Language of document : ECLI:EU:T:2012:688

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2012 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση – Αροτραίες καλλιέργειες – Σταφίδα – Ακατέργαστος καπνός – Ειδικά μέτρα υπέρ των μικρών νησιών του Αιγαίου Πελάγους σε σχέση με ορισμένα γεωργικά προϊόντα – Πρόβειο και αίγειο κρέας – Πολλαπλή συμμόρφωση – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑588/10,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον I. Χαλκιά και τις E. Λευθεριώτου και Ξ. Μπασάκου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Δ. Τριανταφύλλου και τις Ε. Tσερέπα‑Lacombe και Α. Μαρκουλλή,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 2010/668/ΕE της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 2010, περί εξαιρέσεως από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 288, σ. 24), κατά το μέρος που εξαιρεί ορισμένες δαπάνες πραγματοποιηθείσες από την Ελληνική Δημοκρατία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Ιουνίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών δαπάνες

1        Στο πλαίσιο των υπ’ αριθ. AA/2006/4 και AA/2007/06 ερευνών σχετικά με τις αροτραίες καλλιέργειες, οι υπηρεσίες της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διενήργησαν ελέγχους στην Ελλάδα κατά την περίοδο από τις 5 έως τις 12 Οκτωβρίου 2006 και από τις 27 Φεβρουαρίου έως την 1η Μαρτίου 2007.

2        Με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2007, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τα αποτελέσματα των διενεργηθέντων ελέγχων, επισημαίνοντας τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες.

3        Με έγγραφο της 6ης Σεπτεμβρίου 2007, η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τις παρατηρήσεις της επί των όσων διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των ελέγχων της Επιτροπής.

4        Με έγγραφο της 21ης Απριλίου 2008, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία να μετάσχει σε σύσκεψη η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαΐου 2008.

5        Τα πρακτικά της ως άνω συσκέψεως κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 25 Ιουνίου 2008.

6        Με έγγραφο της 25ης Αυγούστου 2008, η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί των πρακτικών της συσκέψεως.

7        Με έγγραφο της 10ης Ιουνίου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία.

8        Η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στη συνέχεια ενώπιον του οργάνου συμφιλίωσης. Το όργανο αυτό εξέδωσε την τελική έκθεσή του στις 14 Ιανουαρίου 2010.

9        Στις 19 Μαρτίου 2010 οι υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν την τελική θέση τους στην Ελληνική Δημοκρατία. Ενέμειναν στη θέση που είχαν διατυπώσει με το έγγραφο της 10ης Ιουνίου 2009.

10      Με την απόφαση 2010/668/ΕΕ της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 2010, περί εξαίρεσης από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), Τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 288, σ. 24, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή επέβαλε κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % στις δαπάνες που είχε δηλώσει η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών για το οικονομικό έτος 2007, το ποσό της οποίας ανέρχεται σε 210 913 505,66 ευρώ.

11      Οι λόγοι που οδήγησαν την Επιτροπή στην επιβολή της διορθώσεως αυτής εκτίθενται στο σημείο 12 της συνοπτικής εκθέσεως της 19ης Ιουλίου 2010, σχετικά με τα πορίσματα των ελέγχων που διενήργησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), Τμήμα Εγγυήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), και το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1).

 Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα του ακατέργαστου καπνού δαπάνες

12      Στο πλαίσιο των υπ’ αριθ. VT/2006/08/GR και VT/2007/08/GR ερευνών σχετικά με τον ακατέργαστο καπνό, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν ελέγχους στην Ελλάδα κατά την περίοδο από τις 23 έως τις 27 Οκτωβρίου 2006 και από τις 9 έως τις 13 Ιουλίου 2007.

13      Με έγγραφο της 3ης Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που είχε διενεργήσει, επισημαίνοντας τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες.

14      Με έγγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 2008 η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τις παρατηρήσεις της επί των όσων διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των ελέγχων της Επιτροπής.

15      Με έγγραφο της 21ης Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία να μετάσχει σε σύσκεψη η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2009.

16      Τα πρακτικά της ως άνω συσκέψεως κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 12 Φεβρουαρίου 2009.

17      Με έγγραφο της 28ης Απριλίου 2009, η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί των πρακτικών της συσκέψεως.

18      Με έγγραφο της 2ας Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία.

19      Η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στη συνέχεια ενώπιον του οργάνου συμφιλίωσης. Το όργανο αυτό εξέδωσε την τελική έκθεσή του στις 4 Μαρτίου 2010.

20      Στις 4 Μαΐου 2010 οι υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν την τελική θέση τους στην Ελληνική Δημοκρατία. Ενέμειναν στη θέση που είχαν διατυπώσει με το έγγραφο της 2ας Οκτωβρίου 2009.

21      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε διόρθωση στις δαπάνες που είχε δηλώσει η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα του ακατέργαστου καπνού για το οικονομικό έτος 2006, το ποσό της οποίας ανέρχεται σε 19 760 841,95 ευρώ.

22      Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε την εν λόγω διόρθωση εκτίθενται στο σημείο 8 της συνοπτικής εκθέσεως.

 Επί της διορθώσεως αναφορικά με τις υποχρεώσεις στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως

23      Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν ελέγχους στην Ελλάδα κατά την περίοδο από τις 6 έως τις 10 Νοεμβρίου 2006, στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. AA/2004/48a/GR έρευνας σχετικά με την πολλαπλή συμμόρφωση, ήτοι τη συμμόρφωση προς τις κανονιστικές απαιτήσεις διαχειρίσεως και τις καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (ΕΕ L 270, σ. 1).

24      Με έγγραφο της 13ης Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τα αποτελέσματα των διενεργηθέντων ελέγχων, επισημαίνοντας τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες.

25      Με έγγραφο της 12ης Απριλίου 2007, η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τις παρατηρήσεις της επί των όσων διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των ελέγχων της Επιτροπής.

26      Με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2007, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία να μετάσχει σε σύσκεψη η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2009.

27      Τα πρακτικά της ως άνω συσκέψεως κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 20 Δεκεμβρίου 2007.

28      Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2008, η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί των πρακτικών της συσκέψεως.

29      Με έγγραφο της 9ης Ιουνίου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία.

30      Η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στη συνέχεια ενώπιον του οργάνου συμφιλίωσης. Το όργανο αυτό εξέδωσε την τελική έκθεσή του στις 16 Δεκεμβρίου 2009.

31      Στις 10 Φεβρουαρίου 2010 οι υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν την τελική θέση τους στην Ελληνική Δημοκρατία. Ενέμειναν στη θέση που είχαν διατυπώσει με το έγγραφο της 9ης Ιουνίου 2009.

32      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, ως προς τις υποχρεώσεις στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως, επέβαλε για τα οικονομικά έτη 2006 και 2007 διόρθωση στις δαπάνες που είχε δηλώσει η Ελληνική Δημοκρατία, το ποσό της οποίας ανέρχεται σε 4 167 621,65 ευρώ.

33      Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε την εν λόγω διόρθωση εκτίθενται στο σημείο 13 της συνοπτικής εκθέσεως.

 Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα της σταφίδας δαπάνες

34      Στο πλαίσιο των υπ’ αριθ. FV/2003/320/GR, FV/2003/380/GR, FV/2005/320/GR, FV/2005/321/GR, FV/2005/389/GR και FV/2006/381/GR ερευνών στον τομέα της σταφίδας, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν ελέγχους στην Ελλάδα.

35      Με έξι έγγραφα της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, της 19ης Οκτωβρίου 2005, της 21ης Μαρτίου 2006 και της 3ης Απριλίου 2006, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που είχε διενεργήσει, επισημαίνοντας τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες.

36      Με επτά έγγραφα της 31ης Οκτωβρίου 2003, της 10ης Νοεμβρίου 2003, της 25ης Νοεμβρίου 2005, της 16ης Δεκεμβρίου 2005, της 29ης Μαΐου 2006, της 15ης Ιουνίου 2006 και της 27ης Ιουνίου 2006, η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τις παρατηρήσεις της επί των όσων διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των ελέγχων της Επιτροπής.

37      Με τέσσερα έγγραφα της 19ης Δεκεμβρίου 2003, της 10ης Σεπτεμβρίου 2004, της 17ης Ιουλίου 2006 και της 19ης Ιανουαρίου 2007, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία να μετάσχει σε τέσσερις συσκέψεις οι οποίες τελικώς πραγματοποιήθηκαν στις 20 Ιανουαρίου 2004, στις 6 Οκτωβρίου 2004, στις 19 Σεπτεμβρίου 2006 και στις 27 Φεβρουαρίου 2007, αντιστοίχως.

38      Τα πρακτικά των ως άνω συσκέψεων κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 18 Φεβρουαρίου 2004, στις 29 Οκτωβρίου 2004, στις 24 Οκτωβρίου 2006 και στις 4 Μαΐου 2007, αντιστοίχως.

39      Με έγγραφα της 16ης Μαρτίου 2004, της 22ας Ιουνίου 2004, της 30ής Νοεμβρίου 2004, της 10ης Ιανουαρίου 2007 και της 26ης Ιουλίου 2007, η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί των πρακτικών των συσκέψεων.

40      Με έγγραφο της 1ης Απριλίου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία.

41      Η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στη συνέχεια ενώπιον του οργάνου συμφιλίωσης. Το όργανο αυτό εξέδωσε την τελική έκθεσή του στις 27 Οκτωβρίου 2009.

42      Στις 23 Φεβρουαρίου 2010 οι υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν την τελική θέση τους στην Ελληνική Δημοκρατία. Ενέμειναν στη θέση που είχαν διατυπώσει με το έγγραφο της 1ης Απριλίου 2009.

43      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε, για τα οικονομικά έτη 2003-2007, διόρθωση στις δαπάνες που είχε δηλώσει η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα της σταφίδας, το ποσό της οποίας ανέρχεται σε 54 701 943,48 ευρώ.

44      Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε την εν λόγω διόρθωση εκτίθενται στο σημείο 4 της συνοπτικής εκθέσεως.

 Επί της διορθώσεως στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των ειδικών μέτρων υπέρ των μικρών νησιών του Αιγαίου Πελάγους σε σχέση με ορισμένα γεωργικά προϊόντα

45      Κατά την περίοδο από τις 17 έως τις 21 Απριλίου 2000, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν ελέγχους όσον αφορά την εφαρμογή των κοινοτικών ενισχύσεων για τη διατήρηση των ελαιώνων στα μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), και του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999.

46      Μετά το πέρας της αποστολής τους, οι υπηρεσίες της Επιτροπής προχώρησαν σε ανταλλαγή εγγράφων με τις ελληνικές αρχές. Στη συνέχεια, η Επιτροπή πληροφόρησε τις ελληνικές αρχές, με έγγραφο της 10ης Ιανουαρίου 2002, ότι οι υπηρεσίες της πρότειναν να αποκλειστούν από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες αφορώσες τις ενισχύσεις για τη διατήρηση των ελαιώνων στα μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους και, ειδικότερα, να επιβληθεί από 1ης Σεπτεμβρίου 1998 διόρθωση ύψους 25 %. Οι ελληνικές αρχές προσέφυγαν, κατόπιν, στο όργανο συμφιλίωσης το οποίο παρεμβαίνει στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999. Το όργανο αυτό εξέδωσε την τελική έκθεσή του στις 15 Ιουλίου 2002.

47      Με έγγραφο της 21ης Αυγούστου 2002, οι υπηρεσίες της Επιτροπής κοινοποίησαν την τελική θέση τους στις ελληνικές αρχές.

48      Η απόφαση 2003/102/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 42, σ. 47), εκδόθηκε από την Επιτροπή βάσει της συνοπτικής εκθέσεως Doc AGRI – 63802 – 2002, της 14ης Οκτωβρίου 2002, σημείο B.4.2. Η απόφαση αυτή προέβλεπε, όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, κατ’ αποκοπή διόρθωση 25 % για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2001 στον τομέα της δημόσιας αποθεματοποιήσεως, ύψους 9 926 005,21 ευρώ.

49      Η ως άνω απόφαση ακυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2005, C‑175/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), κατά το μέτρο που επέβαλε στην Ελληνική Δημοκρατία την προαναφερθείσα κατ’ αποκοπή διόρθωση.

50      Κατόπιν της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως του Δικαστηρίου, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία να μετάσχει σε σύσκεψη η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαΐου 2006.

51      Τα πρακτικά της συσκέψεως αυτής κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της 21ης Μαρτίου 2007.

52      Με έγγραφο της 23ης Μαΐου 2007, η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί των πρακτικών της συσκέψεως.

53      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε, για τα οικονομικά έτη 1999-2001, κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % στις δαπάνες που είχε δηλώσει η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο των ειδικών μέτρων υπέρ των μικρών νησιών του Αιγαίου Πελάγους σε σχέση με ορισμένα γεωργικά προϊόντα, το ποσό της οποίας ανέρχεται σε 3 970 402,08 ευρώ.

54      Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε την εν λόγω διόρθωση εκτίθενται στο σημείο 10 της συνοπτικής εκθέσεως.

 Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος δαπάνες

55      Στο πλαίσιο των υπ’ αριθ. AP/2004/4/GR και AP/2005/2/GR ερευνών στον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν ελέγχους στην Ελλάδα από τις 22 έως τις 26 Μαρτίου 2004 και από τις 21 έως τις 25 Φεβρουαρίου 2005.

56      Με δύο έγγραφα της 5ης Αυγούστου 2004 και της 23ης Ιουνίου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που είχε διενεργήσει, επισημαίνοντας τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες.

57      Με δύο έγγραφα της 5ης Οκτωβρίου 2004 και της 26ης Αυγούστου 2005, η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τις παρατηρήσεις της επί των όσων διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των ελέγχων της Επιτροπής.

58      Με δύο έγγραφα της 9ης Φεβρουαρίου 2005 και της 2ας Μαΐου 2006, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία να μετάσχει σε δύο συσκέψεις οι οποίες τελικώς πραγματοποιήθηκαν στις 11 Μαρτίου 2005 και στις 7 Ιουνίου 2006, αντιστοίχως.

59      Τα πρακτικά των ως άνω συσκέψεων κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 22 Ιουνίου 2005 και στις 22 Σεπτεμβρίου 2006.

60      Με έγγραφα της 21ης Ιουλίου 2005 και της 20ής Οκτωβρίου 2006, η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί των πρακτικών των συσκέψεων.

61      Με έγγραφο της 5ης Αυγούστου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία.

62      Η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στη συνέχεια ενώπιον του οργάνου συμφιλίωσης. Το όργανο αυτό εξέδωσε την τελική έκθεσή του στις 15 Ιανουαρίου 2010.

63      Στις 15 Ιουλίου 2010 οι υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν την τελική θέση τους στην Ελληνική Δημοκρατία. Ενέμειναν στη θέση που είχαν διατυπώσει με το έγγραφο της 5ης Αυγούστου 2009.

64      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε στις δαπάνες που είχε δηλώσει η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος, για τα οικονομικά έτη 2004-2006, κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 50 166 591,97 ευρώ.

65      Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε την εν λόγω διόρθωση εκτίθενται στο σημείο 11 της συνοπτικής εκθέσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

66      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Δεκεμβρίου 2010, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

67      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που την αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

68      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

69      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, λαμβάνοντας μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες γραπτές ερωτήσεις και να προσκομίσουν διάφορα έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν σχετικώς.

70      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Ιουνίου 2012.

 Σκεπτικό

71      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει 23 λόγους ακυρώσεως σχετικούς με τις επιβληθείσες εις βάρος της οικονομικές διορθώσεις όσον αφορά τις αροτραίες καλλιέργειες, τον ακατέργαστο καπνό, τις υποχρεώσεις στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως, τη σταφίδα, τα ειδικά μέτρα υπέρ των μικρών νησιών του Αιγαίου Πελάγους σε σχέση με ορισμένα γεωργικά προϊόντα, καθώς και το πρόβειο και αίγειο κρέας.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

72      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ μόνον οι παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Συναφώς, στην Επιτροπή απόκειται, οσάκις αρνείται να καταλογίσει ορισμένες δαπάνες στον προϋπολογισμό της Ένωσης λόγω παραβάσεων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης από κράτος μέλος, να αποδείξει την ύπαρξη των εν λόγω παραβάσεων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 1999, C‑253/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑7529, σκέψη 6 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η Επιτροπή υποχρεούται δηλαδή να αιτιολογεί την απόφαση με την οποία διαπιστώνει την έλλειψη ελέγχων ή την πλημμελή διενέργειά τους από το οικείο κράτος μέλος (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, C-349/97, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-3851, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Εντούτοις, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των διενεργούμενων από τις εθνικές αρχές ελέγχων ή το παράτυπο των εκ μέρους τους διαβιβαζόμενων στοιχείων, αλλά να παράσχει αποδείξεις περί των σοβαρών και εύλογων αμφιβολιών που διατηρεί ως προς τους εν λόγω ελέγχους ή τα εν λόγω στοιχεία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑263/98, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-6063, σκέψη 36, και προαναφερθείσα στη σκέψη 72 απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 47).

74      Στο οικείο κράτος μέλος απόκειται, ακολούθως, να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη λήψη της χρηματοδοτήσεως που αρνήθηκε να χορηγήσει η Επιτροπή (προαναφερθείσα στη σκέψη 73 απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 36). Το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί δηλαδή να αντικρούει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίζει τα δικά του επιχειρήματα σε στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Στις περιπτώσεις στις οποίες το οικείο κράτος μέλος δεν αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής είναι ανακριβείς, οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν στοιχεία ικανά να δημιουργήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των προβλεπόμενων μέτρων εποπτείας και ελέγχου (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1993, C‑55/91, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-4813, σκέψη 7, και προαναφερθείσα στη σκέψη 72 απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 48).

75      Αυτός ο υπέρ της Επιτροπής μετριασμός του βάρους αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος δύναται ευχερέστερα να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ και, επομένως, στο κράτος μέλος αυτό απόκειται να παράσχει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη περί του υποστατού των ελέγχων του και περί της ακρίβειας των αριθμητικών στοιχείων, καθώς και, ενδεχομένως, περί του εσφαλμένου χαρακτήρα των υπολογισμών της Επιτροπής (αποφάσεις του Δικαστηρίου Βέλγιο κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 73, σκέψη 37, της 24ης Ιανουαρίου 2002, C‑118/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑747, σκέψη 37, και προαναφερθείσα στη σκέψη 72 απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 49).

76      Οι προβαλλόμενοι από την Ελληνική Δημοκρατία λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

 Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών δαπάνες

 Διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία

77      Όσον αφορά τις αροτραίες καλλιέργειες, η Επιτροπή απέκλεισε από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, για το οικονομικό έτος 2007 (αιτήσεις του έτους 2006), δύο χωριστά κονδύλια ύψους 194 432 515,09 και 16 480 990,57 ευρώ, αντιστοίχως, ήτοι το συνολικό ποσό των 210 913 505,66 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε κατ’ αποκοπή ποσοστό 10 % των δαπανών για τις σχετικές με την έκταση ενισχύσεις, περιλαμβανομένων των σχετικών με την έκταση μέτρων γεωργικής αναπτύξεως E και A, με την αιτιολογία, αφενός, ότι το Σύστημα Αναγνώρισης Αγροτεμαχίων – Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών (στο εξής: ΣΑΑ‑ΣΓΠ) δεν ήταν απολύτως λειτουργικό κατά την κρίσιμη περίοδο και, αφετέρου, ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι είχαν διενεργηθεί με τόσο σημαντική καθυστέρηση ώστε ήταν πλέον εντελώς αναποτελεσματικοί, η δε ποιότητά τους δεν ήταν η προσήκουσα.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί ελλείψεως έγκυρης νομικής βάσεως για την εν προκειμένω εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για τον υπολογισμό των κατ’ αποκοπή διορθώσεων

78      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται έγκυρη νομική βάση δικαιολογούσα την εφαρμογή, στο πλαίσιο της νέας κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) και του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως που προβλέπει ο κανονισμός 1782/2003, των κατευθυντήριων οδηγιών για τον υπολογισμό των κατ’ αποκοπή διορθώσεων που προβλέπονται στο έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: κατευθυντήριες οδηγίες), καθώς και στα έγγραφα AGRI VI/216/93, AGRI/17933/2000 και AGRI/61495/2002. Όπως διατείνεται η Ελληνική Δημοκρατία, κατά την κατάρτιση των εν λόγω εγγράφων και των κατευθυντήριων γραμμών που αυτά περιέχουν ελήφθησαν υπόψη οι διατάξεις του κανονισμού 729/70, καθώς και του κανονισμού 1258/1999, οι οποίες έχουν καταργηθεί. Ως εκ τούτου, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, τα ως άνω έγγραφα και κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος που καθιέρωσε ο κανονισμός 1782/2003. Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο εισήγαγε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο όσον αφορά τον μηχανισμό ελέγχου και την επιβολή των οικονομικών διορθώσεων, το οποίο δεν έχει σχέση με τα διάφορα προϊσχύσαντα καθεστώτα. Συγκεκριμένα, στους νέους κανονισμούς, ήτοι στον κανονισμό 1782/2003 και στον κανονισμό 1290/2005 που διέπει, μεταξύ άλλων, τη διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, ο νομοθέτης σε κανένα σημείο δεν αναφέρθηκε στις κατ’ αποκοπή διορθώσεις και στους βασικούς και επικουρικούς ελέγχους, έννοιες τις οποίες χρησιμοποιεί η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση. Μόνον το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 και τα κριτήρια που προβλέπει θα μπορούσαν να αποτελέσουν νομική βάση για τυχόν διόρθωση. Η Επιτροπή όμως, εφαρμόζοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις προβλεπόμενες στα προαναφερθέντα έγγραφα κατευθυντήριες γραμμές, δεν εφάρμοσε το εν λόγω άρθρο.

79      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι έχει ως βάση, μεταξύ άλλων, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005.

80      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (EE L 125, σ. 1), προέβλεπε τα εξής:

«Η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις με την επιτροπή του Ταμείου:

[…]

γ)      αποφασίζει την απόρριψη αιτήματος κοινοτικής χρηματοδότησης δαπανών βάσει των άρθρων 2 και 3, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες.

[…]

Η Επιτροπή εκτιμά τα προς αποκλεισμό ποσά με γνώμονα κυρίως την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπίστωσε. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Κοινότητα […]».

81      Βάσει των άρθρων 16, παράγραφος 1, και 20, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999, ο κανονισμός 729/70 καταργήθηκε για τις πραγματοποιηθείσες από 1ης Ιανουαρίου 2000 και εφεξής δαπάνες. Ο εν λόγω κανονισμός αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 1258/1999, του οποίου ωστόσο το άρθρο 7, παράγραφος 4, έχει το αυτό περιεχόμενο με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε.

82      Ο κανονισμός 1258/1999 καταργήθηκε με το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005. Ωστόσο, κατά το άρθρο 49, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1290/2005, ο κανονισμός 1258/1999 εξακολούθησε να ισχύει για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 16 Οκτωβρίου 2006, ημερομηνία θέσεως σε ισχύ των άρθρων 30 και 31 του κανονισμού 1290/2005.

83      Το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 ορίζει τα εξής:

«1.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι δαπάνες […] δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους […] κανόνες [της Ένωσης], αποφασίζει τι ποσά πρέπει να αποκλειστούν από τη […] χρηματοδότηση [της Ένωσης…]

2.      Η Επιτροπή εκτιμά τα προς αποκλεισμό ποσά με γνώμονα κυρίως την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπίστωσε. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η [Ένωση].

[…]»

84      Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι κακώς η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι μόνον το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 αποτελούσε έγκυρη νομική βάση για την επιβολή, στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ αποκοπή διορθώσεων στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών. Εφόσον οι διορθώσεις αυτές αφορούσαν το σύνολο των αιτήσεων για το έτος 2006, ενώ το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 είχε εφαρμογή μόνο στις πραγματοποιηθείσες μετά τις 16 Οκτωβρίου 2006 δαπάνες, ορθώς η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν ανέφερε ως νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον την τελευταία αυτή διάταξη, αλλά και εκείνη του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999.

85      Ακολούθως, επισημαίνεται ότι, μολονότι αληθεύουν τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία περί του ότι η νέα ΚΓΠ εισάγει σημαντικές τροποποιήσεις στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, εντούτοις είναι επίσης αληθές ότι το περιεχόμενο του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005 είναι σε μεγάλο βαθμό ίδιο με εκείνο του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 το οποίο αντικατέστησε. Ειδικότερα, αμφότερες οι διατάξεις ορίζουν τη φύση και τη σοβαρότητα της παραβάσεως ως κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή κατά την εκτίμηση των αποκλειόμενων από τη χρηματοδότηση ποσών, με γνώμονα την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπιστώνει.

86      Όσον αφορά τα έγγραφα της Επιτροπής που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο των επιχειρημάτων της, από τη σελίδα 14 των κατευθυντήριων οδηγιών προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές αντικατέστησαν τις κατευθυντήριες γραμμές για τις αποφάσεις που αφορούν δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, κατευθυντήριες γραμμές προβλεφθείσες στο έγγραφο της Επιτροπής VI/216/93, στο οποίο επίσης αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία με τα επιχειρήματά της. Κακώς, επομένως, προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία ότι η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ εφαρμογή του τελευταίου αυτού εγγράφου.

87      Οι κατευθυντήριες οδηγίες προβλέπουν ότι επί των δηλωθεισών από κράτος μέλος δαπανών μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αποκοπή διόρθωση 2 %, 5 %, 10 % και 25 %, ενδεχομένως δε και μεγαλύτερη, σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα των διαπιστωθεισών κατά την εφαρμογή των ελέγχων παραβάσεων, εφόσον οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν επιτρέπουν την εκτίμηση των ζημιών που υπέστη η Ένωση λόγω των ως άνω παραβάσεων.

88      Κατά το παράρτημα 1 των κατευθυντήριων οδηγιών (σ. 6), όταν στο πλαίσιο έρευνας διαπιστώνονται πλημμέλειες στο σύστημα ελέγχου ή διαχειρίσεως ενός κράτους μέλους, η επιβολή οικονομικής διορθώσεως στηρίζεται στη μη συμμόρφωση του κράτους μέλους με τους κανόνες της Ένωσης, η οποία συνεπάγεται επιβάρυνση των κοινοτικών δαπανών.

89      Στο παράρτημα 2 των κατευθυντήριων οδηγιών (σ. 8), η Επιτροπή διευκρινίζει τα εξής:

«Όταν κάποιο κράτος μέλος δεν τηρεί τους κοινοτικούς κανονισμούς που αφορούν την επαλήθευση της επιλεξιμότητας των αιτημάτων, η αδυναμία αυτή σημαίνει ότι οι πληρωμές παραβιάζουν τους κοινοτικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο εν λόγω μέτρο και τη γενική απαίτηση […] τα κράτη μέλη να εντοπίζουν και να προλαμβάνουν τις ανωμαλίες. Δεν συνεπάγεται αναγκαία ότι όλα τα αιτήματα που έχουν ικανοποιηθεί είναι παράτυπα, αλλά πράγματι σημαίνει ότι ο κίνδυνος παράτυπων πληρωμών που έχουν καταλογισθεί στο [ΕΓΤΠΕ] είναι αυξημένος. Ενώ σε σκανδαλώδεις περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται να απορρίψει το σύνολο των δαπανών, στην περίπτωση που οι απαιτούμενοι έλεγχοι από τον κανονισμό δεν έχουν πραγματοποιηθεί, σε μια σειρά περιπτώσεων το απορριπτόμενο ποσό θα είναι κατά πάσα πιθανότητα μεγαλύτερο από τις οικονομικές απώλειες που υπέστη η [Ένωση]. Θα πρέπει ως εκ τούτου, όταν γίνεται η αξιολόγηση των οικονομικών διορθώσεων, να πραγματοποιείται εκτίμηση της οικονομικής απώλειας.»

90      Στη σελίδα 9 του ίδιου παραρτήματος των κατευθυντήριων οδηγιών, η Επιτροπή διευκρινίζει επίσης ότι, όταν είναι αδύνατος ο καθορισμός του πραγματικού ύψους των παράνομων πληρωμών και, ως εκ τούτου, του ποσού της οικονομικής ζημίας που υπέστη η Ένωση, επιβάλλονται κατ’ αποκοπή διορθώσεις βάσει της εκτιμήσεως του κινδύνου ζημίας που ενέχει για τον προϋπολογισμό της Ένωσης η διενέργεια πλημμελών ελέγχων.

91      Πράγματι, σύμφωνα με το παράρτημα 2 των κατευθυντήριων οδηγιών (σ. 11 έως 13), όταν παραλείπεται η διενέργεια ενός ή πλειόνων βασικών ελέγχων, ή όταν οι έλεγχοι αυτοί διενεργούνται πλημμελώς ή τόσο σπανίως ώστε αποβαίνουν αναποτελεσματικοί, πρέπει να επιβάλλεται διόρθωση 10 % επί των δηλωθεισών δαπανών. Όταν διενεργούνται όλοι οι βασικοί έλεγχοι, αλλά όχι στον αριθμό, τη συχνότητα ή την έκταση που απαιτείται, επιβάλλεται διόρθωση 5 % επί των δηλωθεισών δαπανών. Αν το κράτος μέλος έχει διενεργήσει προσηκόντως τους βασικούς ελέγχους, αλλά έχει παραλείψει έναν ή πλείονες επικουρικούς ελέγχους, χωρεί διόρθωση 2 % επί των δηλωθεισών δαπανών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να αποφασιστεί η επιβολή διορθώσεων σε υψηλότερα ποσοστά.

92      Οι βασικοί και οι επικουρικοί έλεγχοι ορίζονται στο παράρτημα 2, σελίδα 11, των κατευθυντήριων οδηγιών ως εξής:

«Βασικοί έλεγχοι είναι οι φυσικοί και οι διοικητικοί έλεγχοι που απαιτούνται για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ιδίως της ύπαρξης του [αντικειμένου] του αιτήματος, της ποσότητας και των ποιοτικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης των προθεσμιών, των απαιτήσεων συγκομιδής, των περιόδων παρακράτησης κ.λπ. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται επιτόπου και με διασταύρωση με ανεξάρτητα στοιχεία, όπως κτηματολόγια. Επικουρικοί έλεγχοι είναι οι διοικητικές αυτές πράξεις που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτημάτων, όπως η επαλήθευση της τήρησης των προθεσμιών για την υποβολή τους, [ο] εντοπισμός πολλαπλών αιτήσεων για το ίδιο [αντικείμενο], [η] ανάλυση επικινδυνότητας, [η] εφαρμογή των κυρώσεων και [η] κατάλληλη επίβλεψη των διαδικασιών.»

93      Εξάλλου, το έγγραφο AGRI/17933/2000 της Επιτροπής, στο οποίο αναφέρεται η Ελληνική Δημοκρατία με τα επιχειρήματά της, κατατάσσει τα εφαρμοζόμενα σε διαφόρους τομείς ελεγκτικά μέτρα σε βασικούς και επικουρικούς ελέγχους.

94      Περαιτέρω, το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής AGRI/61495/2002, με τίτλο «Διαχείριση από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, Τμήμα Εγγυήσεων, των επαναμβανόμενων ελλείψεων στα συστήματα ελέγχου», το οποίο επίσης επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία στην επιχειρηματολογία της, εισάγει προσθήκη στο παράρτημα 2 των κατευθυντήριων οδηγιών, προς διευκρίνιση της εφαρμογής της αρχής για την οποία γίνεται λόγος στη σελίδα 11, προτελευταία παράγραφος, τελευταία περίοδος, των κατευθυντήριων οδηγιών. Η προσθήκη αυτή ορίζει ότι «η αδυναμία του κράτους μέλους να τελειοποιήσει τους ελέγχους γίνεται ακόμη πιο σοβαρή εάν η Επιτροπή έχει ήδη κοινοποιήσει τις βελτιώσεις που θεωρεί απαραίτητες».

95      Τέλος, στη σελίδα 12 του παραρτήματος 2 των κατευθυντήριων οδηγιών, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το ποσοστό της διορθώσεως εφαρμόζεται στο μέρος της δαπάνης που εκτίθεται σε κίνδυνο. Όταν η πλημμέλεια απορρέει από αδυναμία του κράτους μέλους να εφαρμόσει το κατάλληλο σύστημα ελέγχου, η διόρθωση εφαρμόζεται στο σύνολο των δαπανών που αφορά το οικείο μέτρο.

96      Πρέπει να τονιστεί, όσον αφορά τις κατευθυντήριες οδηγίες, ότι η Επιτροπή δύναται, προκειμένου να ανταποκριθεί πλήρως στην αρμοδιότητα που της απονέμει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95, το άρθρο 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 ή το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005, να εκδίδει εσωτερικές κατευθυντήριες οδηγίες για τις οικονομικές διορθώσεις και να αναθέτει την εφαρμογή τους στις αρμόδιες υπηρεσίες. Οι εν λόγω εσωτερικές κατευθυντήριες οδηγίες συμβάλλουν, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή λαμβάνει αποφάσεις κατ’ εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων, στην εξασφάλιση ίσης μεταχειρίσεως των κρατών μελών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτά αρχών, όταν τελούν υπό παρεμφερείς καταστάσεις. Επιπλέον, αυτές οι κατευθυντήριες οδηγίες μπορούν να ενισχύσουν τη διαφάνεια των απευθυνόμενων στα κράτη μέλη αποφάσεων. Με τον τρόπο αυτό, οι εσωτερικές κατευθυντήριες οδηγίες καθορίζουν τις γενικές γραμμές βάσει των οποίων προτίθεται η Επιτροπή να εκδώσει σε μεταγενέστερο στάδιο, κατ’ εφαρμογήν της οικείας ρυθμίσεως, αποφάσεις το κύρος των οποίων θα μπορεί να αμφισβητηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2000, C‑443/97, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑2415, σκέψεις 31 έως 33).

97      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εκτιμήσεων και του σχεδόν ταυτόσημου περιεχομένου του άρθρου 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005 και του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95, βάσει του οποίου εκδόθηκαν οι κατευθυντήριες οδηγίες από την Επιτροπή στις 23 Δεκεμβρίου 1997 (και συμπληρώθηκαν με τα έγγραφα AGRI/17933/2000 και AGRI/61495/2002), διαπιστώνεται ότι ουδόλως εκωλύετο η Επιτροπή να εφαρμόσει και τις εν λόγω κατευθυντήριες οδηγίες στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που της απένεμε το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005.

98      Μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι μόνον τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ποσών που πρέπει να αποκλεισθούν από τη χρηματοδότηση, από το γράμμα των κατευθυντήριων οδηγιών δεν προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές προβλέπουν διαφορετικά κριτήρια συναφώς. Αντιθέτως, περιορίζονται στον καθορισμό της μεθόδου και των παραμέτρων που η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό των ποσών που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση, βάσει των προβλεπομένων στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005 κριτηρίων, τα οποία προβλέπονταν επίσης στο άρθρο 7, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 και στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95. Κακώς, επομένως, υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, όπως ήδη επισημάνθηκε, στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται ρητή αναφορά στη διάταξη αυτή, η δε εφαρμογή της δεν είναι ασυμβίβαστη με την εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών.

99      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι, λόγω της ριζικής τροποποιήσεως της ΚΓΠ το 2005, πλημμέλειες που υπό το προϊσχύσαν καθεστώς ήταν ικανές να προκαλέσουν σημαντική οικονομική ζημία είναι άνευ σημασίας υπό το νέο καθεστώς. Η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρει, εν είδει παραδείγματος, την ημερομηνία διενέργειας των ελέγχων, η οποία δεν ασκεί καμία επιρροή υπό το νέο καθεστώς που αφορά περιπτώσεις όπου η ενίσχυση «αποδεσμεύτηκε» από την παραγωγή. Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει επίσης ότι οι βασικοί και οι επικουρικοί έλεγχοι καθορίστηκαν αναλυτικώς για κάθε κοινή οργάνωση αγοράς με το έγγραφο AGRI/17933/2000 της Επιτροπής. Αντιθέτως, δεν έγινε, κατ’ αυτήν, νέος καθορισμός των βασικών και επικουρικών ελέγχων στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ. Κατά συνέπεια, ο καθορισμός, στην προσβαλλόμενη απόφαση, της κατ’ αποκοπή διορθώσεως «στο εξοντωτικό πλέον ποσοστό 10 %», με την αιτιολογία ότι δεν διενεργήθηκαν βασικοί έλεγχοι και ότι υπήρχαν σοβαρές πλημμέλειες οι οποίες ενείχαν κίνδυνο για τον προϋπολογισμό της Ένωσης, είναι παράνομος. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή συννόμως επανακαθόρισε, με το έγγραφο AGRI/64041/2005, τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, επισημάνθηκαν πλημμέλειες μόνο σε επικουρικούς ελέγχους, οι οποίες δεν δικαιολογούν διόρθωση άνω του 2 %.

100    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή εξέδωσε το έγγραφο AGRI/64041/2005 περί των «βασικών και επικουρικών ελέγχων στον τομέα των χορηγούμενων βάσει της εκτάσεως ενισχύσεων με ισχύ από το έτος υποβολής αιτήσεων 2005», το οποίο επικαλείται και η Ελληνική Δημοκρατία. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή καθόρισε τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους στον τομέα των χορηγούμενων βάσει της εκτάσεως ενισχύσεων που εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, στο καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως του κανονισμού 1782/2003. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, ελλείψει επανακαθορισμού των βασικών και επικουρικών ελέγχων κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νέου αυτού καθεστώτος, στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή και είναι απορριπτέο.

101    Όσον αφορά το επικουρικώς προβληθέν επιχείρημα ότι οι διαπιστωθείσες στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες δεν δικαιολογούν ποσοστό διορθώσεως ανώτερο του 2 %, επισημαίνεται ότι από τα σημεία 12.2.3 και 12.2.5 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι η παράβαση των υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, την οποία επικαλείται η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την επιβολή κατ’ αποκοπή διορθώσεως ύψους 10 %, αφορούσε βασικούς ελέγχους. Υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως της διαπιστώσεως αυτής, την οποία αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, επισημαίνεται ότι η εν λόγω παράβαση ήταν πράγματι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες (βλ. ανωτέρω σκέψη 91), ικανή να δικαιολογήσει την επιβολή διορθώσεως ύψους 10 %. Το επιχείρημα αυτό πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

102    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω εκτιμήσεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας λόγω της εφαρμογής του προβλεπόμενου στις κατευθυντήριες οδηγίες ποσοστού διορθώσεως

103    Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας απορρέουσα από εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών στην προκειμένη υπόθεση και στο όλως διαφορετικό πλαίσιο της νέας ΚΓΠ. Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι οι κατ’ αποκοπή διορθώσεις ύψους 10 % ή και 15 % που επιβλήθηκαν σε περιπτώσεις πλημμελειών ανάλογων προς τις διαπιστωθείσες εν προκειμένω κατά τα έτη 2004 και 2005 αντιστοιχούσαν σε ποσά της τάξεως των 63 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ, λόγω της μεταρρυθμίσεως της ΚΓΠ και της παρεπόμενης ιδιαιτέρως σημαντικής αυξήσεως της βάσεως υπολογισμού των κατ’ αποκοπή διορθώσεων, η κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 10 % που επιβλήθηκε εν προκειμένω αντιστοιχεί σε ποσό υπερβαίνον τα 210 εκατομμύρια ευρώ. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, αυτό το αποτέλεσμα θα έπρεπε να παρακινήσει την Επιτροπή να προβεί σε αναθεώρηση ή αναδιατύπωση των κατευθυντήριων οδηγιών, ή τουλάχιστον σε ελαστικότερη εφαρμογή τους. Η Επιτροπή όμως εφάρμοσε τις κατευθυντήριες οδηγίες κατά γράμμα, με συνέπεια την επιβολή δυσανάλογων κατ’ αποκοπή διορθώσεων.

104    Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε, με έγγραφο της 25ης Ιουνίου 2008 το οποίο περιέχει τα πρακτικά διμερούς συσκέψεως, ότι η εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών στη νέα ΚΓΠ είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες για τα κράτη μέλη συνέπειες. Όσον αφορά εξάλλου τις υποχρεώσεις στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως, η Επιτροπή, με το έγγραφό της AGRI/2005/64043 της 9ης Ιουνίου 2006, μείωσε το κατ’ αποκοπή ποσοστό διορθώσεως από 10 % σε 3 %. Επιπλέον, το 2007 η Επιτροπή επέβαλε στην Ελληνική Δημοκρατία, για τις σχετικές με τις αροτραίες καλλιέργειες δαπάνες, κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους μόλις 5 %. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε τον δυσανάλογο χαρακτήρα των αποτελεσμάτων της αυστηρής εφαρμογής των κατευθυντήριων οδηγιών στη νέα ΚΓΠ.

105    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία αυτή, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει τα μέτρα των οργάνων της Ένωσης να μη βαίνουν πέραν του καταλλήλου και αναγκαίου για την εκπλήρωση των σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση. Συνεπώς, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλειόνων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές από αυτά και τα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, C‑189/01, Jippes κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑5689, σκέψη 81, και του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2010, T‑388/07, Comune di Napoli κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 143).

106    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η εκ μέρους της Επιτροπής επιβολή διορθώσεως βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών που έχουν θεσπιστεί στον οικείο τομέα σκοπεί στην αποφυγή της επιβαρύνσεως του ΕΓΤΠΕ, του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) με ποσά που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από την επίμαχη ρύθμιση της Ένωσης και δεν αποτελεί κύρωση (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 2011, T‑214/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι με τα καθοριζόμενα στις κατευθυντήριες οδηγίες κατ’ αποκοπή ποσοστά καθίσταται δυνατή η τήρηση του δικαίου της Ένωσης και συγχρόνως η αποτελεσματική διαχείριση των πόρων της Ένωσης, καθώς και η αποφυγή της εκ μέρους της Επιτροπής ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειάς της κατά τρόπο που να συνεπάγεται για τα κράτη μέλη υπέρμετρες και δυσανάλογες διορθώσεις (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑181/06, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 234).

107    Υπό την προαναφερθείσα στη σκέψη 101 επιφύλαξη, η επιβολή εν προκειμένω κατ’ αποκοπή διορθώσεως ύψους 10 % ήταν σύμφωνη με τις κατευθυντήριες οδηγίες. Εξάλλου, όπως δέχεται και η Ελληνική Δημοκρατία, το ποσοστό της επιβληθείσας διορθώσεως ήταν ίσο ή και κατώτερο από εκείνο των κατ’ αποκοπή διορθώσεων που της είχαν επιβληθεί σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν. Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί, εντούτοις, ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να μην είχε εφαρμόσει τις κατευθυντήριες οδηγίες εν προκειμένω, εφόσον, λόγω της σημαντικής αυξήσεως της βάσεως υπολογισμού της κατ’ αποκοπή διορθώσεως η οποία, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, είναι το άμεσο αποτέλεσμα της θεσπίσεως της νέας ΚΓΠ, το προβλεπόμενο στις κατευθυντήριες οδηγίες και πράγματι εφαρμοσθέν ποσοστό διορθώσεως οδήγησε σε σαφώς μεγαλύτερη, σε απόλυτους αριθμούς, διόρθωση σε σχέση με τις επιβληθείσες σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν διορθώσεις.

108    Διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η θέσπιση της νέας ΚΓΠ οδήγησε σε σημαντική αύξηση των δαπανών για χορηγούμενες βάσει της εκτάσεως ενισχύσεις, χωρίς ωστόσο να εξηγεί τον λόγο για τον οποίο, παρά την αύξηση αυτή, οι διαπιστωθείσες από την Επιτροπή παραβάσεις των υποχρεώσεών της δεν προκάλεσαν αντίστοιχη αύξηση, σε απόλυτους αριθμούς, του κινδύνου να επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός της Ένωσης με ποσά τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από την Ένωση στον οικείο τομέα. Ελλείψει σχετικών εξηγήσεων εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εφαρμογή εν προκειμένω του κατάλληλου, προβλεπόμενου στις κατευθυντήριες οδηγίες, ποσοστού διορθώσεως συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

109    Τούτο φαίνεται να ισχύει τοσούτο μάλλον καθόσον η Επιτροπή δέχθηκε, με το από 25 Ιουνίου 2008 έγγραφό της το οποίο επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία (βλ. ανωτέρω σκέψη 104), ότι, «με την τροποποίηση της ΚΓΠ, η βάση επί της οποίας δύναται να επιβληθεί μια διόρθωση καθίσταται μείζονος σημασίας», επισημαίνοντας όμως συγχρόνως ότι έπρεπε να καταβληθούν προσπάθειες προκειμένου να προσδιορισθούν οι περιπτώσεις στις οποίες, παρά τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες του ΣΑΑ‑ΣΓΠ, δεν υφίστατο κίνδυνος για τον προϋπολογισμό της Ένωσης, καθώς και «παράγοντες που μετριάζουν τον κίνδυνο». Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπενθύμισε στις ελληνικές αρχές ότι είχαν «τη δυνατότητα να προσκομίσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν σαφώς ότι ο κίνδυνος για [τον προϋπολογισμό της Ένωσης ήταν] μικρότερος από την κατ’ αποκοπή διόρθωση που κανονικά [έπρεπε] να εφαρμόζεται» σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες. Η Ελληνική Δημοκρατία πάντως δεν διατείνεται ότι προσκόμισε τέτοια στοιχεία.

110    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η θέσπιση της νέας ΚΓΠ προκάλεσε σημαντική αύξηση των δαπανών για ενισχύσεις χορηγούμενες βάσει της εκτάσεως. Αυτή, όμως, η αύξηση δαπανών συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση, σε απόλυτους αριθμούς, του κινδύνου επιβαρύνσεως του προϋπολογισμού της Ένωσης με ποσά που δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από τις ρυθμίσεις της Ένωσης στον οικείο τομέα. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν κατάλληλη μια καθαρή κατ’ αποκοπή οικονομική διόρθωση ύψους 10 % επί των δαπανών για χορηγούμενες βάσει της εκτάσεως ενισχύσεις (194 432 515,09 ευρώ επί ποσού 1 944 325 150 ευρώ), περιλαμβανομένων των σχετικών με την έκταση μέτρων γεωργικής αναπτύξεως E και A (16 480 990,57 ευρώ επί ποσού 164 809 905,7 ευρώ). Συνεπώς, το ποσό της επιβληθείσας για το έτος 2007 διορθώσεως (αιτήσεις του έτους 2006) που περιλαμβάνει δύο χωριστά κονδύλια ύψους 194 432 515,09 ευρώ και 16 480 990,57 ευρώ, αντιστοίχως, προκύπτει από την εφαρμογή του κατ’ αποκοπή ποσοστού το οποίο υπολογίσθηκε επί του συνολικού ποσού των πόρων που καταβλήθηκαν από τα ταμεία για κάθε μέτρο. Το ποσό αυτό που, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, υπερτριπλασιάστηκε κατόπιν της εφαρμογής των ισχυουσών κατευθυντήριων οδηγιών σε σχέση με το ποσό της διορθώσεως που θα επιβαλλόταν υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, είναι το αποτέλεσμα απλού μαθηματικού υπολογισμού, ήτοι της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής του κατ’ αποκοπή ποσοστού επί του ποσού που έλαβε η Ελληνική Δημοκρατία ως άμεση ενίσχυση για αροτραίες καλλιέργειες στο πλαίσιο των αιτήσεων του έτους 2006.

111    Το έγγραφο AGRI/2005/64043, το οποίο επίσης επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Όπως επισημαίνει η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία, το εν λόγω έγγραφο αφορά την επιβολή κατ’ αποκοπή διορθώσεων για τις υποχρεώσεις στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως. Με το σημείο 3.2.1 του εγγράφου αυτού, η Επιτροπή καθόρισε τα εφαρμοστέα στο πλαίσιο αυτό κατ’ αποκοπή ποσοστά διορθώσεως με γνώμονα τη φύση και την έκταση των πλημμελειών που διαπίστωσε. Με το αμέσως επόμενο σημείο προέβλεψε παρέκκλιση για το πρώτο και το δεύτερο έτος εφαρμογής της πολλαπλής συμμορφώσεως, ήτοι για το 2006 και το 2007, καθορίζοντας το ποσοστό κινδύνου που αποτελούσε τη βάση υπολογισμού για την επιβολή των κατ’ αποκοπή διορθώσεων σε 3 % και 6 %, αντιστοίχως. Η Επιτροπή αιτιολόγησε αυτή την παρέκκλιση επικαλούμενη την «προδήλως περιορισμένη» δυνατότητα επαναλήψεως των παραβάσεων κατά τη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου έτους εφαρμογής της πολλαπλής συμμορφώσεως. Οι ενισχύσεις, όμως, για τις αροτραίες καλλιέργειες και οι παρεπόμενες υποχρεώσεις των κρατών μελών, τις οποίες αφορά ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, δεν εμφανίζουν κανένα στοιχείο καινοτομίας και, επομένως, δεν είναι δυνατό να αντλήσει η Ελληνική Δημοκρατία από το εν λόγω έγγραφο οποιοδήποτε λυσιτελές επιχείρημα.

112    Τέλος, όσον αφορά την εφαρμογή ποσοστού διορθώσεως 5 % για τις σχετικές με τις αροτραίες καλλιέργειες ενισχύσεις του έτους 2007, η Επιτροπή επισήμανε, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η μείωση του κατ’ αποκοπή ποσοστού διορθώσεως που εφαρμόστηκε το 2007 εξηγείται από το γεγονός ότι οι υπηρεσίες της είχαν διαπιστώσει βελτιώσεις στους διενεργηθέντες από την Ελληνική Δημοκρατία ελέγχους. Λαμβανομένου υπόψη του επιχειρήματος αυτού, το οποίο δεν αντέκρουσε η Ελληνική Δημοκρατία, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή χαμηλότερου ποσοστού διορθώσεως το 2007 δεν αποτελεί στοιχείο αποδεικνύον ότι ήταν δυσανάλογο το ποσοστό διορθώσεως που εφαρμόστηκε στην προκειμένη περίπτωση.

113    Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης λόγω της επιβολής κατ’ αποκοπή διορθώσεως κατ’ επίκληση της ελλείψεως επικαιροποιήσεως του ΣΑΑ-ΣΕΠ

114    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η Επιτροπή της επέβαλε κατ’ αποκοπή διόρθωση, «πάσχει ως προς την αιτιολογία της και καθίσταται ανεπαρκής», καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι η παράλειψη επικαιροποιήσεως του ΣΑΑ‑ΣΓΠ οφειλόταν στην εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων έκδοση αποφάσεων με τις οποίες καταρχάς ανεστάλη και ακολούθως ακυρώθηκε η διαδικασία του διαγωνισμού που είχε προκηρυχθεί με αντικείμενο την εν λόγω επικαιροποίηση. Η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά, στηριζόμενη στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1986, 52/84, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1986, σ. 89), και της 4ης Απριλίου 1995, C‑348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1995, σ. I‑673), ότι, εάν ένα κράτος μέλος αδυνατεί να εφαρμόσει ένα επιβαλλόμενο από το δίκαιο της Ένωσης μέτρο ή αντιμετωπίζει αντικειμενικές και ανυπέρβλητες δυσκολίες στην εφαρμογή του, μπορεί να αποφύγει τις δυσμενείς συνέπειες της μη εφαρμογής του μέτρου αυτού, εφόσον ενημερώσει εγκαίρως την Επιτροπή και συνεργαστεί μαζί της για την εξεύρεση πρόσφορης λύσεως.

115    Το άρθρο 20 του κανονισμού 1782/2003, ως είχε κατόπιν της τροποποιήσεώς του από τον κανονισμό (ΕΚ) 864/2004 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 και για την προσαρμογή του λόγω της προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 161, σ. 48), όπως διορθώθηκε (ΕΕ L 206, σ. 20), ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 20

Σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων

1.      Το σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων δημιουργείται με βάση χάρτες ή κτηματολογικά έγγραφα ή άλλες χαρτογραφικές αναφορές. Χρησιμοποιούνται τεχνικές ηλεκτρονικού συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης κατά προτίμηση της εναέριας ή διαστημικής ορθοφωτογραφίας με ομοιογενή πρότυπα που εξασφαλίζουν ακρίβεια τουλάχιστον ισοδύναμη με χαρτογραφία κλίμακας 1:10000.

[…]»

116    Κατά το άρθρο 156, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1782/2003, το άρθρο 20 του ίδιου κανονισμού εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2005.

117    Το άρθρο 6 του κανονισμού (EΚ) 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 (ΕΕ L 141, σ. 18), ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 6

Αναγνώριση αγροτεμαχίων

1.      Το σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων που αναφέρεται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 λειτουργεί σε επίπεδο αγροτεμαχίου αναφοράς, όπως είναι το ενταγμένο στο κτηματολόγιο αγροτεμάχιο ή το γεωτεμάχιο καλλιέργειας, το οποίο εξασφαλίζει ενιαίο προσδιορισμό της ταυτότητας κάθε αγροτεμαχίου αναφοράς.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την αξιόπιστη αναγνώριση των αγροτεμαχίων και απαιτούν ιδίως η ενιαία αίτηση να συνοδεύεται από τα στοιχεία ή τα έγγραφα που έχει καθορίσει η αρμόδια αρχή και που επιτρέπουν τον εντοπισμό και τη μέτρηση κάθε αγροτεμαχίου. Το ΣΓΠ λειτουργεί βάσει εθνικού γεωδαιτικού συστήματος.

[…]»

118    Οι προπαρατεθείσες στις σκέψεις 115 έως 117 διατάξεις επιβάλλουν, συνεπώς, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διαθέτουν από 1ης Ιανουαρίου 2005 ΣΑΑ‑ΣΓΠ με ομοιογενή πρότυπα που εγγυώνται ανάλυση τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη της χαρτογράφησης σε κλίμακα 1/10 000. Όλα τα αγροτεμάχια πρέπει να αναγνωρίζονται βάσει του εν λόγω συστήματος (βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα στη σκέψη 106 απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 54).

119    Με το σημείο 12.2.1.1 της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι το ΣΑΑ‑ΣΓΠ δεν ήταν πλήρως λειτουργικό στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την αναγνώριση των εκτάσεων και την πραγματοποίηση διασταυρωτικών ελέγχων και ενείχε κίνδυνο για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Πράγματι, τα όρια των αγροτεμαχίων αναφοράς και οι επιλέξιμες εκτάσεις τους δεν έχουν καθοριστεί ορθώς. Ως εκ τούτου, οι παραγωγοί δεν είναι προσηκόντως ενημερωμένοι όσον αφορά την επιλεξιμότητα των εκτάσεών τους και οι διασταυρωτικοί έλεγχοι δεν μπορούν να διενεργηθούν υπό ικανοποιητικούς όρους. Κατά την άποψη της Επιτροπής, οι διαπιστώσεις αυτές καταδεικνύουν μια όλως πλημμελή κατάσταση που δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Επιπλέον, εφόσον δεν εφαρμόστηκε για το οικονομικό έτος 2006 κανένα συγκεκριμένο διορθωτικό μέτρο, ο κίνδυνος για τον προϋπολογισμό της Ένωσης βαίνει αυξανόμενος από έτος σε έτος, δεδομένου ότι τα στοιχεία είναι ήδη παρωχημένα.

120    Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως εμφανίζουν ορισμένου βαθμού αμφισημία, κατά το μέτρο που, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται «ανεπαρκή» αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλει επιχειρήματα τα οποία, αν ευσταθούσαν, θα αποδείκνυαν ότι η νομιμότητα της αποφάσεως αυτής πάσχει κατά την ουσία. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της νομιμότητας της αιτιολογίας, το οποίο ανάγεται στην κατ’ ουσία νομιμότητα της επίδικης πράξεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67, και της 22ας Μαρτίου 2001, C‑17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 35). Εξάλλου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, κατά την κατάρτιση αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να θεωρείται επαρκής όταν το κράτος που είναι αποδέκτης της αποφάσεως συμμετέσχε εκ του σύνεγγυς στη διαδικασία καταρτίσεώς της και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το επίδικο ποσό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, C-335/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-2955, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Από τις εκτιμήσεις, ιδίως, που, εκτίθενται συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 119 προκύπτει ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε έναντι της Ελληνικής Δημοκρατίας αιτιολογία επαρκή για να στηρίξει την εφαρμογή, εν προκειμένω, κατ’ αποκοπή διορθώσεως λόγω μη επικαιροποιήσεως του ΣΑΑ‑ΣΓΠ, ανεξαρτήτως του ζητήματος της νομιμότητας της αιτιολογίας αυτής. Αυτό το τελευταίο ζήτημα αποτελεί αντικείμενο της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, παρά τους αμφίσημους όρους που χρησιμοποιεί στα υπομνήματά της, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί στην πραγματικότητα την κατ’ ουσία νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού και όχι τον επαρκή χαρακτήρα της αιτιολογίας της.

121    Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία, ενώ δέχεται ότι δεν τήρησε την υποχρέωσή της επικαιροποιήσεως του ΣΑΑ‑ΣΓΠ, υποστηρίζει ότι η διαπιστωθείσα από τις υπηρεσίες της Επιτροπής καθυστέρηση οφείλεται σε αποφάσεις που εξέδωσαν τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία, άλλωστε, απλώς εφάρμοσαν το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως την οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (EE L 395, σ. 33). Συντρέχουν, επομένως, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δεν της επέτρεψαν να προβεί στην απαιτούμενη επικαιροποίηση.

122    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξεως για να δικαιολογεί τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009, C‑248/08, Επιτροπή κατά Ελλάδας, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη τήρηση υποχρεώσεως την οποία υπέχει από τη σχετική με το ΕΓΤΠΕ νομοθεσία, επικαλούμενο τις πλημμέλειες των εθνικών διαδικασιών και τις οφειλόμενες σ’ αυτές ένδικες αμφισβητήσεις (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑243/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3475, σκέψη 120).

123    Η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από τη νομολογία την οποία επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία (βλ. ανωτέρω σκέψη 114) και την οποία, εξάλλου, αποδίδει εσφαλμένως η προσφεύγουσα στα υπομνήματά της. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το κράτος μέλος το οποίο, κατά την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε προβλέψει η Επιτροπή, οφείλει να θέσει τα προβλήματα αυτά υπό την κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίμαχης αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τον κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα όργανα της Ένωσης αμοιβαίο καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν να συνεργασθούν καλόπιστα για να αντιμετωπισθούν οι δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης και ιδίως εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις (προαναφερθείσες στη σκέψη 114 αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 16, και Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 17).

124    Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η νομολογία αυτή, που αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, έχει εφαρμογή και στην περίπτωση της περιγραφείσας στην ανωτέρω σκέψη 118 υποχρεώσεως κράτους μέλους, πρέπει να επισημανθεί ότι οι επιπλοκές και οι καθυστερήσεις που οφείλονται στην άσκηση από τους ενδιαφερομένους των προβλεπομένων ενδίκων βοηθημάτων κατά της εκ μέρους κράτους μέλους προκηρύξεως διαγωνισμού που σκοπεί στη συμμόρφωση προς υποχρεώσεις απορρέουσες από το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες δυσχέρειες μη προβλεφθείσες και μη δυνάμενες να προβλεφθούν, κατά την έννοια της εν λόγω νομολογίας. Αντιθέτως, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος απόκειται να λάβει υπόψη το ενδεχόμενο τέτοιων καθυστερήσεων και να κινήσει εν ευθέτω χρόνω τη διαδικασία διαγωνισμού, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η έγκαιρη ανάθεση και εκτέλεση της συμβάσεως παρά την εκ μέρους των ενδιαφερομένων άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που τους χορηγεί το δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη και τις συνέπειες της ενδεχόμενης διαπράξεως από τις υπηρεσίες του παρανομίας η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να αναστείλει ή και να ακυρώσει την επίμαχη διαδικασία διαγωνισμού.

