Language of document : ECLI:EU:T:2013:260

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 17ης Μαΐου 2013 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά των εύκαμπτων θαλάσσιων σωλήνων – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών – Έννοια της διαρκούς ή επαναλαμβανόμενης παραβάσεως – Παραγραφή – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ίση μεταχείριση – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Πρόστιμα – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία»

Στην υπόθεση T‑154/09,

Manuli Rubber Industries SpA (MRI), με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους L. Radicati di Brozolo, M. Pappalardo και E. Marasà, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, S. Noë και L. Prete,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2009) 428 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Εύκαμπτοι θαλάσσιοι σωλήνες), καθόσον η απόφαση αυτή αφορά τις προσφεύγουσες, και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως ή ουσιώδους μειώσεως του προστίμου το οποίο τους επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, M. Prek και S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Απριλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως

 Βιομηχανικός κλάδος των εύκαμπτων θαλάσσιων σωλήνων που προορίζονται για πετρέλαιο και φυσικό αέριο

1        Οι εύκαμπτοι θαλάσσιοι σωλήνες (στο εξής: θαλάσσιοι σωλήνες) χρησιμοποιούνται για τη φόρτωση αργού, επεξεργασμένου ή ακατέργαστου πετρελαίου και άλλων πετρελαϊκών προϊόντων από εγκαταστάσεις ανοιχτής θάλασσας (για παράδειγμα, σημαντήρες –οι οποίοι είναι συνήθως αγκυροβολημένοι σε ανοικτή θάλασσα και χρησιμεύουν ως σημεία πρόσδεσης για τα πετρελαιοφόρα– ή πλωτές μονάδες άντλησης, αποθήκευσης και εκφόρτωσης –οι οποίες είναι συστήματα πλωτών δεξαμενών που χρησιμοποιούνται για την άντληση πετρελαίου ή φυσικού αερίου από κοντινή πλωτή μονάδα, την επεξεργασία και την αποθήκευση μέχρι τη μεταφόρτωσή του προς το πετρελαιοφόρο) επί των δεξαμενοπλοίων, και, στη συνέχεια, για την εκφόρτωση των προϊόντων αυτών από τα πλοία αυτά σε εγκαταστάσεις ανοιχτής θάλασσας (για παράδειγμα, σε σημαντήρες) ή σε χερσαίες εγκαταστάσεις.

2        Οι θαλάσσιοι σωλήνες χρησιμοποιούνται σε ανοιχτή θάλασσα –δηλαδή μέσα ή κοντά στο νερό– παρόλο που οι βιομηχανικοί ή επίγειοι σωλήνες χρησιμοποιούνται σε χερσαίες εγκαταστάσεις.

3        Κάθε εγκατάσταση των θαλάσσιων σωλήνων συνεπάγεται, αναλόγως των συγκεκριμένων αναγκών των πελατών, ορισμένο αριθμό τυποποιημένων σωλήνων, ειδικών σωλήνων με διακλαδώσεις στα δύο άκρα και πρόσθετο εξοπλισμό, όπως βαλβίδες, μηχανισμό γραναζιών ή ακόμη και πλωτό εξοπλισμό. Εν προκειμένω, οι όροι «θαλάσσιοι σωλήνες» περιλαμβάνουν τους εν λόγω πρόσθετους εξοπλισμούς.

4        Οι θαλάσσιοι σωλήνες χρησιμοποιούνται από εταιρίες πετρελαίου, κατασκευαστές σημαντήρων, λιμενικούς τερματικούς σταθμούς, από τη βιομηχανία πετρελαίου και κυβερνήσεις, και αγοράζονται είτε για νέα σχέδια είτε προς αντικατάσταση παλαιών σωλήνων.

5        Όσον αφορά τα νέα σχέδια, οι τερματικοί σταθμοί πετρελαίου ή οι λοιποί τελικοί κατασκευαστές αναθέτουν συνήθως σε μηχανολογική εταιρία (η οποία επίσης αποκαλείται «κατασκευάστρια υλικού», «κατασκευάστρια OEM» ή «κατασκευάστρια εξοπλισμού») να κατασκευάσει ή να προβεί στην τοποθέτηση νέων εγκαταστάσεων διανομής πετρελαίου, όπως τα συστήματα πρόσδεσης σε ένα ενιαίο σημείο ή στις πλωτές πλατφόρμες άντλησης, αποθήκευσης και εκφόρτωσης. Για τέτοιου είδους σχέδια, ο κατασκευαστής εξοπλισμού αγοράζει ένα ολοκληρωμένο σύστημα θαλάσσιων σωλήνων από τον παραγωγό.

6        Μετά την εγκατάσταση των θαλάσσιων αυτών σωλήνων, τα μεμονωμένα εξαρτήματα πρέπει να αντικαθίστανται εντός περιόδου ενός έως επτά ετών. Οι αγορές θαλάσσιων σωλήνων προς αντικατάσταση παλαιών (επίσης γνωστές με το όνομα «κλάδος ανταλλακτικών») πραγματοποιούνται συχνά απευθείας από τους τελικούς χρήστες. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εν λόγω χρήστες αναθέτουν σε τρίτους και συγκεντρώνουν τις αγορές τους από θυγατρικές εταιρίες ή εξωτερικές επιχειρήσεις. Οι πωλήσεις προς αντικατάσταση παλαιών σωλήνων αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο μέρος στην παγκόσμια αγορά θαλάσσιων σωλήνων από ό,τι οι πωλήσεις νέων προϊόντων.

7        Η ζήτηση των θαλάσσιων σωλήνων εξαρτάται εν πολλοίς από την ανάπτυξη του τομέα των πετρελαιοειδών και, ειδικότερα, από την εκμετάλλευση του πετρελαίου σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τον τόπο κατανάλωσης. Η ζήτηση αυξήθηκε συν τω χρόνω. Είναι κυκλική και, σε ορισμένο βαθμό, συνδέεται με την τιμή του πετρελαίου. Απέκτησε σημασία από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και αυξήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ειδικότερα από τις πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές στον Περσικό Κόλπο, στη Βόρεια Θάλασσα και στη Βόρεια Αφρική. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, η ζήτηση αυξήθηκε από τις υπό ανάπτυξη εθνικές εταιρίες πετρελαίου της Νότιας Αμερικής. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’90, η ζήτηση μετατέθηκε προς τη Δυτική Αφρική.

8        Οι θαλάσσιοι σωλήνες κατασκευάζονται από επιχειρήσεις οι οποίες είναι γνωστές για την κατασκευή ελαστικών και καουτσούκ ή από μία εκ των επιχειρήσεών τους «spin-off» (τεχνοβλαστών). Παράγονται με βάση τη ζήτηση, σύμφωνα με τις ανάγκες των πελατών. Καθόσον η ζήτηση για θαλάσσιους σωλήνες είναι ευρέως διασκορπισμένη από γεωγραφικής απόψεως, οι περισσότεροι παραγωγοί θαλάσσιων σωλήνων αναθέτουν σε σημαντικό αριθμό φορέων, για συγκεκριμένες αγορές, την παροχή γενικών υπηρεσιών μάρκετινγκ και την προώθηση των προϊόντων τους στο πλαίσιο προσκλήσεων υποβολής προσφορών, οι οποίες δημοσιεύονται.

9        Οι θαλάσσιοι σωλήνες τίθενται σε εμπορία παγκοσμίως και οι σημαντικοί παραγωγοί δραστηριοποιούνται σε διεθνή κλίμακα. Οι κανονιστικές απαιτήσεις που ισχύουν για τους θαλάσσιους σωλήνες δεν διαφέρουν ριζικώς από τη μια χώρα στην άλλη και, μολονότι οι τεχνικές απαιτήσεις διαφέρουν αναλόγως του περιβάλλοντος και των όρων χρησιμοποιήσεως, τούτο δεν θεωρείται πάντως εμπόδιο για την πώληση των θαλάσσιων σωλήνων παγκοσμίως.

10      Τέλος, κατά τη διάρκεια της περιόδου που ελήφθη υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη πώλησαν θαλάσσιους σωλήνες παραχθέντες στην Ιαπωνία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιταλία και στη Γαλλία σε τελικούς χρήστες καθώς και σε κατασκευαστές εξοπλισμών εγκατεστημένους σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (EΟΧ). Μολονότι η πλειονότητα των συστημάτων θαλάσσιων σωλήνων έχουν ως τελικό προορισμό μη ευρωπαϊκές περιοχές, ορισμένοι από τους κύριους κατασκευαστές εξοπλισμών στον κόσμο είναι, αντιθέτως, εγκατεστημένοι σε διάφορες χώρες της Ένωσης και του ΕΟΧ.

 Παρουσίαση της προσφεύγουσας

11      Η προσφεύγουσα, Manuli Rubber Industries SpA (στο εξής: MRI), είναι εταιρία η οποία ασκεί δραστηριότητες σχεδιασμού, κατασκευής και διανομής, σε όλον τον κόσμο, μηχανών και συστημάτων και εξαρτημάτων από καουτσούκ/μέταλλο για τη μεταφορά υγρών που προορίζονται για θαλάσσιες/πετρελαϊκές εφαρμογές και υδραυλικά συστήματα υψηλής πιέσεως.

12      Η προσφεύγουσα είναι η ηγετική εταιρία του ομίλου Manuli. Έχει την έδρα της στο Μιλάνο (Ιταλία).

13      Στις 2 Δεκεμβρίου 1984 η Manuli ίδρυσε την Uniroyal Manuli (USA) Inc. η οποία ήταν εγκαταστημένη στο Delaware (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) και ανήκε πλήρως στην MRI. Στη συνέχεια, η εταιρία αυτή ονομάστηκε Uniroyal Manuli Rubber (USA) Inc. το 1986, Manuli Rubber Industries (USA) Inc. το 1990, στη συνέχεια Manuli Oil & Marine (USA) Inc. (στο εξής: MOM) το 1997. H εταιρία ετέθη υπό εκκαθάριση στις 31 Δεκεμβρίου 2006.

14      Μετά την ίδρυση της MOM, η ΜΟΜ διεξήγαγε τις πωλήσεις και την εμπορία των θαλάσσιων σωλήνων της MRI σε παγκόσμια κλίμακα.

15      [εμπιστευτικό] (1).

16      [εμπιστευτικό].

17      [εμπιστευτικό].

18      Τον Ιανουάριο του 2006, ο κλάδος των εύκαμπτων θαλάσσιων σωλήνων ετέθη υπό την ηγεμονία του ομίλου επιχειρήσεων Ingénierie και η MOM απέδιδε λογαριασμό στον προϊστάμενο του εν λόγω ομίλου.

19      Την 1η Ιανουαρίου 2007, μετά την εκκαθάριση της MOM, η MRI ανέλαβε εκ νέου τη λειτουργική δραστηριότητα των θαλάσσιων σωλήνων.

 Διοικητική διαδικασία

20      Ενώ είχε κινηθεί διαδικασία έρευνας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών και τις αρχές ανταγωνισμού της Ιαπωνίας και του Ηνωμένου Βασιλείου για παρεμφερή πραγματικά περιστατικά, [εμπιστευτικό], προβάλλοντας το πρόγραμμα επιείκειας που προβλέπει η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (EE 2006, C 298, σ. 17) (στο εξής: ανακοίνωση για τη συνεργασία), η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 20 Δεκεμβρίου 2006, αίτηση μη επιβολής προστίμου καταγγέλλοντας την ύπαρξη της συμπράξεως στην αγορά των θαλάσσιων σωλήνων.

21      Επομένως, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία έρευνας για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ και, στις 2 Μαΐου 2007, προέβη σε σειρά επιθεωρήσεων στην Parker ITR, σε άλλους ενδιαφερόμενους παραγωγούς καθώς και σε [εμπιστευτικό] και στον W.

22      Οι MRI, Parker ITR και Bridgestone απηύθυναν αίτημα επιείκειας στην Επιτροπή στις 4 Μαΐου, στις 17 Ιουλίου και στις 7 Δεκεμβρίου 2007, αντιστοίχως.

23      Στις 28 Απριλίου 2008 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία κοινοποίησε στις διάφορες εμπλεκόμενες εταιρίες μεταξύ της 29ης Απριλίου και της 1ης Μαΐου 2008.

24      Όλες οι εμπλεκόμενες εταιρίες απάντησαν εμπροθέσμως στην κοινοποίηση αιτιάσεων και, με εξαίρεση την [εμπιστευτικό]/DOM, την ContiTech AG και την Continental AG, ζήτησαν ακρόαση σε προφορική διαδικασία η οποία πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιουλίου 2008.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

25      Στις 28 Ιανουαρίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2009) 428 τελικό, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Θαλάσσιοι σωλήνες) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι:

–        απευθύνθηκε σε ένδεκα εταιρίες, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα·

–        οι εταιρίες τις οποίες αφορά η απόφαση συμμετείχαν, με διαφορετικό ενίοτε τρόπο, σε ενιαία και σύνθετη παράβαση, έχουσα ως αντικείμενα:

–        την κατανομή των προσφορών,

–        τον καθορισμό των τιμών,

–        τον καθορισμό των ποσοστώσεων,

–        τον καθορισμό των όρων των πωλήσεων,

–        τη γεωγραφική κατανομή της αγοράς,

–        την ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, τους όγκους πωλήσεων και την υποβολή προσφορών·

–        η σύμπραξη άρχισε τουλάχιστον την 1η Απριλίου 1986 (μολονότι πιθανολογείται ότι χρονολογείται από την αρχή της δεκαετίας του ’70) και περατώθηκε στις 2 Μαΐου 2007·

–        μεταξύ 13ης Μαΐου 1997 και 11ης Ιουνίου 1999, για ορισμένες εταιρίες, και 21ης Ιουνίου 1999, για άλλες εταιρίες, και 9ης Μαΐου 2000 όσον αφορά την MRI, η σύμπραξη είχε περιορισμένη δραστηριότητα και επήλθαν εντάσεις μεταξύ των μελών της· εντούτοις, κατά την Επιτροπή, τούτο δεν επέφερε πραγματική διακοπή της παραβάσεως· συγκεκριμένα, η οργανωμένη διάρθρωση της συμπράξεως αποκαταστάθηκε πλήρως από τον Ιούνιο του 1999 σύμφωνα με τις ίδιες λεπτομέρειες λειτουργίας και με τους ίδιους συμμετέχοντες με εξαίρεση την προσφεύγουσα, η οποία επανήλθε πλήρως στη σύμπραξη στις 9 Ιουνίου 2000· κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι παραγωγοί διέπραξαν ενιαία και διαρκή παράβαση, η οποία επεκτάθηκε από την 1η Απριλίου 1986 έως τις 2 Μαΐου 2007 ή, τουλάχιστον, αν, παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπήρξε διακοπή, μία ενιαία και επαναλαμβανόμενη παράβαση· η δε περίοδος από 13 Μαΐου 1997, όσον αφορά την προσφεύγουσα, έως 9 Ιουνίου 2000, δεν ελήφθη πάντως υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου, λόγω περιορισμένων αποδεικτικών στοιχείων της παραβάσεως για την περίοδο αυτή·

–        η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση έγινε δεκτή για τις περιόδους από την 1η Απριλίου 1986 έως την 1η Αυγούστου 1992 και από την 3η Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 2 Μαΐου 2007·

–        κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων που προβλέπονται από τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (EE 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), το βασικό ποσό του επιβληθησόμενου σε κάθε εταιρία προστίμου καθορίζεται ως ακολούθως:

–        η Επιτροπή στηρίχθηκε στον μέσο όρο των ετήσιων παγκόσμιων πωλήσεων καθεμίας από τις εταιρίες κατά τη διάρκεια της περιόδου 2004-2006, με εξαίρεση τη Yokohama Rubber, για την οποία έγινε δεκτή η περίοδος 2003-2005· συναφώς, η Επιτροπή έκανε δεκτές τις πωλήσεις που τιμολογούνται στους εγκατεστημένους εντός του ΕΟΧ αγοραστές·

–        καθόρισε τις σχετικές πωλήσεις καθεμίας από αυτές εφαρμόζοντας το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά των συνολικών πωλήσεων εντός του ΕΟΧ, σύμφωνα με την παράγραφο 18 των κατευθυντηρίων γραμμών·

–        καθόρισε στο 25 % της τελευταίας αυτής αξίας (αντί του μέγιστου ορίου του 30 % που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές) λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της παραβάσεως·

–        πολλαπλασίασε την ούτως αποκτηθείσα αξία με τον αριθμό των ετών συμμετοχής κάθε εταιρίας στην παράβαση·

–        σύμφωνα με την παράγραφο 25 των κατευθυντηρίων γραμμών, δέχθηκε τέλος ένα πρόσθετο ποσό ίσο προς το 25 % των σχετικών πωλήσεων για αποτρεπτικούς σκοπούς·

–        στη συνέχεια, η Επιτροπή δέχθηκε επιβαρυντικές περιστάσεις κατά της Parker ITR και της Bridgestone και απέρριψε κάθε ελαφρυντική περίσταση για τα λοιπά μέρη της συμπράξεως·

–        τέλος, δυνάμει της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, η Επιτροπή μείωσε το πρόστιμο [εμπιστευτικό] (100 %) και της MRI (30 %), αλλά απέρριψε τις αιτήσεις περί μειώσεως που υπέβαλαν η Bridgestone και η Parker ITR.

26      [εμπιστευτικό].

27      Καμία ελαφρυντική περίσταση δεν έγινε δεκτή υπέρ της MRI.

28      Πάντως, της χορηγήθηκε μείωση του προστίμου κατά 30 % κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε σε 4 900 000 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 10 Απριλίου 2009, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

30      Λόγω κωλύματος ενός εκ των μελών του πρώτου τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, άλλον δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

31      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα και τους υπέβαλε εγγράφως ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό.

32      Με έγγραφο της 25ης Απριλίου 2012, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση περί διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών.

33      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε προφορικώς το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Απριλίου 2012.

34      Με την ευκαιρία αυτή, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από την αίτησή της περί διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών.

35      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        κυρίως:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον διαπιστώνεται ότι μετείχε σε ενιαία και διαρκή παράβαση στην αγορά των θαλάσσιων σωλήνων από την 1η Απριλίου 1986 έως την 1η Αυγούστου 1992 και από την 3η Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 2 Μαΐου 2007, μεταξύ άλλων για την περίοδο από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 9 Μαΐου 2000·

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον της επιβάλλεται πρόστιμο 4 900 000 ευρώ·

–        να απορρίψει όλες τις ενστάσεις και τα αιτήματα περί του αντιθέτου·

–        επικουρικώς:

–        να μειώσει, σύμφωνα με το άρθρο 229 ΕΚ, το πρόστιμο των 4 900 000 ευρώ που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

36      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 A – Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

37      Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη της προσφυγής της ακυρώσεως.

38      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από εσφαλμένο χαρακτηρισμό της παραβάσεως και παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ.

39      Ο δεύτερος λόγος αντλείται από διάφορα σφάλματα εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό της διάρκειας της παραβάσεως καθώς και την παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ και του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (EE 2003, L 1, σ. 1).

40      Υποδιαιρείται σε έξι σκέλη, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, πλάνη κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που δέχθηκε η Επιτροπή (πρώτο σκέλος), το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε ως υποχρεούνταν αποδεικτικά στοιχεία (δεύτερο σκέλος), το ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου και άλλη εύλογη εξήγηση (τρίτο σκέλος), προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και έλλειψη αιτιολογίας, λόγω πλάνης εκτιμήσεως κατά τη σύγκριση της συμπεριφοράς της MRI μεταξύ Σεπτεμβρίου 1996 και Μαΐου 1997 και της συμπεριφοράς της μεταξύ Μαΐου 1997 και Μαΐου 2000 (τέταρτο σκέλος), το γεγονός ότι η παραγραφή όφειλε να εφαρμοστεί στις χωριστές ατομικές παραβάσεις οι οποίες τυχόν διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 1996-2000 (πέμπτο σκέλος) και το ότι η χρησιμοποίηση των εγγράφων τα οποία προσκόμισε η MRI στο πλαίσιο του προγράμματος επιεικείας προς απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως για την περίοδο από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997 αντιβαίνει προς την ανακοίνωση για τη συνεργασία και παραβιάζει τη δικαιολογημένη της εμπιστοσύνη (έκτο σκέλος).

41      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε πέντε σκέλη, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, πλάνη εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (πρώτο σκέλος), πλάνη κατά τον υπολογισμό του προστίμου σε συνάρτηση με τη διάρκεια της παραβάσεως και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (δεύτερο σκέλος), εσφαλμένη εφαρμογή αυξήσεως του προστίμου για αποτρεπτικούς λόγους, αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (τρίτο σκέλος), εσφαλμένη απόρριψη των ελαφρυντικών περιστάσεων και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (τέταρτο σκέλος) και ανεπαρκή μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας στο πλαίσιο του προγράμματος επιεικείας (πέμπτο σκέλος).

42      Πρέπει να εξεταστεί από κοινού ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, καθώς και τα έξι σκέλη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

 B – Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη χαρακτηρισμού της παραβάσεως και παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, και επί του δευτέρου λόγου, ο οποίος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό της διάρκειας της παραβάσεως, και από παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ και του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003

1.     Προσβαλλόμενη απόφαση

43      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, από την αιτιολογική σκέψη 412 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η MRI είχε διακόψει τη συμμετοχή της στη σύμπραξη μεταξύ της 1ης Αυγούστου 1992 και της 3ης Σεπτεμβρίου 1996, ότι η παραγραφή μπορούσε να ισχύσει για την παραβατική περίοδο από 1ης Απριλίου 1986 έως 1 Αυγούστου 1992 και, επομένως, η Επιτροπή αποφάσισε να μην της επιβάλει πρόστιμο για την ίδια αυτή περίοδο. Περαιτέρω, από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι διαπράχθηκε διαρκής παράβαση μεταξύ 1ης Απριλίου 1986 και 2ας Μαΐου 2007, στην οποία η MRI έλαβε μέρος από την 1η Απριλίου 1986 έως την 1η Αυγούστου 1992 και από την 3η Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 2 Μαΐου 2007, και από τις αιτιολογικές σκέψεις 187, 201 έως 208 και 466 έως 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η παραβατική περίοδος την οποία δέχθηκε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του προστίμου διήρκεσε από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997 και από 9 Μαΐου 2000 έως 2 Μαΐου 2007, η δε περίοδος από 13 Μαΐου 1997 έως 9 Μαΐου 2000 θεωρείται, όσον αφορά την προσφεύγουσα, ως περίοδος μειωμένης δραστηριότητας της συμπράξεως μη δικαιολογούσα την επιβολή προστίμου.

44      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, από τις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, στηριζόμενη σε διάφορα έγγραφα, μεταξύ των οποίων ορισμένα εσωτερικά σημειώματα κοινοποιηθέντα από την MRI στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιεικείας (αιτιολογικές σκέψεις 143 έως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως), έκρινε ότι η MRI είχε επανενταχθεί ενεργώς στη σύμπραξη από την 3η Σεπτεμβρίου 1996.

