Language of document : ECLI:EU:T:2023:832

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 20ής Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Τομέας παραγώγων επιτοκίου σε ευρώ – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Χειραγώγηση των διατραπεζικών επιτοκίων αναφοράς του Euribor – Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών – Ως εκ του αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού – Ενιαία και διαρκής παράβαση – ‟Υβριδική διαδικασία” σε στάδια – Τεκμήριο αθωότητας – Αμεροληψία – Πρόστιμα – Βασικό ποσό – Αξία των πωλήσεων – Άρθρο 23, παράγραφος 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Υποχρέωση αιτιολόγησης –– Τροποποιητική απόφαση προς συμπλήρωση της αιτιολογίας – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T-106/17,

JPMorgan Chase & Co., με έδρα τη Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες),

JPMorgan Chase Bank, National Association, με έδρα το Columbus, Οχάιο (Ηνωμένες Πολιτείες),

J.P. Morgan Services LLP, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

εκπροσωπούμενες από τις Β. Tormey, A. Holroyd, L. Ream, τους N. French, N. Frey, D. Das, D. Hunt, N. English, solicitors, τη M. Lester, KC, τους D. Piccinin και D. Heaton, barristers,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενη από την F. van Schaik, τους T. Baumé και M. Farley,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους Σ. Παπασάββας, πρόεδρο, A. Kornezov, E. Buttigieg (εισηγητής), K. Kowalik-Bańczyk και G. Hesse, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, μεταξύ άλλων:

–        τις αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2019 και της 31ης Μαρτίου 2021 περί αναστολής της διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου,

–        το υπόμνημα προσαρμογής, το οποίο κατέθεσαν οι προσφεύγουσες στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 2021 και τις παρατηρήσεις της Επιτροπής επί του υπομνήματος αυτού, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Νοεμβρίου 2021,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 18ης Μαρτίου 2022,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-883/19 P, EU:C:2023:11), και τις παρατηρήσεις των διαδίκων επ’ αυτής,

εκδίδει την ακόλουθη

Aπόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

III. Επί της ουσίας

[παραλειπόμενα]

Α.      Επί του αιτήματος ακύρωσης του άρθρου 1, στοιχείου γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης

[παραλειπόμενα]

1.      Επί της ύπαρξης παραβατικής συμπεριφοράς καταλογιστέας στις προσφεύγουσες (πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος ακύρωσης που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής)

[παραλειπόμενα]

α)      Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης με τον οποίο αμφισβητείται η συμμετοχή της JP Morgan στις παραβατικές ενέργειες

[παραλειπόμενα]

1)      Επί της αμφισβήτησης της συμμετοχής της JP Morgan στις επίμαχες πρακτικές

i)      Επί της συμμετοχής στις πρακτικές χειραγώγησης των επιτοκίων Euribor

274    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan δεν συμμετείχε σε καμία ενέργεια που απέβλεπε στη χειραγώγηση του Euribor ή του EONIA. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι η θέση της Επιτροπής έναντί τους, η οποία δεν τεκμηριώνεται εξάλλου από τις ίδιες τις δικές της πραγματικές διαπιστώσεις, είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη που υιοθέτησε έναντι των λοιπών αποδεκτών της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον από τις επίμαχες επικοινωνίες δεν προκύπτει καμία περίπτωση στην οποία να ζητήθηκε χειραγώγηση του Euribor προς όφελος του διαπραγματευτή της JP Morgan ή στην οποία αυτός να ζήτησε τέτοια χειραγώγηση προς όφελος του διαπραγματευτή της Deutsche Bank. Συνεπώς, κατά την άποψή τους, δεν αποδείχθηκε ότι συνέβαλαν σε οποιαδήποτε χειραγώγηση του Euribor την οποία επιδίωκε η σύμπραξη. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορούσαν να εντοπιστούν περιπτώσεις στις οποίες ζητήθηκε κάτι τέτοιο, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan το αποδέχθηκε ή έδωσε συνέχεια απευθυνόμενος στο ταμείο της τράπεζάς του. Τέλος, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan είχε επίσης επιδιώξει να χειραγωγήσει το επιτόκιο EONIA.

275    Οι διαπιστώσεις της Επιτροπής, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι ορθές, είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ικανές να αποδείξουν ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan έλαβε πληροφορίες από τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank σχετικά με τη χειραγώγηση στην οποία προέβη ο τελευταίος. Πάντως, ένα τέτοια θέση περί παθητικής συμμετοχής στην παράβαση μέσω σιωπηρής έγκρισης δεν διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και, εν πάση περιπτώσει, δεν στοιχειοθετείται, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan ενημερώθηκε για οποιαδήποτε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμφωνία μεταξύ άλλων τραπεζών και συμμετείχε σε συνάντηση κατά τη διάρκεια της οποίας συνήφθη συμφωνία αντίθετη προς τον ανταγωνισμό.

276    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων των προσφευγουσών και υποστηρίζει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία, θεωρούμενα ως δέσμη ενδείξεων και εξεταζόμενα στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών και της αγοράς, τεκμηριώνουν ότι η JP Morgan έλαβε μέρος σε όλες τις μορφές συμπαιγνίας που διαπιστώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση.

277    Συναφώς, από τις επικοινωνίες μεταξύ του διαπραγματευτή της JP Morgan, αφενός, και των διαπραγματευτών της Deutsche Bank και της Barclays, αφετέρου, το υποστατό των οποίων επιβεβαιώθηκε ανωτέρω (βλ. σκέψη 273 ανωτέρω), προκύπτει, αν αυτές εξεταστούν σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan συμμετείχε σε ενέργειες σχετικές με τη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor.

278    Προκαταρκτικώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι ενέργειες που τους προσάπτονται συνίστανται αποκλειστικώς στις περιπτώσεις στις οποίες ζητούνταν απευθείας χειραγώγηση των προσφορών του επιτοκίου Euribor. Πράγματι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή και όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, οι ενέργειες που προσάπτονται στις προσφεύγουσες έλαβαν διαφορετικές μορφές, οι οποίες περιγράφηκαν στην αιτιολογική σκέψη 358 της προσβαλλόμενης απόφασης και υπομνήσθηκαν στη σκέψη 16 ανωτέρω. Συνεπώς, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η JP Morgan συμμετείχε στην πρακτική χειραγώγησης του Euribor, εφόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ο διαπραγματευτής της Deutsche Bank είχε ζητήσει από τον διαπραγματευτή της JP Morgan να επηρεάσει τις εισφορές στο Euribor για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ή ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan είχε απευθύνει παρόμοιο αίτημα στον διαπραγματευτή της Deutsche Bank, οι προσφεύγουσες προβαίνουν σε εσφαλμένη ανάγνωση της προσβαλλόμενης απόφασης, στηριζόμενες μόνο στην αιτιολογική σκέψη 490 αυτής, και περιορίζουν το εύρος των αιτιάσεων της Επιτροπής εις βάρος τους.

279    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η συμμετοχή επιχείρησης σε συνάντηση αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συνιστά τεκμήριο υπέρ του παράνομου χαρακτήρα της συμμετοχής αυτής, το οποίο η επιχείρηση οφείλει να ανατρέψει αποδεικνύοντας δημόσια αποστασιοποίηση που πρέπει να έχει γίνει αντιληπτή ως τέτοια από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C‑213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 81 και 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Μαΐου 2012, Comap κατά Επιτροπής, C‑290/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:271, σκέψεις 74 έως 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η νομική αυτή αρχή είναι ότι η επιχείρηση, έχοντας συμμετάσχει στη συνάντηση χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τα συζητηθέντα, άφησε τους λοιπούς εμπλεκομένους να εννοήσουν ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 82, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, C-403/04 P και C-405/04 P, EU:C:2007:52, σκέψη 48).

280    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, από τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή, αν ληφθούν ως δέσμη ενδείξεων, προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan συμμετείχε σε συζητήσεις με τους διαπραγματευτές της Deutsche Bank και της Barclays με σκοπό να επηρεάσουν το επίπεδο του επιτοκίου Euribor προς την κατεύθυνση των συμφερόντων τους.

281    Πρώτον, ο διαπραγματευτής της JP Morgan, απαντώντας στο αίτημα του διαπραγματευτή της Deutsche Bank για υποβολή υψηλής εισφοράς ότι θα επαλήθευε το ύψος της εισφοράς με το ταμείο της τράπεζάς του, αποδέχθηκε, κατά τις επικοινωνίες της 27ης και 28ης Σεπτεμβρίου 2006 (βλ. σκέψεις 98 και 107 ανωτέρω), να ζητήσει από το ταμείο της τράπεζάς του προσφορά επιτοκίου Euribor ευθυγραμμισμένγ με τις προτιμήσεις του διαπραγματευτή της Deutsche Bank.

282    Δεύτερον, η επικοινωνία της 8ης Νοεμβρίου 2006 (βλ. σκέψεις 178 έως 181 ανωτέρω) αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan και ο διαπραγματευτής της Deutsche Bank εξέταζαν κατά πόσον θα ήταν εφικτό να ευθυγραμμίσουν μια μελλοντική προσφορά επιτοκίου Euribor των αντίστοιχων τραπεζών τους βάσει των προτιμήσεων που είχαν για τον καθορισμό του χαμηλού Euribor-1M.

