Language of document : ECLI:EU:T:2007:350

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 20ής Νοεμβρίου 2007 (*)

«Κοινοτικό σήμα − Διαδικασία ανακοπής − Αίτηση καταχωρήσεως του εικονιστικού κοινοτικού σήματος CASTELLANI − Προγενέστερα λεκτικά εθνικά σήματα CASTELLUM και CASTELLUCA − Σχετικός λόγος απαραδέκτου − Κίνδυνος συγχύσεως − Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94»

Στην υπόθεση T‑149/06,

Castellani SpA, με έδρα την Campagna Gello (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους A Di Maso και M. Di Maso, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από την J. García Murillo,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Markant Handels und Service GmbH, με έδρα το Offenburg (Γερμανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 22ας Φεβρουαρίου 2006 (υπόθεση R 449/2005‑1), αφορώσας διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Markant Handels und Service GmbH και της Castellani SpA,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, πρόεδρο, I. Labucka και M. Prek, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Μαΐου 2006,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Σεπτεμβρίου 2006,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 6ης Φεβρουαρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 25 Σεπτεμβρίου 2001, η Castellani SpA υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, αίτηση καταχωρήσεως κοινοτικού σήματος.

2        Το εικονιστικό σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το ακόλουθο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 33 κατά τον Διακανονισμό της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει καταχωρήσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Οινοπνευματώδη ποτά εξαιρουμένου του ζύθου». Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανακοπής, η προσφεύγουσα περιόρισε την αίτηση στα: «Οινοπνευματώδη ποτά εξαιρουμένου του ζύθου, των λικέρ, των αφρωδών οίνων και της σαμπάνιας».

4        Η αίτηση δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 45/2002 της 10ης Ιουνίου 2002.

5        Στις 4 Σεπτεμβρίου 2002, η Markant Handels und Service GmbH άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρήσεως του σήματος δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94. Η αίτηση ανακοπής βασιζόταν στα ακόλουθα προγενέστερα σήματα:

–        γερμανική καταχώριση αριθ. 1148027, CASTELLUM, με ημερομηνία 17 Οκτωβρίου 1989, για τους «οίνους εξαιρέσει των αφρωδών οίνων» που εμπίπτουν στην κλάση 33·

–        γερμανική καταχώριση αριθ. 39720803.0, CASTELLUCA, με ημερομηνία 20 Αυγούστου 1997, για τους «οίνους» της κλάσεως 33.

6        Η ανακοπή αφορούσε όλα τα προϊόντα που καλύπτονται από τις προγενέστερες καταχωρήσεις και στρεφόταν κατά των διεκδικουμένων με το αιτούμενο σήμα προϊόντων. Ο προβληθείς προς στήριξη της ανακοπής λόγος συνίστατο στον κίνδυνο συγχύσεως του κοινού λόγω της ομοιότητας που υφίσταται μεταξύ των προγενεστέρων σημάτων και του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και της ταυτότητας των οικείων προϊόντων, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

7        Η προσφεύγουσα ζήτησε από την ανακόπτουσα να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του προγενεστέρου σήματός της CASTELLUM. Η ανακόπτουσα ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό στις 31 Ιουλίου 2003.

8        Με απόφαση της 10ης Μαρτίου 2005, το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της. Με την απόφασή του, αυτό δεν εκτίμησε την περί της χρήσεως απόδειξη που προσκόμισε η ανακόπτουσα και περιορίστηκε στη σύγκριση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση με τα δύο προγενέστερα σήματα επί των οποίων στηριζόταν η ανακοπή. Έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και τα προγενέστερα σήματα διέφεραν οπτικώς και φωνητικώς και ότι, από εννοιολογικής απόψεως, δεδομένου ότι όλα τα σημεία στερούνταν σημασίας στη γερμανική γλώσσα, το συναφές κοινό δεν θα αντιλαμβανόταν καμία εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ των αντιτιθεμένων σημάτων.

9        Στις 20 Απριλίου 2005, η ανακόπτουσα άσκησε προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 57 έως 59 του κανονισμού 40/94, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10      Με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2006 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών και απέρριψε την αίτηση καταχωρήσεως. Κατ’ ουσίαν, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη ιδίως της οπτικής και εννοιολογικής ομοιότητας των σημάτων, καθώς και της ταυτότητας των οικείων προϊόντων, υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του προγενεστέρου σήματος CASTELLUCA.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

12      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα παρατηρεί, προκαταρκτικώς, ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς συνέκρινε μόνον το προγενέστερο σήμα CASTELLUCA και το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, δεδομένου ότι η ανακόπτουσα δεν προσκόμισε καμία κατάλληλη απόδειξη περί της χρήσεως του προγενεστέρου σήματος CASTELLUM κατά τα τελευταία πέντε έτη, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94.