45      Στις αιτιολογικές σκέψεις 148 έως 187 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίθενται, περαιτέρω, αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων διάφορα έγγραφα κοινοποιηθέντα από την MRI στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιεικείας, επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεωρήσει ότι, μεταξύ της 13ης Μαΐου 1997 και του Μαΐου 1999, η σύμπραξη διένυε περίοδο περιορισμένων δραστηριοτήτων, κατά τη διάρκεια της οποίας διατηρήθηκαν επαφές, στις οποίες εμπλεκόταν η προσφεύγουσα, με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την επαναλειτουργία της συμπράξεως και τη διαπραγμάτευση των όρων συμμετοχής των διαφόρων μελών της. Πάντως, η Επιτροπή έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη της περιορισμένης δραστηριότητας των μελών της συμπράξεως, δεν έπρεπε να τους επιβληθεί κανένα πρόστιμο για την εν λόγω περίοδο, η οποία, όσον αφορά την MRI, παρατάθηκε έως τις 9 Μαΐου 2000 (αιτιολογική σκέψη 447 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

46      Στη συνέχεια, στις αιτιολογικές σκέψεις 289 έως 307 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι η παράβαση ήταν διαρκής, ή, επικουρικώς, επαναλαμβανόμενη, παρά το γεγονός ότι θεωρούσε ότι η σύμπραξη είχε περιορισμένη δραστηριότητα μεταξύ της 13ης Μαΐου 1997 και του Μαΐου 1999 και παρήλκε η επιβολή προστίμου για την περίοδο αυτή.

47      Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 480 έως 488 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή ενέκρινε στην MRI μείωση του προστίμου 30 % δυνάμει της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, αλλά απέρριψε την επιχειρηματολογία της MRI η οποία αποσκοπούσε, δυνάμει της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως αυτής, να μην χρησιμοποιηθούν εναντίον της τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε στην Επιτροπή για την περίοδο 1996-1997.

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

48      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, κατ’ ουσίαν, εφόσον η Επιτροπή δέχθηκε, πρώτον, ότι αποσύρθηκε από τη σύμπραξη μεταξύ 1ης Αυγούστου 1992 και 3ης Σεπτεμβρίου 1996, δεύτερον, ότι επρόκειτο για πραγματική διακοπή και όχι για αναστολή της συμμετοχής της στη σύμπραξη, όπως η νομολογία διακρίνει τις δύο αυτές έννοιες (αιτιολογικές σκέψεις 129, 130 και 402 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, τρίτον, έπρεπε να τύχει εφαρμογής των σχετικών με την παραγραφή διατάξεων για το προ του 1992 χρονικό διάστημα (αιτιολογική σκέψη 412 της προσβαλλομένης αποφάσεως), εφόσον η περίοδος αυτή δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου, η Επιτροπή δεν μπορούσε ταυτοχρόνως να αποφασίσει ότι η MRI μετείχε σε σύνθετη και διαρκή παράβαση από 1ης Απριλίου 1986 έως 2 Μαΐου 2007, όπερ αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Επομένως, η μετά την εκ νέου συμμετοχή της στη σύμπραξη περίοδος μπορεί να θεωρηθεί μόνον ως νέα παράβαση, διαφορετική της προηγούμενης.

49      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η παραγραφή της χορηγήθηκε «κατά διακριτική ευχέρεια» από την Επιτροπή, όπως διατείνεται η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 412 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

50      Εξάλλου, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η αιτιολογία αυτή είναι προφανώς αντιφατική και ελλιπής.

51      Επιπλέον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω διακοπή της συμμετοχής της στη σύμπραξη, η κατάστασή της δεν μπορεί να συγκριθεί με τη συμπεριφορά των λοιπών μελών της συμπράξεως.

52      Η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς αυτούς και υποστηρίζει ότι δεν υποχρεούνταν να διαπιστώσει ότι είχε επέλθει η παραγραφή και, επομένως, ανέφερε απλώς ότι μπορούσε να εφαρμοστεί.

 Επί του δευτέρου λόγου

 Επί του πρώτου σκέλους

53      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, για να συναγάγει τη συμμετοχή της κατά την περίοδο 1996-2000, στηρίχθηκε σε ορισμένα έγγραφα τα οποία αποκαλύπτουν τις επαφές της με τους ανταγωνιστές της και στα οποία αναφέρεται ότι, «στα τέλη του 1996, η MRI άρχισε εκ νέου να συντονίζει ορισμένες προσφορές περί των θαλάσσιων σωλήνων με τα μέλη της συμπράξεως» (αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι, την περίοδο αυτή, η MRI «άντλησε όφελος από ανταλλαγείσες περί της αγοράς εξαντλητικές πληροφορίες προκειμένου να ελέγξει τις συμφωνίες αναθέσεως των αγορών μεταξύ των μελών της συμπράξεως» (αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

54      Ωστόσο, κατ’ ουσίαν, κατά την προσφεύγουσα, τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή [εμπιστευτικό] δεν καθιστούν δυνατή την άντληση του συμπεράσματος αυτού και αμφισβητεί την κατανόηση και την ερμηνεία τους εκ μέρους της Επιτροπής, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να στηριχθεί επί των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του προγράμματος περί επιεικείας για να δεχθεί την εμπλοκή της στη σύμπραξη όσον αφορά την περίοδο από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997, η οποία ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα.

55      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή και διευκρινίζει ότι η προσφεύγουσα δέχθηκε επανειλημμένως με τα υπομνήματά της ότι είχε πολυάριθμες απαγορευόμενες επαφές με τους ανταγωνιστές της μεταξύ 1997 και 2000, ακόμα και αν προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει το περιεχόμενο και τη σημασία τους.

 Επί του δευτέρου σκέλους

56      Η προσφεύγουσα διατείνεται κατ’ ουσίαν ότι τα προσκομισθέντα από την Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή για να αποδειχθεί ότι η MRI μετείχε ex novo σε κοινό σχέδιο κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου. Ωστόσο, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, στην Επιτροπή εναπόκειτο να αποδείξει ότι η MRI μετείχε σε νέα παράβαση, εφόσον είχε πλήρως αποσυρθεί από τη σύμπραξη το 1992 και η παράβαση για την προγενέστερη του 1992 περίοδο είχε παραγραφεί. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρκεστεί σε στοιχεία από τα οποία συνήγαγε τη συνέχεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη. Ωστόσο, τούτο έπραξε, στηριζόμενη, κακώς, επί της απόψεως ότι η παράβαση ήταν διαρκής από το 1986.

57      Επιπλέον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, τα συλλεγέντα από την Επιτροπή στοιχεία αποδεικνύουν τη ρητή άρνησή της να απαντήσει ευνοϊκώς στις προτάσεις συνεργασίας των λοιπών συμμετεχόντων στη σύμπραξη.

58      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

 Επί του τρίτου σκέλους

59      Πρώτον, η προσφεύγουσα, αφενός, αμφισβητεί κατ’ ουσίαν ότι δεν διευκρίνισε ευλόγως, πέραν της συμμετοχής της στην αθέμιτη συμφωνία, τα προβληθέντα από την Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία (αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, αντικρούει την άποψη της Επιτροπής ότι η παράβαση μπορεί να συναχθεί από απλά τεκμήρια εφόσον αποδείχθηκαν οι ανταλλαγές πληροφοριών και οι αθέμιτες επαφές με τους ανταγωνιστές, με συνέπεια ότι απόκειται, στη συνέχεια, στην επιχείρηση να προσκομίσει άλλη εύλογη εξήγηση (αιτιολογική σκέψη 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

60      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι προέβαλε άλλη εξήγηση, η οποία όχι μόνον είναι εύλογη, αλλά θεμελιώνεται από διάφορες αποδείξεις –την πρώτη προφορική κατάθεση του [εμπιστευτικό]–, βάσει της οποίας μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν μετείχε στη σύμπραξη μεταξύ 3ης Σεπτεμβρίου 1986 και 9ης Μαΐου 2000 και ότι επανήλθε στη σύμπραξη κατά την ημερομηνία αυτή.

61      Συναφώς, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι από τα έγγραφα τα οποία αναφέρει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι επαφές οι οποίες έλαβαν χώρα ήσαν, στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα των προσπαθειών άλλων επιχειρήσεων για να την πείσουν να λάβει μέρος στη σύμπραξη και μαρτυρούν τη στρατηγική ενός από τους διευθύνοντές της η οποία συνίστατο στο «να υποκρίνεται ότι έχει αορίστως πρόθεση συνεργασίας με τους ανταγωνιστές», για να μην θέτουν σε εφαρμογή συμπεφωνημένες ενέργειες εμπορικού αποκλεισμού οι οποίες μπορεί να αποδεικνύονταν επικίνδυνες γι’ αυτήν, όπως οι τεθείσες σε εφαρμογή από την Dunlop και την Bridgestone, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές εξακολουθούσαν να δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτοτελώς, και μάλιστα κατά τρόπο θίγοντα τον ανταγωνισμό.

62      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι κακώς η Επιτροπή αγνόησε διάφορα έγγραφα θεμελιώνοντα την εξήγηση αυτή και δεν αναγνώρισε την αποδεικτική τους αξία.

63      Συναφώς, η προσφεύγουσα εκτιμά μεν ότι η Επιτροπή, ενώ δέχθηκε ότι τα εν λόγω έγγραφα «επιβεβαιώνουν […] ότι η MRI δεν αποτελούσε μέρος της τυπικής δομής του ομίλου πριν από ημερομηνία αυτή [στις 9 Μαΐου 2000]», υποστηρίζει εντούτοις ότι τα έγγραφα αυτά «δεν αντιφάσκουν με το συμπέρασμα ότι [η MRI] εξακολούθησε να μετέχει σε αθέμιτες επαφές με τα λοιπά μέλη της συμπράξεως και γνώριζε από αυτά για την υφιστάμενη συνεργασία» και οι επαφές αυτές αφορούσαν «συνεργασία στην αγορά των θαλάσσιων σωλήνων», όπερ οδήγησε την Επιτροπή να θεωρήσει ότι η MRI αποτελούσε επίσης μέρος της συμπράξεως μεταξύ 1997 και 9 Μαΐου 2000 (αιτιολογικές σκέψεις 146, 209 και 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

64      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή στηρίζεται, με τον τρόπο αυτό, προφανώς στη νομολογία σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι κάθε μέλος της συμπράξεως διαδραμάτισε δικό του ρόλο, υιοθετώντας συμπεριφορά ενέχουσα ορισμένα μόνον από τα συστατικά στοιχεία της παραβάσεως, δεν αποκλείει την ευθύνη καθεμίας από τις επιχειρήσεις για το σύνολο της παραβάσεως, περιλαμβανομένων των πράξεων στις οποίες προέβησαν άλλοι συμμετέχοντες (αιτιολογικές σκέψεις 284 έως 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

65      Ωστόσο, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η νομολογία αυτή δεν μπορεί να έχει εν προκειμένω εφαρμογή, καθόσον αφορά την απόδειξη της συμμετοχής σε σύμπραξη εκ μέρους επιχειρήσεων, οι οποίες ήσαν αποδεδειγμένα παρούσες σε συναντήσεις προς σύναψη αντίθετων για τον ανταγωνισμό συμφωνιών και δεν εκδήλωσαν διαφωνία ως προς την εν λόγω σύμπραξη.

66      Συγκεκριμένα, συνομολογείται ότι η προσφεύγουσα αποσύρθηκε από τη σύμπραξη το 1992 και οι επελθούσες μεταξύ 1996 και 2000 επαφές πρέπει, κατά συνέπεια, να εκτιμηθούν σε συνάρτηση με το κατά πόσο δύνανται να αποδείξουν την ex novo προσχώρηση της προσφεύγουσας σε κοινό σχέδιο.

67      Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί σε απλά τεκμήρια.

68      Εξάλλου, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η Επιτροπή, για να αποδείξει την προσχώρηση της προσφεύγουσας σε κοινό σχέδιο επιδιωκόμενο από τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, δεν αρκεί να αποδείξει ότι γνώριζε την ύπαρξη της συμπράξεως ή ότι επιδίωκε τον γενικό σκοπό περιορισμού του ανταγωνισμού στην αγορά των θαλάσσιων σωλήνων –όπερ αμφισβητεί εν πάση περιπτώσει–, αλλά πρέπει επίσης να αποδείξει ότι η συμπεριφορά της MRI «συνδέεται στενά» με την υλοποίηση «του συνόλου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων τα οποία επιδίωξαν όσοι ενήργησαν στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου με ενιαίο σκοπό». Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, τα έγγραφα επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή αποδεικνύουν στην πραγματικότητα ότι όχι μόνον η προσφεύγουσα δεν είχε καμία πρόθεση προσχωρήσεως σε κοινό σχέδιο επιδιωκόμενo από τους λοιπούς παραγωγούς, αλλά ότι μάλιστα προτιμούσε να ενεργεί με αντίθετο τρόπο, προσπαθώντας, ευλόγως, να αποφεύγει τα αντίποινα εκ μέρους των ανταγωνιστών της, δεδομένου ότι αυτοί μπορούσαν να δράσουν εναρμονισμένα για να την αποκλείσουν από την αγορά ή να της προξενήσουν σοβαρές ζημίες.

69      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη της τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν συνυπολόγισε ότι, για να εκτιμήσει την πραγματική συμμετοχή μιας επιχειρήσεως στη σύμπραξη, είναι καθοριστική η επίγνωση των μελών της συμπράξεως περί του ότι η επιχείρηση μετέχει στη σύμπραξη ή ότι δεν έχει καμία σχέση με αυτή. Ωστόσο, η προσφεύγουσα φρονεί ότι απέδειξε ότι στις επαφές της με τους ανταγωνιστές, οι οποίες έγιναν με πρωτοβουλία τους, αρνήθηκε πάντοτε ρητώς κάθε πρόταση συνεργασίας, πλην επί υποθετικής βάσεως και για το μέλλον, και οι ανταγωνιστές είχαν τη σαφή εντύπωση ότι η προσφεύγουσα δεν είχε, εν τοις πράγμασι, καμία σχέση με το συνολικό τους σχέδιο.

70      Τέλος, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προβάλλει έχουν λιγότερη αποδεικτική αξία από αυτά της Επιτροπής και θεωρεί ότι είναι εσφαλμένη η διάκριση εκ μέρους της Επιτροπής μεταξύ της τυπικής δομής του ομίλου και συμμετοχής πέραν της δομής αυτής, εφόσον η εν λόγω διάκριση δεν υπήρχε για τα μέλη του ομίλου τα οποία γνώριζαν μόνον την τυπική δομή. Για τον λόγο αυτό ακριβώς τα λοιπά μέλη του ομίλου, κατά την άποψή της, θεωρούσαν ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν εκτός του ομίλου αυτού.

71      Η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς αυτούς.

 Επί του τετάρτου σκέλους

72      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι, για την περίοδο από 13 Μαΐου 1997 έως 9 Μαΐου 2000, δεν έπρεπε να της επιβάλει κυρώσεις, λαμβανομένου υπόψη του ότι η σοβαρότητα και η ένταση της συμπράξεως ήσαν αμελητέες. Επομένως, της επέβαλε κυρώσεις μόνον για την περίοδο 1996-1997. Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, η συμπεριφορά της δεν άλλαξε από το 1996 έως το 2000, όπερ εκτιμά ότι προκύπτει από έγγραφα για τα οποία έκανε λόγο προηγουμένως στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, δεδομένου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία για τη χρονική περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 1996 έως τον Μάιο του 1997 δεν είναι πιο πειστικά από αυτά που αφορούν τη χρονική περίοδο από τον Μάιο του 1997 έως τον Ιούνιο του 1999. Επομένως, καμία κύρωση δεν έπρεπε να της επιβληθεί για τη χρονική περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 1996 έως τον Μάιο του 1997.

73      Εξάλλου, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η έλλειψη συνοχής στη συλλογιστική και στις προτάσεις της Επιτροπής αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις λοιπές επιχειρήσεις, δεν της επιβλήθηκαν κυρώσεις για τη χρονική περίοδο από τον Ιούνιο του 1999 έως τον Μάιο του 2000, εφόσον η συμμετοχή της στη σύμπραξη δεν θεωρήθηκε σοβαρή, ενώ στις λοιπές επιχειρήσεις επιβλήθηκαν κυρώσεις για την περίοδο αυτή.

74      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

 Επί του πέμπτου σκέλους

75      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της συμπράξεως ως συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, οι περιορισμένες επαφές και ανταλλαγές πληροφοριών που έλαβαν χώρα μεταξύ αυτής και των ανταγωνιστών της κατά τη διάρκεια της περιόδου από το 1996 έως το 2000 διεξήχθησαν εκτός του μηχανισμού της συμπράξεως στον οποίο μετείχαν οι λοιπές επιχειρήσεις.

76      Κατά την προσφεύγουσα, ακόμα και αν η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, είναι διαφορετικής φύσεως και σοβαρότητας από τη συμμετοχή στη σύμπραξη, εφόσον δεν συνδέεται με τον ενιαίο σκοπό της συμπράξεως και, εξάλλου, η Επιτροπή δεν απέδειξε το αντίθετο.

77      Επομένως, η συμπεριφορά αυτή πρέπει να θεωρηθεί, το πολύ, ως μεμονωμένη και διαφορετική κατάσταση από την παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, και να εκτιμηθεί μεμονωμένα, τόσο από την παράβαση την οποία διέπραξε η προσφεύγουσα από το 1986 έως το 1992, όσο και από τη νέα προσχώρησή της στη σύμπραξη από το 2000.

78      Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, εφόσον η εν λόγω συμπεριφορά δεν αποτελεί μέρος ενιαίας και διαρκούς ή επαναλαμβανόμενης παραβάσεως, οι παραβάσεις αυτές, ακόμα και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, αναλώθηκαν κατά την ίδια στιγμή που διαπράχθηκαν. Εφόσον παρήλθαν πλέον των πέντε ετών, για καθεμία εξ αυτών, μεταξύ του χρόνου διαπράξεώς τους και του χρόνου που στράφηκε εναντίον τους η Επιτροπή, οι παραβάσεις αυτές έχουν εν πάση περιπτώσει παραγραφεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1/2003.

79      Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η διακοπή, μεταξύ των επελθόντων μέχρι το 1992 πραγματικών περιστατικών και των επελθόντων μετά το 2000 πραγματικών περιστατικών, διήρκεσε οκτώ έτη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά έχουν χρονική εγγύτητα για να αποδειχθεί ότι η σύμπραξη λειτουργούσε αδιαλείπτως.

80      Εξάλλου, το αυτό θα ίσχυε αν η διακοπή είχε διαρκέσει μόνον τέσσερα έτη (1992-1996).

81      Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, εν πάση περιπτώσει, έπαυσε τη συμμετοχή της στη σύμπραξη το 1992 και, επομένως, πρόκειται για διακοπή και όχι για αναστολή της συμμετοχής της, όπερ αναγνώρισε εξάλλου η Επιτροπή, η οποία θεώρησε ότι τα προ του 1992 πραγματικά περιστατικά έχουν παραγραφεί.

82      Τέταρτον, επομένως, η Επιτροπή δεχόμενη και ότι η διακοπή του 1992 μπορούσε να συνεπιφέρει την παραγραφή, δεν μπορούσε να αφήσει ανοιχτό το ζήτημα αυτό και να κρίνει ότι η μη επιβολή κυρώσεων για την προηγούμενη περίοδο ήταν απλός ο καρπός της ασκήσεως της διακριτικής της εξουσίας. Εξ αυτού προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας από την οποία εξαρτάται ο χαρακτηρισμός της παραβάσεως.

83      Τέλος, πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ως προς το ότι η προσφεύγουσα υιοθέτησε κάποια από τις συμπεριφορές οι οποίες, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 300), αποδεικνύουν τη συνέχεια της συμπράξεως μεταξύ 1996-1997 και 2000.

84      H προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν έλαβε μέρος σε καμία συνάντηση με τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, δεν παρέσχε καμία πληροφορία στον συντονιστή ως προς τις μέλλουσες αναθέσεις συμβάσεων, δεν μετέσχε σε συζητήσεις περί προτάσεων καθορισμού «πρώτων» μειοδοτών κατ’ εφαρμογήν των προβαλλομένων συνολικών συμφωνιών και δεν της επιβλήθηκε καμία κύρωση για μη τήρηση των προβαλλομένων προκαταρτικών συμφωνιών.

85      Επομένως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα προσχώρησε εκ νέου στη σύμπραξη, έστω και περιορισμένα, κατά την περίοδο από το 1996 έως το 2000.

86      Η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς αυτούς.

 Επί του έκτου σκέλους

87      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι όλα τα αποδεικτικά στοιχεία –πλην ενός, ήτοι [εμπιστευτικό]– τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να αποδείξει την ενοχή της κατά την περίοδο από της 3ης Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 13 Μαΐου 1997, και κατόπιν για τον υπολογισμό του προστίμου που της επιβλήθηκε, προσκομίστηκαν από την ίδια στο πλαίσιο του προγράμματος περί επιεικείας.

88      Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι η Επιτροπή επιμήκυνε με τον τρόπο αυτό ουσιωδώς τη διάρκεια της παραβάσεως, όπερ αντιστοιχεί σε σημαντική αύξηση του προστίμου (αιτιολογικές σκέψεις 243 και 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

89      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι συνεργάστηκε με τη διοικητική έρευνα θεωρώντας βασίμως ότι τούτο δεν θα την έθιγε. Ωστόσο, η Επιτροπή χρησιμοποίησε το αποτέλεσμα της συνεργασίας αυτής για να της επιβάλει κυρώσεις ενώ δεν διέθετε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για την επίδικη περίοδο πριν της το προσκομίσει η προσφεύγουσα. Επομένως, η Επιτροπή παραβίασε με τον τρόπο αυτό τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της.

90      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί περαιτέρω την ερμηνεία της Επιτροπής ότι η μείωση του προστίμου και η μερική απαλλαγή δεν είναι σωρευτικά στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως για τη συνεργασία.

91      Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας αφορούν στην πραγματικότητα τον υπολογισμό του προστίμου και όχι τη διαπίστωση της παραβάσεως.

92      Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι μπορεί πάντοτε να χρησιμοποιήσει τα προσκομισθέντα στο πλαίσιο της ανακοινώσεως για τη συνεργασία έγγραφα για να διαπιστώσει παράβαση.

93      Η Επιτροπή προβάλλει ότι η προσφεύγουσα ανταμείφθηκε για τη συνεργασία της με μείωση του προστίμου κατά 30 %, όπερ, σε απόλυτους όρους, είναι σαφώς μεγαλύτερη μείωση από αυτήν που προκύπτει από τυχόν μερική απαλλαγή. Ωστόσο, στο σύστημα της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, τα δύο πλεονεκτήματα δεν είναι σωρευτικά.

94      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η παράγραφος 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία ορίζει αποκλειστικώς ότι, έναντι της πρώτης επιχειρήσεως η οποία δύναται να τύχει μειώσεως του προστίμου, τα «κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία» (κατά το σημείο 25 της ανακοινώσεως αυτής, αυτά που δεν χρειάζεται να επιβεβαιωθούν σε περίπτωση αμφισβητήσεως) τα οποία χρησιμεύουν προς «απόδειξη των συμπληρωματικών πραγματικών στοιχείων τα οποία ενισχύουν τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως» δεν χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που θα επιβληθούν στην επιχείρηση αυτή.

