οποία περιλαμβάνει περισσότερα στάδια, ιδίως εφόσον αποτελούν κατάληξη μιας εσωτερικής διαδικασίας, κατ’ αρχήν, συνιστά πράξη προσβλητή μόνο το μέτρο το οποίο καθορίζει οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και όχι το ενδιάμεσο μέτρο σκοπός του οποίου είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψεις 9 και 10· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1990, T‑64/89, Automec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑367, σκέψη 42, και της 25ης Μαρτίου 2009, T‑332/06, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34).

50      Όπως προκύπτει, εντούτοις, από τη νομολογία, όσον αφορά την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου μιας κρατικής ενισχύσεως, όταν η Επιτροπή χαρακτηρίζει ένα προς εκτέλεση μέτρο ως νέα ενίσχυση, μια τέτοια απόφαση επάγεται αυτοτελή έννομα αποτελέσματα, ειδικότερα όσον αφορά την αναστολή του εξεταζομένου μέτρου (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 2001, C-400/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑7303, σκέψη 62· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T-346/99 έως T-348/99, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑4259, σκέψη 33, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 49 Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 34). Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το μέτρο, η εκτέλεση του οποίου έχει ήδη αρχίσει, θεωρείται από τις αρχές του οικείου κράτους μέλους ως υφιστάμενη ενίσχυση, αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία οι αρχές αυτές εκτιμούν ότι το μέτρο που αφορά η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Ειδικότερα, η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου ενός μέτρου του οποίου η εκτέλεση έχει ήδη αρχίσει και το οποίο χαρακτηρίζεται ως νέα ενίσχυση από την Επιτροπή, μεταβάλλει κατ’ ανάγκη τις έννομες συνέπειες που επάγεται το εξεταζόμενο μέτρο, καθώς και τη νομική θέση των δικαιούχων επιχειρήσεων, ιδίως όσον αφορά τη συνέχιση εκτελέσεως του μέτρου. Μέχρι την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως, το κράτος μέλος, οι δικαιούχοι επιχειρήσεις και οι λοιποί επιχειρηματίες δύνανται να εκλαμβάνουν ότι το μέτρο εφαρμόζεται νομίμως ως γενικό μέτρο, το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ ή ως υφιστάμενη ενίσχυση. Αντιθέτως, μετά την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως, συντρέχουν τουλάχιστον σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα του μέτρου που, χωρίς να θίγουν την ευχέρεια του κράτους μέλους να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να το οδηγούν στην αναστολή εφαρμογής του, δεδομένου ότι η κίνηση της επίσημης διαδικασίας ελέγχου αποκλείει την άμεση έκδοση αποφάσεως επιβεβαιωτικής του συμβατού χαρακτήρα του εν λόγω μέτρου με την κοινή αγορά και παρέχουσας τη δυνατότητα για νομότυπη συνέχιση της εκτελέσεώς του. Η επίκληση παρόμοιας αποφάσεως θα ήταν, επίσης, δυνατή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία καλούνται να συναγάγουν όλες τις απορρέουσες από την παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ έννομες συνέπειες. Τέλος, η σχετική απόφαση ενδέχεται να οδηγήσει τις επιχειρήσεις, υπέρ των οποίων έχει ληφθεί το μέτρο, να αρνηθούν, εν πάση περιπτώσει, νέες καταβολές ή νέα πλεονεκτήματα ή να εξασφαλίζουν τα αναγκαία ποσά για μεταγενέστερες οικονομικές αντισταθμίσεις. Οι επιχειρηματικοί κύκλοι θα λαμβάνουν επίσης υπόψη, στο πλαίσιο των σχέσεών τους με τις δικαιούχους επιχειρήσεις, την επισφαλή νομική και οικονομική κατάσταση των τελευταίων (προπαρατεθείσα στη σκέψη 50 απόφαση Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής, σκέψη 34, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψη 36).