283    Τρίτον, κατά την επικοινωνία της 25ης Οκτωβρίου 2006, ο διαπραγματευτής της Barclays προέτρεψε απερίφραστα τον διαπραγματευτή της JP Morgan να μην διστάσει να του ζητήσει fixings Euribor με βάση τα συμφέροντά του, χωρίς ο τελευταίος να αρνηθεί την προσφορά ή να αποστασιοποιηθεί με άλλον τρόπο από αυτήν, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 279 ανωτέρω. Ομοίως, από την επικοινωνία της 26ης Οκτωβρίου 2006 προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της Deutsche Bank πρότεινε στον διαπραγματευτή της JP Morgan να απευθυνθεί σ’ εκείνον προκειμένου να του ζητήσει τις προσφορές Euribor-1M με βάση τα συμφέροντά του. Ο διαπραγματευτής της JP Morgan δεν αποστασιοποιήθηκε από μια τέτοια πρόταση και απέρριψε την προσφορά μόνον στον βαθμό που το χαμηλό τότε επίπεδο των fixings εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του.

284    Τέταρτον, από τις επικοινωνίες της 27ης, 28ης και 29ης Σεπτεμβρίου 2006, της 25ης και της 26ης Οκτωβρίου 2006 και της 8ης Νοεμβρίου 2006 προκύπτει ότι τα μέρη που συμμετείχαν σε αυτές είχαν την πρόθεση να εφαρμόσουν αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές χειραγώγησης του Euribor, καθόσον εξέτασαν τουλάχιστον τη δυνατότητα να ευθυγραμμίσουν το επίπεδο μελλοντικών προσφορών των αντίστοιχων τραπεζών τους.

285    Πέμπτον, αφενός, όσον αφορά τη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor κατά την ημερομηνία IMM Δεκεμβρίου, από την επικοινωνία της 15ης Δεκεμβρίου 2006 μεταξύ της υπεύθυνης για τις προσφορές και του διαπραγματευτή της JP Morgan προκύπτει ότι ο τελευταίος είχε τουλάχιστον σοβαρές υπόνοιες όσον αφορά τη συγκεκριμένη χειραγώγηση και την εμπλοκή της Deutsche Bank σε αυτήν. Κατά την επικοινωνία της 18ης Δεκεμβρίου 2006 με τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank, ο διαπραγματευτής της JP Morgan παραδέχθηκε ότι ήταν ικανοποιημένος με το fixing του Euribor-3M, έστω και αν η θέση διαπραγμάτευσής του ήταν μέτρια, αλλά τουλάχιστον δεν είχε αντίθετο συμφέρον (βλ. σκέψη 211 ανωτέρω). Εξ αυτού συνάγεται ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan επωφελήθηκε από τις πρακτικές που απέβλεπαν στη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor στις 18 Δεκεμβρίου 2006 προσαρμόζοντας τη θέση διαπραγμάτευσής του με αποτέλεσμα να καταφέρει να αποφύγει τις ζημίες, τούτο δε ακόμη και αν δεν είχε ενεργό συμμετοχή στην υλοποίηση της χειραγώγησης αυτής.

286    Αφετέρου, όσον αφορά τη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor κατά την ημερομηνία IMM του Μαρτίου, τα αποδεικτικά στοιχεία τεκμηριώνουν σαφώς ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε ή, τουλάχιστον, είχε σοβαρές υπόνοιες για τη χειραγώγηση αυτή (βλ. επικοινωνία της 16ης Μαρτίου 2007 μεταξύ του διαπραγματευτή της JP Morgan και του υπευθύνου για τις προσφορές της τράπεζας αυτής, σκέψη 258 ανωτέρω). Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των ανακοινώσεων της τράπεζας E, της επικοινωνίας της 29ης Σεπτεμβρίου 2006 και της επικοινωνίας της 15ης Δεκεμβρίου 2006 (βλ. σκέψεις 208 και 209 ανωτέρω) μεταξύ του διαπραγματευτή της JP Morgan και του υπευθύνου για τις προσφορές της τράπεζάς του, ορθώς η Επιτροπή δέχθηκε, στην αιτιολογική σκέψη 490 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε ότι ο διαπραγματευτής της Deutsche Bank ήταν διατεθειμένος και ικανός να επηρεάσει τα επίπεδα των επιτοκίων αναφοράς Euribor. Επομένως, μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι, όταν ο τελευταίος του κοινοποίησε, στις 4 και 8 Ιανουαρίου 2007 και στις 6 Φεβρουαρίου 2007, πληροφορίες σχετικές με τη θέση διαπραγμάτευσης που κατείχε για την προαναφερθείσα ημερομηνία, καθώς και πληροφορίες σχετικές με τη στρατηγική του διαπραγμάτευσης, υπό την έννοια ότι ανέφερε ότι μια τέτοια θέση παρουσίαζε μικρό κίνδυνο, ο διαπραγματευτής της JP Morgan μπορούσε ευλόγως να προβλέψει ότι η εν λόγω στρατηγική διαπραγμάτευσης αντικατόπτριζε τις προβλέψεις του διαπραγματευτή της Deutsche Bank ως προς το επίπεδο του επιτοκίου Euribor, όπως θα διαμορφωνόταν λόγω των πρακτικών χειραγώγησης στις οποίες ο τελευταίος συμμετείχε.

287    Κατά τις επικοινωνίες της 16ης και της 19ης Μαρτίου 2007, ο διαπραγματευτής της JP Morgan δήλωσε ρητώς ότι έλαβε υπόψη τις πληροφορίες που του είχε κοινοποιήσει ο διαπραγματευτής της Deutsche Bank και ότι, κατά συνέπεια, περιόρισε την αρνητική θέση του και μάλιστα υιοθέτησε «ελαφρώς θετική» θέση επί των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης IMM του Μαρτίου 2007. Κατ' αυτόν τον τρόπο, μείωσε τις ζημίες του. Στη συνέχεια, ευχαρίστησε τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank για τις συμβουλές του.

288    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan επωφελήθηκε από τις πρακτικές που απέβλεπαν στη μείωση του επιτοκίου Euribor IMM του Μαρτίου 2007, πρακτικές τις οποίες γνώριζε μολονότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή, δεν είχε ενημερωθεί από τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank για τις λεπτομέρειες του σχεδίου αυτού και, ως εκ τούτου, δεν συμμετείχε ενεργά στην υλοποίησή του.

289    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 348 και 364 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι παθητικοί τρόποι συμμετοχής στην παράβαση, όπως η συμμετοχή μιας επιχείρησης σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο χωρίς η ίδια να αντιταχθεί σαφώς σε αυτές, εκφράζουν συνενοχή η οποία μπορεί να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της επιχείρησης στο πλαίσιο του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον η σιωπηρή έγκριση μιας παράνομης πρωτοβουλίας, χωρίς δημόσια αποστασιοποίηση από το περιεχόμενό της ή καταγγελία στις διοικητικές αρχές, έχει ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνει τη συνέχιση της παράβασης και να δυσχεραίνει την αποκάλυψή της (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, AC-Treuhand κατά Επιτροπής, C-194/14 P, EU:C:2015:717, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

290    Συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 279 ανωτέρω, προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο περί παράνομου χαρακτήρα μιας τέτοιας συμμετοχής σε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συνάντηση, η επιχείρηση οφείλει να αποδείξει δημόσια αποστασιοποίηση (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Slovenská sporiteľňa, C-68/12, EU:C:2013:71, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο, ούτε σε σχέση με τη χειραγώγηση του επιτοκίου της 18ης Δεκεμβρίου 2006 ούτε σε σχέση με την κοινοποίηση από τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank στον διαπραγματευτή της JP Morgan των πληροφοριών σχετικά με τη στρατηγική διαπραγμάτευσης που εφάρμοσε για την ημερομηνία IMM του Μαρτίου 2007. Αντιθέτως, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 285 και 286 ανωτέρω, ο διαπραγματευτής της JP Morgan προσάρμοσε τη στρατηγική του διαπραγμάτευσης προκειμένου να αποκομίσει όφελος από αυτές τις χειραγωγήσεις.

291    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι μια τέτοια παθητική συμμετοχή στην επίμαχη παράβαση δεν μπορούσε να διαπιστωθεί στην περίπτωσή τους, δεδομένου ότι η υποχρέωση δημόσιας αποστασιοποίησης από την παράβαση έχει σημασία μόνον εφόσον η Επιτροπή αποδείξει ότι η επιχείρηση συμμετείχε σε συνάντηση κατά τη διάρκεια της οποίας συνήφθη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμφωνία.

292    Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της επίμαχης παράβασης, η οποία είχε τη μορφή δικτύου διμερών επαφών μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 357 και 360 της προσβαλλόμενης απόφασης), δεν κατέστη δυνατόν η Επιτροπή να διαπιστώσει συμμετοχή σε «συνάντηση» όπως την εννοούν οι προσφεύγουσες στην επιχειρηματολογία τους. Συνακόλουθα, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι υπήρχε παθητική συμμετοχή των προσφευγουσών σε ορισμένες συμπεριφορές που απέβλεπαν στη χειραγώγηση των επιτοκίων, εφόσον ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε την ύπαρξη πρακτικών χειραγώγησης των επιτοκίων, μεταξύ άλλων, από τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank, με τον οποίο διατηρούσε διμερείς επαφές. Οι προσφεύγουσες όμως δεν αμφισβητούν ούτε ότι τέτοιες πρακτικές χειραγώγησης των επιτοκίων συνιστούν παράβαση ούτε ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan όφειλε να το γνωρίζει (βλ. αιτιολογική σκέψη 360 της προσβαλλόμενης απόφασης).