15      Όσον αφορά τη σύγκριση των οικείων προϊόντων, η προσφεύγουσα δέχεται ότι τα προϊόντα, στα οποία αναφέρονται τα αντιτιθέμενα σήματα, είναι πανομοιότυπα, εφόσον πρόκειται για κρασί.

16      Αντιθέτως, όσον αφορά τη σύγκριση των αντιτιθεμένων σημείων, CASTELLANI και CASTELLUCA, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι δεν υφίσταται μεταξύ αυτών καμία ομοιότητα ενέχουσα κίνδυνο συγχύσεως για τους καταναλωτές, ειδικότερα, τους Γερμανούς καταναλωτές, οι οποίοι θεωρούνται ότι είναι συνήθως ενήμεροι.

17      Από οπτικής απόψεως, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιέχει διαφορετικά στοιχεία από το προγενέστερο σήμα CASTELLUCA. Τονίζει, πρώτον, την παρουσία των γραμμάτων «a», «n» και «i» στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και την παρουσία των γραμμάτων «u», «c» και «a» στο προγενέστερο σήμα και, δεύτερον, το γεγονός ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, άλλως απ’ ό,τι συμβαίνει με το προγενέστερο σήμα, είναι σήμα εικονιστικό, το οποίο αποτελείται από τη λέξη «castellani», υπογραμμισμένη με δύο οριζόντιες γραμμές που έχουν στο κέντρο κορώνα στολισμένη με πύργους, αφενός, και τοποθετημένη κάτω από ένα θυρεό που απεικονίζει ένα κάστρο και δύο πύργους, πάνω από τους οποίους υπάρχει μια κορώνα με δύο κλάδους φοίνικα και ένα ρωμαϊκό σταυρό στο κέντρο, αφετέρου. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι αυτό το εικονιστικό στοιχείο εμφανίζει εξαιρετικά διακριτικό χαρακτήρα, αντίθετα προς το πρόθεμα των αντιτιθεμένων σημάτων, το οποίο στερείται διακριτικού χαρακτήρα για τα καλυπτόμενα προϊόντα.

18      Από φωνητικής απόψεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπάρχει διαφορά στην προφορά των δύο σημάτων σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και, ειδικότερα, στη γερμανική. Παρατηρεί ότι, ακόμη και αν τα προθέματα των σημάτων είναι παρόμοια και έχουν την ίδια προφορά, τα επιθήματα προφέρονται διαφορετικά. Προσθέτει ότι το προγενέστερο σήμα CASTELLUCA είναι μια ιδιόρρυθμη λέξη της οποίας η ορθή προφορά είναι [kastelluka], ενώ το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι ιταλική λέξη της οποίας η προφορά είναι [kastellani].

19      Από εννοιολογικής απόψεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα δύο σήματα δεν αντιστοιχούν σε γερμανικές λέξεις ακόμη και αν το πρόθεμα «castel» είναι το πρόθεμα της λατινικής λέξεως «castellum», που σημαίνει «πύργος» και ότι, στα γερμανικά, το πρόθεμα αυτό μεταφράζεται με το φωνητικό ισοδύναμό του «Kastell».

20      Τονίζει συναφώς ότι οι δύο λέξεις έχουν διαφορετικές σημασίες, υπό την έννοια ότι το προγενέστερο σήμα CASTELLUCA θυμίζει τον «πύργο του Luca» ή τον «πύργο του Lucas», ενώ το στοιχείο «castellani» του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι ιταλική λέξη (πρόκειται για τον πληθυντικό ή τη γενική της λέξεως «castellano») που σημαίνει πυργοδεσπότης (Kastellan στα γερμανικά).

21      Κατά την προφορική διαδικασία, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι η λέξη Castellani ήταν πατρώνυμο και όχι η ονομασία της περιοχής. Ανέφερε ότι η οικογένεια Castellani άρχισε να παράγει και να εξάγει κρασί στην αλλοδαπή ουσιαστικά πριν ένα αιώνα, κυρίως, στη Γερμανία.