125    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει περαιτέρω, εν συνόψει, ότι η παράλειψη επικαιροποιήσεως του ΣΑΑ-ΣΓΠ δεν ενείχε κανένα κίνδυνο για τον προϋπολογισμό της Ένωσης, εφόσον εξακολουθούσε να εφαρμόζει το προϊσχύσαν ΣΑΑ‑ΣΓΠ και «ό,τι δεν αναγνωριζόταν με το σύστημα, δεν πληρωνόταν».

126    Όσον αφορά το επιχείρημα αυτό, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η απουσία αξιόπιστου συστήματος αναγνωρίσεως των αγροτεμαχίων συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, υψηλό κίνδυνο να επέλθει ζημία για τον προϋπολογισμό της Ένωσης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C‑300/02, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑1341, σκέψη 97, και της 17ης Μαρτίου 2005, C‑285/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 62). Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν ένας κανονισμός θεσπίζει ειδικά μέτρα ελέγχου, τα κράτη μέλη οφείλουν να τα εφαρμόσουν, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί η βασιμότητα της απόψεώς τους ότι ένα άλλο, τυχόν εφαρμοζόμενο, σύστημα ελέγχου θα ήταν αποτελεσματικότερο (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2002, C‑130/99, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3005, σκέψη 87, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑332/01, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑7699, σκέψη 62). Ως εκ τούτου, και αν ακόμα υποτεθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε οργανώσει άλλους ελέγχους, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να κλονίσει την εκτίμηση της Επιτροπής η οποία βασίζεται στην έλλειψη καταρτίσεως του ΣΑΑ‑ΣΓΠ σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σχετικής ρυθμίσεως (βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσα στη σκέψη 106 απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 56).

127    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, μια ανεξάρτητη εξειδικευμένη εταιρεία είχε διενεργήσει τον Οκτώβριο του 2006 ποιοτικό έλεγχο αξιοπιστίας του ΣΑΑ‑ΣΓΠ, ως είχε κατά την περίοδο εκείνη. Από τον έλεγχο αυτόν, που κάλυπτε ολόκληρη σειρά τεχνικών στοιχείων και αφορούσε το σύνολο των παραγόντων που επηρεάζουν το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως, προέκυψε μία μόνον περίπτωση υπερβάσεως της προσδιορισθείσας επιλέξιμης εκτάσεως.

128    Η Ελληνική Δημοκρατία παραπέμπει, προς στήριξη των επιχειρημάτων της, στο από 6 Σεπτεμβρίου 2007 έγγραφο του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων – ΟΠΕΚΕΠΕ (στο εξής: ΟΠΕΚΕΠΕ) προς την Επιτροπή. Το έγγραφο αυτό όμως επισημαίνει ότι υπέρβαση της επιλέξιμης εκτάσεως διαπιστώθηκε κατά τον έλεγχο ως προς τη μία εκ των τριών γεωγραφικών ενοτήτων που αποτέλεσαν αντικείμενο του ελέγχου. Το αποτέλεσμα αυτό δεν επιβεβαιώνει την αξιοπιστία του ΣΑΑ‑ΣΓΠ της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά απεναντίας την κλονίζει.

129    Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται, επιπλέον, παραβίαση της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επισημαίνει, συναφώς, ότι είχε συμφωνήσει από κοινού με την Επιτροπή ένα διετές σχέδιο δράσεως για την ολοκλήρωση του ΣΑΑ‑ΣΓΠ, το οποίο είχε τηρήσει κατά γράμμα. Το ΣΑΑ‑ΣΓΠ ολοκληρώθηκε ήδη από τις 31 Δεκεμβρίου 2008, όπως είχε συμφωνηθεί. Η εκπόνηση και η εκτέλεση αυτού του σχεδίου δράσεως, καθώς και ο έλεγχος της εφαρμογής του τον οποίο διενεργούσε ανά εξάμηνο η Επιτροπή δημιούργησαν στην Ελληνική Δημοκρατία, όπως υποστηρίζει, την εύλογη προσδοκία ότι η συνεργασία της με την Επιτροπή θα λειτουργούσε υπέρ της. Αντιθέτως, δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η Επιτροπή δεν θα ελάμβανε υπόψη τις προσπάθειές της και ότι θα της επέβαλλε οικονομική διόρθωση τριπλάσια σε σχέση με την επιβληθείσα κατά την προηγούμενη περίοδο ελέγχου.

130    Όσον αφορά το επιχείρημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε ιδιώτης που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση της Ένωσης, παρέχοντάς του σαφείς διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑273/01, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1093, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, T‑33/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 227).

131    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προβάλλει ότι η Επιτροπή της είχε παράσχει σαφείς διαβεβαιώσεις ως προς το ότι δεν θα της επέβαλλε οικονομικές διορθώσεις για τις αιτήσεις του έτους 2006 ή ότι θα εφάρμοζε χαμηλότερο ποσοστό διορθώσεως σε σχέση με το προβλεπόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι είχαν δοθεί τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις.

132    Η Ελληνική Δημοκρατία, προς στήριξη των επιχειρημάτων της, προσκόμισε τη σχετική με το ζήτημα της επικαιροποιήσεως του ΣΑΑ‑ΣΓΠ αλληλογραφία της με την Επιτροπή. Από την ανάγνωση της αλληλογραφίας αυτής δεν προκύπτει όμως καμία σαφής διαβεβαίωση εκ μέρους της Επιτροπής περί μη επιβολής διορθώσεων. Αντιθέτως, στο από 27 Οκτωβρίου 2006 έγγραφο του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Γεωργία και γεωργική ανάπτυξη» της Επιτροπής τονίζεται ότι τα γεωργικά ταμεία διατρέχουν σημαντικό οικονομικό κίνδυνο λόγω του μη λειτουργικού χαρακτήρα του ΣΑΑ‑ΣΓΠ, γεγονός που δύναται να οδηγήσει στην επιβολή σημαντικών οικονομικών διορθώσεων. Ένα άλλο έγγραφο του αναπληρωτή διευθυντή της ΓΔ «Γεωργία και γεωργική ανάπτυξη» της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2007, επισημαίνει μεν ότι οι ελληνικές αρχές θεσπίζουν μέτρα για τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η νομοθεσία της Ένωσης, δεν αποκλείει, όμως, το ενδεχόμενο επιβολής διορθώσεων συνεπεία των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών της Επιτροπής στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών κατά τα έτη 2006 και 2007.

133    Η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε επίσης, συναφώς, τη συνοπτική έκθεση της αποστολής των εκπροσώπων της Επιτροπής στην Ελλάδα της 28ης και 29ης Σεπτεμβρίου 2006, η οποία επίσης δεν περιέχει σαφείς διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Επιτροπής περί μη επιβολής οικονομικών διορθώσεων. Από την έκθεση αυτή προκύπτει μόνον ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής είχαν εκ νέου τονίσει τη σπουδαιότητα ενός αξιόπιστου ΣΑΑ‑ΣΓΠ και είχαν υποβάλει στις ελληνικές αρχές ορισμένες συγκεκριμένες προτάσεις για τη βελτίωση της καταστάσεως στο μέλλον.

134    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε έγγραφο στο οποίο περιγράφονται τα στάδια εφαρμογής του σχεδίου δράσεως και η έγκρισή τους από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Το έγγραφο αυτό όμως, του οποίου η Ελληνική Δημοκρατία δεν διευκρινίζει ούτε τη φύση ούτε την προέλευση, δεν περιέχει ομοίως καμία διαβεβαίωση όσον αφορά την επιβολή οικονομικών διορθώσεων.

135    Η Επιτροπή περιέλαβε, επιπροσθέτως, ως παράρτημα του υπομνήματός της αντικρούσεως έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2007 του τότε αρμόδιου για ζητήματα γεωργίας και γεωργικής αναπτύξεως μέλους της προς τον Υπουργό Γεωργικής Ανάπτυξης και Τροφίμων της Ελληνικής Δημοκρατίας. Με το έγγραφο αυτό, το μέλος της Επιτροπής επισημαίνει ότι η υλοποίηση του σχεδίου δράσεως για το οποίο είχε δεσμευθεί η Ελληνική Δημοκρατία εξασφαλίζει μεσοπρόθεσμα την αξιοπιστία του συστήματος ελέγχου της, προσθέτει, όμως, ότι τούτο δεν «θίγει τη διαδικασία επιβολής οικονομικής διορθώσεως».

136    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το επιχείρημα που αντλείται από παραβίαση της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν είναι βάσιμο και πρέπει να απορριφθεί, όπως επίσης και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών

137    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή εσφαλμένη εκτίμηση των κρίσιμων εν προκειμένω πραγματικών περιστατικών, κατά το μέτρο που διαπίστωσε καθυστέρηση στη διενέργεια των προβλεπόμενων στο άρθρο 23 του κανονισμού 796/2004 επιτόπιων ελέγχων, καθώς και κακή ποιότητα των διενεργηθέντων ελέγχων. Στο πλαίσιο του ίδιου αυτού λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επιπλέον ότι, αντιθέτως προς τις σχετικές αιτιάσεις της Επιτροπής, το ΣΑΑ‑ΣΓΠ ήταν αξιόπιστο κατά την κρίσιμη περίοδο, όπως προκύπτει από τη σύγκριση των στοιχείων του ΣΑΑ‑ΣΓΠ που χρησιμοποιήθηκαν για τις αιτήσεις του έτους 2006 και των στοιχείων του επικαιροποιημένου ΣΑΑ‑ΣΓΠ για το έτος 2009, από την οποία κατέστη σαφές ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο κατηγοριών στοιχείων ήταν ελάχιστες και δεν υπερέβαιναν τις 2,5 εκατοστιαίες μονάδες.

138    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, όπως τονίζει και η Επιτροπή, η κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση για τις δαπάνες στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών δεν δικαιολογείται αποκλειστικώς από την καθυστέρηση στη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων και από την κακή ποιότητά τους, αλλά επίσης από την παράλειψη επικαιροποιήσεως του ΣΑΑ‑ΣΓΠ που διέθετε η Ελληνική Δημοκρατία (βλ. ανωτέρω σκέψη 77). Δεδομένου ωστόσο ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε ούτε με την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε με τα υπομνήματά της ότι θα είχε εφαρμόσει το ίδιο ποσοστό κατ’ αποκοπή διορθώσεως ακόμη και αν εξέλιπε η μία εκ των δύο πλημμελειών, είναι αναγκαία η ανάλυση του συνόλου των επιχειρημάτων που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

139    Όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 23 του κανονισμού 796/2004, οι «διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι […] πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων για τη χορήγηση των ενισχύσεων, καθώς και των απαιτήσεων και προτύπων που σχετίζονται με την πολλαπλή συμμόρφωση».

140    Το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής AGRI/60363/2005‑REV1 με τίτλο «Επιτόπιοι έλεγχοι των εκτάσεων κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 23‑32 του κανονισμού (ΕΚ) 796/2004 – Κατευθυντήριες οδηγίες για τους επιτόπιους ελέγχους και τον προσδιορισμό των εκτάσεων» περιέχει οδηγίες όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους των αγροτεμαχίων και τη μέτρησή τους από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τον κανονισμό 796/2004. Στο προοίμιο των οδηγιών αυτών διευκρινίζεται ότι οι εν λόγω οδηγίες είτε απορρέουν ευθέως από τις εφαρμοστέες διατάξεις είτε αποτελούν συστάσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής στα κράτη μέλη. Με το έγγραφο αυτό και ιδίως με το τμήμα του 5 που τιτλοφορείται «Χρονοδιάγραμμα» επισημαίνεται ότι, για να είναι αποτελεσματικοί οι επιτόπιοι έλεγχοι των καλλιεργειών, πρέπει να διενεργούνται πριν από ή αμέσως μετά τη συγκομιδή. Τονίζεται επιπλέον ότι, αν τούτο δεν συμβεί, θα είναι αδύνατος ο αξιόπιστος έλεγχος των καλλιεργειών ή της τηρήσεως της απαιτήσεως παύσεως καλλιέργειας της γης. Κατά το αυτό τμήμα του εν λόγω εγγράφου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θεωρούν τους επιτόπιους ελέγχους εντελώς αναποτελεσματικούς αφ’ ης στιγμής ο γεωργός αρχίσει να καλλιεργεί το έδαφος για τη συγκομιδή του έτους που έπεται του έτους αναφοράς.

141    Εν προκειμένω, από το σημείο 12.2.1.2 της συνοπτικής εκθέσεως της Επιτροπής, από το έγγραφο της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 2007 (ανωτέρω σκέψη 2) και από το παράρτημα 6 του από 6 Σεπτεμβρίου 2007 εγγράφου της Ελληνικής Δημοκρατίας (ανωτέρω σκέψη 3) προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, μολονότι είχαν διενεργηθεί ορισμένοι επιτόπιοι έλεγχοι στις 8 Αυγούστου 2006, στην πλειονότητά τους άρχισαν να διενεργούνται μόλις στις 16 Αυγούστου 2006, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στην ορθή πρακτική ελέγχου που απαιτούσε να πραγματοποιηθεί η ανάλυση του κινδύνου το αργότερο στα μέσα Ιουλίου του 2006, ήτοι πριν από ή αμέσως μετά τη συγκομιδή, και να αρχίσει αμελλητί η διενέργεια των ελέγχων.

142    Με τα επιχειρήματά της, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί αυτή τη διαπίστωση, αλλά, πρώτον, υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ, το χρονοδιάγραμμα διενέργειας των επιτόπιων ελέγχων δεν έχει τόση σημασία όση είχε υπό το προϊσχύσαν σύστημα, γεγονός που, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, αναγνώρισε και η ίδια η Επιτροπή, όπως προκύπτει από το σημείο 12.2.3 της συνοπτικής εκθέσεως.

143    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Στο απόσπασμα της συνοπτικής εκθέσεως το οποίο επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνεται ότι η Επιτροπή είχε κρίνει ότι οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών δικαιολόγησαν την επιβολή κατ’ αποκοπή διορθώσεως ύψους 15 %, λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα των πλημμελειών, αλλά ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής προτείνουν να επιβληθεί κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % μόνον, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της μεταβάσεως το 2006 στο καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως που προβλέπει η νέα ΚΓΠ, ήτοι στη χορήγηση ενισχύσεως του εισοδήματος των γεωργών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1782/2003. Συνεπώς, η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τις μείζονες τροποποιήσεις που απορρέουν από τη νέα ΚΓΠ και, στη βάση αυτή, αποφάσισε να μην αυξήσει το κατ’ αποκοπή ποσοστό διορθώσεως που επρόκειτο να εφαρμόσει, μολονότι μια τέτοια αύξηση θα ήταν δικαιολογημένη.

144    Αντιθέτως, στη συνοπτική έκθεση δεν αναφέρεται, ούτε εξάλλου προκύπτει από τις εφαρμοστέες διατάξεις, ότι, υπό το νέο καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως, οι επιτόπιοι έλεγχοι είναι άνευ σημασίας ή μπορούν να διενεργούνται σε οποιοδήποτε χρόνο.

145    Πράγματι, το άρθρο 51 του κανονισμού 1782/2003 προβλέπει ότι οι γεωργοί μπορούν να χρησιμοποιούν τα δηλωθέντα αγροτεμάχια προκειμένου να λάβουν ενιαία ενίσχυση για κάθε γεωργική δραστηριότητα, πλην των μονίμων καλλιεργειών και της παραγωγής ορισμένων προϊόντων, τα οποία καθορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Επιπλέον, υπό τον όρο της τηρήσεως των προϋποθέσεων των άρθρων 53 έως 56 του ίδιου κανονισμού, ένας γεωργός μπορεί να λάβει ενιαία ενίσχυση για εκτάσεις γης στις οποίες έχει παύσει η καλλιέργεια. Κατά το άρθρο 55, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1782/2003, «η γη υπό παύση καλλιέργειας χρησιμοποιείται για την προμήθεια υλικών για την κατασκευή, εντός της Κοινότητας, προϊόντων που δεν προορίζονται κατά κύριο λόγο για ανθρώπινη κατανάλωση ή κατανάλωση από ζώα, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται αποτελεσματικά συστήματα ελέγχου». Από το άρθρο 56, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 προκύπτει, εξάλλου, ότι οι εκτάσεις στις οποίες έχει παύσει η καλλιέργεια πρέπει να διατηρούνται υπό καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως του άρθρου 55, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για γεωργικούς σκοπούς ούτε να καλλιεργούνται με σκοπό τη διάθεση της παραγωγής στο εμπόριο.

146    Κατά συνέπεια, υπό το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως, επιτόπιοι έλεγχοι μπορούν να χρησιμεύσουν για την εξακρίβωση της τηρήσεως των προϋποθέσεων που περιγράφονται στην ανωτέρω σκέψη 145, οι οποίες πρέπει να πληρούνται προκειμένου να μπορεί ένας γεωργός να λάβει την ενιαία ενίσχυση που ζητεί. Η αποτελεσματικότητα των ελέγχων αυτών εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τον χρόνο διενέργειάς τους. Όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή με το έγγραφο εργασίας AGRI/60363/2005‑REV1, οι έλεγχοι αυτοί καθίστανται εντελώς αναποτελεσματικοί αφ’ ης στιγμής ο ενδιαφερόμενος γεωργός αρχίσει να καλλιεργεί τη γη για τη συγκομιδή του έτους που έπεται του έτους αναφοράς. Πράγματι, από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής είναι καταρχήν αδύνατο να εξακριβωθεί η κατάσταση και η χρήση της οικείας εκτάσεως γης κατά το έτος αναφοράς.

147    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τηρήθηκε το ποσοστό των επιτόπιων ελέγχων που έπρεπε να διενεργηθούν και ότι η ακριβής ημερομηνία διενέργειάς τους προκύπτει από τα στοιχεία που διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή. Τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία αιτίαση σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας επί των σημείων αυτών. Αυτό που της προσάπτει είναι η καθυστέρηση στη διενέργεια των ελέγχων και η κακή ποιότητά τους.

148    Τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν είχε ορισθεί συγκεκριμένη ημερομηνία για τη διενέργεια των ελέγχων και ότι η πραγματοποίηση μικρού αριθμού ελέγχων κατά τους πρώτους μήνες του 2007 δεν ενείχε κανένα κίνδυνο για τον προϋπολογισμό της Ένωσης, καθόσον οι έλεγχοι αυτοί αφορούσαν αποκλειστικώς μόνιμες καλλιέργειες των ελαιοκομικών περιοχών.

149    Μολονότι είναι, βεβαίως, αληθές ότι δεν ορίστηκε συγκεκριμένη ημερομηνία για τη διενέργεια των ελέγχων ούτε με τον κανονισμό 796/2004 αλλά ούτε και με το έγγραφο εργασίας AGRI/60363/2005‑REV1 της Επιτροπής, εντούτοις είναι επίσης αληθές ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε (ανωτέρω σκέψη 146), ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε, με το έγγραφο αυτό, ότι οι έλεγχοι που διενεργούνται αφότου ο ενδιαφερόμενος γεωργός αρχίσει να καλλιεργεί τη γη για τη συγκομιδή του έτους που έπεται του έτους αναφοράς είναι καταρχήν εντελώς αναποτελεσματικοί.

150    Όσον αφορά το επιχείρημα περί των διενεργηθέντων το 2007 ελέγχων, αρκεί η επισήμανση ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση προσάπτεται στην Ελληνική Δημοκρατία ότι οι απαιτούμενοι έλεγχοι διενεργήθηκαν στην πλειονότητά τους μετά τις 16 Αυγούστου 2006. Η Ελληνική Δημοκρατία όμως δεν ισχυρίζεται ότι, πέραν του μικρού αριθμού ελέγχων που αναγνωρίζει ότι διενήργησε το 2007, οι λοιποί έλεγχοι διενεργήθηκαν πριν από τις 16 Αυγούστου 2006.

151    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσέθεσε ότι η συγκομιδή των κύριων ελληνικών προϊόντων πραγματοποιείται τους φθινοπωρινούς μήνες, με εξαίρεση τον σκληρό σίτο που συγκομίζεται τον Ιούλιο, οπότε η διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων μετά τα μέσα Αυγούστου δεν ενείχε κανένα σοβαρό κίνδυνο για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέπεμψε, προς στήριξη των επιχειρημάτων της, σε πίνακα με τα κυριότερα ελληνικά προϊόντα και τις αντίστοιχες περιόδους συγκομιδής τους, στον οποίο μνημονεύονται διάφορα άλλα, πλην του σκληρού σίτου, προϊόντα για τα οποία αναφέρονται ως μήνες συγκομιδής ο Ιούνιος, ο Ιούλιος ή ο Αύγουστος.

152    Συνεπώς, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής περί καθυστερημένης διενέργειας των επιτόπιων ελέγχων για το έτος 2006 ήταν ανακριβείς. Αυτή η καθυστέρηση στους επιτόπιους ελέγχους ενέχει, αφ’ εαυτής, υψηλό κίνδυνο ζημίας για τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

153    Όσον αφορά τη διαπίστωση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί κακής ποιότητας των επιτόπιων ελέγχων, από το σημείο 12.2.1.2 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι διαπιστώθηκαν διαφορές ως προς τις δηλωθείσες εκτάσεις οι οποίες οφείλονται σε πλημμελείς διαδικασίες ελέγχου, μεταξύ άλλων και στην αποδοχή μη επιλέξιμων εκτάσεων. Η αιτίαση αυτή διευκρινίζεται περαιτέρω στο έγγραφο της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 2007 (ανωτέρω σκέψη 2). Αυτό το έγγραφο απαριθμεί παραδείγματα αποκλίσεων ως προς την έκταση, ακόμη και ως προς τη θέση, μεταξύ της δηλωθείσας από τον οικείο γεωργό εκτάσεως γης και εκείνης που αποτέλεσε αντικείμενο επιτόπιου ελέγχου εκ μέρους των αρχών της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το εν λόγω έγγραφο παραθέτει επίσης συγκεκριμένα παραδείγματα σφαλμάτων, διαπιστωθέντων από τις υπηρεσίες της Επιτροπής και αναγόμενων στις μετρήσεις και τα πορίσματα των διενεργηθέντων από τις εθνικές υπηρεσίες ελέγχων, όπως διατυπώθηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Επιπλέον, στο έγγραφο αυτό τονίζεται επανειλημμένως ότι τα εν λόγω σφάλματα είχαν ως συνέπεια την έγκριση μη επιλέξιμων εκτάσεων.

154    Η Ελληνική Δημοκρατία δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προς αντίκρουση μίας ή πλειόνων εκ των ως άνω διαπιστώσεων. Περιορίζεται στη γενική εκτίμηση ότι η ίδια η Επιτροπή είχε δεχθεί, με τα πρακτικά της διμερούς συσκέψεως που της διαβιβάσθηκαν στις 25 Ιουνίου 2008, ότι η ποιότητα των επιτόπιων ελέγχων ήταν σημαντικά βελτιωμένη σε σχέση με τα δύο ή τρία προηγούμενα έτη. Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι οι αποκλίσεις που διαπιστώθηκαν κατά τους νέους ελέγχους που διενήργησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής αφορούν μεμονωμένες περιπτώσεις και οφείλονται ενδεχομένως σε αποκλίσεις στην ακρίβεια των μετρήσεων των χρησιμοποιούμενων οργάνων μετρήσεως, τα οποία επηρεάζονται ιδιαιτέρως από τις καιρικές συνθήκες.

155    Όπως δέχεται και η Ελληνική Δημοκρατία, το τελευταίο αυτό επιχείρημα είχε ήδη προβληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία ορθώς δε απορρίφθηκε από την Επιτροπή. Από τα πρακτικά της προαναφερθείσας διμερούς συσκέψεως προκύπτει ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής επισήμαναν επ’ αυτού ότι οι διαπιστωθείσες, κατά τους ελέγχους που οι ίδιες είχαν διενεργήσει, αποκλίσεις δεν ήταν δυνατόν να οφείλονται στο χρησιμοποιηθέν όργανο μετρήσεως, αλλά ήταν απόρροια ενός αρχικού ελέγχου ο οποίος έπασχε πλημμέλειες, για παράδειγμα λόγω της εγκρίσεως μη επιλέξιμων εκτάσεων.

156    Πρέπει πράγματι να διαπιστωθεί ότι, όσον αφορά τα προαναφερθέντα στη σκέψη 153 παραδείγματα, οι διαπιστωθείσες αποκλίσεις είναι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τόσο σημαντικές ώστε αποκλείεται άνευ ετέρου το ενδεχόμενο να οφείλονται στη χρήση ανακριβούς οργάνου μετρήσεως. Επιπλέον, το από 6 Ιουνίου 2007 έγγραφο της Επιτροπής αναφέρεται επίσης σε περιπτώσεις εκτάσεων γης που περιελήφθησαν στη μέτρηση αγροτεμαχίου ενώ επρόκειτο για χωριστές εκτάσεις ή για εκτάσεις που αποτελούσαν μέρος οδικού δικτύου. Οι περιπτώσεις αυτές δεν εξηγούνται από τυχόν έλλειψη ακριβείας του οργάνου μετρήσεως.

157    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η ίδια η Επιτροπή διαπίστωσε βελτιώσεις στους ελέγχους της, επισημαίνεται ότι, μολονότι η Επιτροπή πράγματι έκανε λόγο για τέτοια βελτίωση, από το σημείο 12.2.3 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι έλαβε υπόψη τη βελτίωση αυτή προκειμένου να διατηρήσει το ποσοστό διορθώσεως στο 10 %, ενώ η επαναλαμβανόμενη φύση των διαπιστωθεισών πλημμελειών μπορούσε, καταρχήν, να δικαιολογήσει διόρθωση ύψους 15 % (βλ. επίσης την ανωτέρω σκέψη 143).

158    Η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται επίσης λεπτομερώς στα διάφορα στοιχεία των διασταυρωτικών ελέγχων που πραγματοποιούσε, οι οποίοι απέκλειαν, κατά την εκτίμησή της, κάθε ενδεχόμενο διπλής πληρωμής ή διπλής δηλώσεως αγροτεμαχίου.

159    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι πλημμέλειες που επισήμανε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την κατ’ αποκοπή διόρθωση που επέβαλε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσαν τους επιτόπιους και όχι τους διασταυρωτικούς ελέγχους. Αν γινόταν δεκτή η άποψη ότι η διενέργεια διασταυρωτικών ελέγχων θα μπορούσε να αποσοβήσει κάθε κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ όσον αφορά τις διαπιστωθείσες στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες, η παραδοχή αυτή θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι θα ήταν άνευ χρησιμότητας. Το συμπέρασμα, όμως, αυτό θα ήταν, για τους προεκτεθέντες στις σκέψεις 144 έως 146 λόγους, εσφαλμένο.

160    Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει περαιτέρω ότι, όπως προκύπτει από τη συνοπτική έκθεση, το όργανο συμφιλίωσης είχε ζητήσει από την Επιτροπή να μειώσει το ποσοστό διορθώσεως από 10 % σε 5 %, όπως συνέβη και με το ποσοστό διορθώσεως για τον σκληρό σίτο που μειώθηκε από 15 % το 2005 σε 10 % λόγω των διαπιστωθεισών βελτιώσεων.

161    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία συμφιλίωσης διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90). Κατά το άρθρο 12, στοιχεία β΄ και γ΄, του κανονισμού 885/2006, το όργανο συμφιλίωσης έχει τα εξής «καθήκοντα […] β) αναλαμβάνει να συμβιβάσει τις αποκλίνουσες θέσεις της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους· γ) μετά το πέρας της εξέτασης, συντάσσει έκθεση με τα αποτελέσματα της προσπάθειας συμφιλίωσης, διατυπώνοντας τις παρατηρήσεις που θεωρεί χρήσιμες σε περίπτωση που όλα ή ορισμένα σημεία της διένεξης παραμένουν ανεπίλυτα». Συνεπώς, η θέση την οποία λαμβάνει το συμβιβαστικό όργανο δεν προδικάζει την οριστική απόφαση της Επιτροπής όσον αφορά την εκκαθάριση των λογαριασμών. Το περί του αντιθέτου επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή ορθώς διευκρίνισε (σημείο 12.2.5 της συνοπτικής εκθέσεως) ότι η μείωση του κατ’ αποκοπή ποσοστού διορθώσεως που εφαρμόστηκε για τον σκληρό σίτο δικαιολογούνταν από τις βελτιώσεις που διαπιστώθηκαν ως προς την εν ευθέτω χρόνω διενέργεια των σχετικών με το προϊόν αυτό επιτόπιων ελέγχων. Οι εν λόγω διαπιστώσεις δεν αφορούσαν τις σχετικές με το ΣΑΑ‑ΣΓΠ της Ελληνικής Δημοκρατίας πλημμέλειες των οποίων έγινε επίκληση για να δικαιολογηθεί η επιβληθείσα στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών διόρθωση.

162    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, μετά την επικαιροποίηση του ΣΑΑ‑ΣΓΠ το 2009, οι υπηρεσίες της πραγματοποίησαν συγκριτική μελέτη, από την οποία προέκυψαν ελάχιστες μόνο διαφορές μεταξύ του παλαιού και του νέου χαρτογραφικού υπόβαθρου, μικρότερες των 2,5 εκατοστιαίων μονάδων.

163    Το μοναδικό στοιχείο που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη αυτού του μέρους της επιχειρηματολογίας της είναι ένα έγγραφο της 21ης Απριλίου 2009 που απηύθυνε ο ΟΠΕΚΕΠΕ στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με το οποίο ο ΟΠΕΚΕΠΕ ζητεί να υποβληθούν στην κρίση του οργάνου συμφιλίωσης ορισμένες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των αιτήσεων του έτους 2007. Το εν λόγω έγγραφο παραπέμπει σε «συνημμένα στοιχεία» τα οποία συνίστανται σε πίνακες που εμφαίνουν τις εκτάσεις για τις οποίες είχαν διαπιστωθεί σφάλματα το 2007 και το 2009. Κατά τον ΟΠΕΚΕΠΕ, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η χρήση του νέου «χαρτογραφικού υποβάθρου» δεν κατέδειξε σημαντικές διαφορές όσον αφορά τα αποτελέσματα των ελέγχων σε σχέση με το παλαιό «χαρτογραφικό υπόβαθρο». Από τα εν λόγω στοιχεία προκύπτει εξάλλου, κατά το αυτό έγγραφο, ότι οι εκτάσεις «που δεν είχαν αναγνωριστεί» ανέρχονταν για το 2007 σε 54 946,50 εκτάρια, βάσει της παλαιάς χαρτογραφίας και των «αλφαριθμητικών στοιχείων του 2007», για το δε 2009 σε 253 240,05 εκτάρια.

164    Η Ελληνική Δημοκρατία διευκρινίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι οι επιφάνειες «που δεν είχαν αναγνωριστεί» για τα έτη 2007 και 2009 αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 0,94 και 3,44 %, αντιστοίχως, της συνολικής επιλέξιμης εκτάσεως που είχε δηλωθεί και ελεγχθεί, ήτοι ανερχόμενης σε 5 868 199,93 εκτάρια το 2007 και σε 5 744 187,24 εκτάρια το 2009. Στη βάση αυτή, υποστηρίζει ότι το ποσοστό κατ’ αποκοπή διορθώσεως που έπρεπε να εφαρμοσθεί δεν έπρεπε να υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσοστών, ήτοι τις 2,5 μονάδες. Επιπλέον, διευκρινίζει ότι το ΣΑΑ‑ΣΓΠ της δεν είχε τροποποιηθεί σημαντικά μεταξύ 2006 και 2007, εν αναμονή της επικαιροποιήσεώς του η οποία πραγματοποιήθηκε το 2009, έτσι ώστε το αποτέλεσμα της συγκρίσεως μεταξύ των στοιχείων του 2007 και του 2009 να ισχύει και για το έτος 2006 το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

165    Η Επιτροπή, απεναντίας, επισημαίνει ότι τα στοιχεία που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία δεν της είχαν κοινοποιηθεί κατά τη διοικητική διαδικασία, μολονότι είχε καλέσει την Ελληνική Δημοκρατία να της υποβάλει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του κινδύνου που ενέχουν οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Όπως υποστηρίζει, δεν έλαβε γνώση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών παρά κατά την ανάγνωση του δικογράφου της προσφυγής (βλ. σκέψη 53).

166    Όσον αφορά αυτό το μέρος της επιχειρηματολογίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι το επίμαχο έγγραφο της 21ης Απριλίου 2009 και τα συνημμένα σε αυτό στοιχεία παραθέτουν τα αποτελέσματα της συγκρίσεως μεταξύ, αφενός, των στοιχείων του ΣΑΑ‑ΣΓΠ για το 2007, δηλαδή των σχετικών με τις αιτήσεις του έτους 2007 στοιχείων, και, αφετέρου, των στοιχείων του επικαιροποιηθέντος ΣΑΑ‑ΣΓΠ για το 2009. Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά μόνον τις αιτήσεις του έτους 2006, η Ελληνική Δημοκρατία θα έπρεπε να αποδείξει ότι το ΣΑΑ‑ΣΓΠ είχε υποστεί περιορισμένες μόνον τροποποιήσεις κατά την περίοδο μεταξύ 2006 και 2007.

167    Μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι τα στοιχεία του ΣΑΑ‑ΣΓΠ για το 2006 ήταν σχεδόν πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα για το 2007, δεν παρέχει κανένα απολύτως στοιχείο προς απόδειξη της εκτιμήσεως αυτής.

168    Εξάλλου, τα αριθμητικά στοιχεία που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία αποδεικνύουν ότι το ποσοστό των εκτάσεων «που δεν είχαν αναγνωριστεί» (έννοια που καλύπτει, όπως προκύπτει από το σύνολο των επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας, τις εκτάσεις για τις οποίες έχουν διαπιστωθεί σφάλματα) υπερτριπλασιάστηκε μεταξύ του 2007 και του 2009, έτους κατά το οποίο επικαιροποίησε το ΣΑΑ‑ΣΓΠ της. Τούτο ενισχύει τη συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση και επιβεβαιώνει τις περιληφθείσες στην ανωτέρω σκέψη 126 εκτιμήσεις ότι, εν συνόψει, η έλλειψη αξιόπιστου συστήματος ελέγχου συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, αυξημένο κίνδυνο ζημίας για τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

169    Κατά τα λοιπά, πρέπει να τονιστεί ότι η προαναφερθείσα επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ελλιπής και δεν στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

170    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν διευκρίνισε επαρκώς τα επιχειρήματα που προβάλλει. Προβαίνει σε σύγκριση του ποσοστού εκτάσεων «που δεν είχαν αναγνωριστεί» το 2007 και το 2009, χωρίς να προσκομίζει στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι μια τέτοια σύγκριση είναι δυνατή και δικαιολογημένη. Πράγματι, η σύγκριση αυτή προϋποθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι οι ίδιες εκτάσεις δηλώθηκαν και ελέγχθηκαν τόσο το 2007 όσο και το 2009. Ωστόσο, ελλείψει ειδικών επιχειρημάτων εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν είναι δυνατόν a priori να γίνει δεκτό ότι όντως συνέτρεχε η περίπτωση αυτή. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα αριθμητικά στοιχεία που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία, η συνολική επιλέξιμη έκταση που είχε δηλωθεί και ελεγχθεί ανερχόταν σε 5 868 199,93 εκτάρια το 2007 και σε 5 744 187,24 εκτάρια το 2009 δύναται να δημιουργήσει περαιτέρω αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητα της συγκρίσεως που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία.

171    Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι, αν το νέο ΣΑΑ‑ΣΓΠ ήταν λειτουργικό ήδη από το 2006, τούτο δεν θα είχε καταστήσει δυνατό παρά μόνο τον εντοπισμό ενός ποσοστού σφαλμάτων κατά 2,5 % ανώτερου των πράγματι διαπιστωθέντων. Η εκτίμηση αυτή, όμως, ακόμη και αν ήταν ορθή, δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι το επιβλητέο κατ’ αποκοπή ποσοστό διορθώσεως, το οποίο δεν αφορά τις δηλωθείσες εκτάσεις αλλά τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες, έπρεπε να είναι της τάξεως του 2,5 %, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, χωρίς ωστόσο να στηρίζει την άποψη αυτή σε συγκεκριμένα και εμπεριστατωμένα επιχειρήματα. Ελλείψει τέτοιων επιχειρημάτων, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αναγκαία αντιστοίχιση μεταξύ αυξήσεως, κατόπιν της επικαιροποιήσεως του ΣΑΑ ΣΓΠ, του ποσοστού των εκτάσεων «που δεν είχαν αναγνωριστεί» και του επιβλητέου ποσοστού διορθώσεως επί των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ως άνω επικαιροποίηση.

172    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιβληθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 10 % επί των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών δεν στηρίζεται αποκλειστικώς επί του κινδύνου που απορρέει από τη μη επικαιροποίηση του ΣΑΑ‑ΣΓΠ, αλλά επίσης επί της καθυστερήσεως στη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων και επί της κακής ποιότητας των ελέγχων αυτών, διαπίστωση που, όπως και οι περιλαμβανόμενες στην ανωτέρω σκέψη 171 εκτιμήσεις, συνηγορεί κατά της αναγκαίας αντιστοιχίσεως υπέρ της οποίας τάσσεται η Ελληνική Δημοκρατία.

173    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας που μνημονεύονται συνοπτικώς στις ανωτέρω σκέψεις 163 και 164 δεν στηρίζονται, εν πάση περιπτώσει, σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Ουσιαστικά, το μόνο σχετικό στοιχείο που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία είναι ο πίνακας ο συνημμένος στο έγγραφο της 21ης Απριλίου 2009 για το οποίο έγινε λόγος στην ανωτέρω σκέψη 163. Ο πίνακας αυτός αποτελεί εν τέλει απλή παρουσίαση, κάπως λεπτομερέστερη και υπό μορφή καταλόγου, των στοιχείων που περιλαμβάνονται ήδη στο εν λόγω έγγραφο. Αντιθέτως, δεν δίδεται καμία λεπτομέρεια ούτε όσον αφορά τη φύση και τον τρόπο διενέργειας των υπολογισμών, ελέγχων και επαληθεύσεων από τους οποίους προέκυψαν τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία ούτε όσον αφορά την ταυτότητα των προσώπων που τους πραγματοποίησαν.

174    Οι πληροφορίες αυτές είναι τοσούτο μάλλον αναγκαίες, καθόσον, με τα υπομνήματά της, η Επιτροπή θέτει υπό αμφισβήτηση τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία και παραπέμπει συναφώς στο έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2007 (ανωτέρω σκέψη 2), με το οποίο σημειώνει ότι, προκειμένου να εκτιμήσουν τον κίνδυνο που απορρέει από τη μη επικαιροποίηση του ΣΑΑ‑ΣΓΠ, οι ελληνικές αρχές εκπόνησαν δειγματοληπτική μελέτη στη Λάρισα και στη Δράμα, κατόπιν της οποίας η επιλέξιμη έκταση των υπό μελέτη αγροτεμαχίων μειώθηκε από 18 % σε 9,5 %. Όσον αφορά το στοιχείο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία θα έπρεπε να είχε γνωστοποιήσει τις πληροφορίες τις οποίες επικαλείται, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, στις υπηρεσίες της Επιτροπής οι οποίες είχαν άλλωστε ζητήσει από την Ελληνική Δημοκρατία να τους διαβιβάσει κάθε χρήσιμο στοιχείο, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή (σκέψη 165 ανωτέρω). Το επιχείρημα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία για να δικαιολογήσει την παράλειψη της εν λόγω γνωστοποιήσεως, ότι δηλαδή τα στοιχεία που απορρέουν από τη σύγκριση μεταξύ του παλαιού και του νέου ΣΑΑ‑ΣΓΠ δεν ήταν ακόμη διαθέσιμα κατά τη διμερή σύσκεψη, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Εφόσον, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, το νέο ΣΑΑ‑ΣΓΠ ήταν πλήρως λειτουργικό από 1ης Ιανουαρίου 2009, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2010, τίποτα δεν εμπόδιζε την Ελληνική Δημοκρατία να κοινοποιήσει εν ευθέτω χρόνω στην Επιτροπή τα κρίσιμα στοιχεία που απορρέουν από τη σύγκριση μεταξύ του παλαιού και του νέου συστήματος.

175    Ως εκ τούτου, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, με τα εν λόγω επιχειρήματα, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να αποδείξει, υπό την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 74 νομολογίας, ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής περί του κινδύνου που ενείχε για τον προϋπολογισμό της Ένωσης η μη επικαιροποίηση του ΣΑΑ‑ΣΓΠ της ήταν εσφαλμένες.

176    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα του ακατέργαστου καπνού δαπάνες

 Διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία

177    Όσον αφορά τον ακατέργαστο καπνό, η Επιτροπή επέβαλε στην Ελληνική Δημοκρατία ποσό διορθώσεως 19 760 841,95 ευρώ με την αιτιολογία ότι, πρώτον, πραγματοποιήθηκαν εκπρόθεσμα παραδόσεις καπνού σε φύλλα αξίας 6 108 114,95 ευρώ, δεύτερον, 32 συμβάσεις καλλιέργειας αξίας 12 930 014 ευρώ εκχωρήθηκαν κατά παράβαση των εφαρμοστέων διατάξεων και, τρίτον, η έγκριση επιχειρήσεων πρώτης μεταποιήσεως έπασχε πλημμέλειες δικαιολογούσες διόρθωση ύψους 722 713 ευρώ.

178    Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά τις διορθώσεις στον τομέα του ακατέργαστου καπνού με τον πέμπτο, τον έκτο, τον όγδοο, τον ένατο και τον δέκατο λόγο ακυρώσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005, αφορά το συνολικό ποσό των διορθώσεων που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση στην Ελληνική Δημοκρατία στον οικείο τομέα. Με τον έκτο, τον έβδομο και τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν τη διόρθωση που επιβλήθηκε λόγω της εκπρόθεσμης, κατά την Επιτροπή, παραδόσεως ορισμένων ποσοτήτων καπνού, προβάλλεται, αντιστοίχως, έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2848/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2075/92 όσον αφορά το καθεστώς των πριμοδοτήσεων, των ποσοστώσεων παραγωγής και της ειδικής ενισχύσεως που χορηγείται στις ομάδες παραγωγών στον τομέα του ακατέργαστου καπνού (EE L 358, σ. 17), παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων. Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο, κατά το μέτρο που η Επιτροπή έκρινε ότι η εκχώρηση συμβάσεων καλλιέργειας καπνού απαγορευόταν από τις εφαρμοστέες διατάξεις. Τέλος, ο δέκατος λόγος ακυρώσεως αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 5 και 6, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2075/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, για την κοινή οργάνωση αγοράς του ακατέργαστου καπνού (EE L 215, σ. 70), κατά το μέρος που αφορά την έγκριση ορισμένων επιχειρήσεων πρώτης μεταποιήσεως καπνού.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005

179    Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005. Κατ’ αυτήν, τα πραγματικά περιστατικά των οποίων η διαπίστωση στην προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά το αιτιολογικό έρεισμα της εις βάρος της επιβολής των προαναφερθέντων στη σκέψη 177 ποσών διορθώσεως, δεν συνεπάγονταν καμία ζημία για το ΕΓΤΠΕ. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε κανένας λόγος που να δικαιολογεί επιβολή διορθώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1290/2005.

180    Αυτή η συλλογιστική στηρίζεται στην παραδοχή ότι η επιβολή διορθώσεως κατόπιν της χορηγήσεως παράτυπης ενισχύσεως αποκλείεται αν δεν αποδεικνύεται ότι η παρατυπία αυτή προκάλεσε συγκεκριμένη ζημία στο ΕΓΤΠΕ.

181    Κατά πάγια νομολογία, όμως, στον τομέα του ΕΓΤΠΕ, η χρηματοδότηση των δαπανών στις οποίες προβαίνουν οι εθνικές αρχές διέπεται από τον κανόνα ότι καταλογίζονται στον προϋπολογισμό της Ένωσης μόνον οι δαπάνες που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης (προαναφερθείσα στη σκέψη 74 απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1993, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 67, και απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑199/03, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑8027, σκέψη 26).

182    Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί θεμιτώς να αποκλείσει τον καταλογισμό στο ΕΓΤΠΕ του συνόλου των καταβληθέντων ποσών, όταν δεν πληρούνται οι τασσόμενες με τη σχετική ρύθμιση προϋποθέσεις καταβολής τους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1999, C‑54/95, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑35, σκέψεις 10 και 11). Πράγματι, η χορήγηση ενισχύσεως κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης συνιστά, αφ’ εαυτής, ζημία για το ΕΓΤΠΕ και, στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1290/2005 δεν εμποδίζουν τον αποκλεισμό της αντίστοιχης χρηματοδοτήσεως (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑55/07, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 118, και της 25ης Ιουλίου 2006, T‑221/04, Βέλγιο κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 86).

183    Εν προκειμένω, από τις διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως που παρατίθενται συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 177 προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα επίμαχα ποσά είχαν καταβληθεί χωρίς να πληρούνται οι προβλεπόμενες από την κρίσιμη ρύθμιση προϋποθέσεις καταβολής τους. Η διαπίστωση αυτή αμφισβητείται, βεβαίως, από την Ελληνική Δημοκρατία με τον έκτο, τον έβδομο, τον όγδοο, τον ένατο και τον δέκατο λόγο ακυρώσεως. Ωστόσο, με την επιφύλαξη της εξετάσεως αυτών των λόγων ακυρώσεως που θα πραγματοποιηθεί στη συνέχεια, από τις περιληφθείσες στις ανωτέρω σκέψεις 181 και 182 εκτιμήσεις προκύπτει ότι η διαπίστωση αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορθή υποτιθέμενη, δικαιολογούσε τον αποκλεισμό της επίμαχης χρηματοδοτήσεως από το ΕΓΤΠΕ. Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98

184    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της πριμοδοτήσεως για τον καπνό καθορίστηκαν περιοριστικώς και αποκλειστικώς στο άρθρο 5 του κανονισμού 2075/92. Αυτές οι προϋποθέσεις πληρούνταν στο σύνολό τους, εν σχέσει προς τις δαπάνες για τις οποίες έγινε λόγος στην ανωτέρω σκέψη 177 και οι οποίες αποκλείσθηκαν από τη χρηματοδότηση κατ’ επίκληση του κατά την Επιτροπή εκπρόθεσμου χαρακτήρα των επίμαχων παραδόσεων καπνού. Η επιπλέον προϋπόθεση χορηγήσεως της επίμαχης πριμοδοτήσεως, ότι δηλαδή ο καπνός πρέπει να παραδοθεί στην επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως το αργότερο στις 30 Απριλίου του έτους που έπεται του έτους συγκομιδής, προστέθηκε με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98. Η διάταξη αυτή, όμως, είναι κατά την Ελληνική Δημοκρατία, ανίσχυρη, καθόσον η Επιτροπή υπερέβη την αρμοδιότητα που της απονέμει το άρθρο 7 του κανονισμού 2075/92. Το εν λόγω άρθρο την εξουσιοδοτεί αποκλειστικώς και μόνο να καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού αυτού και όχι να προσθέτει νέα, μη προβλεπόμενη από τη βασική ρύθμιση, προϋπόθεση χορηγήσεως της πριμοδοτήσεως. Εντεύθεν προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί, κατ’ εφαρμογήν της ανίσχυρης διατάξεως του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98, να αρνηθεί να αναγνωρίσει το ποσό που αντιπροσωπεύει την αξία του παραδοθέντος μετά τις 30 Απριλίου 2006 καπνού ως δαπάνη δυνάμενη να καταλογιστεί στο ΕΓΤΠΕ.

185    Το άρθρο 5 του κανονισμού 2075/92, το οποίο εμπίπτει στον τίτλο I που φέρει την επικεφαλίδα «Καθεστώς πριμοδότησης», ορίζει τα εξής:

«Για να χορηγηθεί η πριμοδότηση [για τον ακατέργαστο καπνό] πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένα οι ακόλουθοι όροι:

α)      να προέρχεται ο καπνός από μια καθορισμένη περιοχή παραγωγής για κάθε ποικιλία·

β)      να πληρούνται οι ποιοτικές απαιτήσεις·

γ)      να παραδίδεται ο καπνός σε φύλλα από τον παραγωγό στην επιχείρηση πρώτης μεταποίησης με βάση μια σύμβαση καλλιέργειας.»

186    Το άρθρο 7 του κανονισμού 2075/92, ως είχε κατόπιν της τροποποιήσεώς του από τον κανονισμό (ΕΚ) 1636/98 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση του κανονισμού 2075/92 (EE L 210, σ. 23), ορίζει τα εξής:

«Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του [τίτλου Ι] θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23.

Οι λεπτομέρειες αυτές περιλαμβάνουν κυρίως:

–        τον καθορισμό των περιοχών παραγωγής για κάθε ποικιλία,

–        τις ποιοτικές απαιτήσεις του παραδιδομένου καπνού,

–        τα συμπληρωματικά στοιχεία της καλλιεργητικής σύμβασης και την ημερομηνία λήξεως για τη σύναψή της,

–        την απαίτηση, ενδεχομένως, σύστασης εγγύησης από τον παραγωγό καθώς και τους όρους σύστασης και αποδέσμευσης της εγγύησης αυτής, σε περίπτωση αίτησης προκαταβολής,

–        τον προσδιορισμό του μεταβλητού μέρους της πριμοδότησης,

–        τους ειδικούς όρους χορήγησης της πριμοδότησης εφόσον η καλλιεργητική σύμβαση συνάπτεται με μία ομάδα παραγωγών,

–        τα προς λήψη μέτρα, σε περίπτωση μη τήρησης των κανονιστικών υποχρεώσεών τους από τον παραγωγό ή την επιχείρηση πρώτης μεταποίησης,

–        τη θέσπιση συστήματος δημοπρασιών όσον αφορά τις καλλιεργητικές συμβάσεις συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας του πρώτου αγοραστού να καλύπτει ενδεχόμενες προσφορές.»

187    Τέλος, το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2848/98, έχει ως εξής:

«Εκτός περιπτώσεων ανωτέρας βίας, ο παραγωγός οφείλει να έχει παραδώσει το σύνολο της παραγωγής του στην επιχείρηση εμπορικής επεξεργασίας [πρώτης μεταποίησης] το αργότερο στις 30 Απριλίου του έτους που έπεται του έτους συγκομιδής για τις ομάδες ποικιλιών VI, VII, VIII και στις 15 Απριλίου του έτους που έπεται του έτους συγκομιδής για τις υπόλοιπες ομάδες ποικιλιών, ειδάλλως χάνει το δικαίωμα του επί της πριμοδότησης.»

188    Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Μαΐου 2008, C‑442/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2008, σ. I‑3517, σκέψη 22), από το γράμμα του άρθρου 277 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί, στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς, να αμφισβητήσει το κύρος κανονισμού κατά του οποίου δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτη.

189    Πρέπει ακολούθως να τονιστεί ότι, βάσει του άρθρου 211, τρίτη περίπτωση, ΕΚ (το οποίο βρισκόταν σε ισχύ κατά την έκδοση του κανονισμού 2848/98 και έκτοτε καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε κατ’ ουσίαν από το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ), προκειμένου να διασφαλισθεί η λειτουργία και η ανάπτυξη της κοινής αγοράς, η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητες που της απονέμει το Συμβούλιο για την εκτέλεση των κανόνων που αυτό θεσπίζει.

190    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την οικονομία της Συνθήκης ΕΚ, υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να θεωρηθεί το άρθρο 211 ΕΚ, και από τις επιταγές της πρακτικής προκύπτει ότι η έννοια της εκτελέσεως χρήζει ευρείας ερμηνείας. Δεδομένου ότι η Επιτροπή είναι η μόνη που μπορεί να παρακολουθεί σταθερά και προσεκτικά την εξέλιξη των γεωργικών αγορών και να ενεργεί με την ταχύτητα που απαιτεί η κατάσταση, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να της αναθέσει ευρείες αρμοδιότητες στον τομέα αυτόν. Κατά συνέπεια, τα όρια των αρμοδιοτήτων αυτών πρέπει να προσδιορίζονται με γνώμονα, ιδίως, τους ουσιώδεις γενικούς στόχους της οργανώσεως της επίμαχης αγοράς. Έτσι, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επ’ αυτού ότι, στον γεωργικό τομέα, επιτρέπεται στην Επιτροπή να λαμβάνει όλα τα αναγκαία ή χρήσιμα μέτρα εφαρμογής της βασικής κανονιστικής ρυθμίσεως, υπό τον όρο ότι αυτά δεν αντιβαίνουν προς τη βασική κανονιστική ρύθμιση ή προς τις εκτελεστικές διατάξεις του Συμβουλίου (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 2005, C‑295/03 P, Alessandrini κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5673, σκέψεις 74 και 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

191    Συνεπώς, εν προκειμένω, για να δοθεί απάντηση στον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, πρέπει να εξακριβωθεί αν ο καθορισμός, με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98, καταληκτικής ημερομηνίας για την παράδοση του καπνού στην επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως ήταν αναγκαίος ή χρήσιμος για την εφαρμογή της βασικής ρυθμίσεως, ήτοι του άρθρου 5 του κανονισμού 2075/92, και δεν αντέκειτο στη ρύθμιση αυτή.

192    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2848/98, «πρέπει να περιορισθεί η περίοδος παράδοσης του καπνού στις επιχειρήσεις [μεταποιήσεως], προκειμένου να αποφευχθεί η εξ απάτης μεταφορά από τη μία συγκομιδή στην άλλη, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των διαφόρων ομάδων ποικιλιών». Εντεύθεν προκύπτει ότι σκοπός του καθορισμού, με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98, καταληκτικής ημερομηνίας για την παράδοση του καπνού στην επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως είναι να εξασφαλισθεί ότι ο παραδιδόμενος καπνός προέρχεται πραγματικά από τη συγκομιδή του έτους που προηγείται του έτους παραδόσεως και να αποτραπεί, με τον τρόπο αυτό, η εξ απάτης μεταφορά από τη μία συγκομιδή στην άλλη.

193    Πρέπει να τονιστεί επ’ αυτού ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2075/92, το Συμβούλιο καθορίζει ανά συγκομιδή το ποσό της πριμοδοτήσεως για τον ακατέργαστο καπνό. Επιπλέον, όπως ήδη σημειώθηκε, η χορήγηση της πριμοδοτήσεως προϋποθέτει, βάσει του άρθρου 5, στοιχείο γ΄, του ίδιου κανονισμού, την παράδοση του καπνού σε φύλλα από τον παραγωγό σε επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως δυνάμει συμβάσεως καλλιέργειας συναφθείσας μεταξύ τους. Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 2848/98, η διάρκεια της συμβάσεως καλλιέργειας δεν μπορεί να υπερβαίνει μία περίοδο συγκομιδής.

194    Από τις προαναφερθείσες στην ανωτέρω σκέψη 193 διατάξεις προκύπτει ότι η μεταφορά ποσοτήτων καπνού σε φύλλα από τη μία συγκομιδή στην άλλη είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα της βασικής ρυθμίσεως, ήτοι του κανονισμού 2075/92, στον βαθμό που το ποσό της πριμοδοτήσεως καθορίζεται ανά συγκομιδή και η μεταφορά αυτή έχει ως άμεση συνέπεια το ποσό πριμοδοτήσεως που καθορίστηκε για συγκεκριμένη συγκομιδή να καταβάλλεται για την παράδοση καπνού προερχόμενου από διαφορετική συγκομιδή. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή χαρακτήρισε μια τέτοια μεταφορά, με τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2848/98, ως «εξ απάτης».

195    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο καθορισμός καταληκτικής ημερομηνίας για την παράδοση στις επιχειρήσεις πρώτης μεταποιήσεως καπνού προερχόμενου από συγκεκριμένη συγκομιδή αποτελεί μέτρο ικανό να αποτρέψει την εξ απάτης μεταφορά από μία συγκομιδή σε άλλη, στον βαθμό που εξασφαλίζει την παράδοση ολόκληρης της ποσότητας καπνού μιας συγκομιδής που μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση πριμοδοτήσεως πριν από την επόμενη συγκομιδή. Ωστόσο, η κατ’ αυτόν τον τρόπο ορισθείσα καταληκτική ημερομηνία πρέπει να παρέχει στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς εύλογη προθεσμία για την παράδοση του καπνού τους στην επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως με την οποία έχουν συνάψει σύμβαση καλλιέργειας.

196    Από τον πίνακα που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία και για τον οποίο έγινε λόγος στην ανωτέρω σκέψη 151 προκύπτει ότι ο καπνός συγκομίζεται στην Ελλάδα από τις 15 Ιουνίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου του έτους συγκομιδής. Λαμβανομένων υπόψη των ημερομηνιών αυτών, συνάγεται κατ’ ανάγκη το συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98, η καταληκτική ημερομηνία παραδόσεως του καπνού στις επιχειρήσεις πρώτης μεταποιήσεως είναι, ανάλογα με την ποικιλία για την οποία πρόκειται, η 15η ή η 30ή Απριλίου του έτους που έπεται του έτους συγκομιδής εξασφαλίζει, καταρχήν, στους Έλληνες παραγωγούς, και ελλείψει επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας περί του αντιθέτου, αρκούντως μεγάλο χρονικό περιθώριο για να πραγματοποιήσουν την εν λόγω παράδοση. Η εκτίμηση άλλωστε την οποία διατυπώνει η Ελληνική Δημοκρατία με την από 11 Ιουνίου 2012 απάντησή της σε γραπτή ερώτηση που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις 24 Μαΐου 2012, ότι δηλαδή ο καπνός συγκομίζεται στην Ελλάδα μέχρι τον Οκτώβριο, έστω και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν είναι ικανή να κλονίσει το ως άνω συμπέρασμα.

197    Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98, οι συμβάσεις καλλιέργειας πρέπει να συνάπτονται, πλην των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, το αργότερο έως τις 30 Μαΐου του έτους συγκομιδής. Ως εκ τούτου, ο καθορισμός της καταληκτικής ημερομηνίας παραδόσεως του καπνού της συγκομιδής, ανάλογα με την εκάστοτε ποικιλία καπνού, στις 15 ή στις 30 Απριλίου, ήτοι πριν από τις 30 Μαΐου, μπορεί να αποσοβήσει ή έστω να περιορίσει τον κίνδυνο να παρακρατούν ορισμένοι παραγωγοί, παρακινούμενοι από την ενδεχόμενη αύξηση των τιμών πωλήσεως του καπνού απορρέουσα από τις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιούνται κατά το διάστημα μέχρι τις 30 Μαΐου, ποσότητες καπνού της προηγούμενης συγκομιδής προκειμένου να τις πωλήσουν το επόμενο έτος.