293    Έκτον, από τις επικοινωνίες της 27ης και 28ης Σεπτεμβρίου 2006 και της 8ης Νοεμβρίου 2006 προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνωστοποίησε ή, τουλάχιστον, δεσμεύθηκε σιωπηρώς να κοινοποιήσει στον ανταγωνιστή του πληροφορίες που έλαβε από τους υπευθύνους για τις προσφορές της τράπεζάς του. Πράγματι, υποσχόμενος στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου 2006 να «επαληθεύσει» το επίπεδο της εισφοράς του ταμείου της τράπεζάς του, ο διαπραγματευτής της JP Morgan θέλησε να άρει τις αβεβαιότητες ως προς το επίπεδο της εισφοράς που σχεδίαζε να υποβάλει ταμείο και, επομένως, δεσμεύθηκε εμμέσως να μεταφέρει στον ανταγωνιστή το περιεχόμενο των επαφών του με τους υπευθύνους της δικής του τράπεζας. Ομοίως, κατά την επικοινωνία της 8ης Νοεμβρίου 2006, ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνωστοποίησε στον διαπραγματευτή της Deutsche Bank τις πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο προσφοράς της τράπεζάς του, τις οποίες είχε λάβει στο πλαίσιο προηγούμενων επαφών του με το ταμείο.

294    Έβδομον, στις 2 Οκτωβρίου 2006, στις 18 Δεκεμβρίου 2006 και στις 19 Μαρτίου 2007, οι διαπραγματευτές των JP Morgan και Deutsche Bank προχώρησαν σε επικοινωνίες προκειμένου να ελέγξουν ή να εποπτεύσουν τις κινήσεις των μελών της σύμπραξης, καθώς είτε επαλήθευσαν το επίπεδο των προσφορών της Deutsche Bank είτε εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για το επίπεδο του επιτοκίου Euribor ως προς το οποίο γνώριζαν ή, τουλάχιστον, υποψιάζονταν ότι υπήρξε χειραγώγηση.

295    Τέλος, από τις συζητήσεις της 27ης και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, της 26ης Οκτωβρίου 2006 και της 8ης Νοεμβρίου 2006 προκύπτει σαφώς ότι οι διαπραγματευτές της Deutsche Bank και της JP Morgan γνωστοποίησαν μεταξύ τους τις προτιμήσεις τους ως προς τα fixings του Euribor ή τη θέση τους διαπραγμάτευσης βάσει της οποίας διαμορφώνονταν οι σχετικές προτιμήσεις, και ότι χάρη στην επικοινωνία αυτή μπόρεσαν να βεβαιωθούν ότι τα συμφέροντά τους ήταν ευθυγραμμισμένα πριν συνεχίσουν τη μεταξύ τους συνεννόηση με σκοπό να επηρεάσουν τις προσφορές Euribor των αντίστοιχων τραπεζών τους προς την κατεύθυνση των συμφερόντων τους.

296    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των επικοινωνιών που πραγματοποιήθηκαν στις 27, 28 και 29 Σεπτεμβρίου 2006, στις 2, 25 και 26 Οκτωβρίου 2006, στις 8 Νοεμβρίου 2006, στις 18 Δεκεμβρίου 2006, στις 4 και 8 Ιανουαρίου 2007, στις 6 Φεβρουαρίου 2007 καθώς και στις 16 και 19 Μαρτίου 2007, ο διαπραγματευτής της JP Morgan συμμετείχε στις ενέργειες για τη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor.

297    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγουσών.

298    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan είχε ζητήσει από τους εισφέροντες της JP Morgan να επηρεάσουν τους δείκτες Euribor και EONIA ή να υποβάλουν εισφορές σύμφωνες με τις επαφές που είχαν γίνει με άλλους διαπραγματευτές. Επισημαίνουν επίσης ότι το ταμείο της JP Morgan υπέβαλε εισφορά η οποία δεν ήταν σύμφωνη με την προβαλλόμενη σύμπραξη.

299    Επ’ αυτού, πρέπει να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς (βλ. σκέψη 278 ανωτέρω), ότι οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες της JP Morgan δεν συνίστανται στην καθεαυτήν χειραγώγηση του Euribor καθεαυτό, αλλά σε ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των διαπραγματευτών, οι οποίες αντανακλούν την πρόθεσή τους να επηρεάσουν τις προσφορές των τραπεζών τους στην ομάδα Euribor προς εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 113, στοιχεία αʹ έως στʹ, την αιτιολογική σκέψη 358, στοιχεία αʹ έως στʹ, και την αιτιολογική σκέψη 392, στοιχεία αʹ έως στʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες συνοψίζονται στη σκέψη 16 ανωτέρω, οι σχετικές επικοινωνίες αφορούσαν τις προτιμήσεις τους για τον καθορισμό του επιτοκίου Euribor σε συγκεκριμένο επίπεδο, συνοδευόμενες ενίοτε από γνωστοποίηση των θέσεων διαπραγμάτευσης που κατείχαν, τη δυνατότητα ευθυγράμμισης των θέσεων διαπραγμάτευσης και των προσφορών στο Euribor, μια υπόσχεση εκ μέρους του εμπλεκόμενου διαπραγματευτή να επικοινωνήσει με τον υπεύθυνο για τις προσφορές του επιτοκίου Euribor εντός της τράπεζάς του προκειμένου να του ζητηθεί να υποβληθεί προσφορά συγκεκριμένης κατεύθυνσης ή συγκεκριμένου επιπέδου και μια ενημέρωση όσον αφορά την απάντηση του υπευθύνου.

300    Από τις επικοινωνίες δε μεταξύ των διαπραγματευτών προκύπτει σαφώς ότι γνωστοποιούνταν οι προτιμήσεις επιτοκίου, οι συνδεδεμένες θέσεις διαπραγμάτευσης και η προσφορά ή η πρόθεση του διαπραγματευτή της JP Morgan να επηρεάσει την προσφορά της τράπεζάς του προς την κατεύθυνση των συμφερόντων του διαπραγματευτή της Deutsche Bank ή της πρόθεσης του τελευταίου και του διαπραγματευτή της Barclays να επηρεάσουν τις προσφορές των τραπεζών τους προς την κατεύθυνση των συμφερόντων του διαπραγματευτή της JP Morgan.

301    Στις αιτιολογικές σκέψεις 125, 135 και 634 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, μόνον ότι οι συμφωνίες μεταξύ των διαπραγματευτών είχαν «ολοκληρωθεί» και «εφαρμοστεί» μέσω επικοινωνιών μεταξύ των ίδιων και των υπευθύνων για τις προσφορές εντός των τμημάτων ταμειακής διαχείρισης των τραπεζών τους και, «ενίοτε», μέσω της υποβολής των τιμών που πράγματι υπέβαλαν οι τελευταίες για τα επιτόκια Euribor που είχαν γνωστοποιηθεί, συντονισθεί ή συμφωνηθεί. Τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τη μη εμπλοκή του ταμείου της JP Morgan στις πρακτικές που αποσκοπούσαν να επηρεάσουν το επιτόκιο Euribor είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ικανά να τεκμηριώσουν ότι το ταμείο της τράπεζας δεν υλοποίησε την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, και όχι ότι οι διαπραγματευτές δεν είχαν συμμετοχή σε αυτήν (πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1991, Atochem κατά Επιτροπής, T-3/89, EU:T:1991:58, σκέψη 100).

302    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, βάσει πολλών αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή, εξεταζόμενων ως δέσμη ενδείξεων, μπορεί να πιθανολογηθεί ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan όντως ανέλαβε δράση σε συνέχεια των συζητήσεών του με τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank όσον αφορά το επιθυμητό επίπεδο του επιτοκίου Euribor, ερχόμενος σε επαφή με τους υπεύθυνους για την υποβολή προσφορών της τράπεζάς του, και έθεσε έτσι σε εφαρμογή τις συμπαιγνιακές επικοινωνίες.

303    Πράγματι, οι επικοινωνίες της 27ης και 28ης Σεπτεμβρίου 2006, κατά τις οποίες ο διαπραγματευτής της JP Morgan δέχθηκε να ζητήσει από το ταμείο της τράπεζάς του προσφορά εισφορών του Euribor προς την κατεύθυνση των προτιμήσεων του διαπραγματευτή της Deutsche, πρέπει να ερμηνευθούν στο πλαίσιο της δέσμης ενδείξεων περιλαμβανομένων των ανακοινώσεων της τράπεζας E και των επικοινωνιών της 28ης Σεπτεμβρίου 2006 και ώρα 10:13, της 29ης Σεπτεμβρίου 2006 και της 8ης Νοεμβρίου 2006, καθώς και της επικοινωνίας μεταξύ του διαπραγματευτή της JP Morgan και του υπευθύνου για την υποβολή προσφορών της τράπεζάς του στις 8 Φεβρουαρίου 2007. Από τη δέσμη αυτή ενδείξεων αποδεικνύεται, αφενός, η ύπαρξη συνεννοήσεων μεταξύ των επίμαχων διαπραγματευτών και των αντίστοιχων ταμείων τους αναφορικά με τις προσφορές Euribor, καθώς και το γεγονός ότι οι διαπραγματευτές θεωρούσαν ότι μπορούσαν να επωφεληθούν από τη συνεργασία των ταμείων τους όσον αφορά τις προσφορές προς την ομάδα Euribor αναλόγως των συμφερόντων τους. Αφετέρου, από την ίδια δέσμη ενδείξεων καθίσταται σαφές ότι οι διαπραγματευτές συνήθιζαν να ανταλλάσσουν πληροφορίες προκειμένου να συντονίζουν τις προσφορές Euribor αναλόγως των αντίστοιχων θέσεων διαπραγμάτευσης και ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε ότι μια τέτοια συμπεριφορά συνεπαγόταν επαφή με τα ταμεία των αντίστοιχων τραπεζών τους (βλ. σκέψη 73 ανωτέρω).

