Language of document :

(Υπόθεση T481/17)

Fundación Tatiana Pérez de Guzmán el Bueno και Stiftung für Forschung und Lehre (SFL)

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ)

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο πενταμελές τμήμα) της 1ης Ιουνίου 2022

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική Ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Διαδικασία εξυγίανσης εφαρμοστέα σε περίπτωση που οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης – Έγκριση, από το ΕΣΕ, καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη δεκτική προσφυγής – Παραδεκτό – Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Άρθρα 18, 20 και 24 του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014»

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Καθεστώς εξυγίανσης που εγκρίθηκε από το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) και έγινε αποδεκτό από την Επιτροπή – Οριστικός χαρακτήρας – Εμπίπτει

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 86)

(βλ. σκέψεις 143, 149, 150)

2.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως – Δικαίωμα ακρόασης – Περιεχόμενο – Μη διενέργεια ακρόασης, στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης, των μετόχων και των πιστωτών πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο έχει ληφθεί μέτρο εξυγίανσης – Επιτρέπεται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 41 § 2, στοιχείο αʹ, και 52 § 1· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 14 § 2 και 18)

(βλ. σκέψεις 196, 201, 204, 221, 239, 241, 242)

3.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως – Δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του – Περιεχόμενο – Μη κοινοποίηση, από το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της έκθεσης αποτίμησης 2 κατά τη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης – Επιτρέπεται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 41 § 2, στοιχείο βʹ, και 52 § 1· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 90 § 4)

(βλ. σκέψη 333)

4.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων – Έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης – Προϋποθέσεις – Πτώχευση ή πιθανή πτώχευση πιστωτικού ιδρύματος – Αφερεγγυότητα του εν λόγω ιδρύματος – Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 18 §§ 1, στοιχείο αʹ, και 4, στοιχείο γʹ)

(βλ. σκέψεις 374, 376)

5.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Περιεχόμενο – Πτώχευση ή πιθανή πτώχευση πιστωτικού ιδρύματος – Καθεστώς εξυγίανσης το οποίο προβλέπει απομείωση και μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων του εν λόγω ιδρύματος – Επιτρέπεται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 17 § 1 και 52 § 1· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

(βλ. σκέψεις 480, 517, 530)

Σύνοψη

Οι προσφυγές με τις οποίες ζητείται η ακύρωση του καθεστώτος εξυγίανσης της Banco Popular και/ή της απόφασης της Επιτροπής για την αποδοχή του απορρίπτονται στο σύνολό τους

Η Banco Popular Español, SA (στο εξής: Banco Popular) αποτελούσε ισπανικό πιστωτικό ίδρυμα υποκείμενο στην άμεση προληπτική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Στις 7 Ιουνίου 2017, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) εξέδωσε απόφαση σχετικά με καθεστώς εξυγίανσης όσον αφορά την Banco Popular (1) (στο εξής: καθεστώς εξυγίανσης). Την ίδια επίσης ημέρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2017/1246 (2), για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης.

Πριν από την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης, πραγματοποιήθηκε αποτίμηση της Banco Popular, η οποία περιελάμβανε δύο εκθέσεις που επισυνάπτονται στο καθεστώς εξυγίανσης, ήτοι μια πρώτη αποτίμηση (στο εξής: αποτίμηση 1), χρονολογούμενη από τις 5 Ιουνίου 2017 και συνταχθείσα από το ΕΣΕ, και μια δεύτερη αποτίμηση (στο εξής: αποτίμηση 2), χρονολογούμενη από τις 6 Ιουνίου 2017 και συνταχθείσα από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Σκοπός της εν λόγω αποτίμησης 2 ήταν, μεταξύ άλλων, η εκτίμηση της αξίας του ενεργητικού και του παθητικού της Banco Popular καθώς και η παροχή των στοιχείων βάσει των οποίων θα μπορούσε να ληφθεί απόφαση σχετικά με τις προς μεταβίβαση μετοχές και τίτλους κυριότητας και να παρασχεθεί στο ΕΣΕ η δυνατότητα να καθορίσει το περιεχόμενο των εμπορικών όρων για τους σκοπούς του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων. Επίσης στις 6 Ιουνίου 2017, η ΕΚΤ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΕ, προέβη σε εκτίμηση της κατάστασης της Banco Popular για να εξακριβωθεί αν αυτή βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης (3), κρίνοντας ότι, λαμβανομένων υπόψη των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε η Banco Popular, η τελευταία πιθανώς δεν θα ήταν σε θέση στο άμεσο μέλλον να εξοφλήσει τις οφειλές της ή να ανταποκριθεί σε άλλες υποχρεώσεις της όταν αυτές θα καθίσταντο απαιτητές (4). Την ίδια ημέρα, το διοικητικό συμβούλιο της Banco Popular πληροφόρησε την ΕΚΤ ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ίδρυμα βρισκόταν σε κατάσταση πιθανής πτώχευσης.

