Language of document :

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 2ας Ιουλίου 2015 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 49 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 106 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Άρθρο 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Aπαράδεκτο»

Στην υπόθεση C‑497/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per la Sicilia (Ιταλία) με απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Νοεμβρίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Davide Gullotta,

Farmacia di Gullotta Davide & C. Sas

κατά

Ministero della Salute,

Azienda Sanitaria Provinciale di Catania,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe, J. Malenovský (εισηγητή), M. Safjan και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο D. Gullotta και η Farmacia di Gullotta Davide & C. Sas, εκπροσωπούμενοι από τους G. Spadaro και G. F. Licata, avvocati,

–        η Federfarma – Federazione Nazionale Unitaria dei Titolari di Farmacia Italiani, εκπροσωπούμενη από τους M. Luciani, A. Arena, G. M. Roberti και I. Perego, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον F. Urbani Neri, avvocato dello Stato,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Ε. Σκανδάλου,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Centeno Huerta,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις E. Montaguti και Ε. Τσερέπα-Lacombe,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαρτίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 106 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτη).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του D. Gullotta και της Farmacia di Gullotta Davide & C. Sas, αφενός, και του Ministero della Salute και της Azienda Sanitaria Provinciale di Catania, αφετέρου, σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του D. Gullotta να του χορηγηθεί άδεια, όσον αφορά ένα εκ των καταστημάτων του διαθέσεως παραφαρμακευτικών ειδών, να πωλεί συνταγογραφούμενα φάρμακα των οποίων το κόστος δεν καλύπτεται από τις υπηρεσίες υγείας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255, σ. 22), έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν διασφαλίζει τον συντονισμό όλων των όρων ανάληψης των δραστηριοτήτων του φαρμακευτικού τομέα και την άσκησή τους. Ιδίως, η γεωγραφική κατανομή των φαρμακείων και το μονοπώλιο διανομής φαρμάκων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η παρούσα οδηγία διατηρεί αμετάβλητες τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν στις εταιρίες την άσκηση ορισμένων φαρμακευτικών δραστηριοτήτων ή εξαρτούν την εν λόγω άσκηση από ορισμένες προϋποθέσεις.»

 Το ιταλικό δίκαιο

4        Βάσει του νόμου αριθ. 468/1913, η παροχή φαρμακευτικών υπηρεσιών ορίσθηκε ως «βασική δραστηριότητα του Δημοσίου» η οποία μπορεί να ασκείται μόνον από δημοτικά ή ιδιωτικά φαρμακεία που λειτουργούν με κρατική άδεια.

5        Προκειμένου να διασφαλισθεί η προσήκουσα κατανομή των φαρμακείων στο σύνολο της εθνικής επικράτειας και να αποτραπεί ο κίνδυνος συγκεντρώσεώς τους αποκλειστικά στις πλέον ελκυστικές από εμπορικής απόψεως περιοχές, τέθηκε σε εφαρμογή διοικητικό μέτρο περιορισμού της προσφοράς, το «pianta organica» [οργανόγραμμα], το οποίο προβλέπει ότι τα φαρμακεία αυτά κατανέμονται ανά την επικράτεια μέχρι ενός ανώτατου αριθμού που κρίνεται κατάλληλος για να καλύψει τη ζήτηση εκ μέρους των ενδιαφερομένων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται σε καθέναν από αυτούς μερίδιο αγοράς και να καλύπτονται οι ανάγκες σε φάρμακα στο σύνολο της εθνικής επικράτειας.

6        Βάσει του άρθρου 122 του βασιλικού διατάγματος αριθ. 1265, της 27ης Ιουλίου 1934, μόνον τα φαρμακεία επιτρέπεται να πωλούν φάρμακα.