304    Η επικοινωνία της 8ης Φεβρουαρίου 2007 είναι ιδιαιτέρως ενδεικτική του ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan δεν δίσταζε να ζητήσει από τους υπευθύνους για τις προσφορές της τράπεζάς του να υποβάλουν εισφορές στην ομάδα Euribor για εξυπηρέτηση των συμφερόντων του (αιτιολογική σκέψη 265 της προσβαλλόμενης απόφασης) και του ότι ο υπεύθυνος για τις προσφορές της JP Morgan φάνησε ευνοϊκά διακείμενος απέναντι σε ένα τέτοιο αίτημα, απαντώντας ότι το ταμείο «επρόκειτο να κάνει το καλύτερο δυνατό».

305    Βάσει των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, εξεταζόμενων ως δέσμη ενδείξεων, πιθανολογείται ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan πράγματι επιχείρησε να επηρεάσει το επίπεδο της ταμειακής εισφοράς της τράπεζάς του. Εν πάση περιπτώσει, δέχθηκε ρητώς να προωθήσει το σχετικό αίτημα εκ μέρους του ανταγωνιστή διαπραγματευτή.

306    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan δεν επωφελήθηκε σημαντικά από οποιαδήποτε αλλοίωση των δεικτών, ιδίως όσον αφορά τη χειραγώγηση της 19ης Μαρτίου 2007, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 364 της προσβαλλόμενης απόφασης.

307    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της αιτίασης αυτής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν μόνον επιχειρήματα σχετικά με τη χειραγώγηση της 19ης Μαρτίου 2007. Όσον αφορά όμως τη χειραγώγηση αυτή, όπως προκύπτει από τις επικοινωνίες της 16ης και της 19ης Μαρτίου 2007, ο διαπραγματευτής της JP Morgan παραδέχθηκε ρητώς ότι προσάρμοσε τη στρατηγική του διαπραγμάτευσης ακολουθώντας τη συμβουλή του διαπραγματευτή της Deutsche Bank να λάβει θετική θέση όσον αφορά τον καθορισμό IMM του Μαρτίου και ότι αποκόμισε όφελος, έστω και αν αυτό δεν ήταν σημαντικό. Εξ αυτού συνάγεται ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan έλαβε υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξε με τον ανταγωνιστή του για να καθορίσει τη συμπεριφορά του στην αγορά. Το γεγονός αυτό έχει επίσης αποδειχθεί όσον αφορά τη χειραγώγηση της 18ης Δεκεμβρίου 2006.

308    Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τις λοιπές επικοινωνίες σχετικά με τη χειραγώγηση του επιτοκίου, ένα τέτοιο επιχείρημα είναι ικανό να αποδείξει, στην καλύτερη περίπτωση, ότι οι επικοινωνίες μεταξύ των διαπραγματευτών δεν επέφεραν, στην πράξη, αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα στην αγορά. Το ζήτημα όμως αυτό δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τις ως εκ του αντικειμένου περιοριστικές του ανταγωνισμού συμπεριφορές (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, C-49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψεις 123 και 124). Επομένως, ένα τέτοιο επιχείρημα θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποδειχθεί λυσιτελές αν οι προσφεύγουσες αποδείκνυαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας ότι οι επίμαχες ενέργειες περιόριζαν τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου, όπερ θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακύρωσης.

309    Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η JP Morgan επιχείρησε να χειραγωγήσει τον EONIA είναι παντελώς αβάσιμο.

310    Επ’ αυτού, η Επιτροπή, όπως και η ίδια παραδέχεται, ουδέποτε κατέληξε με την προσβαλλόμενη απόφαση στο συμπέρασμα ότι η JP Morgan είχε συμμετάσχει στις πρακτικές χειραγώγησης του EONIA, αλλά ότι είχε συμμετάσχει σε παράβαση με σκοπό τη στρέβλωση της κανονικής πορείας των συνιστωσών τιμολόγησης στον τομέα των EIRD, οι οποίες συνδέονταν με το Euribor και/ή τον EONIA (βλ. άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης). Συνεπώς, είναι αλυσιτελή τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την πρόθεση του διαπραγματευτή της JP Morgan να χειραγωγήσει το επιτόκιο EONIA.

311    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη παράβαση, όπως ορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, συνίστατο όχι μόνο στη χειραγώγηση των δεικτών αναφοράς, αλλά και στην ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με συναλλαγές που συνδέονταν, μεταξύ άλλων, με τον EONIA. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται απλώς και μόνον ότι υπάρχει κατάτμηση στην αγορά των παραγώγων που στηρίζονται στο Euribor και εκείνων που στηρίζονται στον EONIA, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό αυτόν με οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Εν πάση περιπτώσει, μόνον από την απουσία «αυτόματης» επίδρασης, άμεσης ή έμμεσης, των διακυμάνσεων του Euribor επί του EONIA, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι οι συμβάσεις EIRD, οι οποίες αναπροσαρμόζονται βάσει του Euribor και εκείνες, οι οποίες αναπροσαρμόζονται βάσει του EONIA δεν ανήκουν στην ίδια αγορά των EIRD. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η JP Morgan συμμετείχε στην παράβαση που είχε ως αντικείμενο τη στρέβλωση της κανονικής πορείας των συνιστωσών τιμολόγησης στον τομέα των EIRD που συνδέονταν με το Euribor και/ή τον EONIA, παρότι δεν διαπίστωσε ότι η JP Morgan είχε συμμετάσχει στις πρακτικές χειραγώγησης του EONIA.

312    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη της εξέτασης του δευτέρου λόγου ακύρωσης (βλ. σκέψη 308 ανωτέρω), οι αιτιάσεις των προσφευγουσών ότι η JP Morgan δεν συμμετείχε στις πρακτικές χειραγώγησης του Euribor πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

[παραλειπόμενα]

2.      Επί του χαρακτηρισμού της παράβασης ως ενιαίας από την Επιτροπή (τέταρτος λόγος ακύρωσης της προσφυγής)

[παραλειπόμενα]

α)      Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακύρωσης, με το οποίο υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι προσφεύγουσες γνώριζαν ή μπορούσαν ευλόγως να προβλέψουν τις παραβατικές ενέργειες που σχεδίαζαν ή πραγματοποιούσαν οι λοιποί εμπλεκόμενοι

475    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακύρωσης, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να προβλέψει τις παραβατικές ενέργειες που σχεδίαζαν ή πραγματοποιούσαν άλλες επιχειρήσεις με σκοπό τη χειραγώγηση των καθορισμών του Euribor. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι ούτε από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία αφορά ειδικά την JP Morgan και παρατίθεται στις αιτιολογικές της σκέψεις 478 έως 482 ούτε από την αιτιολογία η οποία αφορά το σύνολο των τραπεζών και παρατίθεται στις αιτιολογικές της σκέψεις 458 έως 465 της απόφασης προκύπτει ότι η JP Morgan γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το γενικό περιεχόμενο και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της σύμπραξης στο σύνολό της. Τέλος, στηριζόμενες στη νομολογία, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω, η γνώση πρέπει να αφορά τις ληκτότητες και τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι σχεδίαζαν να χειραγωγήσουν. Η προσβαλλόμενη απόφαση όμως δεν πληροί το κριτήριο αυτό.

476    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα της ως άνω επιχειρηματολογίας.

477    Επισημαίνεται, όσον αφορά την αιτιολογία που είναι κοινή για το σύνολο των τραπεζών, ότι αυτή στηρίζεται στην περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 457 της προσβαλλόμενης απόφασης διαπίστωση ότι οι διαπραγματευτές οι οποίοι συμμετείχαν στις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό επικοινωνίες ήταν επαγγελματίες με προσόντα και γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν το γενικό περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά της σύμπραξης.

478    Ειδικότερα, η Επιτροπή αναφέρθηκε, πρώτον, με την αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο πολύ ειδικό πλαίσιο λειτουργίας των διαπραγματευτών, το οποίο χαρακτηριζόταν από διμερείς επικοινωνίες, καταγεγραμμένες και ελεγχόμενες, στο πλαίσιο των οποίων οι διαπραγματευτές, που έρχονταν τακτικά σε επαφή μεταξύ τους πάντοτε για το ίδιο είδος συναλλαγών, χρησιμοποιούσαν κωδικοποιημένη γλώσσα. Υπογράμμισε, δεύτερον, στην αιτιολογική σκέψη 459 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι διαπραγματευτές που εμπλέκονταν στις επικοινωνίες γνώριζαν ότι οι διαπραγματευτές άλλων τραπεζών ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν στον ίδιο τύπο συμπαιγνιακής συμπεριφοράς όσον αφορά τις συνιστώσες καθορισμού των τιμών και άλλους όρους διαπραγμάτευσης των EIRD. Τρίτον, στις αιτιολογικές σκέψεις 460 και 461 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υποστήριξε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία προέκυπτε ότι υπήρχε ευρέως διαδεδομένη γνώση του δηλωτικού χαρακτήρα της διαδικασίας καθορισμού των επιτοκίων Euribor και, ως εκ τούτου, της δυνατότητας αλλοίωσής του μέσω των προσφορών των τραπεζών της ομάδας. Κατά την Επιτροπή, οι διαπραγματευτές οι οποίοι έλαβαν μέρος στις επίμαχες συμπαιγνιακές ενέργειες δεν ήταν δυνατόν να αγνοούν ότι, αν περισσότερες τράπεζες τροποποιούσαν τις προσφορές τους την ίδια ημέρα και για την ίδια ληκτότητα Euribor, η δυνητική επίδραση στο επιτόκιο αναφοράς θα αυξανόταν κατ’ αναλογία προς τον αριθμό των εμπλεκομένων τραπεζών. Τέταρτον, στην αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή τόνισε το γεγονός ότι όλες οι εμπλεκόμενες τράπεζες δραστηριοποιούνταν στη σχετική αγορά εδώ και πολλά έτη και ότι οι διαπραγματευτές δεν εξεπλάγησαν όταν τους ζητήθηκε να συντονίσουν τις ενέργειές τους. Από τον συνδυασμό των στοιχείων αυτών, στις αιτιολογικές σκέψεις 462 και 464 της προσβαλλόμενης απόφασης, συνήγαγε κατ’ ουσίαν ότι οι διαπραγματευτές οι οποίοι συμμετείχαν σε διμερείς επικοινωνίες γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ήταν πιθανό να εμπλέκονται περισσότερες τράπεζες στις συμπαιγνιακές συμφωνίες, έστω και αν η πληροφορία αυτή δεν τους είχε αποκαλύφθηκε ρητώς. Η Επιτροπή υπογράμμισε, επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 465 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η δράση των διαπραγματευτών καταγραφόταν λεπτομερώς και εποπτευόταν στενά, οπότε έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι προϊστάμενοί τους γνώριζαν, ή μπορούσαν να γνωρίζουν, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του συμπαιγνιακού σχεδίου και την εμπλοκή των υπαλλήλων τους στο εν λόγω σχέδιο. Πρόσθεσε δε ότι έπρεπε να συνεκτιμήσει τις προφυλάξεις που έλαβαν οι διαπραγματευτές για να αποκρύψουν τις συμφωνίες τους.