Στο πλαίσιο του καθεστώτος εξυγίανσης, το ΕΣΕ έκρινε ότι η Banco Popular πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη λήψη μέτρου εξυγίανσης (5), ήτοι ότι βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, ότι δεν υφίσταντο άλλα μέτρα που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την πτώχευσή της εντός εύλογου χρόνου και ότι ήταν αναγκαίο προς το δημόσιο συμφέρον ένα μέτρο εξυγίανσης με τη μορφή εργαλείου πώλησης των δραστηριοτήτων (6). Το ΕΣΕ άσκησε την εξουσία του σχετικά με την απομείωση και τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων της Banco Popular (7) και διέταξε τη μεταβίβαση των νέων μετοχών που προέκυπταν από τη διαδικασία αυτή στην Banco Santander έναντι τιμήματος ενός ευρώ.

Οι προσφυγές χαρακτηρίστηκαν ως «πιλοτικές υποθέσεις», αντιπροσωπευτικές εκατοντάδων προσφυγών που έχουν ασκήσει φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία ήταν δικαιούχοι κεφαλαιακών μέσων της Banco Popular πριν από την εξυγίανση. Οι προσφυγές είχαν ως αντικείμενο την ακύρωση του καθεστώτος εξυγίανσης και/ή της απόφασης 2017/1246, καθώς και αιτήματα αποζημίωσης.

Με τις πέντε αποφάσεις που εξέδωσε το τρίτο πενταμελές τμήμα του, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει στο σύνολό τους τις προσφυγές των προσφευγόντων. Οι υπό κρίση υποθέσεις παρέχουν για πρώτη φορά στο Γενικό Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί επί της νομιμότητας απόφασης σχετικά με καθεστώς εξυγίανσης εγκριθέν από το ΕΣΕ.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Κατά πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ένα καθεστώς εξυγίανσης που εγκρίνεται από το ΕΣΕ είναι δεκτικό προσφυγής, χωρίς να απαιτείται η άσκηση προσφυγής και κατά της απόφασης της Επιτροπής περί αποδοχής του καθεστώτος αυτού, όπερ συνεπάγεται ότι, μετά την αποδοχή του από την Επιτροπή, ένα τέτοιο καθεστώς παράγει έννομα αποτελέσματα και συνιστά πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς προσφυγής ακυρώσεως.

Κατά δεύτερον, όσον αφορά την έκταση του ελέγχου του, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, δεδομένου ότι οι αποφάσεις που καλείται να εκδώσει το ΕΣΕ στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης στηρίζονται σε ιδιαίτερα περίπλοκες οικονομικές και τεχνικές εκτιμήσεις, το Γενικό Δικαστήριο ασκεί περιορισμένο έλεγχο. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, ακόμη και στην περίπτωση περίπλοκων εκτιμήσεων όπως αυτές στις οποίες προέβη το ΕΣΕ εν προκειμένω, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει όχι μόνο την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά.

Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει τα επιχειρήματα των προσφευγόντων υπό το πρίσμα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται ότι, μολονότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές οντότητας που αποτελεί αντικείμενο μέτρου εξυγίανσης δύνανται να επικαλεστούν το δικαίωμα ακρόασης στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης, εντούτοις, η άσκηση του δικαιώματος αυτού μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η διαδικασία εξυγίανσης της Banco Popular επιδίωκε σκοπό γενικού συμφέροντος, ήτοι τον σκοπό διασφάλισης της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, που δύναται να δικαιολογήσει περιορισμό του δικαιώματος ακρόασης. Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης της Banco Popular, η έλλειψη διάταξης που να προβλέπει ακρόαση των μετόχων και των πιστωτών της οικείας οντότητας και η έλλειψη ακρόασης των προσφευγόντων συνιστούν περιορισμό του δικαιώματος ακρόασης, ο οποίος είναι δικαιολογημένος και αναγκαίος για την επίτευξη σκοπού γενικού συμφέροντος και σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, οι ακροάσεις αυτές θα είχαν υπονομεύσει τους σκοπούς της προστασίας της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών και της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών της οντότητας, καθώς και τις απαιτήσεις ταχύτητας και αποτελεσματικότητας της διαδικασίας εξυγίανσης.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, όσον αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας, μεταξύ άλλων, ότι η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και ότι δεν υπήρχαν εναλλακτικά μέτρα ικανά να εμποδίσουν την κατάσταση αυτή. Επομένως, η απόφαση απομείωσης και μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων της Banco Popular στο πλαίσιο του καθεστώτος εξυγίανσης δεν συνιστά υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας των προσφευγόντων, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως περιορισμός του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας ο οποίος είναι δικαιολογημένος και σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας.

