Language of document : ECLI:EU:T:2024:250

Υπόθεση T-112/22

Ideella föreningen Svenska Bankföreningen med firma Svenska Bankföreningen, Näringsverksamhet
και
Länsförsäkringar Bank AB

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 17ης Απριλίου 2024

«Κρατικές ενισχύσεις – Σουηδική φορολογική νομοθεσία – Φόρος επί του συστημικού κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων – Απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Σκοπός του μέτρου – Παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς»

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Προκαταρκτικό στάδιο και στάδιο κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας – Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία σε περίπτωση σοβαρών δυσχερειών – Περιστάσεις που καταδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών – Δικαστικός έλεγχος – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ· κανονισμός 2015/1589 του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 3 και 4)

(βλ. σκέψεις 21-26)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Μέτρο που παρέχει φορολογικό πλεονέκτημα – Πλαίσιο αναφοράς για την εξακρίβωση της ύπαρξης πλεονεκτήματος – Οριοθέτηση καθ’ ύλην – Μέτρο το οποίο συνιστά, αυτό καθεαυτό, αυτοτελές πλαίσιο αναφοράς – Προϋποθέσεις – Σαφώς οριοθετημένο φορολογικό καθεστώς, το οποίο επιδιώκει ειδικούς σκοπούς

(Άρθρο 107 §1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 30-32, 46, 47)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Μέτρο που παρέχει φορολογικό πλεονέκτημα – Φόρος επί του συστημικού κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων – Φόρος που έχει ως σκοπό να παράσχει δημοσιονομικό περιθώριο για τη διαχείριση μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων – Βάση επιβολής του φόρου στηριζόμενη στις οφειλές των πιστωτικών ιδρυμάτων – Βάση επιβολής του φόρου καθοριζόμενη κατά τρόπο συνεπή προς τον σκοπό του φόρου αυτού – Δυνατότητα της Επιτροπής να καταλήξει στο συμπέρασμα περί μη επιλεκτικού χαρακτήρα του φόρου χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας

(Άρθρο 107 §1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 56-61)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Μέτρο που παρέχει φορολογικό πλεονέκτημα – Φόρος επί του συστημικού κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων – Φόρος που έχει ως σκοπό να παράσχει δημοσιονομικό περιθώριο για τη διαχείριση μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων – Ιδρύματα που υπόκεινται στον φόρο – Πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν συσσωρεύσει όγκο οφειλών που υπερβαίνει το καθοριζόμενο από τον νόμο κατώτατο όριο – Ο προσδιορισμός των υποκειμένων στον φόρο και ο καθορισμός του κατώτατου ορίου για την υπαγωγή στον φόρο εμπίπτουν στις ίδιες αρμοδιότητες του κράτους μέλους – Προσδιορισμός των υποκειμένων στον φόρο και καθορισμός του κατώτατου ορίου για την υπαγωγή στον φόρο που πραγματοποιούνται κατά τρόπο συνεπή προς τον σκοπό του φόρου – Δυνατότητα της Επιτροπής να καταλήξει στο συμπέρασμα περί μη επιλεκτικού χαρακτήρα του φόρου χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας

(Άρθρο 107 §1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 71-82, 88-99)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Μέτρο που παρέχει φορολογικό πλεονέκτημα – Φόρος επί του συστημικού κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων – Φόρος που έχει ως σκοπό να παράσχει δημοσιονομικό περιθώριο για τη διαχείριση μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων – Ιδρύματα που υπόκεινται στον φόρο – Πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν συσσωρεύσει όγκο οφειλών που υπερβαίνει το καθοριζόμενο από τον νόμο κατώτατο όριο – Συνεκτίμηση των οφειλών των υποκαταστημάτων για τους σκοπούς του ελέγχου του εν λόγω κατώτατου ορίου – Επιτρέπεται – Δυνατότητα της Επιτροπής να καταλήξει στο συμπέρασμα περί μη επιλεκτικού χαρακτήρα του φόρου χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας

(Άρθρο 107 §1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 103-106)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Παρέκκλιση από το γενικό φορολογικό σύστημα – Διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση – Κριτήρια εκτίμησης – Σύγκριση υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται από το κοινό φορολογικό καθεστώς στο σύνολό του

(Άρθρο 107 §1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 116-124, 127)

Σύνοψη

Το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο σε πενταμελή σύνθεση, απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία η τελευταία έκρινε ότι σουηδικός φόρος επί του συστημικού κινδύνου, επιβαλλόμενος στα πιστωτικά ιδρύματα, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (1). Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει λεπτομερώς το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ο φόρος αυτός δεν πληρούσε το κριτήριο επιλεκτικότητας που προβλέπει η ανωτέρω διάταξη.