479    Όσον αφορά την αιτιολογία ειδικά για την JP Morgan, πρώτον, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 478 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι από ορισμένες αναφορές στις επικοινωνίες που ενέπλεκαν τον διαπραγματευτή της JP Morgan προέκυπτε ότι αυτός γνώριζε ότι οι πληροφορίες σχετικά με προτιμήσεις για μελλοντικά επιτόκια ως προς ορισμένες ληκτότητες του Euribor, τις οποίες αυτός μοιραζόταν με τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank, ήταν πιθανόν να γνωστοποιηθούν από τον τελευταίο στα πρόσωπα που ήταν οι επαφές του σε άλλες τράπεζες. Δεύτερον, στις αιτιολογικές σκέψεις 479 και 480 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε τη στενή σχέση που διατηρούσε ο διαπραγματευτής της Deutsche Bank με τον διαπραγματευτή της Barclays. Τρίτον, στην αιτιολογική σκέψη 481 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε, αφενός, ότι ο διαπραγματευτής της Barclays είχε ήδη προτείνει στον διαπραγματευτή της JP Morgan να υποβάλλει προσφορές σε όποιο επίπεδο επιθυμούσε ενδεχομένως για τα fixings Euribor (επικοινωνία της 25ης Οκτωβρίου 2006) και, αφετέρου, ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε την πολύ στενή σχέση διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαπραγματευτών της Barclays και της Deutsche Bank, ήταν σε θέση να προβλέψει ότι, εφόσον αντάλλασσαν πληροφορίες με τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank επί προτιμήσεων για τον μελλοντικό καθορισμό του επιτοκίου Euribor, στις συμφωνίες αυτές εμπλέκονταν πρόσωπα σε άλλες τράπεζες, συμπεριλαμβανομένου του διαπραγματευτή της Barclays. Τέταρτον, στην αιτιολογική σκέψη 482 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε δύο έμμεσες αναφορές (επικοινωνίες της 10ης Οκτωβρίου 2006 μεταξύ του διαπραγματευτή της Barclays και του διαπραγματευτή της Deutsche Bank και της 8ης Νοεμβρίου 2006 μεταξύ του τελευταίου και του διαπραγματευτή της JP Morgan), οι οποίες μαρτυρούν την εμπλοκή του διαπραγματευτή της JP Morgan στις συμπαιγνιακές επικοινωνίες και καθιστούν «ακόμη λιγότερο πιθανό» η JP Morgan να μην γνώριζε ή να μην ήταν σε θέση να προβλέψει ότι στη συμπαιγνία σχετικά με τις προσφορές Euribor εμπλέκονταν και άλλες τράπεζες πέραν της Deutsche Bank.

480    Προκαταρκτικώς, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Επιτροπής ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μέσω των επαφών της με την Deutsche Bank, η JP Morgan συμμετείχε στο σύνολο των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό ενεργειών που συνθέτουν την ενιαία και διαρκή παράβαση και ότι το γεγονός αυτό αρκεί για να της καταλογίσει την ευθύνη για το σύνολο των εν λόγω ενεργειών.

481    Συγκεκριμένα, οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες που προσάπτονται στην JP Morgan έλαβαν χώρα στο πλαίσιο διμερών συζητήσεων. Επομένως, το γεγονός ότι οι συζητήσεις στις οποίες συμμετείχε η JP Morgan με την Deutsche Bank εμπίπτουν σε ορισμένες από τις γενικές κατηγορίες συμπεριφορών που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 113, 358 και 392 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αρκεί, αυτό και μόνον, για να της καταλογιστεί η ευθύνη για την εμπίπτουσα στις ίδιες κατηγορίες παραβατική συμπεριφορά των τραπεζών με τις οποίες η JP Morgan δεν είχε άμεσες επαφές. Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 442 ανωτέρω, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι η JP Morgan γνώριζε τις παραβατικές αυτές ενέργειες που σχεδίαζαν ή πραγματοποιούσαν οι άλλες τράπεζες ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει.

482    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν συγκεκριμένα το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, σχετικά με το κατά πόσον η JP Morgan γνώριζε τις ενέργειες που σχεδίαζαν ή πραγματοποιούσαν οι λοιποί συμμετέχοντες στη σύμπραξη επιδιώκοντας κοινό σκοπό, αποκλειστικώς όσον αφορά τις ενέργειες που είχαν ως στόχο τη χειραγώγηση των fixings του Euribor.

483    Υποστηρίζουν απλώς και μόνον ότι «υπάρχουν ακόμη λιγότερα στοιχεία για να διαπιστωθεί με επαρκή βεβαιότητα ότι [ο διαπραγματευτής της JP Morgan] γνώριζε τη συμπεριφορά των λοιπών εμπλεκόμενων στη σύμπραξη επιχειρήσεων, το κοινό σχέδιό τους ή τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της σύμπραξης». Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με τον παραπάνω ισχυρισμό, οι προσφεύγουσες επιδιώκουν να αμφισβητήσουν ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε ότι οι συμπεριφορές που δεν σχετίζονταν με τη χειραγώγηση του Euribor αποτελούσαν μέρος ενός συνολικού σχεδίου, δεν προέβαλαν κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα επί του ζητήματος, ιδίως όσον αφορά το ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan δεν γνώριζε την εμπλοκή των λοιπών τραπεζών σε άλλες πρακτικές πλην της χειραγώγησης του Euribor.

484    Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών με τα οποία αμφισβητείται ότι η JP Morgan γνώριζε τις ενέργειες που απέβλεπαν στη χειραγώγηση των fixings του Euribor και σχεδιάζονταν ή πραγματοποιούνταν από τους λοιπούς συμμετέχοντες στη σύμπραξη με την επιδίωξη κοινού σκοπού, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 277 έως 312 ανωτέρω, η άμεση συμμετοχή της JP Morgan στις πρακτικές οι οποίες απέβλεπαν στον επηρεασμό των προσφορών που υποβάλλονταν στην ομάδα Euribor με σκοπό τη χειραγώγηση του επιτοκίου αυτού αποδείχθηκε από την Επιτροπή όσον αφορά τις επικοινωνίες μεταξύ του διαπραγματευτή της και των διαπραγματευτών της Deutsche Bank και της Barclays στις 27, 28 και 29 Σεπτεμβρίου 2006, στις 2, 25 και 26 Οκτωβρίου 2006, στις 8 Νοεμβρίου 2006, στις 18 Δεκεμβρίου 2006, στις 4 και 8 Ιανουαρίου 2007, στις 6 Φεβρουαρίου 2007 και στις 16 και 19 Μαρτίου 2007. Οι επικοινωνίες αυτές αφορούσαν τις διάφορες περιπτώσεις καθορισμού του Euribor.

485    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να προβλέψει ότι οι επικοινωνίες αυτές εντάσσονταν σε ένα «συνολικό σχέδιο», το οποίο έβαινε πέραν του πλαισίου των διμερών επαφών και ενέπλεκε και άλλες τράπεζες.

486    Επ’ αυτού διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει ειδικότερα από την αιτιολογική σκέψη 459 της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά την JP Morgan, η Επιτροπή δεν διαθέτει άμεσα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να τεκμηριώνουν ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan, μέσω των διμερών επαφών του με τους διαπραγματευτές της Deutsche Bank και της Barclays, έλαβε γνώση του ότι οι ενέργειες στις οποίες συμμετείχε με τους διαπραγματευτές αυτούς εντάσσονταν σε ενιαία παράβαση στην οποία εμπλέκονταν άλλες τράπεζες. Συγκεκριμένα, ούτε ο διαπραγματευτής της Deutsche Bank ούτε ο διαπραγματευτής της Barclays γνωστοποίησε στον διαπραγματευτή της JP Morgan τη συμμετοχή άλλων τραπεζών σε αθέμιτες πρακτικές.

487    Εντούτοις, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan είχε επικοινωνία τόσο με τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank όσο και με τον διαπραγματευτή της Barclays προκειμένου να διερευνήσουν τις δυνατότητες επηρεασμού των προσφορών των αντίστοιχων τραπεζών τους, γνώριζε ότι τουλάχιστον δύο τράπεζες συμμετείχαν στις πρακτικές χειραγώγησης των επιτοκίων. Βεβαίως, μόνον το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε ότι οι επικοινωνίες του με τους διαπραγματευτές αυτούς έβαιναν πέρα του διμερούς πλαισίου και ότι, μέσω αυτών, συμμετείχε σε ενιαία και διαρκή παράβαση με άλλες τράπεζες. Συγκεκριμένα, ορθώς οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, στηριζόμενες στη σχετική νομολογία, ότι το γεγονός ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan διατηρούσε διμερείς επαφές, ακόμη και παράλληλα με τους δύο διαπραγματευτές, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι γνώριζε τις παραβατικές ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή πραγματοποιούσαν οι άλλοι συμμετέχοντες στη σύμπραξη επιδιώκοντας κοινούς σκοπούς (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Toshiba κατά Επιτροπής, T-104/13, EU:T:2015:610, σκέψη 86).