Τρίτον, όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η παράλειψη, κατά τη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης, αφενός, του ΕΣΕ να κοινοποιήσει την αποτίμηση 2 και, αφετέρου, του ΕΣΕ και της Επιτροπής να κοινοποιήσουν τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκαν δεν συνιστά προσβολή του εν λόγω δικαιώματος. Συγκεκριμένα, ορισμένες πληροφορίες που κατείχε το ΕΣΕ, οι οποίες περιλαμβάνονται στο καθεστώς εξυγίανσης, στην αποτίμηση 2 καθώς και στα έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε το ΕΣΕ, εμπίπτουν στο επαγγελματικό απόρρητο και είναι εμπιστευτικές. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, μετά την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης, οι προσφεύγοντες δεν έχουν δικαίωμα στην κοινοποίηση του συνόλου του φακέλου στον οποίο στηρίχθηκε το ΕΣΕ.

Κατά τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται σε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας καθόσον οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού ΕΜΕ (8) παραβιάζουν τις αρχές σχετικά με τη μεταβίβαση εξουσιών, υπογραμμίζοντας ότι είναι αναγκαίο ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης, ήτοι η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, να αποδεχτεί το καθεστώς εξυγίανσης ως προς τις πτυχές του που υπόκεινται σε διακριτική ευχέρεια ώστε αυτό να παραγάγει έννομα αποτελέσματα. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε σε θεσμικό όργανο τη νομική και πολιτική ευθύνη για τον καθορισμό της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της εξυγίανσης, αποφεύγοντας ως εκ τούτου μια «πραγματική μετάθεση ευθύνης» (9), χωρίς να έχει μεταβιβάσει αυτοτελή εξουσία στο ΕΣΕ.

Κατά πέμπτον, όσον αφορά τις αποτιμήσεις 1 και 2, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, το ΕΣΕ μπορούσε να στηριχθεί στην αποτίμηση 2 για να εγκρίνει το καθεστώς εξυγίανσης. Πράγματι, δεδομένων των χρονικών περιορισμών και των διαθέσιμων πληροφοριών, ορισμένες αβεβαιότητες και κατά προσέγγιση εκτιμήσεις είναι εγγενείς σε κάθε προσωρινή αποτίμηση και οι επιφυλάξεις τις οποίες διατύπωσε ένας πραγματογνώμονας που πραγματοποίησε την εν λόγω αποτίμηση δεν μπορούν να σημαίνουν ότι αυτή δεν ήταν «δίκαιη, συνετή και ρεαλιστική» (10). Εκτός αυτού, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η αποτίμηση 1, η οποία είχε σκοπό να καθοριστεί αν η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, ώστε να διαπιστωθεί αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την κίνηση διαδικασίας εξυγίανσης ή απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, είχε καταστεί παρωχημένη κατόπιν της εκτίμησης στην οποία προέβη η ΕΚΤ στις 6 Ιουνίου 2017 προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

Κατά έκτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το ΕΣΕ και η Επιτροπή δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ για τη λήψη μέτρου εξυγίανσης.