95      Μολονότι τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ασφαλώς σημαντικά ώστε να ενισχύσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την αίτηση περί απαλλαγής την οποία υπέβαλε η [εμπιστευτικό] και τους επιτόπιους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν στις 2 Μαΐου 2007, τούτο δεν αρκεί ωστόσο, κατά την Επιτροπή, για να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, περί του ότι τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να καθιστούν δυνατή «την απόδειξη των συμπληρωματικών πραγματικών στοιχείων τα οποία ενισχύουν τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως» και, όπως τονίζει η Επιτροπή, της παραβάσεως στο σύνολό της και όχι μόνον όσον αφορά μία ή διάφορες συμμετέχουσες επιχειρήσεις, ληφθείσες υπόψη μεμονωμένα.

96      Η Επιτροπή φρονεί ότι ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι, συγκεκριμένα, ότι της παρέχει τη δυνατότητα χορηγήσεως μερικής απαλλαγής στην επιχείρηση η οποία προσκομίζει νέα στοιχεία, βάσει των οποίων ενισχύεται η σοβαρότητα ή η διάρκεια παραβάσεως, την οποία γνώριζε και για την οποία χορήγησε πλήρη απαλλαγή σε άλλη μετέχουσα επιχείρηση. Αντιθέτως, επιχείρηση η οποία απλώς βελτίωσε τη γνώση που είχε για κάποια δεδομένη περίοδο ή για ορισμένη πτυχή της παραβάσεως δεν μπορεί να τύχει απαλλαγής, ακόμα και αν η συνεργασία της αποδεικνύει καλύτερα τη συμμετοχή της στη σύμπραξη.

97      Ωστόσο, τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα αποδεικτικά στοιχεία δεν κατέστησαν δυνατή, κατά την Επιτροπή, τη διαπίστωση μεγαλύτερης σοβαρότητας ή διάρκειας της παραβάσεως, την οποία γνώριζε η Επιτροπή.

98      Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν την πληροφόρησε για νέα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά και τη συμμετοχή της στη σύμπραξη κατά την περίοδο από το 1996 έως το 1997. Συγκεκριμένα, [εμπιστευτικό] –το οποίο επιβεβαιώνει ότι οι δύο επιχειρήσεις συμφωνούν ότι ανατέθηκε στην προσφεύγουσα ένα πακέτο προσφορών και αποδεικνύει αδιαμφισβήτητα τη συνεργασία της MRI στην αθέμιτη δραστηριότητα από τη στιγμή αυτή– αποκαλύφθηκε κατά τους ελέγχους της 2ας Μαΐου 2007 και, επομένως, βρισκόταν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής όταν η MRI υπέβαλε την από 4 Μαΐου 2007 αίτηση περί επιεικείας.

99      Επομένως, η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί το έκτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

3.     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 Υπενθύμιση των αρχών περί του βάρους αποδείξεως

100    Κατά πάγια νομολογία περί του βάρους αποδείξεως, απόκειται, αφενός, στον διάδικο ή την αρχή που προβάλλει παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού να αποδείξει την παράβαση, αποδεικνύοντας, επαρκώς κατά νόμον, τα περιστατικά που τη στοιχειοθετούν, και, αφετέρου, στην επιχείρηση που αμύνεται με συγκεκριμένο μέσο έναντι της διαπιστώσεως παραβάσεως να αποδείξει ότι συντρέχουν οι όροι για την ευδοκίμηση του αμυντικού αυτού μέσου, υποχρεώνοντας σε μια τέτοια περίπτωση την εν λόγω αρχή να προσφύγει σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2006, T‑20/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4441, σκέψη 50· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58, και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 78). Η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί εγγενές στοιχείο της κατ’ άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ έννοιας της παραβάσεως, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει, καταρχήν, η Επιτροπή (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 1994, T‑43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑441, σκέψη 79, και προπαρατεθείσα απόφαση Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 51)

101    Η εν λόγω κατανομή του βάρους αποδείξεως δύναται, εντούτοις, να διαφοροποιηθεί στην περίπτωση κατά την οποία τα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται ένας διάδικος είναι ικανά να υποχρεώσουν τον άλλο διάδικο να παράσχει εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι ο πρώτος διάδικος απηλλάγη του αποδεικτικού του βάρους (βλ., συναφώς, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 79, και απόφαση Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 53).

102    Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή, η αρχή που ισχύει στο δίκαιο του ανταγωνισμού είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 63, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 273). Δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε πρακτικές και συμφωνίες που θίγουν τον ανταγωνισμό, καθώς και οι κυρώσεις που η παραβίαση της απαγορεύσεως αυτής επισύρει είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες οι δραστηριότητες που οι εν λόγω συμφωνίες και πρακτικές εμπερικλείουν να ασκούνται κατά τρόπο συγκεκαλυμμένο, οι συναντήσεις να διεξάγονται μυστικώς, κατά το πλείστον σε τρίτες χώρες, και ο αριθμός των συναφών με αυτές εγγράφων να περιορίζεται στο ελάχιστο. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν κατά τρόπο σαφή παράνομες επαφές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως είναι τα πρακτικά συναντήσεως, τα στοιχεία αυτά είναι κατά κανόνα αποσπασματικά και διάσπαρτα, με αποτέλεσμα να είναι συχνά αναγκαία η ανασύνθεση ορισμένων λεπτομερειών διά επαγωγικών συλλογισμών. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η ύπαρξη πρακτικής ή συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, ομού θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, δύνανται να αποτελέσουν απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψεις 55 έως 57). Τέτοιου είδους στοιχεία και συμπτώσεις καθιστούν δυνατή την αποκάλυψη όχι μόνον της υπάρξεως αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μορφών συμπεριφοράς ή συμφωνιών, αλλά και της διάρκειας μιας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς, καθώς και του χρονικού διαστήματος εφαρμογής συμφωνίας συνομολογηθείσας κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑113/04 P, Technische Unie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8831, σκέψη 166).

103    Προς στήριξη της εδραίας πεποιθήσεώς της περί της υπάρξεως παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να επικαλείται ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2707, σκέψεις 43 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 217). Εντούτοις, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να πληροί έκαστο των προσκομιζόμενων από την Επιτροπή αποδεικτικών στοιχείων τα εν λόγω κριτήρια ως προς ένα έκαστο των στοιχείων της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο (βλ. σκέψη 102 ανωτέρω), σφαιρικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην επιταγή αυτή (προπαρατεθείσες αποφάσεις JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψη 180, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 218· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «PVC II», Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψεις 768 έως 778 και, ειδικότερα, σκέψη 777). Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, κατ’ επιταγήν της νομολογίας, στην περίπτωση κατά την οποία ελλείπουν στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια αυτή, η Επιτροπή οφείλει να στηρίζεται, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά που εμφανίζουν αποχρώσα χρονική εγγύτητα, ούτως ώστε να μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι η εν λόγω παράβαση συνεχίσθηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (απόφαση Technische Unie κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψη 169· αποφάσεις Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 79, και Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 51).

104    Όσον αφορά την αξία των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, επιβάλλεται να τονισθεί ότι το μόνο πρόσφορο κριτήριο προς εκτίμηση των προσκομιζόμενων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους (απόφαση Dalmine κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψη 63· βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψη 273). Σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν εν γένει την απόδειξη, η αξιοπιστία και, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου αποτελεί συνάρτηση της προελεύσεώς του, των περιστάσεων υπό τις οποίες συνετάχθη, του αποδέκτη του και του περιεχομένου του (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 1053· και προτάσεις του δικαστή B. Vesterdorf, ασκήσαντος καθήκοντα γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1991, Τ‑1/89, Rhône Poulenc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ‑867, ΙΙ‑869, II‑956). Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται στο γεγονός ότι το έγγραφο συνετάχθη σε άμεση συνάφεια με τα πραγματικά περιστατικά (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑157/94, Ensidesa κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑707, σκέψη 312) ή από μάρτυρα με άμεση γνώση των εν λόγω περιστατικών (βλ., συναφώς, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψη 207). Τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκαν επαφές μεταξύ διαφόρων επιχειρήσεων και ότι οι επιχειρήσεις αυτές επιδίωξαν συγκεκριμένα τον σκοπό εξαλείψεως εκ των προτέρων της αβεβαιότητας που σχετίζεται με τη μελλοντική συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψεις 175 και 179). Εξάλλου, δηλώσεις αντίθετες προς τα συμφέροντα του δηλούντος πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (βλ., συναφώς, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψεις 207, 211 και 212).

105    Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός της γνωστοποιήσεως πληροφοριών στους ανταγωνιστές με σκοπό την προετοιμασία συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 1995, T‑148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1063, σκέψη 82, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 178).

106    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι έργο του δικαστή, ο οποίος επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού και επιβάλλονται πρόστιμα στους αποδέκτες της, είναι να εκτιμά αν οι αποδείξεις και τα λοιπά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή με την απόφασή της επαρκούν προς απόδειξη της παραβάσεως (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψεις 174 και 175· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση PVC II, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 891). Ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ των αποδεκτών της αποφάσεως και, συνεπώς, ο δικαστής δεν δύναται να αποφανθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, αν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό (αποφάσεις JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψη 177, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 215). Συγκεκριμένα, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη την 4η Νοεμβρίου 1950, τεκμηρίου που αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως και το άρθρο 6, παράγραφος 2, καθώς και από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διακήρυξη του οποίου έγινε στη Νίκαια την 7η Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1), προστατεύονται εντός της έννομης τάξεως της Ένωσης. Δεδομένης της φύσεως των οικείων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και της βαρύτητας των κυρώσεων που αυτές επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που σχετίζονται με παραβάσεις των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψεις 149 και 150, και C‑235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4539, σκέψεις 175 και 176· απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 216).

107    Η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να αξιολογείται αποκλειστικώς βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλείται η Επιτροπή με την απόφασή της περί διαπιστώσεως της παραβάσεως και, συνεπώς, το μόνο καθοριστικής σημασίας ζήτημα είναι αν, επί της ουσίας, η παράβαση αποδεικνύεται ή όχι με τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 726).

108    Τέλος, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος για παροχή εξηγήσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνο το κείμενο της πράξεως αυτής αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63· της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑301/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9919, σκέψη 87, και της 22ας Ιουνίου 2004, C‑42/01, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑6079, σκέψη 66).

109    Η προμνησθείσα νομολογία εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στο άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ και στις αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου αυτού.

110    Σε σχέση με τους εκτεθέντες στις σκέψεις 100 έως 109 ανωτέρω κανόνες πρέπει να εξακριβωθεί αν, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε επαρκώς αξιόπιστα, ακριβή και συγκλίνοντα στοιχεία για να στηρίξει, στο πλαίσιο σφαιρικής εκτιμήσεως και κατόπιν εξετάσεως των διευκρινίσεων ή επικουρικών δικαιολογιών που προσκόμισε η προσφεύγουσα, την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η προσφεύγουσα προσχώρησε εκ νέου στη σύμπραξη από τις 3 Σεπτεμβρίου 1996 και σε ποιο βαθμό μετείχε στην παράβαση μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της 9ης Μαΐου 2000, καθόσον η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή της στην παράβαση ούτε για την προγενέστερη χρονική περίοδο, από το 1986 έως το 1992, ούτε για τη μεταγενέστερη χρονική περίοδο από τις 9 Μαΐου 2000 έως τις 2 Μαΐου 2007.

 Επί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση μεταξύ 3ης Σεπτεμβρίου 1996 και 9ης Μαΐου 2000

111    Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κάνει διάκριση μεταξύ δύο περιόδων: αφενός, της περιόδου από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997, για την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο και για την οποία αμφισβητεί κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε, σε βάρος της, αποδεικτικά στοιχεία τα οποία της είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα και βάσει των οποίων μπόρεσε να θεωρήσει ότι η παράβαση εξακολούθησε μέχρι τις 13 Μαΐου 1997, και αφετέρου, της περιόδου από 13 Μαΐου 1997 έως 9 Μαΐου 2000 (στο εξής: ενδιάμεση περίοδος) για την οποία δεν της επιβλήθηκε κανένα πρόστιμο από την Επιτροπή και ως προς την οποία η προσφεύγουσα διατείνεται κατ’ ουσίαν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε η Επιτροπή σε βάρος της αποδεικνύουν απλώς την πρόθεσή της να αφήσει τα λοιπά μέλη της συμπράξεως να πιστέψουν ότι είχε κάποια διάθεση συζητήσεως, για να τους δελεάσει και να αποφύγει τα αντίποινά τους, και δεν αποδεικνύουν την εμπλοκή της στη σύμπραξη, ούτε καν κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου μειωμένων δραστηριοτήτων.

 Επί της χρονικής περιόδου από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997

112    Πρέπει συναφώς να εξεταστεί, καταρχάς, το έκτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

113    Συγκεκριμένα, πρέπει να εξεταστεί αν ορθώς η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, η Επιτροπή δεν μπορούσε να δεχθεί σε βάρος της προσφεύγουσας, για τη χρονική περίοδο από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997, τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία της είχε η ίδια προσκομίσει στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιεικείας.

–       Επί του περιεχομένου της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία

114    Το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν της σοβαρότητας, και η διάρκεια της παραβάσεως.

115    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, εντός των προβλεπομένων στον κανονισμό 1/2003 ορίων, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την άσκηση της εξουσίας της επιβολής τέτοιων προστίμων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 172, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 123). Εντούτοις, η εξουσία αυτή είναι περιορισμένη· συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό να διευκρινίσει, τηρουμένης της Συνθήκης, τα κριτήρια που σκοπεί να εφαρμόσει στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας της εκτιμήσεως, προκύπτει αυτοδέσμευση της ως άνω εξουσίας καθόσον στην Επιτροπή εναπόκειται να συμμορφωθεί προς τους ενδεικτικούς κανόνες με τους οποίους αυτοδεσμεύθηκε (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, C‑413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑5361, σκέψη 95, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 192 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 209).

116    Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παράγραφοι 23 έως 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, οι οποίες ορίζουν:

«23.      Οι επιχειρήσεις οι οποίες αποκαλύπτουν τη συμμετοχή τους σε πιθανολογούμενη σύμπραξη που θίγει την Κοινότητα και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που περιέχονται στο τμήμα ΙΙ ανωτέρω, μπορεί να είναι επιλέξιμες για μείωση του προστίμου που θα τους επιβαλλόταν διαφορετικά.

24.      Για να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση τα οποία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή και πρέπει να πληροί σωρευτικά τις προϋποθέσεις που προβλέπονται ανωτέρω [στην παράγραφο 12, στοιχεία α΄ έως γ΄].

25.      Η έννοια της “προστιθέμενης αξίας” αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο τα παρεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, λόγω της ίδιας της φύσης τους ή/και του επιπέδου των λεπτομερειών τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει την πιθανολογούμενη σύμπραξη. Κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θα θεωρεί κατά κανόνα ότι τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που χρονολογούνται από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά έχουν μεγαλύτερη αξία από τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία. Ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται άμεσα στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά θα θεωρούνται κατά κανόνα ότι έχουν μεγαλύτερη αξία από εκείνα που αναφέρονται έμμεσα μόνο σε αυτά. Επίσης, ο απαιτούμενος βαθμός επιβεβαίωσης των υποβαλλόμενων αποδεικτικών στοιχείων από άλλες πηγές προκειμένου να θεωρηθούν αξιόπιστα έναντι των άλλων επιχειρήσουν που εμπλέκονται στην υπόθεση, επηρεάζει την αξία αυτών των στοιχείων, ούτως ώστε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία θα έχουν μεγαλύτερη αξία από στοιχεία όπως οι δηλώσεις, που απαιτούν επιβεβαίωση εφόσον αμφισβητηθούν.

26.      Σε κάθε απόφαση που εκδίδει στο τέλος της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή θα προσδιορίζει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου του οποίου θα τύχει μια επιχείρηση σε σχέση με το πρόστιμο που θα είχε διαφορετικά επιβληθεί. Για την/τις:

–        πρώτη επιχείρηση που παράσχει σημαντική προστιθέμενη αξία: μείωση μεταξύ 30 και 50 %,

[…]

Προκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μειώσεως του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τον χρόνο κατά τον οποίο υποβλήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση [της παραγράφου 24] και τον βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν.

Εάν η αιτούσα τη μείωση είναι η πρώτη που υποβάλει αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία κατά την έννοια [της παραγράφου 25] τα οποία χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να αποδείξει πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παράβασης, η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα πρόσθετα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση η οποία παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.»

117    Με άλλα λόγια, για να τύχει εφαρμογής των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, πρέπει να πληρούνται διάφορες προϋποθέσεις: η επιχείρηση πρέπει να προσκομίζει κρίσιμα κατά την έννοια της παραγράφου 25 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία αποδεικτικά στοιχεία, όπερ σημαίνει ότι πρέπει να έχουν σημαντική προστιθέμενη αξία και δεν απαιτείται να επιβεβαιωθούν· βάσει των αποδεικτικών αυτών στοιχείων πρέπει να καθίσταται δυνατή η στοιχειοθέτηση πραγματικών περιστατικών συμπληρωματικών αυτών που μπορεί η Επιτροπή να αποδείξει, τα οποία ενισχύουν είτε τη σοβαρότητα είτε τη διάρκεια της παραβάσεως.

118    Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά αυτά περιστατικά για να καθορίσει το ποσό του προστίμου –το οποίο είναι συνάρτηση της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003– που θα επιβληθεί στην επιχείρηση η οποία κατέστησε δυνατή τη στοιχειοθέτηση των περιστατικών αυτών με τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε στην Επιτροπή, όπως ορίζει το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία.

119    Κατά συνέπεια, από την τελευταία περίοδο του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν στηρίζεται στα αποδεικτικά αυτά στοιχεία για να προσδιορίσει τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως του αιτούντος την επιείκεια, καθόσον πληροί τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 26 της εν λόγω ανακοινώσεως προϋποθέσεις, καθιστώντας δυνατό να του χορηγηθεί η προβλεπόμενη στην ανακοίνωση αυτή μείωση του προστίμου για το υπόλοιπο της παραβατικής περιόδου που έχει γίνει δεκτή σε βάρος του.

120    Σημειωτέον ότι το γεγονός ότι ο μηχανισμός προστασίας του αιτούντος την επιείκεια προβλέπεται στην παράγραφο 26 περί της μειώσεως του προστίμου επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή δύναται να εφαρμόσει ταυτοχρόνως τα δύο μέτρα, αντιθέτως με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή.

121    Επομένως, η ποσοστιαία μείωση του προστίμου πρέπει να είναι ανάλογη της προστιθέμενης αξίας των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία προσκόμισε ο αιτών την επιείκεια, εφόσον το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 26 έχει επιπλέον ως αντικείμενο την αποφυγή επιβολής κυρώσεων σε επιχείρηση αποκλειστικώς βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η επιχείρηση αυτή στην Επιτροπή.

122    Συνεπώς, η άποψη της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί επί του σημείου αυτού.

–       Επί της στοιχειοθετήσεως, εν προκειμένω, συμπληρωματικών πραγματικών περιστατικών τα οποία ενισχύουν είτε τη σοβαρότητα είτε τη διάρκεια της παραβάσεως

123    Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί η προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση ότι, βάσει των προσκομισθέντων από την προσφεύγουσα αποδεικτικών στοιχείων, δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει νέα πραγματικά περιστατικά, ενώ πρόκειται για μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία.

124    Παρατηρείται ότι στην ανακοίνωση για τη συνεργασία γίνεται μνεία των «συμπληρωματικών περιστατικών» βάσει των οποίων δύναται να αυξηθεί η διάρκεια ή η σοβαρότητα της παραβάσεως.

125    Εν προκειμένω, για να δικαιολογήσει τη δραστηριότητα της συμπράξεως μεταξύ Σεπτεμβρίου 1996 και Μαΐου 1997, η Επιτροπή στηρίχθηκε ουσιαστικώς επί:

–        [εμπιστευτικό] (αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        [εμπιστευτικό] (αιτιολογικές σκέψεις 143 έως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        «τέσσερα παραδείγματα επικοινωνίας με άλλα μέλη της συμπράξεως μεταξύ Μαΐου 1995 και Μαρτίου 1996 και μεταξύ Σεπτεμβρίου 1996 και Ιανουαρίου 1997, τα οποία διασώθηκαν σε δισκέτες ανακαλυφθείσες στις εγκαταστάσεις του W. […]» (αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως)· διευκρινίζει ωστόσο σε υποσημείωση της σελίδας 216 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι «μολονότι από τους καταλόγους των δισκετών αυτών προκύπτουν πολλοί άλλοι φάκελοι για την περίοδο αυτή με παρεμφερή ονόματα, όπερ προϋποθέτει ότι συνίστανται σε άλλες τηλεομοιοτυπίες απευθυνθείσες στα μέλη της συμπράξεως, η Επιτροπή δεν θα χρησιμοποιήσει το περιεχόμενο των φακέλων αυτών ως αποδεικτικό στοιχείο, καθόσον δεν αποτελούν μέρος του φακέλου της Επιτροπής στον οποίο επιτρεπόταν η πρόσβαση»·

–        η απάντηση της Bridgestone στην ανακοίνωση των αιτιάσεων («η Bridgestone υποστήριξε ότι η καταρτισθείσα το 1986 σύμπραξη της συμπράξεως έπαυσε να υφίσταται την άνοιξη του 1997») (αιτιολογική σκέψη 291 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        οι απαντήσεις της DOM στην ίδια αυτή ανακοίνωση αιτιάσεων («η DOM υποστήριξε ότι [είχε] σαφώς αποδειχθεί ότι η σύμπραξη είχε παύσει να λειτουργεί κατά την περίοδο μεταξύ Μαρτίου 1997 μέχρι το 1999») (αιτιολογική σκέψη 292 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        το ιστορικό της δραστηριότητας κατά τον W. («3/97: παύση κάθε συνεργασίας») (αιτιολογική σκέψη 157 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        οι δηλώσεις του [εμπιστευτικό] («ο όμιλος των θαλάσσιων σωλήνων σχεδόν εξαφανίστηκε το 1998») (αιτιολογική σκέψη 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        οι απαντήσεις στο αίτημα περί παροχής πληροφοριών εκ μέρους του P. της 29ης Ιουνίου 2007 και της Trelleborg της 15ης Ιουνίου 2007 καθώς και έγγραφα ανακαλυφθέντα στην Trelleborg και στην Dunlop (σκέψη 163 του υπομνήματος αντικρούσεως)·

–        και, τέλος, οι πίνακες του W. όσον αφορά την περίοδο από τον Νοέμβριο του 1996 έως τον Δεκέμβριο του 1997 καθώς και τα έτη 1998 και 1999 (αιτιολογική σκέψη 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

126    Επομένως, η Επιτροπή διέθετε, ασφαλώς, δέσμη ενδείξεων, αλλά είχε εντούτοις στην κατοχή της μόνον ένα σύγχρονο τεκμηριωμένο αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι [εμπιστευτικό], καθώς και τους πίνακες του W. –τους οποίους αναγνωρίζει ότι δεν είναι σε θέση να χρονολογήσει με ακρίβεια– καθώς και τις δηλώσεις διαφόρων μελών της συμπράξεως, αν εξαιρεθούν τα προσκομισθέντα από την MRI στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιεικείας αποδεικτικά στοιχεία.