7        Μεταγενέστερα, βάσει του νόμου αριθ. 537, της 24ης Δεκεμβρίου 1993, τα φάρμακα ταξινομήθηκαν εκ νέου στις ακόλουθες κατηγορίες, συγκεκριμένα δε στην κατηγορία A, η οποία περιλαμβάνει τα βασικά φάρμακα και τα φάρμακα για την αντιμετώπιση χρόνιων παθήσεων, την κατηγορία B, η οποία περιλαμβάνει φάρμακα ιδιαίτερης θεραπευτικής αξίας εκτός εκείνων της κατηγορίας A, και την κατηγορία C, για τα φάρμακα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες Α και Β. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 14, του νόμου αριθ. 537, της 24ης Δεκεμβρίου 1993, η δαπάνη για τα φάρμακα που εμπίπτουν στις κατηγορίες Α και Β καλύπτεται εξ ολοκλήρου από το εθνικό σύστημα υγείας, ενώ η δαπάνη για τα φάρμακα της κατηγορίας C βαρύνει εξ ολοκλήρου τον πελάτη.

8        Εν συνεχεία, το άρθρο 85, παράγραφος 1, του νόμου αριθ. 388, της 23ης Δεκεμβρίου 2000, κατήργησε την κατηγορία Β, ενώ με το άρθρο 1 του νόμου 311, της 30ής Δεκεμβρίου 2004, εισήχθη νέα κατηγορία φαρμάκων, η κατηγορία C-bis, περιλαμβάνουσα φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή και των οποίων, αντιθέτως προς τα προϊόντα άλλων κατηγοριών, επιτρέπεται η διαφήμιση προς το κοινό. Όπως και στην περίπτωση των φαρμάκων της κατηγορίας C, η δαπάνη των φαρμάκων της κατηγορίας C-bis εξακολουθεί να βαρύνει τον πελάτη.

9        Βάσει του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 223, της 4ης Ιουλίου 2006, το οποίο κυρώθηκε με τον νόμο αριθ. 248, της 4ης Αυγούστου 2006, επετράπη η ίδρυση και λειτουργία καταστημάτων διαθέσεως παραφαρμακευτικών ειδών, στα οποία οι ιδιοκτήτες τους είχαν το δικαίωμα να διαθέτουν προς πώληση φάρμακα της κατηγορίας C-bis. Πλέον πρόσφατα, βάσει του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 201, της 6ης Δεκεμβρίου 2011, το οποίο κυρώθηκε με τον νόμο αριθ. 214, της 22ας Δεκεμβρίου 2011, διευρύνθηκαν τα είδη φαρμάκων των οποίων επιτρέπεται η διάθεση από καταστήματα παραφαρμακευτικών ειδών, δεδομένου ότι τα καταστήματα αυτά μπορούν πλέον να διαθέτουν προς πώληση στο κοινό ορισμένα από τα φάρμακα της κατηγορίας C για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή.

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο οποίος έχει άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του φαρμακοποιού και είναι εγγεγραμμένος στον φαρμακευτικό σύλλογο Κατάνης (Ιταλία), είναι ιδιοκτήτης πλειόνων καταστημάτων διαθέσεως παραφαρμακευτικών ειδών. Υπέβαλε αίτηση στο Ministero della Salute προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια πωλήσεως, όσον αφορά ένα εκ των καταστημάτων του, φαρμάκων για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή, πλην όμως το κόστος τους βαρύνει εξ ολοκλήρου τον πελάτη.

11      Το Ministero della Salute απέρριψε την αίτηση αυτή για τον λόγο ότι, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, η διάθεση των φαρμάκων αυτών επιτρέπεται μόνο από φαρμακεία.

12      Ο προσφεύγων στην υπόθεση της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της απορρίψεως αυτής της αιτήσεώς του ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, διατεινόμενος ότι η νομοθεσία αυτή αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.