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αφερεγγυότητα της οντότητας δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη διαπίστωση ότι αυτή βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης. Πράγματι, το γεγονός ότι μια οντότητα είναι φερέγγυα σε επίπεδο ισολογισμού δεν σημαίνει ότι διαθέτει επαρκή ταμειακά αποθέματα, δηλαδή διαθέσιμα κεφάλαια για να εξοφλήσει τις οφειλές της ή τις λοιπές ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το ΕΣΕ και η Επιτροπή δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Σημειώνει, εξάλλου, ότι το καθεστώς εξυγίανσης εγκρίθηκε εγκύρως ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους η Banco Popular περιήλθε σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν την ύπαρξη μέτρων εναλλακτικών σε σχέση με την εξυγίανση και ότι το ΕΣΕ και η Επιτροπή δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι δεν υπήρχε άλλη εύλογη προοπτική να αποφευχθεί η πτώχευση της Banco Popular εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος με άλλα μέτρα ιδιωτικής φύσεως ή μέτρα προληπτικής εποπτείας.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το ΕΣΕ και η Επιτροπή δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι το μέτρο εξυγίανσης ήταν αναγκαίο και ανάλογο προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.

Κατά έβδομον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το καθεστώς εξυγίανσης προτού το αποδεχτεί, υπογραμμίζοντας ότι η Επιτροπή ορίζει εκπρόσωπο εξουσιοδοτημένο να συμμετέχει ως μόνιμος παρατηρητής στις συνεδριάσεις του ΕΣΕ, σε εκτελεστική σύνοδο και σε σύνοδο ολομέλειας, και ότι ο εκπρόσωπός της έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη συζήτηση και έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα. Επομένως, η Επιτροπή, έχοντας μετάσχει σε πολλές συναντήσεις με το ΕΣΕ, είχε εμπλακεί στα διάφορα στάδια που προηγήθηκαν της έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης ενώ είχε λάβει γνώση των προσχεδίων του καθεστώτος αυτού και είχε συμμετάσχει στη σύνταξή τους.

Κατά όγδοον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον λόγο ακυρώσεως που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχει η Επιτροπή. Υπογραμμίζει ότι, όταν η τελευταία αποδέχτηκε το καθεστώς εξυγίανσης με την απόφαση 2017/1246, μπορούσε νομίμως να περιοριστεί, για να δικαιολογήσει την έγκρισή του, σε αιτιολογία που να δηλώνει τη συμφωνία της με το περιεχόμενο του εν λόγω καθεστώτος εξυγίανσης και με τους λόγους που προέβαλε το ΕΣΕ.

Κατά ένατον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα περί της πλημμέλειας της διαδικασίας πωλήσεως. Επιβεβαιώνει, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα της απόφασης του ΕΣΕ να ζητήσει από την εθνική αρχή εξυγίανσης να επικοινωνήσει μόνο με τα ιδρύματα που είχαν μετάσχει στη διαδικασία ιδιωτικής πώλησης της Banco Popular. Η αρχή αυτή δικαιούται να προσκαλέσει συγκεκριμένους δυνητικούς αγοραστές (11).

Τέλος, κατά δέκατον, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο αποκλείει την εξωσυμβατική ευθύνη του ΕΣΕ και της Επιτροπής. Συναφώς, σημειώνει ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς του ΕΣΕ ή της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε καμία γνωστοποίηση, από το ΕΣΕ ή την Επιτροπή, εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με την εφαρμογή διαδικασίας εξυγίανσης της Banco Popular και, κατά συνέπεια, δεν διαπιστώθηκε καμία εκ μέρους τους παραβίαση της αρχής της εμπιστευτικότητας ή της υποχρέωσης τήρησης επαγγελματικού απορρήτου.

Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των παρανομιών του ΕΣΕ και της Επιτροπής, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτές αποδεικνύονται, και της κρίσης ρευστότητας της Banco Popular και, επομένως, μεταξύ των εν λόγω παρανομιών και της προβαλλόμενης ζημίας.


1      Απόφαση SRB/EES/2017/08 της εκτελεστικής συνόδου του ΕΣΕ, της 7ης Ιουνίου 2017, περί εγκρίσεως καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español, S.A.


2      Απόφαση (ΕΕ) 2017/1246 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2017, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español S.A. (ΕΕ 2017, L 178, σ. 15).


3      Σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1, στο εξής: κανονισμός ΕΜΕ). Το άρθρο 18 του κανονισμού αυτού αφορά τη διαδικασία εξυγίανσης.


4      Σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού ΕΜΕ.


5      Όπως προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ.


6      Σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού ΕΜΕ.


7      Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού ΕΜΕ.


8      Άρθρα 18, 21, 22 και 24 του κανονισμού ΕΜΕ.


9      Κατά την έννοια της απόφασης της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7).


10      Δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ.


11      Κατά το άρθρο 39, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190).