198    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο καθορισμός της εν λόγω καταληκτικής ημερομηνίας δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98 είναι χρήσιμος ή ακόμη και αναγκαίος για την εφαρμογή της βασικής ρυθμίσεως και ουδόλως αντίκειται σ’ αυτήν. Ως εκ τούτου, η προβληθείσα από την Ελληνική Δημοκρατία ένσταση ελλείψεως νομιμότητας και, κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

199    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, «ακόμη και αν θεωρηθεί νόμιμη», η διάταξη του άρθρου 16 του κανονισμού 2848/98 που συνεπάγεται κατάργηση της πριμοδοτήσεως για τον ακατέργαστο καπνό σε περιπτώσεις καθυστερήσεως στην παράδοση του καπνού παραβιάζει, εν πάση περιπτώσει, την αρχή της αναλογικότητας. Όπως επισημαίνει η Ελληνική Δημοκρατία, πριν προβλέψει την κατάργηση της πριμοδοτήσεως σε περίπτωση καθυστερήσεως στην παράδοση του καπνού, η Επιτροπή όφειλε να είχε εξαντλήσει όλες τις άλλες δυνατότητες εκπληρώσεως σκοπού που επιδιώκει με τη θέσπιση καταληκτικής για την παράδοση αυτή ημερομηνίας. Θα μπορούσε, συγκεκριμένα, η Επιτροπή να προβλέψει μια κλιμακούμενη κύρωση σε περιπτώσεις καθυστερήσεως της εν λόγω παραδόσεως, για παράδειγμα μια αναλογική μείωση της πριμοδοτήσεως σε συνάρτηση προς τον χρόνο καθυστερήσεως, χωρίς να στερεί από τον ενδιαφερόμενο παραγωγό ολόκληρη την πριμοδότηση. Αυτός ο πλήρης αποκλεισμός θίγει, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, την ίδια την ουσία του δικαιώματος του εν λόγω παραγωγού να τύχει πριμοδοτήσεως και συνιστά παράβαση του άρθρου 39, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2075/92.

200    Όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία, με τα επιχειρήματά της αυτά, αφενός, προβάλλει δεύτερη ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 16, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2848/98, η οποία στηρίζεται σε λόγους διαφορετικούς από εκείνους που στήριζαν την ένσταση νομιμότητας η οποία αποτελεί αντικείμενο του έκτου λόγου ακυρώσεως. Κατά τη δεύτερη αυτή ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η επίμαχη διάταξη δεν είναι ανίσχυρη για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, ακόμη δηλαδή και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί θεμιτώς να καθορίσει καταληκτική ημερομηνία για την παράδοση του ακατέργαστου καπνού στις επιχειρήσεις πρώτης μεταποιήσεως, η εν λόγω διάταξη είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη για τους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο του υπό κρίση (έβδομου) λόγου ακυρώσεως, κατά το μέτρο που προβλέπει την κατάργηση της πριμοδοτήσεως σε περίπτωση παρελεύσεως της προαναφερθείσας καταληκτικής ημερομηνίας. Αφετέρου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι ο κανονισμός 2075/92 και το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2848/98 πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοσθούν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να στερούν από τους παραγωγούς που παρέδωσαν εκπροθέσμως τον καπνό τους ένα μέρος μόνον της πριμοδοτήσεως, το οποίο υπολογίζεται σε συνάρτηση με χρόνο καθυστερήσεως της παραδόσεως.

201    Με το ανωτέρω περιεχόμενο, ο λόγος αυτός ακυρώσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

202    Πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι σκοπός της κοινής γεωργικής πολιτικής είναι να εξασφαλίζει καλό βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των εργαζομένων στον τομέα της γεωργίας. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2075/92, εξάλλου, προβλέπει ότι η πριμοδότηση για τον καπνό σκοπεί στην ενίσχυση του εισοδήματος του παραγωγού στο πλαίσιο μιας παραγωγής ανταποκρινόμενης στις ανάγκες της αγοράς και στη διευκόλυνση της διαθέσεως του παραγόμενου καπνού εντός της Ένωσης. Διαπιστώνεται ότι ουδεμία από τις δύο αυτές διατάξεις δεν κωλύει τη θέσπιση διατάξεως κατά την οποία η επίμαχη πριμοδότηση δεν χορηγείται σε περιπτώσεις μη τηρήσεως των προβλεπόμενων στην κρίσιμη ρύθμιση προϋποθέσεων χορηγήσεώς της.

203    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, απαιτεί να είναι τα προβλεπόμενα από πράξη της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουνίου 2010, C‑58/08, Vodafone κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. Ι-4999, σκέψη 51, και της 9ης Νοεμβρίου 2010, C‑92/09 και C‑93/09, Volker und Markus Schecke και Eifert, Συλλογή 2010, σ. Ι-11063, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

204    Εν προκειμένω, όπως ήδη επισημάνθηκε στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο καθορισμός καταληκτικής ημερομηνίας για την εκ μέρους των παραγωγών παράδοση του ακατέργαστου καπνού στις επιχειρήσεις πρώτης μεταποιήσεως σκοπεί στην αποτροπή της εξ απάτης μεταφοράς από τη μία συγκομιδή στην άλλη και αποτελεί, συναφώς, χρήσιμο ή ακόμη και αναγκαίο μέσο εφαρμογής της κρίσιμης στον τομέα αυτό ρυθμίσεως. Εντούτοις, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η κατάργηση του συνόλου της πριμοδοτήσεως για τον εκπροθέσμως παραδοθέντα καπνό βαίνει πέραν του αναγκαίου και κατάλληλου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με την εν λόγω προθεσμία σκοπού.

205    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, συναφώς, ότι κάλλιστα μπορεί να προσδιοριστεί η συγκομιδή από την οποία προέρχεται μια ποσότητα εκπροθέσμως παραδοθέντος καπνού, ακόμη και σε περίπτωση παρελεύσεως της προθεσμίας παραδόσεως κατά 30 περίπου ημέρες, και ότι κάλλιστα μπορεί, ως εκ τούτου, να αποκλεισθεί από την πριμοδότηση ο προερχόμενος από προγενέστερη συγκομιδή καπνός.

206    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία δεν διευκρινίζει ποια είναι τα συγκεκριμένα μέσα με τα οποία θα ήταν δυνατός ο αποκλεισμός της δυνατότητας μεταφοράς από μία συγκομιδή σε άλλη, σε περίπτωση παρελεύσεως της προθεσμίας παραδόσεως.

207    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας με το οποίο, εν συνόψει, προβάλλεται ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να μην αποκλείεται από τη χρηματοδότηση ολόκληρη η ποσότητα του εκπροθέσμως παραδοθέντος καπνού, αλλά να μειώνεται σταδιακώς το ποσό της πριμοδοτήσεως σε συνάρτηση με τον χρόνο καθυστερήσεως της παραδόσεως, το επιχείρημα αυτό είναι επίσης απορριπτέο. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου με την προθεσμία αυτή σκοπού, διαπιστώνεται ότι η παρέλευσή της ενέχει τον κίνδυνο να μην προέρχεται από την οικεία συγκομιδή ολόκληρη η παραδοθείσα ποσότητα καπνού και όχι μόνο μέρος της. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυσανάλογο να αποκλειστεί από την πριμοδότηση ολόκληρη η εν λόγω ποσότητα, τοσούτο μάλλον καθόσον, όπως σημειώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του έκτου λόγου ακυρώσεως, η καθορισθείσα καταληκτική ημερομηνία παρέχει στους παραγωγούς αρκούντως μακρά προθεσμία για την παράδοση του καπνού τους εν ευθέτω χρόνω.

208    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, περί συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων που δικαιολογούν την εκπρόθεσμη παράδοση του καπνού

209    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εκπρόθεσμη παράδοση ορισμένης ποσότητας καπνού οφείλεται σε περιστάσεις οι οποίες εξέφυγαν του ελέγχου των ενδιαφερομένων παραγωγών. Εξηγεί, συναφώς, ότι, βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, οι επιχειρήσεις πρώτης μεταποιήσεως όφειλαν να συστήσουν τραπεζική εγγύηση προς εξασφάλιση των πληρωμών προς τους παραγωγούς για τις ποσότητες καπνού που επρόκειτο να παραδώσουν. Μία όμως από τις οικείες επιχειρήσεις δεν συνέστησε εγκαίρως την απαιτούμενη εγγύηση και, ως εκ τούτου, η αρμόδια εθνική αρχή αρνήθηκε, κατ’ εφαρμογήν των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων, να εγκρίνει το πρόγραμμα παραδόσεως και παραλαβής του προοριζόμενου για την επιχείρηση αυτή καπνού. Υπό τις περιστάσεις αυτές, κατέστη αδύνατο για τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς να παραδώσουν εμπροθέσμως τον καπνό τους, χωρίς να φέρουν καμία ευθύνη επ’ αυτού. Η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι είναι παράνομο και αδικαιολόγητο να στερηθούν οι εν λόγω παραγωγοί την πριμοδότηση που μπορούσαν να ζητήσουν, τούτο δε τοσούτο μάλλον καθόσον η μη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως από την οικεία επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως οφείλεται σε εξαιρετικές οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η εν λόγω επιχείρηση.

210    Διαπιστώνεται ότι, με τα επιχειρήματα που προέβαλε προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί τον εκπρόθεσμο χαρακτήρα των επίμαχων παραδόσεων καπνού, αλλά διατείνεται κατ’ ουσίαν ότι, λόγω των προβαλλομένων εξαιρετικών περιστάσεων, ήταν δικαιολογημένη η χορήγηση της πριμοδοτήσεως στους παραγωγούς που είχαν προβεί στις εν λόγω εκπρόθεσμες παραδόσεις.

211    Επισημαίνεται ωστόσο ότι, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ρητώς τον εκπρόθεσμο χαρακτήρα των επίμαχων παραδόσεων, η εξέταση των επιχειρημάτων που προβάλλει προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως επιβάλλει να εξεταστεί προηγουμένως το ζήτημα αν, σύμφωνα με τους κρίσιμους κανόνες δικαίου, οι παραδόσεις αυτές ήταν πράγματι εκπρόθεσμες. Πράγματι, στην αντίθετη περίπτωση, θα ήταν άνευ αντικειμένου η εξέταση του επιχειρήματος ότι η προβαλλόμενη καθυστέρηση ήταν εν πάση περιπτώσει δικαιολογημένη. Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί η πάγια νομολογία κατά την οποία ο δικαστής, αν και οφείλει να αποφαίνεται μόνον επί των αιτημάτων των διαδίκων, στους οποίους απόκειται ο καθορισμός του πλαισίου της διαφοράς, δεν δεσμεύεται από μόνα τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των ισχυρισμών τους, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσε να θεμελιώσει την απόφασή του σε εσφαλμένες νομικές παραδοχές (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. Ι-8533, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2010, T‑160/08 P, Επιτροπή κατά Putterie‑De‑Beukelaer, Συλλογή 2010, σ. II‑3751, σκέψη 65)

212    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και η συνοπτική έκθεση εκκινούν από την παραδοχή ότι η προθεσμία παραδόσεως του προερχόμενου από τη συγκομιδή του 2005 καπνού εξέπνεε για τους Έλληνες παραγωγούς στις 30 Απριλίου 2006, όπως εξάλλου προβλέπει το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98.

213    Ωστόσο, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2006/331/ΕΚ, της 5ης Μαΐου 2006, για τη θέσπιση παρέκκλισης από τον κανονισμό (ΕΚ) 2848/98 όσον αφορά την παράταση της προθεσμίας παράδοσης του ακατέργαστου καπνού συγκομιδής 2005 στην Ελλάδα (EE L 121, σ. 55). Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής προβλέπει ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16 του κανονισμού 2848/98, «όσον αφορά τη συγκομιδή του 2005 στην Ελλάδα, παρατείνονται κατά 30 ημέρες οι προθεσμίες που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο». Η δεύτερη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως αυτής ορίζουν, συναφώς, τα εξής:

«(2)      Λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών στην Ελλάδα και ειδικά των πολλών για την εποχή βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων και των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών, καθυστέρησαν σημαντικά οι εργασίες συσκευασίας και παράδοσης του καπνού.

(3)      Κατά συνέπεια, πρέπει να παραταθούν οι προθεσμίες παράδοσης του καπνού στις επιχειρήσεις πρώτης επεξεργασίας στην Ελλάδα.»

214    Αυτή η απόφαση της Επιτροπής, την οποία δεν επικαλούνται οι διάδικοι με τα υπομνήματά τους, αποτελεί μέρος των νομικών στοιχείων της διαφοράς που ο δικαστής όχι απλώς μπορεί, αλλά και οφείλει, εφόσον παραστεί ανάγκη, να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη και τα οποία μπορούν επίσης να επικαλεστούν οι διάδικοι σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 2009, C‑373/07 P, Mebrom κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 80).

215    Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον η Επιτροπή στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η προθεσμία παραδόσεως του καπνού της συγκομιδής του έτους 2005 εξέπνεε για την Ελλάδα στις 30 Απριλίου 2006 και ότι κάθε παράδοση μετά την ημερομηνία αυτή ήταν εκπρόθεσμη και δεν μπορούσε να γεννήσει αξίωση για τη λήψη της πριμοδοτήσεως.

216    Ωστόσο, από την απάντηση που έδωσε η Ελληνική Δημοκρατία στις 11 Ιουνίου 2012 σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και από τα συνημμένα στο σχετικό κείμενο έγγραφα, προκύπτει ότι οι επίμαχες παραδόσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2006. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις πραγματοποιηθείσες μετά τις 30 Μαΐου 2006 παραδόσεις καπνού, όπως είναι οι επίμαχες εν προκειμένω, η περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση ότι οι εν λόγω παραδόσεις ήταν εκπρόθεσμες εξακολουθεί να ευσταθεί, παρά την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή.

217    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη της εκτιμήσεώς της ότι η εκπρόθεσμη παράδοση των επίμαχων ποσοτήτων καπνού δικαιολογείται από τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, επισημαίνεται ότι από το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2848/98 προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος παραγωγός δεν απολλύει το δικαίωμά του να λάβει την πριμοδότηση, αν η εκπρόθεσμη παράδοση του καπνού του οφείλεται σε ανωτέρα βία.

218    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, μολονότι η έννοια της ανωτέρας βίας δεν προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία, απαιτείται τουλάχιστον η μη εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξεως να οφείλεται σε περιστάσεις ξένες προς τη βούληση του επικαλουμένου την ανωτέρα βία, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν όση επιμέλεια και αν είχε επιδειχθεί (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 2005, T‑277/03, Βλαχάκη κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑57 και II‑243 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

219    Πρέπει να τονιστεί ότι, εν προκειμένω, την ανωτέρα βία επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, στην οποία η Επιτροπή έχει καταλογίσει τις σχετικές με την εκπρόθεσμη παράδοση ποσοτήτων καπνού δαπάνες. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 218 νομολογία, πρέπει να εξεταστεί αν οι περιστάσεις τις οποίες επικαλείται στο πλαίσιο αυτό η Ελληνική Δημοκρατία μπορούν να θεωρηθούν ως ξένες προς τη βούλησή της, ασυνήθεις και απρόβλεπτες.

220    Από τις εκτιμήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας που παρατέθηκαν συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 209 προκύπτει ότι η καθυστέρηση στην παράδοση των επίμαχων ποσοτήτων καπνού οφείλεται στο γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές αρνήθηκαν, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας, να εγκρίνουν το πρόγραμμα παραδόσεως του καπνού που προοριζόταν για συγκεκριμένη επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως η οποία είχε παραβεί την υποχρέωσή της συστάσεως, εντός της προθεσμίας που προβλέπει η εθνική νομοθεσία, τραπεζικής εγγυήσεως προς εξασφάλιση της καταβολής στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς του τιμήματος του παραδοθέντος καπνού. Οι περιστάσεις αυτές απορρέουν από την ελληνική νομοθεσία και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν καταρχήν να θεωρηθούν ξένες προς τη βούληση της Ελληνικής Δημοκρατίας.

221    Βεβαίως, από το άρθρο 9, παράγραφος 3, στοιχείο ι΄, του κανονισμού 2848/98 προκύπτει ότι η προθεσμία καταβολής του τιμήματος, η οποία πρέπει να προβλέπεται στη σύμβαση καλλιέργειας του άρθρου 5, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2075/92, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 30 ημέρες από το πέρας κάθε παραδόσεως. Ωστόσο, όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής, το άρθρο 53, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98 προβλέπει μόνον ότι, σε περίπτωση υπερβάσεως της προθεσμίας αυτής κατά 30 ημέρες, ανακαλείται η έγκριση της επιχειρήσεως πρώτης μεταποιήσεως για ένα έτος. Κάθε επιπλέον περίοδος 30 ημερών συνεπάγεται την αναστολή της έγκρισης για ένα επιπλέον έτος έως τρία έτη κατ’ ανώτατο όριο.

222    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, εντούτοις, ότι η κύρωση αυτή δεν ήταν αποτελεσματική κατά την επίμαχη περίοδο, στο μέτρο που ο καπνός επρόκειτο να ενταχθεί από το 2006 στο καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως και, κατά συνέπεια, η έγκριση των επιχειρήσεων πρώτης μεταποιήσεως θα καθίστατο, εν πάση περιπτώσει, άνευ αντικειμένου. Στο πλαίσιο αυτό η Ελληνική Δημοκρατία αποφάσισε, όπως επισημαίνει, να απαιτήσει από τις εν λόγω επιχειρήσεις τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως προς εξασφάλιση της εκτελέσεως των υποχρεώσεών τους έναντι των παραγωγών. Στο πλαίσιο αυτό προέβλεψε επιπλέον ότι, αν ελλείπει η σύσταση τέτοιας εγγυήσεως, το πρόγραμμα παραδόσεως του καπνού στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν θα μπορούσε να εγκριθεί από τον αρμόδιο εθνικό φορέα ελέγχου.

223    Επισημαίνεται επ’ αυτού ότι δεν μπορεί προφανώς να προσαφθεί στην Ελληνική Δημοκρατία το γεγονός ότι θέσπισε μέτρα για την εξασφάλιση της εν ευθέτω χρόνω καταβολής στους παραγωγούς του τιμήματος του παραδοθέντος καπνού. Εντούτοις, η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε, κατά τη θέσπιση των εν λόγω μέτρων, να λάβει υπόψη τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, οι λεπτομέρειες εφαρμογής που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο δεν μπορούν να έχουν ως κατάληξη το να καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη η εφαρμογή της ρυθμίσεως της Ένωσης ή να θίγεται η αποτελεσματικότητά της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milckontor κ.λπ., Συλλογή 1983, σκέψη 19, και της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-110/99, Emsland-Stärke, Συλλογή 2000, σ. Ι‑11569, σκέψη 54).

224    Η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε, ειδικότερα, να λάβει υπόψη τις επιταγές, αφενός, του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98, που προβλέπει ότι οι συμβάσεις καλλιέργειας πρέπει να συνάπτονται, πλην των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, το αργότερο στις 30 Μαΐου του έτους συγκομιδής και, αφετέρου, του άρθρου 16, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, που προβλέπει καταληκτικές ημερομηνίες για την παράδοση του καπνού που καλλιεργεί ο παραγωγός στην επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως με την οποία έχει συνάψει σύμβαση καλλιέργειας. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, καταρχήν και με την επιφύλαξη της εξετάσεως του ζητήματος της νομιμότητας της εκχωρήσεως της συμβάσεως καλλιέργειας που αποτελεί αντικείμενο του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο παραγωγός μπορεί να λάβει την πριμοδότηση μόνον εφόσον παραδώσει εμπροθέσμως τον καπνό που παράγει στην επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως με την οποία έχει συνάψει σύμβαση καλλιέργειας.

225    Συνεπώς, η αδυναμία των ενδιαφερόμενων παραγωγών να παραδώσουν τον καπνό που είχαν παραγάγει στην επιχείρηση με την οποία είχαν συνάψει σύμβαση καλλιέργειας, ελλείψει συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής, δεν αποτελούσε περίσταση ξένη προς τη βούληση της Ελληνικής Δημοκρατίας, ασυνήθη και απρόβλεπτη. Αντιθέτως, η Ελληνική Δημοκρατία γνώριζε ασφαλώς τις επιταγές των προαναφερθεισών στην ανωτέρω σκέψη 224 διατάξεων και θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί ότι, λόγω των διατάξεων αυτών, ήταν δυνατό να δημιουργηθεί μια τέτοια κατάσταση, αν ορισμένη επιχείρηση δεν ήταν σε θέση να συστήσει την απαιτούμενη εγγύηση εντός της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή, οι παραγωγοί που είχαν συνάψει σύμβαση καλλιέργειας με την επιχείρηση αυτή δεν θα μπορούσαν ούτε να συνάψουν νέα σύμβαση καλλιέργειας ούτε να παραδώσουν τον καπνό τους σε άλλη επιχείρηση. Η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε, επομένως, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ενδεχομένως και διά της τροποποιήσεως των εθνικών διατάξεών της, προς αποφυγή μιας τέτοιας καταστάσεως.

226    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι συντρέχει ως προς αυτήν περίπτωση ανωτέρας βίας δυνάμενη να αποκλείσει τον σε βάρος της καταλογισμό των σχετικών με τις εκπροθέσμως παραδοθείσες ποσότητες καπνού δαπανών.

227    Τέλος, είναι επίσης απορριπτέο το επιχείρημα που αντλείται από την παράλειψη της Επιτροπής να αντιδράσει στην εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας γνωστοποίηση εν σχέσει προς τις εκπρόθεσμες ποσότητες καπνού, καθόσον η έλλειψη αντιδράσεως εκ μέρους της Επιτροπής δεν μπορεί να εκληφθεί ως συναίνεση σε πρακτική αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσα στη σκέψη 106 απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 135).

228    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, περί της εκχωρήσεως ορισμένων συμβάσεων καλλιέργειας

229    Όπως επισημάνθηκε στην ανωτέρω σκέψη 177, η Επιτροπή καταλόγισε στην Ελληνική Δημοκρατία ποσό 12 930 014 ευρώ, με την αιτιολογία ότι είχαν ήδη εκχωρηθεί 32 συμβάσεις καλλιέργειας καπνού κατά παράβαση των εφαρμοστέων διατάξεων.

230    Ειδικότερα, στο σημείο 8.1.1, στοιχείο γ΄, της συνοπτικής εκθέσεως επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το σημείο 4 της «τυποποιημένης» συμβάσεως καλλιέργειας που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας ο αγοραστής, ήτοι η επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως, δικαιούται είτε να εκχωρήσει με τη σύμφωνη γνώμη της ενώσεως παραγωγών τις υποχρεώσεις της σε άλλη εγκεκριμένη επιχείρηση, η οποία δεσμεύεται να τηρήσει όλες τις αρχικές συμβατικές ρήτρες, είτε να υποβάλει στην ένωση παραγωγών, πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής του προγράμματος παραλαβής των καπνών, γραπτή δήλωση αποδέσμευσής του από τις συμβατικές ρήτρες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση και εφόσον έχει βρεθεί άλλος αγοραστής, η ένωση παραγωγών γνωστοποιεί εγγράφως στον πρώτο αντισυμβαλλόμενο, εντός προθεσμίας 10 ημερών, την αποδοχή της δηλώσεως περί αποδεσμεύσεώς του, ή την απόρριψη της δηλώσεως. Τέλος, σε περίπτωση αδυναμίας του αγοραστή να εκτελέσει τη σύμβαση 20 ημέρες μετά τη λήξη της προαναφερθείσας δεκαήμερης προθεσμίας, η ένωση παραγωγών δικαιούται να εκχωρήσει μονομερώς τη σύμβαση σε νέο αγοραστή.

231    Το σημείο 8.1.1, στοιχείο γ΄, της συνοπτικής εκθέσεως συνεχίζει ως εξής:

«Εκτός από το γεγονός ότι οι διατάξεις του σημείου 4 των καλλιεργητικών συμβάσεων ούτε προβλέπονται ούτε είναι συμβατές με τις διατάξεις των κανονισμών 2075/92 και 2848/98, η εφαρμογή τους στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα την εκχώρηση των συμβάσεων ανεξάρτητα από την ύπαρξη της υπάρξεως ή μη λόγου ανωτέρας βίας.»

232    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι η εκχώρηση συμβάσεων καλλιέργειας δεν επιτρεπόταν από το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της εκτελέσεως συμβάσεως καλλιέργειας, θα μπορούσε να αποβεί αναγκαία η υποκατάσταση ενός εκ των συμβαλλομένων από τρίτο, χωρίς αυτό να μεταβάλλει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση. Ο σκοπός της συμβάσεως καλλιέργειας, ήτοι η δέσμευση του παραγωγού να παραδώσει τον καπνό και του αγοραστή να καταβάλει το συμφωνημένο τίμημα, ουδόλως θίγεται από την εν λόγω εκχώρηση. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, εφόσον οι συμβαλλόμενοι ήταν σύμφωνοι για την εκχώρηση και δεν θίγονταν οι όροι εκτελέσεως της συμβάσεως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές είχαν επιτρέψει την εκχώρηση πολύ περιορισμένου αριθμού συμβάσεων καλλιέργειας. Το ΕΓΤΠΕ δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο από αυτήν την πρακτική η οποία εξάλλου δεν ήταν αντίθετη ούτε στο εθνικό δίκαιο ούτε στο δίκαιο της Ένωσης. Η εκχώρηση άλλωστε, που αποτελεί σύμβαση μεταξύ του εκχωρητή και του εκδοχέα αναγγελλόμενη στον οφειλέτη, είναι μια δυνατότητα που προβλέπεται σε όλα τα νομικά καθεστώτα των κρατών μελών της Ένωσης.

233    Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συγκεκριμένα, από τη συνοπτική έκθεση (βλ. ανωτέρω σκέψη 230) προκύπτει ότι το σημείο 4 της τυποποιημένης συμβάσεως καλλιέργειας που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα επέτρεπε την εκχώρηση συμβάσεων καλλιέργειας «σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας». Πρέπει να διευκρινιστεί, επί του σημείου αυτού, ότι από το γράμμα μιας συμβάσεως καλλιέργειας που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία προκύπτει ότι η συγκεκριμένη περίπτωση ανωτέρας βίας πρέπει να οδηγεί σε πλήρη αδυναμία του αγοραστή να εκτελέσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη σύμβαση. Ωστόσο, από τις 32 πράξεις εκχωρήσεως συμβάσεων καλλιέργειας που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας δεν προκύπτει ότι οι επίμαχες συμβάσεις δικαιολογούνται από λόγους ανωτέρας βίας. Εξάλλου, η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία, με την απάντησή της σε γραπτή ερώτηση που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις 24 Μαΐου 2012, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να δικαιολογούνται οι επίμαχες εκχωρήσεις και από εμπορικούς λόγους.

234    Από το απόσπασμα, όμως, της συνοπτικής εκθέσεως που παρατίθεται στην ανωτέρω σκέψη 231 προκύπτει ότι η Επιτροπή ζήτησε τον αποκλεισμό της χρηματοδοτήσεως από το ΕΓΤΠΕ των σχετικών με τις εκχωρηθείσες συμβάσεις δαπανών για δύο λόγους. Αφενός, έκρινε ότι το σημείο 4 της τυποποιημένης συμβάσεως που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα δεν ήταν σύμφωνο με τις εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Αφετέρου, έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, οι αρμόδιες αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας είχαν εγκρίνει εκχωρήσεις συμβάσεων καλλιέργειας χωρίς να ελέγξουν αν πληρούται η προϋπόθεση περί αδυναμίας εκτελέσεως των υποχρεώσεων του αγοραστή λόγω ανωτέρας βίας.

235    Η τελευταία αυτή αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως αρκεί, αυτή και μόνη, για να στηρίξει το διατακτικό της, κατά το μέτρο που αποκλείει από τη χρηματοδότηση του ΕΓΤΠΕ τις συνδεόμενες με τις επίμαχες συμβάσεις δαπάνες. Πράγματι, χωρίς να συντρέχει λόγος να εξεταστεί η νομιμότητα της ρήτρας που επιτρέπει την εκχώρηση της συμβάσεως καλλιέργειας υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι αυτονόητο ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έπρεπε να είχε επιτρέψει καμία εκχώρηση, αν δεν πληρούνταν οι εν λόγω προϋποθέσεις.

236    Εντούτοις, με τα σχετικά με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως επιχειρήματά της, η Ελληνική Δημοκρατία έβαλε μόνο κατά της εκτιμήσεως της Επιτροπής ότι η ρήτρα που επιτρέπει την εκχώρηση της συμβάσεως σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, χωρίς να αποδείξει ότι πληρούνταν η προβλεπόμενη στην ίδια αυτή ρήτρα προϋπόθεση εγκρίσεως της εκχωρήσεως, ότι συνέτρεχε δηλαδή περίπτωση ανωτέρας βίας.

237    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να ερμηνευθεί, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων στη σκέψη 232, υπό την έννοια ότι, ανεξαρτήτως του γράμματος του σημείου 4 της τυποποιημένης συμβάσεως, η εκχώρηση συμβάσεως καλλιέργειας επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση από το δίκαιο της Ένωσης και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η μη αναγνώριση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο μιας τέτοιας συμβάσεως, αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

238    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εκχώρηση απαιτήσεως από τον αρχικό δανειστή σε τρίτο (τον εκδοχέα) ο οποίος, κατόπιν κοινοποιήσεως της εκχωρήσεως στον οφειλέτη, δικαιούται να απαιτήσει από τον τελευταίο να ικανοποιήσει την απαίτηση, αποτελεί πράγματι δυνατότητα αναγνωριζόμενη από το δίκαιο του συνόλου ή έστω της πλειονότητας των κρατών μελών. Ακόμη, όμως, και αν θεωρηθεί ακριβής η εκτίμηση αυτή, εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα απλής εκχωρήσεως μιας απαιτήσεως, αλλά της εκχωρήσεως μιας συμβατικής σχέσεως στο σύνολό της, δηλαδή της μεταβιβάσεως στον εκδοχέα, ο οποίος υποκαθιστά τον αρχικώς ορισθέντα στη σύμβαση ως αγοραστή, τόσο των δικαιωμάτων που η σύμβαση αναγνωρίζει στον αγοραστή όσο και των υποχρεώσεων που του επιβάλλει.

239    Πράγματι, όπως προκύπτει από τις 32 πράξεις εκχωρήσεως των συμβάσεων καλλιέργειας που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, οι επίμαχες εν προκειμένω εκχωρήσεις συμβάσεων απορρέουν από τριμερή συμφωνία μεταξύ του παραγωγού (ή της ενώσεως παραγωγών), του αρχικού αγοραστή που αναφέρει η σύμβαση καλλιέργειας και ενός νέου αγοραστή που τον υποκαθιστά. Η διαπίστωση αυτή, η οποία ετέθη υπόψη της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αμφισβητήθηκε ρητώς από αυτήν.

240    Μια τριμερής συμφωνία όπως αυτή που περιγράφεται στην προηγούμενη σκέψη είναι αναγκαία, καθόσον η εκ μέρους συμβαλλόμενου εκχώρηση σε τρίτο του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση εξαρτάται από τη συμφωνία του αντισυμβαλλομένου στην αρχική σύμβαση.

241    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98, «[ο]ι συμβάσεις καλλιέργειας πρέπει να συνάπτονται, εκτός περιπτώσεων ανωτέρας βίας, το αργότερο στις 30 Μαΐου του έτους της συγκομιδής». Συγκεκριμένα, κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, «πρέπει […] να καθορίζονται αρκετά ενωρίς οι ημερομηνίες λήξης για τη σύναψη και την καταχώρηση των συμβάσεων αυτών για να εξασφαλισθεί από την έναρξη ήδη του έτους συγκομιδής τόσο μια μόνιμη δυνατότητα διάθεσης στους παραγωγούς για τη μελλοντική τους συγκομιδή, όσο και ο τακτικός εφοδιασμός των επιχειρήσεων [μεταποιήσεως]».

242    Μια τριμερής συμφωνία εκχωρήσεως συμβάσεως καλλιέργειας όπως η περιγραφόμενη στην ανωτέρω σκέψη 239 συνίσταται κατ’ ανάγκη σε μια πρώτη συμφωνία μεταξύ του παραγωγού (ή της ενώσεως παραγωγών) και του αρχικού αγοραστή περί καταργήσεως των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση καλλιέργειας, και σε μια δεύτερη συμφωνία μεταξύ του παραγωγού ή της ενώσεως παραγωγών και του νέου αγοραστή ο οποίος αποκτά τα ίδια δικαιώματα με εκείνα που αναγνώριζε στον αρχικό αγοραστή η σύμβαση καλλιέργειας και αναλαμβάνει έναντι του παραγωγού ή της ενώσεως παραγωγών τις ίδιες υποχρεώσεις.

243    Ενώ, όμως, η πρώτη από τις συμφωνίες που περιγράφονται στην προηγούμενη σκέψη ουδόλως απαγορεύεται από το δίκαιο της Ένωσης, η δεύτερη ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με νέα σύμβαση καλλιέργειας η οποία, αν συναφθεί μετά τη λήξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98 προθεσμίας, αντιβαίνει τόσο στο γράμμα όσο και στο πνεύμα της τελευταίας αυτής διατάξεως. Και τούτο, τοσούτο μάλλον καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, η διάρκεια μιας τέτοιας συμβάσεως δεν μπορεί να υπερβεί μία συγκομιδή. Λαμβανομένης υπόψη της διατάξεως αυτής, πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο πολυετούς συμβάσεως καλλιέργειας που ίσχυε για μία ή περισσότερες περιόδους συγκομιδής, αλλά δεν μπορεί πλέον να εκτελεστεί από τον αρχικό αγοραστή, έτσι ώστε να συνιστά λύση η εκχώρησή της για τον χρόνο διάρκειάς της που υπολείπεται.

244    Κατά συνέπεια, η διαπίστωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι η εκχώρηση των συμβάσεων καλλιέργειας, όπως πραγματοποιείται στην Ελλάδα, δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν είναι εσφαλμένη.

245    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι οι εκχωρήσεις συμβάσεως καλλιέργειας πραγματοποιούνταν στην Ελλάδα σε κάθε περίοδο καλλιέργειας και ουδέποτε είχαν διατυπωθεί αντιρρήσεις από την Επιτροπή ή από το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αυτή η απουσία αντιρρήσεων δημιούργησε στις ελληνικές αρχές τη δικαιολογημένη, κατά την εκτίμηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, πεποίθηση ότι ενεργούν με πλήρη νομιμότητα.

246    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε κάθε πρόσωπο στο οποίο οι διοικητικές υπηρεσίες της Ένωσης δημιούργησαν εύλογες προσδοκίες, ιδίως λόγω της εκ μέρους τους παροχής συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 147, και της 25ης Οκτωβρίου 2007, C‑167/06 P, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63). Αντιθέτως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής εάν ελλείπουν συγκεκριμένες προς αυτόν διαβεβαιώσεις εκ μέρους οργάνου της Ένωσης (προαναφερθείσα απόφαση Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, σκέψη 147).

247    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν διατείνεται ότι η Επιτροπή ή το Ελεγκτικό Συνέδριο της παρέσχον οποιαδήποτε ρητή και συγκεκριμένη διαβεβαίωση ως προς το ζήτημα της νομιμότητας των εκχωρήσεων των συμβάσεων καλλιέργειας. Ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι στο παρελθόν διατυπώθηκε από την Επιτροπή ή το Ελεγκτικό Συνέδριο οποιαδήποτε αντίρρηση ως προς την πρακτική αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μια τέτοια διαβεβαίωση. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα που αντλείται από παραβίαση της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθεί.

248    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η μηχανογραφική εφαρμογή που ισχύει στην Ελλάδα δεν καθιστά δυνατή τη συμμετοχή του παραγωγού σε μια σύμβαση, αν δεν είναι ο δικαιούχος συγκεκριμένης και μοναδικής βεβαιώσεως ποσόστωσης. Η εν λόγω εφαρμογή εμποδίζει αμέσως την καταχώριση σε περίπτωση διπλής συμβάσεως του παραγωγού ή καταγραφής στη σύμβαση διαφορετικού ύψους ποσόστωσης. Το σύστημα αυτό δεν καθιστά δυνατή την καταχώριση παραδιδόμενης ποσότητας η οποία υπερβαίνει το όριο της ποσόστωσης κάθε παραγωγού και, εν πάση περιπτώσει, αποκλείει τον παραγωγό από το δικαίωμα καταβολής της αναλογούσας ενισχύσεως, αν έχει υποστεί εν μέρει ή σε ποσοστό 100 % κύρωση. Αυτό το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, στον βαθμό που, ακόμη και αν θεωρηθεί βάσιμο, δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι η εκχώρηση συμβάσεως καλλιέργειας στην Ελλάδα ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.

249    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται επίσης την από 4 Μαρτίου 2010 γνώμη του οργάνου συμφιλίωσης η οποία, κατά την εκτίμηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, ετάχθη υπέρ της απόψεώς της. Δεδομένου, όμως ότι η εκχώρηση συμβάσεως καλλιέργειας, όπως πραγματοποιείται στην Ελλάδα, δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, η ευνοϊκή για την Ελληνική Δημοκρατία γνώμη του οργάνου συμφιλίωσης δεν θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην έκβαση της υπό κρίση διαφοράς, εφόσον μάλιστα, όπως ήδη επισημάνθηκε (ανωτέρω σκέψη 161), η γνώμη αυτού του οργάνου ουδόλως προδικάζει, εν πάση περιπτώσει, την τελική απόφαση της Επιτροπής. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί.

250    Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 5 και του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 2075/92

251    Από το σημείο 8.1.5 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή καταλόγισε στην Ελληνική Δημοκρατία ποσό 722 713 ευρώ, κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα είχε εγκρίνει, ως επιχειρήσεις πρώτης μεταποιήσεως, φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία δεν διέθεταν ούτε εκμεταλλεύονταν επ’ ονόματι και για λογαριασμό τους εγκαταστάσεις και εξοπλισμό πρώτης μεταποιήσεως.

252    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι αυτή η διαπίστωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ερείδεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 και του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 2075/92.

253    Όπως ήδη επισημάνθηκε, το άρθρο 5, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2075/92 προβλέπει ότι μία από τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της πριμοδοτήσεως είναι να έχει παραδοθεί ο καπνός σε φύλλα από τον παραγωγό στην επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως βάσει συμβάσεως καλλιέργειας. Επιπλέον, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 2075/92, ως είχε κατόπιν της τροποποιήσεώς του από τον κανονισμό 1636/98, ως «επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως» νοείται «κάθε εγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο πραγματοποιεί την πρώτη μεταποίηση του καπνού και το οποίο εκμεταλλεύεται, επ’ ονόματί του και για λογαριασμό του, μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού έχοντας [στην κατοχή του τις κατάλληλες] εγκαταστάσεις και τους κατάλληλους εξοπλισμούς για τον σκοπό αυτό». Τέλος, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98 προβλέπει ότι «[τ]ο κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου έχει την έδρα της η επιχείρηση εμπορικής επεξεργασίας, είναι αρμόδιο για την έγκριση των επιχειρήσεων εμπορικής επεξεργασίας που εξουσιοδοτούνται να υπογράψουν τις συμβάσεις καλλιέργειας».

254    Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής, η διαπίστωση της προσβαλλομένης αποφάσεως που αποτελεί αντικείμενο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως αφορά τρεις επιχειρήσεις, ήτοι την εταιρεία A.Μ. AE, την ιδιωτική επιχείρηση της Δ. Κ. και την εταιρεία M. EΠE.

255    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι κρίσιμες διατάξεις δεν θέτουν ως προϋπόθεση για την έγκριση μιας επιχειρήσεως πρώτης μεταποιήσεως να έχει η επιχείρηση αυτή ιδιόκτητες εγκαταστάσεις και ιδιόκτητο εξοπλισμό. Όπως επισημαίνει, τίποτα δεν απαγορεύει σε μια τέτοια επιχείρηση να μισθώνει τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό της. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι βάσιμες. Πράγματι, μια επιχείρηση μπορεί να εκμεταλλεύεται «στο όνομα και για λογαριασμό» της μια εγκατάσταση πρώτης μεταποιήσεως, όπως απαιτεί το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 2075/92 (βλ. σκέψη 253 ανωτέρω) ακόμη και όταν η εγκατάσταση αυτή είναι μισθωμένη και όχι ιδιόκτητη. Συνεπώς, μια τέτοια επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα «στην κατοχή» της, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «[τις κατάλληλες] εγκαταστάσεις και τους κατάλληλους εξοπλισμούς για τον σκοπό αυτό», ακόμη και όταν τους εκμεταλλεύεται επί μισθώσει.

256    Αντιθέτως, στον βαθμό που η διάταξη αυτή επιτάσσει ότι μια επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως πρέπει να εκμεταλλεύεται στο όνομα και για λογαριασμό της μια εγκατάσταση πρώτης μεταποιήσεως έχουσα τις κατάλληλες εγκαταστάσεις και τους κατάλληλους εξοπλισμούς προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια επιχείρηση που, δυνάμει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών συναφθείσας με τρίτο, μεταποιεί τον καπνό της στις εγκαταστάσεις του εν λόγω τρίτου, των οποίων ούτε εκμισθώτρια είναι ούτε ασκεί την αποκλειστική εκμετάλλευση, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές της διατάξεως αυτής. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων αφορά ειδικώς το ζήτημα αν οι τρεις προαναφερθείσες στη σκέψη 254 επιχειρήσεις όντως ενέπιπταν στην τελευταία αυτή περίπτωση.

257    Πρώτον, όσον αφορά την εταιρεία A.Μ., η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε, ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, διάφορα στοιχεία σχετικά με την επιχείρηση αυτή. Ωστόσο, από κανένα εκ των στοιχείων αυτών δεν προκύπτει ότι η εν λόγω επιχείρηση εκμεταλλευόταν στο όνομα και για λογαριασμό της τουλάχιστον μία εγκατάσταση πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού έχουσα στην κατοχή της τις κατάλληλες εγκαταστάσεις και τους κατάλληλους εξοπλισμούς προς τον σκοπό αυτό. Αντιθέτως, μεταξύ των στοιχείων που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία περιλαμβάνεται μια αίτηση την οποία υπέβαλε η εν λόγω επιχείρηση στις 15 Απριλίου 2006 στην αρμόδια ελληνική αρχή ζητώντας να αναγνωρισθεί το κέντρο μεταποιήσεως μιας άλλης εταιρείας, της Σ. ΑΕ, ως δικό της κέντρο μεταποιήσεως. Από άλλα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι δεν επρόκειτο για μεταβίβαση της εκμεταλλεύσεως του εν λόγω κέντρου από την εταιρεία Σ. στην εταιρεία A.Μ., αλλά για απλή ενημέρωση περί του ότι ο καπνός που παραδόθηκε στην Α.Μ. επρόκειτο να μεταποιηθεί στις εγκαταστάσεις που εκμεταλλεύεται η Σ. Πράγματι, από δύο βεβαιώσεις ελέγχου της αρμόδιας ελληνικής αρχής, της 17ης Μαΐου και της 14 Ιουλίου 2006, που επίσης περιλαμβάνονται μεταξύ των προσκομισθέντων από την Ελληνική Δημοκρατία εγγράφων, προκύπτει ότι η εταιρεία A.Μ. είχε αποστείλει τον καπνό της συγκομιδής 2005 που της είχε παραδοθεί στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Σ., η οποία προέβη στη μεταποίησή του για λογαριασμό της εταιρείας A.Μ.

258    Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, που δεν αντικρούονται από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, πρέπει να συναχθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις 72 έως 74, δεν απέδειξε ότι η εταιρεία A.Μ. πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 2075/92 και ότι ευλόγως η Επιτροπή είχε αμφιβολίες επ’ αυτού. Όπως ήδη επισημάνθηκε, ελλείψει αποδείξεων περί του αντιθέτου, οι αμφιβολίες αυτές αρκούσαν για να αποκλειστούν οι οικείες δαπάνες από τη χρηματοδότηση του ΕΓΤΠΕ.

259    Δεύτερον, όσον αφορά την επιχείρηση της Δ. K., η Ελληνική Δημοκρατία δεν παρέσχε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η επιχείρηση αυτή πληρούσε τις προϋποθέσεις εγκρίσεως που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 2075/92. Η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε, βεβαίως, διάφορα στοιχεία σχετικά με την έγκριση της επιχειρήσεως αυτής. Ωστόσο, κανένα από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν αποδεικνύει ότι η εν λόγω επιχείρηση εκμεταλλευόταν στο όνομα και για λογαριασμό της μία τουλάχιστον εγκατάσταση πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού διαθέτουσα τις κατάλληλες εγκαταστάσεις και τον κατάλληλο εξοπλισμό προς τον σκοπό αυτόν.

260    Αντιθέτως, τα προσκομισθέντα στοιχεία εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη εγκαταστάσεως την οποία η εν λόγω επιχείρηση εκμεταλλευόταν στο όνομα και για λογαριασμό της, δεδομένου ότι ο καπνός της συγκομιδής του έτους 2005 που παραδόθηκε στην επιχείρηση αυτή μεταποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας E. A.E. η οποία χρέωσε στην επιχείρηση της Δ. K. το κόστος της εν λόγω μεταποιήσεως.

261    Η δικογραφία περιέχει βεβαίως και μια επίσημη βεβαίωση της Δ. K. με ημερομηνία 15 Απριλίου 2002, με την οποία η Δ. K. πιστοποιεί ότι έχει στην κυριότητά της κατά το ήμισυ αποθηκευτικό χώρο εξοπλισμένο με ράμπες και ανυψωτικά μηχανήματα. Ωστόσο, από τη βεβαίωση αυτή δεν προκύπτει ότι ο εν λόγω αποθηκευτικός χώρος διαθέτει τον κατάλληλο και αναγκαίο για τη μεταποίηση του καπνού εξοπλισμό. Αντιθέτως από αυτήν προκύπτει μόνον ότι ο οικείος χώρος πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την αποθήκευση καπνού.

262    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις 72 έως 74, δεν απέδειξε ότι πληρούνταν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 2075/92 προϋποθέσεις εγκρίσεως της επιχειρήσεως της Δ. K. Αντιθέτως, από τα προαναφερθέντα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι βασίμως η Επιτροπή είχε σοβαρές επ’ αυτού αμφιβολίες, οι οποίες αρκούσαν για να αποκλειστούν οι οικείες δαπάνες από τη χρηματοδότηση του ΕΓΤΠΕ.

263    Τρίτον, όσον αφορά την εταιρεία M., η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή, με έγγραφο της 28ης Απριλίου 2009, διάφορα στοιχεία σχετικά με την έγκριση και την εμπορική δραστηριότητα της εν λόγω επιχειρήσεως. Μεταξύ των στοιχείων αυτών καταλέγεται ένα μισθωτήριο συμβόλαιο από το οποίο προκύπτει ότι η εταιρεία αυτή είχε μισθώσει στις 10 Μαρτίου 2005 μια αποθήκη στο Πολύδροσο του νομού Φωκίδας ενόψει ιδίως της εγκαταστάσεως του αναγκαίου για τη μεταποίηση καπνού εξοπλισμού. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνεται επίσης ένα πωλητήριο συμβόλαιο, της 12ης Απριλίου 2005, από το οποίο προκύπτει ότι η ίδια εταιρεία είχε παραγγείλει τον απαραίτητο εξοπλισμό, προκειμένου να τον εγκαταστήσει στους χώρους της. Όσον αφορά την ημερομηνία παραδόσεως του παραγγελθέντος εξοπλισμού, το άρθρο 4 του συμβολαίου προέβλεπε ότι, εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου, οι συμβαλλόμενοι όφειλαν να συμφωνήσουν το χρονοδιάγραμμα παραδόσεως και εγκαταστάσεως του εξοπλισμού. Το χρονοδιάγραμμα αυτό θα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του συμβολαίου. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε αντίγραφο του εν λόγω χρονοδιαγράμματος.

264    Από τα ίδια στοιχεία που διαβίβασε η Ελληνική Δημοκρατία προκύπτει, περαιτέρω, ότι η εν λόγω εταιρεία ζήτησε από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, με έγγραφο της 4ης Μαΐου 2005, να την εγκρίνει ως επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως. Μια παράγραφος του εγγράφου αυτού έχει ως εξής:

«[Γ]ια κάθε ενδεχόμενο μέχρι την έναρξη λειτουργίας των εγκαταστάσεών μας, η εταιρεία μας έχει συμφωνήσει με την εταιρεία Γ. A.E. […] για τη χρήση των εγκαταστάσεών της ώστε να διαθέτουμε και εναλλακτικό κέντρο μεταποιήσεως για τα καπνά που θα αγοραστούν το έτος 2005.»

265    Το έγγραφο της 4ης Μαΐου 2005 συνοδευόταν από δικαιολογητικά ότι οι επίμαχες εγκαταστάσεις τέθηκαν στη διάθεσή της.

266    Με έγγραφο της 23ης Μαΐου 2005, ο ΟΠΕΚΕΠΕ πληροφόρησε την εν λόγω εταιρεία ότι η αρμόδια αρχή είχε αποφασίσει στις 18 Μαΐου 2005 να την εγκρίνει ως εταιρεία πρώτης μεταποιήσεως.

267    Διαπιστώνεται ότι τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν αποδεικνύουν ότι, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η οικεία εταιρεία εγκρίθηκε ως επιχείρηση πρώτης μεταποιήσεως, ήτοι στις 18 Μαΐου 2005, ή κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο συνήψε τις συμβάσεις καλλιέργειας με τους καπνοπαραγωγούς, ήτοι το αργότερο στις 30 Μαΐου 2005, η εταιρεία αυτή είχε στην κατοχή της, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 2075/92, τις κατάλληλες εγκαταστάσεις και τον κατάλληλο εξοπλισμό, τον οποίο εκμεταλλευόταν στο όνομά της και για λογαριασμό της, για τη μεταποίηση του ακατέργαστου καπνού. Βεβαίως, η εταιρεία είχε μισθώσει μια αποθήκη και είχε παραγγείλει τον αναγκαίο μηχανολογικό εξοπλισμό, τον οποίο έπρεπε να εγκαταστήσει στην εν λόγω αποθήκη. Ωστόσο, η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις 72 έως 74, φέρει το βάρος αποδείξεως, δεν απέδειξε ότι τα ως άνω παραγγελθέντα μηχανήματα είχαν παραδοθεί και εγκατασταθεί κατά τον χρόνο εγκρίσεως της επιχειρήσεως αυτής ή κατά τον χρόνο συνάψεως των συμβάσεων καλλιέργειας. Λαμβανομένου υπόψη του σύντομου χρονικού διαστήματος, ενός μηνός περίπου, μεταξύ της παραγγελίας και της εγκρίσεως, φαίνεται, πράγματι, μάλλον απίθανο να είχε πραγματοποιηθεί η εν λόγω παράδοση. Η Ελληνική Δημοκρατία εξάλλου, με την απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2012, επισημαίνει ότι δεν υφίστανται αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την ημερομηνία παραδόσεως και εγκαταστάσεως του παραγγελθέντος από την οικεία εταιρεία μηχανολογικού εξοπλισμού στις εγκαταστάσεις της εταιρείας στο Πολύδροσο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η έγκριση της επίμαχης επιχειρήσεως φαίνεται να στηρίχθηκε στη συμφωνία που είχε συνάψει η εταιρεία M. με την εταιρεία Γ. AE με σκοπό τη μεταποίηση του καπνού από την πρώτη στις εγκαταστάσεις της δεύτερης. Όπως, όμως, προκύπτει από την ανωτέρω σκέψη 256, μια τέτοια συμφωνία δεν αρκούσε για να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εγκρίσεως του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 2075/92. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορούσε να διατηρεί σοβαρές επ’ αυτού αμφιβολίες οι οποίες, ελλείψει της υποβολής από την Ελληνική Δημοκρατία αποδεικτικών στοιχείων περί του αντιθέτου, αρκούν για να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός από τη χρηματοδότηση του ΕΓΤΠΕ των σχετικών με τον καπνό που παραδόθηκε στην επιχείρηση αυτή δαπανών.

268    Είναι βεβαίως αληθές ότι η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε διάφορα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο καπνός παραδόθηκε όντως στην οικεία επιχείρηση το 2006 και ότι η μεταποίησή του πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις στο Πολύδροσο και όχι στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Γ. Φαίνεται επομένως, ότι τα παραγγελθέντα από την εταιρεία αυτή μηχανήματα πράγματι παραδόθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην αποθήκη της στο Πολύδροσο. Ωστόσο, το στοιχείο αυτό και μόνο δεν είναι ικανό, αφ’ εαυτού, να κλονίσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, από το σημείο 8.1.5, προτελευταία παράγραφος, της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι η επιβληθείσα αναφορικά με την εν λόγω εταιρεία διόρθωση βρίσκει έρεισμα στο γεγονός ότι η εν λόγω εταιρεία είχε εγκριθεί χωρίς να πληρούνται οι προβλεπόμενες προς τούτο προϋποθέσεις. Είναι, από της απόψεως αυτής, άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνταν το 2006, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της εγκρίσεως της εταιρείας και της λήξεως, στις 30 Μαΐου 2005, της προθεσμίας συνάψεως των συμβάσεων καλλιέργειας.

269    Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της σχετικής με τις υποχρεώσεις στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως διορθώσεως

 Διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως

270    Όσον αφορά τη σχετική με τις υποχρεώσεις στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως διόρθωση, η Επιτροπή, επικαλούμενη τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στη διενέργεια των βασικών και των επικουρικών ελέγχων, επέβαλε στην Ελληνική Δημοκρατία, για τις αιτήσεις του έτους 2005 (οικονομικά έτη 2006 και 2007), κατ’ αποκοπή διόρθωση της οποίας το ποσό ανέρχεται σε 4 167 621,65 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 10 % ενός άλλου ποσού που με τη σειρά του αντιστοιχεί στο 3 % του συνολικού ποσού των άμεσων πληρωμών για τις οποίες ισχύει η πολλαπλή συμμόρφωση (βλ., όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού των ποσοστών αυτών, σκέψεις 276 έως 278).

 Νομικό πλαίσιο

271    Ο κανονισμός 1782/2003 ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 3

Κύριες απαιτήσεις

1.      Ο γεωργός που λαμβάνει άμεσες ενισχύσεις οφείλει να εφαρμόζει τις κανονιστικές απαιτήσεις διαχείρισης που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του παραρτήματος αυτού, και τις ορθές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες που θεσπίζονται στο άρθρο 5.

2.      Η αρμόδια εθνική αρχή θέτει στη διάθεση του γεωργού τον κατάλογο με τις κανονιστικές απαιτήσεις διαχείρισης και τις ορθές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες που πρέπει να εφαρμοσθούν.

Άρθρο 4

Κανονιστικές απαιτήσεις διαχείρισης

1.      Οι κανονιστικές απαιτήσεις διαχείρισης που αναφέρονται στο παράρτημα III θεσπίζονται από την κοινοτική νομοθεσία στους παρακάτω τομείς:

–        δημόσια υγεία, υγεία των ζώων και των φυτών,

–        περιβάλλον,

–        καλές συνθήκες διαβίωσης των ζώων.

2.      Οι πράξεις που αναφέρονται στο παράρτημα III ισχύουν στα πλαίσια του παρόντος κανονισμού στη μορφή που θα έχουν με βάση τις κατά καιρούς τροποποιήσεις τους και, στην περίπτωση των οδηγιών, με βάση την εφαρμογή τους από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 5

Ορθές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε γεωργική γη, και ιδιαίτερα γη η οποία δεν χρησιμοποιείται πλέον για παραγωγικούς σκοπούς, να διατηρείται σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση. Τα κράτη μέλη καθορίζουν, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, στοιχειώδεις απαιτήσεις για τις ορθές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες με βάση το πλαίσιο που καθορίζεται στο παράρτημα IV, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιοχών για τις οποίες πρόκειται, όπως το έδαφος και οι κλιματικές συνθήκες, τα υφιστάμενα συστήματα γεωργικής εκμετάλλευσης, η χρήση γης, η αμειψισπορά, οι γεωργικές πρακτικές και η δομή των εκμεταλλεύσεων. Αυτό δεν θίγει τους κανόνες που διέπουν τις ορθές γεωργικές πρακτικές που εφαρμόζονται στα πλαίσια του κανονισμού (ΕΚ) 1257/1999 και τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα που εφαρμόζονται πέραν του επιπέδου των ορθών γεωργικών πρακτικών.

[…]

Άρθρο 6

Μείωση ή αποκλεισμός από τις ενισχύσεις

1.      Στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζονται οι κανονιστικές απαιτήσεις διαχείρισης ή οι ορθές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, ως αποτέλεσμα πράξης ή παράλειψης άμεσα αποδιδόμενης στον συγκεκριμένο γεωργό, το συνολικό ποσό των άμεσων ενισχύσεων που προβλέπεται να καταβληθούν κατά το ημερολογιακό έτος κατά το οποίο σημειώθηκε η μη εφαρμογή, και αφού εφαρμοσθούν τα άρθρα 10 και 11, μειώνεται ή ακυρώνεται σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 7.

2.      Οι μειώσεις ή οι αποκλεισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ισχύουν μόνον όταν η μη συμμόρφωση σχετίζεται με:

α)      μια γεωργική δραστηριότητα· ή

β)      τους αγρούς της εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένων των αγροτεμαχίων σε μακρόχρονη παύση καλλιέργειας.

Άρθρο 7

Λεπτομερείς κανόνες για μείωση ή αποκλεισμό

1.      Οι λεπτομερείς κανόνες για μειώσεις και αποκλεισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 6, καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 144 παράγραφος 2. Στη διατύπωση των κανόνων αυτών, λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα, η έκταση, ο διαρκής χαρακτήρας και η επανάληψη της εντοπισθείσας μη συμμόρφωσης καθώς και τα κριτήρια που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

2.      Σε περίπτωση αμέλειας, το ποσοστό της μείωσης δεν υπερβαίνει το 5 % και, σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης, το 15 %.

3.      Σε περίπτωση σκόπιμης μη συμμόρφωσης, το ποσοστό μείωσης δεν είναι κατ’ αρχήν λιγότερο του 20 % και μπορεί να ανέλθει μέχρι τον πλήρη αποκλεισμό από ένα ή περισσότερα καθεστώτα ενίσχυσης και να ισχύσει για ένα ή περισσότερα ημερολογιακά έτη.

4.      Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό ποσό των μειώσεων και αποκλεισμών για ένα ημερολογιακό έτος, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1.

[…]

Άρθρο 9

Ποσά που προκύπτουν από πολλαπλή συμμόρφωση

Τα ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου πιστώνονται στο “Τμήμα Εγγυήσεων” του ΕΓΤΠΕ. Τ[α] κράτ[η] μέλ[η] μπορ[ούν] να παρακρατ[ούν] ποσοστό 25 % των ποσών αυτών.»

272    Κατά το άρθρο 2, σημείο 30, του κανονισμού 796/2004, με τον όρο «πολλαπλή συμμόρφωση» νοούνται «οι κανονιστικές απαιτήσεις διαχείρισης και οι καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003».

273    Η επιβολή μειώσεων σε περιπτώσεις αμέλειας και μη συμμορφώσεως εκ προθέσεως διέπεται από τα άρθρα 66 και 67 του κανονισμού 796/2004, τα οποία έχουν ως εξής:

«Άρθρο 66

Επιβολή μειώσεων σε περίπτωση αμέλειας

1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 71, εάν η προσδιορισθείσα μη συμμόρφωση οφείλεται σε αμέλεια του κατόχου της εκμετάλλευσης, επιβάλλεται μείωση στο συνολικό ποσό άμεσης ενίσχυσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού […] 1782/2003, που έχει χορηγηθεί ή πρόκειται να χορηγηθεί στον συγκεκριμένο κάτοχο εκμετάλλευσης κατόπιν των αιτήσεων ενίσχυσης που υπέβαλε ή θα υποβάλει ακόμα κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους της διαπίστωσης..