127    Πρέπει κατά συνέπεια να εξεταστεί αν μόνον τα στοιχεία της δέσμης ενδείξεων που δέχθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση για να συναγάγει ότι η σύμπραξη είχε πλήρη δραστηριότητα μεταξύ 3 Σεπτεμβρίου 1996 και 13 Μαΐου 1997, πλην των προσκομισθέντων από την MRI αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιεικείας, αρκούν για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό.

128    Πρέπει, καταρχάς, να ληφθεί υπόψη το [εμπιστευτικό] απευθυνθέν στην DOM (αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

129    Το κείμενο [εμπιστευτικό] της επίμαχης ανακοινώσεως έχει ως εξής:

«Θεωρώ ότι έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να αποκαταστήσουμε ένα καλύτερο επίπεδο τιμών φέτος· σύμφωνα με όσα αντιλήφθηκα, η Sumed πρέπει να είναι έτοιμη επί του παρόντος για σημαντική αύξηση τιμών.

Συμφωνώ με την πρότασή σας να αφήσουμε στην C ένα σημαντικό μέρος της αγοράς αυτής και προτείνω τα ακόλουθα αριθμητικά στοιχεία, όπου ο δεύτερος μετά τον πρώτο μειοδότη είναι η PL x 0,65 πρέπει να το δοκιμάσουμε.

Σας ευχαριστώ για την επιβεβαίωση της συμφωνίας όλων των μελών σε αντίθετη περίπτωση, σας ευχαριστώ για την αποστολή προτάσεων το συντομότερο δυνατόν.»

130    Το κείμενο αυτό ακολουθεί πίνακας στον οποίο κατανέμονται οι διάφορες παρτίδες (ή μερίδια) της αγοράς «Sumed» μεταξύ διαφόρων «πρώτων» μειοδοτών που καθορίζονται μεταξύ των έξι επιχειρήσεων μελών της συμπράξεως:

ΕΙΔΟΣ

Ποσότητα

Ονομασία

PL

A 1

A 2

C

B 1

B 2

B 3

1

2

FOB 24" 35"

80,900

52,640

53,920

53,210

54,860

Πρώτος μειοδότης

54,155

2

3

FOB 20" 35"

63,420

42,380

41,220

41,900

43,280

Πρώτος μειοδότης

41,468

3

12

FF 24" 35"

73,590

50,290

49,300

50,150

47,830

Πρώτος μειοδότης

48,116

4

36

FF 20" 35"

50,370

33,720

34,380

Πρώτος μειοδότης

34,150

32,600

32,740

5

34

FF 16" 35"

45,170

29,860

Πρώτος μειοδότης

29,360

30,440

30,830

30,793

6

1

Red 24/20" 35"

67,790

46,270

46,190

44,130

44,060

Πρώτος μειοδότης

44,222

7

3

Red 20/16" 35"

47,230

32,355

32,910

30,700

30,950

Πρώτος μειοδότης

30,735

8

3

TRH 16" 35"

55,180

36,830

Πρώτος μειοδότης

35,870

36,090

37,660

35,982


131    Οι παραπομπές A 1, A 2, B 1, B 2, B 3 και C είναι τα συνήθη κωδικά ονόματα των διαφόρων μελών της συμπράξεως (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Σύμφωνα με τα κωδικά αυτά ονόματα, η Bridgestone είναι A 1, η Yokohama A 2, η DOM B 1, η Trelleborg B 2, η Parker ITR B 3 και η MRI C.

132    Ο πίνακας αυτός δεν δείχνει μόνον ότι για κάθε παρτίδα ή για κάθε μερίδιο της αγοράς, είχε καθοριστεί ένας «πρώτος» μειοδότης, αλλά επίσης ότι προβλέπονταν η προσφερόμενη από τον «δεύτερο» τιμή, η οποία εμφανίζεται, στον πίνακα, με παχέα τυπογραφικά στοιχεία, πλάγια και υπογραμμισμένα, καθώς και οι προσφερόμενες από τους λοιπούς συμμετέχοντες τιμές.

133    Η σημασία του ρόλου που διαδραμάτιζε ο «δεύτερος» στη νόθευση της προσφοράς μπορεί επίσης να συναχθεί από το κείμενο της τηλεομοιοτυπίας, η οποία διευκρινίζει συγκεκριμένα ότι «Προτείνω τα ακόλουθα αριθμητικά στοιχεία, όπου ο δεύτερος μετά τον «πρώτο» μειοδότη είναι η PL x 0,65».

134    Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι η αναφερόμενη για κάθε παρτίδα τιμή όσον αφορά τον δεύτερο αντιστοιχεί πάντοτε στον υπολογισμό: τιμή PL x 0,65. Υπάρχει μόνον μία εξαίρεση, όσον αφορά το «είδος 5» όπου, κατά τον υπολογισμό αυτό, η τιμή του δεύτερου έπρεπε να είναι 29,360 (στήλη C, δηλαδή MRI) και όχι 29,860. Εντούτοις, πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για ουσιαστικό λάθος, εφόσον ο συντάκτης του πίνακα έγραψε, αναμφίβολα, με παχέα και υπογραμμισμένα τυπογραφικά στοιχεία 29,860 εκ λάθους.

135    Η σημασία του ρόλου του «δεύτερου» επιβεβαιώνεται επίσης από την προσφεύγουσα με τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις που της υπέβαλε το Γενικό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι «ο γνωστός κανόνας της συμπράξεως συνίστατο ακριβώς στο να αποφασίζεται [η] τιμή του “δεύτερου μειοδότη” ενώ οι λεπτομέρειες της προσφοράς του πρώτου μειοδότη αφήνονταν [...] στη διακριτική του ευχέρεια».

136    Επομένως, από τον πίνακα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είναι ο καθορισθείς για μία προσφορά «πρώτος» μειοδότης – όπερ δεν θα μπορούσε να συμφωνηθεί αν δεν είχε λάβει μέρος στις συζητήσεις ή χωρίς καν να τις γνωρίζει, όπως υποστηρίζει– αλλά επίσης ότι είχε καθορισθεί να καταταγεί δεύτερη δύο φορές, αν όχι τρεις, λαμβανομένου υπόψη του σχετικού με το «είδος 5» σφάλματος.

137    Για να λειτουργήσει η νόθευση της προβλεπόμενης στον πίνακα αυτό προσφοράς, έπρεπε κάθε εταιρία να αναλαμβάνει οπωσδήποτε τον ρόλο που της ανετίθετο και, ειδικότερα, τον δεύτερο ρόλο, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα διασφαλιζόταν ποτέ η κατάταξη του «πρώτου» μειοδότη στην πρώτη θέση.

138    Επομένως, η ενδελεχής και λεπτομερής ενορχήστρωση της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών «Sumed», η οποία περιλαμβάνεται στον πίνακα αυτό, δεν θα μπορούσε πιθανώς να λειτουργήσει χωρίς την ενεργό και εθελοντική συμμετοχή της προσφεύγουσας και να της ανατεθεί ο προβλεπόμενος γι’ αυτήν ρόλος του «δεύτερου» από τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, αν δεν είχε πλήρως ενταχθεί στις δραστηριότητες της συμπράξεως από τον Σεπτέμβριο του 1996.

139    Συνεπώς, ακόμα και αν το έγγραφο αυτό προέρχεται από τρίτον, αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον τη συμμετοχή της MRI στις συζητήσεις όσον αφορά την αγορά «Sumed».

140    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, αγνοούσε πλήρως το έγγραφο αυτό και τη σχετική με αυτό συζήτηση, πρέπει να απορριφθεί.

141    Περαιτέρω, από τον πίνακα που κατάρτισε ο W. (παράρτημα 10 του δικογράφου της προσφυγής, γραμμή 87), περί των πράγματι κατανεμηθεισών μεταξύ των μελών της συμπράξεως αγορών, προκύπτει ότι κατανεμήθηκε μεταξύ τριών επιχειρήσεων η πρόσκληση υποβολής προσφορών «Sumed», ανατεθείσα τον Νοέμβριο 1996, ήτοι λίγο περισσότερο από δύο μήνες μετά την πρόταση συντονισμού την οποία απηύθυνε ο [εμπιστευτικό]. Πρόκειται για την Yokohama (προσδιορισθείσα ως Japan C0.2), την Trelleborg (προσδιορισθείσα ως European C0.2) και την MRI (προσδιορισθείσα ως European C0.4).

142    Ωστόσο, πρόκειται για τρεις επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων είχαν κατανεμηθεί οι παρτίδες της προσκλήσεως υποβολής προσφορών «Sumed» στον πίνακα ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα της τηλεομοιοτυπίας της Trelleborg.

143    Επιβάλλεται ασφαλώς η διαπίστωση, όπως διατείνεται και η προσφεύγουσα, ότι ο πίνακας του W. περιέχει τη μνεία «εκτιμήσεις» (estimates) ως προς την αγορά «Sumed», αλλά παρ’ όλ’ αυτά οι τρεις δικαιούχοι των παρτίδων αντιστοιχούν στην κατανομή όπως προτείνεται στην τηλεομοιοτυπία της Trelleborg και ότι, για δύο δικαιούχους, τα ποσά αντιστοιχούν στην αξία των παρτίδων πολλαπλασιαζόμενη με την ενιαία τιμή του «πρώτου» μειοδότη όπως προκύπτουν από την ίδια τηλεομοιοτυπία.

144    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν πρόκειται για απλές συμπτώσεις ή συγκυρίες αφορώσες την MRI, όπως υποστηρίζει η MRI.

145    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι, εφόσον, επομένως ο πίνακας του W. αντανακλά με τον τρόπο αυτό τα αποτελέσματα του συντονισμού της προσκλήσεως υποβολής προσφορών «Sumed» όπως προκύπτει από την τηλεομοιοτυπία της Trelleborg, ενισχύεται η αποδεικτική αξία του εν λόγω αποδεικτικού στοιχείου.

146    Ωστόσο, οι πίνακες του W. εκθέτουν σε πολλές σελίδες τα αποτελέσματα διαφόρων συντονισμών προσκλήσεων υποβολής προσφορών που επήλθαν μεταξύ των διαφόρων μελών της συμπράξεως μεταξύ του 1996 και του τέλους του 1997.

147    Επομένως, η Επιτροπή βασίμως στηρίχθηκε στον πίνακα αυτόν όχι μόνον για να δεχθεί την επανένταξη της MRI στη σύμπραξη από την 3η Σεπτεμβρίου 1996 και την πλήρη συμμετοχή της μέχρι τις 13 Μαΐου 1997, αλλά επίσης προς επίρρωση, γενικότερα, των στοιχείων –και ειδικότερα των διαφόρων δηλώσεων που είχε συλλέξει (βλ. σκέψη 125 ανωτέρω)– τα οποία διέθετε σχετικά με την εξακολούθηση της συμπράξεως εκ μέρους των λοιπών μελών της συμπράξεως μέχρι την ημερομηνία αυτή.

148    Επομένως, τα προσκομισθέντα από την MRI έγγραφα δεν της ήσαν απαραίτητα για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό.

149    Συνεπώς, τα προσκομισθέντα από την MRI στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την περίοδο από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997 δεν έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει μεγαλύτερη διάρκεια ή σοβαρότητα της παραβάσεως.

150    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν διεκδικεί βασίμως το ευεργέτημα του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία.

151    Συνεπώς, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή σε βάρος της προσφεύγουσας.

152    Ως εκ τούτου, το έκτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

153    Επιπλέον, ορισμένα από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία επιβεβαιώνουν αδιαμφισβήτητα την εμπλοκή της MRI στον συντονισμό ορισμένων προσφορών.

154    Επομένως, στο [εμπιστευτικό], ο F. ανέφερε:

«[Α]πέρριψα την εν λόγω προσφορά καθόσον τροποποιούσε την αρχική διευθέτηση που μου είχε προτείνει η Dunlop και λόγω του γεγονότος ότι, στο πλαίσιο της πρώτης προσκλήσεως υποβολής προσφορών, λάβαμε μόνον προσφορές για 18 μήκη [σωλήνων] αντί των 36 που προβλέπονται λόγω περιορισμών του προϋπολογισμού της Sumed. Είμαστε σίγουροι ότι η Kléber έχει προβλήματα με τα 24" στη Sumed και για τον λόγο αυτόν έλαβαν μόνον προσφορές για 4 μήκη αντί των 12 για τα οποία γίνεται λόγος στην προηγούμενη πρόσκληση υποβολής προσφορών.»

155    Ωστόσο, στον πίνακα ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα της τηλεομοιοτυπίας της Trelleborg (βλ. σκέψη 130 ανωτέρω), η MRI καθορίζεται ως «πρώτος» μειοδότης για παρτίδα 36 μηκών FF 20" και η «Kléber» –δηλαδή η Trelleborg– για πέντε παρτίδες μεταξύ των οποίων μια παρτίδα 12 μηκών FF 24".

156    Επομένως, οι παραπομπές τις οποίες έκανε ο F. σε προηγούμενη αγορά «Sumed» αντιστοιχούν απολύτως στον πίνακα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα του [εμπιστευτικό] (βλ. σκέψη 130 ανωτέρω), όπερ δεν μπορεί να αποτελεί απλή σύμπτωση.

157    Εξάλλου, οι διευκρινίσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση αυτή καθιστούν αντιληπτή τη μνεία «εκτιμήσεις» την οποία πρόσθεσε ο W. στον πίνακά του σχετικά με την πρόσκληση υποβολής προσφορών «Sumed» που αποτελεί το αντικείμενο του [εμπιστευτικό] το οποίο αναφέρει ότι η MRI έλαβε τελικώς λιγότερο σημαντική παρτίδα από την αρχικώς προβλεφθείσα.

158    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, δεν μπορεί καν να προσδιορίσει σήμερα αν η προσφορά «Sumed» για την οποία γίνεται λόγος στο εν λόγω [εμπιστευτικό] αντιστοιχεί σε αυτήν που αναφέρεται στο [εμπιστευτικό].

159    Καθόσον απαιτείται (βλ. σκέψη 147 ανωτέρω), η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997 επιβεβαιώνεται με τον τρόπο αυτό.

 Επί της ενδιάμεσης περιόδου

160    Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής συνίσταται σε μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φτάσει μέχρι του σημείου πραγματοποιήσεως συμφωνίας κατά κυριολεξία, αντικαθιστά συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 115, και Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 106 ανωτέρω, σκέψη 158).

161    Συναφώς, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά εντός της αγοράς υφιστάμενου ή εν δυνάμει ανταγωνιστή είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 160 ανωτέρω, σκέψεις 116 και 117).

162    Το γεγονός της γνωστοποιήσεως πληροφοριών στους ανταγωνιστές με σκοπό την προετοιμασία συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (αποφάσεις Tréfilunion κατά Επιτροπής, σκέψη 105 ανωτέρω, σκέψη 82, και BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 105 ανωτέρω, σκέψη 178).

163    Κατά πάγια νομολογία, οι έννοιες συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική, κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, καταλαμβάνουν μορφές συμπαιγνίας που μετέχουν της ίδιας φύσεως και διακρίνονται μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 160 ανωτέρω, σκέψεις 131 και 132, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 190).

164    Στο πλαίσιο σύνθετης παραβάσεως, στην οποία εμπλέκονται πολλές επιχειρήσεις επί πολλά έτη, με σκοπό την από κοινού ρύθμιση της αγοράς, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να χαρακτηρίσει επακριβώς την παράβαση ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική, διότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 81 ΕΚ αφορά αμφότερες τις μορφές παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 160 ανωτέρω, σκέψεις 111 έως 114, και απόφαση PVC II, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 696).

165    Ο διττός χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως συμφωνίας «και/ή» εναρμονισμένης πρακτικής πρέπει να νοηθεί ως χαρακτηρισμός προσδιορίζων ένα σύνθετο όλον, που περιέχει πραγματικά στοιχεία από τα οποία ορισμένα χαρακτηρίστηκαν ως συμφωνία και άλλα ως εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο δεν προβλέπει κάποιον ειδικό χαρακτηρισμό γι’ αυτού του είδους τη σύνθετη παράβαση (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 264, και HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 163 ανωτέρω, σκέψη 187).

166    Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι η Επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει κυρώσεις στην προσφεύγουσα και στους ανταγωνιστές της επειδή συμμετείχαν «σε ένα σύνολο συμφωνιών και συμπεφωνημένων πρακτικών στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων» κατά την υπό εξέταση περίοδο.

167    Η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανέφερε τίνι τρόπω προετίθετο να χαρακτηρίσει τα αναγόμενα στην παράβαση πραγματικά περιστατικά των οποίων έλαβε γνώση και διευκρίνισε, ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 271 και 272 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών συνιστούσαν εναρμονισμένες πρακτικές.

168    Η Επιτροπή προσήψε στην προσφεύγουσα ότι αντήλλαξε πληροφορίες με ορισμένα μέλη της συμπράξεως κατά την ενδιάμεση περίοδο προκειμένου, μεταξύ άλλων, να επαναλειτουργήσει το καρτέλ.

169    Ωστόσο, το γεγονός της γνωστοποιήσεως πληροφοριών στους ανταγωνιστές με σκοπό την προετοιμασία συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψεις 51 και 52, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην απόφαση αυτή, Συλλογή 2009, σ. I‑4523, σκέψεις 90 και 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

170    Το κατά πόσον η συμπεριφορά αυτή επήλθε στο πλαίσιο της «δομής του ομίλου» ή εκτός αυτής δεν ασκεί, επομένως, επιρροή και η προβληθείσα συναφώς από την προσφεύγουσα επιχειρηματολογία στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

171    Περαιτέρω, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η προσφεύγουσα αποσύρθηκε από τη σύμπραξη το 1992.

172    Εξάλλου, αποδείχθηκε επίσης ότι η προσφεύγουσα επανήλθε στη σύμπραξη το 1996 με την ευκαιρία της νοθεύσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών «Sumed», όπερ έλαβε χώρα με κατανομή των ποσοστώσεων και καθορισμό των τιμών στην αγορά των θαλάσσιων σωλήνων κατόπιν συναφούς συμφωνίας στην οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι έλαβε μέρος η προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 128 έως 159 ανωτέρω).

173    Όσον αφορά τη διανυθείσα ενδιάμεση περίοδο, όσον αφορά την προσφεύγουσα, από τον Μάιο του 1997 έως τον Μάιο του 2000, πρέπει, να διευκρινιστεί ότι η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτημα το οποίο της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, ότι ο λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλε περιοριζόταν μόνον στα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την περίοδο από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997.

174    Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία μπορούσαν, συνεπώς, να χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή για να στοιχειοθετηθεί η συμμετοχή της προσφεύγουσας σε ορισμένες επαφές και συζητήσεις κατά την ενδιάμεση περίοδο.

175    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί εντούτοις το περιεχόμενο των επαφών αυτών καθώς και την ερμηνεία που έδωσε η Επιτροπή στα έγγραφα στα οποία γίνεται μνεία των επαφών αυτών.

176    Πρέπει, κατά συνέπεια, να εξεταστούν τα εν λόγω έγγραφα για να στοιχειοθετηθεί αν η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο ότι η προσφεύγουσα μετείχε σε διαρκή παράβαση κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης περιόδου, παρά το ότι δεν επιβλήθηκε κανένα πρόστιμο ούτε σε αυτήν ούτε στα λοιπά μέλη της συμπράξεως για την ίδια αυτή περίοδο.

177    Επιβάλλεται η διαπίστωση, υπό το πρίσμα των εγγράφων της προσφεύγουσας [εμπιστευτικό] (αιτιολογικές σκέψεις 174 και 176 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι βάσει αυτών δύναται, τουλάχιστον, να αποδειχθεί ότι ο W. επικοινώνησε με τον F., την MRI, σχετικά με τρεις προσκλήσεις υποβολής προσφορών (CPC Taiwan, Ancap Uruguay και Petrobras Brazil), στη δε απόπειρα αυτή συντονισμού ενεπλάκησαν η Bridgestone, η DOM, η Yokohama και η Parker ITR, και, αφετέρου, ότι, μολονότι ο F. απέρριψε την προσφορά που του έγινε, η σύμπραξη προσπαθούσε τουλάχιστον να λειτουργήσει κατά την περίοδο αυτή. Επομένως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι διάφορες επιχειρήσεις είχαν επαφές μεταξύ τους και με την προσφεύγουσα για να συντονίσουν ορισμένες προσκλήσεις υποβολής προσφορών. Το γεγονός ότι από τα έγγραφα αυτά μπορεί να εννοηθεί ότι δεν έβαιναν όλα καλώς στη σύμπραξη και υπήρχαν διαφωνίες συνάδει προς την ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή για την εν λόγω περίοδο στην προσβαλλόμενη απόφαση. Όσον αφορά το από 4 Φεβρουαρίου 1999 έγγραφο του F., στο οποίο αναφέρει το ιστορικό της συμπράξεως, αλλά παρουσιάζει επίσης την τότε κατάσταση, το οποίο προοριζόταν για έναν από τους εμπορικούς πράκτορες της προσφεύγουσας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμα και αν ο F. διατείνεται με το έγγραφο αυτό ότι η προσφεύγουσα δεν αποτελεί μέρος της συμπράξεως, το εν λόγω έγγραφο βεβαιώνει τουλάχιστον τις επαφές στις οποίες μετείχε ο F. με λοιπά μέλη της συμπράξεως. Επομένως, τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν σαφώς ότι, μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων επιχειρήσεων, έγιναν επαφές προκειμένου, τουλάχιστον, να προσπαθήσουν να συντονίσουν τις προσφορές.

178    [εμπιστευτικό] (αιτιολογική σκέψη 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως) αποδεικνύει την ύπαρξη επαφών μεταξύ διαφόρων «πρώτων» μειοδοτών της συμπράξεως (W., F. και Ρ.), με την ευκαιρία των οποίων αντήλλαξαν εμπορικής φύσεως στοιχεία. Το γεγονός ότι η σύμπραξη διέσχιζε, κατά τη στιγμή εκείνη, περίοδο κρίσεως, όπως επίσης μαρτυρεί το έγγραφο αυτό, δεν αίρει τον αθέμιτο χαρακτήρα των επαφών αυτών. Επιπλέον, η σύμπραξη επαναλειτούργησε λίγο καιρό μετά τις επαφές αυτές, όπερ τείνει να ενισχύσει την άποψη ότι συνέβαλαν στην επαναλειτουργία της συμπράξεως, έστω και αν η προσφεύγουσα έγινε εκ νέου πλήρες μέλος ένα έτος μετά τους λοιπούς «πρώτους» μειοδότες.