Το 2021 το Βασίλειο της Σουηδίας κοινοποίησε στην Επιτροπή νομοσχέδιο σχετικά με φόρο επί του συστημικού κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων (στο εξής: φόρος), ο οποίος επιβάλλεται σε όλα τα σουηδικά πιστωτικά ιδρύματα των οποίων το ποσό των οφειλών υπερβαίνει το κατώτατο όριο των 150 δισεκατομμυρίων σουηδικών κορωνών (SEK) για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν το 2022. Για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν το 2023 ή αργότερα, το εν λόγω κατώτατο όριο πολλαπλασιάζεται με έναν συντελεστή. Το κοινοποιηθέν νομοσχέδιο προβλέπει, επιπλέον, τη φορολόγηση των αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων εφόσον αυτά έχουν οφειλές που απορρέουν από τις εμπορικές δραστηριότητες τις οποίες ασκούν από σουηδικό υποκατάστημα και εφόσον το ύψος των οφειλών αυτών υπερβαίνει τα προαναφερθέντα κατώτατα όρια. Συνολικά, εννέα πιστωτικά ιδρύματα έχουν όγκο οφειλών που υπερβαίνει τα προβλεπόμενα κατώτατα όρια.

Για το φορολογικό έτος 2022, ο φορολογικός συντελεστής ορίστηκε στο 0,05 % του ποσού των οφειλών των υποκείμενων στον φόρο πιστωτικών ιδρυμάτων. Για το φορολογικό έτος 2023, ο συντελεστής αυτός επρόκειτο να αυξηθεί σε 0,06 %.

Η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, έκρινε ότι ο ανωτέρω φόρος δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι δεν πληρούσε το κριτήριο επιλεκτικότητας.

Μια σουηδική ένωση τραπεζιτών και μια χρηματοπιστωτική οντότητα που είναι μέλος της ένωσης αυτής, εκτιμώντας ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα διαδικαστικά δικαιώματά τους λόγω του ότι εξέδωσε την ανωτέρω απόφαση χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ εάν, υπό το πρίσμα των πληροφοριών που έλαβε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες ως προς την εκτίμηση του κοινοποιηθέντος μέτρου βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι δε προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αντιμετωπίσει τέτοιες σοβαρές δυσχέρειες όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του φόρου.

Κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό εθνικού φορολογικού μέτρου ως επιλεκτικού κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να προσδιορίσει το σύστημα αναφοράς, ήτοι το «κανονικό» φορολογικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στο οικείο κράτος μέλος, και, σε δεύτερο στάδιο, να αποδείξει ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το εν λόγω σύστημα αναφοράς, καθόσον εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ επιχειρηματιών οι οποίοι βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το σύστημα αυτό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Σε τρίτο στάδιο, η Επιτροπή πρέπει να εξακριβώσει αν η διαφορετική μεταχείριση την οποία εισάγει το μέτρο δικαιολογείται επειδή προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσεται.

Όσον αφορά τα δύο πρώτα στάδια που εκτέθηκαν ανωτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή όρισε, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί, ότι το σύστημα αναφοράς περιορίζεται στον φόρο.

Επ’ αυτής της βάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα, αφενός, ότι το σύστημα αναφοράς δεν είχε σχεδιαστεί κατά τρόπο που να εισάγει προδήλως δυσμενή διάκριση και, αφετέρου, ότι η μη υπαγωγή στον φόρο ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών καθώς και των επιχειρηματιών των οποίων οι συσσωρευμένες οφειλές ήταν χαμηλότερες από το κατώτατο όριο που καθόριζε το νομοσχέδιο δεν συνιστούσε παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς.

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το ανωτέρω συμπέρασμα της Επιτροπής.

Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι το σύστημα αναφοράς και, ως εκ τούτου, ο φόρος δεν είχαν σχεδιαστεί κατά τρόπο που να εισάγει προδήλως δυσμενή διάκριση, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τα διάφορα επιχειρήματα των προσφευγουσών κατά τα οποία η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αντιμετωπίσει σοβαρές δυσχέρειες ως προς το σημείο αυτό καθόσον οι παράμετροι του φόρου προδήλως δεν συμβιβάζονταν με τον σκοπό του.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει κατ’ αρχάς ότι από το σουηδικό νομοσχέδιο προκύπτει ότι ο φόρος αποσκοπεί στην ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών προκειμένου να υπάρχει περιθώριο για τη διαχείριση μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, χάρη στο ότι η υποχρέωση καταβολής του φόρου επιβάλλεται στα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα, των οποίων η πτώχευση ή η σοβαρή διατάραξη λειτουργίας θα συνεπαγόταν, σε μεμονωμένη βάση και λόγω του μεγέθους και της σημασίας τους για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συστημικό κίνδυνο και θα είχε πολύ αρνητικό αντίκτυπο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην οικονομία εν γένει, προκαλώντας έτσι σημαντικό έμμεσο κόστος για την κοινωνία.

Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει, πρώτον, τα επιχειρήματα ότι η επιλογή του Σουηδού νομοθέτη να στηρίξει τη βάση επιβολής του φόρου στις οφειλές των πιστωτικών ιδρυμάτων ήταν αντίθετη προς τον σκοπό του φόρου αυτού. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο φόρος αποσκοπεί στην ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών του συγκεκριμένου κράτους προκειμένου να υπάρχει περιθώριο για τη διαχείριση μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, εξυπακουομένου ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ύψος των οφειλών ενός πιστωτικού ιδρύματος, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Επομένως, ο καθορισμός της βάσης επιβολής του φόρου σε συνάρτηση με το ύψος των οφειλών των υποκείμενων στον φόρο ιδρυμάτων, προκειμένου να γίνει διάκριση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων ανάλογα με το αν έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο αντίκτυπο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, είναι συνεπής προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα με τα οποία οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά του προσδιορισμού των ιδρυμάτων που υπόκεινται στον φόρο.

Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν, στο πλαίσιο αυτό, ασυνέπεια μεταξύ του προσδιορισμού των υποκείμενων στον φόρο ιδρυμάτων και των καθεστώτων που θεσπίστηκαν, αντιστοίχως, με την οδηγία 2014/59 (2) και με τον κανονισμό 575/2013 (3), το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι σκοποί τους οποίους επιδιώκουν τα καθεστώτα αυτά είναι διαφορετικοί από τον σκοπό που επιδιώκει ο κοινοποιηθείς φόρος.

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, δεν είναι πειστικές ούτε οι επικρίσεις κατά της επιλογής των υποκείμενων στον φόρο ιδρυμάτων οι οποίες αντλούνται από το ανταγωνιστικό περιβάλλον του σουηδικού χρηματοπιστωτικού τομέα και από το γεγονός ότι πολλά μη υποκείμενα στον φόρο χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία ανταγωνίζονται τα υποκείμενα στον φόρο πιστωτικά ιδρύματα, προκαλούν επίσης έμμεσο κόστος για την κοινωνία.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, αφενός, ότι το Βασίλειο της Σουηδίας είχε το δικαίωμα να προσδιορίσει, ασκώντας τις δικές του αρμοδιότητες σε ζητήματα άμεσης φορολογίας και τηρώντας τη φορολογική του αυτονομία και το δίκαιο της Ένωσης, τη γενεσιουργό αιτία του φόρου και τη βάση επιβολής του φόρου αυτού. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν έθεσαν υπό αμφισβήτηση το ότι μόνον τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα είναι ικανά να προκαλέσουν σε μεμονωμένη βάση, λόγω της πτώχευσής τους, συστημικό κίνδυνο, να έχουν πολύ αρνητικό αντίκτυπο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην οικονομία εν γένει και να προκαλέσουν σημαντικό έμμεσο κόστος για την κοινωνία. Εξάλλου, δεν απέδειξαν ούτε ότι η πτώχευση των ιδρυμάτων που δεν υπόκεινται στον φόρο, ακόμη και αν θεωρηθούν ως ενιαίο σύνολο, θα είχε τις ίδιες συνέπειες.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες ωσαύτως δεν προέβαλαν επιχειρήματα βάσει των οποίων να μπορεί να θεωρηθεί ότι το κατώτατο όριο που καθορίστηκε για την υπαγωγή των πιστωτικών ιδρυμάτων στον φόρο είναι προδήλως ακατάλληλο υπό το πρίσμα των σκοπών του φόρου αυτού.