[…]

4.      Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης εκ προθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 67, όταν διαπιστώνεται επανειλημμένη μη συμμόρφωση, το ποσοστό που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 για την πρώτη κατάσταση μη συμμόρφωσης, τριπλασιάζεται για την πρώτη επανάληψη. Προς τούτο, εάν το εν λόγω ποσοστό έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο οργανισμός πληρωμών προσδιορίζει το ποσοστό που θα είχε εφαρμοστεί για την πρώτη κατάσταση μη συμμόρφωσης προς τη συγκεκριμένη απαίτηση ή πρότυπο.

Σε περίπτωση περαιτέρω επαναλήψεων, ο τριπλασιασμός εφαρμόζεται κάθε φορά στο ποσοστό μείωσης που έχει προκύψει για την προηγούμενη επανειλημμένη μη συμμόρφωση. Η μέγιστη μείωση δεν πρέπει, ωστόσο, να υπερβαίνει το 15 % του συνολικού ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

[…]

Άρθρο 67

Επιβολή μειώσεων και αποκλεισμών στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης εκ προθέσεως

1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 71, εφόσον η διαπιστωθείσα μη συμμόρφωση έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως, η εφαρμοστέα μείωση στο συνολικό ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 66, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο ανέρχεται, κατά κανόνα, σε 20 % του εν λόγω συνολικού ποσού […]».

274    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο κανονισμός 1782/2003 προβλέπει ένα νέο σύστημα υποχρεώσεων τις οποίες οφείλουν να τηρούν, αφενός, τα κράτη μέλη και, αφετέρου, οι γεωργοί, εισάγοντας τη νέα έννοια της «πολλαπλής συμμορφώσεως», η οποία διακρίνεται από την έννοια της επιλεξιμότητας για τη χορήγηση των ενισχύσεων. Ο κανονισμός 1782/2003 εισάγει, συγκεκριμένα, μια αρχή κατά την οποία κάθε γεωργός που εισπράττει άμεσες πληρωμές οφείλει να τηρεί ορισμένες επιταγές όπως είναι, αφενός, οι κανονιστικές απαιτήσεις διαχειρίσεως (στο εξής: ΚΑΔ) που επιβάλλει η νομοθεσία της Ένωσης και, αφετέρου, οι καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες (στο εξής: ΚΓΠΣ) που προβλέπουν τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτό, οι άμεσες πληρωμές σε γεωργό που πληροί τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τη χορήγηση των ενισχύσεων, αλλά δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απορρέουν από το σύστημα πολλαπλής συμμορφώσεως, περιορίζονται ή καταργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 1782/2003. Οι σχετικοί με τις μειώσεις και τους αποκλεισμούς κανόνες καθορίζονται στα άρθρα 66 και 67 του κανονισμού 796/2004. Κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 1782/2003, τα ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή της πολλαπλής συμμορφώσεως πιστώνονται στο «Τμήμα Εγγυήσεων» του ΕΓΤΠΕ, τα δε κράτη μέλη μπορούν να παρακρατούν ποσοστό 25 % επί των εν λόγω ποσών.

275    Η Επιτροπή εξέδωσε στις 9 Ιουνίου 2006 το έγγραφο AGRI/2005/64043 με τίτλο «Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το πώς σκοπεύει η Επιτροπή να χειριστεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων, τις ανεπάρκειες στα συστήματα ελέγχου πολλαπλής συμμόρφωσης [άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003] που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη». Με το σημείο 2 του εγγράφου αυτού, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μολονότι η πολλαπλή συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα III του κανονισμού 1782/2003 και με τα πρότυπα που προβλέπονται στο παράρτημα IV του ίδιου κανονισμού δεν αποτελεί απαίτηση επιλεξιμότητας, αλλά βάση επιβολής κυρώσεων, είναι αναγκαία μια συντονισμένη προσέγγιση για τις δύο περιπτώσεις ανεπάρκειας. Στο ίδιο σημείο του εν λόγω εγγράφου τονίζεται ότι οι δυσλειτουργίες του συστήματος ελέγχου κράτους μέλους κατά την εφαρμογή των κανόνων πολλαπλής συμμορφώσεως ενέχει κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ, υπό την έννοια ότι οι δηλωθείσες στο ΕΓΤΠΕ δαπάνες είναι υπερεκτιμημένες κατά ποσό που αντιστοιχεί στο 100 % των κυρώσεων που θα μπορούσαν να είχαν επιβληθεί αν το κράτος μέλος είχε εφαρμόσει ορθώς τη νομοθεσία.

276    Οι κυρώσεις που θα μπορούσαν να είχαν επιβληθεί αποτελούν το ποσόν στο οποίο αντιστοιχεί ο κίνδυνος που διατρέχει το ΕΓΤΠΕ, το οποίο καθορίζεται από την Επιτροπή σε ποσοστό 10 % επί του συνολικού ποσού άμεσων ενισχύσεων στις οποίες εφαρμόζεται η πολλαπλή συμμόρφωση. Ο συντελεστής αυτός καθορίζεται, σύμφωνα με το έγγραφο AGRI/2005/64043, σε συνάρτηση με τον αριθμητικό μέσο όρο των ποσοστών του συστήματος κυρώσεων που καθιερώνουν τα άρθρα 66, παράγραφοι 1 και 4, και 67 του κανονισμού 796/2004 (3 % σε περιπτώσεις αμέλειας, 9 και 15 % σε περιπτώσεις υποτροπής), ήτοι σε ποσοστό 9 % προσαυξανόμενο κατά 1 % προς κάλυψη του ελάχιστου κινδύνου εσκεμμένης μη συμμορφώσεως (βλ. σημείο 3.2.1 του εγγράφου AGRI/2005/64043). Κατά το σημείο 3.2.2 του εγγράφου AGRI/2005/64043, ο εν λόγω συντελεστής κινδύνου ύψους 10 % μειώνεται για τα δύο πρώτα έτη εφαρμογής της πολλαπλής συμμορφώσεως σε 3 % για το πρώτο έτος και σε 6 % για το δεύτερο.

277    Από το έγγραφο AGRI/2005/64043 προκύπτει επίσης ότι επί του προαναφερθέντος συντελεστή κινδύνου, που ανέρχεται στο 10 % επί του συνολικού ποσού άμεσων πληρωμών ή στο 3 % για το πρώτο έτος και στο 6 % για το δεύτερο, εφαρμόζονται ποσοστά διορθώσεως 2 %, 5 % ή 10 %, αναλόγως της σοβαρότητας των παραβάσεων (βλ. σημείο 3.1 και το παράδειγμα που παρατίθεται στο σημείο 3.2.1 του εγγράφου AGRI/2005/64043).

278    Όσον αφορά τα παρατιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη ποσοστά διορθώσεως, το σημείο 3.1 του εγγράφου AGRI/2005/64043 προβλέπει τα εξής:

«Στην περίπτωση ανεπαρκούς διενέργειας ενός ή περισσοτέρων επικουρικών ελέγχων σε σχέση με το σύστημα πολλαπλής συμμόρφωσης, εφαρμόζεται διόρθωση 2 % […] Στην περίπτωση που οι όροι πολλαπλής συμμόρφωσης που προβλέπονται σε κάποια πράξη (δηλαδή σε κάθε οδηγία ή κανονισμό που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού 1782/2003) ή σε ένα πρότυπο (βλέπε παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003) ελέγχονται χωρίς όμως να τηρηθεί ο αριθμός, η συχνότητα ή η αυστηρότητα που απαιτούνται από τους κανονισμούς ή την εθνική νομοθεσία (στην περίπτωση οδηγίας ή των ορθών γεωργικών και περιβαλλοντικών συνθηκών) ή όταν οι έλεγχοι δεν οδηγούν στην εφαρμογή των προβλεπόμενων κανονιστικών κυρώσεων, τότε θα επιβάλλεται διόρθωση 5 %. Εάν οι όροι που πρέπει να πληρούνται στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμόρφωσης δεν ελέγχονται ή εάν οι έλεγχοι αυτοί διεξάγονται ανεπαρκώς ή όχι σύμφωνα με την απαιτούμενη συχνότητα, με αποτέλεσμα να καθίστανται πλήρως αναποτελεσματικοί ως προς την επιβολή των προβλεπόμενων κανονιστικών κυρώσεων, τότε θα επιβάλλεται διόρθωση 10 % […]».

 Επί του ενδεκάτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε έλλειψη έγκυρης νομικής βάσεως για την επιβολή διορθώσεως στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως

279    Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, για την επιβολή των επίδικων διορθώσεων, η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο AGRI/2005/64043. Όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή εκθέτει τις προθέσεις της και επιχειρεί κατ’ ουσίαν να θεσπίσει κανόνες δικαίου που να διέπουν τη διαδικασία εκκαθαρίσεων των λογαριασμών στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως. Οι κανόνες αυτοί όμως μπορούσαν να θεσπιστούν μόνο με κανονισμό του Συμβουλίου. Τούτο δε τοσούτο μάλλον καθόσον, αφενός, το σύστημα πολλαπλής συμμορφώσεως καθιερώθηκε μόλις το 2005 και, αφετέρου, οι οικονομικές διορθώσεις που επιβάλλει η Επιτροπή έχουν σοβαρές και μη προβλέψιμες συνέπειες για τον προϋπολογισμό του οικείου κράτους μέλους. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το εν λόγω έγγραφο παράγει τα αποτελέσματά του στηριζόμενο σε «κενό δικαίου». Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί, συνεπώς, ότι η οικονομική διόρθωση που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως στερείται έγκυρης νομικής βάσεως.

280    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Από τις σκέψεις 181 και 182 προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί θεμιτώς να μην καταλογίσει στο ΕΓΤΠΕ το συνολικό ποσό των χρηματοδοτήσεων, αν δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες από τη σχετική ρύθμιση προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους. Συγκεκριμένα, εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης κατά τη χορήγηση χρηματοδοτήσεως από κράτος μέλος, οφείλει να προβεί σε διόρθωση των λογαριασμών (προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1993, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 67).

281    Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως υπομνήσθηκε στην ανωτέρω σκέψη 11, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, κατ’ επίκληση του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999, το οποίο ορίζει τα εξής:

«4.      Η Επιτροπή, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, αποφασίζει την απόρριψη αιτήματος κοινοτικής χρηματοδότησης δαπανών βάσει των άρθρων 2 και 3.

[…]

Η Επιτροπή εκτιμά τα προς αποκλεισμό ποσά με γνώμονα κυρίως την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπίστωσε. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Κοινότητα […]».

282    Για τους ίδιους λόγους με τους προεκτεθέντες στις σκέψεις 79 έως 83, η διάταξη αυτή αποτελούσε έγκυρη νομική βάση για την εκ μέρους της Επιτροπής επιβολή διορθώσεων για τις αιτήσεις του έτους 2005, στην περίπτωση διαπιστώσεως παραβάσεως των υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως και συγκεκριμένα όσον αφορά, αφενός, τον καθορισμό των ελάχιστων επιταγών για τις ΚΓΠΣ, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 και, αφετέρου, τον έλεγχο της εκ μέρους των γεωργών τηρήσεως των ΚΑΔ και των προτύπων στον τομέα των ΚΓΠΣ.

283    Όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή της περιγραφόμενης στο έγγραφο AGRI/2005/64043 μεθόδου υπολογισμού του ποσού των προς επιβολή διορθώσεων, η μέθοδος αυτή ήταν απολύτως σύννομη, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 96 και 97, οι οποίες έχουν εφαρμογή mutatis mutandis και στον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

284    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δωδεκάτου λόγου ακυρώσεως, περί της προβαλλόμενης αναδρομικής εφαρμογής του εγγράφου AGRI/2005/64043 της Επιτροπής

285    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, έστω και αν γίνει δεκτό ότι το έγγραφο AGRI/2005/64043 αποτελεί την αναγκαία νομική βάση για την επιβολή των επίμαχων διορθώσεων στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως, το γεγονός ότι εκδόθηκε στις 9 Ιουνίου 2006 συνεπάγεται ότι δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως τα οποία αφορούν αιτήσεις του έτους 2005. Δηλώνοντας ότι το έγγραφο αυτό ισχύει για τις υποβληθείσες από 1ης Ιανουαρίου 2005 αιτήσεις ενισχύσεως, η Επιτροπή του προσέδωσε παρανόμως αναδρομική ισχύ. Για τους λόγους αυτούς, η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη και ακυρωτέα.

286    Ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή και πρέπει να απορριφθεί.

287    Όπως τονίστηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του ενδεκάτου λόγου ακυρώσεως (βλ. ανωτέρω σκέψεις 280 και 281), εφόσον η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις που διέπουν τον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως, μπορούσε θεμιτώς να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση μέρος ή και το σύνολο των παρανόμως πραγματοποιηθεισών δαπανών.

288    Όσον αφορά το έγγραφο AGRI/2005/64043 της Επιτροπής, από την ανωτέρω σκέψη 283 προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό δεν αποτελεί, όπως κακώς διατείνεται η Ελληνική Δημοκρατία, τη νομική βάση των επιβληθεισών με την προσβαλλόμενη απόφαση διορθώσεων στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως. Η Επιτροπή με το έγγραφο αυτό απλώς εκθέτει, προς εξασφάλιση διαφάνειας και προβλεψιμότητας (βλ. ανωτέρω σκέψη 96), τη μέθοδο που προτίθεται να ακολουθήσει κατά τον υπολογισμό των οικονομικών διορθώσεων που καλείται να επιβάλει, οσάκις νομιμοποιείται προς τούτο. Πρέπει να υπογραμμισθεί, συναφώς, ότι από τη σκέψη 287 προκύπτει ότι, ακόμη και ελλείψει του εγγράφου αυτού, η Επιτροπή θα ενομιμοποιείτο πλήρως να επιβάλει διόρθωση, αν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, είχε διαπιστώσει ότι οι δαπάνες πραγματοποιήθηκαν χωρίς να έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενοι από τη σχετική ρύθμιση προϋποθέσεις.

289    Είναι βεβαίως αληθές ότι η ημερομηνία εκδόσεως του εγγράφου AGRI/2005/64043 είναι η 9η Ιουνίου 2006 και ότι στο σημείο 5 του εν λόγω εγγράφου προβλέπεται ότι «οι αρχές του παρόντος εγγράφου εφαρμόζονται για τις δαπάνες που δηλώνονται αναφορικά με αιτήσεις ενίσχυσης που υποβάλλονται από 1ης Ιανουαρίου 2005 από γεωργούς στους οποίους εφαρμόζεται το σύστημα της πολλαπλής συμμορφώσεως».

290    Δεν τίθεται, εντούτοις, ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής του εγγράφου αυτού, όπως κακώς διατείνεται η Ελληνική Δημοκρατία. Πράγματι, από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο έγγραφο αυτό περιγράφεται η μέθοδος την οποία θα εφαρμόζει η Επιτροπή για τον υπολογισμό των οικονομικών διορθώσεων που πρέπει να επιβληθούν με αποφάσεις μεταγενέστερες της εκδόσεως του εν λόγω εγγράφου. Ανεξαρτήτως του αν η Επιτροπή μπορούσε να αναγνωρίσει αναδρομική εφαρμογή στο έγγραφο αυτό, ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής δεν θα μπορούσε να τεθεί παρά μόνο σε περίπτωση τροποποιήσεως, βάσει της περιγραφείσας στο έγγραφο αυτό μεθόδου, μιας ήδη εκδοθείσας αποφάσεως της Επιτροπής. Η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι η 4η Νοεμβρίου 2010.

291    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεκάτου τρίτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας και της αρχής της επιείκειας.

292    Με τον δέκατο τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση συνεργασίας την οποία επιβάλλουν «η Συνθήκη και η γενική αρχή της επιείκειας». Επισημαίνει επ’ αυτού ότι το 2005 ήταν το πρώτο έτος εφαρμογής του νέου καθεστώτος, ότι η ίδια συμμορφώθηκε αμέσως και πλήρως στις συστάσεις της Ένωσης και ότι η επιβολή διορθώσεων ύψους 10 % σε ένα νέο τομέα υποχρεώσεων παραβιάζει, ως εκ τούτου, τη γενική αρχή της επιείκειας.

293    Είναι, βεβαίως, αληθές ότι το σύστημα πολλαπλής συμμορφώσεως ήταν ένα νέο σύστημα το οποίο εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όπως και στα λοιπά κράτη μέλη, για το έτος 2005.

294    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Συνεπώς, τα κράτη μέλη επιβαρύνονται με κάθε άλλο ποσό το οποίο οι εθνικές αρχές έκριναν, κακώς, ότι νομιμοποιούνταν να καταβάλουν στο πλαίσιο της εν λόγω κοινής οργανώσεως. Συναφώς, η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την αποδοχή μιας δαπάνης ή τον αποκλεισμό της από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, ακόμη και στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος ζητεί επιείκεια κατά την εφαρμογή της ισχύουσας ρυθμίσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1988, 347/85, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1749, σκέψεις 52 και 53, και της 18ης Απριλίου 2002, C‑332/00, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3609, σκέψεις 44 και 45).

295    Σκοπός της διαδικασίας εκκαθαρίσεως λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ είναι να εξακριβωθεί αν οι επιστροφές και οι παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης, προκειμένου να εξασφαλισθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για τους επιχειρηματίες. Ο σκοπός αυτός θα διακυβευόταν αν η Επιτροπή μπορούσε, κατόπιν διαπιστώσεως του πλημμελούς χαρακτήρα μιας εθνικής πρακτικής, να επικαλεσθεί ότι διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως ως προς το αν θα την αποδεχθεί ή να την αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, αναλόγως της σοβαρότητας των αποτελεσμάτων της για τον εθνικό προϋπολογισμό ή για το εισόδημα των γεωργών (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 11/76, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 93, σκέψεις 18 έως 21, και 18/76, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 151, σκέψεις 36 και 37).

296    Επομένως, η άρνηση χρηματοδοτήσεως των δαπανών που δεν συνάδουν με τις επιταγές της πολλαπλής συμμορφώσεως δεν συνιστά, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας και της γενικής αρχής της επιείκειας. Η Επιτροπή δεν έχει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον αποκλεισμό δαπάνης από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, εφόσον συγκεκριμένη παρέμβαση δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως.

297    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποδεχθεί τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες, εφόσον η ισχύουσα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών ρύθμιση της Ένωσης στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως δεν είχε τηρηθεί.

298    Υπενθυμίζεται περαιτέρω ότι στο σημείο 3.2.2 του εγγράφου AGRI/2005/64043 προβλέπεται ότι, κατά το πρώτο έτος εφαρμογής της πολλαπλής συμμορφώσεως, ο συντελεστής κινδύνου που κατά κανόνα ανέρχεται στο 10 % επί του συνολικού ποσού των άμεσων πληρωμών για τις οποίες ισχύει η πολλαπλή συμμόρφωση πρέπει να μειωθεί στο 3 % επί του ίδιου συνολικού ποσού. Όσον αφορά το δεύτερο έτος, το εν λόγω έγγραφο προβλέπει μείωση από 10 % σε 6 % (βλ. ανωτέρω σκέψη 276). Σκοπός αυτής της παρεκκλίσεως από τον «κανόνα του 10 %» είναι να ληφθούν υπόψη τα προβλήματα που ενδέχεται να ανακύψουν για τα κράτη μέλη από την εφαρμογή των νέων συστημάτων ελέγχου, καθώς και η περιορισμένη δυνατότητα υποτροπής κατά τα δύο πρώτα έτη εφαρμογής της πολλαπλής συμμορφώσεως.

299    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι επρόκειτο για το πρώτο έτος εφαρμογής της πολλαπλής συμμορφώσεως, η Επιτροπή μείωσε τον συντελεστή κινδύνου σε 3 % και εφάρμοσε ποσοστό διορθώσεως 10 % μόνον επί του ποσού που προέκυψε από την εφαρμογή του μειωμένου αυτού συντελεστή κινδύνου.

300    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει περαιτέρω ότι η Επιτροπή όφειλε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του κανονισμού 1782/2003, να επανεξετάσει το σύστημα πολλαπλής συμμορφώσεως το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2007 και ότι, με την από 29 Μαρτίου 2007 έκθεσή της, είχε εκθέσει τις δυσχέρειες εφαρμογής του συστήματος και τα πορίσματα των δεκατριών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν σε ισάριθμα κράτη μέλη το 2005 και το 2006.

301    Ως προς το επιχείρημα αυτό, αρκεί η επισήμανση ότι οι δυσχέρειες που ενδεχομένως θα διαπίστωνε η Επιτροπή στο πλαίσιο της επανεξετάσεως μπορούσαν, βεβαίως, να δικαιολογήσουν βελτίωση του συστήματος και τροποποίηση των κρίσιμων διατάξεων για το μέλλον, όχι όμως και αποδοχή δαπανών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων.

302    Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι είχε αμέσως δεχθεί να τροποποιήσει ορισμένες εθνικές διατάξεις και οδηγίες, προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις συστάσεις της Επιτροπής. Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία κωδικοποίησε τις οδηγίες στην υπ’ αριθ. 103618 εγκύκλιο της 1ης Αυγούστου 2007, η οποία περιέχει οδηγίες, ισχύουσες από τα έτη 2006 και 2007 ως προς τον έλεγχο και την εκτίμηση των παραβάσεων των ΚΑΔ. Επίσης, απηύθυνε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 76 του κανονισμού 796/2004 περί της υποχρεώσεως των κρατών μελών να κοινοποιούν στην Επιτροπή πληροφορίες αφορώσες τον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων πολλαπλής συμμορφώσεως, το από 26 Ιουλίου 2007 έγγραφο το οποίο περιέχει πληροφορίες όσον αφορά τις κυρώσεις που επιβάλλονται στους γεωργούς στο πλαίσιο του συστήματος πολλαπλής συμμορφώσεως. Μεταξύ των κυρώσεων αυτών καταλέγονται και εκείνες που απορρέουν από τους σχετικούς με τη σήμανση και την καταγραφή των βοοειδών ελέγχους των κτηνιατρικών υπηρεσιών για τις αιτήσεις του έτους 2005. Κατόπιν των αρχικών διαπιστώσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο της αποστολής που πραγματοποίησε από τις 6 έως τις 9 Νοεμβρίου 2006, κατά την οποία τέθηκε το ζήτημα της ανάγκης χωριστής αναλύσεως των κινδύνων για την επιλογή του δείγματος ελέγχου της πολλαπλής συμμορφώσεως, οι ελληνικές αρχές ακολούθησαν αυτή τη σύσταση και θέσπισαν χωριστά κριτήρια αναλύσεως των κινδύνων όσον αφορά τις υποχρεώσεις στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως για το 2007, καθόσον η ανάλυση των κινδύνων για το 2006 είχε ήδη πραγματοποιηθεί.

303    Προς απάντηση στα επιχειρήματα αυτά, αρκεί η επισήμανση ότι τα μέτρα που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία θεσπίστηκαν μετά το 2005, έτος υποβολής των αιτήσεων τις οποίες αφορά η επίδικη διόρθωση. Μολονότι τα μέτρα αυτά καταδεικνύουν την αξιέπαινη βούληση της Ελληνικής Δημοκρατίας να βελτιώσει το σύστημά της διαχειρίσεως και ελέγχου ούτως ώστε να αποτραπεί στο μέλλον η επιβολή διορθώσεων ανάλογων με τις επιβληθείσες στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι τα εν λόγω μέτρα στερούνται λυσιτέλειας σε σχέση με τις επίδικες διορθώσεις. Συγκεκριμένα, πρέπει, πράγματι, να επισημανθεί ότι οι σε μεταγενέστερο στάδιο πραγματοποιηθείσες βελτιώσεις δεν εξαλείφουν τον κίνδυνο που προκλήθηκε για το ΕΓΤΠΕ το 2005 και δεν μπορούν να μειώσουν αναδρομικώς τον κίνδυνο αυτόν.

304    Όσον αφορά, ειδικότερα, τα σχετικά με τη σήμανση και την καταγραφή των βοοειδών έγγραφα, τα οποία επίσης επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, επισημαίνεται ότι τα έγγραφα αυτά κρίνονται αλυσιτελή στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, κατά το μέτρο που η Επιτροπή ουδέποτε έθεσε εν αμφιβόλω τη διενέργεια των ελέγχων ή την επιβολή κυρώσεων στον τομέα της σημάνσεως και καταγραφής των βοοειδών.

305    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεκάτου τετάρτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών

306    Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει, όσον αφορά και τα έξι σημεία του σχετικού με την πολλαπλή συμμόρφωση σκέλους της προσβαλλομένης αποφάσεως, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους της Επιτροπής. Ειδικότερα, αμφισβητεί τον πλημμελή χαρακτήρα της διενέργειας των βασικών και των επικoυρικών ελέγχων (βλ., όσον αφορά τις έννοιες αυτές, την ανωτέρω σκέψη 92). Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι η από 16 Δεκεμβρίου 2009 γνώμη του οργάνου συμφιλίωσης ετάχθη υπέρ της απόψεως ότι είναι αδικαιολόγητη η επιβολή οικονομικής διορθώσεως ύψους 10 %.

–       Επί της ελλείψεως στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι διενεργήθηκαν αποτελεσματικοί έλεγχοι στον τομέα του περιβάλλοντος και των ΚΓΠΣ

307    Η Επιτροπή έκρινε, με το σημείο 13.1 (1) της συνοπτικής εκθέσεως, ότι, όσον αφορά τις αιτήσεις του έτους 2005, οι εκθέσεις ελέγχου, αφενός, όπως σχεδιάστηκαν και, αφετέρου, όπως συντάχθηκαν, δεν περιείχαν ούτε τα απαραίτητα στοιχεία για τον καθορισμό της φύσεως και της εκτάσεως των διενεργηθέντων ελέγχων ούτε τα κρίσιμα για την αξιολόγηση των παραβάσεων στοιχεία. Ως εκ τούτου, οι εκθέσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες προς τα άρθρα 9, 23 και 48 του κανονισμού 796/2004. Κατά συνέπεια, από τις εν λόγω εκθέσεις δεν προκύπτει σαφώς αν οι ΚΑΔ και τα πρότυπα στον τομέα των ΚΓΠΣ είχαν όντως ελεγχθεί. Στις εκθέσεις δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των ελέγχων που πράγματι διενεργήθηκαν και εκείνων που δεν διενεργήθηκαν. Σε πολλές περιπτώσεις, τα έντυπα φέρουν απλώς και μόνον την υπογραφή του ελεγκτή. Οι εκθέσεις για τους δευτεροβάθμιους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν από τον ΟΠΕΚΕΠΕ επίσης δεν συνάδουν με το άρθρο 48 του κανονισμού 796/2004.

308    Η Επιτροπή προσέθεσε ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν καθορίσει όλα τα πρότυπα στον τομέα των ΚΓΠΣ στα οποία αναφέρεται το παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003. Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία δεν καθόρισε τα πρότυπα «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου, συμπεριλαμβανομένης, ανάλογα με την περίπτωση της απαγόρευσης εκρίζωσης ελαιοδέντρων» και «Διατήρηση των ελαιώνων σε καλή βλαστική κατάσταση».

309    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003, «τα κράτη μέλη πραγματοποιούν επιτόπιους ελέγχους προκειμένου να επαληθεύσουν τη συμμόρφωση των γεωργών με τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο κεφάλαιο I». Οι υποχρεώσεις αυτές αντιστοιχούν στο σύνολο των ΚΑΔ που καθορίζονται στο προπαρατεθέν άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, καθώς και στο σύνολο των προτύπων στον τομέα των ΚΓΠΣ, όπως αυτά καθορίζονται από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 1782/2003.

310    Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 796/2004:

«Τα κράτη μέλη καθιερώνουν σύστημα που εγγυάται τον αποτελεσματικό έλεγχο τήρησης της πολλαπλής συμμόρφωσης.»

311    Ομοίως, κατά το άρθρο 23 του κανονισμού 796/2004:

«Οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση […] των απαιτήσεων και προτύπων που σχετίζονται με την πολλαπλή συμμόρφωση.»

312    Οι σχετικές με τα έγγραφα των εκθέσεων ελέγχου απαιτήσεις καθορίζονται στο άρθρο 48 του κανονισμού 796/2004 ως εξής:

«Άρθρο 48

Έκθεση ελέγχου

1.      Για κάθε επιτόπιο έλεγχο δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου […] η αρμόδια ελεγκτική αρχή συντάσσει έκθεση ελέγχου.

Η έκθεση υποδιαιρείται στα ακόλουθα μέρη:

α)      ένα γενικό μέρος που περιλαμβάνει, ειδικότερα, τις ακόλουθες πληροφορίες:

i)      τον κάτοχο εκμετάλλευσης που επιλέχθηκε για τον επιτόπιο έλεγχο,

ii)      τα παρόντα κατά τον έλεγχο πρόσωπα,

iii)      αν ο κάτοχος της εκμετάλλευσης είχε ειδοποιηθεί για την επίσκεψη των ελεγκτών και, εάν ναι, την περίοδο προειδοποίησης

β)      ένα μέρος στο οποίο αναφέρονται χωριστά οι εξακριβώσεις που πραγματοποιήθηκαν όσον αφορά κάθε πράξη και πρότυπο και το οποίο περιλαμβάνει, ειδικότερα, τις ακόλουθες πληροφορίες:

i)      τις απαιτήσεις και τα πρότυπα που αποτελούσαν το αντικείμενο του επιτόπιου ελέγχου,

ii)      το είδος και την έκταση των εξακριβώσεων που πραγματοποιήθηκαν,

iii)      τις διαπιστώσεις,

iv)      τις πράξεις και τα πρότυπα σε σχέση με τα οποία διαπιστώθηκε μη συμμόρφωση

γ)      ένα μέρος αξιολόγησης, το οποίο παρέχει εκτίμηση της σημασίας της μη συμμόρφωσης σε σχέση με κάθε πράξη ή/και πρότυπο, βάσει των κριτηρίων “σοβαρότητα”, “έκταση”, “διαρκής χαρακτήρας” και “επανάληψη” σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003, με ένδειξη των παραγόντων που ενδεχομένως δικαιολογούν αύξηση ή ελάττωση της μείωσης που πρέπει να επιβληθεί.

[…]

3.      Με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει τις απαιτήσεις και τα πρότυπα, η έκθεση ελέγχου οριστικοποιείται εντός μηνός από τον επιτόπιο έλεγχο. Ωστόσο, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται σε τρεις μήνες, ιδίως εάν το απαιτεί η φυσική ή χημική ανάλυση.

Εάν η αρμόδια ελεγκτική αρχή είναι άλλη από τον οργανισμό πληρωμών, η έκθεση διαβιβάζεται στον οργανισμό πληρωμών εντός μηνός από την οριστικοποίησή της.»

313    Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 39, 47, 48 και 65 του κανονισμού 796/2004, περί των εκθέσεων ελέγχου, εξασφαλίζεται κατά το μέτρο που οι σχετικοί με την πολλαπλή συμμόρφωση έλεγχοι πραγματοποιούνται ταυτόχρονα με τους ελέγχους επιλεξιμότητας για το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως. Οι ελεγκτές της είναι υποχρεωμένοι να πραγματοποιήσουν επιτόπιο έλεγχο επί του συνόλου των αγροτεμαχίων και των ζώων της εκμεταλλεύσεως, οπότε πρόκειται αυτονοήτως για πλήρεις ελέγχους. Οι ΚΑΔ και τα πρότυπα των ΚΓΠΣ που ελέγχθηκαν στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως προσδιορίζονται ρητώς στον τίτλο κάθε εντύπου ελέγχου. Από τα έντυπα αυτά, αφού συμπληρωθούν, προκύπτει σαφώς ποια πρότυπα των ΚΓΠΣ και ποιες ΚΑΔ έχουν ελεγχθεί. Η Ελληνική Δημοκρατία παραπέμπει, συναφώς, σε παραδείγματα εντύπων που έχουν προσαρτηθεί ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής.

314    Διαπιστώνεται ότι αυτά τα μάλλον γενικά και αόριστα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αρκούν, λαμβανομένων υπόψη και των σκέψεων 72 έως 74, για να τεθούν εν αμφιβόλω οι διαπιστώσεις της Επιτροπής που παρατίθενται στη συνοπτική έκθεση. Το γεγονός και μόνον ότι οι σχετικοί με την πολλαπλή συμμόρφωση έλεγχοι διενεργούνται ταυτόχρονα με τους επιτόπιους έλεγχους δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Πράγματι, αυτό που έχει σημασία είναι να αποδειχθεί ότι είχαν όντως διενεργηθεί πραγματικοί, αποτελεσματικοί και σύμφωνοι με τις εφαρμοστέες διατάξεις έλεγχοι.

315    Η Ελληνική Δημοκρατία περιορίστηκε στην προσκόμιση υποδειγμάτων εντύπων της εκθέσεως ελέγχου ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής. Δεν προσκόμισε έντυπα δεόντως συμπληρωμένα, ούτε άλλα στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι πράγματι διενεργήθηκαν οι προβλεπόμενοι έλεγχοι και στα οποία να προσδιορίζονται τα πορίσματα των εν λόγω ελέγχων.

316    Εξάλλου, τα προβλεπόμενα υποδείγματα εντύπων δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται πλήρως στο σύνολο των απαιτήσεων του άρθρου 48, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 796/2004. Συγκεκριμένα, τα έντυπα περιέχουν κατάλογο των διαφόρων δυνάμενων να διαπιστωθούν κατά τον έλεγχο παραβάσεων των ΚΑΔ και των ΚΓΠΣ, με στήλες προς συμπλήρωση για τον προσδιορισμό της φύσεως και της σοβαρότητας των διαπιστωθεισών παραβάσεων και της ενδεχόμενης υπάρξεως προθέσεως κατά την τέλεσή τους. Καθένα από τα εν λόγω έντυπα περιλαμβάνει και ένα ειδικό τμήμα στο οποίο πρέπει να περιγράφονται λεπτομερέστερα οι διαπιστωθείσες παραβάσεις. Αντιθέτως, δεν φαίνεται να είναι δυνατή η μνεία στο έντυπο των πραγματοποιηθεισών επαληθεύσεων από τις οποίες δεν προέκυψε καμία παράβαση.

317    Η περιλαμβανόμενη στη συνοπτική έκθεση διαπίστωση ότι διάφορα έντυπα περιείχαν απλώς και μόνον την υπογραφή του ελεγκτή φαίνεται, επομένως, αξιόπιστη. Πράγματι, στην περίπτωση κατά την οποία ο ελεγκτής δεν διαπίστωσε καμία παράβαση κατά τη διενέργεια ελέγχου, φαίνεται πράγματι ότι υποχρέωσή του ήταν απλώς να υπογράψει το εν λόγω έντυπο. Στην περίπτωση όμως αυτή, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί ποιοι ακριβώς έλεγχοι διενεργήθηκαν, τούτο δε συνιστά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 48, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 796/2004.

318    Σημειώνεται περαιτέρω ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα συνημμένα από την Ελληνική Δημοκρατία ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής έντυπα προβλέπουν διάφορες περιπτώσεις παραβάσεων, που σύμφωνα με τη φύση και το αντικείμενο της ελεγχθείσας εκμεταλλεύσεως. Συγκεκριμένα, το σχετικό με την εκτροφή ζώων έντυπο περιλαμβάνει διάφορα πεδία, ανάλογα με το ζώο που εκτρέφεται σε κάθε εκμετάλλευση. Στην αρχή κάθε πεδίου του εντύπου, ο ελεγκτής πρέπει να απαντήσει καταφατικά ή αρνητικά στην ερώτηση αν τα ζώα που αφορά το οικείο πεδίο του εντύπου εκτρέφονται στην ελεγχόμενη εκμετάλλευση. Αυτής της αρχικής ερωτήσεως έπεται κατάλογος των παραβάσεων που είναι δυνατόν να διαπιστωθούν στις περιπτώσεις που τα ζώα τα οποία αφορά το πεδίο πράγματι εκτρέφονται στην ελεγχόμενη εκμετάλλευση. Ανάλογα πεδία περιλαμβάνει και το σχετικό με τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις έντυπο.

319    Είναι πρόδηλο ότι, ακόμη και στην περίπτωση που από τον έλεγχο δεν προέκυψε καμία παράβαση, θα έπρεπε, τουλάχιστον, να συμπληρωθούν τα πεδία με τις ερωτήσεις στις οποίες αρμόζει καταφατική ή αρνητική απάντηση. Τα έντυπα που φέρουν μόνον την υπογραφή του ελεγκτή δύνανται, επομένως, να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν πράγματι διενεργήθηκαν οι σχετικοί έλεγχοι και πόσο σοβαροί ήταν. Ωστόσο, η Ελληνική Δημοκρατία ούτε αντέκρουσε ευθέως το επιχείρημα της Επιτροπής ότι πολλές εκθέσεις ελέγχου φέρουν μόνον την υπογραφή του ελεγκτή, ούτε παρέσχε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αντικρούσουν το εν λόγω επιχείρημα.

320    Εξάλλου, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ. σημείο 13.1 της συνοπτικής εκθέσεως), οι διαπιστώσεις αυτές φαίνεται να επιβεβαιώνονται επίσης από τα σχετικά με τους ελέγχους που της κοινοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία στατιστικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε, ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ, της 6ης Μαρτίου 2007, με το οποίο ο οργανισμός αυτός διαβίβασε στην Επιτροπή ορισμένους πίνακες που εμφαίνουν, για κάθε ΚΑΔ και ΚΓΠΣ, τον αριθμό και το ποσοστό των ελεγχθεισών εκμεταλλεύσεων και των διαπιστωθεισών παραβάσεων. Στους πίνακες αυτούς, ο αριθμός που δίδεται ως προς τους αιτούντες οι οποίοι δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου είναι σε κάθε περίπτωση ο ίδιος (421 686) και αντιστοιχεί, προφανώς, στο σύνολο των αιτούντων. Δεν αφορούν όμως, προφανώς, όλους τους γεωργούς οι ίδιες ΚΑΔ και ΚΓΠΣ. Αν οι ελληνικές αρχές ήταν σε θέση να προσδιορίσουν ποιους συγκεκριμένους γεωργούς αφορούσε κάθε ΚΑΔ και κάθε ΚΓΠΣ, θα μπορούσαν και θα όφειλαν να αναφέρουν τον ακριβή και διαφορετικό ανά περίπτωση αριθμό τους στους πίνακες αυτούς. Όπως ορθώς επισημαίνεται στη συνοπτική έκθεση, από το στοιχείο αυτό συνάγεται ότι οι ίδιες οι ελληνικές αρχές δεν ήταν, αυτές καθαυτές, σε θέση να διακρίνουν τους διενεργηθέντες ελέγχους από τους μη διενεργηθέντες. Πρόκειται για ένα στοιχείο δυνάμενο να εγείρει επιπρόσθετες αμφιβολίες ως προς τη διενέργεια και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων που ισχυρίζεται ότι οργάνωσε η Ελληνική Δημοκρατία.

321    Οι ως άνω εκτιμήσεις ισχύουν επίσης για τις σχετικές με τους δευτεροβάθμιους ελέγχους εκθέσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, κατά το μέτρο που, με το δικόγραφο της προσφυγής, η Ελληνική Δημοκρατία επιβεβαιώνει ότι κατά τους ελέγχους αυτούς έγινε χρήση των αυτών εντύπων.

322    Τα σχετικά με τους ελέγχους στατιστικά στοιχεία που κοινοποίησε στην Επιτροπή ο ΟΠΕΚΕΠΕ με το έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2007 δύνανται επίσης να εγείρουν περαιτέρω αμφιβολίες ως προς τη διενέργεια και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές δεν διαπίστωσαν καμία περίπτωση μη συμμορφώσεως στις ΚΑΔ A1 έως A5 του παραρτήματος III του κανονισμού 1782/2003 στον τομέα του περιβάλλοντος. Όμως, ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν είναι ευλογοφανές, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου, σε απόλυτες τιμές, αριθμού των δικαιούχων ενισχύσεων που, κατά τις ελληνικές αρχές, αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου (4 784 δικαιούχοι, όπως προκύπτει από τον συνημμένο στο εν λόγω έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ πίνακα). Όσον αφορά τα πρότυπα στον τομέα των ΚΓΠΣ, διαπιστώθηκαν ορισμένες περιπτώσεις μη συμμορφώσεως που όμως αφορούσαν το πρότυπο με τίτλο «Αμειψισπορά», του οποίου η τήρηση μπορεί καταρχήν να ελεγχθεί βάσει της δηλώσεως του γεωργού, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή. Όσον αφορά τα πρότυπα με τίτλο «Διατήρηση μόνιμων βοσκοτόπων», «Μη τήρηση ελάχιστης πυκνότητας βόσκησης», «Επέκταση ανεπιθύμητης βλάστησης» και «Διάβρωση του εδάφους», τα ποσοστά μη συμμορφώσεως που διαπίστωσαν οι εθνικές αρχές είναι σχεδόν μηδενικά, στοιχείο που ενισχύει τις αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη και την αποτελεσματικότητα των οργανωθέντων ελέγχων.

323    Οι ως άνω εκτιμήσεις δεν κλονίζονται από το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι, όσον αφορά ορισμένες παραβάσεις που αφορούν, για παράδειγμα, την προστασία ορισμένων ειδών άγριων πτηνών ή φυτών, η διαπίστωση ενδεχόμενων παραβάσεων είναι στην πράξη ιδιαιτέρως δυσχερής. Οι προβαλλόμενες πρακτικές δυσχέρειες αποτελούν, αντιθέτως, πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της ανάγκης καταχωρίσεως και διατηρήσεως γραπτών στοιχείων κατά συστηματικό και συνεκτικό τρόπο ως προς τους ελέγχους που πράγματι διενεργήθηκαν.

324    Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί επίσης τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι δεν είχαν καθορισθεί τα προαναφερθέντα στη σκέψη 308 πρότυπα στον τομέα των ΚΓΠΣ. Όσον αφορά το πρότυπο με τίτλο «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου, συμπεριλαμβανομένης, ανάλογα με την περίπτωση, της απαγόρευσης εκρίζωσης ελαιοδέντρων», η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα ελαιόδεντρα δεν εκριζώνονται στην Ελλάδα. Προς στήριξη, όμως του επιχειρήματος αυτού δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο. Εν πάση δε περιπτώσει, ακόμη και αν τέτοιο επιχείρημα στηρίζεται επί ακριβών πραγματικών στοιχείων δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη συμμόρφωση ενός κράτους μέλους με την απορρέουσα από το άρθρο 5 του κανονισμού 1782/2003 και από το παράρτημα IV του εν λόγω κανονισμού υποχρέωσή του καθορισμού του εν λόγω προτύπου.

325    Όσον αφορά το πρότυπο στον τομέα των ΚΓΠΚ που αφορά τη «[δ]ιατήρηση των ελαιώνων σε καλή βλαστική κατάσταση», η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το πρότυπο αυτό περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος A9, της υπ’ αριθ. 324032 ελληνικής υπουργικής αποφάσεως της 24ης Δεκεμβρίου 2004 (ΦΕΚ B΄ 1921/24.12.2004). Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «[ο] γεωργός που λαμβάνει άμεσες ενισχύσεις υποχρεούται […] να προβαίνει στις ελάχιστες καλλιεργητικές παρεμβάσεις στο αγροτεμάχιο ώστε να διατηρείται αυτό σε καλή κατάσταση και να αποφεύγεται η εισβολή ανεπιθύμητων ειδών» και ότι «[ο] γεωργός μπορεί να απομακρύνει την ανεπιθύμητη βλάστηση είτε με βόσκηση είτε με μηχανικό κόψιμο και απομάκρυνση». Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, της υπ’ αριθ. 262021 ελληνικής υπουργικής αποφάσεως της 15ης Απριλίου 2005 (ΦΕΚ B΄ 538/21.4.2005) προβλέπει ρητώς ότι η επιβαλλόμενη από το προμνησθέν άρθρο υποχρέωση αφορά επίσης τα «αγροτεμάχια» που καλύπτονται από «μόνιμες καλλιέργειες». Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία διευκρινίζει ότι είναι αυτονόητο ότι στις έννοιες «αγροτεμάχια» και «μόνιμες καλλιέργειες» εμπίπτουν σαφώς και οι ελαιώνες.

326    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003, όπως τροποποιήθηκε από το παράρτημα, παράγραφος 2α, του κανονισμού 864/2004, ορίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν, μεταξύ άλλων, δύο χωριστά πρότυπα στον τομέα των ΚΓΠΣ, ήτοι, αφενός, ένα γενικό πρότυπο που σκοπεί στην αποτροπή της παρεισφρήσεως ανεπιθύμητης βλαστήσεως στα αγροτεμάχια και, αφετέρου, ένα ειδικό πρότυπο που σκοπεί στη διατήρηση των ελαιώνων σε καλή βλαστική κατάσταση.

327    Εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η φράση «αγροτεμάχιο που καλύπτεται από μόνιμες καλλιέργειες», όπως αυτή χρησιμοποιείται στην εθνική νομοθεσία την οποία επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, καλύπτει και τους ελαιώνες, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει πρότυπα στον τομέα των ΚΓΠΣ που να αφορούν τη «[δ]ιατήρηση των ελαιώνων σε καλή βλαστική κατάσταση». Πράγματι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοιο πρότυπο ένας κανόνας της εθνικής νομοθεσίας όλως γενικού χαρακτήρα, κατά τον οποίο κάθε γεωργός που εισπράττει άμεσες ενισχύσεις οφείλει να προβαίνει στις ελάχιστες καλλιεργητικές παρεμβάσεις στο αγροτεμάχιο «ώστε να διατηρείται αυτό σε καλή κατάσταση». Κατά τα λοιπά, ούτε η επιβαλλόμενη με την εθνική νομοθεσία επιπλέον υποχρέωση των γεωργών να μεριμνούν ώστε «να αποφεύγεται η εισβολή ανεπιθύμητων ειδών» ανταποκρίνεται στις επιταγές του εν λόγω προτύπου, καθόσον η χρησιμοποιούμενη στο εν λόγω πρότυπο έννοια της διατηρήσεως των ελαιώνων σε «καλή βλαστική κατάσταση» δεν καλύπτεται εξ ολοκλήρου από τη χρησιμοποιούμενη στην εθνική νομοθεσία έννοια της αποτροπής της «εισβολή[ς] ανεπιθύμητων ειδών».

328    Επισημαίνεται εξάλλου ότι, γενικότερα, η εκ μέρους της Επιτροπής επίκληση της παραλείψεως της Ελληνικής Δημοκρατίας να καθορίσει τα προαναφερθέντα πρότυπα στον τομέα των ΚΓΠΣ δεν αποτελεί μεμονωμένη αιτίαση, αλλά προβάλλεται προς στήριξη της διαπιστώσεως της Επιτροπής ότι δεν έχει αποδειχθεί η διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων. Η Επιτροπή έκρινε δηλαδή ότι ήταν αδύνατο να ελεγχθεί η τήρηση ενός προτύπου που δεν είχε καν καθορισθεί σε εθνικό επίπεδο. Ανεξαρτήτως της ακρίβειας της τελευταίας αυτής εκτιμήσεως, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η τήρηση των οικείων προτύπων είχε αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικών και αποτελεσματικών ελέγχων στην Ελλάδα.

–       Επί της παραλείψεως ελέγχου του συνόλου των επιλεγέντων γεωργών

329    Με το σημείο 13.1 της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά παράβαση του άρθρου 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, δεν ελέγχθησαν όλοι οι επιλεγέντες γεωργοί για όλες τις ΚΑΔ και ΚΓΠΣ για τις οποίες ήταν υπεύθυνες οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές. Οι αρχές αυτές, ήτοι οι κατά τόπους διευθύνσεις γεωργίας των ελληνικών νομαρχιών, είχαν διενεργήσει ελέγχους μόνο για τις ΚΑΔ και τις ΚΓΠΣ που σχετίζονταν με την αίτηση του γεωργού.

330    Το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 προβλέπει τα εξής:

«Κατά τη διεξαγωγή των ελέγχων στο δείγμα που προβλέπεται στο άρθρο 44, η αρμόδια ελεγκτική αρχή μεριμνά ώστε να ελέγχεται η συμμόρφωση όλων των κατόχων εκμετάλλευσης που επιλέγονται κατ’ αυτόν τον τρόπο προς τις απαιτήσεις και τα πρότυπα για τα οποία αυτή είναι αρμόδια.»

331    Όσον αφορά τη διαπίστωση ότι δεν ελέγχθησαν όλοι οι επιλεγέντες γεωργοί για όλες τις ΚΑΔ και όλα τα πρότυπα των ΚΓΠΣ για τα οποία ήταν υπεύθυνη η αρμόδια ελεγκτική αρχή, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία, οι ελεγκτές είχαν την υποχρέωση να ελέγξουν το σύνολο της εκμεταλλεύσεως υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της πολλαπλής συμμορφώσεως. Εντούτοις, δεδομένου ότι το έτος 2005 ήταν το πρώτο έτος εφαρμογής του συστήματος της πολλαπλής συμμόρφωσης και είχαν κατατεθεί διαφορετικές αιτήσεις ενισχύσεως για τμήματα της ίδιας εκμεταλλεύσεως ενδέχεται η εν λόγω υποχρέωση ελέγχου του συνόλου της εκμεταλλεύσεως να μην τηρήθηκε σε ελάχιστες μεμονωμένες περιπτώσεις. Από το 2006, όμως, και εφεξής, στο μέτρο που, αφενός, οι γεωργοί υποχρεούνται να δηλώνουν το σύνολο της εκμεταλλεύσεώς τους στην αίτηση χορηγήσεως ενιαίας ενισχύσεως και, αφετέρου, παρασχέθηκαν περαιτέρω σχετικές διευκρινίσεις, ο έλεγχος αφορά πάντα και απαρέγκλιτα το σύνολο της εκμεταλλεύσεως. Επιπλέον, κατά την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, οι γεωργοί υποχρεούνται να δηλώνουν το σύνολο της εκμεταλλεύσεώς τους στην αίτηση ενιαίας ενισχύσεως. Σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής και προς εξασφάλιση της πληρότητας των ελέγχων, οι τοπικές κτηνιατρικές υπηρεσίες των νομαρχιών μετέχουν επίσης στους ελέγχους της πολλαπλής συμμορφώσεως.

332    Διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω γενικές και αφηρημένες εκτιμήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αποδεικνύουν ότι ελέγχθηκαν όλοι οι επιλεγέντες γεωργοί για όλες τις ΚΑΔ και όλα τα πρότυπα στον τομέα των ΚΓΠΣ για τα οποία ήταν υπεύθυνη η αρμόδια ελεγκτική αρχή. Όσον αφορά τις βελτιώσεις που επήλθαν σε μεταγενέστερο στάδιο, ήτοι από το 2006 και εφεξής, το στοιχείο αυτό είναι προφανώς αλυσιτελές όσον αφορά τις αιτήσεις του έτους 2005, ήτοι το μοναδικό έτος που αφορά αυτό το σκέλος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

333    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω και των σκέψεων 72 έως 74, αυτή η αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της παραλείψεως διενέργειας ελέγχων όσον αφορά τις σχετικές με την ταυτοποίηση και την καταγραφή των χοίρων απαιτήσεις

334    Στο σημείο 13.1 (2) της συνοπτικής εκθέσεως σημειώνεται ότι το 2005 οι ελληνικές αρχές δεν διενήργησαν ελέγχους όσον αφορά την ταυτοποίηση και την καταγραφή των χοίρων.

335    Η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει ότι από τα στατιστικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή προκύπτει ότι δεν διενεργήθηκαν έλεγχοι όσον αφορά τη σήμανση και καταγραφή των χοίρων το 2005. Υποστηρίζει, εντούτοις, ότι ο αριθμός των αιτούντων που κατέχουν χοίρους είναι περιορισμένος λόγω του ότι η εκτροφή χοίρων δεν αποτελεί αντικείμενο άμεσων ενισχύσεων. Συνεπώς, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε καμία παράβαση στον συγκεκριμένο τομέα δεν συνεπάγεται κανένα κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ. Περαιτέρω, η δήλωση των χοίρων στην αίτηση χορηγήσεως άμεσης ενισχύσεως έχει καταστεί υποχρεωτική από το 2006, προς διευκόλυνση του εντοπισμού και του ελέγχου των οικείων παραγωγών. Στο πλαίσιο αυτό, το 2006 πραγματοποιήθηκαν 65 επιτόπιοι έλεγχοι για τη σήμανση και καταγραφή των χοίρων, επί συνόλου 1 184 αιτούντων τη χορήγηση άμεσων ενισχύσεων που κατείχαν χοίρους. Διαπιστώθηκαν δύο παραβάσεις.

336    Η Ελληνική Δημοκρατία δέχεται, επομένως, ότι είναι ακριβείς οι διαπιστώσεις της συνοπτικής εκθέσεως ότι δεν διενεργήθηκαν έλεγχοι όσον αφορά τη σήμανση και την καταγραφή των χοίρων το 2005. Το γεγονός ότι οργανώθηκαν τέτοιοι έλεγχοι το 2006 προφανώς δεν κλονίζει την εν λόγω διαπίστωση.

337    Πρέπει να προστεθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η μη διενέργεια ελέγχων στον τομέα αυτό, ακόμη και αν οι έλεγχοι αφορούσαν περιορισμένο αριθμό κατόχων χοίρων, όντως δημιούργησε κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ, στον βαθμό που η μη τήρηση των σχετικών με τη σήμανση και την καταγραφή των χοίρων απαιτήσεων θα δικαιολογούσε την επιβολή κυρώσεως στον οικείο παραγωγό, υπό μορφή μειώσεως της πριμοδοτήσεως που του χορηγείτο και που αποτελούσε δαπάνη χρηματοδοτούμενη από το ΕΓΤΠΕ. Ελλείψει ελέγχων όμως, οι εν λόγω παραβάσεις δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν, με αποτέλεσμα, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή με το έγγραφό της AGRI/2005/64043 (βλ. ανωτέρω σκέψη 275), την υπερτίμηση των καταλογιστέων στο ΕΓΤΠΕ δαπανών.

338    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί.

–       Επί του προβαλλόμενου ασαφή και ελλιπή χαρακτήρα των κατευθυντήριων γραμμών που οι ελληνικές αρχές κοινοποίησαν στους ελεγκτές

339    Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι οι κατευθυντήριες γραμμές που κοινοποίησαν οι ελληνικές αρχές στους ελεγκτές ήταν ασαφείς και ελλιπείς. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκριναν ότι δεν υφίστατο πάντοτε άμεση σχέση μεταξύ των απαιτήσεων που έπρεπε να ελέγχονται σύμφωνα με την εφαρμοστέα ελληνική νομοθεσία, των σημείων ελέγχου που προβλέπονταν στις εκθέσεις ελέγχου, της αξιολογήσεως που έπρεπε να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και, τέλος, των επιβαλλόμενων κυρώσεων. Η Επιτροπή προσέθεσε, στο ίδιο πλαίσιο, ότι οι υπηρεσίες της είχαν διαπιστώσει περιπτώσεις στις οποίες ο ΟΠΕΚΕΠΕ είχε επιβάλει κυρώσεις μη προβλεπόμενες από τις οδηγίες.

340    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι διαβίβασε στις υπηρεσίες της Επιτροπής την υπ’ αριθ. 103618 εγκύκλιο της 1ης Αυγούστου 2007, η οποία κωδικοποιεί τις κατευθυντήριες αρχές και περιλαμβάνει τις οδηγίες προς τους ελεγκτές. Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι, πέραν των γραπτών οδηγιών προς τους ελεγκτές, τα δεκατρία περιφερειακά γραφεία του ΟΠΕΚΕΠΕ διοργάνωσαν δύο ή τρεις συσκέψεις με σκοπό να παρασχεθούν περαιτέρω πληροφορίες στους ελεγκτές σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής των ελέγχων και συμπληρώσεως των εκθέσεων ελέγχου. Επιπλέον, οι αναλυτικές οδηγίες αξιολογήσεως των περιπτώσεων μη συμμορφώσεως παρατίθενται σε αναλυτικό πίνακα τεσσάρων σελίδων ο οποίος έχει προσαρτηθεί ως παράρτημα στην υπ’ αριθ. 297285 ελληνική υπουργική απόφαση της 5ης Αυγούστου 2005 (ΦΕΚ B΄ 1183/26.8.2005), αντίγραφο της οποίας απεστάλη στην Επιτροπή. Ο πίνακας αυτός εμφαίνει διάφορες υποπεριπτώσεις μη συμμορφώσεως, σε πλήρη αντιστοίχιση με τα έντυπα ελέγχου. Τέλος, η υπ’ αριθ. 262021 ελληνική υπουργική απόφαση της 15ης Απριλίου 2005 (ΦΕΚ B΄ 538/21.4.2005) περιλαμβάνει στα άρθρα 5 έως 7 αναλυτικές οδηγίες ελέγχου των προτύπων στον τομέα των ΚΓΠΣ και των ΚΑΔ A1 έως A8α του παραρτήματος III του κανονισμού 1782/2003. Οι οδηγίες αυτές, που περιλαμβάνονται υπό μορφή ενοποιημένου κειμένου στην προαναφερθείσα εγκύκλιο υπ’ αριθ. 103618, δημοσιεύθηκαν στις 21 Απριλίου 2005, το δε ελεγκτικό προσωπικό των νομαρχιών και του ΟΠΕΚΕΠΕ έλαβε γνώση του περιεχομένου τους πριν από την έναρξη των ελέγχων για το έτος 2005.

341    Διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αντικρούει τις συνοπτικώς παρατιθέμενες στην ανωτέρω σκέψη 339 διαπιστώσεις της Επιτροπής. Η Ελληνική Δημοκρατία περιορίζεται κατ’ ουσίαν στην απλή απαρίθμηση των κανονιστικών διατάξεων που περιέχουν οδηγίες της σχετικές με τους ελέγχους, χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι ήταν εσφαλμένες οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ότι, μεταξύ άλλων, περί του ότι δεν υφίστατο πλήρης αντιστοιχία μεταξύ των οδηγιών που εξέδωσε η Ελληνική Δημοκρατία και των σημείων ελέγχου που προβλέπονταν στα έντυπα των εκθέσεων ελέγχου. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αντέκρουσε, ομοίως, ούτε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η αξιολόγηση που έπρεπε να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις απευθυνόμενες στους ελεγκτές κατευθυντήριες γραμμές δεν αντιστοιχούσε στις απαιτήσεις ελέγχου που προβλέπει η σχετική εθνική νομοθεσία.

342    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να προστεθεί ότι η υπ’ αριθ. 297285 υπουργική απόφαση εκδόθηκε στις 26 Αυγούστου 2005, ήτοι τέσσερις μήνες πριν από το τέλος του 2005 και ενώ είχε ασφαλώς ήδη αρχίσει η διενέργεια των ελέγχων για το συγκεκριμένο έτος.

343    Όσον αφορά την υπ’ αριθ. 297285 υπουργική απόφαση, διαπιστώνεται ότι το παράρτημά της περιέχει έντυπα εκθέσεων ελέγχου, τα οποία διαφέρουν από τα έντυπα που προσκομίσθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία και που χρησιμοποιήθηκαν, όπως η ίδια υποστήριξε, στο πλαίσιο των ελέγχων του έτους 2005 (βλ. ανωτέρω σκέψη 313). Η διαπίστωση αυτή αποτελεί επιπλέον στοιχείο το οποίο επιβεβαιώνει τις αμφισβητούμενες στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως διαπιστώσεις της Επιτροπής.