179    [εμπιστευτικό] (αιτιολογική σκέψη 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως) μαρτυρεί μια επαφή μεταξύ C. και F. σε χρονική στιγμή κατά την οποία η σύμπραξη δεν είχε ακόμα επαναλειτουργήσει πλήρως –τουλάχιστον όσον αφορά την προσφεύγουσα. Εντούτοις, αποδεικνύει ότι οι C. και F. αντήλλαξαν εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες, αλλά επίσης ότι ο F. αναζητούσε νέο τρόπο λειτουργίας της συμπράξεως από τη στιγμή εκείνη, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον συντονισμό της συμπράξεως, προσπαθώντας να καθορίσει στο εξής το μερίδιο αγοράς της προσφεύγουσας σε 12 %. Όπως αναφέρει, εξάλλου, η Επιτροπή, το αποδεικτικό αυτό στοιχείο πρέπει να ληφθεί υπόψη υπό το πρίσμα των συσκέψεων οι οποίες άρχισαν να λαμβάνουν εκ νέου χώρα από τον Ιούνιο του 1999. Καίτοι αληθεύει ότι η πλήρης εμπλοκή της προσφεύγουσας αρχίζει πολύ αργότερα, παρ’ όλ’ αυτά, από τότε, προετοίμαζε την επιστροφή της στη σύμπραξη και συνεργαζόταν τουλάχιστον στο περιθώριο με ορισμένους από τους ανταγωνιστές της.

180    Τέλος, το έγγραφο με τίτλο [εμπιστευτικό] (αιτιολογική σκέψη 190 της προσβαλλομένης αποφάσεως) θέτει σαφώς το πλαίσιο της ανανεωμένης συνεργασίας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν έλαβε μέρος στη σύσκεψη –όπερ δεν αμφισβητεί η Επιτροπή– και το γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς που της χορηγήθηκε περιλαμβάνεται στο έγγραφο αυτό δεν σημαίνει ότι αποτελούσε μέρος συμπράξεως. Είναι, βέβαια, αληθές ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα επανήλθε στη σύμπραξη μετά τις 9 Μαΐου 2000 (βλ. αιτιολογική σκέψη 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία η Επιτροπή αναφέρει ότι διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι χορηγήθηκαν εκ νέου ποσοστώσεις στην MRI από τη στιγμή εκείνη). Εντούτοις, υφίσταται, πρώτον, άμεση απόδειξη περί του ότι η προσφεύγουσα είχε κατακριτέες επαφές με σκοπό την επανένταξή της στη σύμπραξη τον Ιούνιο 1999 (την εσωτερική ανακοίνωση της προσφεύγουσας της 30ής Ιουνίου 1999), δεύτερον, έγγραφο διανεμηθέν τον Δεκέμβριο του 1999, στο πλαίσιο συσκέψεως διεξαχθείσας μετά την επαναλειτουργία της συμπράξεως από τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, στην οποία καθορίστηκε το μερίδιο της αγοράς το οποίο θα χορηγηθεί στην προσφεύγουσα, και, τρίτον, αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι πράγματι επανεντάχθηκε στη σύμπραξη τον Μάιο του 2000, όπερ δεν αμφισβητεί κατά τα λοιπά. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι, εφόσον τα λοιπά μέλη της συμπράξεως άρχισαν εκ νέου τις αθέμιτες δραστηριότητές τους, το μερίδιο της αγοράς το οποίο προετίθεντο να επιφυλάξουν στην προσφεύγουσα μπορούσε να προκύπτει μόνον κατόπιν περαιτέρω συντονισμού με αυτήν. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι η MRI διαπραγματευόταν τους όρους επιστροφής της από τον Ιούνιο του 1999, ήτοι έξι μήνες πριν από την κατάρτιση των πινάκων που διανεμήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1999. Επομένως, οι πίνακες αυτοί αποτελούν ιδιαίτερο σοβαρή ένδειξη της συμμετοχής της προσφεύγουσας, τον Δεκέμβριο του 1999, στις συζητήσεις σχετικά με την κατανομή και τον συντονισμό των αντιστοίχων μεριδίων της αγοράς των μελών της συμπράξεως.

181    Εν κατακλείδι, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύοντα, για την ενδιάμεση περίοδο, την ύπαρξη παραβατικής συμπεριφοράς εκ μέρους της προσφεύγουσας, η οποία είναι ασφαλώς μειωμένη σε σχέση με προγενέστερες και μεταγενέστερες περιόδους, όπερ, κατά τα λοιπά, οδήγησε την Επιτροπή να μην της επιβάλει πρόστιμο για την περίοδο αυτή.

182    Πρέπει να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας ότι, με τον τρόπο αυτό, είχε την πρόθεση να δημιουργήσει στα λοιπά μέλη της συμπράξεως την εντύπωση ότι έχει κάποιο ενδιαφέρον για την επαναλειτουργία της συμπράξεως προστατευόμενη με το τέχνασμα αυτό από τυχόν εμπορικά αντίποινά τους.

183    Συγκεκριμένα, δεν ασκούν συναφώς επιρροή όχι μόνον οι προβαλλόμενες προθέσεις της προσφεύγουσας, αλλά, επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τον τρόπο αυτό, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι, διατηρώντας επαφές με τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, προσπάθησε να προστατευτεί από τον ανταγωνισμό τους, όπερ αρκεί προς στοιχειοθέτηση της υπάρξεως παραβάσεως.

184    Επιπλέον, τα προαναφερθέντα έγγραφα αποδεικνύουν ότι οι εν λόγω επαφές είχαν ουσιαστικά ως αντικείμενο την επαναλειτουργία της συμπράξεως και η προσφεύγουσα έλαβε, μεταξύ άλλων, μέρος σε αυτές προκειμένου να διαπραγματευθεί τη θέση που της αντιστοιχούσε εντός του πυρήνα της συμπράξεως.

185    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της σύμφωνα με την οποία έλαβε μέρος στις συζητήσεις αυτές με μοναδικό σκοπό να δελεάσει τους πρώην –και μέλλοντες– συνεργάτες της συμπράξεως και προσκόμισε εύλογη εναλλακτική εξήγηση για τα διάφορα έγγραφα τα οποία δέχθηκε η Επιτροπή για να στοιχειοθετήσει τη συμμετοχή της στην παράβαση κατά την ενδιάμεση περίοδο.

186    Το συμπέρασμα αυτό ουδόλως διακυβεύεται κατά τα λοιπά από τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία –[εμπιστευτικό]– τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα προς στήριξη της απόψεώς της.

187    Συγκεκριμένα, τα διάφορα αυτά έγγραφα αποδεικνύουν αδιαμφισβήτητα ότι η MRI επανεντάχθηκε πλήρως στη σύμπραξη τον Μάιο του 2000, αλλά δεν διαψεύδουν την ύπαρξη των ελιγμών της με σκοπό την εν λόγω επανένταξη κατά τη διάρκεια των προηγουμένων ετών.

188    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

 Επί της υπάρξεως διαρκούς παραβάσεως

189    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι η παράβαση είναι διαρκής μεταξύ της 3ης Σεπτεμβρίου 1996 και της 13ης Μαΐου 1997, εκτιμώντας ότι, αν γίνουν δεκτές σε βάρος της παραβάσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, πρόκειται για μεμονωμένες παραβάσεις μη συνδεόμενες με προγενέστερες και μεταγενέστερες περιόδους, και, αφετέρου, ότι η παράβαση είναι διαρκής μεταξύ της 13ης Μαΐου 1997 και της 9ης Μαΐου 2000, εφόσον δεν έλαβε μέρος στις συζητήσεις με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό, αλλά, αντιθέτως, για να αμυνθεί τυχόν αντιποίνων εκ μέρους των λοιπών μελών της συμπράξεως και, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν μπορεί ταυτόχρονα να δεχθεί την ύπαρξη διαρκούς παραβάσεως διαπιστώνοντας την ύπαρξη μειωμένης δραστηριότητας λόγω καταστάσεως κρίσεως μεταξύ των μελών της συμπράξεως που την οδήγησε επιπλέον να μην επιβάλει πρόστιμο για την περίοδο αυτή.

 Επί της έννοιας της διαρκούς και της επαναλαμβανόμενης παραβάσεως

190    Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα διαπράξεως της παραβάσεως. Πάντως, αν μια παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα παύσης της παραβάσεως.

191    Η νομολογία διευκρίνισε, συναφώς, ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η ύπαρξη πρακτικής ή συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, ομού θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, δύνανται να αποτελέσουν απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Τέτοιου είδους στοιχεία και συμπτώσεις καθιστούν δυνατή την αποκάλυψη όχι μόνον της υπάρξεως αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μορφών συμπεριφοράς ή συμφωνιών, αλλά και της διάρκειας μιας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς, καθώς και του χρονικού διαστήματος εφαρμογής συμφωνίας συνομολογηθείσας κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψεις 94 και 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

192    Περαιτέρω, τέτοιου είδους παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από συνεχιζόμενη συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με την αιτιολογία ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία της εν λόγω σειράς πράξεων ή της συνεχιζόμενης συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, εξεταζόμενα αφ’ εαυτών και μεμονωμένα, παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της (αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 258, και Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, σκέψη 191 ανωτέρω, σκέψη 110).

193    Όσον αφορά την απουσία αποδείξεων για την ύπαρξη συμφωνίας για ορισμένα χρονικά διαστήματα ή, τουλάχιστον, για την εφαρμογή της συμφωνίας από την επιχείρηση κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι η παράβαση δεν αποδείχθηκε για ορισμένα χρονικά διαστήματα δεν εμποδίζει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση διήρκεσε για συνολικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όταν η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία. Στο πλαίσιο παραβάσεως εκτεινόμενης σε πλείονα έτη, το γεγονός ότι οι εκδηλώσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, τα οποία παρουσιάζουν ασυνέχειες μακράς ή βραχύτερης διάρκειας, δεν ασκεί επιρροή στη διαπίστωση της υπάρξεως της συμπράξεως αυτής, εφόσον οι επιμέρους πράξεις που συναποτελούν την παράβαση επιδιώκουν κοινό σκοπό και εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως (απόφαση Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, σκέψη 191 ανωτέρω, σκέψεις 97 και 98· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 260).

194    Συναφώς, η νομολογία χρησιμοποιεί πολλά κριτήρια για την εκτίμηση του αν μια παράβαση είναι ενιαία ή όχι και, συγκεκριμένα, το αν οι επίμαχες πρακτικές είχαν κοινό αντικείμενο (βλ., συναφώς, απόφαση Technische Unie κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψεις 170 και 171, και αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑21/99, Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1681, σκέψη 67, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψη 312), το αν αφορούν κοινά προϊόντα και υπηρεσίες (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 118, 119 και 124, και Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 312), το αν αφορούν κοινά προϊόντα και υπηρεσίες (προπαρατεθείσα απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 312), το αν μετείχαν σε αυτές οι ίδιες επιχειρήσεις και το αν χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιες μέθοδοι για την εφαρμογή τους (προπαρατεθείσα απόφαση Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής, σκέψη 68). Επιπλέον, η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για λογαριασμό των επιχειρήσεων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των επίμαχων πρακτικών είναι επίσης στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εξέταση αυτή.

195    Επομένως, η νομολογία παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συναγάγει ότι η παράβαση –ή η συμμετοχή επιχειρήσεως στην παράβαση– δεν διεκόπη, ακόμα και αν δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για την παράβαση σχετικά με ορισμένες συγκεκριμένες περιόδους, καθόσον οι επιμέρους πράξεις οι οποίες συναποτελούν την εν λόγω παράβαση επιδιώκουν κοινό σκοπό και δύνανται να ενταχθούν στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η δε διαπίστωση αυτή πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη ενός συνολικού σχεδίου.

196    Επομένως, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η έννοια της διαρκούς παραβάσεως παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα επιβολής προστίμου για το σύνολο της ληφθείσας υπόψη παραβατικής περιόδου και καθορίζει την ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής, ήτοι την ημερομηνία από την οποία έπαυσε η διαρκής παράβαση.

197    Πάντως, οι κατηγορούμενες για συμπαιγνία επιχειρήσεις δύνανται να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο, προβάλλοντας ενδείξεις ή αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύοντα ότι, αντιθέτως, η παράβαση –ή η συμμετοχή τους σε αυτή– δεν συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια των ίδιων αυτών περιόδων.

198    Περαιτέρω, πρέπει να διακριθεί η έννοια της επαναλαμβανόμενης παραβάσεως από την έννοια της διαρκούς παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑18/05, Συλλογή 2010, σ. II‑1769, σκέψεις 96 και 97), εφόσον η διάκριση αυτή επιβεβαιώνεται, κατά τα λοιπά, με τη χρήση του διαζευκτικού συνδέσμου «ή» στο άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

199    Όταν μπορεί να αποδειχθεί ότι η συμμετοχή επιχειρήσεως στην παράβαση διεκόπη και η διαπραχθείσα από την επιχείρηση πριν και μετά την περίοδο αυτή παράβαση έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, τα οποία πρέπει να εκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, σε σχέση με τον κοινό σκοπό των επίμαχων πρακτικών, την ταυτότητα των οικείων προϊόντων, των επιχειρήσεων οι οποίες έλαβαν μέρος στη συμπαιγνία, των κυριότερων λεπτομερειών εφαρμογής της, των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για τον λογαριασμό των επιχειρήσεων και, τέλος, του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω πρακτικών, η επίμαχη παράβαση πρέπει να χαρακτηριστεί ενιαία και επαναλαμβανόμενη.

200    Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει πρόστιμο για την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας διεκόπη η παράβαση.

201    Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 25, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1/2003, η διάρκεια της διακοπής δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη, περίπτωση κατά την οποία η επιβολή προστίμου για την προγενέστερη παραβατική περίοδο έχει πράγματι παραγραφεί.

 Επί της υπάρξεως διαρκούς παραβάσεως εν προκειμένω

202    Κατά συνέπεια, πρέπει να καθορισθεί αν, υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή δικαιούνταν να δεχθεί την ύπαρξη διαρκούς παραβάσεως κατά της προσφεύγουσας μεταξύ 1ης Απριλίου 1986 και 1ης Αυγούστου 1992 και μεταξύ 3ης Σεπτεμβρίου 1996 και 2ας Μαΐου 2007.

203    Υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η απόφαση αυτή μετείχαν, με διαφορετικούς ενίοτε τρόπους, σε παράβαση υλοποιηθείσα με την κατανομή των προσκλήσεων υποβολής προσφορών, τον καθορισμό τιμών, τον καθορισμό ποσοστώσεων, τον καθορισμό των όρων πωλήσεως, την κατανομή των γεωγραφικών αγορών και την ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών περί των τιμών, των όγκων πωλήσεων και των προσκλήσεων υποβολής προσφορών, στην παγκόσμια αγορά των θαλάσσιων σωλήνων.

204    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η ύπαρξη συνολικού σχεδίου αποδεικνύεται σαφώς με την προσβαλλόμενη απόφαση. Τούτο προκύπτει από την ταυτότητα, πριν και μετά την ενδιάμεση περίοδο, των σκοπών των επίμαχων πρακτικών, των οικείων προϊόντων, των επιχειρήσεων οι οποίες έλαβαν μέρος στη συμπαιγνία, των κυριότερων λεπτομερειών εφαρμογής της, των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για τον λογαριασμό των επιχειρήσεων και, τέλος, του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω πρακτικών.

205    Εξάλλου, η συμπεριφορά με σκοπό αμβλύνσεως των διαφορών μεταξύ των μελών της συμπράξεως και επαναλειτουργίας της συμπράξεως κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης περιόδου, όπως προκύπτουν από τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα έγγραφα, τα οποία αναλύθηκαν στις σκέψεις 177 έως 180 ανωτέρω, πρέπει κατά συνέπεια να θεωρηθεί ως αποτελούσα άρρηκτο μέρος του συνολικού σχεδίου το οποίο επιδίωκαν τα μέλη της συμπράξεως.

206    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα, κατά την ακρόασή της στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αμφισβητεί ότι έλαβε μέρος στην παράβαση μεταξύ 1ης Απριλίου 1986 και 1ης Αυγούστου 1992 και κατόπιν μεταξύ 9ης Μαΐου 2000 και 2ας Μαΐου 2007.

207    Η προσφεύγουσα προβάλλει μεν ότι πρόκειται για διαφορετικές παραβάσεις οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως διαρκής ή επαναλαμβανόμενη παράβαση, όπερ επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη συνολικού σχεδίου προκύπτει σαφώς από την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της ταυτότητας, μεταξύ 1986 και 2007, των σκοπών των επίμαχων πρακτικών, των οικείων προϊόντων, των επιχειρήσεων οι οποίες έλαβαν μέρος στη συμπαιγνία, των κυριότερων λεπτομερειών εφαρμογής της, των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για τον λογαριασμό των επιχειρήσεων και, τέλος, του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω πρακτικών.

208    Περαιτέρω, στοιχειοθετείται ότι η προσφεύγουσα επανεντάχθηκε στη σύμπραξη από τις 3 Σεπτεμβρίου 1996 και έλαβε μέρος στην παράβαση μέχρι τις 13 Μαΐου 1997 (βλ. σκέψεις 147 επ. ανωτέρω) και έλαβε ενεργό μέρος στις συζητήσεις οι οποίες έγιναν κατά την ενδιάμεση περίοδο για την επαναλειτουργία της συμπράξεως και την επανένταξή της σε αυτήν (βλ. σκέψεις 181 επ. ανωτέρω).

209    Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις εναλλακτικές εξηγήσεις τις οποίες προέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με τη συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής (βλ. σκέψεις 181 ανωτέρω).

210    Εξάλλου, η Επιτροπή δέχθηκε, και προκύπτει από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα διέκοψε τη συμμετοχή της στη σύμπραξη μεταξύ 1ης Αυγούστου 1992 και 3ης Σεπτεμβρίου 1996.

211    Η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη διαρκούς παραβάσεως σε βάρος της MRI, ενώ ταυτοχρόνως διαπίστωσε ότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη είχε διακοπεί μεταξύ 1ης Αυγούστου 1992 και 3ης Σεπτεμβρίου 1996.

212    Εντούτοις, η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα μετείχε στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια δύο διαφορετικών παραβατικών περιόδων από την 1η Απριλίου 1986 έως την 1η Αυγούστου 1992 και από την 3η Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 2 Μαΐου 2007.

213    Συνεπώς, η πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 211 ανωτέρω δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον μπορούσε να διαπιστώσει ότι η διαπραχθείσα από την προσφεύγουσα παράβαση ήταν επαναλαμβανόμενη παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003 –εφόσον, πράγματι, οι δύο παραβατικές περίοδοι χαρακτηρίζονται συγκεκριμένα από την ύπαρξη συνολικού σχεδίου (βλ. σκέψεις 203 και 204 ανωτέρω)– και η διακοπή της συμμετοχής της MRI στην παράβαση μεταξύ 1ης Αυγούστου 1992 και 3ης Σεπτεμβρίου 1996 διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη (βλ. σκέψη 201 ανωτέρω).

214    Εν κατακλείδι, αφενός, εφόσον πρέπει να θεωρηθεί ότι η παράβαση η οποία διαπράχθηκε μεταξύ 1ης Απριλίου 1986 και 1ης Αυγούστου 1992 δεν είχε παραγραφεί, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται κατ’ ουσίαν από το ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να διαπιστώσει παραγραφείσα παράβαση. Πρέπει επίσης να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας εφόσον από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η προσφεύγουσα μετείχε στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια δύο διαφορετικών παραβατικών περιόδων από 1ης Απριλίου έως 1ης Αυγούστου 1992 και από 3ης Σεπτεμβρίου 1996 έως 2ας Μαΐου 2007.

215    Αφετέρου, η προβληθείσα από την προσφεύγουσα επιχειρηματολογία προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παραγραφή της παραβατικής περιόδου από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 9 Μαΐου 2000 πρέπει επίσης να απορριφθεί, εφόσον αποδείχθηκε ότι επανεντάχθηκε στη σύμπραξη από τις 3 Σεπτεμβρίου 1996 και μετείχε, κατά την ενδιάμεση περίοδο, σε συζητήσεις με σκοπό την επαναλειτουργία της συμπράξεως και τον προσδιορισμό της θέσεώς της εντός αυτής.

216    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν το πρώτο, δεύτερο και τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, καθόσον η προσφεύγουσα διατείνεται, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της και δεν προσκόμισε αποδείξεις για την εμπλοκή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη μεταξύ 3ης Σεπτεμβρίου 1996 και 9ης Μαΐου 2000 και, αφετέρου, η προσφεύγουσα προσκόμισε εύλογη εναλλακτική εξήγηση ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δέχθηκε η Επιτροπή και ως προς τη συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής.

 Επί της βασιμότητας των λοιπών σκελών του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

217    Περαιτέρω, όσον αφορά την προβληθείσα από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου επιχειρηματολογία, κατά την οποία η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα μετείχε σε νέα παράβαση, εφόσον η προ του 1992 παράβαση είχε παραγραφεί και η Επιτροπή δεν μπορούσε δεχθεί συναφώς την ύπαρξη συνεχούς παραβάσεως από 1ης Απριλίου 1986, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα μετείχε στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια δύο, διαφορετικών μεν, παραβατικών περιόδων, αλλά κατά τη διάρκεια των οποίων η προσφεύγουσα μετείχε σε κοινό σχέδιο χαρακτηριζόμενο από την ταυτότητα, προ και μετά της ενδιάμεσης περιόδου, των σκοπών των επίμαχων πρακτικών, των οικείων προϊόντων, των επιχειρήσεων οι οποίες έλαβαν μέρος στη συμπαιγνία, των κυριότερων λεπτομερειών εφαρμογής της, των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για λογαριασμό των επιχειρήσεων και, τέλος, του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω πρακτικών (βλ. σκέψεις 203 και 204 ανωτέρω). Επομένως, κακώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μετείχε σε νέα παράβαση και η επιχειρηματολογία της πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

218    Ως προς την προβληθείσα από την προσφεύγουσα προς στήριξη του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως επιχειρηματολογία, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η συμπεριφορά της προσφεύγουσας, μεταξύ 3ης Σεπτεμβρίου 1996 και 9ης Μαΐου 2000, ήταν στενώς συνδεδεμένη με την υλοποίηση του συνόλου των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων τα οποία επιδίωκαν οι λοιποί δράστες της παραβάσεως, στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου με ενιαίο σκοπό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αφενός, έχοντας λάβει μέρος στον οργανωμένο συντονισμό της συμπράξεως στις 3 Σεπτεμβρίου 1996 και έχοντας λάβει μερίδιο της προσκλήσεως υποβολής προσφορών «Sumed» με την ευκαιρία αυτή και, αφετέρου, έχοντας ενεργώς συμμετάσχει σε επαφές με σκοπό την επαναλειτουργία της συμπράξεως κατά την ενδιάμεση περίοδο, αποδεικνύεται σαφώς ότι η προσφεύγουσα συνδέεται στενά με την υλοποίηση του συνόλου των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων συνολικού σχεδίου ηθελημένου από τους λοιπούς δράστες της παραβάσεως. Συνεπώς, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

219    Πρέπει επίσης να απορριφθεί η προβληθείσα στο πλαίσιο του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, ότι της επιβλήθηκαν κυρώσεις μόνον για το χρονικό διάστημα από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997 ενώ η συμπεριφορά της ήταν η ίδια κατά την ενδιάμεση περίοδο και η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν δικαιολογείται. Συγκεκριμένα, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι έλαβε εκ νέου μέρος στη σύμπραξη μεταξύ 3ης Σεπτεμβρίου 1996 και 13ης Μαΐου 1997, λαμβάνοντας μερίδιο της αγοράς «Sumed» κατόπιν συναφούς συντονισμού με τα λοιπά μέλη της συμπράξεως και ότι, κατά την ενδιάμεση περίοδο, μετείχε σε επαφές με σκοπό την επαναλειτουργία της συμπράξεως και διαπραγματεύθηκε τη θέση της εντός αυτής. Επομένως, πρόκειται για διαφορετικές συμπεριφορές οι οποίες δικαιολογούν την απόφαση της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο για την περίοδο από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997 και να μην επιβάλει πρόστιμο για την ενδιάμεση περίοδο.