22      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών σύμφωνα με την οποία η προσοχή των καταναλωτών στρέφεται κυρίως στο πρόθεμα των σημάτων, παρατηρώντας ότι η χρησιμοποίηση του όρου «château» είναι πολύ συνήθης στον τομέα των οίνων. Ισχυρίζεται ότι υφίσταται, στο οικείο έδαφος, ορισμένος αριθμός καταχωρημένων σημάτων που περιέχουν τα προθέματα «castel», «castle», «Kastel» ή «château» και ότι οι καταναλωτές αναγνωρίζουν ένα κρασί χάρις στο επίθημα σε συνδυασμό με τα εν λόγω προθέματα που δεν εμφανίζουν διακριτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, κατ’ αυτήν, τα αντίστοιχα επιθήματα των οικείων σημείων πρέπει να θεωρούνται ως τα διακριτικά και κυρίαρχα στοιχεία που προσελκύουν την προσοχή των καταναλωτών. [απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T‑202/04, Madaus κατά ΓΕΕΑ − Optima Healthcare (ECHINAID), Συλλογή 2006, σ. II‑1115, σκέψη 55].

23      Ως προς την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται κίνδυνος να μπορεί το κοινό να πιστεύσει ότι τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες επιχειρήσεις [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Μαΐου 2005, T‑31/03, Grupo Sada κατά ΓΕΕΑ − Sadia (GRUPO SADA), Συλλογή 2005, σ. II‑1667, σκέψη 42, και της 14ης Ιουλίου 2005, T‑126/03, Reckitt Benckiser (Ισπανία) κατά ΓΕΕΑ − Aladin (ALADIN), Συλλογή 2005, σ. II‑2861, σκέψη 78].

24      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, δεδομένου ότι το πρόθεμα «castel» δεν καθιστά δυνατή τη διάκριση των προϊόντων που προέρχονται από τη μια ή την άλλη επιχείρηση, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη ενημέρωση και είναι αρκούντως προσεκτικός, δεν μπορεί με το πρόθεμα αυτό να διακρίνει τα αντιτιθέμενα σήματα. Κατ’ αυτήν, ο μέσος καταναλωτής γνωρίζει ότι δύο κρασιά των οποίων τα σήματα αρχίζουν με τη λέξη «castel» δεν προέρχονται υποχρεωτικώς από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες επιχειρήσεις και ότι οφείλει να προσέξει το όνομα της επιχειρήσεως, τον τύπο της ποικιλίας, την προέλευση του κρασιού κ.λπ. Θεωρεί ότι, εν προκειμένω, ο μέσος καταναλωτής δεν μπορεί να ξεγελαστεί ως προς την προέλευση του κρασιού οσάκις παρατηρεί τα οικεία δύο σήματα, τα οποία διαφέρουν, ώστε το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση στους Γερμανούς καταναλωτές.

25      Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το προγενέστερο σήμα CASTELLUCA δεν ισχύει, επικαλούμενη το γεγονός ότι χρησιμοποιεί το σήμα της CASTELLANI στη Γερμανία από το 1978 για προϊόντα πανομοιότυπα με αυτά που καλύπτει το προγενέστερο σήμα, καθώς και ότι προσκομίζει τις σχετικές αποδείξεις και ότι η χρήση αυτή προηγήθηκε, επομένως, των καταχωρήσεων του προγενεστέρου σήματος.

26      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί, προκαταρκτικώς, τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών συνέκρινε μόνον το προγενέστερο σήμα CASTELLUCA και το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση λόγω της ανεπάρκειας των αποδείξεων που προσκομίσθηκαν ως προς τη χρήση του προγενεστέρου σήματος CASTELLUM. Επιβεβαιώνει ότι το τμήμα προσφυγών δεν προέβη στην εκτίμηση της αποδείξεως αυτής διότι έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί της ανακόπτουσας σχετικά με το προγενέστερο σήμα CASTELLUCA, στο οποίο ομοίως βασιζόταν η ανακοπή. Το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει συναφώς ότι η διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως έναντι ενός εκ των προγενεστέρων σημάτων αρκεί για να απορριφθεί η αίτηση καταχωρήσεως κοινοτικού σήματος στο σύνολό της και ότι μπορεί επομένως, σ’ αυτή την περίπτωση, να μη προβεί στην εκτίμηση ενός εκάστου των προγενεστέρων δικαιωμάτων επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Μαρτίου 2004, T‑183/02 και T‑184/02, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – González Cabello και Iberia Líneas Aéreas de España (MUNDICOR), Συλλογή 2004, σ. II‑965, σκέψεις 70 έως 72, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑342/02, Metro-Goldwyn-Mayer Lion κατά ΓΕΕΑ – Moser Grupo Media (Moser Grupo Media), Συλλογή 2004, σ. II‑3191, σκέψη 48].

27      Ως προς τα επίδικα προϊόντα, το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι δεν αμφισβητείται ότι τα προϊόντα που προστατεύονται από τα συγκρουόμενα σήματα είναι ακριβώς τα ίδια.