488    Εντούτοις, το γεγονός αυτό και τα αποδεικτικά στοιχεία για τα οποία γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 478 έως 482 και 457 έως 464 της προσβαλλόμενης απόφασης, εκτιμώμενα συνολικώς ως δέσμη ενδείξεων, αποτελούν σοβαρά, ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan μπορούσε ευλόγως να προβλέψει ότι οι επικοινωνίες που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 484 ανωτέρω εντάσσονταν σε ένα «συνολικό σχέδιο» στο οποίο εμπλέκονταν και άλλες τράπεζες.

489    Πράγματι, από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επικαλέστηκε συναφώς η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 479 και 481 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε για τις στενές επαγγελματικές σχέσεις και τη φιλία μεταξύ των διαπραγματευτών της Deutsche Bank και της Barclays, πράγμα το οποίο παραδέχονται, κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες. Η ως άνω διαπίστωση δεν αντικρούεται από την επικοινωνία της 28ης Σεπτεμβρίου 2006 μεταξύ του διαπραγματευτή της Deutsche Bank και του διαπραγματευτή της Barclays (βλ. αιτιολογική σκέψη 480 της προσβαλλόμενης απόφασης), την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, ακόμη κι αν ερμηνευθεί, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ως ένδειξη του ότι οι εν λόγω διαπραγματευτές προσπαθούσαν να αποκρύψουν από τον διαπραγματευτή της JP Morgan τις παράνομες ενέργειές τους.

490    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, θεωρούμενων υπό το πρίσμα του ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan, γνώριζε, μέσω των διμερών επαφών του με τους διαπραγματευτές της Deutsche Bank και της Barclays, ότι αυτοί συμμετείχαν σε ενέργειες οι οποίες απέβλεπαν στον επηρεασμό των προσφορών που υποβάλλονταν στην ομάδα Euribor με σκοπό τη χειραγώγηση των επιτοκίων, ο διαπραγματευτής της JP Morgan μπορούσε ευλόγως να προβλέψει ότι οι πληροφορίες επί των προτιμήσεων για τις μελλοντικές προσφορές Εuribor, τις οποίες αντάλλασσε με τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank, γνωστοποιούνταν από τον τελευταίο και στον διαπραγματευτή της Barclays.

491    Δεύτερον, ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε επίσης την εμπλοκή άλλων τραπεζών σε τέτοιες πρακτικές χειραγώγησης των επιτοκίων ή μπορούσε ευλόγως να την προβλέψει. Ορθώς η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς, με την αιτιολογική σκέψη 478 της προσβαλλόμενης απόφασης, στην επικοινωνία της 15ης Δεκεμβρίου 2006, κατά την οποία ο διαπραγματευτής της JP Morgan εμπιστεύτηκε στην υπεύθυνο του για τις προσφορές ότι ορισμένες τράπεζες, μεταξύ των οποίων και η Deutsche Bank, επιδίδονταν σε ένα «παιχνίδι» προκειμένου να χειραγωγήσουν τα fixings Euribor-3M στις 18 Δεκεμβρίου 2006 (βλ. σκέψεις 207 έως 209 ανωτέρω), ωθώντας τα προς τα επάνω. Ορθώς επίσης επικαλείται η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 482 της προσβαλλόμενης απόφασης, ως «έμμεση αναφορά», την επικοινωνία της 8ης Νοεμβρίου 2006. Πράγματι, υπό το πρίσμα μιας άλλης επικοινωνίας, εκείνης της 15ης Δεκεμβρίου 2006, κατά την οποία ο διαπραγματευτής της JP Morgan ανέφερε ότι και άλλοι «fellows» είχαν προστεθεί στο «παιχνίδι» των τραπεζών που «έσπρωχναν τα fixings προς τα επάνω» (βλ. σκέψη 208 ανωτέρω), η επικοινωνία της 8ης Νοεμβρίου 2006 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan θεωρούσε ότι οι υπεύθυνοι για τις προσφορές σε ορισμένες τράπεζες πέραν της Deutsche Bank ήταν περισσότερο διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τις προτιμήσεις των διαπραγματευτών όσον αφορά τις μελλοντικές προσφορές Euribor. Τέλος, από την επικοινωνία της 16ης Μαρτίου 2007 μεταξύ του διαπραγματευτή της JP Morgan και του υπευθύνου για τις προσφορές της τράπεζάς του προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής γνώριζε την ύπαρξη προσπαθειών χειραγώγησης του fixing Euribor-3M του Μαρτίου του 2007 ή, τουλάχιστον, ότι τις υποπτευόταν, πράγμα που αποδεικνύει επίσης ότι γνώριζε ότι άλλες τράπεζες δραστηριοποιούμενες στην αγορά των EIRD επιδίδονταν σε τέτοιες πρακτικές (βλ. σκέψη 258 ανωτέρω).

492    Βάσει των ως άνω επικοινωνιών, εξεταζόμενων υπό το πρίσμα των ανακοινώσεων της Τράπεζας E, τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 487 της προσβαλλόμενης απόφασης και από τις οποίες προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan συνήθιζε να ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλους ανταγωνιστές διαπραγματευτές, πέραν του διαπραγματευτή της Deutsche Bank, με σκοπό τον συντονισμό των προσφορών του Euribor αναλόγως των αντίστοιχων θέσεων διαπραγμάτευσής τους (βλ. σκέψεις 73 και 75 ανωτέρω), μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan, τουλάχιστον, μπορούσε ευλόγως να προβλέψει ότι άλλες τράπεζες πέραν εκείνων με τις οποίες διατηρούσε άμεσες επαφές, συμμετείχαν σε ενέργειες σχετικές με χειραγωγήσεις του επιτοκίου Euribor.

493    Τρίτον, διάφορες εκτιμήσεις τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή όσον αφορά όλους τους αποδέκτες της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 478 ανωτέρω) είναι επίσης κρίσιμες ως στοιχεία δέσμης ενδείξεων.

494    Αφενός, η Επιτροπή έκανε λόγο, στην αιτιολογική σκέψη 460 της προσβαλλόμενης απόφασης, για την ύπαρξη «ευρέως διαδεδομένης γνώσης» μεταξύ των παραγόντων της αγοράς, του γεγονότος ότι η διαδικασία καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς είχε δηλωτικό χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, ότι οι τράπεζες-μέλη της ομάδας μπορούσαν να καθυστερήσουν να υποβάλουν προσφορά αναλόγως με το συμφέρον τους κατά τον χρόνο υποβολής της (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 406 της προσβαλλόμενης απόφασης).

495    Προς αντίκρουση των εκτιμήσεων αυτών, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν σε δήλωση του διαπραγματευτή της JP Morgan στη συνημμένη στο δικόγραφο της προσφυγής μαρτυρική του κατάθεση, ότι δεν είχε τέτοια αντίληψη για τις διεργασίες των εισφορών στην ομάδα Euribor, ήτοι ότι δεν πίστευε ότι οι προσφορές λάμβαναν υπόψη τα συμφέροντα των τραπεζών της ομάδας.

496    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 60 ανωτέρω, οι δηλώσεις του διαπραγματευτή της JP Morgan έχουν περιορισμένη αποδεικτική ισχύ. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα άλλο επιχείρημα ή αποδεικτικό στοιχείο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτές δεν απέδειξαν ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρχε όντως ευρεία γνώση μεταξύ των παραγόντων της αγοράς του δηλωτικού χαρακτήρα των προσφορών των τραπεζών προς την ομάδα Euribor, από τη στιγμή που η Επιτροπή στηρίχθηκε συναφώς σε εσωτερικά έγγραφα των τραπεζών που συμμετείχαν στην παράβαση, και δη σε έγγραφα προερχόμενα από τους ελέγχους που είχαν διενεργηθεί (βλ. υποσημείωση 521 της προσβαλλόμενης απόφασης).

497    Αφετέρου, στις αιτιολογικές σκέψεις 461 και 462 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν οι διαπραγματευτές να αγνοούν ότι, αν περισσότερες τράπεζες τροποποιούσαν τις προσφορές τους την ίδια ημέρα και για την ίδια ληκτότητα Euribor, η δυνητική επίδραση επί του επιτοκίου αναφοράς θα αυξανόταν κατ’ αναλογία προς τον αριθμό των εμπλεκόμενων τραπεζών, οπότε ο βαθμός επιτυχίας των συμπαιγνιακών πρακτικών εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη συμμετοχή περισσότερων τραπεζών. Για τον λόγο αυτό επίσης, ορισμένες από τις συζητήσεις μεταξύ των διαπραγματευτών, όπως αυτές στις οποίες είχε συμμετάσχει ο διαπραγματευτής της JP Morgan με τον διαπραγματευτή της Deutsche Bank τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2007, ξεκινούσαν αρκετά πριν από τα fixings που αφορούσαν οι χειραγωγήσεις, προκειμένου οι διαπραγματευτές να μπορέσουν να ευθυγραμμίσουν ή να προσαρμόσουν τις θέσεις τους διαπραγμάτευσης.