220    Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό ουδόλως διακυβεύεται από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι δεν της επιβλήθηκαν κυρώσεις για το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 1999 έως τον Μάιο του 2000 ενώ επιβλήθηκαν στα λοιπά μέλη της συμπράξεως, εφόσον η διάκριση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι επανεντάχθηκε ενεργώς στη σύμπραξη ένα έτος μετά τα λοιπά μέλη αυτής, παρατείνοντας συγκεκριμένα τις επαφές της με τα λοιπά μέλη για να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους της συμμετοχής της.

221    Συνεπώς, το σύνολο του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

222    Ως προς το πέμπτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, στο πλαίσιο του οποίου η προσφεύγουσα διατείνεται ότι κατ’ ουσίαν τα παραβατικά πραγματικά περιστατικά της περιόδου από το 1996 έως το 2000 διαφέρουν της παραβατικής συμπεριφοράς στο πλαίσιο της αφεαυτής συμπράξεως και πρέπει, επομένως, να τους επιβληθούν χωριστές κυρώσεις, αν υποτεθεί ότι δεν έχουν παραγραφεί, πρέπει να γίνει παραπομπή στις εκτιμήσεις οι οποίες εκτίθενται στις σκέψεις 123 έως 187 και 202 έως 214 ανωτέρω και να απορριφθεί, κατά συνέπεια, η επί της ουσίας επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας.

223    Εν κατακλείδι, πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από διάφορα σφάλματα κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, της αρχής της καταλληλότητας της κυρώσεως, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και από έλλειψη αιτιολογίας

224    Υπενθυμίζεται, εκ προοιμίου, ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ούτε κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 2007, C‑303/05, Advocaten voor de Wereld, Συλλογή 2007, σ. I‑3633, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

225    Περαιτέρω, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο πλαίσιο της επιμετρήσεως των προστίμων, η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει διαφόρων στοιχείων και δεν πρέπει να προσδίδεται σε κανένα από τα στοιχεία αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση προς τα άλλα στοιχεία εκτιμήσεως. Η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται στο πλαίσιο αυτό ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, συναφώς, να εφαρμόζει τα στοιχεία αυτά κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 194 ανωτέρω, σκέψεις 226 έως 228 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 28ης Απριλίου 2010, T‑456/05 και T‑457/05, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1443, σκέψη 264).

226    Τέλος, κατά πάγια νομολογία, διαπιστώνεται ότι κάθε ιδιώτης στον οποίο θεσμικό όργανο της Ένωσης, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες δικαιούται να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, C‑506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 58, και της 18ης Ιουλίου 2007, C‑213/06 P, ΕΥΑ κατά Καρατζόγλου, Συλλογή 2007, σ. I‑6733, σκέψη 33). Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι σαφείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες [βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑47/07 P, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑9761, σκέψεις 34 και 81].

1.     Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

 Προσβαλλόμενη απόφαση

227    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 437 έως 445 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δέχθηκε ποσοστό 25 % των σχετικών πωλήσεων για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

228    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η χρησιμοποίηση ποσοστού 25 % των σχετικών πωλήσεων για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, είναι εσφαλμένη και δεν δικαιολογείται διότι, με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή την εξομοίωσε κατά τρόπο εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις με τους λοιπούς παραγωγούς, επειδή, κατά την προσφεύγουσα, η σοβαρότητα της παραβάσεως την οποία διέπραξε είναι σαφώς λιγότερο σημαντική από αυτήν που διέπραξαν οι λοιπές επιχειρήσεις.

229    Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για την τήρηση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας της κυρώσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί της εξετάσεως των παραγόντων οι οποίοι συνεπάγονται διαφορετική εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως που μπορεί να καταλογιστεί σε καθεμία από τις επιχειρήσεις, όπερ συνεπάγεται ότι πρέπει να καθορίσει το πρόστιμο λαμβάνοντας ευλόγως υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις οι οποίες διαχωρίζουν τη θέση μιας επιχειρήσεως από τις λοιπές. Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία εκτίμηση σχετικά με τη διαφορά του βαθμού και της εντάσεως της εμπλοκής της στη σύμπραξη, ενώ, με την απόφαση, αναγνώρισε ωστόσο, πλειστάκις, την ιδιαίτερη θέση της στη σύμπραξη (για παράδειγμα, στις αιτιολογικές σκέψεις 170, 187 και 211 έως 214 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

230    Επομένως, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους λοιπούς παραγωγούς, ουδέποτε υπήρξε «πιστή, ενθουσιώδης και δυναμική συμμετέχουσα» της συμπράξεως, καθώς μαρτυρεί το γεγονός ότι αποφάσισε να θέσει τέρμα στη συμμετοχή της στη σύμπραξη σε δύο ευκαιρίες, ότι είναι η μόνη η οποία ανέπτυξε τις δραστηριότητές της κατά της συμπράξεως, ότι υπέστη πιέσεις, απειλές και αντίποινα από τους ανταγωνιστές, και δεν μπορεί επιπλέον να της καταλογιστεί η συμμετοχή σε ενιαία και σύνθετη παράβαση κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου την οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή.

231    Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, αρχές τις οποίες δεν δύνανται να εκμηδενίσουν οι κατευθυντήριες γραμμές για την επιβολή των προστίμων.

232    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

233    Η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν συγχρόνως πλάνη εκτιμήσεως, παράβαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως και έλλειψη αιτιολογίας.

234    Όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, κατά πάγια νομολογία, η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει πολλών στοιχείων, όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, ως προς τα οποία η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψη 43).

235    Στα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων συγκαταλέγονται η συμπεριφορά εκάστης των επιχειρήσεων, ο ρόλος τους στη δημιουργία συμπράξεως, το κέρδος που αποκόμισαν από την πρακτική αυτή, το μέγεθός τους και η αξία των οικείων εμπορευμάτων, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους στόχους της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, είναι δυνατό να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου τόσο ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το μέρος του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που μπορεί, ως εκ τούτου, να είναι ενδεικτικό της εκτάσεώς της. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να αποδίδεται ούτε στο ένα ούτε στο άλλο από τα ποσά αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση με τα άλλα στοιχεία εκτιμήσεως και, κατά συνέπεια, ο ορθός καθορισμός του προστίμου δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα απλού υπολογισμού βάσει του κύκλου εργασιών που αποφέρει η πώληση του οικείου προϊόντος. Eπιπλέον, το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλαμβάνει αρχή γενικής ισχύος σύμφωνα με την οποία η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη με τον κύκλο εργασιών τον οποίο πραγματοποιεί η επιχείρηση με την πώληση του προϊόντος που αποτελεί το αντικείμενο της παραβάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑389/10 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 58 έως 60).

236    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ναι μεν η προσφεύγουσα διέκοψε τη συμμετοχή της στη σύμπραξη το 1992, παρ’ όλ’ αυτά επανεντάχθηκε στη σύμπραξη στις 3 Σεπτεμβρίου 1996 και, από τον Μάιο του 1997 έως τον Δεκέμβριο του 1999, διατήρησε αθέμιτες επαφές με τη σύμπραξη για να επανενταχθεί πλήρως εκ νέου τον Μάιο του 2000, τούτο δε μέχρι τον Μάιο του 2007. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι υποχρεώθηκε προς τούτο, αλλά η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί ωστόσο να γίνει δεκτή, καθώς επίσης δεν μπορούν να ευοδωθούν οι ισχυρισμοί της περί του ότι δεν μετείχε σε ενιαία και σύνθετη παράβαση (βλ. σκέψεις 159, 185 και 202 έως 214 ανωτέρω).

237    Επομένως, δεν βρισκόταν σε κατάσταση η οποία την διέκρινε των λοιπών συμμετεχόντων στη σύμπραξη και δικαιολογούσε το ότι, όσον την αφορά, χρησιμοποιήθηκε διαφορετικό ποσοστό των σχετικών πωλήσεων για τον προσδιορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

238    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

239    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.     Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από πλάνη στον υπολογισμό του προστίμου σε συνάρτηση με τη διάρκεια της παραβάσεως και την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 Προσβαλλόμενη απόφαση

240    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, βασιζόμενη σε διάφορα έγγραφα, μεταξύ των οποίων ορισμένα εσωτερικά σημειώματα προσκομισθέντα από την MRI στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιεικείας (αιτιολογικές σκέψεις 143 έως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως), έκρινε ότι η MRI είχε επανενταχθεί ενεργώς στη σύμπραξη από τις 3 Σεπτεμβρίου 1996.

241    Η αιτιολογική σκέψη 487 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας με την οποία ζητεί, δυνάμει της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, να μη χρησιμοποιηθούν εναντίον της τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε στην Επιτροπή για την περίοδο 1996-1997.

242    Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 447 και 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζεται η διάρκεια της παραβατικής περιόδου την οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για τον υπολογισμό του προστίμου.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

243    Ουσιαστικά, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, εντάσσοντας στην παραβατική περίοδο το χρονικό διάστημα από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997, η διάρκεια της παραβάσεως ανήλθε εσφαλμένως σε οκτώ έτη (η εν λόγω περίοδος των οκτώ μηνών στρογγυλοποιήθηκε σε ένα πρόσθετο έτος), όπερ επέφερε αύξηση του προστίμου περίπου [εμπιστευτικό]. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι κακώς της επιβλήθηκαν κυρώσεις για την περίοδο αυτή, τούτο δε βάσει μόνον των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία είχε προσκομίσει η ίδια στην Επιτροπή στο πλαίσιο του προγράμματος επιεικείας. Ωστόσο, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον της, σύμφωνα με την ανακοίνωση για τη συνεργασία, και η εν λόγω προσβολή των δικαιωμάτων της συνιστά επίσης παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη συναφώς.

244    Η Επιτροπή περιορίζεται συναφώς σε παραπομπή στην προβληθείσα στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως επιχειρηματολογία της.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

245    Από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα επανεντάχθηκε στη σύμπραξη στις 3 Σεπτεμβρίου 1996 και έλαβε πλήρως μέρος στην παράβαση μέχρι τις 13 Μαΐου 1997 (βλ. σκέψη 159 ανωτέρω).

246    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη λαμβάνοντας υπόψη την παραβατική περίοδο από τις 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 13 Μαΐου 1997 και μεταθέτοντας τη διάρκεια της παραβάσεως από επτάμισι σε οκτώ έτη, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της.

247    Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει δέουσα αιτιολογία, η οποία περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 147 και 487 αυτής. Η αιτίαση η οποία αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

248    Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση η οποία αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον η Επιτροπή χρησιμοποίησε ορισμένα έγγραφα τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αιτήσεώς της συνεργασίας με αυτήν, εφόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να αποκλείσει τα εν λόγω έγγραφα δυνάμει της παραγράφου 26, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως για τη συνεργασία και, εν πάση περιπτώσει, τα έγγραφα αυτά δεν ήσαν απαραίτητα προς στοιχειοθέτηση της παραβάσεως την οποία διέπραξε μεταξύ Σεπτεμβρίου 1996 και Μαΐου 1997 (βλ. σκέψεις 123 έως 159 ανωτέρω).

249    Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

3.     Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από πλάνη κατά την αύξηση του προστίμου για αποτρεπτικούς σκοπούς, αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

 Προσβαλλόμενη απόφαση

250    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 449 και 450 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δέχθηκε, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών, προσαύξηση του βασικού ποσού κατά 25 % επί της αξίας των πωλήσεων προς διασφάλιση της αποτρεπτικής λειτουργίας του προστίμου.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

251    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η προσαύξηση του 25 % προς διασφάλιση της αποτρεπτικής λειτουργίας του προστίμου είναι το μέγιστο όριο που επιτρέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες προβλέπουν ότι η αύξηση αυτή κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % των σχετικών πωλήσεων.

252    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, επιβάλλοντάς της τη μέγιστη προσαύξηση του προστίμου, η Επιτροπή κακώς την εξομοίωσε με τους λοιπούς παραγωγούς κατά παράβαση των ισχυουσών αρχών και χωρίς να αιτιολογείται η εξομοίωση αυτή.

253    Επομένως, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι ήταν ουσιωδώς μικρότερη από τους λοιπούς παραγωγούς. Ωστόσο, κατά τη νομολογία, η εφαρμοστέα προς διασφάλιση της αποτρεπτικής λειτουργίας προσαύξηση του προστίμου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διαφορές μεγέθους των επιχειρήσεων οι οποίες μετείχαν στη σύμπραξη.

254    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το αυτό ισχύει όσον αφορά τη διαφορά της συμπεριφοράς της, καθόσον δεν ήταν αδιαλείπτως μέλος της συμπράξεως, αποσύρθηκε από αυτήν το 1992 και έπραξε ό,τι μπορούσε για να αποστασιοποιηθεί από τη σύμπραξη και επέστρεψε μόνον διότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στις πιέσεις και απειλές των λοιπών μελών της συμπράξεως. Επιπλέον, το 2003, η διεύθυνσή της εκδήλωσε ανεπιφύλακτα τη βούλησή της εξόδου από τη σύμπραξη και, αν παρ’ όλ’ αυτά παρέμεινε στη σύμπραξη μετά την ημερομηνία αυτή, τούτο οφείλεται μόνο στη συμπεριφορά ορισμένων ανέντιμων υπαλλήλων της εγκατεστημένης στις Ηνωμένες Πολιτείες θυγατρικής της, οι οποίοι ενήργησαν εν αγνοία της και παρά τη θέλησή της, και εξάλλου η Επιτροπή ουδέποτε υποστήριξε ότι είχε λάβει γνώση των δραστηριοτήτων του αμερικανικού κλάδου της, και ακόμη λιγότερο ότι τις είχε εγκρίνει. Εξάλλου, από τη στιγμή που έλαβε γνώση του ρόλου τους στη σύμπραξη και της παραβιάσεως του κώδικα δεοντολογίας της, διέκοψε αμέσως τις σχέσεις της με τον F., σύμβουλο, και την εργασιακή της σχέση με έναν πρώην υπάλληλο της MOM.

255    Επιπλέον, η προσφεύγουσα έθεσε σε εφαρμογή από το 2005 μια εσωτερική διαδικασία με σκοπό να επιβάλλει στους υπαλλήλους της την τήρηση της ρυθμίσεως σχετικά με τον ανταγωνισμό και, κατ’ εφαρμογήν του θεσπισθέντος στο πλαίσιο αυτού νέου κώδικα δεοντολογίας, επέβαλε κυρώσεις σε έναν από τους εργαζομένους της.

256    Κατά την προσφεύγουσα, τούτο αποδεικνύει ότι ήταν και είναι πλήρως πεπεισμένη ότι δεν πρέπει να μετάσχει στο μέλλον σε επιζήμιες για τον ανταγωνισμό δραστηριότητες και η προσαύξηση του προστίμου για αποτρεπτικούς σκοπούς είναι απολύτως αλυσιτελής και στερείται αιτιολογίας.

257    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή του μέγιστου συντελεστή της αυξήσεως του προστίμου δεν δικαιολογείται προφανώς, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου της στη σύμπραξη.

258    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

259    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν:

«10.      Πρώτον, η Επιτροπή θα καθορίζει ένα βασικό ποσό για κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων.

11.      Δεύτερον, θα μπορεί να αναπροσαρμόσει το βασικό αυτό ποσό, προς τα πάνω ή προς τα κάτω.

[…]

19.      Το βασικό ποσό του προστίμου θα συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών της παράβασης.

20.      Η εκτίμηση της σοβαρότητας θα γίνεται κατά περίπτωση για κάθε είδος παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες της υπόθεσης.

[…]

23.      Οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής, που είναι κατά κανόνα μυστικές, είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού. Ως ζήτημα πολιτικής του ανταγωνισμού, θα τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα […]».

260    Δεύτερον, κρίθηκε πλειστάκις ότι, ενώ το αρχικό ποσό του προστίμου καθορίζεται αναλόγως της παραβάσεως, η σχετική σοβαρότητα της παραβάσεως καθορίζεται σε σχέση με πολυάριθμους άλλους παράγοντες ως προς τους οποίους η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως (απόφαση KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 235 ανωτέρω, σκέψη 58). Επιπλέον, από τις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι η αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως πραγματοποιείται σε δύο στάδια. Σε ένα πρώτο στάδιο, η σοβαρότητα εκτιμάται μόνο σε σχέση με τα χαρακτηριστικά στοιχεία της παραβάσεως, όπως η φύση της παραβάσεως και η επίπτωσή της στην αγορά και, σε ένα δεύτερο στάδιο, η αξιολόγηση της παραβάσεως διαμορφώνεται σε σχέση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την οικεία επιχείρηση, πράγμα το οποίο οδηγεί εξάλλου την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον τις ενδεχόμενες επιβαρυντικές περιστάσεις αλλά, ενδεχομένως, και τις ελαφρυντικές περιστάσεις. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει, ιδίως, στο πλαίσιο των παραβάσεων, τις οποίες έχουν διαπράξει διάφορες επιχειρήσεις, να λαμβάνεται υπόψη, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ο διαφορετικός ρόλος κάθε επιχειρήσεως και η συμπεριφορά της έναντι της Επιτροπής κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑202/98, T‑204/98 και T‑207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2035, σκέψη 109, και της 28ης Απριλίου 2010, T‑452/05, BST κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1373, σκέψη 48). Κατόπιν αυτού, ο ατομικός ρόλος της προσφεύγουσας, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι ασήμαντος, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τον βαθμό σοβαρότητας της παραβάσεως.

261    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι εκτίμησε ότι η παράβαση –η οποία διήρκεσε τουλάχιστον από το 1986 έως το 2007 και χαρακτηρίστηκε τόσο από συμφωνίες επί των τιμών όσο και από γεωγραφικές κατανομές των αγορών και των ποσοστώσεων– είχε συνολικώς σημαντική σοβαρότητα.

262    Ωστόσο, η προσφεύγουσα έλαβε πλήρως μέρος στις παραβατικές συμπεριφορές, ακόμα και αν απομακρύνθηκε της συμπράξεως το 1992 και επανεντάχθηκε μόλις το 1996, όπερ ελήφθη υπόψη στον υπολογισμό του προστίμου που της επιβλήθηκε, κανένα δε πρόστιμο δεν της επιβλήθηκε συγκεκριμένα για το προ της 3ης Σεπτεμβρίου 1996 χρονικό διάστημα (βλ. αιτιολογική σκέψη 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

263    Συνεπώς, η αιτίαση σχετικά με την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να απορριφθεί.

264    Τρίτον, κατά πάγια νομολογία, εφόσον η Επιτροπή δεν οφείλει να υπολογίσει το ύψος του προστίμου με αφετηρία ποσά στηριζόμενα στον κύκλο εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, δεν οφείλει περαιτέρω ούτε να διασφαλίσει, σε περίπτωση κατά την οποία επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες εμπλεκόμενες σε μία και την αυτή παράβαση επιχειρήσεις, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία οδηγεί ο υπολογισμός της για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις απηχούν όλες τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών τους ή ως προς τον κύκλο εργασιών τους επί της αγοράς του οικείου προϊόντος. Συναφώς, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), και το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 δεν απαιτούν με τη σειρά τους, σε περίπτωση κατά την οποία επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση επιχειρήσεις, το ποσό του επιβληθέντος σε επιχείρηση μικρού ή μεσαίου μεγέθους πρόστιμο να μην είναι υψηλότερο, σε ποσοστό επί του κύκλου εργασιών, από τα επιβληθέντα στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις πρόστιμα. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, τόσο για τις μικρού ή μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις όσο και για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως. Στο μέτρο που η Επιτροπή επιβάλλει στις επιχειρήσεις οι οποίες ενέχονται στην ίδια παράβαση δικαιολογημένα πρόστιμα για καθεμία από αυτές, σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι, για ορισμένες από αυτές, το ποσό του πρόστιμου είναι υψηλότερο, σε σχέση με τον κύκλο εργασιών, από το πρόστιμο που επιβάλλεται σε άλλες επιχειρήσεις. Επομένως, η Επιτροπή δεν οφείλει να μειώνει το ύψος των προστίμων όταν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι μικρομεσαίες. Συγκεκριμένα, το μέγεθος της επιχειρήσεως λαμβάνεται ήδη υπόψη από το καθοριζόμενο στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και στο άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ανώτατο όριο, καθώς και από τις κατευθυντήριες γραμμές. Πλην αυτών των δύο περιπτώσεων όπου λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος, δεν υπάρχει κανένας λόγος διαφορετικής αντιμετωπίσεως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τις άλλες επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις είναι μικρομεσαίες δεν τις απαλλάσσει από το καθήκον τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 225 ανωτέρω, σκέψεις 279 έως 281 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1255, σκέψεις 198 έως 200).

265    Κατά συνέπεια, κακώς η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι λόγω του μικρού της μεγέθους έπρεπε να τύχει διαφορετικής μεταχειρίσεως στο πλαίσιο εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, στην οποία, κατά τα λοιπά, αποδείχθηκε ότι έλαβε πλήρως μέρος.

266    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και η αιτίαση η οποία αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

267    Τέταρτον, εφόσον η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να προβάλει ότι μετείχε στη σύμπραξη μόνον περιθωριακώς μεταξύ 1996 και 2000 ή ότι η συμμετοχή της είχε σκοπό την υιοθέτηση αμυντικής στάσεως έναντι των ανταγωνιστών της (βλ. μεταξύ άλλων σκέψη 185 ανωτέρω), δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της τα στοιχεία αυτά στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της βαρύτητας της παραβάσεως.

268    Περαιτέρω, μολονότι η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν γνώριζε τις αθέμιτες ενέργειες της αμερικανικής θυγατρικής της MOM, δεν αμφισβητεί, στην υπό κρίση προσφυγή, ότι είναι πλήρως υπεύθυνη των πράξεων τις οποίες διέπραξε κατά την έννοια της νομολογίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑97/08 P, Συλλογή 2009, σ. I‑8237). Συγκεκριμένα, απλώς αμφισβητεί το ποσοστό της προσαυξήσεως το οποίο εφάρμοσε για αποτρεπτικούς σκοπούς η Επιτροπή, η οποία δεν έλαβε αρκούντως υπόψη τη στάση της προσφεύγουσας, μεταξύ άλλων, σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις οι οποίες εμπλέκονται στη σύμπραξη.