52      Από την προσβαλλόμενη πράξη προκύπτει ότι εκδόθηκε με σκοπό την κίνηση της επίσημης διαδικασίας ελέγχου τριών μέτρων, ήτοι των μεταβιβάσεων τις οποίες διενήργησε η DB‑Telekom, των κρατικών εγγυήσεων και της κρατικής χρηματοδοτήσεως των συντάξεων (στο εξής: επίμαχα μέτρα).

53      Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στη σκέψη 34, με την προσβαλλόμενη πράξη η Επιτροπή χαρακτήρισε ως νέες ενισχύσεις τις μεταβιβάσεις που διενήργησε η DB‑Telekom και τις κρατικές εγγυήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 72 έως 75 της προσβαλλομένης πράξεως). Όσον αφορά την κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν το εν λόγω μέτρο είχε αποφέρει ορισμένο οικονομικό πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 78 της προσβαλλομένης πράξεως).

54      Κατά τη νομολογία που παρατίθεται ανωτέρω στις σκέψεις 49 έως 51, πρέπει να εξετασθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη επέφερε αυτοτελή έννομα αποτελέσματα που να την καθιστούν δεκτική προσφυγής.

55      Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι της προσβαλλομένης πράξεως είχε προηγηθεί απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου και δη η απόφαση του 1999. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν τα φερόμενα έννομα αποτελέσματα της προσβαλλομένης πράξεως είχαν, εν πάση περιπτώσει, ήδη επαχθεί με την απόφαση του 1999, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της περί απαραδέκτου της προσφυγής (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω).

56      Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η επίσημη διαδικασία που κινήθηκε με την απόφαση του 1999 αφορούσε ήδη τα επίμαχα μέτρα, τα οποία εξετάζονται και με την απόφαση του 2002.

57      Συναφώς, πρέπει κατ’ ουσία να επισημανθεί ότι η Επιτροπή εξέθεσε με την αιτιολογική σκέψη 37 της αποφάσεως του 1999 ότι, κατά την UPS Europe και τον BIEK, οι οφειλές της προσφεύγουσας καλύπτονταν, κατά το άρθρο 40 του PostVerfG, με κρατική εγγύηση από τις 2 Ιανουαρίου 1995, η οποία περιοριζόταν στην κάλυψη μόνο των υφισταμένων κατά την εν λόγω ημερομηνία χρεών. Με την αιτιολογική σκέψη 62 της αποφάσεως του 1999, η Επιτροπή παρατήρησε ότι από την προκαταρκτική εξέταση του μέτρου αυτού δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

58      Στη συνέχεια, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 40 της αποφάσεως του 1999, ότι, κατά τον BIEK, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε αναλάβει να καλύψει το έλλειμμα του ταμείου συντάξεων των ταχυδρομικών υπαλλήλων, γεγονός το οποίο συνιστούσε κρατική ενίσχυση υπέρ της προσφεύγουσας. Με την αιτιολογική σκέψη 65 της αποφάσεως του 1999, η Επιτροπή εξέθεσε ότι οι δαπάνες που αφορούσαν τις συντάξεις των πρώην υπαλλήλων της προσφεύγουσας και της προκατόχου της καλύπτονταν από το ταμείο αυτό και υπογράμμισε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κάλυψε το σημαντικό έλλειμμα που είχε υποστεί το εν λόγω ταμείο. Η Επιτροπή παρατήρησε, επίσης, ότι από την προκαταρκτική εξέταση του μέτρου αυτού δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

59      Τέλος, με την αιτιολογική σκέψη 63 της αποφάσεως του 1999, η Επιτροπή επισήμανε ότι η εκ μέρους του κράτους μεταβίβαση στην προσφεύγουσα ακινήτων ή άλλων στοιχείων του ενεργητικού έπρεπε να κριθεί καταρχήν ως κρατική ενίσχυση και, συνεπώς, να αιτιολογηθεί. Με την αιτιολογική σκέψη 80 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή ζήτησε από τις γερμανικές αρχές να τις παράσχουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοοικονομική κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε για τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας, παραθέτοντας, μεταξύ άλλων μέτρων, τις ενδεχόμενες επιδοτήσεις προς όφελός της, στο μέτρο που ήταν σημαντικές κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ περί κρατικών ενισχύσεων.