344    Σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις και λαμβανομένων επίσης υπόψη των σκέψεων 72 έως 74, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

–       Επί της μη επιβολής μειώσεων και αποκλεισμών

345    Με το σημείο 13.1 (5) της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, αν από τους επιτόπιους ελέγχους προκύπτουν περιπτώσεις μη συμμορφώσεως προς τις σχετικές με την πολλαπλή συμμόρφωση απαιτήσεις, οι διαπιστώσεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή μειώσεων στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως. Κατά την Επιτροπή πάντως, δεν υφίσταται εν προκειμένω κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι διαπιστωθείσες από τις ελληνικές ελεγκτικές αρχές στο πλαίσιο άλλων δραστηριοτήτων ελέγχου περιπτώσεις μη συμμορφώσεως είχαν ληφθεί υπόψη για την επιβολή μειώσεων στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως.

346    Τα άρθρα 39, παράγραφος 4, 48, παράγραφος 1, και 65, παράγραφος 4, του κανονισμού 796/2004 έχουν ως εξής:

«Άρθρο 39

[…]

4.      Εάν από τους επιτόπιους ελέγχους που διενεργούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό προκύψουν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του τίτλου Ι του κανονισμού (ΕΚ) 1760/2000, αντίγραφα της έκθεσης ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 28 του παρόντος κανονισμού διαβιβάζονται, χωρίς καθυστέρηση, στις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1082/2003.

[…]

Άρθρο 48

1.      Για κάθε επιτόπιο έλεγχο δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου, ανεξαρτήτως του εάν ο κάτοχος εκμετάλλευσης επιλέχθηκε για επιτόπιο έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 45 ή μετά τη διαπίστωση μη συμμόρφωσης που υπέπεσε στην αντίληψη της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής με άλλον τρόπο, η αρμόδια ελεγκτική αρχή συντάσσει έκθεση ελέγχου.

[…]

Άρθρο 65

[…]

4.      Οι καταστάσεις μη συμμόρφωσης θεωρούνται ως “προσδιορισθείσες”, εάν έχουν διαπιστωθεί κατόπιν ελέγχου οποιουδήποτε είδους, ο οποίος διενεργήθηκε σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ή έχουν υποπέσει στην αντίληψη της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής με άλλον τρόπο.»

347    Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή με τη συνοπτική έκθεση, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, βεβαίως, ότι οι περιπτώσεις μη τηρήσεως των σχετικών με την πολλαπλή συμμόρφωση απαιτήσεων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή μειώσεων στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως, όταν υπέπεσαν στην αντίληψη της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής κατόπιν ελέγχων στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως stricto sensu, το ίδιο όμως ισχύει για κάθε περίπτωση μη συμμορφώσεως «που υπέπεσε στην αντίληψη της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής με άλλον τρόπο», κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, ή που έχει «υποπέσει στην αντίληψη της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής με άλλον τρόπο», κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού.

348    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, καταρχάς, ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες από τον έλεγχο επιλεξιμότητας προκύπτουν ενδείξεις μη συμμορφώσεως, ενημερώνονται σχετικά ο ΟΠΕΚΕΠΕ και ενδεχομένως η αρμόδια κτηνιατρική υπηρεσία. Ο ενδιαφερόμενος γεωργός περιλαμβάνεται στη συνέχεια στο αντίστοιχο δείγμα ελέγχου. Από την εθνική νομοθεσία προκύπτει, περαιτέρω, ότι η αξιολόγηση των παραβάσεων που αφορούν την πολλαπλή συμμόρφωση αποτελεί υποχρέωση των ελεγκτών. Ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις μη τηρήσεως της εν λόγω υποχρεώσεως οφείλονται στο γεγονός ότι το 2005 ήταν το πρώτο έτος εφαρμογής της πολλαπλής συμμορφώσεως. Η συγκεκριμένη πλημμέλεια θεραπεύτηκε με την ενιαία για το σύνολο της χώρας αξιολόγηση που πραγματοποίησαν οι εμπειρογνώμονες του ΟΠΕΚΕΠΕ. Στην υπ’ αριθ. 75804 απόφαση του ΟΠΕΚΕΠΕ, της 8ης Αυγούστου 2006, αντίγραφο της οποίας διαβιβάσθηκε στην Επιτροπή, περιγράφεται σαφέστατα η διαδικασία υπολογισμού των μειώσεων και των αποκλεισμών για τις αιτήσεις του 2005. Εξάλλου, η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 39, 48 και 65 του κανονισμού 796/2004 επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι έλεγχοι της πολλαπλής συμμορφώσεως διενεργούνται ταυτόχρονα με τους ελέγχους επιλεξιμότητας.

349    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ακολούθως ότι, σύμφωνα με το σημείο Γ1 της υπ’ αριθ. 103618 εγκυκλίου της 1ης Αυγούστου 2007, οι περιφερειακές διευθύνσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ συνέστησαν επιτροπές εμπειρογνωμόνων οι οποίες επανεξέτασαν την αξιολόγηση των διαπιστωθεισών σε κάθε έκθεση ελέγχου παραβάσεων, προκειμένου να προβούν σε ενιαία τελική αξιολόγηση των παραβάσεων για το σύνολο των γεωργών της χώρας. Η τελική αυτή αξιολόγηση καταχωρίστηκε σε βάση δεδομένων και ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό των κυρώσεων.

350    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι τα ποσά που προέκυψαν από μειώσεις και αποκλεισμούς κατόπιν ελέγχων στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως κατά το έτος 2005 κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή με έγγραφο της 20ής Νοεμβρίου 2006. Τα ποσά αυτά ανακτήθηκαν σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 10, παράγραφος 2, και 73, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004.

351    Διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή της Ελληνικής Δημοκρατίας προβάλλεται αλυσιτελώς όσον αφορά τις επίμαχες διαπιστώσεις της συνοπτικής εκθέσεως, στις οποίες δεν δίδει καμία απάντηση.

352    Πράγματι και υπό την εκδοχή ακόμη ότι αληθεύει, το γεγονός ότι οι έλεγχοι της πολλαπλής συμμορφώσεως πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα με τους ελέγχους της επιλεξιμότητας, τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι οι περιπτώσεις μη συμμορφώσεως τις οποίες διαπίστωσαν οι ελεγκτικές αρχές στο πλαίσιο άλλων ελεγκτικών δραστηριοτήτων ελήφθησαν υπόψη για την εφαρμογή μειώσεων στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως.

353    Όσον αφορά την υπ’ αριθ. 75804 απόφαση του ΟΠΕΚΕΠΕ, της 8ης Αυγούστου 2006, πρόκειται, όπως υποστηρίζει η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία, για απόφαση αφορώσα την αξιολόγηση από επιτροπή του ΟΠΕΚΕΠΕ των εκθέσεων ελέγχου στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως. Από κανένα στοιχείο της αποφάσεως αυτής δεν προκύπτει ότι η εν λόγω αξιολόγηση αφορούσε επίσης τις σχετικές με άλλες δραστηριότητες ελέγχου εκθέσεις.

354    Εξάλλου η υπ’ αριθ. 103618 εγκύκλιος της 1ης Αυγούστου 2007 είναι μεταγενέστερη του έτους 2005, του μοναδικού έτους που αφορά αυτό το σκέλος της προσβαλλομένης αποφάσεως, και άπτεται μόνον των μελλοντικών ελέγχων. Είναι προφανές ότι η επίκληση της εγκυκλίου αυτής είναι αλυσιτελής ως προς το σκέλος της προσβαλλομένης αποφάσεως το οποίο αφορά η υπό κρίση αιτίαση.

355    Τέλος, το έγγραφο της 20ής Νοεμβρίου 2006 απλώς αναφέρει τα συνολικά ποσά των εφαρμοσθεισών μειώσεων και δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι περιπτώσεις μη συμμορφώσεως τις οποίες διαπίστωσαν οι ελεγκτικές αρχές στο πλαίσιο άλλων ελέγχων και, ειδικότερα, στο πλαίσιο των ελέγχων της επιλεξιμότητας, είχαν ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή μειώσεων στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως.

356    Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμη.

–       Επί της πλημμελούς διενέργειας των επικουρικών ελέγχων

357    Κατά τη συνοπτική έκθεση [σημείο 13.1 (6)], οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν πλημμέλειες κατά τη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων. Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία, κατά παράβαση του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, επέλεξε τις εκμεταλλεύσεις που θα αποτελούσαν αντικείμενο ελέγχου συμβατότητας με τις επιταγές της πολλαπλής συμμορφώσεως, χωρίς να πραγματοποιήσει ανάλυση επικινδυνότητας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ή ανάλυση επικινδυνότητας προσαρμοσμένη στα επίμαχα πρότυπα ή στις επίμαχες επιταγές. Πάντως, αυτή η έλλειψη ειδικής αναλύσεως επικινδυνότητας προσαρμοσμένης στις επιταγές της πολλαπλής συμμορφώσεως, συνιστά πλημμέλεια μη δυνάμενη πάντως να επηρεάσει το κύρος παρά μόνον ενός επικουρικού ελέγχου.

358    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 796/2004 δεν επέβαλλε την εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων για την επιλογή του δείγματος ελέγχου της πολλαπλής συμμορφώσεως. Δέχεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του γενικού και αόριστου, κατά την εκτίμησή της, χαρακτήρα της διατάξεως του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, δεν πραγματοποιήθηκε καμία συγκεκριμένη ανάλυση επικινδυνότητας για την επιλογή του δείγματος ελέγχου το 2005. Οι γεωργοί που υποβλήθηκαν σε επιτόπιο έλεγχο το 2005 επελέγησαν τυχαία μεταξύ των γεωργών που είχαν υποβληθεί σε έλεγχο επιλεξιμότητας για πριμοδοτήσεις βοοειδών, πριμοδοτήσεις αιγοπροβάτων, πριμοδοτήσεις αροτραίων καλλιεργειών ή πριμοδοτήσεις γαλακτοκομικών προϊόντων. Εξάλλου, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση σε ορισμένα κριτήρια επικινδυνότητας των ελέγχων επιλεξιμότητας, όπως για παράδειγμα στον αριθμό των αγροτεμαχίων και των ζώων, που έχουν σημασία για το καθεστώς της πολλαπλής συμμορφώσεως.

359    Πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το σημείο 3.1 του εγγράφου AGRI/2005/64043, διόρθωση ύψους 10 % μπορεί να επιβληθεί μόνο στο πλαίσιο βασικών ελέγχων. Οι παραβάσεις σε επικουρικούς ελέγχους δεν δικαιολογούν τέτοιες διορθώσεις. Η Επιτροπή μπορεί μόνο να επιβάλει διόρθωση μέχρι 2 % αν ένας ή πλείονες επικουρικοί έλεγχοι αποβούν ανεπαρκείς (βλ., όσον αφορά τις έννοιες των βασικών και επικουρικών ελέγχων, ανωτέρω σκέψη 92). Βάσει του σημείου 2 του εν λόγω εγγράφου, η ανεπαρκής ανάλυση επικινδυνότητας μπορεί να θεωρηθεί ως πλημμελής διεξαγωγή επικουρικού ελέγχου.

360    Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε κατ’ αποκοπή οικονομική διόρθωση 10 % για τα οικονομικά έτη 2006 και 2007. Η διόρθωση αυτή δικαιολογείται επαρκώς κατά νόμον από τις λοιπές διαπιστώσεις της συνοπτικής εκθέσεως στις οποίες βρίσκει έρεισμα η προσβαλλόμενη απόφαση, οι δε αιτιάσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας που βάλλουν κατά των διαπιστώσεων αυτών πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, όπως ήδη επισημάνθηκε.

361    Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αιτίαση είναι αλυσιτελής. Πράγματι, εφόσον, κατά το σημείο 3.1 του εγγράφου AGRI/2005/64043, κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 10 % μπορεί να επιβληθεί μόνο λόγω ανεπάρκειας των βασικών ελέγχων, το ζήτημα αν διενεργήθηκε ορθώς ή μη ένας επικουρικός έλεγχος όπως ο επίμαχος εν προκειμένω (που, όπως ήδη επισημάνθηκε, επηρεάζεται από την απουσία ειδικής αναλύσεως επικινδυνότητας) δεν κλονίζει την επιβληθείσα διόρθωση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Νοεμβρίου 2008, T‑263/06, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 131).

362    Εν πάση περιπτώσει, η αιτίαση αυτή δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Το άρθρο 45, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 796/2004 ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη των ελέγχων που διενεργούνται μετά τον εντοπισμό περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, οι οποίες υποπίπτουν στην αντίληψη της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής με άλλον τρόπο, οι εκμεταλλεύσεις που πρόκειται να ελεγχθούν σύμφωνα με το άρθρο 44 επιλέγονται με βάση ανάλυση κινδύνου που διενεργείται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όπου έχει εφαρμογή, ή ανάλυση κινδύνου κατάλληλη για τις απαιτήσεις ή τα πρότυπα […]

2.      Για τις απαιτήσεις ή τα πρότυπα που υπάγονται στην αρμοδιότητά της, η αρμόδια ελεγκτική αρχή επιλέγει τους κατόχους εκμετάλλευσης που πρόκειται να ελεγχθούν σύμφωνα με το άρθρο 44 από το δείγμα των κατόχων εκμετάλλευσης που έχουν ήδη επιλεγεί σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 και για τους οποίους ισχύουν οι εξεταζόμενες απαιτήσεις ή πρότυπα.»

363    Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 796/2004 επιβάλλει την εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων για την επιλογή του δείγματος ελέγχου της πολλαπλής συμμορφώσεως βάσει ειδικής αναλύσεως επικινδυνότητας. Πάντως, η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει ότι επέλεξε τυχαία τους γεωργούς που θα αποτελούσαν αντικείμενο των επιτόπιων ελέγχων στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως, όπερ σημαίνει ότι δεν πραγματοποίησε καμία συγκεκριμένη ανάλυση επικινδυνότητας, αντιθέτως προς τις επιταγές του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004.

364    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι κανένα έγγραφο εργασίας της Επιτροπής δεν κάνει αναφορά σε ανάλυση επικινδυνότητας στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως και ότι δεν υφίσταται κατάλογος των κριτηρίων επικινδυνότητας που πρέπει να χρησιμοποιούνται, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της επιλεξιμότητας. Πράγματι, η έλλειψη εγγράφων εργασίας και καταλόγου κριτηρίων επικινδυνότητας δεν συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις σαφείς και αναμφίλεκτες απαιτήσεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004.

365    Τέλος, το επιχείρημα ότι δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση σε ορισμένα κριτήρια επικινδυνότητας των ελέγχων επιλεξιμότητας πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένα επιχειρήματα ή στοιχεία ικανά να καταδείξουν τους λόγους για τους οποίους τα ως άνω κριτήρια είχαν ιδιαίτερη σημασία για τον έλεγχο της τηρήσεως των επιταγών της πολλαπλής συμμορφώσεως.

–       Επί της γνώμης του οργάνου συμφιλίωσης

366    Όσον αφορά τη γνώμη της 16ης Δεκεμβρίου 2009, την οποία επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία και με την οποία το όργανο συμφιλίωσης ετάχθη υπέρ τα απόψεως της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η διόρθωση ύψους 10 % ήταν αδικαιολόγητη, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. ανωτέρω σκέψη 161) ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 94/442, η θέση του οργάνου αυτού ουδόλως προδικάζει την τελική απόφαση της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τα συμπεράσματα του οργάνου συμφιλίωσης κατά τη λήψη της αποφάσεώς της.

367    Δεδομένου ότι είναι απορριπτέες όλες οι αιτιάσεις που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα της σταφίδας δαπάνες

368    Έχοντας διαπιστώσει διάφορες πλημμέλειες στο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου στον τομέα της σταφίδας, η Επιτροπή εφάρμοσε για τα οικονομικά έτη 2003, 2004, 2005, 2006 και 2007 κατ’ αποκοπή διορθώσεις ύψους 54 701 943,48 ευρώ.

 Επί του δεκάτου πέμπτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεων του κανονισμού 1621/1999 και περί πλάνης περί το δίκαιο

369    Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά των διαπιστώσεων της συνοπτικής εκθέσεως στις οποίες βρίσκει έρεισμα η προσβαλλόμενη απόφαση και οι οποίες αφορούν την ελάχιστη απόδοση των προοριζόμενων για την παραγωγή σταφίδας αμπελοτεμαχίων και την απουσία ελέγχων όσον αφορά την ειδίκευση των αμπελοτεμαχίων και των προορισμών των σταφυλιών, προσάπτοντας επ’ αυτού στην Επιτροπή εσφαλμένη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 1621/1999 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1999, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου όσον αφορά την ενίσχυση για την καλλιέργεια σταφυλιών που προορίζονται για την παραγωγή ορισμένων ποικιλιών σταφίδων (EE L 192, σ. 21), καθώς και πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τις διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως στον τομέα αυτό.

–       Το νομικό πλαίσιο

370    Ο κανονισμός (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (EE L 297, σ. 29), ορίζει στο άρθρο του 7, παράγραφος 1, τα εξής:

«1.      Χορηγείται ενίσχυση για την καλλιέργεια σταφυλιών προοριζόμενων για την παραγωγή σουλτανίνας, σταφίδας της ποικιλίας Moscatel και κορινθιακής σταφίδας.

Το ύψος της ενίσχυσης καθορίζεται ανά εκτάριο ειδικευμένης έκτασης που συγκομίζεται και αποτελεί συνάρτηση της μέσης απόδοσης ανά εκτάριο αυτής της έκτασης. Λαμβάνεται επίσης υπόψη:

α)      η ανάγκη να εξασφαλισθεί η διατήρηση των εκτάσεων στις οποίες παραδοσιακά γίνονται τέτοιες καλλιέργειες·

β)      η δυνατότητα διάθεσης της σταφίδας.

Το ύψος της ενίσχυσης δύναται να διαφοροποιηθεί ανάλογα με τις ποικιλίες σταφίδας και άλλους παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάζουν τις αποδόσεις.»

371    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1621/1999, ως «ειδικευμένα αμπελοτεμάχια» νοούνται οι «ειδικευμένες εκτάσεις που είναι φυτευμένες με αμπέλους των ποικιλιών σουλτανίνας, μαύρων σταφυλιών Κορίνθου (κορινθιακής) και Moscatel, των οποίων το σύνολο της συγκομιζόμενης παραγωγής νωπών σταφυλιών αποξηραίνεται με σκοπό τη μεταποίηση σε προϊόντα».

372    Το άρθρο 3 του κανονισμού 1621/1999 έχει ως εξής:

«1.      Η ενίσχυση για την καλλιέργεια σταφυλιών χορηγείται για τα ειδικευμένα αμπελοτεμάχια:

α)      που έχουν εγγραφεί στη βάση δεδομένων·

β)      που έχουν καλλιεργηθεί και συγκομισθεί πλήρως και των οποίων η αποξηραμένη παραγωγή (ανεπεξέργαστες σταφίδες) έχει παραδοθεί σε μεταποιητή στο πλαίσιο σύμβασης·

γ)      οι οποίες έχουν ελάχιστη απόδοση τουλάχιστον ίση με τις ακόλουθες ποσότητες:

–        3000 χιλιόγραμμα ανεπεξέργαστης σταφίδας για τη σουλτανίνα,

–        2100 χιλιόγραμμα ανεπεξέργαστης σταφίδας για την κορινθιακή,

–        520 χιλιόγραμμα ανεπεξέργαστης σταφίδας για τις σταφίδες της ποικιλίας “moscatel”

[…]

2.      Ισχύουν οι ακόλουθες παρεκκλίσεις στην απαίτηση για την ελάχιστη απόδοση:

[…]

–        για τα αμπελοτεμάχια που υπέστησαν ζημιές από φυσικές καταστροφές, τα κράτη μέλη μειώνουν τις ποσότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχείο γ΄, κατά το ποσοστό της ζημίας που πιστοποιήθηκε από τους οργανισμούς ασφάλισης· στην περίπτωση ζημιών που δεν καλύπτονται από τους οργανισμούς ασφάλισης, τα κράτη μέλη καθορίζουν το ποσοστό της μείωσης της ελάχιστης απόδοσης για τις πληγείσες περιφέρειες και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή,

[…]».

–       Επί της ελάχιστης αποδόσεως των προοριζόμενων για την παραγωγή σταφίδας αμπελοτεμαχίων και επί της μειώσεώς της από τις ελληνικές αρχές

373    Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι, κατά την περίοδο εμπορίας 2003‑2004, εφαρμόστηκαν σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια μειώσεις της κανονιστικώς προβλεπόμενης ελάχιστης αποδόσεως για τα ειδικευμένα αμπελοτεμάχια που προορίζονται για την παραγωγή σταφίδας. Στους νομούς της Κρήτης οι μειώσεις αυτές κυμαίνονταν από 45 % έως 75 %. Κατά την Επιτροπή, το ποσοστό των μειώσεων καθορίστηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν όλοι οι παραγωγοί να αξιώσουν ενίσχυση. Για τα επόμενα έτη, οι μειώσεις αυτές ούτε αιτιολογούνταν προσηκόντως ούτε διαφοροποιούνταν ανά περιοχή, όπως προβλέπουν οι εφαρμοστέες διατάξεις. Ειδικότερα, για τις περιόδους εμπορίας 2004-2005 και 2005-2006 εφαρμόστηκαν κατ’ αποκοπή μειώσεις ύψους 30 % και 50 %, αντιστοίχως, σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Οι μειώσεις αυτές χορηγήθηκαν για διαρθρωτικούς λόγους οι οποίοι δεν προβλέπονται από τις εφαρμοστέες διατάξεις, δεν έχουν σχέση με φυσικές καταστροφές αλλά με παράγοντες όπως, επί παραδείγματι, το υψόμετρο, η εξάντληση του εδάφους ή οι ακατάλληλοι εμβολιασμοί, το δε ποσοστό τους καθορίστηκε σκοπίμως σε τέτοιο ύψος ώστε να μπορούν όλοι οι παραγωγοί να αξιώσουν ενίσχυση. Εξάλλου, όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 2003-2004 και 2004-2005, η απόδοση για τα αμπελοτεμάχια που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια σουλτανίνας και προορίζονταν για την αγορά νωπών σταφυλιών αποδεικνύει ότι ήταν εφικτή η τήρηση της ελάχιστης αποδόσεως που απαιτεί ο κανονισμός 1621/1999 (σημεία 4.1.1.1 και 4.1.4.1 της συνοπτικής εκθέσεως).

374    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ελάχιστη απόδοση που καθορίστηκε από τον κανονισμό 1621/1999 είναι εξωπραγματική, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη την επίδραση των φυσικών καταστροφών και των καιρικών φαινομένων στους αμπελώνες.

375    Επισημαίνει, ειδικότερα, ότι με τον κανονισμό 1621/1999 καθορίστηκε η μέγιστη εγγυημένη έκταση που μπορεί να καλλιεργείται με σταφύλια προς αποξήρανση με σκοπό τη μεταποίησή τους. Η μέγιστη αυτή έκταση καθορίστηκε ως ο μέσος όρος των εκτάσεων που εκαλλιεργούντο στην Ένωση κατά τις περιόδους εμπορίας 1987-1990. Με βάση αυτή την έκταση, η ελάχιστη απαιτούμενη απόδοση καθορίστηκε με πρόδηλα τεχνητό τρόπο σε 3 000 kg σουλτανίνας ανά εκτάριο και σε 2 100 kg μαύρης κορινθιακής σταφίδας ανά εκτάριο, με ορισμένες αποκλίσεις. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η ελάχιστη αυτή απόδοση μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε αμπελοτεμάχια ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας με πλήρεις καλλιεργητικές φροντίδες και με πλήρη ειδίκευση του αμπελιού, σε έδαφος μη εξασθενημένο και υπό ιδανικές καιρικές συνθήκες. Μια φυσική καταστροφή επηρεάζει άμεσα και ριζικά την παραγωγή της σουλτανίνας και της κορινθιακής σταφίδας. Οι επαναλαμβανόμενες φυσικές καταστροφές όμως, όπως προκύπτει από την κοινή πείρα και τις κοινές γεωπονικές παραδοχές, εξασθενούν πλήρως τον αμπελώνα. Η Ελληνική Δημοκρατία επανειλημμένως επέστησε την προσοχή της Επιτροπής στη διαπίστωση αυτή και ζήτησε επανακαθορισμό της ελάχιστης αποδόσεως βάσει των νέων επιστημονικών, γεωπονικών και καλλιεργητικών δεδομένων.

376    Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ακολούθως ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1621/1999, για τα ειδικευμένα αμπελοτεμάχια που υπέστησαν ζημιές από φυσικές καταστροφές, οι υπηρεσίες της καθόρισαν ποσοστό μειώσεως της ελάχιστης αποδόσεως το οποίο στη συνέχεια εξειδικεύονταν κατ’ εφαρμογή θεσμοθετημένων διαδικασιών και βάσει επιστημονικών, γεωπονικών, καλλιεργητικών και μετεωρολογικών στοιχείων. Καθ’ όλη τη διάρκεια των περιόδων εσοδείας 2002-2005, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές εφάρμοσαν την εν λόγω διάταξη σε περιπτώσεις όπου διαπιστώθηκαν ζημίες στην παραγωγή λόγω φυσικών καταστροφών. Ο κανονισμός 1621/1999 επιβάλλει στο κράτος μέλος την υποχρέωση να μειώσει την ελάχιστη απόδοση σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών και δεν του αναγνωρίζει καμιά διακριτική ευχέρεια απαλλαγής από αυτήν την υποχρέωση.

377    Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι η Επιτροπή, κρίνοντας ότι η ετήσια μείωση της ελάχιστης αποδόσεως ήταν αφύσικη, δεν λαμβάνει υπόψη τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν κατά το έτος παραγωγής, αλλά και αυτές που επικράτησαν κατά το προηγούμενο έτος. Η κατάσταση του αμπελώνα στην Ελλάδα, που πλήττεται για παρατεταμένο διάστημα και επί σειρά ετών από διαδοχικές φυσικές καταστροφές, εξηγείται προφανώς και από άλλους παράγοντες οι οποίοι συντελούν ή συμβάλλουν σε κάποιο βαθμό στη μείωση της αποδόσεως, όπως είναι η γήρανση του αμπελώνα της Κρήτης ο οποίος καλλιεργείται ακατάπαυστα επί 30 περίπου αιώνες ή το σύνδρομο εκφυλισμού, οι φυτικοί ιοί και άλλες παθήσεις.

378    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί του φερόμενου ως εξωπραγματικού χαρακτήρα της ελάχιστης αποδόσεως που καθορίστηκε από τον κανονισμό 1621/1999 (τα οποία παρατίθενται συνοπτικώς στις ανωτέρω σκέψεις 374 και 375), διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία ούτε προβάλλει ρητώς ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού ούτε κάποιο συγκεκριμένο επιχείρημα προς στήριξη μιας τέτοιας ελλείψεως νομιμότητας. Εφόσον, όμως, δεν αμφισβητείται το κύρος της διατάξεως αυτής, συνάγεται κατ’ ανάγκη το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση για τις σταφίδες μπορούσε νομίμως να χορηγηθεί μόνον εφόσον πληρούνταν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις χορηγήσεώς της, περιλαμβανομένης της σχετικής με την ελάχιστη απόδοση προϋποθέσεως. Παρέκκλιση από την απαίτηση της ελάχιστης αποδόσεως θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η περίπτωση των αμπελοτεμαχίων που υπέστησαν ζημιές από φυσικές καταστροφές.

379    Πράγματι, με την επιχειρηματολογία της περί εξωπραγματικού χαρακτήρα της ελάχιστης καθορισθείσας αποδόσεως, η Ελληνική Δημοκρατία φαίνεται να τάσσεται υπέρ μιας ελαστικότερης ερμηνείας της τελευταίας αυτής διατάξεως, δυνάμενης να δικαιολογήσει παρέκκλιση από τη σχετική με την ελάχιστη απόδοση απαίτηση σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες δεν συντρέχουν οι ιδανικές συνθήκες που, κατά την άποψή της, είναι απαραίτητες για την επίτευξη της ελάχιστης προβλεπόμενης αποδόσεως. Μια τέτοια ερμηνεία αντιστοιχεί, άλλωστε, στην πρακτική την οποία προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία η Επιτροπή με τη συνοπτική έκθεση και η οποία συνίσταται στην ενιαία και γενικευμένη μείωση της ελάχιστης απαιτούμενης αποδόσεως για μια ολόκληρη περιοχή στην Ελλάδα, ή και για το σύνολο της ελληνικής επικράτειας.

380    Μια τέτοια ερμηνεία πρέπει ωστόσο να απορριφθεί.

381    Πρώτον, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η ελάχιστη προβλεπόμενη απόδοση είναι εξωπραγματική δεν αποδεικνύεται με κανένα στοιχείο. Επιπλέον, από το έγγραφο της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, το οποίο απέστειλε η Επιτροπή στην Ελληνική Δημοκρατία κατόπιν της διμερούς συσκέψεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, προκύπτει ότι η ελάχιστη προβλεπόμενη απόδοση καθορίστηκε λαμβανομένης υπόψη της μέσης πραγματικής αποδόσεως των περιόδων εμπορίας 1987-1990, ήτοι 3 045 kg σουλτανίνας ανά εκτάριο και 2 450 kg κορινθιακής μαύρης σταφίδας ανά εκτάριο. Η τελευταία αυτή απόδοση όμως υπερβαίνει την καθορισθείσα με τον κανονισμό 1621/1999. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε την ακρίβεια των εκτιμήσεων αυτών ούτε διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους θα ήταν αδύνατο για τους οικείους παραγωγούς να επιτύχουν τις ίδιες αποδόσεις με εκείνες που επραγματοποιούντο στα αυτά αγροτεμάχια υπό παρεμφερείς εν πολλοίς συνθήκες προ εικοσαετίας. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η εκτεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 375 επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά τη σταφίδα δεν στηρίζεται σε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, η δε επιχειρηματολογία η οποία εκτίθεται στην ανωτέρω σκέψη 377 και επίσης δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία είναι γενικού χαρακτήρα, καθόσον αφορά τους αμπελώνες στην Ελλάδα και όχι ειδικώς τα αμπελοτεμάχια στα οποία καλλιεργούνται σταφίδες.

382    Επιπλέον, στο ίδιο αυτό έγγραφο διευκρινίζεται ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής διεξήγαγαν εκτενείς έρευνες όσον αφορά την απόδοση σε άλλες παραγωγούς χώρες και ότι από τις έρευνες αυτές προέκυψε ότι μόνον η Ελλάδα δεν κατάφερνε να υπερβεί την ελάχιστη απόδοση. Μολονότι τα στατιστικά αυτά στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με επιφύλαξη, διότι οι ποικιλίες και οι συνθήκες καλλιέργειας δεν είναι εντελώς συγκρίσιμες, εντούτοις δεν αντιφάσκουν προς την ελάχιστη απόδοση που καθορίστηκε από τον κανονισμό 1621/1999. Τα στοιχεία αυτά, που δεν αμφισβητήθηκαν κατά τρόπο ειδικό και εμπεριστατωμένο από την Ελληνική Δημοκρατία, συνηγορούν ομοίως κατά της απόψεως της προσφεύγουσας.

383    Δεύτερον, το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1621/1999 και, ειδικότερα, η έννοια των «φυσικών καταστροφών» που χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή δεν επιτρέπει την ευρεία ερμηνεία που προτείνει η Ελληνική Δημοκρατία.

384    Επισημαίνεται ότι η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«[Ε]πιπλέον, προκειμένου να επιτευχθεί ο απαιτούμενος βαθμός εξειδίκευσης και να αποφευχθούν οι καταχρήσεις, η ενίσχυση πρέπει να παρέχεται στις εκτάσεις που έχουν τύχει των κατάλληλων καλλιεργητικών φροντίδων· […] ο καθορισμός μιας ελάχιστης απόδοσης η οποία πρέπει, να τηρείται και λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά κάθε ποικιλίας, με την επιφύλαξη, ωστόσο, των εξαιρέσεων που έχουν σχέση με εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τις αποδόσεις, ανεξάρτητα από τις φροντίδες που παρείχε ο παραγωγός, μπορεί να εξασφαλίσει την τήρηση της εν λόγω απαίτησης.»

385    Εντεύθεν προκύπτει ότι ως «φυσικές καταστροφές» νοούνται οι εξαιρετικές περιστάσεις που μπορούν να επηρεάσουν τις αποδόσεις ανεξάρτητα από τις φροντίδες που παρέχει ο παραγωγός. Συνεπώς, φυσική καταστροφή, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1621/1999, αποτελεί γεγονός που έχει συγκεκριμένη διάρκεια, φύση και αποτελέσματα, προκαλείται από τις δυνάμεις της φύσεως και έχει εξαιρετικό χαρακτήρα σε σχέση με τις συνθήκες, περιλαμβανομένων των καιρικών, που επικρατούν συνήθως στην πληγείσα περιοχή.

386    Η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρει στο πλαίσιο αυτό, ως παράδειγμα φυσικών καταστροφών όσον αφορά ειδικότερα την ποικιλία σουλτανίνα, τις ασυνήθεις και υπερβολικές βροχοπτώσεις της περιόδου Αυγούστου και Σεπτεμβρίου, τη χαλαζόπτωση κατά τους θερινούς μήνες, τον καύσωνα που τα τελευταία χρόνια έχει μεγαλύτερη από τη συνήθη διάρκεια τον Ιούλιο στην Ελλάδα, την ξηρασία καθώς επίσης και τους φυτικούς ιούς και τις ασθένειες του αμπελώνα. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι κανένα από τα ανωτέρω φυσικά φαινόμενα δεν θα μπορούσε εξ ορισμού να θεωρηθεί μη σχετιζόμενο με την έννοια της φυσικής καταστροφής, με τη διευκρίνιση ωστόσο ότι κάθε ένα από τα φαινόμενα αυτά πρέπει να παρεκκλίνει από τις συνήθεις συνθήκες που επικρατούν στην οικεία περιοχή και να ανταποκρίνεται, κατά συνέπεια, στον περιλαμβανόμενο στην προηγούμενη σκέψη ορισμό.

387    Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί, περαιτέρω, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1621/1999 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει εφαρμογή όχι μόνον όταν μια φυσική καταστροφή πλήττει το αμπελοτεμάχιο, αλλά και όταν πλήττει το προϊόν που είναι εκτεθειμένο στο ξηραντήριο. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν προβάλλει ωστόσο κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού. Εξάλλου, ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση ούτε στη συνοπτική έκθεση ούτε στις εθνικές διατάξεις της Ελληνικής Δημοκρατίας περί μειώσεως της ελάχιστης αποδόσεως έγινε αναφορά σε φυσικές καταστροφές οι οποίες τυχόν έπληξαν το προϊόν που βρίσκεται στο ξηραντήριο.

388    Υπό το πρίσμα αυτών των εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας με τα οποία επιδιώκει να αποδείξει ότι η μείωση της ελάχιστης αποδόσεως στην Ελλάδα κατά τα έτη εμπορίας 2003-2004, 2004-2005 και 2005-2006 ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1621/1999.

389    Η Ελληνική Δημοκρατία παραπέμπει συναφώς, σε διάφορες υπουργικές αποφάσεις περί μειώσεως της ελάχιστης προβλεπόμενης για κάθε μία από τις τρεις αυτές περιόδους εμπορίας αποδόσεως και υποστηρίζει ότι στις αιτιολογικές σκέψεις πολλών από τις αποφάσεις αυτές γίνεται λόγος για τις συνέπειες των φυσικών καταστροφών στην παραγωγή, οι οποίες είχαν υποχρεώσει τη Διοίκηση να προβεί σε μείωση της αποδόσεως των αμπελώνων καλλιέργειας σταφίδας. Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι όλες αυτές οι αποφάσεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες, προσδιορίζουν τις συγκεκριμένες φυσικές καταστροφές και τις ζημίες που προκλήθηκαν στους αμπελώνες και στηρίζονται σε πορίσματα επιστημονικών επιτροπών και σε κλιματολογικά δεδομένα. Δεν υφίσταται καμία ένδειξη ως προς το ότι οι μειώσεις αυτές χορηγήθηκαν για λόγους μη σχετιζόμενους με φυσικές καταστροφές, στη δε Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την άποψή της ότι σκοπός των εν λόγω μειώσεων είναι να καταστεί δυνατή η χορήγηση ενισχύσεως υπέρ του συνόλου των παραγωγών. Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί εξάλλου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1621/1999 δεν απαιτεί να καθορίζεται η μείωση της ελάχιστης αποδόσεως ανά αμπελοτεμάχιο ή ανά χωριό και ότι η μείωση ανά περιφέρεια συνάδει προς την επιβαλλόμενη από τη διάταξη αυτή απαίτηση να καθορίζεται ποσοστό μειώσεως για τις πληγείσες περιοχές.

390    Διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν παρέχει, με τη συνοπτικώς παρατιθέμενη στην ανωτέρω σκέψη 389 επιχειρηματολογία της, συγκεκριμένα και εμπεριστατωμένα στοιχεία ως προς τη φύση, την ακριβή ημερομηνία ή την ακριβή περίοδο και τις ιδιαίτερες περιστάσεις των φυσικών καταστροφών που δικαιολόγησαν τις εφαρμοσθείσες με τις υπουργικές αποφάσεις που επικαλείται μειώσεις της ελάχιστης αποδόσεως.

391    Είναι αληθές ότι στις αιτιολογικές σκέψεις των εν λόγω υπουργικών αποφάσεων αναφέρεται ότι κατά την έκδοσή τους ελήφθησαν υπόψη οι εκθέσεις των επιτροπών ελέγχου ή των νομαρχιακών υπηρεσιών σχετικά με τους λόγους που υπαγόρευσαν τη μείωση της αποδόσεως για τα αμπελοτεμάχια καθώς και με την έκταση της ζημίας. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι οι αποφάσεις αυτές δεν περιέχουν καμία περιγραφή της φυσικής καταστροφής της οποίας γίνεται επίκληση που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι όντως εμπίπτει στον παρατιθέμενο στην ανωτέρω σκέψη 385 ορισμό. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε, πλην δύο εξαιρέσεων, ούτε τις εκθέσεις των επιτροπών ελέγχου στις οποίες παραπέμπουν οι εν λόγω υπουργικές αποφάσεις.

392    Τις δύο εκθέσεις των επιτροπών ελέγχου που όντως προσκομίστηκαν τις επικαλείται η προσφεύγουσα σε σχέση με την περίοδο εμπορίας 2005-2006. Η πρώτη αφορά τον νομό Κορινθίας και κάνει λόγο για μείωση της παραγωγής κατά 40 % έως 50 % όσον αφορά τη σουλτανίνα και κατά 25 % έως 50 % όσον αφορά την κορινθιακή μαύρη σταφίδα. Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι η μείωση οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην ξηρασία που παρατηρήθηκε κατά τους θερινούς μήνες του 2004, καθώς και σε μια ασθένεια που προσέβαλε μεγάλο μέρος των αμπελώνων. Πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι, μολονότι η έκθεση περιέχει στοιχεία σχετικά με τις βροχοπτώσεις κατά τους θερινούς μήνες του 2004, δεν περιλαμβάνει καμία συγκριτική μελέτη των σχετικών με άλλα έτη στοιχείων. Είναι επομένως αδύνατο να εξακριβωθεί αν η προβαλλόμενη ξηρασία παρεκκλίνει από τις καιρικές συνθήκες που συνήθως επικρατούν στην ίδια περιοχή κατά τους θερινούς μήνες και μπορεί να χαρακτηρισθεί ως φυσική καταστροφή, δεδομένου ότι είναι κοινώς γνωστό ότι το καλοκαίρι στην Ελλάδα δεν είναι σύνηθες φαινόμενο οι συχνές ή παρατεταμένες βροχοπτώσεις. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι από την αφορώσα τον ίδιο νομό και την ίδια περίοδο εμπορίας υπουργική απόφαση προκύπτει ότι η ελάχιστη απόδοση στον νομό Κορινθίας μειώθηκε κατά 50 % για όλες τις ποικιλίες, χωρίς να ληφθεί υπόψη το περιθώριο αποκλίσεως που προβλέπεται στην έκθεση για κάθε ποικιλία.

393    Η δεύτερη προσκομισθείσα έκθεση αφορά τον νομό Ηλείας, είναι πολύ σύντομη (μία και μόνο σελίδα) και αναφέρεται γενικώς και αορίστως στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικράτησαν την καλλιεργητική περίοδο 2004, καθώς και στην έλλειψη βροχοπτώσεων κατά το τέλος της εαρινής περιόδου και καθ’ όλη τη διάρκεια της θερινής περιόδου του 2005. Ελλείψει λεπτομερέστερης περιγραφής, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί αν πρόκειται στην περίπτωση αυτή για φυσική καταστροφή, υπό την έννοια της επίμαχης διατάξεως. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην έκθεση δεν καθορίζεται κανένας ειδικός συντελεστής μειώσεως της παραγωγής.

394    Όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2003-2004, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε απλώς έναν πίνακα ο οποίος εμφαίνει τα στοιχεία των βροχομετρήσεων στην Κρήτη κατά το υδρολογικό έτος 2003-2004, σύμφωνα με τα οποία παρουσιάστηκε μείωση των βροχοπτώσεων σε σχέση με το υδρολογικό έτος 2002-2003, ένα δεύτερο πίνακα ο οποίος εμφαίνει τις θερμοκρασίες και τις βροχομετρήσεις στους νομούς Ηρακλείου και Κορινθίας, έναν τρίτο πίνακα ο οποίος εμφαίνει τα στοιχεία των βροχομετρήσεων στην Κρήτη και έναν τέταρτο πίνακα ο οποίος εμφαίνει τα μηνιαία μετεωρολογικά στοιχεία, ήτοι τη θερμοκρασία, την υγρασία και τη βροχή, τον Μάιο του 2002 και τον Μάιο του 2003 σε τρεις τοποθεσίες του νομού Ηρακλείου. Ωστόσο, τα μετεωρολογικά αυτά στοιχεία δεν συνοδεύονται από καμία ειδική και εμπεριστατωμένη διευκρίνιση εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας και δεν παρέχουν επίσης τη δυνατότητα να εξακριβωθεί αν οι επιβληθείσες με τις επίμαχες υπουργικές αποφάσεις μειώσεις μπορούσαν να αποδοθούν σε φυσική καταστροφή εμπίπτουσα στον ορισμό που περιλαμβάνεται στην ανωτέρω σκέψη 385.

395    Επιπλέον, όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 2003-2004 και 2004-2005, η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η απόδοση των αμπελοτεμαχίων που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια της σουλτανίνας και που προορίζονταν για την αγορά των νωπών σταφυλιών αποδεικνύει ότι είναι εφικτό να επιτευχθεί η ελάχιστη απόδοση που απαιτεί ο κανονισμός 1621/1999, είναι επίσης ικανή να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την πραγματική απόδοση της σταφίδας κατά την περίοδο αυτή. Η Ελληνική Δημοκρατία πάντως ούτε αντέκρουσε ευθέως την εκτίμηση αυτή της Επιτροπής ούτε, πολύ περισσότερο, προσκόμισε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ικανά να κλονίσουν την εν λόγω εκτίμηση.

396    Επιπλέον, όσον αφορά τις περιόδους 2004-2005 και 2005-2006, πρέπει να επισημανθεί ότι οι υπουργικές αποφάσεις που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία και οι οποίες αφορούν τους νομούς Λασιθίου, Ηρακλείου και Ρεθύμνου (καθώς και οι σχετικές εκθέσεις των νομαρχιακών υπηρεσιών στις οποίες παραπέμπουν) επικαλούνται, μεταξύ άλλων, ως δικαιολογητικούς της μειώσεως της ελάχιστης αποδόσεως λόγους, τη γήρανση του αμπελώνα, την υπερεκμετάλλευση του εδάφους και το υψόμετρο του αμπελώνα. Οι παράγοντες αυτοί προφανώς δεν εμπίπτουν στην έννοια της φυσικής καταστροφής. Ομοίως, όσον αφορά την περίοδο 2005-2006, από τις υπουργικές αποφάσεις που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τους νομούς Μεσσηνίας, Αχαΐας, Ηρακλείου και Κεφαλληνίας-Ιθάκης προκύπτει ότι η απόδοση της σταφίδας ήταν χαμηλότερη λόγω, μεταξύ άλλων, της ιδιαιτέρως αυξημένης παραγωγής του προηγούμενου έτους. Πρόκειται προδήλως για παράγοντα που ουδεμία σχέση έχει με την έννοια της φυσικής καταστροφής. Περαιτέρω, στην υπουργική απόφαση που αφορά την ίδια περίοδο και εκδόθηκε για τους νομούς Χανίων και Ρεθύμνου τονίζεται ότι η απόδοση της σταφίδας δεν είχε ανέλθει στο απαιτούμενο ύψος λόγω, μεταξύ άλλων, του κινδύνου βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου που υποχρέωσε τους γεωργούς να επισπεύσουν τη συγκομιδή πριν από την πλήρη ωρίμανση της σταφίδας. Ο απλός όμως κίνδυνος μελλοντικών βροχοπτώσεων, για τις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία δεν ανέφερε ούτε αν πραγματοποιήθηκαν ούτε σε ποιο βαθμό, δεν μπορεί να αποτελέσει φυσική καταστροφή, κατά την έννοια του ορισμού που περιλαμβάνει η ανωτέρω σκέψη 385. Τέλος, για τα μετεωρολογικά στοιχεία που αφορούν τις περιόδους 2004-2005 και 2005-2006 πρέπει να επισημανθεί ότι δεν συνοδεύονται από καμία ειδική και εμπεριστατωμένη διευκρίνιση εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας και δεν παρέχουν επίσης τη δυνατότητα να εξακριβωθεί αν οι επιβληθείσες με τις επίμαχες υπουργικές αποφάσεις μειώσεις μπορούσαν να αποδοθούν σε φυσική καταστροφή εμπίπτουσα στον προαναφερθέντα ορισμό.

397    Όσον αφορά τον ενιαίο καθορισμό του ποσοστού μειώσεως της ελάχιστης αποδόσεως, επισημαίνεται ότι, μολονότι δεν θα μπορούσε βεβαίως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο φυσικής καταστροφής πλήττουσας το σύνολο της οικείας περιοχής κράτους μέλους, είναι εντούτοις αληθές ότι η έννοια αυτή, όπως ορίζεται στην ανωτέρω σκέψη 385, θα αντιστοιχεί στις περισσότερες περιπτώσεις σε περιστατικό που πλήττει συγκεκριμένη και σαφώς προσδιορισμένη περιοχή. Η αναφορά του άρθρου 3, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1621/1999 στις «πληγείσες περιφέρειες» συνηγορεί υπέρ της εκτιμήσεως αυτής. Επιπλέον, στην περίπτωση πλειόνων φυσικών καταστροφών που πλήττουν διάφορες περιφέρειες του ίδιου κράτους μέλους, το ποσοστό μειώσεως θα έπρεπε κανονικά να διαφοροποιείται κατά πληγείσα περιφέρεια σε συνάρτηση με τη φύση, τη διάρκεια και την έκταση της καταστροφής. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ορθώς η Επιτροπή έκρινε, εν συνόψει, ότι ο καθορισμός του αυτού ποσοστού μειώσεως της ελάχιστης αποδόσεως για όλες ή σχεδόν όλες τις οικείες περιοχές της Ελλάδας ενέτεινε τις αμφιβολίες ως προς το αν οι εν λόγω μειώσεις αποφασίστηκαν κατά τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 3, παράγραφος 2, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1621/1999.

398    Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένης επίσης υπόψη της νομολογίας για την οποία έγινε λόγος στις ανωτέρω σκέψεις 72 έως 74, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να κλονίσει τις σχετικές με τη μείωση της ελάχιστης αποδόσεως διαπιστώσεις της Επιτροπής.

–       Επί της ειδικεύσεως των αμπελοτεμαχίων

399    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1621/1999, ως «ειδικευμένα αμπελοτεμάχια» νοούνται οι εκτάσεις που είναι φυτευμένες με αμπέλους των ποικιλιών σουλτανίνας, μαύρων σταφυλιών Κορίνθου (κορινθιακής) και Moscatel, των οποίων η συνολική συγκομιζόμενη παραγωγή νωπών σταφυλιών αποξηραίνεται με σκοπό τη μεταποίηση. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, η ενίσχυση για την καλλιέργεια των σταφυλιών χορηγείται για τα ειδικευμένα αμπελοτεμάχια που έχουν εξ ολοκλήρου καλλιεργηθεί και συγκομισθεί και των οποίων η αποξηραμένη παραγωγή (ανεπεξέργαστες σταφίδες) έχει παραδοθεί σε μεταποιητή στο πλαίσιο συμβάσεως.

400    Όσον αφορά την ειδίκευση των αμπελοτεμαχίων, η Επιτροπή επεσήμανε, με το σημείο 4.1.1.1 της συνοπτικής εκθέσεως, ότι οι ελληνικές αρχές, οι οποίες κατ’ αυτήν φρονούσαν ότι, για να υπαχθούν οι παραγωγοί στο καθεστώς ενισχύσεων, έπρεπε να πραγματοποιήσουν την ελάχιστη απαιτούμενη, κατόπιν της μειώσεως, απόδοση, χωρίς να πρέπει οπωσδήποτε να την υπερβούν, είχαν κρίνει ότι ένα αμπελοτεμάχιο θεωρείται ως ειδικευμένο, κατά την προαναφερθείσα έννοια, όταν ο καλλιεργητής παραδίδει ποσότητα σταφυλιών ίση με την ελάχιστη, μετά τη μείωση, απόδοση ανεξαρτήτως του προορισμού των σταφυλιών που ενδεχομένως παρήχθησαν καθ’ υπέρβαση αυτού του ορίου. Στην ιδιαίτερη περίπτωση της σουλτανίνας, η οποία είναι κατάλληλη για διάφορες χρήσεις, οι παραγωγοί είχαν, κατά την Επιτροπή, το δικαίωμα να πωλούν την καθ’ υπέρβαση του ορίου της ελάχιστης αποδόσεως ποσότητα ως νωπά σταφύλια ή να την οινοποιούν. Κατά την Επιτροπή, η θέση των ελληνικών αρχών δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, το ελληνικό σύστημα ελέγχου δεν επέτυχε την εξασφάλιση της ειδικεύσεως των αμπελοτεμαχίων. Οι διαδοχικές και γενικευμένες μειώσεις της ελάχιστης αποδόσεως κατέστησαν εντελώς αναποτελεσματική αυτή τη μέθοδο ελέγχου της αποδόσεως των αμπελοτεμαχίων. Περαιτέρω, δεν τέθηκε υπόψη των υπηρεσιών της Επιτροπής κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι παραδόσεις σουλτανίνας στην αγορά των νωπών οπωροκηπευτικών ή στα οινοποιεία αποτέλεσαν αντικείμενο αυστηρού και συστηματικού ελέγχου εκ μέρους των ελληνικών αρχών.

401    Η Ελληνική Δημοκρατία παραπέμπει, πρώτον, στο άρθρο 9, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1621/99. Η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής:

«Εφόσον διαπιστωθούν παρατυπίες κατά τον έλεγχο των αιτήσεων ενίσχυσης, εφαρμόζονται οι ακόλουθες κυρώσεις:

[…]

γ)      εάν διαπιστωθεί ότι η ληφθείσα απόδοση, αν και μεγαλύτερη από την ελάχιστη απόδοση, υπολείπεται του μέσου επιπέδου που έχει εκτιμήσει η εθνική αρχή για την εν λόγω γεωγραφική ζώνη και ποικιλία, ο έλεγχος επεκτείνεται στις ποσότητες που πουλήθηκαν από τον μεμονωμένο παραγωγό ή την οργάνωση παραγωγών στην αγορά του νωπού προϊόντος ή στην οινοποίηση. Εάν ο έλεγχος αυτός καθώς και ο έλεγχος της κατάστασης του αμπελώνα αποδεικνύουν ότι οι συγκομισθείσες ποσότητες στα αμπελοτεμάχια για τα οποία ζητείται ενίσχυση δεν απεξηράνθησαν στο σύνολό τους, η ενίσχυση μειώνεται αναλογικά προς τις ποσότητες που πωλήθηκαν σε άλλες χρήσεις. Ουδεμία ενίσχυση καταβάλλεται εάν οι ποσότητες αυτές υπερβαίνουν το 30 % των παραχθεισών ποσοτήτων […]».

402    Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η διάταξη αυτή αντιφάσκει εν μέρει στη διάταξη του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, δεδομένου ότι φαίνεται να επιτρέπει τη χορήγηση μειωμένης ενισχύσεως, αν ένα ποσοστό μικρότερο του 30 % της παραγωγής σταφυλιών διοχετεύθηκε προς άλλη χρήση. Εν πάση περιπτώσει, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή παρερμήνευσε την άποψη που είχε διατυπώσει κατά τη διοικητική διαδικασία. Στην πραγματικότητα, η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Επιτροπή, στην περίπτωση μειώσεως της ελάχιστης ποσότητας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, η συνολικώς παραχθείσα ποσότητα πρέπει να αποξηρανθεί προκειμένου να γεννηθεί δικαίωμα ενισχύσεως, έστω και αν η ποσότητα αυτή υπερβαίνει την ελάχιστη απαιτούμενη κατόπιν της μειώσεως ποσότητα.

403    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία αυτή, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν τίθεται ζήτημα αντιφάσεως μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1621/1999 και του άρθρου 9, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, του ίδιου κανονισμού. Η πρώτη από τις διατάξεις αυτές αφορά μια προϋπόθεση επιλεξιμότητας για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Κατ’ αυτήν ένα ή πλείονα ειδικευμένα αμπελοτεμάχια πρέπει να χρησιμοποιούνται εξ ολοκλήρου για την καλλιέργεια σταφυλιών προοριζόμενων για αποξήρανση, υπό την έννοια ότι όλη η ποσότητα της παραγωγής τους πρέπει να αποξηρανθεί. Η δεύτερη από τις ως άνω διατάξεις αφορά την κύρωση που επιβάλλεται όταν σταφύλια διοχετεύονται σε άλλες αγορές, όπως είναι η αγορά των νωπών προϊόντων ή η αγορά των σταφυλιών που προορίζονται για οινοποιία. Στην περίπτωση κατά την οποία οι ποσότητες που διοχετεύονται σε άλλες αγορές αντιστοιχούν σε ποσοστό κατώτερο του 30 % των παραχθεισών ποσοτήτων, η ενίσχυση μειώνεται κατ’ αναλογία προς το ποσοστό των διοχετευόμενων σε άλλη αγορά ποσοτήτων. Αντιθέτως, αν οι διοχετευόμενες σε άλλη αγορά ποσότητες αντιστοιχούν σε ποσοστό ανώτερο του 30 % των παραχθεισών ποσοτήτων, η ενίσχυση καταργείται.

404    Εν πάση περιπτώσει, η ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1621/1999, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, δεν είναι ικανή να κλονίσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής που μνημονεύονται συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 400. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1621/1999 απαιτεί να ελέγχεται η πραγματοποιηθείσα απόδοση και, αν είναι κατώτερη της μέσης εκτιμώμενης αποδόσεως για την οικεία γεωγραφική ζώνη, ο έλεγχος πρέπει να εκτείνεται στην αγορά των νωπών οπωροκηπευτικών και στην οινοποιία, προκειμένου να προσδιοριστούν οι ποσότητες που έχουν διοχετευθεί σε άλλες αγορές και να επιβληθούν οι κατάλληλες κυρώσεις τις οποίες προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Εν προκειμένω, στην Ελληνική Δημοκρατία προσάπτεται ακριβώς (σημεία 4.1.1.1 και 4.1.4.1 της συνοπτικής εκθέσεως) ότι κακώς έκρινε ότι, αφ’ ης στιγμής η παραγωγή ενός ειδικευμένου αμπελοτεμαχίου ανερχόταν στο απαιτούμενο ελάχιστο όριο αποδόσεως, οι οικείοι παραγωγοί μπορούσαν να πωλήσουν το πλεόνασμα της παραγωγής τους σε άλλες αγορές και ότι δεν είχαν οργανώσει ελέγχους προς αποτροπή της εν λόγω πρακτικής. Η στάση αυτή της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν συνιστά παράβαση μόνον του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, αλλά και του άρθρου 9, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1621/1999 και ορθώς η Επιτροπή τη χαρακτήρισε, με τη συνοπτική έκθεση, ως ασύμβατη προς το δίκαιο της Ένωσης.

405    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι οι ελληνικές αρχές εξασφαλίζουν την ειδίκευση των αμπελοτεμαχίων βάσει επιτόπιων έλεγχων στους χώρους αποξηράνσεως και στους μεταποιητές. Η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε ότι η διαπιστωθείσα μείωση της αποδόσεως είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι έχει εκλείψει το κίνητρο της μεγιστοποίησης της παραγωγής και έχουν καταστεί λιγότερο εντατικές οι καλλιεργητικές τεχνικές, χωρίς αυτό να αποτελεί ένδειξη διοχετεύσεως της παραγωγής σε άλλον προορισμό. Επιπλέον, αναγνώρισε το γεγονός ότι έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές βελτιώσεις όσον αφορά τη διαχείριση και τον έλεγχο του μέτρου αυτού. Η Ελληνική Δημοκρατία παρέχει, εξάλλου, λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τους ελέγχους στον τομέα της σταφίδας που οργανώθηκαν στον νομό Ηρακλείου.

406    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι ήλεγξε τον προορισμό των σταφυλιών σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού 1621/1999. Ειδικότερα, προβάλλει ότι το 2003 η αποστολή ελέγχου της Επιτροπής είχε διαπιστώσει ότι στον νομό Κορινθίας επραγματοποιείτο ήδη από το 1999 επιτόπιος διασταυρωτικός έλεγχος στους χώρους αποξηράνσεως για το σύνολο της σουλτανίνας και ότι ο παραγωγός δεν δικαιούτο να υποβάλει αίτηση ενισχύσεως αν δεν είχε προηγουμένως υποβάλει δήλωση για τον προορισμό της καλλιέργειας των σταφυλιών. Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Ελληνική Δημοκρατία, οι νομαρχιακές υπηρεσίες ελέγχουν συστηματικώς τη διακίνηση των προϊόντων σταφίδας στους χώρους συγκεντρώσεως, αποθηκεύσεως και φορτώσεως. Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται, τέλος, στοιχεία της σχετικής με τις ενισχύσεις βάσεως δεδομένων, από τα οποία προκύπτει, κατ’ αυτήν, ότι διάφορες εκτάσεις είχαν αποκλειστεί από την ενίσχυση λόγω μεταβολής χρήσεως ή αντιφατικών δικαιολογητικών όσον αφορά τη σταφίδα και τα μη αποξηραμένα σταφύλια. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, εντεύθεν προκύπτει ότι ο προορισμός του προϊόντος ελέγχεται πλήρως.