13      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per la Sicilia αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι αρχές της ελευθερίας εγκαταστάσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της προστασίας του ανταγωνισμού, κατά τα άρθρα 49 επ. ΣΛΕΕ, την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτές εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται σε φαρμακοποιό που έχει άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος και είναι εγγεγραμμένος στον οικείο φαρμακευτικό σύλλογο, πλην όμως δεν είναι ιδιοκτήτης φαρμακείου εντεταγμένου στο pianta organica [οργανόγραμμα], να πωλεί λιανικώς, από το κατάστημα διαθέσεως παραφαρμακευτικών ειδών του οποίου είναι ιδιοκτήτης, και φάρμακα χορηγούμενα με ιατρική συνταγή αποκαλούμενη “λευκού χρώματος”, δηλαδή φάρμακα η δαπάνη για τα οποία δεν καλύπτεται από το εθνικό σύστημα υγείας, αλλά βαρύνει εξ ολοκλήρου τον αγοραστή, εισάγοντας και στον τομέα αυτό απαγόρευση διαθέσεως φαρμακευτικών προϊόντων συγκεκριμένων κατηγοριών και περιορισμό του αριθμού των εμπορικών καταστημάτων που επιτρέπεται να λειτουργούν εντός της εθνικής επικράτειας;

2)      Έχει το άρθρο 15 του Χάρτη την έννοια ότι η αρχή που διατυπώνεται με τη διάταξη αυτή τυγχάνει εφαρμογής άνευ περιορισμών και όσον αφορά το επάγγελμα του φαρμακοποιού, χωρίς ο χαρακτήρας δημοσίου συμφέροντος που συνδέεται με το επάγγελμα αυτό να δικαιολογεί την ύπαρξη διαφορετικών νομικών καθεστώτων για τους φαρμακοποιούς που είναι ιδιοκτήτες φαρμακείου και για τους φαρμακοποιούς που είναι ιδιοκτήτες καταστήματος διαθέσεως παραφαρμακευτικών ειδών, όσον αφορά την πώληση των φαρμάκων που μνημονεύονται στο πρώτο ερώτημα;

3)      Έχουν τα άρθρα 102 ΣΛΕΕ και 106, [παράγραφος 1,] ΣΛΕΕ την έννοια ότι η απαγόρευση καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως τυγχάνει εφαρμογής άνευ περιορισμών στην περίπτωση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, καθόσον φαρμακοποιός έχων άδεια λειτουργίας παραδοσιακού φαρμακείου για την πώληση φαρμάκων, βάσει συμβάσεως συναφθείσας με το εθνικό σύστημα υγείας, περιέρχεται σε πλεονεκτική θέση λόγω της απαγορεύσεως στους έχοντες άδεια λειτουργίας καταστήματος διαθέσεως παραφαρμακευτικών ειδών να πωλούν φάρμακα της κατηγορίας C, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του επαγγέλματος του φαρμακοποιού τα οποία απορρέουν από τον χαρακτήρα δημοσίου συμφέροντος της προστασίας της υγείας των πολιτών;»

14      Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2013, η Γραμματεία του Δικαστηρίου διαβίβασε στο αιτούν δικαστήριο την απόφαση Venturini κ.λπ. (C-159/12 έως C-161/12, EU:C:2013:791), καλώντας το να διευκρινίσει αν, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως αυτής, εμμένει στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

15      Με απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Αυγούστου 2014, το αιτούν δικαστήριο γνωστοποίησε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου ότι εμμένει όσον αφορά την υποβολή του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

16      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 15 του Χάρτη έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής άνευ περιορισμών και όσον αφορά το επάγγελμα του φαρμακοποιού, χωρίς ο χαρακτήρας δημοσίου συμφέροντος που συνδέεται με το επάγγελμα αυτό να δικαιολογεί την ύπαρξη διαφορετικών νομικών καθεστώτων για τους φαρμακοποιούς που διαθέτουν άδεια λειτουργίας φαρμακείου και για τους φαρμακοποιούς εκείνους που έχουν άδεια λειτουργίας καταστημάτων διαθέσεως παραφαρμακευτικών ειδών, όσον αφορά την πώληση των φαρμάκων για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή «λευκού χρώματος», δηλαδή τα φάρμακα για τα οποία η δαπάνη δεν καλύπτεται από το εθνικό σύστημα υγείας, αλλά βαρύνει εξ ολοκλήρου τον αγοραστή.