269    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η πρόθεση την οποία μπόρεσε να εκφράσει η προσφεύγουσα το 2003 να αποσυρθεί από τη σύμπραξη εξακολουθεί να μην έχει σημασία εφόσον, τουλάχιστον, αποδείχθηκε ότι η θυγατρική της εξακολούθησε να μετάσχει στην παράβαση μέχρι το 2007.

270    Επομένως, η Επιτροπή δικαιούνταν να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, τουλάχιστον μέσω της θυγατρικής της, μετείχε στη σύμπραξη μέχρι τον Μάιο 2007.

271    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως συναφώς.

272    Το αυτό ισχύει όσον αφορά το εσωτερικό πρόγραμμα της προσφεύγουσας περί τηρήσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, εφόσον, συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι είναι βεβαίως σημαντικό να έχει λάβει μέτρα η επιχείρηση για να εμποδίσει τη διάπραξη νέων παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης από το προσωπικό της στο μέλλον, πλην όμως το γεγονός αυτό ουδόλως μεταβάλλει το υποστατό της παραβάσεως που διαπιστώθηκε εν προκειμένω. Η περίσταση αυτή δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να μειώσει, λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως, το ύψος του προστίμου της εν λόγω επιχειρήσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 373).

273    Πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί η αιτίαση η οποία αντλείται από την προβαλλόμενη απουσία αποτρεπτικού σκοπού της προσαυξήσεως του προστίμου με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα είχε ήδη λάβει διατάξεις από τις οποίες προκύπτει η πρόθεσή της να μην εμπλέκεται σε αθέμιτες δραστηριότητες.

274    Τέλος, πέμπτον, κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί και η αιτίαση η οποία αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας.

275    Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.     Επί του τετάρτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται σε πλάνη εκτιμήσεως των προϋποθέσεων για την εφαρμογή των ελαφρυντικών περιστάσεων και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Προσβαλλόμενη απόφαση

276    Από την αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν αναγνωρίζει στα μέλη της συμπράξεως καμία ελαφρυντική περίσταση δυνάμενη να προκύπτει από παθητικό ή δευτερεύοντα ρόλο εντός της συμπράξεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

277    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη εξέταση της ατομικής καταστάσεως των επιχειρήσεων και χωρίς καμία αιτιολογία, η Επιτροπή δεν αναγνώρισε ελαφρυντικές περιστάσεις στην αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

278    Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή ουδόλως έλαβε υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση της προσφεύγουσας ούτε διάφορες κρίσιμες περιστάσεις για να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά έναντι της συμπράξεως και εντός αυτής, και, επομένως, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

279    Εξάλλου, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν περιλαμβάνεται μεταξύ «διαφόρων επιχειρήσεων» (αιτιολογική σκέψη 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως) οι οποίες προέβαλαν την αμελητέα σημασία της δραστηριότητάς τους στον κλάδο των θαλάσσιων σωλήνων ώστε να τους αναγνωρισθούν ελαφρυντικές περιστάσεις, όπερ συνιστά τεχνητή και άνευ διακρίσεων εξομοίωση της άμυνάς της με την άμυνα άλλων παραγωγών.

280    Περαιτέρω, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή απλώς της επιφύλαξε την ίδια μεταχείριση με την Trelleborg και την Dunlop, ενώ ούτε η συμπεριφορά ούτε το μέγεθος των εν λόγω επιχειρήσεων συγκρίνονται με αυτήν.

281    Τέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η μείωση, η οποία έπρεπε να της χορηγηθεί, δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερη του 30 %.

282    Η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς αυτούς.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

283    Υπενθυμίζεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν:

«29.      Το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να μειωθεί όταν η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, όπως:

[…]

–        όταν η επιχείρηση αποδεικνύει ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια, ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσία από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά· το γεγονός ότι μια επιχείρηση συμμετείχε σε παράβαση για μικρότερη διάρκεια από τις λοιπές επιχειρήσεις δεν θα θεωρείται ελαφρυντική περίσταση, καθώς η περίσταση αυτή ήδη θα έχει ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού.

[…]»

284    Η αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Παθητικός ρόλος και/ή δευτερεύων ρόλος», έχει ως ακολούθως:

«Πλείονες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ισχυρίζονται ότι η δραστηριότητα τους [για τους θαλάσσιους σωλήνες] δεν είναι σημαντική δραστηριότητα. Η Επιτροπή εκτιμά γενικώς ότι τούτο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αφετηρία για τον καθορισμό παθητικού ή δευτερεύοντος ρόλου, ο οποίος βασίζεται αποκλειστικώς στο είδος του ρόλου τον οποίο διαδραμάτισε μια επιχείρηση εντός της συμπράξεως και όχι στη σημασία της δραστηριότητας εντός του ομίλου. Η Επιτροπή παρατηρεί περαιτέρω ότι παρά τη σχετική σημασία της δραστηριότητας, όλες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έκριναν ότι η δραστηριότητα [για τους θαλάσσιους σωλήνες] ήταν επαρκώς σημαντική ώστε να τη διατηρήσουν, πιθανώς για λόγους αποδοτικότητας (με εξαίρεση την Bridgestone η οποία έπαυσε τη δραστηριότητά της μετά το τέλος της παραβάσεως). Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η σχετική σημασία της δραστηριότητας διαφαίνεται επαρκώς κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού και δεν πρέπει πλέον να ληφθεί υπόψη.»

285    Πρέπει, καταρχάς, να εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι δεν πρέπει να της αναγνωρισθούν ελαφρυντικές περιστάσεις.

286    Υπενθυμίζεται, συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, οι πιέσεις που ασκούνται από επιχειρήσεις και έχουν ως σκοπό να ωθήσουν άλλες επιχειρήσεις να μετάσχουν σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού δεν απαλλάσσουν, όσο σημαντικές και αν είναι, την ενδιαφερόμενη επιχείρηση από την ευθύνη της για τη διαπραχθείσα παράβαση, ουδόλως τροποποιούν τη σοβαρότητα της συμπράξεως και δεν μπορούν να αποτελούν ελαφρυντική περίσταση για τον υπολογισμό των ποσών των προστίμων, δεδομένου ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορούσε να καταγγείλει τις ενδεχόμενες πιέσεις στις αρμόδιες αρχές και να υποβάλει καταγγελία σ’ αυτές (βλ., συναφώς, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψεις 369 και 370, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑62/02, Union Pigments κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5057, σκέψη 63). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να λάβει υπόψη τις προβαλλόμενες απειλές, όπως τις προβαλλόμενες εν προκειμένω, ως ελαφρυντική περίσταση (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 640).

287    Περαιτέρω, από τη νομολογία προκύπτει ότι, μεταξύ των στοιχείων που μπορεί να αποκαλύψουν τον παθητικό ρόλο επιχειρήσεως στο πλαίσιο μιας συμπράξεως, μπορούν να ληφθούν υπόψη ο ουσιωδώς πιο σποραδικός χαρακτήρας της συμμετοχής της στις συνεδριάσεις σε σχέση με τη συμμετοχή των άλλων μελών της συμπράξεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, Τ‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψη 168∙ βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 331 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) όπως και η καθυστερημένη είσοδος στην αγορά που αποτέλεσε το αντικείμενο της παραβάσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1985, 240/82 έως 242/82, 261/82, 262/82, 268/82 και 269/82, Stichting Sigarettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3831, σκέψη 100, και απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 164 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ή ακόμη η ύπαρξη ρητών δηλώσεων υπό την έννοια αυτή, οι οποίες απορρέουν από εκπροσώπους τρίτων επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 331 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο «αποκλειστικά παθητικός ρόλος» του μέλους μιας συμπράξεως συνεπάγεται ότι το εν λόγω μέλος έχει υιοθετήσει «συγκρατημένη συμπεριφορά», δηλαδή έλλειψη ενεργού συμμετοχής στην κατάρτιση του ή των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συμφωνιών (βλ. απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 194 ανωτέρω, σκέψη 252 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

288    Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι μια επιχείρηση, της οποίας αποδείχθηκε η συμμετοχή σε συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά όπως είχε συμφωνήσει με τους ανταγωνιστές της, ασκώντας μια μάλλον ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά, δεν συνιστά οπωσδήποτε στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η επιχείρηση αυτή απλώς επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2011, T‑191/06, FMC Foret κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑2959, σκέψεις 345 και 346).

289    Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί κατά πόσον η Επιτροπή δικαίως θεώρησε ότι δεν μπορούσε να αναγνωριστεί υπέρ της προσφεύγουσας ελαφρυντική περίσταση λόγω μη ουσιαστικής εφαρμογής των συμφωνιών, δυνάμει του σημείου 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών. Προς τούτο, πρέπει να εξακριβωθεί αν η επιχείρηση προέβαλε επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία συμμετείχε στις παράνομες συμφωνίες, απέφυγε πράγματι να τις εφαρμόσει υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, μέχρι του σημείου να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της συμπράξεως (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑26/02, Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑713, σκέψη 113, και Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 196).

290    Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται ούτε προβαλλόμενες πιέσεις των οποίων αποτέλεσε αντικείμενο ούτε τη βραχύτερη διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση.

291    Όσον αφορά τον προβαλλόμενο παθητικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς της και του αντίκτυπού της επί του προστίμου, υπενθυμίζεται ότι επανεντάχθηκε πλήρως στη σύμπραξη από τις 3 Σεπτεμβρίου 1996, μετείχε στις συζητήσεις με σκοπό την επαναλειτουργία της συμπράξεως οι οποίες έγιναν μεταξύ 1997 και 1999 και, από τον Μάιο του 2000, ανέλαβε εκ νέου τη δραστηριότητά της εντός της συμπράξεως.

292    Επομένως, δεν μπορεί να επικαλείται οποιονδήποτε παθητικό ρόλο εντός της συμπράξεως ούτε, συνεπώς, να διεκδικεί να της αναγνωρισθούν ελαφρυντικές περιστάσεις βάσει του γεγονότος αυτού.

293    Εξάλλου, αν εξετασθούν η συλλογιστική της, η πρόθεσή της και η συμπεριφορά της, κατά την περίοδο αυτή, είχαν σκοπό να γίνει πιστευτό ότι είχε θετική στάση έναντι της συμπράξεως και, προς τούτο, διατηρούσε τουλάχιστον επαφές και αντήλλασσε πληροφορίες με ορισμένα μέλη της συμπράξεως, όπερ σημαίνει ότι, κατά ομολογία της, μετείχε στην παράβαση ενεργά.

294    Όσον αφορά την αιτίαση η οποία αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι δεν προέβαλε, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, την αμελητέα σημασία των δραστηριοτήτων της στον κλάδο των θαλάσσιων σωλήνων για να της αναγνωρισθούν ελαφρυντικές περιστάσεις.

295    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ούτε ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, η προσφεύγουσα προέβαλε επιχειρήματα παρεμφερή με τα προβληθέντα στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, ήτοι «την ελάχιστη διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη και […] και τον ασήμαντο ή περιθωριακό ρόλο της στο πλαίσιο [αυτής]».

296    Πάντως, ακόμα και αν, στο πλαίσιο των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως οι οποίες αφορούν την εξέταση των ελαφρυντικών περιστάσεων, η Επιτροπή δεν απάντησε ρητώς στα διάφορα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, από τα στοιχεία που εκτίθενται στις σκέψεις 283 έως 293 ανωτέρω, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, εξεταζόμενη στο σύνολό της, περιέχει επαρκώς λεπτομερή αιτιολογία παρέχουσα στο Γενικό Δικαστήριο, καθώς και στην προσφεύγουσα, τη δυνατότητα κατανοήσεως των λόγων για τους οποίους δεν μπορούν να της αναγνωρισθούν, εν προκειμένω, ελαφρυντικές περιστάσεις.

297    Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως πληροί τα νομολογιακά κριτήρια, των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 108 ανωτέρω.

298    Συνεπώς, το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

5.     Επί του πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας στο πλαίσιο του προγράμματος επιεικείας

 Προσβαλλόμενη απόφαση

299    Στις αιτιολογικές σκέψεις 480 έως 488 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι πρέπει να χορηγηθεί στην προσφεύγουσα μείωση 30 % του προστίμου που της επιβλήθηκε λαμβάνοντας υπόψη τη συμβολή της στην υπόθεση.

300    Η Επιτροπή έκρινε συναφώς, κατ’ ουσίαν, ότι, βεβαίως, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία η MRI αποφάσισε να συνεργαστεί στην έρευνα (αιτιολογικές σκέψεις 480 και 485 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αλλά ότι η συμβολή της αυτή είχε περιορισμένη αξία, καθόσον η Επιτροπή διέθετε ήδη κατά τον χρόνο εκείνο σημαντικό αριθμό αποδεικτικών στοιχείων, βάσει των οποίων μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της συμπράξεως (αιτιολογική σκέψη 485 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

301    Η Επιτροπή διευκρινίζει κατ’ ουσίαν ότι η MRI προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη σύμπραξη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 (αιτιολογική σκέψη 481 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και, μεταξύ άλλων, ένα έγγραφο του 1989 το οποίο αποδεικνύει ότι τα μέλη της συμπράξεως αντήλλασσαν στατιστικά στοιχεία (αιτιολογική σκέψη 482 της προσβαλλομένης αποφάσεως) καθώς και δύο έγγραφα ανταλλαγέντα το 2000 με τον συντονιστή της συμπράξεως, βάσει των οποίων δύναται να στοιχειοθετηθεί η γεωγραφική κατανομή των αγορών μεταξύ μελών της συμπράξεως (αιτιολογική σκέψη 483 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, τέλος, εσωτερικά έγγραφα με ημερομηνία των αρχών του έτους 1997 περί της υπάρξεως της συμπράξεως κατά τον χρόνον εκείνον, βάσει των οποίων αποδεικνύεται ο ρόλος της MRI στη σύμπραξη μεταξύ 1996 και 1997 και ενισχύει την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει την ύπαρξη της συμπράξεως κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’90 (αιτιολογική σκέψη 484 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Επιχειρήματα των διαδίκων

302    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά τον καθορισμό της μειώσεως του προστίμου δυνάμει της συνεργασίας την οποία παρέσχε στο πλαίσιο του προγράμματος επιεικείας. Η Επιτροπή της χορήγησε την ελάχιστη μείωση, ήτοι 30 %, ενώ η ανακοίνωση για τη συνεργασία προβλέπει ότι η πρώτη επιχείρηση η οποία τυγχάνει επιεικείας δικαιούται μείωση δυνάμενη να ανέλθει στο 50 %, σύμφωνα με την παράγραφο 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η πλάνη αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την καθοριστική συμβολή της στην έρευνα.

303    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η ημερομηνία κατά την οποία προσκομίστηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς της και η προστιθέμενη αξία τους είναι τα δύο κριτήρια τα οποία, κατά την ανακοίνωση για τη συνεργασία, καθιστούν δυνατό τον καθορισμό του επιπέδου της μειώσεως.

304    Ωστόσο, η επιμέλειά της ήταν μέγιστη, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 480 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον προσκόμισε το μεγαλύτερο μέρος των σημαντικότερων αποδεικτικών μέσων που είχε στη διάθεσή της την επομένη των ελέγχων, δηλαδή στις 4 Μαΐου 2007.

305    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η συμβολή της ήταν πολύ ουσιώδης. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 482 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα αποδεικτικά και πληροφοριακά στοιχεία τα οποία προσκόμισε όχι μόνον «ενίσχυσαν» ή «διευκρίνισαν» την ικανότητα της Επιτροπής να καταρτίσει την ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία απηύθυνε στους παραγωγούς, αλλά, από την ανακοίνωση αυτή και την προσβαλλομένη απόφαση, προκύπτει, κατά την προσφεύγουσα, ότι οι πληροφορίες τις οποίες προσκόμισε ήσαν καθοριστικές προς επίρρωση των αιτιάσεων της Επιτροπής όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της συμπράξεως, τη λειτουργία της και τη διάρκεια της παραβάσεως, καθώς και τον βαθμό συμμετοχής των παραγωγών. Σε πολυάριθμες περιπτώσεις, οι πληροφορίες αυτές ήσαν τα μόνα στοιχεία προς στήριξη της απόψεως της Επιτροπής.

306    Η προσφεύγουσα ορίζει συναφώς ότι οι πληροφορίες και τα στοιχεία που προσκόμισε, αφενός, επέτρεψαν την επιβεβαίωση των προφορικών καταθέσεων του πρώτου καταγγέλλοντος –οι οποίες ήσαν ανεπαρκείς, ελλείψει τεκμηριωμένων ή αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων δυναμένων να τις επιβεβαιώσουν, ώστε να θεμελιώσουν αδιαμφισβήτητα τις συναφείς αιτιάσεις– καθώς και τις πληροφορίες τις οποίες προσκόμισαν οι λοιπές επιχειρήσεις, αφετέρου, ήσαν τα μόνα αληθή στοιχεία προς στήριξη της αιτιάσεως της Επιτροπής ότι οι λοιποί παραγωγοί μετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση.

307    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε όσον αφορά την περίοδο από τον Μάρτιο του 1997 έως τον Ιούνιο του 1999 είναι η μόνη ή η κυριότερη βάση των συμπερασμάτων της Επιτροπής για την περίοδο αυτή. Καίτοι αληθεύει ότι υφίστανται άλλα αποδεικτικά στοιχεία, είναι, εντούτοις, κατά την προσφεύγουσα, σαφώς ανεπαρκή για να αποδείξουν οτιδήποτε σχετικά με τη σύμπραξη κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Επομένως, ελλείψει των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, η Επιτροπή θα είχε περιοριστεί, κατ’ αυτήν, να κάνει δεκτές δύο διαφορετικές παραβάσεις και όχι μία ενιαία και διαρκή ή επαναλαμβανόμενη παράβαση.

308    Επομένως, κακώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 485 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «είχε ήδη σημαντική ποσότητα εγγράφων, βάσει των οποίων είχε τη δυνατότητα να αποδείξει τα κυριότερα στοιχεία της συμπράξεως».

309    Κατά συνέπεια, για την προσφεύγουσα, η εφαρμογή του ελάχιστου συντελεστή της μειώσεως είναι αδικαιολόγητη και, επιπλέον, μη αιτιολογημένη. Περαιτέρω, θεωρεί ότι η απόφαση αυτή παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως διότι, σε άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή χορήγησε μεγαλύτερες μειώσεις ως αντιστάθμισμα της προσκομίσεως ασήμαντων πληροφοριών.

310    Η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς αυτούς.

311    Η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατά πάγια νομολογία, απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως ως προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων και μπορεί, συναφώς, να λάβει υπόψη πλειάδα στοιχείων, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η συνεργασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την έρευνα που διεξάγουν οι υπηρεσίες της. Στο πλαίσιο αυτό, καλείται να προβεί σε περίπλοκες εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, όπως οι σχετικές με τη συνεργασία καθεμίας από τις εν λόγω επιχειρήσεις. Ειδικότερα, η Επιτροπή έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την αξιολόγηση της ποιότητας και της χρησιμότητας της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων. Οι αξιολογήσεις της αποτελούν το αντικείμενο περιορισμένου δικαστικού ελέγχου.

312    Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η MRI ήταν η πρώτη και μόνη επιχείρηση, της οποίας η συμβολή κρίθηκε κατάλληλη για να δικαιολογήσει το ότι έγινε δεκτή στο πρόγραμμα επιεικείας. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι η αφετηρία της υποθέσεως είναι η αίτηση περί απαλλαγής του [εμπιστευτικό], ο οποίος έπαυσε να μετέχει στη σύμπραξη πριν από την αίτηση αυτή και αποκάλυψε την ύπαρξη, το αντικείμενο και τα χαρακτηριστικά της συμπράξεως, όπερ της παρέσχε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει την έρευνα και δικαιολογείται η χορήγηση σε [εμπιστευτικό] πλήρους απαλλαγής. Αντιθέτως, η MRI άρχισε να συνεργάζεται μετά τους ελέγχους.

313    Όσον αφορά τη σπουδαιότητα και τη χρησιμότητα της συνεργασίας της MRI, διευκόλυνε μεν το καθήκον της Επιτροπής, αλλά, πρώτον, η Επιτροπή γνώριζε ήδη την ύπαρξη, το αντικείμενο και τις μεθόδους λειτουργίας της συμπράξεως, δεύτερον, αμφισβητεί το ότι, άνευ της MRI, δεν θα μπορούσε να αποδείξει την εξακολούθηση της παραβάσεως, τρίτον, σε καμία από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις για την περίοδο από τις 13 Μαΐου 1997 έως τις 11 Ιουνίου 1999, για την οποία αποδείχθηκε χρησιμότερη η συνεργασία της MRI, τέταρτον, ήταν δυνατόν, κατά την Επιτροπή, να χαρακτηρισθεί η παράβαση ως επαναλαμβανόμενη, ακόμα και αν διεκόπη κατά τη διάρκεια ορισμένων ετών, για να ξεκινήσει εκ νέου στη συνέχεια, με τους ίδιους συμμετέχοντες, το ίδιο αντικείμενο και ανάλογες μεθόδους, προς εκτέλεση ενός ίδιου συνολικού σκοπού. Επομένως, κακώς, κατά την Επιτροπή, η MRI διατείνεται ότι η συνεργασία της ήταν απαραίτητη για να μπορεί να χαρακτηριστεί η παράβαση ως διαρκής.

314    Περαιτέρω, για τις λοιπές περιόδους, η συνεργασία της MRI είχε περιορισμένη χρησιμότητα, λαμβανομένων υπόψη των ήδη προσκομισθέντων από [εμπιστευτικό] στοιχείων και τον όγκο των εγγράφων, τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά τους ελέγχους.

315    Συνεπώς, μείωση του προστίμου καθορισθείσα σε 30 % είναι επαρκώς δικαιολογημένη.

316    Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι πέραν των συγκρίσεων, για τις οποίες κάνει λόγο η MRI, σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις, καθόσον, αφενός, το είδος αυτό συγκρίσεως μεταξύ διαφορετικών υποθέσεων είναι εξαιρετικώς δυσχερές και, αφετέρου, το γεγονός ότι η Επιτροπή χορήγησε, βάσει της προηγούμενης πρακτικής της περί λήψεως αποφάσεων, ένα συγκεκριμένο ποσοστό μειώσεως για δεδομένη συμπεριφορά δεν συνεπάγεται ότι υποχρεούται να χορηγεί την ίδια μείωση κατά την εκτίμηση παρεμφερούς συμπεριφοράς στο πλαίσιο μεταγενέστερης διοικητικής διαδικασίας, κατά τη νομολογία.