28      Ως προς τη σύγκριση των οικείων σημείων, το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι, από οπτικής απόψεως, όπως παρατήρησε και το τμήμα προσφυγών, τα εικονιστικά στοιχεία του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση γίνονται αντιληπτά ως απλή απεικόνιση ενός πύργου και τα στοιχεία αυτά εμφανίζουν περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα. Θεωρεί ότι το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι ο όρος «castellani». Εκτιμά συναφώς ότι, στην περίπτωση περίπλοκου σήματος, το οποίο περιλαμβάνει συνδυασμό εικονιστικών και λεκτικών στοιχείων, το κοινό δίνει γενικώς μεγαλύτερη σημασία στο λεκτικό στοιχείο, φυλάσσοντας στη μνήμη ατελή εικόνα του σήματος.

29      Το ΓΕΕΑ παρατηρεί, πρώτον, ότι η χρησιμοποίηση εικονιστικών στοιχείων, που έχουν διακοσμητικό ρόλο, σε συνδυασμό με λεκτικά στοιχεία είναι συνήθης στον κόσμο των συναλλαγών, δεύτερον, ότι οι καταναλωτές δεν συνηθίζουν να μην προσέχουν τα λεκτικά στοιχεία και, τρίτον, ότι δεν αναγνωρίζουν την εμπορική προέλευση των προϊόντων από τα διακοσμητικά αυτά στοιχεία. Επομένως, λόγω της θέσεώς του στο προς καταχώριση σήμα, το στοιχείο «castellani» παίζει κυρίαρχο ρόλο, κατά το ΓΕΕΑ, οσάκις το σχετικό κοινό αναγνωρίζει το σημείο και το απομνημονεύει [απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 2005, T‑312/03, Wassen International κατά ΓΕΕΑ – Stroschein Gesundkost (SELENIUM‑ACE), Συλλογή 2005, σ. II‑2897, σκέψεις 39 έως 41].

30      Συνεπώς, παρόλον ότι τα συγκρουόμενα σήματα είναι διαφορετικής φύσεως, το ΓΕΕΑ, παρατηρώντας, αφενός, ότι στο προς καταχώριση σήμα κυριαρχεί το λεκτικό του στοιχείο «castellani» και, αφετέρου, ότι τα κυρίαρχα στοιχεία «castelluca» και «castellani» των συγκρουομένων σημάτων έχουν μεγάλο αριθμό κοινών γραμμάτων και πανομοιότυπο μάκρος, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση ορθώς δέχεται ότι τα εν λόγω σήματα είναι παρόμοια από οπτικής απόψεως.

31      Από φωνητικής απόψεως, το ΓΕΕΑ παρατηρεί ότι τα συγκρουόμενα σήματα προφέρονται στο σχετικό έδαφος σε τέσσερις συλλαβές, ήτοι «cas‑te‑llu‑ca» και «cas‑te‑lla‑ni». Ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε με την προσβαλλομένη απόφαση ότι οι διαφορετικές καταλήξεις των σημάτων αυτών δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι αυτά δεν ήσαν παρόμοια από φωνητικής απόψεως, δεδομένου ότι οι δύο αρχικές συλλαβές τους είναι πανομοιότυπες και η τρίτη συλλαβή τους σαφώς επηρεάζεται από τα σύμφωνα «ll».

32      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η εκτίμηση της προσφεύγουσας για τα συγκρουόμενα σήματα είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι βασίζεται σε τεχνητό τεμαχισμό των σημάτων αυτών και όχι σε μια ανάλυση, όπως απαιτεί η νομολογία, των εν λόγω σημάτων στο σύνολό τους, όπως αυτά γίνονται αντιληπτά από το ενδιαφερόμενο κοινό. Θεωρεί ότι, αν τα σήματα εξεταστούν στο σύνολό τους, τα συγκρουόμενα σημεία εμφανίζουν επίσης κάποιο βαθμό φωνητικής ομοιότητας.

33      Από εννοιολογικής απόψεως, το ΓΕΕΑ παρατηρεί ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής συνδέει τα δύο σημεία CASTELLANI και CASTELLUCA με τη γερμανική λέξη «Kastell» (πύργος) και ότι η έννοια αυτή καθιστά τα σήματα παρόμοια.