498    Επομένως, ένας σημαντικός και έμπειρος παράγοντας της αγοράς, όπως ο διαπραγματευτής της JP Morgan (πρβλ. αιτιολογικές σκέψεις 457 και 463 της προσβαλλόμενης απόφασης), ήταν σε θέση να συναγάγει από τις περιστάσεις, οι οποίες υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 494 και 497 ανωτέρω, ότι οι χειραγωγήσεις του Euribor τις οποίες σχεδίαζε μαζί με τους διαπραγματευτές της Deutsche Bank και της Barclays είχαν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν εάν εμπλέκονταν περισσότερες τράπεζες, τούτο δε ακόμη και αν δεν είχε ενημερωθεί ρητώς από τους τελευταίους για την εμπλοκή άλλων συγκεκριμένων τραπεζών.

499    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε συγκεκριμένα το σχέδιο των λοιπών τραπεζών και, ειδικότερα, τις ληκτότητες του επίμαχου επιτοκίου και την κατεύθυνση των σχεδιαζόμενων χειραγωγήσεων. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 445 ανωτέρω, η Επιτροπή οφείλει μόνο να αποδείξει ότι η οικεία επιχείρηση γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να προβλέψει το γενικό περιεχόμενο και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συνολικής σύμπραξης. Εν προκειμένω δε, ο διαπραγματευτής της JP Morgan γνώριζε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συνολικής σύμπραξης, η οποία απέβλεπε στον επηρεασμό των ταμειακών ροών που οφείλονταν βάσει των συμβάσεων EIRD μέσω της συντονισμένης δράσης των διαπραγματευτών να επηρεάσουν τις προσφορές που υπέβαλλαν οι αντίστοιχες τράπεζές τους στην ομάδα Euribor προκειμένου να χειραγωγήσουν το επιτόκιο αυτό με βάση τα συμφέροντά τους.

500    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2017, Icap κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-180/15, EU:T:2017:795), την οποία επικαλέστηκαν στο πλαίσιο αυτό οι προσφεύγουσες. Συγκεκριμένα, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση διαφέρουν από τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, στο μέτρο που η Επιτροπή είχε κρίνει ότι ο ρόλος των προσφευγουσών στην υπόθεση εκείνη ήταν του παράγοντα διευκόλυνσης της σύμπραξης κατά την έννοια της απόφασης της 8ης Ιουλίου 2008, AC-Treuhand κατά Επιτροπής (T-99/04, EU:T:2008:256), και όχι του μέλους της σύμπραξης, όπως είναι εν προκειμένω η JP Morgan. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες στην υπόθεση εκείνη γνώριζαν τους κοινούς σκοπούς των συμμετεχόντων στη σύμπραξη αποδείχθηκε βάσει μίας και μόνης συνομιλίας με περιορισμένο περιεχόμενο. Λαμβανομένου ακριβώς υπόψη του ειδικού αυτού πλαισίου της εκτίμησης της διάρκειας της παράβασης την οποία διέπραξαν οι προσφεύγουσες στην υπόθεση εκείνη ως παράγοντας διευκόλυνσης της σύμπραξης, και ειδικότερα του διαρκούς χαρακτήρα της παράβασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στη σκέψη 228 της απόφασης της 10ης Νοεμβρίου 2017, Icap κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-180/15, EU:T:2017:795), την οποία επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες, τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή σχετικά με τις ληκτότητες των επιτοκίων ή τις κατευθύνσεις χειραγώγησης οι οποίες ήταν διαφορετικές από εκείνες που γνώριζαν οι προσφεύγουσες στην υπόθεση εκείνη. Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών, το οποίο στηρίζεται σε κατ’ αναλογία εφαρμογή της προαναφερθείσας απόφασης, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν με το δικόγραφο της προσφυγής αιτίαση προς αμφισβήτηση του διαρκούς χαρακτήρα της παράβασης, όπως αυτός διαπιστώθηκε εν προκειμένω από την Επιτροπή.

501    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία, εκτιμώμενα συνολικώς ως δέσμη ενδείξεων, τεκμηριώνουν ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan μπορούσε ευλόγως να προβλέψει ότι οι επικοινωνίες για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 484 ανωτέρω έβαιναν πέρα του διμερούς πλαισίου και εντάσσονταν σε ενιαία παράβαση στην οποία εμπλέκονταν άλλες τράπεζες με σκοπό την αλλοίωση των ταμειακών ροών που οφείλονταν βάσει των EIRD μέσω συντονισμένων ενεργειών που απέβλεπαν στη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor, και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί του αιτήματος ακύρωσης του άρθρου 2, στοιχείου γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης και του αιτήματος μείωσης του ποσού του προστίμου

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

[παραλειπόμενα]

1.      Επί του αιτήματος μείωσης του ποσού του επιβληθέντος προστίμου

[παραλειπόμενα]

704    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου για την παραβατική συμπεριφορά της JP Morgan, όπως αυτή προκύπτει από την εξέταση των πέντε πρώτων λόγων ακύρωσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες περιστάσεις.

705    Κατά πρώτον, όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

706    Πρώτον, κρίνεται σκόπιμο να χρησιμοποιηθεί η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε εν προκειμένω από την Επιτροπή και στηρίζεται στον καθορισμό, σε πρώτο στάδιο, ενός βασικού ποσού του προστίμου, το οποίο μπορεί, στη συνέχεια, να προσαρμοστεί ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.

707    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την αξία των πωλήσεων ως αρχικό στοιχείο, πρέπει να ληφθούν υπόψη, ως βάση αντικατάστασης για την αξία αυτή, τα μειωμένα έσοδα σε μετρητά. Πράγματι, όπως προκύπτει από την εξέταση του τρίτου σκέλους του έκτου λόγου ακύρωσης, η αξία των μειωμένων εσόδων σε μετρητά μπορεί, εν προκειμένω, να αποτελέσει την κατάλληλη βάση για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, στο μέτρο που η αξία αυτή αντικατοπτρίζει την οικονομική σημασία της παράβασης και το βάρος συμμετοχής της επιχείρησης στην παράβαση.

708    Συναφώς, διαπιστώθηκε, βεβαίως, στο πλαίσιο της εξέτασης του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου ακύρωσης (βλ. σκέψη 657 ανωτέρω), ότι ο εκ μέρους των τραπεζών καθορισμός των εσόδων σε μετρητά είχε οδηγήσει, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε διαφορετικές προσεγγίσεις. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 671 ανωτέρω, από τις αποκλίσεις αυτές δεν προκύπτει καμία παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

709    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι μια άλλη μέθοδος υπολογισμού των εσόδων σε μετρητά, όπως, μεταξύ άλλων, αυτές που ακολούθησαν ορισμένες τράπεζες για να απαντήσουν στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 12ης Οκτωβρίου 2012, δεν θα ήταν καταλληλότερη για τον προσδιορισμό των εσόδων σε μετρητά. Πράγματι, μια μεθοδολογία με βάση την εξαίρεση του σταθερού σκέλους από τις συμβάσεις που έχουν τόσο σταθερό όσο και κυμαινόμενο σκέλος, την εξαίρεση των «εξωτικών» προϊόντων ή την εφαρμογή μηνιαίου και όχι ημερήσιου συμψηφισμού δεν είναι καταλληλότερη για τον υπολογισμό, εν προκειμένω, της αξίας των πωλήσεων που σχετίζονται με την παράβαση για την οποία επιβάλλονται κυρώσεις και, ως εκ τούτου, για την πιστότερη αντανάκλαση των πραγματικών δεδομένων και της οικονομικής έκτασης της παράβασης αυτής, καθώς και της θέσης της κάθε επιχείρησης στην παράβαση αυτή. Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά τις συμβάσεις EIRD, οι οποίες διαθέτουν συγχρόνως σταθερό και κυμαινόμενο σκέλος, η ταμειακή ροή αντικατοπτρίζει την απόκλιση μεταξύ του σταθερού και του κυμαινόμενου επιτοκίου κατά την ημερομηνία καθορισμού, όπως προκύπτει από τη σκέψη 39 ανωτέρω. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ουδείς λόγος συντρέχει για να αποκλειστούν ειδικότερα οι ροές που απορρέουν εκ του ενός από τα δύο «σκέλη» των EIRD. Δεύτερον, τίποτε δεν δικαιολογεί την εξαίρεση των «εξωτικών» προϊόντων από τους υπολογισμούς των εσόδων σε μετρητά, ενώ αυτά αποτελούν επίσης μέρος της σχετικής αγοράς των EIRD. Τρίτον, από τη στιγμή που οι διάδικοι συμφωνούν ότι ο ημερήσιος συμψηφισμός είναι ο κανόνας της αγοράς, καμία ιδιαίτερη περίσταση που προσιδιάζει στην υπό κρίση υπόθεση δεν δικαιολογεί παρέκκλιση από τον ως άνω κανόνα.

710    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου, την αξία των εσόδων σε μετρητά της JP Morgan, όπως υπολογίστηκε από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση.

711    Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι το να ληφθούν υπόψη, ως βάση υπολογισμού του προστίμου, μόνον τα έσοδα σε μετρητά θα κατέληγε στην επιβολή προστίμου με υπερβολικά αποτρεπτικό χαρακτήρα. Επομένως, οι διάδικοι συμφωνούν ότι αυτά τα έσοδα σε μετρητά πρέπει να μειωθούν με την εφαρμογή συντελεστή μείωσης.

712    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εφάρμοσε ενιαίο συντελεστή μείωσης, ο οποίος καθορίστηκε σε 98,849 %.