17      Συναφώς, προκειμένου να καταστεί δυνατή η χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του Δικαστηρίου, από το άρθρο 94, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να περιέχει έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της κατά τη γνώμη του σχέσεως μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.

18      Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, όμως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν πληροί τις απαιτήσεις αυτές.

19      Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 68 έως 74 των προτάσεών του, από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου δεν προκύπτουν με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους το δικαστήριο αυτό διατηρεί αμφιβολίες για το αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία είναι συμβατή με το άρθρο 15 του Χάρτη και δεν περιέχει ενδείξεις βάσει των οποίων το Δικαστήριο θα παράσχει στο αιτούν δικαστήριο στοιχεία περί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα καταστήσουν δυνατή την εκ μέρους του δευτέρου επίλυση του νομικού ζητήματος του οποίου έχει επιληφθεί.

20      Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δύναται να μην αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο μόνον οσάκις προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία κανόνα της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, οσάκις το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (βλ., σχετικώς, απόφαση OTP Bank, C-672/13, EU:C:2015:185, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Δεδομένου, όμως, ότι το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση, το δεύτερο ερώτημα πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

22      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 102 ΣΛΕΕ και 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι η απαγόρευση καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως τυγχάνει εφαρμογής άνευ περιορισμών στην περίπτωση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, καθόσον φαρμακοποιός έχων άδεια λειτουργίας παραδοσιακού φαρμακείου για την πώληση φαρμάκων, βάσει συμβάσεως συναφθείσας με το εθνικό σύστημα υγείας, περιέρχεται σε πλεονεκτική θέση λόγω της απαγορεύσεως στους έχοντες άδεια λειτουργίας καταστήματος διαθέσεως παραφαρμακευτικών ειδών να πωλούν φάρμακα της κατηγορίας C, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του επαγγέλματος του φαρμακοποιού τα οποία απορρέουν από τον χαρακτήρα δημοσίου συμφέροντος που έχει η προστασία της υγείας των πολιτών.

23      Κατά πάγια νομολογία, απλώς και μόνον η δημιουργία δεσπόζουσας θέσεως διά της παροχής ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν αντιβαίνει, αφεαυτής, στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, κράτος μέλος παραβαίνει τις απαγορεύσεις των δύο αυτών διατάξεων μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η συγκεκριμένη επιχείρηση οδηγείται, απλώς και μόνον με την άσκηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της έχουν παρασχεθεί, σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της ή σε περίπτωση κατά την οποία τα δικαιώματα αυτά δύνανται να δημιουργήσουν κατάσταση εντός της οποίας η επιχείρηση αυτή οδηγείται σε τέτοια καταχρηστική συμπεριφορά (απόφαση Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, C-451/03, EU:C:2006:208, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Κατά συνέπεια, το ζήτημα που εγείρεται έγκειται όχι μόνον στο αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση είχε ως αποτέλεσμα την παροχή ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στα φαρμακεία, αλλά και στο αν μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως (βλ., σχετικώς, απόφαση Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, C-451/03, EU:C:2006:208, σκέψη 24).

25      Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 79 έως 82 των προτάσεών του, η απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου δεν περιέχει καμία εξήγηση όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία δεν είναι συμβατή με τα άρθρα 102 ΣΛΕΕ και 106 ΣΛΕΕ. Το αιτούν δικαστήριο δεν εξηγεί, ιδίως, τους λόγους για τους οποίους η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την εκ μέρους των φαρμακοποιών κατάχρηση της θέσεώς τους.

26      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά την προμνημονευθείσα στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο κρίνεται απαράδεκτο σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο αυτό δεν παρέχει στο Δικαστήριο τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου το Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα χρήσιμης απαντήσεως.

27      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τρίτο ερώτημα είναι απαράδεκτο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

28      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα ερωτήματα τα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per la Sicilia (Ιταλία), με απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2012, και στα οποία ενέμεινε το δικαστήριο αυτό, είναι απαράδεκτα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.