Language of document : ECLI:EU:T:2011:102

Υπόθεση T-419/03

Altstoff Recycling Austria AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Σύστημα συλλογής και ανακυκλώσεως χρησιμοποιημένων συσκευασιών στην Αυστρία – Συμφωνίες συλλογής και διαλογής περιέχουσες ρήτρες αποκλειστικότητας – Απόφαση περί χορηγήσεως ατομικής απαλλαγής – Επιβαλλόμενες υποχρεώσεις – Αρχή της αναλογικότητας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 2)

2.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Δίκτυο συμφωνιών εταιρικής σχέσεως που περιλαμβάνουν ρήτρες εδαφικής αποκλειστικότητας – Δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά – Συμφωνίες που έχουν σωρευτικά ως αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση της αγοράς – Λαμβάνεται υπόψη το ειδικό οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι συμφωνίες αυτές

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Δίκτυο συμφωνιών που αφορούν τη συλλογή και ανακύκλωση χρησιμοποιημένων οικιακών συσκευασιών και οι οποίες περιλαμβάνουν ρήτρες εδαφικής αποκλειστικότητας – Δικαιολογία – Δυνητικά περιοριστικό αποτέλεσμα επί της προηγούμενης αγοράς των συστημάτων διαθέσεως οικιακών συσκευασιών – Χορήγηση ατομικής απαλλαγής που συνοδεύεται από την επιβολή διαφόρων υποχρεώσεων

(Άρθρο 81 §§ 1 και 3 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1)

1.      Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Συναφώς, ο ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτό πρέπει να κρίνεται παραδεκτός.

(βλ. σκέψη 44)

2.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως του βασίμου της εκτιμήσεως της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη αισθητού περιορισμού του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, λόγω της υπάρξεως συμφωνιών εταιρικής σχέσεως που περιλαμβάνουν ρήτρες εδαφικής αποκλειστικότητας, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να περιοριστεί στα κατ’ ιδίαν αποτελέσματα της ρήτρας περί αποκλειστικότητας και να βασιστεί μόνο στους περιορισμούς που επιβάλλουν οι εν λόγω συμφωνίες εταιρικής σχέσεως.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά το ζήτημα αν οι συμφωνίες εταιρικής σχέσεως εμπίπτουν στο πεδίο της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να εξεταστεί αν το σύνολο των παρεμφερών συμβάσεων που έχουν συναφθεί εντός της αγοράς αναφοράς και το σύνολο των λοιπών στοιχείων του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται οι συγκεκριμένες συμφωνίες παρέχουν την ένδειξη ότι οι σχετικές συμφωνίες έχουν ως σωρευτικό αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση της αγοράς αυτής έναντι των νέων ανταγωνιστών.

Αν από την ως άνω εξέταση προκύψει ότι αυτό δεν συμβαίνει, οι επιμέρους συμφωνίες που συναποτελούν τη δέσμη συμφωνιών δεν επηρεάζουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, ΕΚ. Αντιθέτως, αν από την εξέταση προκύψει ότι η πρόσβαση στην αγορά είναι δυσχερής, θα πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατά πόσον οι εν λόγω συμφωνίες εταιρικής σχέσεως συμβάλλουν στην παραγωγή του σωρευτικού αποτελέσματος, λαμβανομένου υπόψη ότι απαγορεύονται μόνον οι συμβάσεις που συμβάλλουν σημαντικά στην ενδεχόμενη στεγανοποίηση της αγοράς.

(βλ. σκέψη 56)

3.      Προκειμένου περί δικτύου συμφωνιών εταιρικής σχέσεως που συνάπτονται μεταξύ, αφενός, μιας επιχειρήσεως τομεακής ανακυκλώσεως η οποία δραστηριοποιείται στην αγορά της διαθέσεως χρησιμοποιημένων οικιακών συσκευασιών και, αφετέρου, περιφερειακών εταίρων (όπως οι επιχειρήσεις ή οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης) οι οποίοι διενεργούν την πραγματική συλλογή, διαλογή, μεταφορά και ανακύκλωση των εν λόγω χρησιμοποιημένων οικιακών συσκευασιών και οι οποίοι απολαύουν, για χρονικό διάστημα τριών έως πέντε ετών, de facto εδαφικής αποκλειστικότητας ανά περιφέρεια αποκομιδής και διαλογής, η πρακτική συνέπεια της συγκροτήσεως του εν λόγω δικτύου συμφωνιών είναι η στεγανοποίηση της αγοράς έναντι των αποκλειομένων επιχειρήσεων συλλογής και διαλογής και ο περιορισμός του ανταγωνισμού, από πλευράς προσφοράς, στην αγορά της συλλογής και διαλογής οικιακών συσκευασιών κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας.

