Language of document :

Προσφυγή της 22ας Νοεμβρίου 2007 - Deutsche Post κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-421/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Deutsche Post AG (Βόννη, Γερμανία) (εκπρόσωποι): οι δικηγόροι J. Sedemund και T. Lübbig)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 "Κρατική ενίσχυση C 36/2007 (ex NN 25/2007) - Κρατική ενίσχυση υπέρ της Deutsche Post AG, πρόσκληση για την υποβολή παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ"·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ όσον αφορά την κρατική ενίσχυση C 36/2007 (ex NN 25/2007). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στη Γερμανία με επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 (EE C 245, σ. 21). Η διαδικασία που κινήθηκε με την απόφαση αυτή αποσκοπεί στη διεξαγωγή συμπληρωματικής έρευνας σχετικά με τη διαδικασία που είχε κινήσει η Επιτροπή στις 23 Οκτωβρίου 1999 και στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία εξέδωσε αρνητική τελική απόφαση στις 19 Ιουνίου 2002 (EE L 247, σ. 27). Με την αρνητική αυτή απόφαση η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι τιμές της Deutsche Post AG για τις υπηρεσίες της μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα υπολείπονταν του ειδικού εκ της παρεχομένης υπηρεσίας πρόσθετου κόστους και ότι η εν λόγω επιθετική πολιτική παροχής εκπτώσεων δεν ενέπιπτε στην υποχρέωσή της παροχής καθολικής υπηρεσίας.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση παραβιάζει θεμελιώδεις διαδικαστικές αρχές. Ειδικότερα, παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εφόσον η Επιτροπή εγνώριζε ήδη από ετών τα συναφή πραγματικά περιστατικά και εξέδωσε σχετικώς, στις 19 Ιουνίου 2002, απόφαση τερματίζουσα τη διαδικασία. Επί πλέον, προσβάλλει τα δικαιώματα συμμετοχής στη διαδικασία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας καθώς και της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι δεν δόθηκε σ' αυτές η δυνατότητα να λάβουν θέση επί της προσβαλλομένης αποφάσεως πριν από την έκδοσή της. Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται στο πλαίσιο αυτό ότι υπάρχει παράβαση του κανονισμού ΕΚ 659/1999 1, δεδομένου ότι από την οικονομία της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι μία αρνητική απόφαση, όπως εκείνη της 19ης Ιουνίου 2002, είναι τελική και ότι η καθής δεν μπορεί να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία εξετάσεως ενισχύσεων όσον αφορά πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο τελικής εκτιμήσεως.

Επί πλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η καθής παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπουν τα άρθρα 253 ΕΚ και 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, διότι από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει σαφώς ποια μέτρα θέλει η Επιτροπή να χαρακτηρίσει ως κρατικές ενισχύσεις και, ακόμη, η εν λόγω απόφαση δεν περιέχει νομική εκτίμηση.

Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει την παράβαση των άρθρων 87, παράγραφος 1, και 88 ΕΚ, δεδομένου ότι τα απαριθμούμενα στην προσβαλλομένη απόφαση μέτρα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (EE L 83, σ. 1).