34      Απαντώντας στον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η παρουσία της ίδιας έννοιας δεν αρκεί για να δημιουργηθεί εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ των αντιτιθεμένων σημείων επί του οικείου εδάφους, το ΓΕΕΑ αναφέρει ότι λίγα σήματα αποτελούμενα από το πρόθεμα «castell», ακολουθούμενο από διαφορετικές καταλήξεις, περιλαμβάνονται στο γερμανικό μητρώο σημάτων, ότι διάφορα σήματα που περιέχουν τον όρο «castello» ακολουθούμενον από έναν ή περισσότερους άλλους όρους υφίστανται, αλλ’ ότι, μεταξύ αυτών, λίγα είναι αυτά που αποτελούνται από το πρόθεμα «castell» ακολουθούμενο από μια σύντομη κατάληξη, όπως συμβαίνει με τα σήματα για τα οποία πρόκειται στην παρούσα υπόθεση.

35      Το ΓΕΕΑ τονίζει συναφώς ότι, όπως παρατήρησε το τμήμα προσφυγών στην προσβαλλομένη απόφαση, παρόλον ότι κανένα λεκτικό στοιχείο των αντιτιθεμένων σημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία στα γερμανικά, είναι δυνατόν ο μέσος Γερμανός καταναλωτής να αντιλαμβάνεται στην αρχή των δύο σημάτων την έννοια του πύργου, λαμβάνοντας υπόψη την ομοιότητά του με τον γερμανικό όρο «Kastell». Θεωρεί, επομένως, ότι η εννοιολογική ομοιότητα δεν μπορεί να αποκλειστεί.

36      Ως προς την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει τη συναφώς λυσιτελή νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου και, ειδικότερα, τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, ήτοι τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος, τον βαθμό ομοιότητας των σημάτων και των προϊόντων, τη φύση των οικείων προϊόντων και τον βαθμό προσοχής του σχετικού κοινού.

37      Ως προς τον διακριτικό χαρακτήρα του στοιχείου «castell» επί του συγκεκριμένου εδάφους, το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι ναι μεν ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενεστέρου σήματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να εκτιμάται ο κίνδυνος συγχύσεως, πλην όμως δεν αποτελεί παρά ένα στοιχείο μεταξύ των λοιπών που λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση αυτή. Έτσι, ακόμη και αν υφίσταται ένα προγενέστερο σήμα με περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα ή αποτελούμενο, όπως εν προκειμένω, από ένα στοιχείο με περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα, μπορεί να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, μεταξύ άλλων, λόγω της ομοιότητας των σημείων και των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Μαρτίου 2005, T-112/03, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ – Revlon (FLEXI AIR), Συλλογή 2005, σ. ΙΙ-949, σκέψη 61, και της 8ης Δεκεμβρίου 2005, T‑29/04, Castellblanch κατά ΓΕΕΑ – Champagne Roederer (CRISTAL CASTELLBLANCH), Συλλογή 2005, σ. II‑5309, σκέψη 69].

38      Ως προς τον βαθμό ομοιότητας των σημάτων, το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι τα συγκρουόμενα σήματα προσομοιάζουν οπτικώς, εν μέρει δε φωνητικώς, και ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο μέσος Γερμανός καταναλωτής τα συνδέει εννοιολογικώς μεταξύ τους. Ως προς τον βαθμό ομοιότητας των προϊόντων, το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι τα οικεία προϊόντα πρέπει να θεωρούνται πανομοιότυπα.

39      Ως προς τα οικεία προϊόντα, το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι το εν προκειμένω ενδιαφερόμενο για τα προϊόντα αυτά κοινό αποτελείται από μέσους Γερμανούς καταναλωτές οίνων και άλλων αλκοολούχων ποτών. Ως προς τον βαθμό προσοχής του ενδιαφερομένου κοινού κατά την απόκτηση των προϊόντων αυτών, το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι, κατά γενικό κανόνα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο μέσος καταναλωτής οίνων στη Γερμανία δίνει μεγάλη προσοχή κατά την αγορά των προϊόντων αυτών, δεδομένου ότι τα οικεία προϊόντα αποτελούνται από μια μεγάλη ποικιλία ποτών, τόσον από απόψεως ποιότητας όσον και από απόψεως τιμής, το δε ενδιαφερόμενο κοινό δεν είναι κατ’ ανάγκην ούτε ειδικός γνώστης ούτε πολύ προσεκτικό. Θεωρεί συνεπώς ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως στη Γερμανία, υπό την έννοια ότι το κοινό θα μπορούσε να σκεφθεί ότι τα οικεία προϊόντα προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από συνδεόμενες οικονομικώς επιχειρήσεις.

40      Κατά το ΓΕΕΑ, απ’ όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε στην ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 και ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

41      Κατά το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενεστέρου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω της πανομοιοτυπίας του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της πανομοιοτυπίας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 40/94, ως προγενέστερα σήματα νοούνται τα καταχωρημένα σε κράτος μέλος σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία της αίτησης καταχωρήσεως κοινοτικού σήματος.