Δεδομένου ότι ο καθορισμός του κατώτατου ορίου φορολόγησης και των λεπτομερειών υπολογισμού της φορολογητέας βάσης εμπίπτει επίσης στο περιθώριο εκτίμησης του εθνικού νομοθέτη, το Βασίλειο της Σουηδίας δεν μπορεί να εμποδιστεί, αφενός, να θεσπίσει φόρο συνοδευόμενο από κατώτατο όριο φορολόγησης και, αφετέρου, να θεσπίσει μηχανισμό διαβάθμισης που να προβλέπει ακόμη και την απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία βρίσκονται κάτω από το εν λόγω όριο, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά δεν αντιβαίνουν στον σκοπό του φόρου. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το κατώτατο όριο των 150 δισεκατομμυρίων SEK, το οποίο δεν εισάγει προδήλως δυσμενή διάκριση, είναι σύμφωνο με τον σκοπό του φόρου, κατά μείζονα λόγο διότι η εφαρμογή του ορίου αυτού διασφαλίζει ότι οι υποκείμενοι στον φόρο αντιπροσωπεύουν το 90 % του συνόλου της συγκεντρωτικής λογιστικής κατάστασης όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων στη Σουηδία. Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι δεν υπήρχε κανένα πιστωτικό ίδρυμα μη υποκείμενο στον φόρο του οποίου το ύψος των οφειλών να προσέγγιζε το κατώτατο όριο των 150 δισεκατομμυρίων SEK.

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα με τα οποία οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά του προβλεπόμενου για τις ενδοομιλικές καταστάσεις μηχανισμού ενοποίησης, δυνάμει του οποίου οι οφειλές των υποκαταστημάτων λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου για την υπαγωγή των πιστωτικών ιδρυμάτων στον φόρο. Πράγματι, δεδομένου ότι τα υποκαταστήματα ενός σουηδικού πιστωτικού ιδρύματος συνδέονται με το τελευταίο και, ως εκ τούτου, η πτώχευσή τους θα είχε επιπτώσεις και στη Σουηδία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει αμφιβολίες ως προς τον μηχανισμό αυτόν.

Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η μη υπαγωγή στον φόρο ορισμένων κατηγοριών χρηματοπιστωτικών φορέων καθώς και των πιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων οι συσσωρευμένες οφειλές ήταν χαμηλότερες από το κατώτατο όριο των 150 δισεκατομμυρίων SEK δεν συνιστούσε παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ένας φόρος δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα αν, πρώτον, οι διαφορές ως προς τη φορολόγηση και τα πλεονεκτήματα που μπορούν να προκύψουν εξ αυτών απορρέουν απλώς και μόνον από την εφαρμογή, χωρίς παρεκκλίσεις, του «κανονικού» καθεστώτος, αν, δεύτερον, συγκρίσιμες καταστάσεις αντιμετωπίζονται με συγκρίσιμο τρόπο και αν, τρίτον, οι μηχανισμοί διαφοροποίησης δεν αντιβαίνουν στον σκοπό του εν λόγω φόρου.

Ειδικότερα, ως προς τη μη υπαγωγή στον φόρο των πιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων οι οφειλές δεν υπερέβαιναν το κατώτατο όριο των 150 δισεκατομμυρίων SEK, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι προσφεύγουσες δεν κατέδειξαν την ύπαρξη δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων ικανής να αποδείξει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων οι οφειλές υπερέβαιναν το κατώτατο όριο βρίσκονταν, υπό το πρίσμα του σκοπού του φόρου, σε πραγματική και νομική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των πιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων οι οφειλές δεν υπερέβαιναν το όριο αυτό. Όσον αφορά τη μη υπαγωγή στον φόρο άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως είναι τα ταμεία ενυπόθηκων δανείων, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει, επιπλέον, ότι μια απλή σχέση ανταγωνισμού δεν μπορεί αφ’ εαυτής να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω ιδρύματα βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού του φόρου, σε πραγματική και νομική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στον φόρο αυτόν.

Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με την ύπαρξη παρεκκλίσεων από το σύστημα αναφοράς δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αντιμετωπίσει σοβαρές δυσχέρειες στο πλαίσιο της σχετικής εκτίμησής της.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό του φόρου κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες θα έπρεπε να την έχουν ωθήσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Συνεπώς, απορρίπτει την προσφυγή στο σύνολό της.


1      Απόφαση COM(2021) 8637 final της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2021, σχετικά με το κρατικό μέτρο SA.56348 (2021/N) – Σουηδία: σουηδικός φόρος εις βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).


2      Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190).


3      Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1).