407    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσέθεσε ότι είχε επανειλημμένως διαβιβάσει στην Επιτροπή τα πρακτικά των διασταυρωτικών ελέγχων όσον αφορά την στρεμματική ενίσχυση για τη σταφίδα. Η Ελληνική Δημοκρατία παραπέμπει, ειδικότερα, σε έναν πίνακα ο οποίος εμφαίνει τα πορίσματα των διασταυρωτικών ελέγχων που διενεργήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα κατά τις περιόδους 2003-2004, 2004-2005 και 2005-2006 στους χώρους αποξηράνσεως, τα οινοποιεία και στα συσκευαστήρια, προσδιορίζοντας τον αντίστοιχο αριθμό των παραγωγών που ελέγχθηκαν και των εγκεκριμένων παραγωγών, καθώς και τις επιβληθείσες κυρώσεις. Η Ελληνική Δημοκρατία παραπέμπει επίσης σε ορισμένα έγγραφα του ΟΠΕΚΕΠΕ σχετικά με την επιβολή κυρώσεων στους παραγωγούς σταφυλιών. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου και επιβολής κυρώσεων το οποίο λειτουργεί εν γένει αποτρεπτικά.

408    Συναφώς, όπως προκύπτει από τη συνοπτική έκθεση και επιβεβαίωσε και η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, η σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας αιτίαση, όπως συνοψίστηκε στις ανωτέρω σκέψεις 400 και 404, δεν στηρίζεται μόνον στη μείωση της παραγόμενης ποσότητας σταφίδας, αλλά και στην αύξηση της ποσότητας σταφίδας που προορίζεται για την αγορά των νωπών οπωροκηπευτικών ή για την οινοποιία, για την οποία η Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι, κατά τις επίμαχες περιόδους, τα ειδικευμένα αμπελοτεμάχια στην πλειονότητά τους επιτύγχαναν οριακώς την ελάχιστη απαιτούμενη απόδοση, η οποία, σημειωτέον, είχε τύχει μειώσεως κατ’ επίκληση φυσικών καταστροφών, ενώ συγχρόνως τα αμπελοτεμάχια που προορίζονταν για την παραγωγή νωπών σταφυλιών και σταφυλιών προς οινοποίηση επιτύγχαναν την ελάχιστη προβλεπόμενη από τη νομοθεσία απόδοση, ήτοι την ελάχιστη απόδοση πριν από την προαναφερθείσα μείωση. Αυτή η διαπίστωση δημιουργούσε την εντύπωση ότι σημαντικές ποσότητες σταφυλιών προερχόμενων από τα ειδικευμένα αμπελοτεμάχια και προοριζόμενων για την παραγωγή σταφίδας διοχετεύονταν σε άλλες αγορές.

409    Η Επιτροπή επισήμανε, ειδικότερα, με το από 22 Σεπτεμβρίου 2005 έγγραφό της, ότι το 2004 ο ελληνικός Τύπος έκανε λόγο για μαζικό προσανατολισμό προς την οινοποίηση των σταφυλιών που καταρχήν προορίζονταν για αποξήρανση, ο οποίος προκάλεσε πλήρη αναστάτωση στην αγορά οινοποιήσιμων σταφυλιών. Όπως υποστήριξε η Επιτροπή, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κίνησε σχετική έρευνα και χρειάστηκε ένας και μόνο διασταυρωτικός έλεγχος για να διαπιστωθεί ότι το 4 % περίπου των εκτάσεων που δηλώθηκαν ως εκτάσεις προοριζόμενες για την παραγωγή σταφίδας προς αποξήρανση ήταν στην πραγματικότητα εκτάσεις προοριζόμενες για την παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών.

410    Η Ελληνική Δημοκρατία ούτε αντέκρουσε τα επιχειρήματα της Επιτροπής περί αποκλίσεως μεταξύ της αποδόσεως των ειδικευμένων αμπελοτεμαχίων που προορίζονται για την παραγωγή σταφίδας και της αποδόσεως των αμπελοτεμαχίων που προορίζονται για την παραγωγή νωπών σταφυλιών και σταφυλιών προς οινοποίηση, ούτε προέβαλε ειδικά και εμπεριστατωμένα επιχειρήματα τα οποία να κλονίσουν τα συμπεράσματα που η Επιτροπή αντλεί από την εν λόγω απόκλιση. Ελλείψει τέτοιων επιχειρημάτων, οι εκτιμήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με τους ελέγχους που οργάνωσαν οι υπηρεσίες της και τα στοιχεία που προσκόμισε προς στήριξή τους δεν αρκούν για να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα των εν λόγω ελέγχων και για να αρθούν, ως εκ τούτου, οι εύλογες αμφιβολίες της Επιτροπής.

411    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας που μνημονεύθηκε συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 405, πρέπει να επισημανθεί ότι η προβαλλόμενη αναγνώριση από την Επιτροπή του δικαιολογημένου χαρακτήρα της μειώσεως της αποδόσεως περιλαμβάνεται στα πρακτικά διμερούς συσκέψεως μεταξύ των ελληνικών αρχών και των υπηρεσιών της Επιτροπής, τα οποία διαβιβάσθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της Επιτροπής της 29ης Οκτωβρίου 2004. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται απλώς ότι, λόγω μεταβολής του τρόπου χορηγήσεως της ενισχύσεως, δεν αποκλείεται οι παραγωγοί να μην είχαν πλέον κίνητρο για τη μεγιστοποίηση της παραγωγή τους, με αποτέλεσμα αυτή να μειωθεί, χωρίς τούτο να αποτελεί ένδειξη διοχετεύσεως της παραγωγής σε άλλες αγορές. Είναι, όμως, πρόδηλο ότι αυτή η απλή παρατήρηση, η οποία, άλλωστε, προέρχεται από πρόσωπο που δεν προσδιορίζεται σαφώς στα πρακτικά, έτσι ώστε να μην μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να διατυπώθηκε από εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την επίμαχη σύσκεψη, δεν αρκεί για να κλονισθούν οι διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής.

412    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν διαπιστώσει σημαντικές βελτιώσεις στον τομέα διαχειρίσεως και ελέγχου. Παραπέμπει, συναφώς, στα πρακτικά μιας άλλης διμερούς συσκέψεως, η οποία διεξήχθη στις 20 Ιανουαρίου 2004. Από τα πρακτικά αυτά προκύπτει, πράγματι, ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι σημειώθηκαν σημαντικές βελτιώσεις στον τομέα διαχειρίσεως και ελέγχου, η αναγνώριση όμως αυτή, την οποία επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, μετριάζεται από το επίσης αναφερόμενο στα πρακτικά γεγονός ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξέφρασαν τις ανησυχίες τους όσον αφορά την ιδιαιτέρως χαμηλή απόδοση των οικείων αμπελοτεμαχίων.

413    Οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν κλονίζονται ούτε από τα σχετικά με τους διενεργηθέντες από την Ελληνική Δημοκρατία ελέγχους αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται κατά τρόπο γενικό, χωρίς να προβαίνει σε συγκεκριμένη ανάλυσή τους. Πράγματι, τα προσκομισθέντα από την Ελληνική Δημοκρατία έγγραφα που αφορούν την επιβολή κυρώσεων στους παραγωγούς σταφίδας για τους οποίους διαπιστώθηκε ότι είχαν διοχετεύσει σταφύλια σε άλλες αγορές αποδεικνύουν ότι μάλλον επρόκειτο για αρκετά γενικευμένη πρακτική.

414    Εξάλλου, το από 15 Ιουνίου 2006 έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ κάνει αναφορά μόνο σε ελέγχους με αφετηρία ενάρξεως την επόμενη περίοδο εμπορίας και επομένως το έγγραφο αυτό δεν ασκεί προφανώς επιρροή ως προς τις επίμαχες περιόδους. Όσον αφορά ένα έγγραφο της 25ης Νοεμβρίου 2005 της ίδιας υπηρεσίας, το οποίο επίσης επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, διαπιστώνεται ότι, ενώ στο έγγραφο αυτό επισημαίνεται ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ είχε διενεργήσει διασταυρωτικούς ελέγχους σε οινοποιεία από την περίοδο 2003-2004, τονίζεται ότι συστηματικοί διασταυρωτικοί έλεγχοι για τον προορισμό της σταφίδας θα πραγματοποιηθούν από την περίοδο 2006-2007, όθεν συνάγεται ότι οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν κατά τις επίμαχες περιόδους δεν ήταν συστηματικοί. Τέλος, ένα άλλο προσκομισθέν από την Ελληνική Δημοκρατία έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ, της 10ης Ιανουαρίου 2007, απευθυνόμενο προς την Επιτροπή δεν ασκεί επίσης επιρροή, καθόσον δεν περιέχει κανένα στοιχείο σχετικό με τις επίμαχες διαπιστώσεις της Επιτροπής.

415    Από το σύνολο των ως άνω σκέψεων και λαμβανομένης επίσης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στις ανωτέρω σκέψεις 72 έως 74 προκύπτει ότι τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί εσφαλμένης ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεων δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν και ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν επέτυχε να κλονίσει τις σχετικές διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής, οι οποίες δικαιολόγησαν την επιβολή των επίδικων οικονομικών διορθώσεων. Ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεκάτου έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό του ποσοστού οικονομικής διορθώσεως που πρέπει να επιβληθεί για τη σουλτανίνα

416    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αύξηση της σχετικής με τη σουλτανίνα οικονομικής διορθώσεως που από 2 % για την περίοδο εμπορίας 2002-2003 ανήλθε σε 10 % για την περίοδο εμπορίας 2003‑2004 στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και είναι, ως εκ τούτου, αυθαίρετη. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, οι δύο επίμαχες περίοδοι εμπορίας δεν διαφέρουν και δεν έχει διαπιστωθεί ούτε παράλειψη βασικών ελέγχων ούτε ουσιώδεις ελλείψεις. Συνεπώς, η Επιτροπή επέβαλε ποσοστό διορθώσεως 10 % για την περίοδο εμπορίας 2003-2004 κατά παράβαση των κατευθυντηρίων οδηγιών, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ’ υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειάς της.

417    Η επιβολή διορθώσεως ύψους 25 % για τις περιόδους εμπορίας 2004-2005 και 2005-2006 βαρύνεται, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, με τις ίδιες πλημμέλειες. Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται, συναφώς, τις «κατευθυντήριες γραμμές του εγγράφου αριθ. VI 5330/216/93, της 1ης Ιουνίου 1993, της Επιτροπής, όπως αυτό έχει συμπληρωθεί», κατά τις οποίες διόρθωση ύψους 25 % δικαιολογείται μόνον αν συντρέχουν σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις ήτοι, όταν «η εφαρμογή του συστήματος έλεγχου είναι ανύπαρκτη ή παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις», όταν «υπάρχουν ενδείξεις εκτεταμένων ανωμαλιών» και όταν «υπάρχει αμέλεια στην αντιμετώπιση των παράτυπων ή δόλιων πρακτικών». Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, είναι αυταπόδεικτον εν προκειμένω ότι το σύστημα ελέγχου δεν είναι ανύπαρκτο. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν συντρέχουν σωρευτικώς, πρώτον, σοβαρές ελλείψεις, δεύτερον, ενδείξεις εκτεταμένων ανωμαλιών και, τρίτον, αμέλεια στην αντιμετώπιση των παράτυπων ή δόλιων πρακτικών. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχουν ούτε ενδείξεις εκτεταμένων ανωμαλιών ούτε αμέλεια στην αντιμετώπιση των παράτυπων ή δόλιων πρακτικών.

418    Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι πραγματοποιήθηκαν όλοι οι βασικοί και οι επικουρικοί έλεγχοι που προβλέπονται στους ισχύοντες κανονισμούς έχουν πραγματοποιηθεί. Επικαλείται, συναφώς, ορισμένα από τα προαναφερθέντα στην ανωτέρω σκέψη 406 στοιχεία και υπογραμμίζει ότι το έγγραφο AGRI/17933/2000 της Επιτροπής, σχετικά με τη διάκριση βασικών και επικουρικών ελέγχων στον τομέα της σταφίδας, κατατάσσει όλους τους διοικητικούς ελέγχους στην κατηγορία των επικουρικών ελέγχων. Οι πλημμέλειες όμως στους επικουρικούς ελέγχους δικαιολογούν διόρθωση ύψους μόνο 2 %.

419    Επισημαίνεται, εκ προοιμίου, ότι από τη συνοπτική έκθεση (σημείο 4.1.41) προκύπτει ότι, για την περίοδο 2002- 2003, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες καιρικές συνθήκες καθώς και τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών για την οργάνωση ορισμένων διασταυρωτικών ελέγχων, απέσχε πλήρως από την επιβολή οικονομικών διορθώσεων λόγω της μειώσεως της προβλεπόμενης στον κανονισμό 1621/1999 της ελάχιστης αποδόσεως. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι, για την περίοδο 2002-2003, είχε επιβληθεί οικονομική διόρθωση ύψους 2 % για τις σχετικές με τη σουλτανίνα δαπάνες δεν ερείδεται επί ανακριβούς πραγματικής προϋποθέσεως.

420    Όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2003-2004, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, όπως ήδη επισημάνθηκε, ότι οι ελληνικές αρχές είχαν καθορίσει ενιαίο ποσοστό μειώσεως της ελάχιστης αποδόσεως για όλες τις περιοχές παραγωγής σταφίδας, το οποίο δεν συνεδέετο προς τις φυσικές καταστροφές και είχε καθοριστεί σε τέτοιο ύψος ώστε να καθίσταται δυνατό για όλους τους παραγωγούς να τύχουν ενισχύσεως. Οι ελληνικές αρχές δεν επέτυχαν κατά την Επιτροπή να αποδείξουν ότι είχαν ελέγξει συστηματικώς αν ποσότητες σουλτανίνας προερχόμενες από ειδικευμένα αμπελοτεμάχια προοριζόμενα για την παραγωγή σταφίδας είχαν διοχετευθεί στην αγορά των νωπών οπωροκηπευτικών ή προς οινοποίηση. Συγκεκριμένα, από τα αριθμητικά στοιχεία της παραγωγής που προορίζεται για την αγορά των νωπών οπωροκηπευτικών ή για την οινοποίηση προκύπτει, κατά την Επιτροπή, ότι η ελάχιστη απόδοση που απαιτείται για τη χορήγηση ενισχύσεως μπορούσε εύκολα να επιτευχθεί. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να έχει επηρεαστεί η παραγωγή σταφίδας από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν το 2002 και, ως εκ τούτου, αποφάσισε να επιβάλει, για την περίοδο εμπορίας 2003-2004, κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % όσον αφορά τις σχετικές με τη σουλτανίνα δηλωθείσες δαπάνες.

421    Οι σχετικές με τις περιόδους 2004-2005 και 2005-2006 διαπιστώσεις της Επιτροπής που περιέχονται στη συνοπτική έκθεση, έχουν περιεχόμενο σχεδόν ταυτόσημο με εκείνο των σχετικών με την περίοδο εμπορίας 2003-2004 διαπιστώσεων. Η Επιτροπή διαπίστωσε, εντούτοις, ότι το ποσοστό μειώσεως της ελάχιστης αποδόσεως, που ήταν ενιαίο για το σύνολο της ελληνικής επικράτειας, ανήρχετο σε 30 % για την περίοδο 2004-2005 και σε 50 % για την περίοδο 2005-2006. Επιπλέον, αντιθέτως προς την περίοδο εμπορίας 2003-2004, η Επιτροπή δεν υποστήριξε, όσον αφορά τις περιόδους 2004-2005 και 2005-2006, ότι η παραγωγή σταφίδας ήταν δυνατό να έχει επηρεαστεί από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες των προηγούμενων ετών.

422    Όσον αφορά το επιβλητέο ποσοστό οικονομικής διορθώσεως για τις δύο αυτές περιόδους εμπορίας, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι, «ως αποτέλεσμα των καταχρήσεων στις οποίες προέβησαν οι ελληνικές αρχές, έχει γίνει αντικανονικό ολόκληρο το σύστημα διαχείρισης και ελέγχου του καθεστώτος ενισχύσεων για τις σταφίδες». Η συνοπτική έκθεση παραπέμπει ακολούθως στο παράρτημα 2 των κατευθυντήριων οδηγιών, κατά το οποίο μια κατ’ αποκοπή διόρθωση 25 % δικαιολογείται όταν η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου είναι εντελώς ανύπαρκτη ή παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και εμφανίζει ενδείξεις εκτεταμένων ανωμαλιών καθώς και αμέλειας στην αντιμετώπιση των παράτυπων ή δόλιων πρακτικών, έτσι ώστε να μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι η ελευθερία υποβολής απαράδεκτων αιτήσεων θα προκαλέσει εξαιρετικά σοβαρές απώλειες για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει κατ’ αποκοπή διόρθωση 25 % για τις δύο επίμαχες περιόδους εμπορίας.

423    Πρέπει, καταρχάς, να επισημανθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε «τις κατευθυντήριες γραμμές του εγγράφου αριθ. VI 5330/216/93, της 1ης Ιουνίου 1993, της Επιτροπής, όπως αυτό έχει συμπληρωθεί», τις οποίες επικαλείται στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της. Πρόκειται για εσφαλμένη παραπομπή στις κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες περιέχουν πράγματι διατάξεις ανάλογες προς εκείνες στις οποίες παραπέμπει η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της (βλ. ανωτέρω σκέψη 422).

424    Ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί αν πληρούνταν οι προβλεπόμενες από τις κατευθυντήριες οδηγίες προϋποθέσεις επιβολής ποσοστού διορθώσεως 25 %, στοιχείο που αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία. Η Ελληνική Δημοκρατία ορθώς υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου δεν ήταν εντελώς ανύπαρκτη. Εντούτοις, από τις κατευθυντήριες οδηγίες προκύπτει ότι η επιβολή ποσοστού διορθώσεως 25 % δικαιολογείται επίσης και όταν το σύστημα ελέγχου παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις. Τούτο διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω σκέψη 422. Πρέπει, επιπλέον, να τονιστεί ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις απλώς συνοψίζουν τις διαπιστώσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο του δεκάτου πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος απορρίφθηκε, επειδή, εν συνόψει, η Ελληνική Δημοκρατία δεν επέτυχε να τις κλονίσει. Για τον ίδιο λόγο πρέπει επίσης να απορριφθούν, εν προκειμένω, τα μνημονευθέντα στην ανωτέρω σκέψη 418 επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί ελέγχων που φέρεται να οργάνωσαν οι υπηρεσίες της, τα οποία δεν αποτελούν άλλωστε παρά απλή επανάληψη των επιχειρημάτων που ήδη απορρίφθηκαν κατά την εξέταση του δεκάτου πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

425    Περαιτέρω, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής οι οποίες εξετάστηκαν λεπτομερώς και επικυρώθηκαν κατά την εξέταση του δεκάτου πέμπτου λόγου ακυρώσεως δεν μαρτυρούν μόνον σοβαρές ελλείψεις στην εφαρμογή του συστήματος ελέγχου στην Ελλάδα, αλλά και την ύπαρξη εκτεταμένων παρατυπιών καθώς και αμέλειας των ελληνικών αρχών στην αντιμετώπιση παράτυπων ή δόλιων πρακτικών. Πράγματι, η απόκλιση που διαπιστώνεται μεταξύ της αποδόσεως των ειδικευμένων αμπελοτεμαχίων που προορίζονται για την παραγωγή σταφίδας και της αποδόσεως των αμπελοτεμαχίων που προορίζονται για την παραγωγή νωπών σταφυλιών και σταφυλιών για οινοποίηση, την ύπαρξη της οποίας δεν αμφισβήτησε η Ελληνική Δημοκρατία, καθώς και το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία, αντί να αντιμετωπίσει το συνιστάμενο στην απόκλιση αυτή πρόβλημα, προέβαινε σε συστηματικές και κατ’ επανάληψη μειώσεις της ελάχιστης απαιτούμενης αποδόσεως για τα ειδικευμένα αμπελοτεμάχια, αποτελούν, από την άποψη αυτή, αδιαμφισβήτητα σοβαρές και επαρκείς ενδείξεις παραβάσεως.

426    Εντεύθεν προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η επιβολή ποσοστού διορθώσεως 25 % για τις δύο αυτές περιόδους εμπορίας ήταν σύμφωνη με τις προβλεπόμενες από τις κατευθυντήριες οδηγίες προϋποθέσεις και δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε αυθαίρετη ούτε δυσανάλογη ούτε υπερβαίνουσα τα όρια της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής.

427    Όσον αφορά το ποσοστό οικονομικής διορθώσεως που επιβλήθηκε για την περίοδο εμπορίας 2003- 2004, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι σχετικές με αυτή την περίοδο διαπιστώσεις της Επιτροπής ήταν κατ’ ουσίαν οι ίδιες και μπορούσαν, επομένως, να δικαιολογήσουν ποσοστό διορθώσεως ανάλογο με το επιβληθέν για τις δύο επόμενες περιόδους εμπορίας. Εντούτοις, η Επιτροπή επισήμανε ότι η παραγωγή σταφίδας κατά την περίοδο αυτή ήταν δυνατόν να έχει επηρεαστεί από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του προηγούμενου έτους και, κατόπιν αυτού, αποφάσισε να επιβάλει μειωμένο ποσοστό διορθώσεως, της τάξεως του 10 %. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή πλάνη επ’ αυτού, και επομένως τα σχετικά με αυτή την οικονομική διόρθωση επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει επίσης να απορριφθούν.

428    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δέκατος έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δεκάτου εβδόμου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως του ποσοστού οικονομικής διορθώσεως που πρέπει να επιβληθεί όσον αφορά την κορινθιακή σταφίδα

429    Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί το ποσοστό της οικονομικής διορθώσεως που επιβλήθηκε για την κορινθιακή σταφίδα για την περίοδο 2004-2005. Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι η διόρθωση είναι αυθαίρετη, διότι, κατά την περίοδο αυτή, δεν είχε χορηγηθεί καμία ενίσχυση για αμπελοτεμάχια που δεν επέτυχαν την ελάχιστη απόδοση. Ως προς τις πλημμέλειες που αφορούν το αμπελοοινικό μητρώο, καθώς και την αναγνώριση και μέτρηση των αμπελοτεμαχίων, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η διόρθωση ύψους 5 % για την κορινθιακή σταφίδα είναι αδικαιολόγητη, διότι οι πλημμέλειες αυτές δεν ενείχαν, για τους λόγους που προβάλλονται προς στήριξη του δεκάτου όγδοου λόγου ακυρώσεως, κανέναν κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ.

430    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί την επιβολή οικονομικής διορθώσεως ύψους 25 % όσον αφορά την κορινθιακή σταφίδα για την περίοδο 2005-2006. Προβάλλει, και στο πλαίσιο αυτό, ότι η επιβληθείσα διόρθωση είναι αυθαίρετη και αναιτιολόγητη και προσθέτει ότι, για τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη του δεκάτου έκτου λόγου ακυρώσεως οι οποίοι ισχύουν mutatis mutandis για την κορινθιακή σταφίδα, ο πενταπλασιασμός του ποσοστού διορθώσεως που εφαρμόστηκε κατά την προηγούμενη περίοδο συνιστά παράβαση των κατευθυντηρίων οδηγιών, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής. Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει επίσης ότι, αντιθέτως προς ό,τι συμβαίνει με τη σουλτανίνα, η κορινθιακή σταφίδα δεν μπορεί να έχει άλλο προορισμό από την αποξήρανση.

431    Ως προς την επιχειρηματολογία αυτή, πρέπει να επισημανθεί ότι οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στη συνοπτική έκθεση και υπενθυμίστηκαν με τις ανωτέρω σκέψεις 420 έως 422 αφορούν και την κορινθιακή σταφίδα. Εντούτοις, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι για την περίοδο 2003-2004 η Επιτροπή έκρινε, για τους ίδιους λόγους που οδήγησαν στην εφαρμογή ποσοστού οικονομικής διορθώσεως ύψους 10 % για τη σουλτανίνα, ότι επιβαλλόταν η εφαρμογή ποσοστού διορθώσεως ύψους 5 %. Όσον αφορά την περίοδο 2004-2005, στη συνοπτική έκθεση επισημαίνονται τα εξής σε σχέση με την κορινθιακή σταφίδα:

«Λαμβανομένου υπόψη ότι για το [έτος εμπορίας 2004-2005] μόνον το 1 % της έκτασης που καλλιεργήθηκε με μαύρη κορινθιακή σταφίδα είχε απόδοση χαμηλότερη [της προβλεπόμενης από την εφαρμοστέα ρύθμιση] και ότι δεν καταβλήθηκε καμία ενίσχυση για τα εν λόγω αμπελοτεμάχια, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν προτείνουν δημοσιονομική διόρθωση γι’ αυτήν την ποικιλία.»

432    Όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2005-2006, μετά την παράθεση των λόγων που αναφέρθηκαν συνοπτικώς στις ανωτέρω σκέψεις 421 και 422, η συνοπτική έκθεση αναφέρει ότι, αντιθέτως προς την περίοδο 2004‑2005, πλέον του 76 % της καλλιεργηθείσας με κορινθιακή σταφίδα εκτάσεως είχε απόδοση μικρότερη των 2 100 kg, ήτοι της ελάχιστης αποδόσεως προ της μειώσεώς της από τις ελληνικές αρχές. Αντιθέτως, ένας πολύ μικρός αριθμός αγροτεμαχίων, ήτοι το 5 %, είχε απόδοση από 67 % έως και 100 % της ελάχιστης αποδόσεως, μετά τη μείωσή της από τις ελληνικές αρχές, ενώ το 36 % των αμπελοτεμαχίων είχε απόδοση κυμαινόμενη μεταξύ 100 % και 133 % της ελάχιστης αποδόσεως κατόπιν μειώσεως, υπερβαίνοντας έτσι κατά τι την ελάχιστη κατόπιν μειώσεως απόδοση. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής χαρακτήρισαν τα στοιχεία αυτά ως «εντελώς αναξιόπιστα». Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει το ίδιο ποσοστό διορθώσεως, ήτοι 25 %, τόσο για τη σουλτανίνα όσο και για την κορινθιακή σταφίδα.

433    Τέλος, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή επέβαλε επιπλέον κατ’ αποκοπή οικονομική διόρθωση ύψους 5 % ή 10 % λόγω των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν στο αμπελοοινικό μητρώο. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής επισήμαναν ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν διορθώσει και ενημερώσει το μητρώο κατά τις περιόδους 2003-2004 και 2004-2005, γεγονός που μείωσε σταδιακά την αποτελεσματικότητά του ως μέσου ελέγχου. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκριναν, ως εκ τούτου, ότι ένας βασικός έλεγχος, ήτοι ο σχετικός με την αναγνώριση και τη μέτρηση των αμπελοτεμαχίων, είχε μεν πραγματοποιηθεί, πλην όμως, λόγω των πλημμελειών του αμπελοοινικού μητρώου, δεν ήταν όσο πλήρης είχε αρχικώς προβλεφθεί. Κατόπιν τούτου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποφάσισαν να επιβάλουν κατ’ αποκοπή ποσοστό διορθώσεως ύψους 5 %. Όσον αφορά την περίοδο 2005-2006, θεώρησαν ότι το σύστημα ελέγχου είχε υποβαθμισθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε ήταν βέβαιον ότι οι δικαιούχοι γνώριζαν τις αδυναμίες του και αποφάσισαν να επιβάλουν κατ’ αποκοπή ποσοστό διορθώσεως ύψους 10 %.

434    Εντεύθεν προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, το ποσοστό διορθώσεως που επιβλήθηκε για τις περιόδους 2004- 2005 και 2005-2006 δεν πενταπλασιάστηκε. Η Ελληνική Δημοκρατία συγχέει εν προκειμένω τις οικονομικές διορθώσεις που επιβλήθηκαν κατόπιν των διαπιστώσεων που αφορούσαν την ελάχιστη απόδοση, την ειδίκευση των αγροτεμαχίων και τους ελέγχους για τον προορισμό του σταφυλιού, ήτοι την πρώτη κατηγορία διορθώσεων, με τις οικονομικές διορθώσεις που επιβλήθηκαν κατόπιν των διαπιστώσεων που αφορούσαν το αμπελοοινικό μητρώο, ήτοι τη δεύτερη κατηγορία διορθώσεων. Από την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως συνοπτικώς μνημονεύεται στις ανωτέρω σκέψεις 429 και 430, προκύπτει όμως ότι το εν λόγω κράτος μέλος βάλλει, αφενός, κατά του κατ’ αποκοπή ποσοστού διορθώσεως που επιβλήθηκε για την περίοδο 2004-2005 κατόπιν των διαπιστώσεων της δεύτερης κατηγορίας και, αφετέρου, κατά του κατ’ αποκοπή ποσοστού διορθώσεως που επιβλήθηκε για την περίοδο 2005-2006 κατόπιν των διαπιστώσεων της πρώτης κατηγορίας. Λόγω της διαφορετικής φύσεως των διαπιστώσεων επί των οποίων στηρίχθηκαν οι δύο αυτές κατηγορίες οικονομικών διορθώσεων, δεν είναι δυνατή η άμεση σύγκριση των εφαρμοσθέντων ποσοστών. Πρέπει επιπλέον να επισημανθεί ότι για την περίοδο 2004‑2005 δεν επιβλήθηκε καμία οικονομική διόρθωση της πρώτης κατηγορίας. Ως προς τη δεύτερη κατηγορία, το επιβληθέν ποσοστό διπλασιάστηκε από 5 % σε 10 % μεταξύ των περιόδων 2004-2005 και 2005-2006, όμως οι λόγοι αυτής της αυξήσεως εξετέθησαν σαφώς από την Επιτροπή (βλ. ανωτέρω σκέψη 433). Εν πάση περιπτώσει, το ποσοστό διορθώσεως της δεύτερης κατηγορίας που επιβλήθηκε για την περίοδο 2005-2006 δεν αμφισβητείται από την Ελληνική Δημοκρατία.

435    Όσον αφορά την αμφισβήτηση του ποσοστού διορθώσεως της δεύτερης κατηγορίας που επιβλήθηκε για την περίοδο 2004-2005, και υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως του δεκάτου ογδόου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά των διαπιστώσεων της Επιτροπής επί των οποίων στηρίχθηκε η διόρθωση αυτή, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της Επιτροπής, οι εν λόγω διαπιστώσεις, εκλαμβανόμενες ως βάσιμες, δικαιολογούν την επιβολή του συγκεκριμένου ποσοστού διορθώσεως, το οποίο είναι σύμφωνο προς τις κατευθυντήριες οδηγίες και την αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, η Επιτροπή διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι οι πλημμέλειες του αμπελοοινικού μητρώου που διαπιστώθηκαν από τις υπηρεσίες της είχαν επιπτώσεις στη διενέργεια βασικού ελέγχου. Από τις κατευθυντήριες οδηγίες προκύπτει δε ότι, όταν πραγματοποιούνται μεν βασικοί έλεγχοι, αλλά κατά τρόπο ατελή, πρέπει να εκτιμάται η σοβαρότητα της πλημμέλειας. Συναφώς, οι κατευθυντήριες οδηγίες ορίζουν επίσης ότι η παράβαση καθίσταται σοβαρότερη αν ένα κράτος μέλος παραλείπει να βελτιώσει τους ελέγχους του, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή του έχει ήδη γνωστοποιήσει τις αναγκαίες βελτιώσεις. Αυτό συνέβη εν προκειμένω, δεδομένου ότι από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν πλημμέλειες σε σχέση με το αμπελοοινικό μητρώο και για την περίοδο 2002-2003, χωρίς όμως να προτείνουν οικονομική διόρθωση για την περίοδο αυτή. Αντιθέτως, για τις δύο επόμενες περιόδους, μεταξύ των οποίων η εν προκειμένω επίμαχη περίοδος 2004-2005, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη θεραπεία των διαπιστωθεισών πλημμελειών.

436    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, συναφώς, ότι το όργανο συμφιλίωσης αναγνώρισε ότι η απόκλιση κατά τη μέτρηση των επιφανειών πριν και μετά τη θέση σε ισχύ του αμπελοοινικού μητρώου ήταν ελάχιστη, αν όχι ασήμαντη, όσον αφορά την κορινθιακή σταφίδα. Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται επίσης την προαναφερθείσα στη σκέψη 130 απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, (σκέψη 298), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε τα εξής:

«[Σ]ύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ελληνικές αρχές ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού και τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή, η απόκλιση αυτή ήταν της τάξης του 14,8 % για τη σουλτανίνα και 3,7 % για την κορινθιακή σταφίδα. Μια τέτοια διαφορά στις αποκλίσεις θα μπορούσε, καταρχήν, να αποτελέσει ένδειξη περί του ότι η έκταση των διαπιστωθεισών ανεπαρκειών είναι περιορισμένη».

437    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι τόσο οι πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν σε σχέση με το αμπελοοινικό μητρώο όσο και η κατ’ αποκοπή διόρθωση που επιβλήθηκε λόγω των πλημμελειών αυτών για την περίοδο 2004-2005 αφορούσαν το σύνολο των καταχωρισθέντων στο μητρώο αμπελοτεμαχίων και όχι μόνον τα αμπελοτεμάχια στα οποία καλλιεργείται κορινθιακή σταφίδα. Στην Ελληνική Δημοκρατία εναπόκειτο να αποδείξει συγκεκριμένα ότι το αμπελοοινικό μητρώο και τα συστήματα ελέγχου των ενισχύσεων για την κορινθιακή σταφίδα δεν έπασχαν τις ίδιες πλημμέλειες που είχαν διαπιστωθεί σχετικώς με τη σουλτανίνα. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε τέτοιες αποδείξεις, η επιχειρηματολογία της δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η γνώμη του οργάνου συμφιλίωσης όσον αφορά την επίμαχη περίοδο δεν κάνει λόγο για ελάχιστη απόκλιση κατά τη μέτρηση των επιφανειών. Για μια τέτοια απόκλιση γίνεται λόγος μόνο στη γνώμη του οργάνου συμφιλίωσης της 11ης Ιουνίου 2004, η οποία προσαρτάται ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής και αφορούσε τα οικονομικά έτη 2000 έως 2002. Κατά συνέπεια, η τελευταία αυτή γνώμη δεν μπορεί να ληφθεί λυσιτελώς υπόψη στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, δεδομένου ότι δεν αφορά την επίμαχη περίοδο. Για τους ίδιους λόγους, η προαναφερθείσα στη σκέψη 130 απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, η οποία αφορά χρονική περίοδο διαφορετική από την επίμαχη εν προκειμένω, δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς.

438    Όσον αφορά την αμφισβήτηση του ποσοστού της οικονομικής διορθώσεως που επιβλήθηκε για την περίοδο 2005-2006 για την κορινθιακή σταφίδα, πρέπει να τονισθεί ότι, στο μέτρο που στηρίζεται στα ίδια επιχειρήματα με αυτά που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δεκάτου έκτου λόγου ακυρώσεως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που εκτέθηκαν κατά την εξέταση εκείνου του λόγου ακυρώσεως. Κατά συνέπεια, το μόνο επιχείρημα που επιβάλλεται να εξετασθεί αυτοτελώς είναι εκείνο κατά το οποίο η κορινθιακή σταφίδα, αντιθέτως προς τη σουλτανίνα, χρησιμοποιείται αποκλειστικώς για την αποξήρανση, με αποτέλεσμα να μη συντρέχει κανένας κίνδυνος διοχετεύσεως της παραγωγής της ποικιλίας αυτής σε άλλες αγορές.

439    Ούτε το επιχείρημα αυτό μπορεί να γίνει δεκτό. Αφενός, πρέπει να επισημανθεί ότι, με τη σκέψη 299 της προαναφερθείσας στη σκέψη 130 αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε μπορέσει να ανατρέψει την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η κορινθιακή σταφίδα χρησιμοποιούνταν και για την οινοποιία, και απέρριψε το επιχείρημά της ότι η κορινθιακή σταφίδα χρησιμοποιείται αποκλειστικώς για αποξήρανση. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε συγκεκριμένα και εμπεριστατωμένα στοιχεία, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει εν προκειμένω σε διαφορετικό συμπέρασμα επί του αυτού ζητήματος.

440    Εξάλλου και κυρίως, ανεξάρτητα από το ζήτημα της ενδεχόμενης χρήσεως της κορινθιακής σταφίδας για άλλους σκοπούς πλην της αποξηράνσεως, επισημαίνεται ότι από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι, βάσει των διαπιστώσεών τους σχετικά με την απόδοση των εκτάσεων με καλλιέργειες κορινθιακής σταφίδας κατά την περίοδο 2005-2006, οι οποίες εξετέθησαν συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 432 και καταδεικνύουν ότι ένας αφύσικα υψηλός αριθμός καλλιεργούμενων αμπελοτεμαχίων είχε επιτύχει οριακά την απαιτούμενη ελάχιστη απόδοση μετά την εφαρμοσθείσα από τις ελληνικές αρχές μείωση ή την είχε ελαφρώς υπερβεί και ότι, αντιθέτως, ελάχιστες εκ των καλλιεργούμενων εκτάσεων δεν είχαν επιτύχει τη μειωμένη ελάχιστη απόδοση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκριναν, παραπέμποντας σ’ ένα διάγραμμα (βλ., συναφώς, την επιστολή της Επιτροπής της 23ης Φεβρουαρίου 2010), ότι τέτοια στατιστικά στοιχεία δεν προσιδίαζαν σε συμμετρική διανομή τύπου «καμπύλης του Gauss», αλλά σε ασύμμετρη διανομή. Εντεύθεν συνάγεται, κατά την Επιτροπή, ότι η κανονική κατανομή της αποδόσεως επηρεάστηκε από εξωγενείς παράγοντες. Βάσει των διαπιστώσεων αυτών, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θεώρησαν ότι λειτουργούσε ένας μηχανισμός αποζημιώσεων μέσω ανταλλαγών «στα χαρτιά», ήτοι μέσω πλασματικών ανταλλαγών ποσοτήτων κορινθιακής σταφίδας μεταξύ παραγωγών. Στις περιπτώσεις δηλαδή αμπελοτεμαχίων των οποίων η απόδοση είχε υπερβεί κατά πολύ την ελάχιστη απόδοση, ένα τμήμα της παραγωγής δηλωνόταν ως προερχόμενο από αμπελοτεμάχιο του οποίου η παραγωγή δεν είχε επιτύχει την ελάχιστη απόδοση, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι και η τελευταία αυτή παραγωγή θα τύχει ενισχύσεως.

441    Η πρακτική αυτή αντιβαίνει προδήλως στις εφαρμοστέες διατάξεις και ενέχει σοβαρό κίνδυνο ζημιών για το ΕΓΤΠΕ, κατά το μέτρο που έχει ως αποτέλεσμα να τυγχάνουν ενισχύσεως αμπελοτεμάχια που δεν έχουν επιτύχει την απαιτούμενη ελάχιστη απόδοση και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αξιώσουν ενίσχυση. Λαμβανομένου επίσης υπόψη, αφενός, ότι, όπως επισημάνθηκε στο πλαίσιο του δεκάτου έκτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν επέτυχε να κλονίσει τη διαπίστωση των υπηρεσιών της Επιτροπής ότι η μείωση της ελάχιστης αποδόσεως κατά την επίμαχη περίοδο δεν ήταν σύμφωνη με τις σχετικές διατάξεις και, αφετέρου, ότι απουσιάζει οποιοδήποτε συγκεκριμένο επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας προς αμφισβήτηση των προαναφερθεισών στην προηγούμενη σκέψη εκτιμήσεων της Επιτροπής, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι δεν μπορεί εν προκειμένω να προσαφθεί επ’ αυτού στην Επιτροπή ούτε πλάνη ούτε παραβίαση των κατευθυντήριων οδηγιών ή της αρχής της αναλογικότητας ούτε υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας.

442    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεκάτου ογδόου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά την πλημμελή τήρηση αμπελοοινικού μητρώου

443    Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1621/1999 προβλέπει, στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του συστήματος ενισχύσεως της παραγωγής σταφίδας, την καθιέρωση αλφαριθμητικής ηλεκτρονικής βάσης. Αυτή η βάση δεδομένων περιλαμβάνει τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 4 και στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού. Για κάθε κράτος μέλος εγγράφονται στη βάση δεδομένων, κατόπιν αιτήσεώς τους, οι επιμέρους παραγωγοί, οι οργανώσεις παραγωγών και οι μεταποιητές που πληρούν τις τεχνικές προϋποθέσεις συμμετοχής στο καθεστώς ενισχύσεως (άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1621/1999). Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, με την αίτησή τους εγγραφής, οι ενδιαφερόμενοι γνωστοποιούν, μεταξύ άλλων, τη συνολική έκταση του αμπελώνα, κατανεμημένη κατά αμπελοτεμάχιο. Όπως ήδη επισημάνθηκε (ανωτέρω σκέψη 433), οι διάδικοι αναφέρονται στην εν λόγω βάση δεδομένων με τον όρο «αμπελοοινικό μητρώο».

444    Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1621/1999, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν προβεί στη σύσταση του αμπελοοινικού μητρώου πριν από την έναρξη της περιόδου εμπορίας 2002-2003. Εν προκειμένω, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναγνώρισαν ότι, κατά την περίοδο εμπορίας 2002-2003, χρησιμοποιήθηκε ένα αμπελοοινικό μητρώο «παρά το γεγονός ότι ήταν ελαττωματικό» και δεν πρότειναν οικονομική διόρθωση για την περίοδο αυτή. Αντιθέτως, για τους λόγους που παρατίθενται συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 433, επιβλήθηκαν οικονομικές διορθώσεις ύψους 5 % για τις περιόδους εμπορίας 2003‑2004 και 2004-2005, και ύψους 10 % για την περίοδο 2005-2006.

445    Ειδικότερα, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι, κατά την επίσκεψη που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής το 2003, διαπίστωσαν ότι το αμπελοοινικό μητρώο είχε συσταθεί το προηγούμενο έτος και ότι το 90 % των αμπελοτεμαχίων είχε αποτελέσει αντικείμενο επιτόπιων ελέγχων εκ μέρους των ελληνικών αρχών. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν δικές τους μετρήσεις τόσο κατά την ελεγκτικού χαρακτήρα επίσκεψη του 2003 όσο και στο πλαίσιο επόμενης επισκέψεως που πραγματοποίησαν το 2005 και διαπίστωσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, αποκλίσεις μεταξύ της δηλωθείσας και της καλλιεργούμενης εκτάσεως. Το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέβη σε ανάλογες διαπιστώσεις. Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές, μολονότι είχαν υπόψη τις αποκλίσεις αυτές, αποφάσισαν να μην τροποποιήσουν τις σχετικές αιτήσεις ενισχύσεως, προκειμένου να μη στερηθούν της ενισχύσεως οι μικροί παραγωγοί. Οι ελληνικές αρχές δεσμεύτηκαν ότι θα ενημερώσουν το αμπελοοινικό μητρώο. Εντούτοις, δεδομένου ότι η επικαιροποίηση του μητρώου ανατέθηκε σε τρίτους, η σχετική διαδικασία άρχισε μόλις το 2005, με την εξέταση των αιτήσεων τροποποιήσεως που είχαν υποβληθεί το 2004. Οι ανάλογες αιτήσεις που είχαν υποβληθεί το 2005 εξετάστηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο.

446    Προκειμένου να αντισταθμίσουν τις πλημμέλειες που προέκυψαν από τη μη επικαιροποίηση του αμπελοοινικού μητρώου, οι ελληνικές αρχές καθιέρωσαν ένα υβριδικό σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου, το οποίο δεν στηριζόταν σε ενημερωμένα στοιχεία, αλλά σε στοιχεία ιστορικά, και δεν ήταν σύμφωνο με το ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου (στο εξής: ΟΣΔΕ), αντιθέτως προς τις επιταγές του κανονισμού (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (EE L 355, σ. 1), ως είχε κατόπιν της τροποποιήσεώς του από τον κανονισμό (ΕΚ) 1593/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, που τροποποιεί τον κανονισμό 3508/92 (EE L 182, σ. 4).

447    Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά των διαπιστώσεων της Επιτροπής. Όπως υποστηρίζει, πριν από τη σύσταση του αμπελοοινικού μητρώου, οι υπηρεσίες της μετρούσαν με ακρίβεια τις εκτάσεις, η δε απόκλιση μεταξύ των βάσει της μετρήσεως αυτής εκτάσεων και των στοιχείων του μητρώου ήταν ελάχιστη και αμελητέα. Ένα έγγραφο της Επιτροπής της 12ης Σεπτεμβρίου 2003 κάνει λόγο για «απόκλιση σε λογικά όρια» και επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση. Τούτο δε τοσούτο μάλλον καθόσον, λόγω της φυλλοξήρας, το σύνολο σχεδόν της εκτάσεως, ήτοι 150 000 στρέμματα σουλτανίνας, έχει αναμπελωθεί και ελεγχθεί τρεις φορές, εκμηδενίζοντας τις πιθανότητες απάτης ή παρατυπίας όσον αφορά την αναγνώριση του αμπελοτεμαχίου ή τη μέτρηση της εκτάσεώς του.

448    Όσον αφορά, ειδικότερα, την περίοδο εμπορίας 2003-2004 (για τη συγκομιδή του έτους 2003), η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατά την περίοδο αυτή, οι παραγωγοί είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν τη μεταβολή στοιχείων τους περιλαμβανόμενων στο μητρώο και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα μη επικαιροποιήσεως του εν λόγω μητρώου.

449    Κατά τις δύο επόμενες περιόδους εμπορίας, ήτοι τις περιόδους 2004‑2005 και 2005-2006 (για τη συγκομιδή των ετών 2004 και 2005), συνεχίστηκε η διαδικασία ενημερώσεως και επικαιροποιήσεως του μητρώου και υποβλήθηκε σειρά αιτήσεων επικαιροποιήσεως από τους παραγωγούς. Οι αιτήσεις αυτές επρόκειτο να εξετασθούν από ιδιώτες αναδόχους που θα αναλάμβαναν την τήρηση και ενημέρωση του αμπελοοινικού μητρώου για λογαριασμό της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ένα δείγμα των προαναφερθεισών αιτήσεων τροποποιήσεως, που υποβλήθηκε υπό τη μορφή πίνακα συνημμένου ως παράρτημα στην προσφυγή καταδεικνύει κατά την Ελληνική Δημοκρατία ότι οι εν λόγω αιτήσεις αφορούσαν στην πλειονότητά τους τροποποιήσεις των αλφαριθμητικών στοιχείων που είχαν ληφθεί υπόψη κατά τη χορήγηση της ενισχύσεως.

450    Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι, λόγω καθυστερήσεων οφειλόμενων στις κινηθείσες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαδικασίες, οι σχετικές με την ενημέρωση του αμπελοοινικού μητρώου αρμοδιότητες μεταβιβάστηκαν στις νομαρχιακές υπηρεσίες. Για την ομοιόμορφη ενημέρωση του αμπελοοινικού μητρώου παρασχέθηκαν οδηγίες στις εν λόγω υπηρεσίες και οργανώθηκαν εκπαιδευτικά σεμινάρια. Επιπλέον, από τον Αύγουστο του 2006 έως τον Νοέμβριο του 2008, κατόπιν διαγωνισμού που προκηρύχθηκε τον Δεκέμβριο του 2005, ανατέθηκε σε εταιρεία τεχνικού συμβούλου η παροχή συνδρομής στις νομαρχιακές υπηρεσίες όσον αφορά την τήρηση και την ενημέρωση του αμπελοοινικού μητρώου.

451    Η Ελληνική Δημοκρατία διευκρινίζει, συναφώς, ότι οι τροποποιήσεις που γίνονται βάσει επίσημων δικαιολογητικών καταχωρίζονται στο μητρώο κάθε έτος τον Ιούνιο, σύμφωνα με διαδικασίες που διασφαλίζουν την ακρίβεια των στοιχείων. Ακολούθως, αποστέλλεται στους παραγωγούς προς υπογραφή μια προσυμπληρωμένη με στοιχεία αντλούμενα από το μητρώο δήλωση αμπελοκαλλιέργειας. Σε περίπτωση διαφωνίας, οι παραγωγοί υποβάλλουν τυχόν αντιρρήσεις τους εγγράφως. Αφού ελεγχθούν, οι τροποποιήσεις οριστικοποιούνται και ενημερώνεται το μητρώο. Κατόπιν εξετάσεως των ενδεχόμενων αντιρρήσεων και εφόσον παραστεί ανάγκη γίνονται τροποποιήσεις και οι πληροφορίες αυτές, παράλληλα με τις πληροφορίες που παρέχει ο παραγωγός με την αίτησή του εγγραφής στο μητρώο ή με άλλα σχετικά έγγραφα όπως είναι η σύμβαση, λαμβάνονται υπόψη για την επικαιροποίηση του μητρώου. Η Ελληνική Δημοκρατία συνάγει εντεύθεν το συμπέρασμα ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν εξαρχής τις σχετικές με τις εκτάσεις των παραγωγών πληροφορίες και ότι οι μόνες δυνατές τροποποιήσεις είναι οι μεταβιβάσεις εκμεταλλεύσεων, οι αλλαγές χρήσεως, η εγκατάλειψη εκτάσεων ή η αλλαγή κατηγορίας, που λαμβάνονται υπόψη κατόπιν ελέγχου.

452    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ότι ένα αμπελοτεμάχιο μπορεί να δηλωθεί από πολλούς παραγωγούς ή πολλές φορές δεν ευσταθεί. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή εκκινεί από την αυθαίρετη παραδοχή ότι ο ενδιαφερόμενος παραγωγός μπορεί να υποβάλει ψευδή δήλωση και δεν λαμβάνει υπόψη, επί του σημείου αυτού, τις ποινικές και διοικητικές κυρώσεις που επισύρει η υποβολή τέτοιας δηλώσεως.

453    Πρέπει να τονιστεί ότι η εκτεθείσα συνοπτικώς ανωτέρω επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν κλονίζει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής επί των οποίων στηρίχθηκε η επιβολή της επίμαχης οικονομικής διορθώσεως. Διαπιστώνεται, πράγματι, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, μολονότι η προσφεύγουσα είχε υπόψη τις αποκλίσεις μεταξύ της πραγματικής εκτάσεως ορισμένων αμπελοτεμαχίων και της μεγαλύτερης εκτάσεως που καταχωρίστηκε για τα ίδια αμπελοτεμάχια στο μητρώο, δεν προβαίνει στις αναγκαίες διορθώσεις, στο πλαίσιο της επικαιροποιήσεως του μητρώου, με σκοπό να μη στερήσει από τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς τη δυνατότητα να λάβουν ενίσχυση.

454    Όσον αφορά την επικαιροποίηση του μητρώου, η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται αποκλειστικώς στις αιτήσεις τροποποιήσεως που υποβλήθηκαν από τους ίδιους τους παραγωγούς. Οι αιτήσεις αυτές όμως δεν μπορούν να αφορούν τις προαναφερθείσες στη σκέψη 453 αποκλίσεις, καθόσον είναι απίθανο να ζητήσει ένας παραγωγός τροποποίηση του μητρώου αποβαίνουσα εις βάρος του. Το γεγονός και μόνον, το οποίο επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, ότι δηλαδή η υποβολή ψευδούς δηλώσεως από παραγωγό επισύρει ποινικές και διοικητικές κυρώσεις δεν είναι δυνατό να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα, και τούτο τοσούτο μάλλον καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία ούτε ισχυρίσθηκε ούτε βεβαίως απέδειξε ότι οι αρχές της πραγματοποίησαν συστηματικούς ελέγχους προκειμένου να εντοπισθούν οι εν λόγω ψευδείς δηλώσεις και να επιβληθούν οι κατάλληλες κυρώσεις.

455    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ρητώς το επιχείρημα της Επιτροπής ότι εξετάστηκαν μόνον οι υποβληθείσες το 2004 αιτήσεις τροποποιήσεως και δη στο τέλος του 2005. Επιπλέον, από το συνημμένο στο δικόγραφο της προσφυγής έγγραφο το οποίο απηύθυνε τον Μάιο του 2009 η αρμόδια για τη διαχείριση των μητρώων διεύθυνση του ελληνικού Υπουργείου Γεωργικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στο ειδικό γραφείο νομικού συμβούλου του ίδιου υπουργείου προκύπτει ότι οι ένδικες διαδικασίες που άπτονταν της προκηρύξεως, κατά το έτος 2004, διαγωνισμού για την τήρηση και την ενημέρωση του αμπελοοινικού μητρώου δημιούργησαν πρόσκομμα στην επεξεργασία των σχετικών στοιχείων. Όπως, όμως, επισημάνθηκε με την ανωτέρω σκέψη 124, ένα κράτος μέλος πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη και τις συνέπειες ενδεχόμενης διαπράξεως παρανομίας εκ μέρους των υπηρεσιών του, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να αναστείλει ή και να ακυρώσει μια διαδικασία διαγωνισμού.

456    Όσον αφορά τον πίνακα που εμφαίνει ένα δείγμα αιτήσεων τροποποιήσεως του μητρώου, τον οποίο επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία (βλ. ανωτέρω σκέψη 449), επισημαίνεται ότι ένας σημαντικός αριθμός από τις αιτήσεις που περιλαμβάνονται στον εν λόγω πίνακα θα μπορούσε να μην αφορά μόνον αλφαριθμητικά στοιχεία, αλλά και χαρτογραφικά, ήτοι τον προσδιορισμό των αμπελοτεμαχίων ή των εκτάσεών τους. Εξάλλου, με το προαναφερθέν στη σκέψη 455 έγγραφο, οι ελληνικές αρχές επισημαίνουν ότι δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν οι τροποποιήσεις ουσιωδών πληροφοριών που ζητήθηκαν, δεδομένου ότι η πληροφόρηση προέρχεται από τη δήλωση των παραγωγών. Στο έγγραφο επισημαίνεται, επιπλέον, ότι οι αιτήσεις αυτές «θα αποτελούσαν αντικείμενο εργασίας αναδόχων που θα αναλάμβαναν την τήρηση και την ενημέρωση του μητρώου». Εντούτοις, υπήρξαν ένδικες διαδικασίες όσον αφορά το εν λόγω μητρώο. Οι διαπιστώσεις αυτές ενισχύουν τις αμφιβολίες ως προς τις εκτιμήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί εκ νέου ότι, εν πάση περιπτώσει, ήταν μάλλον απίθανο να ζητήσουν οι ίδιοι οι παραγωγοί τροποποιήσεις του μητρώου οι οποίες θα απέβαιναν εις βάρος τους.

457    Όσον αφορά το επιχείρημα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία προς απάντηση στο επιχείρημα της Επιτροπής περί του κινδύνου διπλής δηλώσεως του ίδιου αμπελοτεμαχίου (βλ. ανωτέρω σκέψη 452), επισημαίνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται, συναφώς, μόνον το γεγονός ότι προβλέπονται κυρώσεις για τις περιπτώσεις υποβολής ψευδούς δηλώσεως. Όπως, όμως, ήδη επισημάνθηκε (βλ. ανωτέρω σκέψη 454), οι κυρώσεις αυτές δεν αρκούν, αφ’ εαυτών, για να αποκλειστεί αυτός ο κίνδυνος.

458    Διαπιστώνεται, επιπλέον, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν ανέτρεψε ούτε τις διαπιστώσεις της Επιτροπής που παρατίθενται συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 446.

459    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να υπομνησθεί εκ νέου η πάγια νομολογία που μνημονεύεται στις ανωτέρω σκέψεις 72 έως 74. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, εν προκειμένω, στην Ελληνική Δημοκρατία απέκειτο να αποδείξει λεπτομερώς και πλήρως ότι το αμπελοοινικό μητρώο είχε πράγματι επικαιροποιηθεί και ότι, επομένως, ότι οι σχετικές εκτιμήσεις της Επιτροπής είναι ανακριβείς και εσφαλμένες. Διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσεκόμισε τέτοιες αποδείξεις το στοιχείο αυτό. Κατά συνέπεια, ο δέκατος όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεκάτου ενάτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις πλημμέλειες στον τομέα διαχειρίσεως και ελέγχου

460    Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι ήταν πλημμελείς οι επικουρικοί έλεγχοι όσον αφορά τη σταφίδα και επέβαλε, για τον λόγο αυτό, κατ’ αποκοπή οικονομική διόρθωση ύψους 2 % για τις περιόδους εμπορίας 2002-2003 έως 2005-2006. Πρώτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, ελλείψει στατιστικών στοιχείων όσον αφορά τους διενεργηθέντες ελέγχους, ο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει αν είχε τηρηθεί το ποσοστό που προβλέπεται για τους ελέγχους με τους οποίους είναι επιφορτισμένες οι νομαρχίες. Η Επιτροπή δέχθηκε, ωστόσο, ότι ο έλεγχος είχε βελτιωθεί μετά την περίοδο εμπορίας 2003- 2004. Δεύτερον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι διασταυρωτικοί έλεγχοι που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1621/1999 δεν είχαν πραγματοποιηθεί, λόγω της καθυστερήσεως στην καθιέρωση συστήματος πλήρως συμβατού με το ΟΣΔΕ. Η Επιτροπή επισήμανε, εντούτοις, ότι προβλέπονταν διασταυρωτικοί έλεγχοι βάσει των στοιχείων του αρμόδιου οργανισμού γεωργικής ασφάλειας από την περίοδο εμπορίας 2005-2006 και εφεξής, και διασταυρωτικοί έλεγχοι βάσει των στοιχείων άλλων τομέων (αγοράς νωπών οπωροκηπευτικών, οινοποιίας) από την περίοδο εμπορίας 2006-2007 και εφεξής. Τρίτον, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι συχνά ελλιπείς εκθέσεις ελέγχου δεν παρείχαν στις ελληνικές αρχές τη δυνατότητα να εκτιμήσει δεόντως την έκταση των πραγματοποιηθέντων ελέγχων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω πλημμέλειες δικαιολογούσαν την επιβολή κατ’ αποκοπή διορθώσεως ύψους 2 % (σημεία 4.1.1.3 και 4.1.4.3 της συνοπτικής εκθέσεως).

461    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι ως άνω διαπιστώσεις είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Προσθέτει ότι, έστω και εκλαμβανόμενες ως ορθές, δεν δικαιολογούν την επιβολή κατ’ αποκοπή οικονομικής διορθώσεως «ανώτερη[ς] του 2 %».

462    Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η στρεμματική ενίσχυση για την καλλιέργεια σταφυλιών προς παραγωγή σταφίδας χορηγείται στην Ελλάδα σε επίπεδο νομού, στο πλαίσιο αποκεντρωμένου του συστήματος. Οι νομαρχιακές υπηρεσίες έχουν αρμοδιότητα τόσο για την παραλαβή και την εξέταση των αιτήσεων ενισχύσεως όσο και για τη διενέργεια των απαιτούμενων επιτόπιων και διασταυρωτικών ελέγχων.

463    Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνταν από εξουσιοδοτημένους ελεγκτές, οι οποίοι διέθεταν την αναγκαία τεχνογνωσία και ενεργούν βάσει οδηγιών του ΟΠΕΚΕΠΕ. Συμπληρωματικοί διασταυρωτικοί έλεγχοι διενεργούνταν από εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους σε επίπεδο νομού, προκειμένου να εξακριβωθεί η διενέργεια επιτόπιων ελέγχων σύμφωνων προς τις απαιτήσεις. Οι συγκεντρωτικές καταστάσεις των προς καταβολή οικονομικών ενισχύσεων συνοδεύονται, κατά την υποβολή τους στον ΟΠΕΚΕΠΕ προς πληρωμή της ενισχύσεως, από σχετική βεβαίωση.

464    Συγκεκριμένα, με το έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, η ίδια η Επιτροπή δέχεται ότι οι ελληνικές αρχές είχαν καθιερώσει ένα σύστημα ελέγχου του μέτρου αυτού, το οποίο περιελάμβανε εθνικά και περιφερειακά εγχειρίδια διαδικασιών, καθώς και επιτόπιους ελέγχους.