42      Κατά πάγια νομολογία, συνιστά κίνδυνο συγχύσεως ο κίνδυνος να πιστεύσει το κοινό ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από συνδεόμενες μεταξύ τους οικονομικώς επιχειρήσεις [απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑104/01, Oberhauser κατά ΓΕΕΑ – Petit Liberto (Fifties), Συλλογή 2002, σ. II‑4359, σκέψη 25· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 29, και της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 17].

43      Κατά την εν λόγω νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, σύμφωνα με τον τρόπο κατά τον οποίο αντιλαμβάνεται το ενδιαφερόμενο κοινό τα επίμαχα σημεία και τα προϊόντα ή υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων εν προκειμένω παραγόντων, ιδίως της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ − Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 31 έως 33 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

44      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το πώς εκλαμβάνει τα σήματα ο μέσος καταναλωτής των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο κατά τη σφαιρική αξιολόγηση του κινδύνου συγχύσεως. Πάντως, ο μέσος καταναλωτής εκλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως ένα όλον και δεν αποδύεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του [αποφάσεις του Πρωτοδικείου Fifties, σκέψη 42 πιο πάνω, σκέψη 28, και της 3ης Μαρτίου 2004, T-355/02, Mülhens κατά ΓΕΕΑ – Zirh International (ZIRH), Συλλογή 2004, σ. II-791, σκέψη 41· βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C-251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I-6191, σκέψη 23, και την προαναφερθείσα στη σκέψη 42 απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 25]. Για να γίνει η σφαιρική αυτή αξιολόγηση, θεωρείται ότι ο μέσος καταναλωτής των σχετικών προϊόντων έχει τη συνήθη ενημέρωση και είναι σε λογικό βαθμό προσεκτικός. Εξάλλου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο μέσος καταναλωτής σπανίως μόνον έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει ευθέως τα διάφορα σήματα και οφείλει να εμπιστευθεί την ατελή εικόνα τους που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι το επίπεδο προσοχής του μέσου καταναλωτή μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του είδους των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Lloyd Schuhfabrik Meyer, όπ.π. σκέψη 42, σκέψη 26, και Fifties, όπ.π. σκέψη 42, σκέψη 28).

45      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ανακόπτουσα άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρήσεως του αιτούμενου σήματος επικαλούμενη την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, με τα προγενέστερα λεκτικά γερμανικά σήματα CASTELLUM και CASTELLUCA, τα οποία προσδιορίζουν προϊόντα της κλάσεως 33 του Διακανονισμού της Νίκαιας.

46      Με την προσβαλλομένη απόφαση, το τμήμα προσφυγών έκρινε, αφού απέρριψε την αίτηση καταχωρήσεως λόγω της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενεστέρου σήματος CASTELLUCA, ότι δεν ήταν αναγκαία η εξέταση της αποδείξεως όσον αφορά τη χρήση του προγενεστέρου σήματος CASTELLUM (σκέψεις 15 και 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

47      Επομένως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα, πρέπει να εκτιμηθεί ο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ, αφενός, του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και, αφετέρου, του προγενεστέρου σήματος CASTELLUCA.

48      Επειδή τα οικεία προϊόντα είναι προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και τα προγενέστερα σήματα έχουν καταχωρηθεί στη Γερμανία, το σχετικό κοινό, σε σχέση με το οποίο πρέπει να εκτιμηθεί ο κίνδυνος συγχύσεως, αποτελείται από μέσους καταναλωτές στη Γερμανία.

49      Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι τα προϊόντα που καλύπτονται από τα συγκρουόμενα σήματα είναι πανομοιότυπα. Επομένως, υπό το φως των προεκτεθέντων, πρέπει να συγκριθούν μόνον τα συγκρουόμενα σημεία.

50      Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι δύο σήματα είναι παρόμοια οσάκις, κατά την αντίληψη του ενδιαφερομένου κοινού, ταυτίζονται, τουλάχιστον εν μέρει, ως προς μία ή πλείονες ουσιώδεις πτυχές [αποφάσεις του Πρωτοδικείου, της 23ης Οκτωβρίου 2002, T-6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ – Hukla Germany (MATRATZEN), Συλλογή 2002, σ. II-4335, σκέψη 30, και της 26ης Ιανουαρίου 2006, T‑317/03, Volkswagen κατά ΓΕΕΑ – Nacional Motor (Variant), μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 46].