60      Απαντώντας στο αίτημα της Επιτροπής, οι γερμανικές αρχές την πληροφόρησαν εμπεριστατωμένως για τις μεταβιβάσεις που διενήργησε η DB‑Telekom (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 20 της αποφάσεως του 2002). Η Επιτροπή επισήμανε, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι έλαβε τις εν λόγω πληροφορίες στις 16 Σεπτεμβρίου 1999. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέβαλε, επίσης, στην Επιτροπή παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα αν οι εν λόγω μεταβιβάσεις συνιστούσαν κρατική ενίσχυση.

61      Συνεπώς, καθόσον η προσβαλλόμενη πράξη αφορά τα ίδια μέτρα με εκείνα που αποτέλεσαν αντικείμενο της αποφάσεως του 1999, η δε Επιτροπή είχε ήδη επισημάνει, στο πλαίσιο της αποφάσεως αυτής και της διαδικασίας που την ακολούθησε, ότι τα επίμαχα μέτρα μπορεί να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και τα αυτοτελή έννομα αποτελέσματα που επάγεται η επίσημη διαδικασία ελέγχου επήλθαν, ως εκ τούτου, ήδη μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αυτής, η προσβαλλόμενη πράξη δεν δύναται να επιφέρει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα και δεν μπορεί, συνεπώς, να εκληφθεί ως απόφαση δεκτική προσφυγής ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, από την έναρξη της διαδικασίας το έτος 1999, υπήρχαν τουλάχιστον σημαντικές αμφιβολίες όσον αφορά τη νομιμότητα των επίμαχων μέτρων, καθόσον η κίνηση της διαδικασίας αυτής απέκλειε την άμεση έκδοση αποφάσεως περί συμβατότητας των μέτρων με την κοινή αγορά, η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη νόμιμη συνέχιση της εκτελέσεως των εν λόγω μέτρων προς όφελος της προσφεύγουσας.

62      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εντούτοις, ότι με την απόφαση του 2002 περατώθηκε από κάθε άποψη η επίσημη διαδικασία ελέγχου των επίμαχων μέτρων, η οποία είχε κινηθεί με την απόφαση του 1999. Η Επιτροπή διατείνεται, αντιθέτως, ότι η εν λόγω διαδικασία περατώθηκε μόνο μερικώς με την απόφαση του 2002.

63      Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί αν η διαδικασία αυτή περατώθηκε όσον αφορά τα επίμαχα μέτρα πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως.

64      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), το οποίο είναι εφαρμοστέο στη διαδικασία που αφορά τις παράνομες ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η επίσημη διαδικασία ελέγχου περατώνεται με την έκδοση της αποφάσεως που προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου (πλην των περιπτώσεων ανακλήσεως της κοινοποιήσεως από το οικείο κράτος μέλος).

65      Από το άρθρο 7, παράγραφοι 2 έως 5, του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι η απόφαση με την οποία περατώνεται η επίσημη διαδικασία ελέγχου μπορεί να έχει τα εξής τέσσερα διαφορετικά περιεχόμενα, ήτοι να αποφαίνεται ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση (παράγραφος 2), ότι το εν λόγω μέτρο αποτελεί ενίσχυση η οποία συμβιβάζεται με την κοινή αγορά (θετική απόφαση, παράγραφος 3) ή ότι αποτελεί ενίσχυση η οποία συμβιβάζεται με την κοινή αγορά εφόσον πληρούνται ορισμένοι όροι και υποχρεώσεις (υπό όρους απόφαση, παράγραφος 4) ή, τέλος, ότι το εν λόγω μέτρο αποτελεί ενίσχυση η οποία είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά (αρνητική απόφαση, παράγραφος 5).

66      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η επίσημη διαδικασία ελέγχου πρέπει να περατώνεται με την έκδοση αποφάσεως η οποία να χαρακτηρίζει ρητώς το εξεταζόμενο μέτρο, βάσει μιας εκ των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφοι 2 έως 5, του κανονισμού 659/1999.