465    Διαπιστώνεται ότι οι γενικά και αόριστα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν αρκούν για να κλονίσουν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, τούτο δε για τον μείζονα λόγο ότι, κατά την παρατιθέμενη στις σκέψεις 72 έως 74 νομολογία, η Ελληνική Δημοκρατία φέρει το σχετικό βάρος αποδείξεως.

466    Ειδικότερα, η αιτίαση της Επιτροπής σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας αφορούσε, κατ’ ουσίαν, πρώτον, απουσία στατιστικών στοιχείων όσον αφορά τον αριθμό των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν, η οποία δεν επέτρεπε να διαπιστωθεί ότι τηρήθηκε το απαιτούμενο ποσοστό, δεύτερον, έλλειψη διασταυρωτικών ελέγχων λόγω της καθυστερήσεως στη θέσπιση συστήματος συμβατού με το ΟΣΔΕ και, τρίτον, συχνά ελλιπείς και, επομένως, όχι πλήρως αξιόπιστες εκθέσεις ελέγχου. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα ή στοιχείο ικανό να ανατρέψει τις διαπιστώσεις αυτές.

467    Η Ελληνική Δημοκρατία επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι το σύστημα διαχειρίσεως και ενισχύσεως ήταν αποκεντρωτικά οργανωμένο σε επίπεδο νομού, επισήμανση που ουδόλως απαντά στις αιτιάσεις της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, ως προς την εκτίμηση της Επιτροπής, ο περισσότερο ή λιγότερο αποκεντρωτικός χαρακτήρας του επίμαχου εθνικού συστήματος είναι άνευ σημασίας. Αυτό που έχει σημασία είναι η τήρηση των επιταγών της σχετικής ρυθμίσεως. Επί του σημείου αυτού, η Ελληνική Δημοκρατία περιορίστηκε σε γενικές και μη στηριζόμενες σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία εκτιμήσεις ότι είχαν όντως πραγματοποιηθεί όλοι οι προβλεπόμενοι έλεγχοι. Λαμβανομένου υπόψη ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε το βάρος αποδείξεως, οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς.

468    Όσον αφορά το έγγραφο της Επιτροπής που επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία (βλ. ανωτέρω σκέψη 464), παρατίθεται μόνον ένα σχετικά σύντομο χωρίο, αποσπασμένο από το πλαίσιό του. Πράγματι, την παράγραφο την οποία επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία διαδέχεται μια άλλη που ορίζει ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής «φρονούν ότι πρέπει να υποβάλουν ορισμένες παρατηρήσεις και σχόλια επί του ζητήματος αυτού» και διευκρινίζουν ότι, «δεδομένου ότι, κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, θα πραγματοποιηθεί δεύτερος έλεγχος, οι εν λόγω παρατηρήσεις και σχόλια [θα] πρέπει να συνδυαστούν ώστε να αποτελέσουν ενιαίο σύνολο». Επιπλέον, με το παράρτημα II του ίδιου εγγράφου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διατύπωσαν συγκεκριμένες παρατηρήσεις και συστάσεις σχετικά με τη βελτίωση της καταρτίσεως των ελεγκτών και την αύξηση των πηγών δεδομένων που θα χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια διασταυρωτικών ελέγχων. Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να αντλήσει κανένα λυσιτελές επιχείρημα από τις διαπιστώσεις της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στο εν λόγω έγγραφο και στα παραρτήματά του.

469    Τέλος, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι διαπιστωθείσες από την Επιτροπή πλημμέλειες, αν υποτεθούν αποδεδειγμένες, δεν δικαιολογούσαν την επιβολή κατ’ αποκοπή οικονομικής διορθώσεως σε ποσοστό που να υπερβαίνει το 2 % είναι αλυσιτελές, καθόσον το κατ’ αποκοπή ποσοστό διορθώσεως που εφάρμοσε η Επιτροπή είναι ακριβώς 2 % και συνεπώς δεν υπερβαίνει το εν λόγω ποσοστό.

470    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως που επιβλήθηκε για τις δαπάνες τις οποίες δήλωσε η Ελληνική Δημοκρατία για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2001 (τομέας της δημόσιας αποθεματοποίησης) όσον αφορά τις κοινοτικές ενισχύσεις για τη διατήρηση των ελαιώνων στα μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους

471    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε για τις δαπάνες που δηλώθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2001 (τομέας της δημόσιας αποθεματοποίησης) όσον αφορά τις κοινοτικές ενισχύσεις για τη διατήρηση των ελαιώνων στα μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 10 %, η οποία αντιστοιχεί σε ποσό 3 970 402,08 ευρώ.

 Επί του εικοστού λόγου ακυρώσεως, περί παραβάσεως των άρθρων 264 και 266, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και περί παραβιάσεως του δεδικασμένου

472    Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται παραβίαση του δεδικασμένου. Υποστηρίζει ότι ανάλογη οικονομική διόρθωση ποσοστού 25 % είχε επιβληθεί για τους ίδιους λόγους με την απόφαση 2003/102. Η απόφαση αυτή, κατά το μέτρο που αφορούσε την εν λόγω οικονομική διόρθωση, ακυρώθηκε με την προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει συνεπώς ότι, επιβάλλοντας την ίδια οικονομική διόρθωση, η Επιτροπή ανατρέπει την αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου, κατά παραβίαση του απορρέοντος από αυτή δεδικασμένου.

473    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ακύρωση από το Δικαστήριο της προηγούμενης αποφάσεως της Επιτροπής δεν στηρίχθηκε σε απλή διαδικαστική ή τυπική πλημμέλεια, αλλά απέρρεε από πολύ σοβαρότερη πλημμέλεια. Κατά την άποψή της, τούτο συνεπάγεται ότι το ακυρωτικό αποτέλεσμα πρέπει να θεωρηθεί ως απόλυτο. Φρονεί, επιπλέον, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεραπεύσει την πλημμέλεια αυτή εκδίδοντας άλλη απόφαση περί διορθώσεως βάσει της αρχικής διαδικασίας. Εξάλλου εύλογα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, επιβάλλοντας κατ’ αποκοπή διόρθωση 25 %, η Επιτροπή παραιτήθηκε κατ’ ουσίαν από το δικαίωμά της εφαρμογής χαμηλότερου ποσοστού διορθώσεως. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο παρεμπιπτόντως αναφέρθηκε, με τη σκέψη 80 της προαναφερθείσας στη σκέψη 49 αποφάσεως της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σε ενδεχόμενο ποσοστό διορθώσεως ύψους 10 % δεν σημαίνει ότι έκρινε ότι θα ήταν αποδεκτό ένα τέτοιο ποσοστό. Το Δικαστήριο έκρινε απλώς ότι δεν ήταν δικαιολογημένη η επιβολή ποσοστού διορθώσεως ύψους 25 %.

474    Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι η Επιτροπή, επιβάλλοντας διά της προσβαλλομένης αποφάσεως νέα διόρθωση ανάλογη της ακυρωθείσας από το Δικαστήριο, παρέβη τα άρθρα 264 και 266, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

475    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 264, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο κηρύσσει την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη. Το άρθρο 266, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προβλέπει τα εξής:

«Το θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμός των οποίων η πράξη εκηρύχθη άκυρη ή των οποίων η παράλειψη εκηρύχθη αντίθετη προς τις Συνθήκες, οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

476    Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να συμμορφωθεί με την ακυρωτική δικαστική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνον το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο συνιστά το αναγκαίο του έρεισμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια των όσων κρίθηκαν με το διατακτικό. Αυτό το σκεπτικό προσδιορίζει, αφενός, την ακριβή διάταξη που θεωρείται παράνομη και, αφετέρου, τους ακριβείς λόγους της διαπιστωθείσας στο διατακτικό παρανομίας την οποία πρέπει να λάβει υπόψη το όργανο για την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 99/86 και 193/86 και 215/86, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27, και διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2000, C‑8/99 P, Gómez de Enterría y Sanchez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑6031, σκέψη 20· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 2003, T‑324/02, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑337 και II‑1657, σκέψη 56, και της 25ης Μαρτίου 2009, T‑402/07, Kaul κατά ΓΕΕΑ – Bayer (ARCOL), Συλλογή 2009, σ. II‑737, σκέψη 22]. Η διαδικασία αντικαταστάσεως μιας ακυρωθείσας πράξεως μπορεί να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο επήλθε η παρανομία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1986, 34/86, Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 2155, σκέψη 47, και της 12ης Νοεμβρίου 1998, C‑415/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑6993, σκέψη 31). Ωστόσο, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επιβάλλει υποχρέωση στο όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη μόνον εντός του αναγκαίου για τη διασφάλιση της εκτελέσεως της ακυρωτικής αποφάσεως ορίου. Υπό την έννοια αυτή, η διάταξη αυτή επιβάλλει στο οικείο όργανο την υποχρέωση να μεριμνήσει ώστε η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα να μην εμφανίζει τις ίδιες παρατυπίες με τις προσδιορισθείσες στην εν λόγω ακυρωτική απόφαση (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2003, C‑41/00 P, Interporc κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑2125, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

477    Εν προκειμένω, από το γράμμα της προαναφερθείσας στη σκέψη 49 αποφάσεως της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, η πράξη την οποία αφορά η απόφαση αυτή έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη, καθόσον είχε επιβάλει διόρθωση ύψους 25 %, οπότε και η εν λόγω διόρθωση έπρεπε να θεωρηθεί ως ουδέποτε επιβληθείσα.

478    Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, ούτε το άρθρο 264 ή το άρθρο 266, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ούτε το δεδικασμένο το οποίο απορρέει από την προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, εμπόδιζαν την Επιτροπή να εκδώσει νέα πράξη προς αντικατάσταση της ακυρωθείσας με την ως άνω δικαστική απόφαση. Η Επιτροπή όφειλε, εντούτοις, σύμφωνα με την προμνησθείσα στη σκέψη 476 νομολογία, να λάβει υπόψη τους ακριβείς λόγους της διαπιστωθείσας παρανομίας που είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προγενέστερης πράξεώς της από το Δικαστήριο και να αποτρέψει το ενδεχόμενο η νέα πράξη, που προορίζεται για την αντικατάσταση της ακυρωθείσας, να βαρύνεται με τις ίδιες παρατυπίες.

479    Διαπιστώνεται ότι το γράμμα του σκεπτικού της προαναφερθείσας στη σκέψη 49 αποφάσεως της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δικαιολόγησε τη διαταχθείσα ακύρωση, δεν στηρίζει την άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να θεσπίσει νέα πράξη προς αντικατάσταση της ακυρωθείσας.

480    Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 74 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97, μια κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 25 % ήταν δικαιολογημένη σε περίπτωση εντελώς ανύπαρκτης ή ιδιαιτέρως πλημμελούς εφαρμογής του συστήματος ελέγχου. Με τη σκέψη 75, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέρη είχαν συμφωνήσει ως προς το ότι η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου δεν ήταν εντελώς ανύπαρκτη. Το Δικαστήριο εξέτασε ακολούθως, με τις σκέψεις 76 έως 80 της αποφάσεώς του, αν η εν λόγω εφαρμογή μπορούσε εντούτοις να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως πλημμελής. Με τη σκέψη 80, διαπίστωσε ότι ειδικότερα επί του σημείου αυτού χωρούσε αμφιβολία, λαμβανομένου υπόψη ότι το έγγραφο VI/5330/97 περιελάμβανε την κατηγορία πλημμελειών που ήταν κατά τι λιγότερο σοβαρές και χαρακτηρίζονταν από το ότι «ένας ή περισσότεροι βασικοί έλεγχοι είτε δεν διενεργούνται καθόλου είτε διενεργούνται πλημμελώς ή με περιορισμένη συχνότητα, οπότε δεν επαρκούν για να κριθεί η επιλεξιμότητα μιας αιτήσεως ή για την αποτροπή παρατυπιών», με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση «ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος εκτεταμένων απωλειών για το ΕΓΤΠΕ» και, ως εκ τούτου, να επιβάλλεται κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % και όχι 25 % όπως είχε δεχθεί η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου απόφασή της. Το Δικαστήριο έκρινε συνεπώς, με τη σκέψη 81 της προαναφερθείσας αποφάσεώς του, ότι η επίδικη στην υπόθεση εκείνη απόφαση δεν ήταν αρκούντως δικαιολογημένη και έπρεπε να ακυρωθεί.

481    Αυτές οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η επιβολή με την προσβαλλόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου απόφαση της Επιτροπής οικονομικής διορθώσεως ύψους 25 % δεν ήταν δικαιολογημένη επαρκώς κατά νόμον, ουδόλως είναι ασυμβίβαστες με την επιβολή, διά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ποσοστού διορθώσεως 10 %, βάσει των ίδιων διαπιστώσεων με εκείνες που δικαιολόγησαν την επιβολή της προηγούμενης οικονομικής διορθώσεως. Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου και ούτε παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση αυτή ούτε παρέβη το άρθρο 264 ή το άρθρο 266, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

482    Πρέπει, περαιτέρω, να απορριφθεί επίσης το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή, επιβάλλοντας ποσοστό διορθώσεως 25 %, παραιτήθηκε σιωπηρώς του δικαιώματός της να εφαρμόσει χαμηλότερο ποσοστό διορθώσεως. Ως συνέπεια της αποφάσεως του Δικαστηρίου που ακύρωσε την προηγούμενη απόφασή της περί καθορισμού ποσοστού διορθώσεως 25 %, η Επιτροπή βρέθηκε στην ίδια κατάσταση με εκείνη στην οποία βρισκόταν πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Μπορούσε, επομένως, να επιλέξει εκ νέου το ποσοστό διορθώσεως που έκρινε κατάλληλο, υπό τον όρο του σεβασμού της αιτιολογίας της ακυρωτικής αποφάσεως. Όπως ήδη επισημάνθηκε, οι όροι αυτοί αφορούσαν μόνον την επιλογή ποσοστού διορθώσεως 25 % και, επομένως, δεν την εμπόδιζαν να επιλέξει χαμηλότερο ποσοστό διορθώσεως.

483    Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εικοστού πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβάσεως του άρθρου 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/1999 και της εύλογης προθεσμίας

484    Με τον εικοστό πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 4, πέμπτο του εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/1999. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει τα εξής:

«Η απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά:

α)      δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 και είναι προγενέστερες του τελευταίου 24μήνου πριν από τη γραπτή ανακοίνωση από την Επιτροπή, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, των αποτελεσμάτων αυτών των εξακριβώσεων […]».

485    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο ίδιο έγγραφο με εκείνο στο οποίο στηρίχθηκε η ακυρωθείσα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, απόφαση, ήτοι στο έγγραφο της 17ης Αυγούστου 2000 που της είχε απευθύνει η Επιτροπή. Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι, μετά την ακύρωση της πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή έπρεπε να της είχε απευθύνει νέο έγγραφο, οι δε διορθώσεις έπρεπε να είχαν επιβληθεί μόνο για το προ του τελευταίου 24μήνου από την ημερομηνία του εγγράφου χρονικό διάστημα. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η διαδικασία που κινήθηκε με την αποστολή του εν λόγω εγγράφου αποτελεί αδιάσπαστη διαδικασία, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελούμενη από διάφορα χωριστά στάδια. Στο ίδιο πλαίσιο, η Ελληνική Δημοκρατία κάνει λόγο για παράβαση ουσιώδους τύπου και για αναρμοδιότητα ratione temporis της Επιτροπής για την επιβολή της επίμαχης διορθώσεως το 2010 βάσει εγγράφου που απεστάλη το 2000. Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται, στην ίδια βάση, παραβίαση των γενικών αρχών της ασφάλειας δικαίου και της εύλογης προθεσμίας, κατά το μέτρο που η Ένωση δεν ενήργησε εν ευθέτω χρόνω και που η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, λόγω της υπερβάσεως της προθεσμίας, παραβιάστηκαν δύο αρχές, ήτοι η αρχή της εύλογης προθεσμίας και η αρχή της ασφάλειας δικαίου. Εντούτοις, από το σύνολο των επιχειρημάτων που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία προκύπτει ότι δεν επικαλείται την αρχή της ασφαλείας δικαίου αυτοτελώς, αλλά σε συνδυασμό με την αρχή της εύλογης προθεσμίας. Φαίνεται δηλαδή ότι επικαλείται την αρχή της ασφαλείας δικαίου τεκμαίροντας ότι η αρχή της εύλογης προθεσμίας αποτελεί ιδιαίτερη έκφανσή της.

486    Λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας αυτής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε με την ανωτέρω σκέψη 476, η διαδικασία αντικαταστάσεως μιας ακυρωθείσας πράξεως μπορεί να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο τελέστηκε η διαπιστωθείσα παρανομία. Συγκεκριμένα, η ακύρωση πράξεως με την οποία περατώνεται μια διοικητική διαδικασία δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ακύρωση ολόκληρης της διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας, επί της ουσίας ή επί της διαδικασίας, της ακυρωτικής αποφάσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I‑4023, σκέψη 34· της 12ης Νοεμβρίου 1998, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 476 ανωτέρω, σκέψη 3· του Πρωτοδικείου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, T‑38/89, Hochbaum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑43, σκέψη 13, και της 15ης Ιουλίου 1993, T‑17/90, T‑28/91 και T‑17/92, Camara Alloisio κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑841, σκέψη 79).

487    Από το σκεπτικό της προαναφερθείσας στη σκέψη 49 αποφάσεως της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που παρατέθηκε συνοπτικώς στις ανωτέρω σκέψεις 479 έως 481, προκύπτει ότι η διά της νομολογίας αυτής ακύρωση της προγενέστερης αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από διαδικαστική πλημμέλεια, πολλώ δε μάλλον από παράβαση ουσιώδους τύπου την οποία κακώς επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία, αλλά αποτέλεσε συνέπεια πλημμέλειας θίγουσας το βάσιμο της εκτιμήσεως των κρίσιμων εν προκειμένω πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέτρο που η Επιτροπή επέβαλε κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 25 % η οποία δεν ήταν δικαιολογημένη επαρκώς κατά νόμον βάσει των περιλαμβανόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώσεων.

488    Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, οι λόγοι της ακυρώσεως δεν υποχρέωναν την Επιτροπή να απευθύνει νέο έγγραφο στην Ελληνική Δημοκρατία, προς αντικατάσταση εκείνου που της είχε απευθύνει στις 17 Αυγούστου 2000. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ουδεμία έλλειψη νομιμότητας του εν λόγω εγγράφου. Ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε, για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και στο από 17 Αυγούστου 2000 έγγραφό της με το οποίο είχε ενημερώσει την Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που είχε διενεργήσει, επισημαίνοντας συγχρόνως τις προσδιορισθείσες πλημμέλειες. Το εν λόγω έγγραφο αποτελεί επίσης αφετηρία για τον υπολογισμό της 24μηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/1999, το δε επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια, rationae temporis, για την επιβολή της επίμαχης διορθώσεως πρέπει να απορριφθεί.

489    Όσον αφορά το επιχείρημα περί παραβάσεως της εύλογης προθεσμίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών της, μια εύλογη προθεσμία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑196/01, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3987, σκέψη 229).

490    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και ιδίως σε σχέση με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, με τα διάφορα διαδικαστικά στάδια, με την περιπλοκότητα της υποθέσεως καθώς και με τη σημασία της για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, T‑182/96, Partex κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2673, σκέψη 177, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 489 απόφαση Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, σκέψη 230).

491    Εν προκειμένω, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως αφορά τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας που οδήγησε την Επιτροπή στην επιβολή της επίμαχης διορθώσεως. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει τρία σαφώς χωριστά στάδια, ήτοι την προ της εκδόσεως της αποφάσεως 2003/102 διοικητική διαδικασία, την ένδικη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τη διοικητική διαδικασία εκτελέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

492    Όσον αφορά την προ της εκδόσεως της αποφάσεως 2003/102 διοικητική διαδικασία, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους θεωρεί τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, αυτής καθαυτή, υπερβολική.

493    Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής (σκέψεις 1, 13 και 15 έως 17), η Επιτροπή διενήργησε έρευνα κατά το διάστημα από τις 17 έως τις 23 Απριλίου 2000 και κοινοποίησε τα αποτελέσματα των ελέγχων της στις εθνικές αρχές στις 17 Αυγούστου 2000. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2000. Με έγγραφο της 10ης Ιανουαρίου 2002, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία ότι οι υπηρεσίες της πρότειναν τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών σχετικών με τις ενισχύσεις για τη διατήρηση των ελαιώνων στα μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους και, ειδικότερα, την επιβολή, από 1ης Σεπτεμβρίου 1998, διορθώσεως ύψους 25 %. Κατόπιν τούτου, οι ελληνικές αρχές ζήτησαν την παρέμβαση του οργάνου συμφιλίωσης, το οποίο παρεμβαίνει στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/99. Το όργανο αυτό υπέβαλε την έκθεσή του στις 15 Ιουλίου 2002. Με έγγραφο της 21ης Αυγούστου 2002, οι υπηρεσίες της Επιτροπής κοινοποίησαν την τελική θέση τους στις ελληνικές αρχές. Η Επιτροπή εξέδωσε, ακολούθως, την απόφασή της 2003/102, βάσει της συνοπτικής εκθέσεως Doc AGRI – 63802 – 2002 της 14ης Οκτωβρίου 2002.

494    Η διαδικασία αυτή, που διήρκεσε δύο έτη και δέκα μήνες περίπου, δεν ήταν υπερβολικά μακρόχρονη, λαμβανομένου υπόψη ότι επρόκειτο για κατ’ αντιμωλία διαδικασία. Αρκεί η επισήμανση ότι από την περιγραφή της διαδικασίας στην ανωτέρω σκέψη 493 δεν προκύπτει ότι υπήρξαν μακρές περίοδοι αδικαιολόγητης απραξίας.

495    Ακολούθως, όσον αφορά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, είναι πρόδηλον ότι δεν μπορεί να καταλογισθεί στην Επιτροπή και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της εύλογης προθεσμίας. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι η διάρκεια της ένδικης διαδικασίας δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπερβολική, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία κατέθεσε το δικόγραφο της προσφυγής της στις 10 Απριλίου 2003 και το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 17 Οκτωβρίου 2005.

496    Τέλος, όσον αφορά τη μετά την ακύρωση της πρώτης αποφάσεως από το Δικαστήριο διοικητική διαδικασία, η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η εκτέλεση αποφάσεως ακυρωτικής προγενέστερης πράξεως απαιτεί τη λήψη ορισμένων διοικητικών μέτρων και δεν μπορεί κατά κανόνα να πραγματοποιηθεί αμέσως, δεδομένου ότι το οικείο θεσμικό όργανο διαθέτει επίσης εύλογη προθεσμία συμμορφώσεως με την ακυρωτική απόφαση. Η νομολογία διευκρινίζει ότι το αν η προθεσμία ήταν πράγματι εύλογη εξαρτάται από τη φύση των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν, καθώς και από άλλες συντρέχουσες περιστάσεις (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 1997, T‑73/95, Oliveira κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑381, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

497    Εν προκειμένω, κατόπιν της εκδόσεως της προαναφερθείσας στη σκέψη 49 αποφάσεως της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία σε σύσκεψη η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαΐου 2006. Τα πρακτικά της συσκέψεως αυτής κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της 21ης Μαρτίου 2007. Με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2007, η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί των πρακτικών της συσκέψεως. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2010.

498    Εντεύθεν προκύπτει ότι η κατ’ αντιμωλία διαδικασία, μετά την έκδοση της προπαρατεθείσας στη σκέψη 49 αποφάσεως του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, ήταν αδιαμφισβήτητα ιδιαιτέρως μακρόχρονη. Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή άφησε να παρέλθει μια μακρά περίοδος τριών ετών και έξι μηνών περίπου μεταξύ της παραλαβής του εγγράφου των ελληνικών αρχών στις 23 Μαΐου 2007 και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

499    Διαπιστώνεται, επίσης, ότι η διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, συνολικώς θεωρούμενη, ήτοι από το χρονικό σημείο της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στις 17 Αυγούστου 2000 έως την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως μακρά, λαμβανομένης υπόψη, ειδικότερα, της καθυστερήσεως για την οποία έγινε λόγος στην ανωτέρω σκέψη 498.

500    Εντούτοις, η υπέρβαση εύλογης προθεσμίας, εφόσον αποδειχθεί, δεν δικαιολογεί οπωσδήποτε την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας, πρέπει να εξασφαλίζονται στο κράτος μέλος όλες οι απαιτούμενες για τη διατύπωση της απόψεώς του εγγυήσεις. Η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ακυρώσεως αποφάσεως σχετικής με την εκκαθάριση των λογαριασμών, παρά μόνον όταν αποδεικνύεται ότι έθιξε τις εγγυήσεις αυτές. Πέραν αυτής της ειδικής περιπτώσεως, η μη τήρηση της υποχρεώσεως λήψεως αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας δεν ασκεί επιρροή στο κύρος της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας (προαναφερθείσα στη σκέψη 130 απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 240).

501    Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας, δεν της παρασχέθηκε η δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της. Τα υπερασπιστικά της δικαιώματά αποδυναμώθηκαν με την πάροδο των ετών, δεδομένου ότι η Επιτροπή στηρίζει την επιχειρηματολογία της σε πραγματικά περιστατικά που ανατρέχουν στην προηγούμενη δεκαετία. Κατά συνέπεια, δεν ήταν αναγκαίο να παρεμποδιστεί ρητά η Ελληνική Δημοκρατία να εκθέσει κατά την κατ’ αντιμωλία διαδικασία τις απόψεις της όσον αφορά τις περιόδους 1999 έως 2001, αλλά αρκούσε η αποδυνάμωση των υπερασπιστικών της δικαιωμάτων.

502    Οι μάλλον γενικές και αόριστες αυτές εκτιμήσεις δεν αρκούν για να αποδείξουν την προβαλλόμενη «αποδυνάμωση» των δικαιωμάτων άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας, πολλώ δε μάλλον την προσβολή τους. Συγκεκριμένα, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται επί των ίδιων διαπιστώσεων με εκείνες που δικαιολόγησαν την έκδοση της αποφάσεως 2003/102, η οποία ακυρώθηκε από το Δικαστήριο. Οι διαπιστώσεις αυτές επικυρώθηκαν από το Δικαστήριο (προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 78). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν ανέτρεψε τις επίμαχες διαπιστώσεις, αυτές καθαυτές, αλλά έκρινε ότι δεν δικαιολογούσαν, με επαρκή βεβαιότητα, την επιβολή κατ’ αποκοπή οικονομικής διορθώσεως ύψους 25 % και, ως εκ τούτου, ακύρωσε την απόφαση που αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής ενώπιόν του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ελλείψει ειδικών επιχειρημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας δυνάμενων να αποδείξουν για ποιο ακριβώς λόγο και με ποιο τρόπο προσεβλήθησαν τα δικαιώματά της άμυνας λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

503    Όσον αφορά την αιτίαση κατά την οποία η Επιτροπή έχει αυτοδεσμευθεί ότι η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών δεν θα υπερβαίνει τις 645 ημέρες, όπως προκύπτει από το έγγραφο της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Γεωργία και αγροτική ανάπτυξη» της Επιτροπής με τίτλο «Η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών», το οποίο δημοσιεύθηκε στο Διαδίκτυο, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι ο πίνακας με τίτλο «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση», ο οποίος είναι το μόνο σημείο στο έγγραφο αυτό που αναφέρει την προθεσμία των 645 ημερών, διευκρινίζει ρητώς ότι το χρονοδιάγραμμα είναι ενδεικτικό. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι πρόκειται για απλή πληροφορία που δόθηκε στο πλαίσιο ενημερωτικής παρουσιάσεως της διάρκειας μιας διαδικασίας εκκαθαρίσεως λογαριασμών. Εν πάση περιπτώσει, η μνημονευθείσα διάρκεια δεν δεσμεύει την Επιτροπή και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.

504    Επικουρικώς, η Ελληνική Δημοκρατία, αφενός, υποστηρίζει ότι η επιβληθείσα οικονομική διόρθωση πρέπει να περιοριστεί μόνο στην περιοχή της νήσου Λέσβου και, επικουρικώς της νήσου Ρόδου, και στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν το αργότερο μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 2001. Αφετέρου, η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι το κατ’ αποκοπή ποσοστό διορθώσεως δεν πρέπει να υπερβεί το 2 %. Συγκεκριμένα, πρώτον, το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφασή του της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, έκρινε ότι η Επιτροπή ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα ορισμένες διατάξεις. Δεύτερον, η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν κατά τους ελέγχους είναι εσφαλμένη και ανεπαρκώς αιτιολογημένη, κατά το μέτρο που προέβη σε ανεπίτρεπτη παρέκταση των διαπιστώσεων που αφορούσαν τα ελεγχθέντα δύο νησιά στο σύνολο των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, μη λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το κάθε νησί. Τρίτον, υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς της και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, κατά το μέτρο που επέβαλε τόσο υψηλό ποσοστό διορθώσεως για όλα τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, παραλείποντας να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι απορρέουσες από τις διαπιστωθείσες παραβάσεις απώλειες για το ΕΓΤΠΕ ήταν περιορισμένες, το γεγονός ότι διενεργούνταν για πρώτη φορά έλεγχοι, το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές συμμορφώθηκαν άμεσα προς τις υποδείξεις των υπηρεσιών της Επιτροπής και το γεγονός ότι οι συνέπειες της αποφάσεώς της ήταν ιδιαιτέρως σοβαρές ή και καταστροφικές για τα μικρά νησιά.

505    Λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας αυτής, επισημαίνεται ότι, βεβαίως, με την προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφασή του της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής (σκέψεις 45, 50, 60 έως 63, 75 και 76), το Δικαστήριο όντως προσήψε στην Επιτροπή πλάνη ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων. Από τη σκέψη 78 της ίδιας αποφάσεως προκύπτει, εντούτοις, ότι το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι διάφορες αιτιάσεις της Επιτροπής προς τις ελληνικές αρχές ήταν βάσιμες.

506    Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων αυτών, το Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 79 της αποφάσεώς του, τα εξής:

«Εντούτοις, η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία των κριτηρίων επιλεξιμότητας όπως και οι αβάσιμες αιτιάσεις της επί ορισμένων σημείων των ελέγχων που διενήργησαν οι ελληνικές αρχές επηρέασαν αναπόφευκτα την εκτίμησή της για την έκταση του κινδύνου απωλειών για το ΕΓΤΠΕ. Επομένως, οι ελλείψεις του συστήματος ελέγχου για τις οποίες έγινε λόγος με την προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως δεν οδήγησαν, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς τους, σε εφαρμογή του συστήματος ελέγχου τόσο πλημμελή ώστε να πιθανολογούνται εξαιρετικά υψηλές απώλειες για το ΕΓΤΠΕ.»

507    Με τη σκέψη 80 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «[ε]πί του ζητήματος αυτού, μπορεί, ειδικότερα, να διατηρείται κάποια αμφιβολία, λαμβανομένου υπόψη ότι στο έγγραφο VI/5330/97 γίνεται λόγος για την κατηγορία των λιγότερο σοβαρών ελλείψεων που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι “ένας ή περισσότεροι από τους βασικούς ελέγχους δεν εφαρμόζονται ή εφαρμόζονται ελλιπώς ή με περιορισμένη συχνότητα ώστε να μην επαρκούν για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας του αιτήματος ή για την πρόληψη των ανωμαλιών”, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει “υψηλός κίνδυνος εκτεταμένων απωλειών για το Ταμείο ΕΓΤΠΕ”, ο οποίος θα συνεπαγόταν κατ’ αποκοπή διόρθωση κατά 10 % και όχι κατά 25 % όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση». Βάσει της τελευταίας αυτής διαπιστώσεως το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή οικονομικής διορθώσεως ύψους 25 % δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί επαρκώς κατά νόμον (βλ. επίσης ανωτέρω σκέψη 480).

508    Εντεύθεν προκύπτει ότι, μολονότι το Δικαστήριο έκρινε, βεβαίως, ότι η συλλογιστική που οδήγησε την Επιτροπή στην επιβολή οικονομικής διορθώσεως ύψους 25 % ήταν πλημμελής, δεν απέκλεισε εντούτοις το ενδεχόμενο ένα ποσοστό διορθώσεως ύψους 10 %, για το οποίο εξάλλου έκανε λόγο με την απόφασή του, να δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις της προκείμενης περιπτώσεως. Επιπλέον, από κανένα σημείο του σκεπτικού της αποφάσεώς του δεν προκύπτει ότι μόνον ένα ποσοστό διορθώσεως 2 % θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Διαπιστώνεται επίσης ότι, ενώ η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται στο τελευταίο αυτό ποσοστό διορθώσεως, δεν προβάλλει εντούτοις κανένα συγκεκριμένο και εμπεριστατωμένο επιχείρημα ικανό να στηρίξει την άποψή της κατά την οποία μόνον αυτό το κατ’ αποκοπή ποσοστό διορθώσεως δικαιολογείται εν προκειμένω.

509    Συναφώς, επισημαίνεται ότι από τις κατευθυντήριες οδηγίες προκύπτει ότι οι οικονομικές διορθώσεις υπολογίζονται σε συνάρτηση με την έκταση της παραβάσεως των υποχρεώσεων του κράτους μέλους και λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που απορρέουν για τις δαπάνες της Ένωσης. Το παράρτημα 2 των κατευθυντήριων οδηγιών προβλέπει, συναφώς, ότι, όταν δεν μπορεί να καθοριστεί το πραγματικό ύψος των έκτακτων δαπανών, η Επιτροπή επιβάλλει κατ’ αποκοπή διορθώσεις ύψους 2, 5, 10 ή 25 % επί των δηλωθεισών δαπανών, σε συνάρτηση με την έκταση του κινδύνου ζημίας.

510    Ειδικότερα, όταν ένας ή περισσότεροι βασικοί έλεγχοι δεν έχουν πραγματοποιηθεί ή έχουν πραγματοποιηθεί τόσο πλημμελώς ή τόσο σπανίως ώστε κατέστησαν αναποτελεσματικοί για τον καθορισμό της επιλεξιμότητας μιας αιτήσεως ή για την αποτροπή των παρατυπιών, πρέπει να επιβληθεί διόρθωση ύψους 10 %, διότι ευλόγως μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται υψηλός κίνδυνος σημαντικής ζημίας σε βάρος του ΕΓΤΠΕ.

511    Εξάλλου, κατά τη νομολογία, μολονότι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, εντούτοις, άπαξ αποδειχθεί η παράβαση αυτή, στο κράτος μέλος εναπόκειται να αποδείξει, εφόσον παραστεί ανάγκη, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τις απορρέουσες εξ αυτής οικονομικές συνέπειες (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 2004, C‑153/01, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑9009, σκέψη 67).

512    Εν προκειμένω και, όπως προκύπτει από τα σημεία 10.2.1 και 10.2.3 της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε πλημμέλειες στο σύστημα ελέγχου της Ελληνικής Δημοκρατίας και, ειδικότερα, πλημμέλειες στους βασικούς ελέγχους κατά την έννοια του προαναφερθέντος παραρτήματος 2 των κατευθυντήριων οδηγιών.

513    Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη των πλημμελειών αυτών, αλλά αποκλειστικώς την ύπαρξη υψηλού κινδύνου εκτεταμένων απωλειών για το ΕΓΤΠΕ. Εντούτοις, η εκ μέρους της αμφισβήτηση του τελευταίου αυτού σημείου δεν αποτελούν παρά απλή εκτίμηση η οποία δεν στηρίζεται σε ειδικά επιχειρήματα ή συναφή αποδεικτικά στοιχεία.

514    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει περαιτέρω ότι οι οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της διορθώσεως είναι πολύ σοβαρές, κατά το μέτρο που η διατήρηση των ελαιώνων στα μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους και η επιβίωση του πληθυσμού των εν λόγω νησιών εξηρτάτο από τη χορήγηση των ενισχύσεων, ότι ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιούνταν έλεγχοι από τις υπηρεσίες της Επιτροπής και ότι οι ελληνικές αρχές συμμορφώθηκαν αμέσως με τις υποδείξεις της Επιτροπής. Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί των οικονομικών και περιβαλλοντικών συνεπειών της διορθώσεως είναι πολύ αόριστο, στον βαθμό που η Ελληνική Δημοκρατία δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους η εφαρμογή διορθώσεως ύψους 10 % αρκεί για να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση των ελαιώνων στα μικρά νησιά και την επιβίωση του εκεί πληθυσμού. Αυτό το επιχείρημα, εξάλλου, δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ακολούθως, το γεγονός και μόνον ότι για πρώτη φορά πραγματοποιούνται έλεγχοι σε καθορισμένο τομέα δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία για να μη ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων και να μην επιβληθεί κατάλληλη οικονομική διόρθωση. Τέλος, επισημαίνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς απόδειξη του επιχειρήματός της ότι συμμορφώθηκε αμέσως στις υποδείξεις της Επιτροπής.

515    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αιτιάσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας περί του προβαλλόμενου δυσανάλογου και υπερβολικού χαρακτήρα της επιβληθείσας οικονομικής διορθώσεως καθώς και, κατ’ ουσίαν, περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής κατά τον καθορισμό του εφαρμοσθέντος ποσοστού διορθώσεως πρέπει να απορριφθούν.

516    Όσον αφορά την εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας επίκληση ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που καθιερώνεται στα άρθρα 296 ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE 2010, C 83, σ. 389) εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1993, C‑54/91, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3399, σκέψη 10, και της 14ης Απριλίου 2005, C‑335/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑2955, σκέψη 83).

517    Στην ιδιάζουσα αλληλουχία της εκδόσεως των σχετικών με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ αποφάσεων, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει, κατά τη νομολογία, να θεωρείται επαρκής, εφόσον το κράτος-αποδέκτης συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να καταλογίσει στο ΕΓΤΠΕ το επίμαχο ποσό (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 2003, C‑329/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑6103, σκέψη 83, και του Πρωτοδικείου της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑368/05, Αυστρία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 149).

518    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία και ειδικότερα από το σημείο 10.2 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή επισήμανε στις ελληνικές αρχές, κατά τη διοικητική διαδικασία, τις αιτιάσεις επί των οποίων στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση.

519    Από τις ως άνω διαπιστώσεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη σύμφωνα με τα άρθρα 296 ΣΛΕΕ και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συνεπώς, η περί του αντιθέτου αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

520    Όσον αφορά την αιτίαση ότι η οικονομική διόρθωση έπρεπε να περιορίζεται στις νήσους της Λέσβου και της Ρόδου, στις οποίες είχαν πραγματοποιήσει ελέγχους οι υπηρεσίες της Επιτροπής, και ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να είχε προβεί σε παρέκταση των σχετικών με τους ελέγχους αυτούς διαπιστώσεων στα λοιπά νησιά του Αιγαίου Πελάγους, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παρέκταση μιας διαπιστώσεως περί πλημμελειών στο σύστημα ελέγχου ορισμένων περιοχών ενός κράτους μέλους σε άλλες περιοχές δεν απαγορεύεται καταρχήν, αλλά πρέπει να δικαιολογείται από τα πραγματικά περιστατικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 2004, C‑344/01, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2081, σκέψη 61). Συνεπώς κατά το παράρτημα 2 των κατευθυντήριων οδηγιών, η αρχή της παρεκτάσεως πρέπει να εφαρμόζεται στο σύνολο της επικράτειας ενός κράτους μέλους, εκτός αν συντρέχουν λόγοι να θεωρηθεί ότι η έκταση των διαπιστωθεισών πλημμελειών είναι πιο περιορισμένη.

521    Τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στήριξε η Επιτροπή την απόφασή της να προβεί σε τέτοια παρέκταση στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως πρέπει να θεμελιώνουν σοβαρή και εύλογη αμφιβολία της Επιτροπής ως προς τους ελέγχους ή τα σχετικά με τις μη ελεγχθείσες περιοχές στοιχεία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑230/04, Φινλανδία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 160).

522    Επομένως, το κράτος μέλος υποχρεούται να προσκομίσει τα πλέον λεπτομερή και πλήρη αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την πραγματοποίηση των ελέγχων της ή την ακρίβεια των αριθμητικών στοιχείων της, προκειμένου να αποδείξει ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής ήταν αβάσιμες. Δεν αρκεί να επικαλεστεί απλώς ότι σε κάθε περιοχή η κατάσταση είναι διαφορετική. Στο κράτος μέλος εναπόκειται να αποδείξει συγκεκριμένα ότι τα συστήματα ελέγχου στις μη ελεγχθείσες περιοχές δεν έπασχαν τις ίδιες πλημμέλειες με αυτές που διαπίστωσε η Επιτροπή στις ελεγχθείσες περιοχές (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα στη σκέψη 520 απόφαση της 4ης Μαρτίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 65, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 126 απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 97).

523    Εν προκειμένω, στην Ελληνική Δημοκρατία απέκειτο να αποδείξει ότι τα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου όσον αφορά τα άλλα νησιά του Αιγαίου Πελάγους δεν παρουσίαζαν τις ίδιες πλημμέλειες με εκείνα που αφορούν τις νήσους Λέσβου και Ρόδου. Η Ελληνική Δημοκρατία όμως δεν απέδειξε ούτε διευκρίνισε τις ιδιαιτερότητες των άλλων αυτών νησιών που η Επιτροπή φέρεται να μην έλαβε υπόψη όταν προέβη στην εν λόγω παρέκταση των διαπιστώσεών της.

524    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο εικοστός πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος δαπάνες

525    Έχοντας διαπιστώσει διάφορες ελλείψεις στο σύστημα ελέγχου σχετικά με το καθεστώς των πριμοδοτήσεων για τα αιγοπρόβατα, η Επιτροπή εφάρμοσε στις δαπάνες που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα αυτό κατ’ αποκοπήν διορθώσεις ύψους 10 % για τα οικονομικά έτη 2004 έως 2006 (αιτήσεις των ετών 2003 και 2004). Οι διορθώσεις αυτές ανέρχονται σε ποσό 50 166 591,97 ευρώ.

 Επί του εικοστού δευτέρου λόγου, περί παραβιάσεως της αρχής της εύλογης προθεσμίας

526    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών ήταν άκυρη λόγω της ratione temporis αναρμοδιότητας της Επιτροπής για την επιβολή οικονομικών διορθώσεων. Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι η Επιτροπή της κοινοποίησε για πρώτη φορά τα συμπεράσματά της από τους πραγματοποιηθέντες το 2004 και το 2005 ελέγχους στις 5 Αυγούστου 2009, ήτοι πέντε έτη μετά τον πρώτο έλεγχο. Ως εκ τούτου, λόγω της υπερβάσεως της εύλογης προθεσμίας, η Επιτροπή ήταν αναρμόδια ratione temporis για την επιβολή οικονομικής διορθώσεως στον τομέα αυτό.

527    Πρέπει καταρχάς να εξακριβωθεί, λαμβανομένης υπόψη της προμνησθείσας στις σκέψεις 489 και 490 νομολογίας, αν εν προκειμένω τηρήθηκε από την Επιτροπή η εύλογη προθεσμία.

528    Πρέπει, συναφώς, να επισημανθεί ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής διεξήγαγαν έρευνες από τις 22 έως τις 26 Μαρτίου 2004 και από τις 21 έως τις 25 Φεβρουαρίου 2005 και κοινοποίησαν τα πορίσματα των ερευνών τους στις ελληνικές αρχές στις 5 Αυγούστου 2004 και στις 23 Ιουνίου 2005, αντιστοίχως. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με έγγραφα της 5ης Οκτωβρίου 2004 και της 26ης Αυγούστου 2005, αντιστοίχως. Με έγγραφα της 9ης Φεβρουαρίου 2005 και της 2ας Μαΐου 2006, αντιστοίχως, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία σε δύο συσκέψεις οι οποίες τελικώς πραγματοποιήθηκαν στις 11 Μαρτίου 2005 και στις 7 Ιουνίου 2006, αντιστοίχως. Τα πρακτικά των προαναφερθεισών συσκέψεων διαβιβάσθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 22 Ιουνίου 2005 και στις 22 Σεπτεμβρίου 2006, αντιστοίχως. Με έγγραφα της 21ης Ιουλίου 2005 και της 20ής Οκτωβρίου 2006, αντιστοίχως, η Ελληνική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί των πρακτικών αυτών. Με έγγραφο της 5ης Αυγούστου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία. Αυτή στη συνέχεια προσέφυγε ενώπιον του οργάνου συμφιλίωσης, το οποίο υπέβαλε την τελική του έκθεση στις 15 Ιανουαρίου 2010. Στις 15 Ιουλίου 2010 οι υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν την τελική θέση τους στην Ελληνική Δημοκρατία. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2010.

529    Βάσει των στοιχείων που εξετέθησαν συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 528, διαπιστώνεται ότι η κατ’ αντιμωλία διαδικασία ήταν, εν προκειμένω, ιδιαιτέρως μακρά. Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή άφησε να παρέλθει περίοδος δύο ετών και δέκα μηνών περίπου μεταξύ της παραλαβής του εγγράφου των ελληνικών αρχών στις 20 Οκτωβρίου 2006 και της αποστολής του εγγράφου της 5ης Αυγούστου 2009 με το οποίο επισήμως κοινοποίησε σ’ αυτή τα συμπεράσματά της, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (EE L 171, σ. 90).

530    Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας στον τομέα του ΕΓΤΠΕ δεν συνεπάγεται αυτομάτως αναρμοδιότητα ratione temporis της Επιτροπής για την επιβολή οικονομικής διορθώσεως. Πράγματι, κατά την προμνησθείσα στη σκέψη 500 νομολογία, η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ακυρώσεως αποφάσεως περί επιβολής οικονομικών διορθώσεων παρά μόνο σε περίπτωση προσβολής των εγγυήσεων που πρέπει να διαθέτει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για να μπορεί να εκθέσει τις απόψεις του. Εν προκειμένω, όμως, η Ελληνική Δημοκρατία ούτε υποστήριξε ρητώς ότι, λόγω της υπερβάσεως της εύλογης προθεσμίας, δεν μπόρεσε να προβάλει την άποψή της ούτε επικαλέστηκε συγκεκριμένα και εμπεριστατωμένα στοιχεία ικανά να στηρίξουν ένα τέτοιο συμπέρασμα. Η Ελληνική Δημοκρατία απλώς υπενθύμισε ότι είχε προβάλει ένα ανάλογο επιχείρημα στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 130 απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, και ότι είχε ασκήσει αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι η απόρριψη του επιχειρήματος αυτού έπασχε πλάνη περί το δίκαιο. Πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι εν τω μεταξύ η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 2011, C‑321/09 P, Ελλάδα κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

531    Όσον αφορά την αιτίαση κατά την οποία η Επιτροπή έχει αυτοδεσμευθεί ότι η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών δεν θα υπερβαίνει τις 645 ημέρες, δέσμευση η οποία προκύπτει από το έγγραφο της ΓΔ «Γεωργία και αγροτική ανάπτυξη» της Επιτροπής με τίτλο «Η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών», που δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό τόπο της, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί για τους προαναφερθέντες στη σκέψη 503 λόγους.

532    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εικοστού τρίτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

533    Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου που ενείχαν για το ΕΓΤΠΕ οι διαπιστωθείσες από τις υπηρεσίες της Επιτροπής πλημμέλειες.

–       Διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία

534    Στο πλαίσιο των αποστολών που πραγματοποίησαν το 2004 και το 2005, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν σειρά παραλείψεων στο ελληνικό σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου των πριμοδοτήσεων στον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος.

535    Πρώτον, διαπίστωσαν συνεχή και εκτεταμένα κενά στην τήρηση των μητρώων που προβλέπει η οδηγία 92/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων (EE L 355, σ. 32), κατά το μέτρο που τα μητρώα αυτά δεν τηρούνταν προσηκόντως από τους κατόχους των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής τόνισαν ότι το πρόβλημα ενέκειτο τόσο στη μη τήρηση των κανόνων εκ μέρους των εν λόγω κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων όσο και στην απουσία οποιασδήποτε ενέργειας εκ μέρους των ελληνικών αρχών για την επιβολή διοικητικών ή χρηματικών κυρώσεων στους κατόχους των γεωργικών εκμεταλλεύσεων που δεν συμμορφώνονταν προς τις σχετικές υποχρεώσεις τους. Εξάλλου, για τις υπηρεσίες της Επιτροπής, οι προσπάθειες για τη βελτίωση της καταστάσεως ήταν εν πολλοίς ανεπαρκείς.

536    Δεύτερον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι παρουσίαζαν σημαντικές ελλείψεις. Καταρχάς, οι έλεγχοι περιορίζονταν σε απλή καταμέτρηση των ζώων που ήταν παρόντα την ημέρα του ελέγχου, χωρίς να εξακριβώνεται η τήρηση της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής. Ακολούθως, αντιθέτως προς τις απαιτήσεις του άρθρου 25, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3508/92 (EE L 327, σ. 11), και παρά τις οδηγίες ελέγχων των ελληνικών αρχών, ο έλεγχος των δικαιολογητικών εγγράφων δεν πραγματοποιήθηκε σε κανένα από τους ελέγχους που επέβλεψαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής. Επιπλέον, λόγω της πλημμελούς τηρήσεως των μητρώων, δεν πραγματοποιήθηκε κανένας έλεγχος όσον αφορά τα ζώα για τα οποία είχαν υποβληθεί αιτήσεις ενισχύσεως κατά το 12μηνο που προηγήθηκε του ελέγχου. Περαιτέρω, λόγω του χρόνου που απαιτείται για τη συγκέντρωση του συνόλου των αιτήσεων ενισχύσεως και για την πραγματοποίηση της αναλύσεως επικινδυνότητας, οι επιτόπιοι έλεγχοι δεν ξεκινούσαν πριν από το δεύτερο ήμισυ της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής 100 ημερών. Η πρακτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει μια περίοδος κατά την οποία δεν διενεργείτο σχεδόν κανένας έλεγχος, κατά παράβαση των γενικών κανόνων για την αποτελεσματικότητα των επιτόπιων ελέγχων που προβλέπει το άρθρο 15 του κανονισμού 2419/2001. Τέλος, οι εκθέσεις ελέγχων ήταν ανεπαρκείς και δημιουργούσαν αμφιβολίες για την ποιότητα και την ομοιογένεια των επιτόπιων ελέγχων (σημείο 11.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως).

537    Τρίτον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι οι διοικητικοί έλεγχοι ήταν επίσης ανεπαρκείς. Καταρχάς, διαπίστωσαν ανακολουθίες μεταξύ της αιτήσεως ενισχύσεως και του συνημμένου αντιγράφου του μητρώου. Ακολούθως, ερμηνεύοντας διασταλτικώς την έννοια της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, οι ελληνικές αρχές τροποποίησαν αυτεπαγγέλτως τις αιτήσεις πριμοδοτήσεων, πραγματοποιώντας σε μεταγενέστερο στάδιο διορθώσεις τυπικών σφαλμάτων στις αιτήσεις συμπληρωματικής πριμοδοτήσεως για τις μειονεκτικές περιοχές. Τέλος, διαπίστωσαν σφάλματα κατά την καταχώριση δεδομένων (σημείο 11.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως)

538    Τέταρτον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι οι δευτεροβάθμιοι έλεγχοι δεν αρκούσαν για την άρση των πλημμελειών αυτών. Τα μερικά αποτελέσματά τους επιβεβαιώνουν τις ελλείψεις των πρωτοβάθμιων ελέγχων (σημείο 11.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως)

539    Πέμπτον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι δεν είχαν ληφθεί υπόψη τα ειδικά κριτήρια για τη χορήγηση συμπληρωματικής πριμοδοτήσεως για τις μειονεκτικές περιοχές όσον αφορά τις αιτήσεις του έτους 2003 (σημείο 11.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως).

540    Όσον αφορά το ποσοστό διορθώσεως που εφαρμόστηκε εν προκειμένω βάσει των προαναφερθεισών διαπιστώσεων, οι υπηρεσίες της Επιτροπής επισήμαναν ότι από το 1995 είχε επανειλημμένως τεθεί υπόψη των ελληνικών αρχών ότι η μη τήρηση των μητρώων είχε βλάψει γενικότερα τη διεξαγωγή των ελέγχων και ότι το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις άλλες σοβαρές πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στη διαχείριση και την εποπτεία του καθεστώτος, ενείχε κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ. Για τις αιτήσεις των ετών 1995 έως 2000, εφαρμόστηκε κατ’ αποκοπή ποσοστό οικονομικής διορθώσεως 5 % διά της εκδόσεως προγενέστερων αποφάσεων (σημείο 11.2.3 της συνοπτικής εκθέσεως)

541    Όσον αφορά τις αιτήσεις των ετών 2001 και 2002, κρίθηκε εντούτοις ότι οι κατ’ επανάληψη διαπιστωθείσες πλημμέλειες των ελέγχων είχαν αυξήσει τον κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ, καθόσον ο κίνδυνος υποβολής παράτυπων αιτήσεων από τους κτηνοτρόφους αυξάνεται, όταν το σύστημα ελέγχου και κυρώσεων είναι ανεπαρκές. Κατά συνέπεια, για τις αιτήσεις των ετών 2001 και 2002 είχε προταθεί κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 10 % (σημείο 11.2.3 της συνοπτικής εκθέσεως).

542    Οι υπηρεσίες της Επιτροπής τόνισαν ότι οι αποστολές που πραγματοποιήθηκαν το 2004 και το 2005 δεν είχαν καταδείξει σαφή βελτίωση της καταστάσεως στην Ελλάδα, για τις αιτήσεις των ετών 2003 και 2004, όσον αφορά τα κυριότερα προβλήματα και, ειδικότερα, τις σοβαρές πλημμέλειες στα μητρώα των εκμεταλλεύσεων που καθιστούσαν αναποτελεσματικό το σύνολο του συστήματος ελέγχου. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε από την ανεπαρκή ποιότητα των επιτόπιων ελέγχων, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσαν οι ίδιες οι ελληνικές αρχές στο πλαίσιο των δευτεροβάθμιων ελέγχων που διενεργήθηκαν το 2003. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής φρονούν ότι, για τις αιτήσεις των ετών 2003 και 2004, το σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου των πριμοδοτήσεων αιγοπροβάτων στην Ελλάδα δεν καθιστούσε δυνατό τον έλεγχο ορισμένων κριτηρίων επιλεξιμότητας, όπως επί παραδείγματι της παραμονής των ζώων καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής και της ηλικίας των ζώων για τα οποία υποβάλλεται αίτηση κατά τη λήξη της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής (σημείο 11.2.3 της συνοπτικής εκθέσεως).

543    Λόγω των προαναφερθεισών παραλείψεων, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πρότειναν την επιβολή κατ’ αποκοπήν διορθώσεως 10 % για τις αιτήσεις των ετών 2003 και 2004, δεδομένου ότι το ποσοστό αυτό κρίθηκε ως αντιστοιχούν στον αυξημένο κίνδυνο, όπως αυτός περιγράφηκε ανωτέρω. Για τον καθορισμό του εν λόγω ποσοστού διορθώσεως, οι υπηρεσίες της Επιτροπής βασίστηκαν επί των κατευθυντηρίων οδηγιών (σημεία 11.2.3 και 11.2.5 της συνοπτικής εκθέσεως).

–       Επί της τηρήσεως των μητρώων και της επιβολής κυρώσεων

544    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 92/102 προβλέπει ότι:

«κάθε κάτοχος αιγοπροβάτων, του οποίου η εκμετάλλευση είναι εγγεγραμμένη στον κατάλογο που προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τηρεί μητρώο στο οποίο εμφαίνεται τουλάχιστον ο συνολικός αριθμός αιγοπροβάτων που υπάρχουν στην εκμετάλλευσή του κάθε χρόνο σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία την οποία καθορίζει η αρμόδια αρχή.

Το μητρώο αυτό πρέπει επίσης να περιλαμβάνει:

–        συνεχή παρακολούθηση του αριθμού των θηλυκών ζώων της εκμετάλλευσης ηλικίας άνω των δώδεκα μηνών ή που έχουν γεννήσει πριν από αυτή την ηλικία και τα οποία ευρίσκονται στην εκμετάλλευση,

–        τις μετακινήσεις (αριθμό εισερχομένων και εξερχομένων ζώων για κάθε μετακίνηση) των αιγοπροβάτων, με βάση τουλάχιστον τα στοιχεία αυξομείωσης του αριθμού τους, αναφέροντας, ανάλογα με την περίπτωση, την καταγωγή ή τον προορισμό των ζώων, το σήμα τους και την ημερομηνία αυτών των αυξομειώσεων.»

545    Το άρθρο 9 της οδηγίας 92/102 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα διοικητικά ή/και ποινικά μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να επιβάλλουν κυρώσεις για κάθε [παράβαση] της κοινοτικής κτηνιατρικής νομοθεσίας, ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι η σήμανση ή η αναγνώριση των ζώων ή η προβλεπόμενη από το άρθρο 4 τήρηση των μητρώων δεν έχει γίνει σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.»

546    Όπως προκύπτει από το άρθρο 11 της οδηγίας 92/102, τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο τις οριζόμενες με την οδηγία αυτή απαιτήσεις ως προς τα αιγοπρόβατα έως την 1η Ιανουαρίου 1995.

547    Το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) 21/2004 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των αιγοπροβάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 και των οδηγιών 92/102/ΕΟΚ και 64/432/ΕΟΚ (EE 2004 L 5, σ. 8) τροποποίησε, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 4 και 11 της οδηγίας 92/102. Κατά το άρθρο 17, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 21/2004, το άρθρο 15 εφαρμόζεται από τις 9 Ιουλίου 2005. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της οδηγίας 92/102 παραμένουν εφαρμοστέες για τις αιτήσεις των ετών 2003 και 2004.

548    Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι, στην Ελλάδα, οι διατάξεις της οδηγίας 92/102 σπανίως τηρούνταν. Όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, η κατάσταση των μητρώων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των περιόδων εμπορίας 2003 και 2004 δεν ήταν ικανοποιητική. Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στην Κρήτη το 2004, δύο μόνον από 25 εκμεταλλεύσεις ήταν σε θέση να εμφανίσουν ένα ορθώς συμπληρωμένο μητρώο. Μεταξύ των 23 άλλων εκμεταλλεύσεων, 2 δεν είχαν μητρώο, 7 διέθεταν το κανονικό μητρώο, το οποίο όμως ήταν εντελώς λευκό, 13 είχαν συμπληρώσει συνοπτικώς το μητρώο τους, ήτοι είχαν καταχωρίσει μόνον τις κινήσεις που αφορούσαν τα επιλέξιμα ζώα και όλες οι κινήσεις του έτους, ήτοι γεννήσεις, πωλήσεις και νεκρά ζώα, είχαν καταχωρισθεί την ίδια ημέρα στην ίδια και μοναδική γραμμή και, τέλος, ένα μητρώο είχε συμπληρωθεί με όλες τις πληροφορίες, αλλά δεν ήταν ενημερωμένο, δεδομένου ότι το σύνολο των αναφερομένων σ’ αυτό ζώων δεν αντανακλούσε την κατάσταση της εκμεταλλεύσεως την ημέρα διενέργειας του ελέγχου.