51      Η συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει πάντως, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή νοηματική ομοιότητα των συγκρουομένων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δίνουν τα τελευταία, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των διακριτικών και δεσποζόντων στοιχείων τους [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Οκτωβρίου 2003, T-292/01, Phillips-Van Heusen κατά ΓΕΕΑ – Pash Textilvertrieb und Einzelhandel (BASS), Συλλογή 2003, σ. ΙΙ‑4335, σκέψη 47 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

52      Εν προκειμένω, ως προς την οπτική σύγκριση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση συνιστά περίπλοκο σήμα, αποτελούμενο από ένα λεκτικό στοιχείο «castellani», και από ένα εικονιστικό σημείο που το αποτελούν δύο οριζόντιες γραμμές με μία κορώνα στο μέσον, στολισμένη με πύργους, αφενός, και ένα θυρεό που απεικονίζει ένα κάστρο και δύο πύργους, υπεράνω των οποίων υπάρχει μία κορώνα με δύο κλάδους φοίνικα και ένα ρωμαϊκό σταυρό στο κέντρο, αφετέρου.

53      Ως προς τη σημασία που πρέπει να δοθεί στο εικονιστικό στοιχείο ως στοιχείο διαφοροποιήσεως, αυτό δεν μπορεί να αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στη συνολική εντύπωση που δημιουργεί το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως έκρινε το τμήμα προσφυγών με τη σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα εικονιστικά στοιχεία του σήματος αυτού εκλαμβάνονται ως απεικόνιση ενός φρουρίου και ότι τα στοιχεία αυτά εμφανίζουν περιορισμένο μόνο διακριτικό χαρακτήρα. Πράγματι, όσον αφορά ένα προϊόν όπως ο οίνος, η παρουσία ενός φρουρίου δεν συνιστά στοιχείο βάσει του οποίου το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να συγκρατήσει αυτό το εικονιστικό στοιχείο ως κυρίαρχο της εικόνας του αιτουμένου σήματος την οποία θα κρατήσει στη μνήμη του. Αντιθέτως, οι καταναλωτές συνηθίζουν να προσδιορίζουν και να αναγνωρίζουν τον οίνο σε σχέση με το λεκτικό στοιχείο που χρησιμεύει για την αναγνώρισή του, ανεξαρτήτως αν το στοιχείο αυτό προσδιορίζει ιδίως τον καλλιεργητή ή την ιδιοκτησία όπου παράγεται ο οίνος [απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2005, T‑40/03, Murúa Entrena κατά ΓΕΕΑ − Bodegas Murúa (Julián Murúa Entrena), Συλλογή 2005, σ. II‑2831, σκέψη 56]. Επομένως, το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι το λεκτικό του στοιχείο, ήτοι ο όρος «castellani».

54      Το τμήμα προσφυγών παρατήρησε επίσης, με την ίδια σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το πρώτο μέρος των σημείων, οπτικώς το πιο εντυπωσιακό, κατ’ αυτό, ήτοι «castell», ήταν πανομοιότυπο. Όμως, τα λεκτικά στοιχεία «castellani» και «castelluca» εμφανίζουν, ασφαλώς, κάποιο οπτική ομοιότητα, εφόσον έχουν το ίδιο μήκος και τα πρώτα επτά γράμματά τους είναι πανομοιότυπα και τοποθετημένα με την ίδια σειρά («c‑a‑s‑t‑e‑l‑l»). Πάντως, μολονότι η προσοχή του καταναλωτή ελκύεται συχνά από το αρχικό μέρος των λέξεων (απόφαση MUNDICOR, σκέψη 26 πιο πάνω, σκέψη 81), ορθώς η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η χρησιμοποίηση του όρου «château» είναι πολύ συνηθισμένη για την ειδική αυτή κατηγορία προϊόντων. Υπάρχει τέτοια ποικιλία ονομάτων και προϊόντων που εμφανίζονται στους καταναλωτές έχοντας εδαφικό προσδιορισμό συνδεόμενο με τους όρους «castello», «castel», «château», «Schloss» ή «castle» ώστε, για να μπορεί να αναγνωριστεί ορθώς ένα κρασί του οποίου η ονομασία αρχίζει με μια από αυτές τις λέξεις, το επίθημα που συνδέεται με αυτό πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά από τους καταναλωτές. Εν προκειμένω, τα τελικά γράμματα των αντιτιθεμένων σημείων, ήτοι «a», «n» και «i» για το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και «u», «c» και «a» για το προγενέστερο σήμα, διαφέρουν.