67      Από την απόφαση του 2002, και ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις της που παρατίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 9 έως 16, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν έκρινε ρητώς τα επίμαχα μέτρα βάσει των εν λόγω διατάξεων πέραν των 572 εκατομμυρίων ευρώ, για τα οποία γίνεται λόγος στο διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως. Περιορίστηκε απλώς στη διαπίστωση ότι, αφενός, τα μέτρα αυτά συνεπάγονταν μεταβίβαση κρατικών πόρων υπέρ της προσφεύγουσας και ότι, αφετέρου, οι πόροι αυτοί έπρεπε οπωσδήποτε να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του ελλείμματος που είχε προκύψει από την εκ μέρους της προσφεύγουσας εφαρμογή, στον τομέα των δεμάτων, της πολιτικής των πωλήσεων κάτω του κόστους, καθόσον η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να χρηματοδοτήσει εξ ιδίων πόρων το εν λόγω έλλειμμα, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 1 118,7 εκατομμυρίων DEM που ισοδυναμεί με 572 εκατομμύρια ευρώ.

68      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι η απόφαση του 2002 δεν περιείχε επεξηγήσεις, ότι ήταν εν μέρει μόνον οριστική όσον αφορά τα επίμαχα μέτρα και ότι η επίσημη διαδικασία ελέγχου παρέμενε εν μέρει ανοιχτή. Κατά την Επιτροπή, η ανωτέρω απόφαση πρέπει, εντούτοις, να ερμηνευθεί σφαιρικώς, το δε διατακτικό της πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεών της.

69      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στη σκέψη 11, η Επιτροπή υπογράμμισε, με την αιτιολογική σκέψη 21 της αποφάσεως του 2002, ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε την κάλυψη των δαπανών του ανταγωνιστικού τομέα της παροχής υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα.

70      Με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η ανάλυση στην οποία προέβη με την απόφαση του 2002 για την εκτίμηση της συμβατότητας των επίμαχων μέτρων με την κοινή αγορά αφορούσε μόνον τον τομέα των δεμάτων. Συγκεκριμένα, στο σημείο II ΣΤ της αποφάσεως του 2002, με τίτλο «Το ύψος του κόστους υποδομής που καταλογίζεται στις υπηρεσίες μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα», η Επιτροπή προέβη μόνο σε ανάλυση του πιθανού πρόσθετου κόστους παροχής των ΥΓΟΣ στον εν λόγω τομέα. Στο σημείο II Ζ της αποφάσεως του 2002, με τίτλο «Έκταση κάλυψης της καθολικής υπηρεσίας από την [προσφεύγουσα] στον τομέα των δεμάτων», δεν εξέτασε την εκ μέρους της προσφεύγουσας παροχή άλλων ΥΓΟΣ. Στο σημείο II H της αποφάσεως του 2002, με τίτλο «Τα βάρη του παρελθόντος που κληρονόμησε η [προσφεύγουσα] ως πρώην δημόσια επιχείρηση», η Επιτροπή ανέλυσε την επίπτωση των βαρών που προέβαλαν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η προσφεύγουσα μόνο στον τομέα των δεμάτων. Το σημείο III της αποφάσεως του 2002, με τίτλο «Παρατηρήσεις τρίτων», αφορά κυρίως τα σχόλια τρίτων σχετικά με την χρηματοοικονομική θέση, την εμπορική συμπεριφορά καθώς και το κόστος και πρόσθετο κόστος παροχής εκ μέρους της DB-Postdienst και της προσφεύγουσας των ΥΓΟΣ μόνο στον τομέα των δεμάτων.

71      Ομοίως, με την απόφαση του 2002, η Επιτροπή ανέλυσε την ύπαρξη τυχόν πλεονεκτήματος για την προσφεύγουσα και την DB‑Postdienst αποκλειστικώς και μόνο σε σχέση με την κάλυψη των ζημιών τους στον τομέα των δεμάτων (αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 91 της αποφάσεως του 2002). Ακολούθως εξετάσθηκαν μόνον τα ζητήματα της νοθεύσεως του ανταγωνισμού, της παρακωλύσεως των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών και του συμβατού του εν λόγω πλεονεκτήματος με την κοινή αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 96 έως 106 της τελικής αποφάσεως του 2002).