Συγκεκριμένα, στο μέτρο που οι εν λόγω συμφωνίες εταιρικής σχέσεως συνάπτονται από τον σημαντικότερο πελάτη υπηρεσιών διαθέσεως απορριμμάτων και καλύπτουν ολόκληρη την επικράτεια ενός κράτους μέλους, ο περιορισμός του ανταγωνισμού στην αγορά συλλογής και διαλογής, λόγω της αποκλειστικότητας, επάγεται αποτελέσματα ως προς το σύνολο της εθνικής επικράτειας και, επομένως, ως προς το σύνολο της σχετικής γεωγραφικής αγοράς συλλογής και διαλογής. Στο πλαίσιο αυτό, οι αποκλειόμενες επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες τόσο για να παρακάμψουν το δίκτυο συμφωνιών και να εισέλθουν στην εθνική αγορά της συλλογής και διαλογής οικιακών συσκευασιών όσο και για να παραμείνουν στην οικεία αγορά.

Πάντως, τέτοιες συμφωνίες μπορεί να δικαιολογούνται από λόγους διαχειρίσεως και αποτελεσματικότητας, από την ανάγκη εξασφαλίσεως τακτικών και αξιόπιστων υπηρεσιών αποκομιδής, καθώς και από την ανάγκη βεβαιότητας και ασφάλειας όσον αφορά τον προγραμματισμό και τις επενδύσεις που απαιτούνται προκειμένου να υλοποιηθεί η συμφωνία συλλογής και διαλογής. Επομένως, η υποχρέωση αποκλειστικότητας μπορεί να συνιστά αναγκαίο περιορισμό για την επίτευξη του σκοπού της ορθολογικής οργανώσεως των δραστηριοτήτων συλλογής και διαλογής στην αγορά του οικείου κράτους μέλους, υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ.

Εντούτοις, η δέσμευση μιας επιχειρήσεως τομεακής ανακυκλώσεως για τη σύναψη συμβάσεως με ένα μόνον εταίρο αποκομιδής ή/και διαλογής ανά περιφέρεια αποκομιδής θα επέτρεπε στην επιχείρηση αυτή να παρεμποδίζει την πρόσβαση των δυνητικών ανταγωνιστών της στις υφιστάμενες υποδομές συλλογής και διαλογής, στο μέτρο που θα κατόρθωνε να επιβάλλει στους εταίρους της de facto αποκλειστικότητα όσον αφορά την παροχή των υπηρεσιών συλλογής και διαλογής. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτοί δεν θα είχαν πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα να παρακάμψουν το δίκτυο των συναφθεισών από την εν λόγω επιχείρηση συμβάσεων, διότι στην αγορά συλλογής και διαλογής οικιακών συσκευασιών δεν θα υφίστατο άλλη επιχείρηση συλλογής και διαλογής η οποία θα μπορούσε να τους παράσχει τις υπηρεσίες αυτές, υπό ανταγωνιστικούς όρους, ήδη κατά την έναρξη της δραστηριότητάς τους. Επομένως, ο διαπιστωθείς περιορισμός του ανταγωνισμού στην αγορά συλλογής και διαλογής οικιακών συσκευασιών θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμό του ανταγωνισμού στην προηγούμενη αγορά, ήτοι στην αγορά των συστημάτων διαθέσεως οικιακών απορριμμάτων. Το γεγονός αυτό θα είχε ως άμεση συνέπεια περιορισμό της ζήτησης υπηρεσιών συλλογής και διαλογής στην αγορά συλλογής και διαλογής οικιακών συσκευασιών.

Κατ’ ακολουθία, η Επιτροπή δεν υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μια επιχείρηση να καταργήσει τον ανταγωνισμό στην αγορά των συστημάτων διαθέσεως οικιακών συσκευασιών, είναι αναγκαίο η χορηγηθείσα ατομική απαλλαγή να συνοδεύεται από την επιβολή ορισμένων υποχρεώσεων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 17.

(βλ. σκέψεις 58-59, 63-65, 80)