713    Όσον αφορά τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης, υπενθυμίζεται ότι αυτός είναι το αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης άσκησης που αντικατοπτρίζει διάφορα στοιχεία, μεταξύ άλλων, τον συμψηφισμό που είναι εγγενής στη διαπραγμάτευση των παραγώγων εν γένει, καθώς και τις ιδιαιτερότητες του συμψηφισμού των προϊόντων αυτών και, ειδικότερα, των EIRD. Πρόκειται συνεπώς για κατά προσέγγιση εκτίμηση μιας κατασκευασμένης αξίας. Κατά συνέπεια, εξ ορισμού, δεν υφίσταται ένας και μόνον πιθανός συντελεστής μείωσης, πράγμα που επιβεβαιώνεται εξάλλου από το γεγονός ότι οι ίδιες οι προσφεύγουσες προέβαλαν, με τα δικόγραφά τους, πολλούς διαφορετικούς συντελεστές μείωσης.

714    Οι προσφεύγουσες προτείνουν εναλλακτικό συντελεστή μείωσης της τάξης του 99,91 %, χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζουν τους λόγους για τους οποίους ένας τέτοιος συντελεστής μείωσης θα ήταν καταλληλότερος από εκείνον που έλαβε υπόψη η Επιτροπή. Περιορίζονται να υποστηρίξουν ότι η εφαρμογή της τιμής AFR των EIRD κατά την κρίσιμη περίοδο θα «υποδήλωνε» ότι ένας συντελεστής μείωσης της τάξης του 99,91 % θα ήταν «κατάλληλος». Όπως, όμως, επισημάνθηκε στις σκέψεις 588 έως 593 ανωτέρω, η προσέγγιση την οποία προτείνουν οι προσφεύγουσες για τον υπολογισμό, εν προκειμένω, αξίας αντικατάστασης της αξίας των πωλήσεων, βάσει της AFR, δεν είναι προτιμητέα εφόσον δεν είναι σε θέση να αντικατοπτρίσει καλύτερα την οικονομική σημασία της παράβασης απ’ ό,τι η προσέγγιση της Επιτροπής, η οποία στηρίζεται στα μειωμένα έσοδα σε μετρητά.

715    Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου ιδιαίτερα υψηλού, αν όχι υπερβολικού, εναλλακτικού συντελεστή μείωσης θα στερούσε από την κύρωση το νόημά της, καθιστώντας την αμελητέα και υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανάγκη διασφάλισης του αρκούντως αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου. Επομένως, η εφαρμογή εναλλακτικού συντελεστή μείωσης της τάξης του 99,91 %, τον οποίο προτείνουν οι προσφεύγουσες, θα οδηγούσε στην επιβολή προστίμου το οποίο δεν θα αντανακλούσε ούτε την οικονομική σημασία της παράβασης ούτε το σχετικό βάρος συμμετοχής της JP Morgan στην παράβαση αυτή.

716    Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι πρέπει να εφαρμοστεί άλλος συντελεστής μείωσης στα έσοδα σε μετρητά της JP Morgan, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η ισχύς της στην αγορά. Ωστόσο, δεν προτείνουν άλλον καταλληλότερο συντελεστή που θα καθιστούσε, ταυτόχρονα, δυνατή την επιβολή προστίμου το οποίο να αντανακλά την οικονομική σημασία της παράβασης και το σχετικό βάρος συμμετοχής της JP Morgan στην παράβαση, διασφαλίζοντας τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου.

717    Εν πάση περιπτώσει, αφενός, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι ο συντελεστής μείωσης ανέρχεται τουλάχιστον σε 98,849 %. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο καθορισμός ενός προστίμου στο πλαίσιο της άσκησης της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση.

718    Δεύτερον, όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να λάβει υπόψη τη φύση της παράβασης, τη γεωγραφική της έκταση καθώς και το κατά πόσον η παράβαση εφαρμόστηκε στην πράξη ή όχι.

719    Όσον αφορά τη φύση της παράβασης, στο μέτρο που οι επίμαχες συμπεριφορές αφορούσαν τους κρίσιμους παράγοντες για τον καθορισμό των τιμών των EIRD, συγκαταλέγονται, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι επίμαχες πρακτικές είναι ιδιαιτέρως σοβαρές και επιζήμιες στο μέτρο που είναι ικανές όχι μόνο να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά των προϊόντων EIRD, αλλά και, γενικότερα, να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και τις χρηματοπιστωτικές αγορές στο σύνολό τους, καθώς και την αξιοπιστία τους.

720    Πράγματι, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 721 της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς τα στοιχεία αυτά να αμφισβητηθούν από τις προσφεύγουσες, οι σχετικοί δείκτες αναφοράς, οι οποίοι αντικατοπτρίζονται στην τιμολόγηση των EIRD εφαρμόζονται σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά των EIRD. Επιπλέον, δεδομένου ότι τα επιτόκια αυτά βασίζονται στο ευρώ, έχουν κεφαλαιώδη σημασία για την εναρμόνιση των χρηματοπιστωτικών όρων στην εσωτερική αγορά και για τις τραπεζικές δραστηριότητες στα κράτη μέλη.

721    Όσον αφορά τη γεωγραφική έκταση της παράβασης, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 47 και 721 της προσβαλλόμενης απόφασης, η σύμπραξη κάλυπτε τουλάχιστον το σύνολο του ΕΟΧ, οπότε οι επίμαχες συμπεριφορές ήταν ικανές να επηρεάσουν τις τραπεζικές δραστηριότητες στο σύνολο των κρατών μελών.

722    Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, βάσει της δέσμης ενδείξεων την οποία έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο, μπορεί τουλάχιστον να πιθανολογηθεί ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan υλοποίησε τις ενέργειες που συμφωνήθηκαν με τον διαπραγματευτή της Barclays στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου 2006, καθιερώνοντας επαφές με τους υπευθύνους για τις προσφορές της τράπεζάς του (βλ. σκέψεις 281 και 302 έως 305 ανωτέρω).

723    Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της συμμετοχής των προσφευγουσών στην παράβαση, όπως αυτή προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι η διάρκεια αυτή δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες και δεν επηρεάζεται από το συμπέρασμα, το οποίο διατυπώνεται στη σκέψη 317 ανωτέρω, σχετικά με τη συμμετοχή της JP Morgan στις παραβατικές ενέργειες που συνθέτουν την επίμαχη ενιαία παράβαση.

724    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η JP Morgan διαδραμάτισε λιγότερο σημαντικό ρόλο στην παράβαση απ’ ό,τι οι βασικοί εμπλεκόμενοι, όπως η τράπεζα D και η τράπεζα A. Ομοίως, η συχνότητα των επαφών στις οποίες συμμετείχε ο διαπραγματευτής της JP Morgan ήταν μικρότερη από εκείνη των βασικών αυτών εμπλεκομένων.

725    Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 696 ανωτέρω, οι επικοινωνίες στις οποίες συμμετείχε η JP Morgan χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη συχνότητα και περιοδικότητα. Το βάσιμο της διαπίστωσης αυτής δεν μεταβάλλεται σε καμία περίπτωση από το συμπέρασμα, το οποίο διατυπώνεται στη σκέψη 153 ανωτέρω, σχετικά με το περιεχόμενο μιας από τις ανταλλαγές, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη εις βάρος των προσφευγουσών με την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι της επικοινωνία της 10ης Οκτωβρίου 2006.

726    Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι η συμμετοχή της JP Morgan στις παραβατικές ενέργειες υπήρξε ηθελημένη και ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστήριξαν ότι έπρεπε να τύχουν, εν προκειμένω, της ελαφρυντικής περίστασης της αμέλειας. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες συμμετείχαν, έστω και παθητικά, σε μη αμελητέο αριθμό αντίθετων προς τον ανταγωνισμό επαφών, χωρίς ποτέ να εκφράσουν καμία επιφύλαξη ή αντίρρηση, λαμβάνοντας μέρος σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ανταλλαγές πληροφοριών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι προσφεύγουσες έδωσαν στους ανταγωνιστές τους την εντύπωση ότι μετείχαν στην επίδικη σύμπραξη και, ως εκ τούτου, συνέβαλαν στην ενθάρρυνσή της. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 719 ανωτέρω, οι επίμαχες συμπεριφορές χαρακτηρίζονται από αυξημένη σοβαρότητα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να είναι παρά οριακός ο αντίκτυπος που θα έχουν επί του τελικού ποσού του προστίμου οι ελαφρυντικές περιστάσεις της λιγότερο εντατικής συμμετοχής της JP Morgan στην επίμαχη παράβαση καθώς και της μικρότερης σημασίας του ρόλου της σε αυτήν, σε σύγκριση με τους ρόλους που διαδραμάτισαν οι βασικοί εμπλεκόμενοι.

727    Τρίτον, για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου το οποίο θα καθορίσει το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη η ανάγκη να επιβληθεί στην JP Morgan πρόστιμο που να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα.

728    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, υπό το πρίσμα της αρχής της εξατομίκευσης της κύρωσης και της αναλογικότητας αυτής, το ποσό του προστίμου πρέπει να καθοριστεί σε 337 196 000 ευρώ, για το οποίο η JPMorgan Chase laborse Co. και η JPMorgan Chase Bank, National Association, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέο το αίτημα μείωσης του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καταργεί τη δίκη επί της προσφυγής ακυρώσεως κατά το μέρος που αφορά την J.P. Morgan Services LLP.

2)      Ακυρώνει το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της απόφασης C(2016) 8530 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ [υπόθεση AT.39914 – Παράγωγα επιτοκίου σε ευρώ (EIRD)], κατά το μέρος που αφορά τις JPMorgan Chase & Co. και JPMorgan Chase Bank, National Association.

3)      Καθορίζει το ποσό προστίμου, για το οποίο οι JPMorgan Chase & Co. και JPMorgan Chase Bank, National Association ευθύνονται αλληλεγγύως εις ολόκληρον, σε 337 196 000 ευρώ.

4)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

5)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Παπασάββας

Kornezov

Buttigieg

Kowalik-Bańczyk

 

      Hesse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Δεκεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας απόφασης των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.