549    Κατά την Επιτροπή, στην Αχαΐα και στην Κορινθία πραγματοποιήθηκε το 2005 έλεγχος σε 17 εκμεταλλεύσεις. Από τα 8 μητρώα που ελέγχθηκαν στην Αχαΐα, 7 περιείχαν μία μόνο γραμμή για κάθε έτος, η οποία αντιστοιχούσε στην ετήσια απογραφή της αγέλης κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως ενισχύσεως, αλλ’ όμως δεν περιελάμβανε καμία καταχώριση μετακινήσεως, και ένα μητρώο δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθεί, επειδή βρισκόταν από τριμήνου στον κτηνίατρο για παραγγελία των ενωτίων. Τα 9 μητρώα που ελέγχθηκαν στην Κορινθία είχαν συμπληρωθεί συνοπτικώς, περιείχαν δηλαδή τις κινήσεις που αφορούσαν τα επιλέξιμα ζώα, καθώς και τις μεταβολές του έτους, ήτοι γεννήσεις, πωλήσεις και νεκρά ζώα, καταχωρισθείσες την ίδια ημέρα, στην ίδια και μοναδική γραμμή.

550    Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι οι καταβληθείσες πριμοδοτήσεις δεν ήταν προσαρμοσμένες σε περιπτώσεις αποκλίσεως μεταξύ του αριθμού των καταμετρηθέντων ζώων και του αναγραφόμενου στα μητρώα αριθμού. Κατά την Επιτροπή, όταν τα μητρώα δεν τηρούνται ορθώς, ο οργανισμός πληρωμών δεν μπορεί να έχει τη βεβαιότητα ότι πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 2529/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2001, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος (EE L 341, σ. 3) και στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 2550/2001, της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2001, που περιλαμβάνει λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 2529/2001 του Συμβουλίου σχετικά με την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα του αιγείου και του πρόβειου κρέατος όσον αφορά τα καθεστώτα πριμοδότησης και τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) 2419/2001 (EE L 341, σ. 105), για τα ζώα που αποτελούν το αντικείμενο των αιτήσεων και τα οποία δεν ήταν στην κατοχή της εκμετάλλευσης καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής, ή δεν ήταν στην κατοχή της κατά την έναρξη της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής, ήτοι κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, ή δεν είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 12 μηνών, ή δεν είχαν γεννήσει πριν το τέλος της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής. Λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως που διαπιστώθηκε στην Ελλάδα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής φρονούν ότι ο κίνδυνος να ζητηθούν ενισχύσεις για μη επιλέξιμα ζώα είναι υψηλός. Από τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν το 2004 και το 2005 αποδείχθηκε ότι, όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, οι ελληνικές αρχές θεώρησαν ότι η μη τήρηση ή η πλημμελής τήρηση των μητρώων αποτελεί ζήτημα το οποίο άπτεται της ασκήσεως, εκ μέρους των ελληνικών κτηνιατρικών αρχών, των καθηκόντων τους εποπτείας και δεν είναι ικανό να επηρεάσει, αφ’ εαυτού, την πληρωμή των πριμοδοτήσεων.

551    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την τήρηση των μητρώων και την επιβολή κυρώσεων, επήλθαν σημαντικές βελτιώσεις για τις αιτήσεις των ετών 2003 και 2004.

552    Πρώτον, υποστηρίζει ότι προέβη σε συστηματική ενημέρωση των κτηνοτρόφων όσον αφορά την υποχρέωση τηρήσεως και ορθής συμπληρώσεως του μητρώου σύμφωνα με την οδηγία 92/102 και τις εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις.

553    Δεύτερον, μείωσε τις προβλεπόμενες στον τομέα αυτό εθνικές κυρώσεις προς διευκόλυνση της εφαρμογής τους και, κατ’ επέκταση, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού χαρακτήρα τους.

554    Τρίτον, όσον αφορά το σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου, τροποποίησε τις εθνικές διατάξεις τον Μάιο του 2003 προκειμένου να περιληφθεί σε αυτές η σήμανση των ζώων από τη γέννησή τους με ένα ενώτιο σε κάθε αυτί, η σύσταση κεντρικής βάσης δεδομένων, η προμήθεια σε όλους τους παραγωγούς νέου μητρώου εκμεταλλεύσεως υπό μορφή βιβλίου και η συστηματοποίηση των ελέγχων.

555    Τέταρτον, κατόπιν διαγωνισμού, ανατέθηκε σε ιδιωτικό φορέα το κτηνιατρικό πρόγραμμα σήμανσης με δύο ενώτια και καταγραφής των αιγοπροβάτων σε νέο ειδικό μητρώο-βιβλίο και η εν συνεχεία καταχώριση των στοιχείων της απογραφής στην κτηνιατρική βάση δεδομένων.

556    Πέμπτον, η Ελληνική Δημοκρατία αποφάσισε τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων που θα καλύπτουν ετησίως το 5 % τουλάχιστον των εκμεταλλεύσεων κάθε νομού, βάσει αναλύσεως επικινδυνότητας.

557    Ως προς τα επιχειρήματα αυτά, υπενθυμίζεται ότι, εφόσον η Επιτροπή προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η σοβαρή και εύλογη αμφιβολία της έναντι του οικείου συστήματος ελέγχου, στο κράτος μέλος εναπόκειται, ακολούθως, να προσκομίσει τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για την πραγματοποίηση των ελέγχων του και, αν παραστεί ανάγκη, για την ανακρίβεια των διαπιστώσεων της Επιτροπής (βλ. ανωτέρω σκέψεις 72 έως 74).

558    Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι η απλή επίκληση από την Ελληνική Δημοκρατία των εθνικών διατάξεων που είχε θεσπίσει σχετικώς και της εκστρατείας ενημερώσεως που είχε συστηματικώς οργανώσει για να υπενθυμίσει στους κτηνοτρόφους την υποχρέωσή τους ορθής τηρήσεως και συμπληρώσεως του μητρώου δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω κτηνοτρόφοι πράγματι συμμορφώθηκαν προς τις υποχρεώσεις τους στον τομέα αυτό και, επομένως, δεν κλονίζει τις διαπιστώσεις που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής κατά τους διενεργηθέντες ελέγχους.

559    Δεύτερον, το ίδιο ισχύει για την επίκληση των εθνικών διατάξεων που προβλέπουν κυρώσεις σε βάρος των κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων που δεν τηρούν ή δεν τηρούν ορθώς το μητρώο της αγέλης τους, εφόσον δεν έχει αποδειχθεί η ουσιαστική και αποτελεσματική εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.

560    Τρίτον, όπως προκύπτει από το από 26 Αυγούστου 2005 έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ προς την Επιτροπή, είχε προβλεφθεί για το 2005 η ολοκλήρωση του κτηνιατρικού προγράμματος σήμανσης με δύο ενώτια και καταγραφής των αιγοπροβάτων σε νέο ειδικό μητρώο-βιβλίο, καθώς και η εγγραφή των στοιχείων της απογραφής στην κτηνιατρική βάση δεδομένων. Συνεπώς, ελλείψει επιχειρήματος περί του αντιθέτου εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, το νέο αυτό σύστημα δεν ήταν πλήρως λειτουργικό κατά την επίμαχη περίοδο, ήτοι για τις αιτήσεις των ετών 2003 και 2004. Το επιχείρημα το οποίο συνάγει εξ αυτού η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

561    Τέταρτον, αντιθέτως προς το παρατιθέμενο στην ανωτέρω σκέψη 556 επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας, η διενέργεια επιτόπιων ελέγχων που θα καλύπτουν ετησίως το 5 % τουλάχιστον των εκμεταλλεύσεων κάθε νομού, βάσει αναλύσεως επικινδυνότητας, δεν μπορεί να θεραπεύσει πλημμέλεια αφορώσα ένα δομικό στοιχείο του συστήματος ελέγχου, όπως η ορθή τήρηση των μητρώων αγέλης. Όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-387/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 119), η τήρηση και η τακτική ενημέρωση των μητρώων κινήσεως αγέλης αποτελεί τη βάση της λειτουργίας του συστήματος ελέγχου όσον αφορά τη χορήγηση κτηνοτροφικών πριμοδοτήσεων. Η έλλειψη ή η μη ορθή τήρηση των μητρώων αγέλης υπονομεύει το σύνολο του συστήματος ελέγχου των πριμοδοτήσεων και δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με το υψηλό ποσοστό των διενεργηθέντων επιτόπιων ελέγχων.

562    Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να κλονίσει τις διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με τις παραλείψεις των ελληνικών αρχών όσον αφορά τους ελέγχους για την τήρηση των μητρώων και τη μη επιβολή κυρώσεων.

–       Επί των επιτόπιων και των διοικητικών ελέγχων

563    Όσον αφορά τους επιτόπιους και τους διοικητικούς ελέγχους, η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι τήρησε πλήρως τις κανονιστικές επιταγές.

564    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 15 του κανονισμού 2419/2001 ορίζει τα εξής:

«Οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τηρήσεως των όρων για την παροχή των ενισχύσεων.»

565    Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2419/2001, με τίτλο «Χρόνος των επιτόπιων ελέγχων», προβλέπει μεταξύ άλλων τα εξής:

«[Τ]ο ελάχιστο ποσοστό των επιτόπιων ελέγχων διενεργείται εξ ολοκλήρου κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής στα κράτη μέλη, όπου το σύστημα που θεσπίστηκε με την οδηγία 92/102/ΕΟΚ όσον αφορά τα αιγοπρόβατα, ιδίως σε σχέση με την αναγνώριση των ζώων και την επιμελή τήρηση μητρώων, δεν έχει πλήρως υλοποιηθεί και εφαρμοσθεί.»

566    Το άρθρο 25, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2419/2001, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, προβλέπει ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

«[Σ]ε σχέση με το καθεστώς ενίσχυσης για τα αιγοπρόβατα, έλεγχο βάσει του μητρώου ότι όλα τα ζώα, για τα οποία υποβλήθηκαν αιτήσεις ενίσχυσης κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον επιτόπιο έλεγχο, έχουν παραμείνει στην εκμετάλλευση καθόλη τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής, καθώς και έλεγχο της ορθότητας των εγγραφών στο μητρώο βάσει δείγματος των δικαιολογητικών εγγράφων, όπως τα τιμολόγια αγορών και πωλήσεων και τα κτηνιατρικά πιστοποιητικά.»

567    Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 2529/2001, που εφαρμόζεται στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως:

«Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου νοούνται ως:

[…]

γ)      “προβατίνα”: κάθε θηλυκό προβατοειδές το οποίο έχει γεννήσει τουλάχιστον μία φορά ή έχει ηλικία τουλάχιστον ενός έτους,

δ)      “αίγα”: κάθε θηλυκό αιγοειδών το οποίο έχει γεννήσει τουλάχιστον μία φορά ή έχει ηλικία τουλάχιστον ενός έτους.»

568    Το άρθρο 2 του κανονισμού 2550/2001, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, ορίζει τα εξής:

«1.      Εκτός από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου συστήματος, σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 3508/92 και (ΕΟΚ) 2529/2001, οι παραγωγοί πρέπει να αναφέρουν στις αιτήσεις για τη χορήγηση πριμοδότησης, εάν διαθέτουν στο εμπόριο πρόβειο γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα με βάση το πρόβειο γάλα, κατά την περίοδο εμπορίας για την οποία έχει ζητηθεί η πριμοδότηση.

2.      Οι αιτήσεις πριμοδότησης υπέρ των παραγωγών προβείου και αιγείου κρέατος, υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή που έχει ορισθεί από το κράτος μέλος κατά τη διάρκεια περιόδου που καθορίζεται εντός του χρονικού διαστήματος το οποίο αρχίζει την 1η Νοεμβρίου πριν από την έναρξη της περιόδου εμπορίας και λήγει στις 30 Απριλίου μετά την έναρξη της περιόδου εμπορίας για την οποία έχουν υποβληθεί οι αιτήσεις.

[…]

3.      Η περίοδος υποχρεωτικής παραμονής των ζώων κατά τη διάρκεια της οποίας ο παραγωγός αναλαμβάνει την υποχρέωση να διατηρεί στην εκμετάλλευσή του τον αριθμό των προβατίνων ή/και των αιγών για τις οποίες έχει ζητηθεί η πριμοδότηση, είναι μια περίοδος 100 ημερών που αρχίζει μία ημέρα μετά τη λήξη της περιόδου υποβολής των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.»

569    Το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Επιλεξιμότητα», προβλέπει:

«1.      Οι πριμοδοτήσεις καταβάλλονται στον παραγωγό ανάλογα με τον αριθμό των προβατίνων και/ή των αιγών, που διατηρεί στην εκμετάλλευσή του καθόλη τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής των ζώων, που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3.

2.      Τα ζώα τα οποία πληρούν τους όρους, που προβλέπονται στους ορισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού […] 2529/2001, κατά την τελευταία ημέρα της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής των ζώων.»

570    Όσον αφορά τους επιτόπιους και διοικητικούς ελέγχους, πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ενημέρωση των αρμοδίων αρχών από τον ΟΠΕΚΕΠΕ σχετικά με τις ημερομηνίες υποβολής των αιτήσεων και υποχρεωτικής παραμονής των ζώων, σε συνδυασμό με την πρακτική των ελληνικών αρχών να διενεργούν μεγάλο μέρος των επιτόπιων έλεγχων μετά τα μέσα της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής και κυρίως απροειδοποίητα, διασφάλιζε τους πόρους της Ένωσης και είχε ως σκοπό να υποχρεώσει τους παραγωγούς να διατηρήσουν τα ζώα τους έως το τέλος της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής. Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι οι παραγωγοί, αγνοώντας αν και πότε επρόκειτο να ελεγχθούν, αναγκάζονταν να τηρήσουν τις σχετικές με την κατοχή των ζώων υποχρεώσεις τους καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής. Κατ’ αυτήν, το γεγονός ότι οι έλεγχοι διενεργήθηκαν κατά το δεύτερο μισό της περιόδου αυτής, και μάλιστα σε ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό (15,66 % για το 2003, 15,20 % για το 2004) σε σχέση με το προβλεπόμενο από το δίκαιο της Ένωσης, εξασφάλιζε την τήρηση των υποχρεώσεων των δικαιούχων και προάσπιζε τα συμφέροντα του ΕΓΤΠΕ. Τέλος, επί του συνόλου των επιτόπιων ελέγχων που διενεργήθηκαν το 2003 και το 2004 και που αντιπροσωπεύουν, όπως προαναφέρθηκε, ποσοστό 15,66 % για το 2003 και 15,20 % για το 2004, ένας σημαντικός αριθμός ελέγχων, που αφορά το 5 % περίπου των εκμεταλλεύσεων, διενεργήθηκε ήδη από της ενάρξεως της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής. Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι, αφενός, η ανάλυση επικινδυνότητας στηρίζεται στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων του προηγούμενου έτους και ότι, αφετέρου, οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται εντός της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής και σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο από τον κανονισμό, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί κίνδυνο ζημίας για το ΕΓΤΠΕ.

571    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής προσάπτουν στις ελληνικές αρχές ότι δεν πραγματοποίησαν επιτόπιους ελέγχους κατά το πρώτο μισό της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής των ζώων. Διαπιστώνουν επίσης ότι η καθυστερημένη έναρξη των ελέγχων αυτών κατέστη συνήθης πρακτική, με συνέπεια οι Έλληνες κάτοχοι εκμεταλλεύσεων να μπορούν να προβλέψουν την περίοδο κατά την οποία δεν επρόκειτο να υποβληθούν σε επιτόπιους ελέγχους και, ως εκ τούτου, να αυξάνεται ο κίνδυνος τα ζώα να μη βρίσκονται πραγματικά στη γεωργική εκμετάλλευση στην αρχή της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής.

572    Όπως προκύπτει από το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2419/2001, όσον αφορά τα κράτη μέλη στα οποία τα μητρώα δεν τηρήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 92/102, οι επιτόπιοι έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται κατά την περίοδο υποχρεωτικής παραμονής. Οι διατάξεις αυτές αφορούν την Ελληνική Δημοκρατία, δεδομένων των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν στο κράτος μέλος αυτό όσον αφορά την ενημέρωση των μητρώων από τους κατόχους αιγοπροβάτων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑352/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 308).

573    Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2419/2001 παρέχει μια επιπλέον διευκρίνιση, κατά την οποία, όσον αφορά τα προαναφερθέντα κράτη μέλη, το ελάχιστο ποσοστό των επιτόπιων ελέγχων πρέπει να διενεργείται «εξ ολοκλήρου κατά τη διάρκεια» της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής. Η χρησιμοποίηση της εκφράσεως «εξ ολοκλήρου κατά τη διάρκεια» ενισχύει το βάσιμο της αιτιάσεως των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με την παράλειψη των ελληνικών αρχών να διενεργήσουν επιτόπιους ελέγχους κατά τους δύο πρώτους μήνες της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής (προαναφερθείσα στη σκέψη 572 απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 309).

574    Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων και της νομολογίας που παρατίθενται στις ανωτέρω σκέψεις 572 και 573, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας που παρατίθεται συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 570. Συγκεκριμένα, από τις εν λόγω διατάξεις και την εν λόγω νομολογία προκύπτει ότι πρέπει επίσης να πραγματοποιούνται έλεγχοι κατά το πρώτο μισό της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής και ότι η μη πραγματοποίησή τους ενέχει κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ μη δυνάμενο να αποκλεισθεί πλήρως, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται σε μεταγενέστερο στάδιο υπερβαίνουν το ελάχιστο απαιτούμενο όριο.

575    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή των προαναφερθεισών νομοθετικών διατάξεων και η σχετική εκτίμησή της πρέπει να πραγματοποιούνται υπό το πρίσμα του άρθρου 15 του κανονισμού 2419/2001, κατά το οποίο οι διοικητικοί έλεγχοι και οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τηρήσεως των προϋποθέσεων χορηγήσεως των ενισχύσεων (προαναφερθείσα στη σκέψη 572 απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 310). Επομένως, το ζήτημα αν η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να προσάψει στις ελληνικές αρχές ότι δεν διενήργησαν τους επιτόπιους ελέγχους κατά το πρώτο μισό της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής και ότι δεν κατένειμαν τους ελέγχους αυτούς καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου αποτελεί ζήτημα το οποίο αφορά τα πραγματικά περιστατικά, συναρτώμενο προς άλλες εκτιμήσεις της Επιτροπής οι οποίες επίσης συνδέονται με τα πραγματικά περιστατικά και αφορούν την αποτελεσματικότητα του ελληνικού συστήματος ελέγχων των πριμοδοτήσεων που χορηγούνται στον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος. Η ως άνω αιτίαση της Επιτροπής ενισχύει τις λοιπές αιτιάσεις σχετικά με το ελληνικό σύστημα ελέγχου στον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος, οι οποίες κρίθηκαν βάσιμες.

576    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, το επιχείρημα αυτό της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

577    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι ελεγκτές καταμετρούσαν με προσοχή όλα τα ευρισκόμενα στη γεωργική εκμετάλλευση ζώα, επιλέξιμα και μη, και ακολούθως συνέκριναν τα αποτελέσματα με τις σχετικές καταχωρίσεις στο μητρώο. Οι περιπτώσεις στις οποίες ορισμένοι ελεγκτές δεν είχαν συμπληρώσει επαρκώς όλα τα πεδία στο έντυπο ελέγχου είναι μεμονωμένες. Σε όλες τις περιπτώσεις ζητούνται προς εξέταση παραστατικά έγγραφα που να δικαιολογούν τυχόν αγοραπωλησίες ή θανάτους ζώων, η δε μη τήρησή τους επισύρει κυρώσεις.

578    Διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία περιορίζεται σε αόριστες διαπιστώσεις οι οποίες δεν στηρίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία, ενώ, κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας στις σκέψεις 72 έως 74 νομολογίας, σε εκείνη εναπόκειται να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής κατά των οποίων βάλλει είναι ανακριβείς.

579    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 11.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως, δεν πραγματοποιήθηκε έλεγχος των δικαιολογητικών εγγράφων σε κανένα από τους 25 ελέγχους που επέβλεψαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής στο πλαίσιο των αποστολών τους στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, οι κτηνοτρόφοι δεν διέθεταν εν γένει δικαιολογητικά έγγραφα ως προς τις μετακινήσεις των ζώων, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2419/2001. Δεδομένου ότι τα μητρώα δεν τηρούνταν ορθώς, δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί ο έλεγχος των ζώων για τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση ενισχύσεως το προηγούμενο 12μηνο.

580    Όσον αφορά τις σχετικές με τις εκθέσεις ελέγχων πλημμέλειες, από το σημείο 11.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι η ανάλυση των 120 εκθέσεων ελέγχων κατέδειξε περιπτώσεις στις οποίες οι ελεγκτές δεν είχαν συμπληρώσει ορθώς τις εκθέσεις ή δεν είχαν διενεργήσει όλους τους ελέγχους που προβλέπει η νομοθεσία. Ειδικότερα, σε 9 περιπτώσεις στη Κρήτη επί συνόλου 40 φακέλων και σε 9 περιπτώσεις στην Κορινθία επί συνόλου 40 φακέλων δεν είχε συμπληρωθεί το πεδίο που αντιστοιχεί στον έλεγχο των μητρώων. Σε 3 περιπτώσεις στην Κρήτη, το πεδίο εμφάνιζε αποκλίσεις μεταξύ του αριθμού των ζώων που είχε δηλωθεί και του αριθμού των ζώων που καταμετρήθηκαν επιτόπου, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε απόκλιση. Σε 5 περιπτώσεις στην Αχαΐα, επί συνόλου 40 φακέλων, ορισμένα πεδία δεν είχαν συμπληρωθεί, για παράδειγμα ο τόπος καταμετρήσεως, το όνομα του αιτούντος ή το πεδίο όπου αναφέρεται αν ο έλεγχος είχε προαναγγελθεί. Τέλος, σε 3 περιπτώσεις στην Κρήτη, οι εκθέσεις ελέγχου δεν ήταν σαφείς όσον αφορά την παραγωγή γάλακτος. Από τις διαπιστώσεις αυτές προκύπτει ότι οι περιπτώσεις στις οποίες ορισμένοι ελεγκτές δεν συμπλήρωναν επαρκώς όλα τα πεδία στο έντυπο ελέγχου δεν ήταν μεμονωμένες, καθόσον αντιπροσώπευαν ποσοστό μεταξύ 12,5 % και 37,5 % των ελεγχθέντων φακέλων.

581    Εντεύθεν προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας που παρατίθεται συνοπτικώς στην ανωτέρω σκέψη 577 πρέπει να απορριφθεί.

582    Τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία πραγματοποιήθηκε δευτεροβάθμιος έλεγχος και ο παραγωγός δεν μπόρεσε να αποδείξει είτε με παραστατικά έγγραφα είτε μέσω του μητρώου της εκμεταλλεύσεως τις μεταβολές στον αριθμό των δηλωθέντων και εντοπισθέντων κατά τον πρωτοβάθμιο έλεγχο επιλέξιμων ζώων της αγέλης του, για τη χορήγηση της πριμοδοτήσεως ελήφθησαν υπόψη, στο πλαίσιο της προστασίας του προϋπολογισμού της Ένωσης, μόνον τα αποτελέσματα του δευτεροβάθμιου ελέγχου, όπως δέχεται η ίδια η Επιτροπή με τη συνοπτική έκθεση.

583    Συναφώς, επισημαίνεται ότι είναι βεβαίως αληθές ότι από το 2003 οι ελληνικές αρχές έχουν καθιερώσει ένα σύστημα επαναληπτικών ελέγχων (δευτεροβάθμιων ελέγχων) με σκοπό την επαλήθευση των επιτόπιων ελέγχων και την εναρμόνισή τους με τον πρωτοβάθμιο έλεγχο. Οι επαναληπτικοί αυτοί έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται από τις νομαρχιακές διευθύνσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ και να καλύπτουν το 10 % των ελέγχων που πραγματοποιούνται από τις αρμόδιες για τη διενέργεια των πρωτοβάθμιων ελέγχων αρχές.

584    Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι, κατά το σημείο 11.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως, σε εθνικό επίπεδο, το ποσοστό των επαναληπτικών ελέγχων ανερχόταν σε 9 % το 2003 και σε 5,7 % το 2004. Στην Κρήτη, το 2003, λόγω της ελλείψεως εργατικού δυναμικού, οι μισοί από τους δευτεροβάθμιους ελέγχους διενεργήθηκαν συγχρόνως με τους πρωτοβάθμιους επιτόπιους ελέγχους. Επιπλέον, η κατανομή των δευτεροβάθμιων ελέγχων μεταξύ των διαφόρων ελληνικών νομών δεν ήταν ομοιογενής. Ειδικότερα, δεν πραγματοποιήθηκε κανένας δευτεροβάθμιος έλεγχος σε εννέα νομούς. Σε δώδεκα νομούς, δεν υφίστατο καμία διαφορά μεταξύ του αποτελέσματος του πρωτοβάθμιου επιτόπιου ελέγχου και του δευτεροβάθμιου. Τέλος, σε δεκατέσσερις νομούς, από ποσοστό ανώτερο του 40 % των δευτεροβάθμιων ελέγχων προέκυψε αριθμός ζώων μικρότερος από εκείνον που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του πρωτοβάθμιου ελέγχου.

585    Κατόπιν των διαπιστώσεων αυτών και ελλείψει ειδικών και εμπεριστατωμένων επιχειρημάτων εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας που θα μπορούσαν να κλονίσουν τις σχετικές με την ύπαρξη πλημμελειών διαπιστώσεις της Επιτροπής, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η διενέργεια των δευτεροβάθμιων ελέγχων δεν αρκούσε για να αποκλειστεί πλήρως ο απορρέων από τις εν λόγω πλημμέλειες κίνδυνος για το ΕΓΤΠΕ.

586    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί των επιτόπιων και των διοικητικών ελέγχων.

–       Επί της συμπληρωματικής πριμοδοτήσεως των μειονεκτικών περιοχών

587    Όσον αφορά την συμπληρωματική πριμοδότηση των μειονεκτικών περιοχών, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε καμία παρατυπία στην καταχώριση ή στην πληρωμή των πριμοδοτήσεων σε ορεινές περιοχές η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ.

588    Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 5 του κανονισμού 2529/2001 με τίτλο «Συμπληρωματική πριμοδότηση» ορίζει ότι η πριμοδότηση αυτή χορηγείται στους παραγωγούς σε περιοχές όπου η παραγωγή αιγοπροβάτων αποτελεί παραδοσιακή δραστηριότητα ή συνεισφέρει σημαντικά στην αγροτική οικονομία. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις περιοχές αυτές. Εν πάση περιπτώσει, η συμπληρωματική πριμοδότηση χορηγείται μόνο στους παραγωγούς των οποίων η εκμετάλλευση ευρίσκεται, για το 50 % τουλάχιστον της χρησιμοποιούμενης για τη γεωργία εκτάσεως, σε μειονεκτικές περιοχές όπως αυτές καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 (ΕΚ) του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (EE L 160, σ. 80). Η συμπληρωματική πριμοδότηση χορηγείται επίσης σε κάθε παραγωγό που μετακινεί εποχιακά το ποίμνιό του, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι βόσκει επί τουλάχιστον 90 διαδοχικές ημέρες σε επιλέξιμη ζώνη το 90 % τουλάχιστον των ζώων για τα οποία ζητήθηκε πριμοδότηση και, αφετέρου, ότι η έδρα της εκμεταλλεύσεώς του ευρίσκεται σε σαφώς καθορισμένες γεωγραφικές ζώνες για τις οποίες το κράτος μέλος έχει αποδείξει ότι η εποχιακή μετακίνηση του ποιμνίου αντιστοιχεί σε παραδοσιακή πρακτική εκτροφής αιγοειδών και/ή προβατοειδών και ότι οι εν λόγω μετακινήσεις ζώων κατέστησαν αναγκαίες ελλείψει επαρκούς αριθμού βοσκοτόπων κατά την περίοδο μετακινήσεως. Η συμπληρωματική πριμοδότηση χορηγείται υπό τους ίδιους όρους με τους προβλεπόμενους για τη χορήγηση της πριμοδοτήσεως για προβατίνες και αίγες.

589    Σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 2550/2001, για να λάβει τη συμπληρωματική πριμοδότηση ένας παραγωγός στην εκμετάλλευση του οποίου το 50 % τουλάχιστον αλλά όχι το 100 % της χρησιμοποιούμενης για γεωργικούς σκοπούς εκτάσεως βρίσκεται σε περιοχές τις οποίες αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2529/2001, πρέπει να υποβάλει δήλωση ή δηλώσεις από τις οποίες να προκύπτει η τοποθεσία όπου βρίσκεται η έκτασή τους σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες. Πρώτον, ένας παραγωγός που υποχρεούται να υποβάλλει ετησίως δήλωση της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής εκτάσεως της εκμεταλλεύσεώς του, χρησιμοποιώντας το έντυπο αιτήσεως ενισχύσεως για «εκτάσεις» σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 2419/2001, οφείλει να προσδιορίζει στη δήλωση αυτή τα αγροτεμάχια που ευρίσκονται σε περιοχές προβλεπόμενες από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2529/2001. Δεύτερον, ένας παραγωγός που δεν υποχρεούται να υποβάλει την προαναφερθείσα δήλωση πρέπει να υποβάλλει ετησίως ειδική δήλωση χρησιμοποιώντας, εφόσον παραστεί ανάγκη, το σύστημα αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων που προβλέπεται στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου συστήματος. Στη δήλωση αυτή πρέπει να προσδιορίζεται η θέση όλων των εκτάσεων τις οποίες κατέχει, μισθώνει ή χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο, με προσδιορισμό της εκτάσεώς τους και λεπτομερή αναφορά των αγροτεμαχίων που χρησιμοποιούνται για γεωργικούς σκοπούς και ευρίσκονται σε περιοχές προβλεπόμενες από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2529/2001. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η ειδική δήλωση θα περιλαμβάνεται στην αίτηση για τη χορήγηση πριμοδοτήσεως για προβατίνες και/ή αίγες. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απαιτούν να υποβάλλεται η ειδική δήλωση με το έντυπο αιτήσεως ενισχύσεως για «εκτάσεις». Το άρθρο 5 του κανονισμού 2550/2001 προβλέπει ειδικούς όρους για τη χορήγηση των συμπληρωματικών πριμοδοτήσεων στους παραγωγούς που πραγματοποιούν εποχιακές μετακινήσεις ποιμνίων.

590    Όσον αφορά το σύστημα ελέγχου που διέπει τη συμπληρωματική πριμοδότηση των μειονεκτικών περιοχών, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 355 σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1593/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000 (EE L 182, σ. 4), επέβαλλε σε κάθε κράτος μέλος την υποχρέωση να θεσπίσει ένα ΟΣΔΕ. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, για να υπαχθεί ένας κάτοχος γεωργικής εκμεταλλεύσεως, μεταξύ άλλων, σε καθεστώς ενισχύσεως για αιγοπρόβατα πρέπει να υποβάλλει, για κάθε έτος, αίτηση ενισχύσεως για «εκτάσεις» στην οποία να προσδιορίζονται τα αγροτεμάχια, συμπεριλαμβανομένων των εκτάσεων χορτονομής, τα αγροτεμάχια που αποτελούν αντικείμενο μέτρου παύσεως καλλιέργειας των αρόσιμων γαιών και τα αγροτεμάχια σε αγρανάπαυση, καθώς και οιαδήποτε άλλη αναγκαία πληροφορία. Το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το ΟΣΔΕ «αφορά το σύνολο των αιτήσεων ενισχύσεως που υποβάλλονται, ιδίως όσον αφορά τους διοικητικούς ελέγχους, τους επιτόπιους ελέγχους και, ενδεχομένως, τις επαληθεύσεις με αεροπορική ή δορυφορική τηλεανίχνευση». Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 3508/92, το κράτος μέλος προβαίνει σε διοικητικό έλεγχο των αιτήσεων ενισχύσεως. Οι διοικητικοί έλεγχοι συμπληρώνονται με επιτόπιους ελέγχους που διενεργούνται δειγματοληπτικώς σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Για όλους αυτούς τους ελέγχους, το κράτος μέλος καταρτίζει σχέδιο δειγματοληψίας.

591    Κατά το άρθρο 15 του κανονισμού 2419/2001, οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορηγήσεως των ενισχύσεων. Το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 2419/2001 ορίζει ότι, «[σ]τις περιπτώσεις που προβλέπεται ότι ιδιαίτερα στοιχεία ενός επιτόπιου ελέγχου μπορούν να πραγματοποιηθούν βάσει δείγματος, το δείγμα αυτό πρέπει να εξασφαλίζει αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό επίπεδο ελέγχου», ότι «[τ]α κράτη μέλη ορίζουν τα κριτήρια για την επιλογή του δείγματος» και ότι «[ε]άν οι έλεγχοι σε εκείνο το δείγμα αποκαλύψουν παρατυπίες, το μέγεθος και το εύρος του δείγματος επεκτείνονται κατάλληλα». Κατά το άρθρο 19, του κανονισμού 2419/2001, ως είχε πριν τροποποιηθεί, το οποίο ισχύει για τις αιτήσεις του έτους 2003, οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεως που υποβάλλονται σε επιτόπιους ελέγχους επιλέγονται από την αρμόδια αρχή βάσει αναλύσεως επικινδυνότητας και βάσει ενός στοιχείου αντιπροσωπευτικότητας των υποβληθεισών αιτήσεων ενισχύσεως. Η ανάλυση επικινδυνότητας λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τους κατόχους εκμεταλλεύσεως που υπερβαίνουν ή υπολείπονται ελάχιστα των κρίσιμων για τη χορήγηση των ενισχύσεων ορίων.

592    Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι δεν προβλέπονταν συγκεκριμένα κριτήρια επικινδυνότητας για τους ελέγχους που αφορούν τις συμπληρωματικές πριμοδοτήσεις υπέρ των μειονεκτικών περιοχών για το 2003. Μέχρι το 2004 δεν είχε πραγματοποιηθεί κανένας ειδικός έλεγχος όσον αφορά την τοποθεσία των εκμεταλλεύσεων για τις οποίες είχε υποβληθεί αίτηση συμπληρωματικής πριμοδοτήσεως. Από το 2004 άρχισαν να λαμβάνονται υπόψη για την επιλογή των επιτόπιων ελέγχων συγκεκριμένα κριτήρια επικινδυνότητας. Το 8 % του δείγματος βασιζόταν σε εκμεταλλεύσεις εκ των οποίων το ποσοστό εκτάσεων ευρισκόμενων σε μειονεκτικές περιοχές πλησίαζε το προβλεπόμενο κατώτατο όριο του 50 %. Στο δείγμα αυτό, το 21,7 % των περιπτώσεων αφορούσε ελέγχους από τους οποίους προέκυψαν παρατυπίες που, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ενείχαν κίνδυνο ο οποίος δεν καλυπτόταν τα προηγούμενα έτη (σημεία 11.2.1 και 11.2.5 της συνοπτικής εκθέσεως).

593    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι οικείοι παραγωγοί ζητούσαν και ελάμβαναν τη συμπληρωματική ενίσχυση κατόπιν ελέγχου. Οι κτηνοτρόφοι αυτοί είχαν την υποχρέωση, σύμφωνα με τις εσωτερικές διατάξεις του ΟΠΕΚΕΙΙΕ, να συμπληρώσουν τα χαρτογραφικά στοιχεία όλων των χρησιμοποιούμενων στη γεωργία εκτάσεων στον φορέα παραλαβής των αιτήσεων για το ΟΣΔΕ. Οι έλεγχοι της ακρίβειας των δηλωθέντων στοιχείων πραγματοποιούνταν μέσω της εφαρμογής του προγράμματος ΟΣΔΕ. Οι δηλώσεις των παραγωγών υποβάλλονταν σε διοικητικούς ελέγχους και στη συνέχεια συμπεριλαμβάνονταν στις συνολικές αιτήσεις για την εξαγωγή του δείγματος των επιτόπιων ελέγχων. Στην περίπτωση κατά την οποία οι παραγωγοί δεν είχαν υποβάλει δήλωση εκτάσεων στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ ή προέκυπτε από τους διενεργηθέντες ελέγχους ότι δεν είχε επιτευχθεί το ελάχιστο όριο του 50 % των εκτάσεων σε μειονεκτικές περιοχές, οι οικείοι παραγωγοί δεν ελάμβαναν τη συμπληρωματική πριμοδότηση και τους επιβάλλονταν οι προβλεπόμενες κυρώσεις.

594    Συναφώς, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δέχθηκε, με το από 21 Ιουλίου 2005 έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ προς την Επιτροπή, ότι είχε πραγματοποιήσει ανάλυση επικινδυνότητας μόνο για τις αιτήσεις του έτους 2004, όσον αφορά τη συμπληρωματική πριμοδότηση για τις μειονεκτικές περιοχές.

595    Δεύτερον, διαπιστώνεται επίσης ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την πραγματική αιτίαση που διατυπώνουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής, ήτοι κατά της διαπιστώσεώς τους ότι δεν είχε πραγματοποιήσει κανένα ειδικό έλεγχο και καμία ανάλυση επικινδυνότητας για την επιλογή του δείγματος των σχετικών με τις αιτήσεις του έτους 2003 ελέγχων όσον αφορά τη συμπληρωματική πριμοδότηση για τις μειονεκτικές περιοχές. Η Ελληνική Δημοκρατία περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, στη διαπίστωση ότι οι υπηρεσίες της εξακρίβωναν, μέσω της εφαρμογής του προγράμματος ΟΣΔΕ, ότι οι δηλωθείσες από τον οικείο παραγωγό εκτάσεις όντως ευρίσκονταν στις μειονεκτικές περιοχές. Το αληθές, όμως, της κάθε δηλώσεως παραγωγού ότι χρησιμοποιούσε πράγματι τις δηλωθείσες εκτάσεις και ότι δεν χρησιμοποιούσε διαφορετικές εκτάσεις δεν θα μπορούσε να εξακριβωθεί μέσω ενός τέτοιου ελέγχου. Προς τούτο απαιτούνταν επιτόπιοι έλεγχοι, η δε επιλογή κατάλληλου δείγματος βάσει των προβλεπόμενων κριτηρίων αποτελούσε αναγκαίο διοικητικό προηγούμενο για τη διενέργεια των ελέγχων αυτών. Γι’ αυτά ακριβώς τα δύο τελευταία ζητήματα, ήτοι για την πραγματοποίηση επιτόπιων ελέγχων και για την επιλογή κατάλληλου για τους ελέγχους αυτούς δείγματος, αιτιάται η Επιτροπή τις ελληνικές αρχές.

596    Τρίτον, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προς αμφισβήτηση των διαπιστώσεων της Επιτροπής ότι από τους εθνικούς ελέγχους του 2004 προέκυψαν παρατυπίες που, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ενείχαν κίνδυνο ο οποίος δεν καλυπτόταν τα προηγούμενα έτη.

597    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει περαιτέρω ότι πολλοί υπερήλικες παραγωγοί, παραδοσιακοί κτηνοτρόφοι χωρίς αυξομειώσεις του ζωικού κεφαλαίου τους, από αβλεψία δεν συμπλήρωναν το σχετικό πεδίο στην αίτηση συμπληρωματικής πριμοδοτήσεως για τις μειονεκτικές περιοχές. Οι υπάλληλοι της αρμόδιας υπηρεσίας, που γνώριζαν τους εν λόγω κτηνοτρόφους, συμπλήρωναν, καλή τη πίστει, το σχετικό πεδίο στην αίτηση των κτηνοτρόφων, προκειμένου να μην υποστούν ζημία. Εξάλλου, λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, ήταν δύσκολο να μετακινούνται οι ενδιαφερόμενοι προς διόρθωση της αιτήσεώς τους.

598    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 2419/2001, «μια αίτηση ενίσχυσης μπορεί να διορθωθεί οποιαδήποτε στιγμή μετά την υποβολή της, σε περιπτώσεις προφανών σφαλμάτων που αναγνωρίζονται από την αρμόδια αρχή».

599    Εντούτοις, από το σημείο 11.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι η σε βάρος των ελληνικών αρχών αιτίαση περί της αυτεπάγγελτης διορθώσεως των προβαλλόμενων προφανών σφαλμάτων αφορούσε τις διορθώσεις των αιτήσεων στις οποίες ο οικείος κτηνοτρόφος είχε ή δεν είχε συμπληρώσει το σχετικό με τη συμπληρωματική πριμοδότηση για τις μειονεκτικές περιοχές πεδίο, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η βάση δεδομένων περιείχε αντίθετη πληροφορία. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ελληνικές αρχές τροποποιούσαν αυτεπαγγέλτως την αίτηση, θεωρώντας ότι επρόκειτο περί προφανούς σφάλματος.

600    Μολονότι το άρθρο 12 του κανονισμού 2419/2001 επιτρέπει τη διόρθωση προφανών σφαλμάτων ακόμη και μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της αιτήσεως, εντούτοις, δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα ούτε από το πνεύμα της διατάξεως αυτής ότι οι εν λόγω διορθώσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν αυτεπαγγέλτως, χωρίς να έχει υποβάλει σχετικό αίτημα ή να έχει λάβει γνώση του γεγονότος ή να είναι σύμφωνος με το γεγονός ο οικείος κτηνοτρόφος, ο οποίος εν τέλει πρέπει να αναλάβει την ευθύνη των περιλαμβανόμενων στην αίτησή του δηλώσεων και να υποστεί τις συνέπειες σε περίπτωση που οι δηλώσεις αυτές αποδειχθούν ψευδείς.

601    Τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας που παρατίθενται συνοπτικώς στη σκέψη 597 δεν μπορούν να κλονίσουν τη διαπίστωση αυτή. Βεβαίως, τίποτα δεν εμποδίζει τις αρμόδιες υπηρεσίες, οσάκις διαπιστώνουν, βάσει των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων και όσων γνωρίζουν οι υπάλληλοί τους, ότι ένας κτηνοτρόφος που μπορεί να αξιώσει συμπληρωματική πριμοδότηση δεν τη ζήτησε λόγω προφανούς σφάλματος, να επιστήσουν την προσοχή του στο εν λόγω σφάλμα και να του ζητήσουν να το διορθώσει. Αντιθέτως, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να παρέχει στους εν λόγω υπαλλήλους τη δυνατότητα να το διορθώσουν αυτεπαγγέλτως. Ενδεχόμενα προσκόμματα στην προσέλευση των κτηνοτρόφων στα γραφεία της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής προκειμένου να πραγματοποιήσουν αυτοπροσώπως την εν λόγω διόρθωση δεν δικαιολογούν αντίθετο συμπέρασμα, στον βαθμό που αίτηση διορθώσεως μπορεί να υποβληθεί και εξ αποστάσεως, διά των τεχνικών μέσων επικοινωνίας όπως, επί παραδείγματι, διά τηλεφώνου, υπό τον όρο ότι θα διατηρηθεί μια προσήκουσα γραπτή απόδειξη της σχετικής διορθώσεως.

602    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να κλονίσει τις διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής περί της συμπληρωματικής πριμοδοτήσεως για τις μειονεκτικές περιοχές.

–       Επί του εφαρμοσθέντος κατ’ αποκοπή ποσοστού διορθώσεως

603    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το κατ’ αποκοπή ποσοστό διορθώσεως ύψους 10 % δεν δικαιολογείται σε σχέση με τον κίνδυνο ζημίας για το ΕΓΤΠΕ που απορρέει από τις επίμαχες διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής.

604    Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η Επιτροπή δέχθηκε ότι είχε διαπιστώσει βελτιώσεις στη διενέργεια των ελέγχων σε σχέση με τις προηγούμενες έρευνες. Κατά συνέπεια, κατ’ αυτήν, η Επιτροπή δεν μπορούσε να συναγάγει το συμπέρασμα ότι υφίσταντο επαναλαμβανόμενες πλημμέλειες δικαιολογούσες την επιβολή κατ’ αποκοπή ποσοστού οικονομικής διορθώσεως ύψους 10 %. Αυτό το ποσοστό είναι, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, δυσανάλογο και θα έπρεπε να είχε καθοριστεί στο 5 %.

605    Δεύτερον, ο κανονισμός 21/2004 τροποποίησε το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τις πριμοδοτήσεις για το αίγειο και πρόβειο κρέας. Συνεπώς, κάθε προβαλλόμενη παράλειψη στην τήρηση των μητρώων και στη διαδικασία ελέγχων που μπορούσε να διαπιστωθεί στο πλαίσιο προηγούμενων ερευνών, δηλαδή σε σχέση με το προϊσχύον κανονιστικό καθεστώς, δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως υποτροπή, ούτε να ληφθεί υπόψη και να αποτελέσει νομική βάση για να δικαιολογήσει την επιβολή κατ’ αποκοπή ποσοστού οικονομικής διορθώσεως 10 % στο πλαίσιο της επίμαχης έρευνας. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, η Επιτροπή θα έπρεπε να επιβάλει οικονομική διόρθωση ύψους 5 %.

606    Τρίτον, οι αρμόδιες αρχές έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή εφαρμογή των κανονισμών της Ένωσης περί της τηρήσεως των μητρώων εκμεταλλεύσεων. Όσον αφορά τις πλημμέλειες που διαπίστωσε η Επιτροπή κατά τους ελέγχους, οφείλονται σε αντικειμενικές δυσχέρειες προσαρμογής του συνόλου των κτηνοτρόφων που στην πλειονότητά τους είναι ηλικιωμένοι, και χρειάστηκε επιπλέον χρόνος για να αντιμετωπιστούν. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις εν λόγω αντικειμενικές δυσχέρειες όταν επέβαλε οικονομική διόρθωση ποσοστού 10 %, το οποίο είναι υπερβολικό και δυσανάλογο και θα έπρεπε να περιοριστεί στο 5 %.

607    Τέταρτον, οι πόροι του ΕΓΤΠΕ δεν εκτέθηκαν σε κίνδυνο δυνάμενο να δικαιολογήσει επιβολή ποσοστού διορθώσεως ύψους 10 %, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των βελτιώσεων που διαπιστώθηκαν στον τομέα της πληροφορήσεως και της ευαισθητοποιήσεως των κτηνοτρόφων, της καταμετρήσεως των ζώων και των σχετικών με την επιβολή κυρώσεων κανονιστικών ρυθμίσεων και, αφετέρου, του γεγονότος ότι η χορήγηση των ενισχύσεων λαμβάνει υπόψη τα πλέον επακριβή αποτελέσματα των επικουρικών ελέγχων. Η Επιτροπή δεν εκτίμησε ορθώς αυτά τα στοιχεία για τον καθορισμό του βαθμού κινδύνου που διέτρεχε το ΕΓΤΠΕ, προκειμένου το ποσοστό διορθώσεων να είναι ανάλογο προς τον εν λόγω κίνδυνο.

608    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι από τις κατευθυντήριες οδηγίες προκύπτει ότι οι οικονομικές διορθώσεις υπολογίζονται με βάση την έκταση της παραβάσεως των υποχρεώσεων του κράτους μέλους και λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που απορρέουν από την εν λόγω παράβαση για τις δαπάνες της Ένωσης.

609    Κατ’ εφαρμογή του παραρτήματος 2 των κατευθυντήριων οδηγιών, όταν δεν μπορεί να καθοριστεί το ποσό των τακτικών δαπανών, η Επιτροπή εφαρμόζει κατ’ αποκοπή διορθώσεις ύψους 2 %, 5 %, 10 % ή 25 % επί των δηλωθεισών δαπανών, σε συνάρτηση με την έκταση του κινδύνου ζημίας.

610    Ειδικότερα, κατά το παράρτημα 2 των κατευθυντήριων οδηγιών, όταν ένας ή περισσότεροι από τους βασικούς ελέγχους δεν εφαρμόζονται ή εφαρμόζονται ελλιπώς ή με περιορισμένη συχνότητα, ώστε να μην επαρκούν για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας του αιτήματος ή για την πρόληψη παρατυπιών, δικαιολογείται ποσοστό διορθώσεως 10 %, καθώς συμπεραίνεται εύλογα ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος εκτεταμένων απωλειών για το ΕΓΤΠΕ.

611    Πρέπει, περαιτέρω, να υπομνησθεί η νομολογία κατά την οποία, ενώ απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, το κράτος μέλος οφείλει, αφ’ ης στιγμής αποδειχθεί η παράβαση αυτή, να αποδείξει, εφόσον απαιτείται, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τις οικονομικές συνέπειες που μπορούν να αντληθούν (προαναφερθείσα στη σκέψη 511 απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 67).

612    Εν προκειμένω, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ορισμένες πλημμέλειες χαρακτηρίζουσες το ελληνικό σύστημα ελέγχου των πριμοδοτήσεων στον τομέα του αιγείου και προβείου κρέατος, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η εκ μέρους των κατόχων εκμεταλλεύσεως παράβαση των υποχρεώσεών τους τηρήσεως μητρώου, για την οποία το οικείο κράτος μέλος δεν τους επέβαλε τις προσήκουσες κυρώσεις. Σύμφωνα με τις εν λόγω υπηρεσίες, η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών συνδέεται με τις λοιπές διαπιστωθείσες πλημμέλειες, ήτοι με την παράλειψη εξακριβώσεως της τηρήσεως της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής, με την παράλειψη εξακριβώσεως της ηλικίας των ζώων για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση κατά το πέρας της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής, με τις καθυστερήσεις στη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων και με την παράλειψη εξακριβώσεως από τους εθνικούς ελεγκτές της ακρίβειας των καταχωρισμένων στα μητρώα της αγέλης στοιχείων, οι οποίες καθιστούν πλήρως αναποτελεσματικό το σύστημα ελέγχου. Η κακή ποιότητα των επιτόπιων ελέγχων απλώς επιδείνωσε την κατάσταση, όπως επιβεβαιώθηκε από τους επικουρικούς ελέγχους που πραγματοποίησαν το 2003 οι ελληνικές αρχές.

613    Όπως ήδη επισημάνθηκε, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει την ουσιαστική ακρίβεια των διαπιστώσεων των υπηρεσιών της Επιτροπής.

614    Όσον αφορά τη σοβαρότητα των διαπιστωθεισών πλημμελειών, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη τονίσει τη σπουδαιότητα της τακτικής τηρήσεως του μητρώου της αγέλης για το σύστημα ελέγχου των πριμοδοτήσεων για ζώα. Μια πλημμέλεια στο επίπεδο αυτό επηρεάζει τη διεξαγωγή βασικού ελέγχου στο πλαίσιο των κατευθυντήριων οδηγιών, υπό την έννοια ότι δημιουργεί πρόσκομμα στον έλεγχο των στοιχείων από τα οποία εξαρτάται η επιλεξιμότητα των κτηνοτροφικών πριμοδοτήσεων. Πράγματι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, σκοπός του εν λόγω μητρώου είναι να διακριβωθεί ο αριθμός των επιλέξιμων ζώων που βρίσκονται στη γεωργική εκμετάλλευση καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής, βάσει του οποίου θα χορηγηθεί πριμοδότηση για προβατίνες και πριμοδότηση για αίγες.

615    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας που στηρίζεται στις βελτιώσεις που υποτίθεται ότι διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή κατά τη διενέργεια των ελέγχων σε σχέση με τις προηγούμενες έρευνες (ανωτέρω σκέψη 604), επισημαίνεται ότι η Επιτροπή διαπίστωσε επουσιώδεις μόνο βελτιώσεις, στον τομέα της καταμετρήσεως των ζώων. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το σημείο 11.2.3 της συνοπτικής εκθέσεως, οι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν το 2004 και το 2005 δεν κατέδειξαν ότι η κατάσταση ήταν σαφώς βελτιωμένη στην Ελλάδα το 2003 και το 2004 όσον αφορά τα κύρια προβλήματα και ιδίως τις σοβαρές πλημμέλειες στα μητρώα των εκμεταλλεύσεων που καθιστούν αναποτελεσματικό στο σύνολό το σύστημα ελέγχου και την απουσία κυρώσεων. Η κακή ποιότητα ελέγχων απλώς επιδείνωσε την κατάσταση.

616    Ως προς το επιχείρημα ότι οι σχετικές με την τήρηση μητρώου πλημμέλειες κακώς χαρακτηρίστηκαν ως επαναλαμβανόμενες (ανωτέρω σκέψη 605), πρέπει να διευκρινιστεί εκ προοιμίου ότι η Επιτροπή δεν προέβη εν προκειμένω σε αύξηση ποσοστού λόγω υποτροπής. Όπως προκύπτει από το σημείο 11.2.3 της συνοπτικής εκθέσεως, επέβαλε διόρθωση ύψους 10 % για τους λόγους που απαριθμούνται στο παράρτημα 2 των κατευθυντήριων οδηγιών (βλ. ανωτέρω σκέψη 610). Οι αναφορές της Επιτροπής στην επανάληψη των πλημμελειών είχαν ως μοναδικό σκοπό να συνηγορήσουν υπέρ του συμπεράσματός της ότι η κατάσταση κατά τα επίμαχα έτη δεν είχε βελτιωθεί σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, το οικείο επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή και πρέπει να απορριφθεί.

617    Στο μέτρο που η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται προβαλλόμενες αντικειμενικές δυσχέρειες προσαρμογής του συνόλου των κτηνοτρόφων στις υποχρεώσεις τους τηρήσεως των μητρώων, αρκεί η επισήμανση ότι οι δυσχέρειες αυτές, αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, δεν θα απέκλειαν την ύπαρξη κινδύνου για το ΕΓΤΠΕ λόγω των διαπιστωθεισών πλημμελειών και, επομένως, δεν θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πρόσκομμα στην επιβολή της προσήκουσας οικονομικής διορθώσεως. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή είχε επίσης διαπιστώσει ότι οι ελληνικές αρχές είχαν παραλείψει να επιβάλουν τις προσήκουσες κυρώσεις προς εξασφάλιση της τηρήσεως των σχετικών με την τήρηση μητρώου υποχρεώσεων.

618    Κατά τα λοιπά, πρέπει να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας που παρατίθεται συνοπτικώς στις ανωτέρω σκέψεις 606 έως 607 αποτελεί απλή επανάληψη των επιχειρημάτων που βάλλουν κατά των διαπιστώσεων της Επιτροπής που ήδη εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το ποσοστό της προσήκουσας κατ’ αποκοπή οικονομικής διορθώσεως ανέρχεται μόνο σε 5 %, το επιχείρημα αυτό ούτε αποσαφηνίζεται ούτε δικαιολογείται.

619    Ελλείψει επιχειρημάτων περί του αντιθέτου εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, συνάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η επιβολή, σε σχέση με τις επίδικες δαπάνες, κατ’ αποκοπή ποσοστού διορθώσεως ύψους 10 %, βαρύνεται με οποιαδήποτε παρανομία.

620    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο εικοστός τρίτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

621    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

622    Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε και ότι υπάρχει σχετικό αίτημα της Επιτροπής, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών δαπάνες

Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα του ακατέργαστου καπνού δαπάνες

Επί της διορθώσεως αναφορικά με τις υποχρεώσεις στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως

Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα της σταφίδας δαπάνες

Επί της διορθώσεως στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των ειδικών μέτρων υπέρ των μικρών νησιών του Αιγαίου Πελάγους σε σχέση με ορισμένα γεωργικά προϊόντα

Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος δαπάνες

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών δαπάνες

Διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί ελλείψεως έγκυρης νομικής βάσεως για την εν προκειμένω εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για τον υπολογισμό των κατ’ αποκοπή διορθώσεων

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας λόγω της εφαρμογής του προβλεπόμενου στις κατευθυντήριες οδηγίες ποσοστού διορθώσεως

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης λόγω της επιβολής κατ’ αποκοπή διορθώσεως κατ’ επίκληση της ελλείψεως επικαιροποιήσεως του ΣΑΑ-ΣΕΠ

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών

Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα του ακατέργαστου καπνού δαπάνες

Διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2848/98

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, περί συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων που δικαιολογούν την εκπρόθεσμη παράδοση του καπνού

Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, περί της εκχωρήσεως ορισμένων συμβάσεων καλλιέργειας

Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 5 και του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 2075/92

Επί της σχετικής με τις υποχρεώσεις στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως διορθώσεως

Διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως

Νομικό πλαίσιο

Επί του ενδεκάτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε έλλειψη έγκυρης νομικής βάσεως για την επιβολή διορθώσεως στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως

Επί του δωδεκάτου λόγου ακυρώσεως, περί της προβαλλόμενης αναδρομικής εφαρμογής του εγγράφου AGRI/2005/64043 της Επιτροπής

Επί του δεκάτου τρίτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας και της αρχής της επιείκειας.

Επί του δεκάτου τετάρτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών

– Επί της ελλείψεως στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι διενεργήθηκαν αποτελεσματικοί έλεγχοι στον τομέα του περιβάλλοντος και των ΚΓΠΣ

– Επί της παραλείψεως ελέγχου του συνόλου των επιλεγέντων γεωργών

– Επί της παραλείψεως διενέργειας ελέγχων όσον αφορά τις σχετικές με την ταυτοποίηση και την καταγραφή των χοίρων απαιτήσεις

– Επί του προβαλλόμενου ασαφή και ελλιπή χαρακτήρα των κατευθυντήριων γραμμών που οι ελληνικές αρχές κοινοποίησαν στους ελεγκτές

– Επί της μη επιβολής μειώσεων και αποκλεισμών

– Επί της πλημμελούς διενέργειας των επικουρικών ελέγχων

– Επί της γνώμης του οργάνου συμφιλίωσης

Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα της σταφίδας δαπάνες

Επί του δεκάτου πέμπτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεων του κανονισμού 1621/1999 και περί πλάνης περί το δίκαιο

– Το νομικό πλαίσιο

– Επί της ελάχιστης αποδόσεως των προοριζόμενων για την παραγωγή σταφίδας αμπελοτεμαχίων και επί της μειώσεώς της από τις ελληνικές αρχές

– Επί της ειδικεύσεως των αμπελοτεμαχίων

Επί του δεκάτου έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό του ποσοστού οικονομικής διορθώσεως που πρέπει να επιβληθεί για τη σουλτανίνα

Επί του δεκάτου εβδόμου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως του ποσοστού οικονομικής διορθώσεως που πρέπει να επιβληθεί όσον αφορά την κορινθιακή σταφίδα

Επί του δεκάτου ογδόου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά την πλημμελή τήρηση αμπελοοινικού μητρώου

Επί του δεκάτου ενάτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις πλημμέλειες στον τομέα διαχειρίσεως και ελέγχου

Επί της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως που επιβλήθηκε για τις δαπάνες τις οποίες δήλωσε η Ελληνική Δημοκρατία για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2001 (τομέας της δημόσιας αποθεματοποίησης) όσον αφορά τις κοινοτικές ενισχύσεις για τη διατήρηση των ελαιώνων στα μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους

Επί του εικοστού λόγου ακυρώσεως, περί παραβάσεως των άρθρων 264 και 266, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και περί παραβιάσεως του δεδικασμένου

Επί του εικοστού πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβάσεως του άρθρου 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/1999 και της εύλογης προθεσμίας

Επί της διορθώσεως στις σχετικές με τον τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος δαπάνες

Επί του εικοστού δευτέρου λόγου, περί παραβιάσεως της αρχής της εύλογης προθεσμίας

Επί του εικοστού τρίτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

– Διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία

– Επί της τηρήσεως των μητρώων και της επιβολής κυρώσεων

– Επί των επιτόπιων και των διοικητικών ελέγχων

– Επί της συμπληρωματικής πριμοδοτήσεως των μειονεκτικών περιοχών

– Επί του εφαρμοσθέντος κατ’ αποκοπή ποσοστού διορθώσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.