317    Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απόφασή της να μη χορηγήσει πλέον του 30 % μείωση αιτιολογείται στην αιτιολογική σκέψη 485 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

318    Η παράγραφος 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία ορίζει:

«Σε κάθε απόφαση που εκδίδει στο τέλος της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή θα προσδιορίζει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου του οποίου θα τύχει μια επιχείρηση σε σχέση με το πρόστιμο που θα είχε διαφορετικά επιβληθεί. Για την/τις:

–        πρώτη επιχείρηση που παράσχει σημαντική προστιθέμενη αξία: μείωση 30-50 %,

–        δεύτερη επιχείρηση που παράσχει σημαντική προστιθέμενη αξία: μείωση 20-30 %,

–        επόμενες επιχειρήσεις που παρέχουν σημαντική προστιθέμενη αξία: μείωση μέχρι 20 %.

Προκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τον χρόνο κατά τον οποίο υποβλήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση της παραγράφου 24 και τον βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν.»

319    Υπενθυμίζεται ότι η παράγραφος 24 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία ορίζει ότι, για να μπορεί να ζητήσει τέτοιου είδους μείωση, μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση τα οποία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή, η δε έννοια της προστιθεμένης αξίας καθορίζεται στην παράγραφο 25 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία (βλ. σκέψη 116 ανωτέρω).

320    Συνεπώς, κατά το γράμμα της ανακοινώσεως για τη συνεργασία προϋποτίθεται η διάκριση μεταξύ δύο σταδίων:

–        πρώτον, για να τύχει μειώσεως του προστίμου, η επιχείρηση πρέπει να προσκομίσει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αξία· στην πρώτη ούτως συνεργαζόμενη επιχείρηση θα χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου ελάχιστου ποσοστού 30 % και ανώτατου ποσοστού 50 % του βασικού ποσού·

–        δεύτερον, για να καθοριστεί το ποσοστό της μειώσεως εντός των ορίων αυτών, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη δύο κριτήρια: την ημερομηνία προσκομίσεως των αποδεικτικών στοιχείων και τον βαθμό της προστιθέμενης αξίας τους.

321    Περαιτέρω, η έννοια της σημαντικής προστιθέμενης αξίας εννοείται, κατά την ανακοίνωση για τη συνεργασία, ως αφορώσα τον βαθμό στον οποίο τα παρεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, λόγω της φύσης τους ή του επιπέδου ακριβείας τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει την πιθανολογούμενη σύμπραξη, εφόσον η καθεαυτό αξία εκτιμάται σε συνάρτηση πολλών συγκεκριμένων παραμέτρων στην παράγραφο 25 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία.

322    Επομένως, εφόσον τα προσκομισθέντα στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία έχουν σημαντική προστιθέμενη αξία και η επιχείρηση είναι η πρώτη η οποία γνωστοποίησε τα στοιχεία αυτά, το ελάχιστο ποσοστό μειώσεως του προστίμου είναι 30 %. Στη συνέχεια, όσον πιο έγκαιρη είναι η συνεργασία και πιο σημαντικός ο βαθμός της προστιθέμενης αξίας, τόσο περισσότερο αυξάνεται το ποσοστό της μειώσεως, για να ανέλθει το μέγιστο στο 50 % του ποσού του προστίμου.

323    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η MRI ήταν η πρώτη επιχείρηση η οποία πληρούσε τους όρους για να τύχει μειώσεως του προστίμου, στον βαθμό που τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε στην Επιτροπή είχαν σημαντική προστιθέμενη αξία, αλλά χορήγησε απλώς στην MRI το ελάχιστο ποσοστό μειώσεως του προστίμου, ήτοι 30 %. Το μόνο ζήτημα διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων, επί του οποίου πρέπει να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο, παραμένει επομένως η σπουδαιότητα της μειώσεως που χορηγήθηκε από την Επιτροπή εντός των ορίων αυτών και όχι η καθεαυτό αρχή της εν λόγω μειώσεως.

324    Μολονότι, ασφαλώς, η Επιτροπή αξιολογεί, λαμβάνοντας υπόψη τα προσκομισθέντα από την MRI αποδεικτικά στοιχεία, το ποσοστό της μειώσεως το οποίο πρέπει να εφαρμόσει στον αιτούντα την επιείκεια, παρ’ όλ’ αυτά πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή καθόρισε το εν λόγω ποσοστό σύμφωνα με τα κριτήρια που έθεσε στην ανακοίνωση για τη συνεργασία και αν ανέφερε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τη συλλογιστική την οποία ακολούθησε συναφώς, ούτως ώστε να μπορεί η προσφεύγουσα να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο έναντι αυτής και το Γενικό Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του.

325    Όσον αφορά την ημερομηνία προσκομίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, συνομολογείται ότι η αίτηση περί επιεικείας υποβλήθηκε, στις 4 Μαΐου 2007 (αιτιολογική σκέψη 480 της προσβαλλομένης αποφάσεως) –ήτοι δύο ημέρες μετά τον έλεγχο που οργάνωσε η Επιτροπή κατόπιν της υποβληθείσας στις 20 Δεκεμβρίου 2006 από τον [εμπιστευτικό] αιτήσεως περί επιεικείας.

326    Η Επιτροπή θεωρεί ότι πρόκειται για συνεργασία επελθούσα σε πρώιμο στάδιο της έρευνας (αιτιολογική σκέψη 486 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

327    Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκτίμηση αυτή δεν αντανακλάται στο ποσοστό μειώσεως που εφαρμόστηκε στο πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα.

328    Όσον αφορά τον βαθμό της σημαντικής προστιθέμενης αξίας των προσκομισθέντων από την MRI αποδεικτικών στοιχείων, επισημαίνονται τα εξής.

329    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η MRI είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη σύμπραξη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 –μεταξύ άλλων έγγραφο του 1989 το οποίο αποδείκνυε ότι τα μέλη της συμπράξεως αντάλλασσαν στατιστικά στοιχεία– καθώς και δύο έγγραφα ανταλλαγέντα το 2000 με τον συντονιστή της συμπράξεως, βάσει του οποίου αποδεικνύεται γεωγραφική κατανομή των αγορών μεταξύ των μελών της συμπράξεως και, τέλος, εσωτερικά έγγραφα χρονολογούμενα από τις αρχές του 1997 όσον αφορά την ύπαρξη της συμπράξεως κατά τον χρόνον εκείνον, βάσει των οποίων αποδεικνύεται ο ρόλος της MRI στη σύμπραξη μεταξύ 1996 και 1997 και ενισχύεται η ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει την ύπαρξη της συμπράξεως κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’90. Εντούτοις, η Επιτροπή ανέφερε ότι η συμβολή της MRI είχε περιορισμένη αξία, καθόσον διέθετε ήδη κατά τον χρόνο εκείνο σημαντικό αριθμό αποδεικτικών στοιχείων, βάσει των οποίων μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της συμπράξεως (βλ. σκέψεις 300 και 301 ανωτέρω).

330    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 148 έως 187 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίθενται τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεωρήσει ότι, μεταξύ της 13ης Μαΐου 1997 και του Ιουνίου του 1999, η σύμπραξη διένυσε περίοδο περιορισμένων δραστηριοτήτων, κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν επαφές στις οποίες εμπλεκόταν η προσφεύγουσα, των οποίων το αντικείμενο ήταν, μεταξύ άλλων, η προσπάθεια επαναλειτουργίας της συμπράξεως.

331    Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία είναι τα ακόλουθα: [εμπιστευτικό].

332    Περαιτέρω, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι διάφορα έγγραφα –ήτοι δύο τηλεομοιοτυπίες προερχόμενες από [εμπιστευτικό], της 11ης Ιουνίου 1999, και μια τηλεομοιοτυπία της Parker ITR, της 21ης Ιουνίου 1999– καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση ότι οι διαφωνίες μεταξύ των μελών της συμπράξεως είχαν παύσει από τις 11 Ιουνίου 1999 (αιτιολογική σκέψη 178 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

333    Κατ’ ουσίαν, τα τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή σχετικά με την ενδιάμεση περίοδο από τις 13 Μαΐου 1997 έως τον Ιούνιο του 1999 προέρχονται, επομένως, από την MRI και προσκομίστηκαν από αυτή στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιεικείας.

334    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή προβάλλει μόνον τη σχετική αξία των προσκομισθέντων από την MRI εγγράφων και όχι την εγγενή τους αξία, ενώ βάσει αυτών, πάντως, μπόρεσε να θεμελιώσει επαρκείς δηλώσεις και στοιχεία τα οποία απλώς είχε στη διάθεσή της μέχρι τότε.

335    Ωστόσο, αφενός, τα προσκομισθέντα από την MRI στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την περίοδο από τις 13 Μαΐου 1997 έως τον Ιούνιο του 1999 –σε αντίθεση με τα προσκομισθέντα για την περίοδο από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου 1997 (βλ. σκέψεις 148 και 149 ανωτέρω)– είναι τεκμηριωμένα και ενίσχυσαν την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει την ύπαρξη της συμπράξεως μεταξύ Μαΐου 1997 και Ιουνίου 1999 και της έδωσαν τη δυνατότητα να αποδείξει ότι ήσαν ανακριβείς ορισμένοι ισχυρισμοί των λοιπών μελών της συμπράξεως ως προς το ότι η σύμπραξη είχε πλήρως διακοπεί μεταξύ Μαΐου 1997 και Ιουνίου 1999.

336    Αφετέρου, τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να θεμελιώσει την άποψή της ότι η παράβαση ήταν διαρκής από τον Απρίλιο του 1986 έως τον Μάιο του 2007, παρά την κρίση την οποία διένυσε η σύμπραξη μεταξύ Μαΐου 1997 και Ιουνίου 1999 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 289, 293 και 294 της προσβαλλομένης αποφάσεως), μολονότι δεν επέβαλε πρόστιμο για την ενδιάμεση αυτή περίοδο. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή κάνει απλώς λόγο στην υποσημείωση της σελίδας 733 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σε άλλες υποσημειώσεις της ίδιας αποφάσεως, οι οποίες παραπέμπουν σε τρία έγγραφα σχετικά με την ενδιάμεση περίοδο, χωρίς όμως στις αιτιολογικές σκέψεις 481 έως 484 της προσβαλλομένης αποφάσεως να γίνεται μνεία της εν λόγω περιόδου ή της συμβολής της MRI.

337    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 25 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, η έννοια της προστιθέμενης αξίας αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο τα παρεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, λόγω της ίδιας της φύσης τους ή του βαθμού ακριβείας τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει την πιθανολογούμενη σύμπραξη. Η παράγραφος 25 της εν λόγω ανακοινώσεως ορίζει ότι ο απαιτούμενος βαθμός επιβεβαίωσης των υποβαλλόμενων αποδεικτικών στοιχείων από άλλες πηγές προκειμένου να θεωρηθούν αξιόπιστα έναντι των άλλων επιχειρήσουν που εμπλέκονται στην υπόθεση, επηρεάζει την αξία αυτών των στοιχείων, ούτως ώστε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία θα έχουν μεγαλύτερη αξία από στοιχεία όπως οι δηλώσεις, που απαιτούν επιβεβαίωση εφόσον αμφισβητηθούν.

338    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο βαθμός της προστιθέμενης αξίας των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα στην Επιτροπή δεν αντανακλάται στο ποσοστό μειώσεως του προστίμου το οποίο η Επιτροπή καθόρισε στο ελάχιστο επίπεδο του 30 %.

339    Επομένως, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τα κριτήρια με τα οποία αυτοδεσμεύθηκε στην παράγραφο 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία.

340    Όσον αφορά την αιτίαση η οποία αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας, η Επιτροπή απλώς αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 486 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «λαμβάνοντας υπόψη την αξία της συμβολής της στην υπόθεση αυτή, το πρόωρο στάδιο κατά το οποίο συνέβαλε σε αυτή και το περιεχόμενο της συνεργασίας της μετά τις δηλώσεις της, πρέπει να χορηγηθεί στην MRI μείωση 30 % του προστίμου το οποίο θα της επιβαλλόταν σε διαφορετική περίπτωση».

341    Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί, επικουρικώς, ότι, αν η Επιτροπή είχε ιδιαίτερους λόγους να περιορίσει στο 30 % το ποσοστό της μειώσεως του προστίμου που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα και να μην το αυξήσει παρά την πρόωρη συνεργασία της και τον ουσιώδη βαθμό της προστιθέμενης αξίας των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, σε αυτήν εναπόκειται να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση επί του σημείου αυτού, όπερ ωστόσο δεν έπραξε, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει με βεβαιότητα αν υπέπεσε και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως συναφώς.

342    Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ούτε η πρόωρη συνεργασία της προσφεύγουσας ούτε ο βαθμός της προστιθέμενης αξίας των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία προσκόμισε αντανακλώνται στο ποσοστό της μειώσεως που εφάρμοσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση και στην ελλιπή αιτιολογία της, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και ακυρωθεί το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

343    Όσον αφορά την αιτίαση η οποία αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε επαρκή στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι η κατάστασή της ήταν παρόμοια με άλλων επιχειρήσεων υπό πανομοιότυπες περιστάσεις. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

344    Επομένως, το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των αιτημάτων περί της μειώσεως του προστίμου

345    Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 229 ΕΚ, οι κανονισμοί που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει των διατάξεων της Συνθήκης, δύνανται να χορηγούν στο Δικαστήριο πλήρη δικαιοδοσία σχετικά με τις κυρώσεις που προβλέπουν. Η αρμοδιότητα αυτή απονέμεται στον κοινοτικό δικαστή από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003. Επομένως, έχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν. Συνεπώς, ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία να ασκεί την αρμοδιότητά του πλήρους δικαιοδοσίας, όταν υποβάλλεται στην κρίση του το ζήτημα του ποσού του προστίμου, και μπορεί να ασκεί την αρμοδιότητά του αυτή τόσο για να μειώνει όσο και για να αυξάνει το ποσό αυτό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψεις 60 έως 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

346    Εξάλλου, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν της σοβαρότητας της παραβάσεως, και η διάρκειά της. Το ποσό του προστίμου δεν μπορεί επιπλέον να υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

347    Επιπλέον, όπως υπενθυμίζεται από το άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το αδίκημα.

348    Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι, εκ φύσεως, ο καθορισμός ενός προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής, αλλά προβαίνει στη δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑156/94, Aristrain κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 43).

349    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους, όπως η συμπεριφορά της κάθε επιχειρήσεως, η λειτουργία εκάστης εξ αυτών κατά τον καθορισμό των συμπεφωνημένων πρακτικών, το όφελος που άντλησαν από τις πρακτικές αυτές, το μέγεθός τους και η αξία των εμπορευμάτων που αφορά η σύμπραξη, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις τέτοιου είδους για τους σκοπούς της Ένωσης (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑386/10 P, Chalkor κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι‑13085, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

350    Το Δικαστήριο έχει επισημάνει επίσης ότι αντικειμενικά στοιχεία όπως το περιεχόμενο των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών, ο αριθμός και η έντασή τους, η έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η επιδείνωση που υπέστη η δημόσια οικονομική τάξη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Στην ανάλυση πρέπει επίσης να συνεκτιμώνται το σχετικό μέγεθος των ευθυνόμενων επιχειρήσεων και το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν, καθώς και η τυχόν καθ’ υποτροπή υιοθέτηση τέτοιων συμπεριφορών (απόφαση Chalkor κατά Επιτροπής, σκέψη 349 ανωτέρω, σκέψη 57).

351    Κατά πάγια επίσης νομολογία, υπενθυμίζεται επίσης ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Συνεπώς, τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τη σοβαρότητα της παραβάσεως (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2011, T‑11/06, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, Συλλογή 201, σ. ΙΙ‑6681, σκέψη 280 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

352    Εν προκειμένω, έχοντας υπόψη την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο του πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως και τα διαπιστωθέντα με την ευκαιρία αυτή σφάλματα (βλ. σκέψη 342 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο κρίνει πρόσφορο να ασκήσει την αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας την οποία του παρέχει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 και να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά το ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβάλει στην προσφεύγουσα.

353    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, εν προκειμένω, αφενός, ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών σε παγκόσμια κλίμακα τον οποίο πραγματοποίησε η MRI για όλα τα προϊόντα της ήταν, το 2006, [εμπιστευτικό] και, το 2007, [εμπιστευτικό] (αιτιολογική σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, το μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς της επιχειρήσεως εκτιμήθηκε από την Επιτροπή σε [εμπιστευτικό], όπερ δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα (βλ. αιτιολογική σκέψη 433 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

354    Επισημαίνεται, στη συνέχεια, ότι η σύμπραξη είναι αρκετά σοβαρή, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της παραβάσεως καθώς και του ότι η παραβατική συμπεριφορά, στην οποία μετείχε πλήρως η προσφεύγουσα, χαρακτηρίστηκε από την κατανομή των προσκλήσεων υποβολής προσφορών, τον καθορισμό τιμών, τον καθορισμό ποσοστώσεων, τον καθορισμό των όρων πωλήσεως, την κατανομή των γεωγραφικών αγορών και την ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών περί των τιμών, των όγκων πωλήσεων και των προσκλήσεων υποβολής προσφορών. Επιπλέον, πρόκειται για σύμπραξη παγκόσμιας κλίμακας.

355    Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η προσφεύγουσα μετείχε στην παράβαση από την 1η Απριλίου 1986 έως την 1η Αυγούστου 1992 –η δε περίοδος αυτή δεν έχει παραγραφεί (βλ. σκέψεις 212 έως 214 ανωτέρω)– στη συνέχεια από τις 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 2 Μαΐου 2007, εντός δε του δεύτερου αυτού παραβατικού διαστήματος μεσολάβησε ενδιάμεση περίοδος με περιορισμένες δραστηριότητες, στις οποίες όμως έλαβε πλήρως μέρος ο F. με την προοπτική, μεταξύ άλλων, επαναλειτουργίας της συμπράξεως και διαπραγματεύσεως της θέσεως της προσφεύγουσας εντός αυτής.

356    Ασφαλώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη η συνεργασία της προσφεύγουσας στην έρευνα της Επιτροπής. Η προσφεύγουσα, χάρη στα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε εγκαίρως στην Επιτροπή, της έδωσε συγκεκριμένα τη δυνατότητα να δεχθεί την ύπαρξη διαρκούς παραβάσεως σε βάρος των λοιπών μελών της συμπράξεως, παρά την ύπαρξη περιόδου κρίσεως η οποία, άνευ των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, θα είχε, πιθανότατα, οδηγήσει την Επιτροπή να θεωρήσει ότι η σύμπραξη είχε διακοπεί για δύο έτη –και μάλιστα τρία έτη όσον αφορά την προσφεύγουσα καθεαυτήν.

357    Πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, ακόμα και χωρίς τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, η Επιτροπή θα μπορούσε να δεχθεί την ύπαρξη επαναλαμβανόμενης παραβάσεως σε βάρος μελών της συμπράξεως (βλ., συναφώς, τα στοιχεία τα οποία προέβαλε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 296 έως 304 και 307 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα οποία σκοπούν στη σχετικοποίηση της σημασίας της προστιθέμενης αξίας της συνεργασίας της MRI.

358    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό της μειώσεως του προστίμου έπρεπε να είναι 40 %.

359    Εντούτοις, κατόπιν των προεκτεθέντων και της ανάγκης σταθμίσεως των διαφόρων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου (βλ. σκέψεις 349 και 350 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, λαμβανομένης υπόψη, ειδικότερα, της σοβαρότητας της παραβάσεως και της διάρκειας της συμμετοχής της MRI σε αυτήν, είναι προσήκον και, επομένως, δεν πρέπει να μειωθεί.

360    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν τα περί μεταρρυθμίσεως αιτήματα της προσφεύγουσας, καθόσον αφορούν τη μείωση του ποσού του προστίμου των 4 900 000 ευρώ, το οποίο της επιβλήθηκε.

 Επί των δικαστικών εξόδων

361    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, της ιδίας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

362    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα και η Επιτροπή ηττήθηκαν εν μέρει ως προς τα αιτήματά τους, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, της αποφάσεως C(2009) 428 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Εύκαμπτοι θαλάσσιοι σωλήνες).

2)      Το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην MRI καθορίζεται σε 4 900 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Azizi

Prek

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαΐου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως

Α – Βιομηχανικός κλάδος των εύκαμπτων θαλάσσιων σωλήνων που προορίζονται για πετρέλαιο και φυσικό αέριο

Β – Παρουσίαση της προσφεύγουσας

Γ – Διοικητική διαδικασία

Δ – Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

A – Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

B – Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη χαρακτηρισμού της παραβάσεως και παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, και επί
του δευτέρου λόγου, ο οποίος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό της διάρκειας της παραβάσεως, και από παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 253 ΕΚ και του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003

1.  Προσβαλλόμενη απόφαση

2.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

β) Επί του δευτέρου λόγου

Επί του πρώτου σκέλους

Επί του δευτέρου σκέλους

Επί του τρίτου σκέλους

Επί του τετάρτου σκέλους

Επί του πέμπτου σκέλους

Επί του έκτου σκέλους

3.  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

α) Υπενθύμιση των αρχών περί του βάρους αποδείξεως

β) Επί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση μεταξύ 3ης Σεπτεμβρίου 1996 και 9ης Μαΐου 2000

Επί της χρονικής περιόδου από 3 Σεπτεμβρίου 1996 έως 13 Μαΐου1997

–  Επί του περιεχομένου της παραγράφου 26 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία

–  Επί της στοιχειοθετήσεως, εν προκειμένω, συμπληρωματικών πραγματικών περιστατικών τα οποία ενισχύουν είτε τη σοβαρότητα είτε τη διάρκεια της παραβάσεως

Επί της ενδιάμεσης περιόδου

γ) Επί της υπάρξεως διαρκούς παραβάσεως

Επί της έννοιας της διαρκούς και της επαναλαμβανόμενηςπαραβάσεως

Επί της υπάρξεως διαρκούς παραβάσεως εν προκειμένω

δ) Επί της βασιμότητας των λοιπών σκελών του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

Γ – Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από διάφορα σφάλματα κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, από παραβίαση της αρχήςτης αναλογικότητας, της αρχής της καταλληλότητας της κυρώσεως, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και από έλλειψη αιτιολογίας

1.  Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και παραβίασητης αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

α) Προσβαλλόμενη απόφαση

β) Επιχειρήματα των διαδίκων

γ) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από πλάνη στον υπολογισμό του προστίμου σε συνάρτηση μετη διάρκεια της παραβάσεως και την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

α) Προσβαλλόμενη απόφαση

β) Επιχειρήματα των διαδίκων

γ) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από πλάνη κατά την αύξηση του προστίμου για αποτρεπτικούς σκοπούς, αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

α) Προσβαλλόμενη απόφαση

β) Επιχειρήματα των διαδίκων

γ) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4.  Επί του τετάρτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται σε πλάνη εκτιμήσεως των προϋποθέσεων για την εφαρμογήτων ελαφρυντικών περιστάσεων και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

α) Προσβαλλόμενη απόφαση

β) Επιχειρήματα των διαδίκων

γ) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5.  Επί του πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφοράτη μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας στο πλαίσιο του προγράμματος επιεικείας

α) Προσβαλλόμενη απόφαση

β) Επιχειρήματα των διαδίκων

γ) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Δ – Επί των αιτημάτων περί της μειώσεως του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


1–            Απόρρητα εμπιστευτικά στοιχεία.