55      Επομένως, στο πλαίσιο της συνολικής οπτικής εκτιμήσεως των σημείων, η διαπιστωθείσα διαφορά μεταξύ των λεκτικών στοιχείων «castellani» και «castelluca» είναι επαρκής για να αποκλειστεί οπτική ομοιότητα των συγκρουομένων σημείων.

56      Ως προς την φωνητική σύγκριση, αντίθετα προς την εκτίμηση του τμήματος στη σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι διαφορές μεταξύ των σημείων, οφειλόμενες στη διαφορά των επιθημάτων, «ani» για το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και «uca» για το προγενέστερο σήμα, αρκούν για να διακρίνονται φωνητικώς στη γερμανική γλώσσα, παρά την ταυτότητα των προθεμάτων («castell»). Πράγματι, αν το ενδιαφερόμενο κοινό προφέρει τα οικεία επιθήματα στα γερμανικά, το στοιχείο «ani» θα προφέρεται [ani] και το στοιχείο «uca» θα προφέρεται [uka].

57      Ως προς την εννοιολογική σύγκριση, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, που εκτίθεται στη σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία ο μέσος Γερμανός καταναλωτής θα μπορούσε να συνδέσει κατά τον ίδιο τρόπο τα δύο σήματα με τη λέξη «Kastell» που σημαίνει στα γερμανικά πύργος, οπότε θα υπήρχε εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ των συγκρουομένων σημείων.

58      Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς, πρώτον, ότι η χρήση του όρου «château» είναι συνήθης στον τομέα των οίνων. Η Γερμανία αποτελεί την τέταρτη αγορά στον κόσμο όσον αφορά την κατανάλωση οίνου. Αν και μεγάλο μέρος της καταναλώσεως καλύπτεται από τους γερμανικούς οίνους, σημαντικό μέρος αυτής τροφοδοτείται από εισαγωγές. Οι κύριοι προμηθευτές οίνων της Γερμανίας είναι η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία. Συνεπώς, ο Γερμανός καταναλωτής είναι συνηθισμένος να βλέπει μεγάλο αριθμό σημάτων οίνου των οποίων το όνομα αρχίζει με τη λέξη «Schloss», «castello», «château», «castel» ή «castle» οσάκις αγοράζει κρασί σε εξειδικευμένο κατάστημα, σε σούπερ μάρκετ, υπεραγορά τροφίμων ή οσάκις επιλέγει κρασί που περιλαμβάνεται στον οινοκατάλογο στο εστιατόριο. Θα δώσει, επομένως, λιγότερη σημασία στο πρόθεμα και θα εξετάσει προσεκτικά το επίθημα του σήματος που περιλαμβάνεται στην ετικέτα της φιάλης.

59      Δεύτερον, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιλαμβάνει οικογενειακή ονομασία ιταλικής προελεύσεως, η οποία θα αναγνωριστεί ως τέτοια από το ενδιαφερόμενο κοινό. Δεδομένου ότι η ιταλική γαστρονομία και τα ιταλικά εμπορεύματα είναι διαδεδομένα στη Γερμανία, ο μέσος Γερμανός καταναλωτής έχει τη συνήθεια να αναγνωρίζει μία ιταλική ονομασία και να τη συνδέει με μια οικογένεια. Είναι πολύ απίθανο ο μέσος Γερμανός καταναλωτής να συνδέσει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση με τη γερμανική λέξη «Kastellan». Όσον αφορά το προγενέστερο σήμα, αυτό υπαινίσσεται τον πύργο του Luca ή θα συνδεθεί με την πόλη της Λούκα (Lucca), πρωτεύουσα της επαρχίας Lucca στην Τοσκάνη, στην Ιταλία. Συνεπώς, υφίσταται εννοιολογική διαφορά μεταξύ των δύο σημείων.

60      Έτσι, στο πλαίσιο μιας σφαιρικής αξιολογήσεως των σχετικών σημάτων, αντίθετα προς τα όσα δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, οι οπτικές, φωνητικές και εννοιολογικές διαφορές των συγκρουομένων σημείων αρκούν για να εμποδίσουν το ενδεχόμενο, παρά το ότι τα σχετικά προϊόντα είναι πανομοιότυπα, οι ομοιότητες των συγκρουομένων σημείων να δημιουργήσουν κίνδυνο συγχύσεως για τον μέσο Γερμανό καταναλωτή.

61      Απ’ όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως, τον οποίον προέβαλε η προσφεύγουσα, πρέπει να γίνει δεκτός και ότι, επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

63      Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 22ας Φεβρουαρίου 2006 (υπόθεση R 449/2005 1).

2)      Καταδικάζει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Cooke

Labucka

Prek

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Νοεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       J. D. Cooke


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.