72      Τέλος, σε όσες περιπτώσεις η Επιτροπή, με την απόφαση του 2002, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση ένα μέτρο το οποίο αποτελούσε αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας ελέγχου που είχε κινηθεί το 1999, αποφάνθηκε ρητώς σχετικώς.

73      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 64 της αποφάσεως του 1999, ότι ένας καταγγέλλων είχε υποστηρίξει ότι η προσφεύγουσα απέκτησε το 1998 τμήμα της Deutsche Postbank από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αφαιρώντας από το τίμημα πωλήσεως ανύπαρκτη απαίτησή της έναντι του γερμανικού δημοσίου. Η Επιτροπή έκρινε ότι, από μια πρώτη εξέταση των συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η λόγω μεταβίβαση, δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν χορήγησε κατ’ αυτόν τον τρόπο κρατική ενίσχυση στην προσφεύγουσα. Εντούτοις, με την αιτιολογική σκέψη 65 της αποφάσεως του 2002, η Επιτροπή επισήμανε ότι η εκ μέρους της προσφεύγουσας απόκτηση της DB‑Postbank δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση.

74      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, με την απόφαση του 2002, ανέλυσε τα επίμαχα μέτρα μόνο στο μέτρο που αφορούσαν τη χρηματοδότηση ορισμένων δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας σχετικών με τον τομέα των δεμάτων. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν απέκλεισε ούτε επιβεβαίωσε, με την απόφαση του 2002, ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις οι οποίες δεν συμβιβάζονταν προς τη Συνθήκη ΕΚ πέραν του ποσού των 572 εκατομμυρίων ευρώ για το οποίο γινόταν λόγος στο διατακτικό της αποφάσεως αυτής.

75      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, η επίσημη διαδικασία ελέγχου των επίμαχων μέτρων που είχε κινηθεί το 1999 δεν περατώθηκε με την απόφαση του 2002 πέραν του ποσού των 572 εκατομμυρίων ευρώ για το οποίο γίνεται λόγος στο διατακτικό της.

76      Ασφαλώς, με την απόφαση του 2002, η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει εξηγήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια κατά πόσο περατώθηκε η επίσημη διαδικασία ελέγχου που είχε κινηθεί με την απόφαση του 1999. Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή ουδόλως ασκεί επιρροή στην ανάλυση σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής.

77      Το συμπέρασμα που εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 75 δεν αμφισβητείται από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 20 απόφαση Deutsche Post κατά Επιτροπής, με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση του 2002 μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν περατώθηκε η επίσημη διαδικασία ελέγχου των επίμαχων μέτρων που είχε κινηθεί το 1999.

78      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, η προσβαλλόμενη πράξη δεν μετέβαλε ούτε τα έννομα αποτελέσματα των επίμαχων μέτρων ούτε τη νομική θέση της προσφεύγουσας.

79      Πρέπει να προστεθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προπαρατεθείσα στη σκέψη 20 απόφαση Deutsche Post κατά Επιτροπής χωρεί ex tunc και έχει, επομένως, ως συνέπεια την εξάλειψη αναδρομικώς της αποφάσεως του 2002 από την έννομη τάξη (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Οκτωβρίου 2001, T‑171/99, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2967, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή ουδόλως ασκεί επιρροή στη διαπίστωση ότι η απόφαση του 2002 είναι άνευ σημασίας προκειμένου να εκτιμηθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη επάγεται αυτοτελή έννομα αποτελέσματα.

80      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ. Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα της Επιτροπής.

82      Η UPS θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η Deutsche Post AG θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Η UPS Europe NV/SA και η UPS Deutschland Inc. & Co. OHG θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Truchot

Martins Ribeiro

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Δεκεμβρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.