Language of document : ECLI:EU:C:2024:374

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ενέργεια – Οδηγία 2009/119/ΕΚ – Δημιουργία αποθεμάτων αργού πετρελαίου και/ή προϊόντων πετρελαίου – Άρθρο 3 – Υποχρέωση των κρατών μελών να διατηρούν αποθέματα έκτακτης ανάγκης – Άρθρο 8 – Οικονομικοί φορείς – Κανονισμός (ΕΚ) 1099/2008 – Στατιστικές ενέργειας – Εθνική ρύθμιση που επιτρέπει την επιβολή σε οικονομικό φορέα της υποχρέωσης δημιουργίας και διατήρησης αποθέματος έκτακτης ανάγκης προϊόντος πετρελαίου, ακόμη και όταν το προϊόν αυτό δεν έχει σχέση με την οικονομική δραστηριότητα του εν λόγω φορέα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 16 – Επιχειρηματική ελευθερία – Άρθρο 17 – Δικαίωμα ιδιοκτησίας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑395/22 και C‑428/22,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administrativen sad – Varna (διοικητικό πρωτοδικείο Βάρνας, Βουλγαρία), με αποφάσεις της 3ης και της 14ης Ιουνίου 2022, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 14 και 28 Ιουνίου 2022 αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών

«Trade Express-L» OOD (C‑395/22),

«DEVNIA TSIMENT» AD (C‑428/22)

κατά

Zamestnik-predsedatel na Darzhavna agentsia «Darzhaven rezerv i voennovremenni zapasi»,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra και N. Jääskinen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: R. Stefanova-Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Ιουλίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η «DEVNIA TSIMENT» AD, εκπροσωπούμενη από τους E. Evtimov, Y. Mateeva, S. Vasilev, V. Vidolov, advokati, και τον B. Lazarov,

–        η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις T. Mitova και L. Zaharieva,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. M. M. Besselink, M. K. Bulterman και C. S. Schillemans,

–        η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Ondrášiková,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την V. Bozhilova, τον B. De Meester και την C. Georgieva,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Οκτωβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία, πρώτον, του άρθρου 1, του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία θʹ και ιʹ, καθώς και των άρθρων 3 και 8 της οδηγίας 2009/119/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με υποχρέωση διατήρησης ενός ελάχιστου επιπέδου αποθεμάτων αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη (ΕΕ 2009, L 265, σ. 9 και διορθωτικό ΕΕ 2010, L 83, σ. 72), όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/1581 της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 2018 (ΕΕ 2018, L 263, σ. 57) (στο εξής: οδηγία 2009/119), δεύτερον, του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1099/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για τις στατιστικές ενέργειας (ΕΕ 2008, L 304, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2146 της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2019 (ΕΕ 2019, L 325, σ. 43) (στο εξής: κανονισμός 1099/2008), καθώς και, τρίτον, του άρθρου 17 και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Οι ως άνω αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ των εταιριών «Trade Express-L» OOD (στο εξής: Trade Express) (C‑395/22) και «DEVNIA TSIMENT» AD (στο εξής: Devnia Tsiment) (C‑428/22) και του Zamestnik‑predsedatel na Darzhavna agentsia «Darzhaven rezerv i voennovremenni zapasi» (αντιπροέδρου της εθνικής υπηρεσίας «κρατικών αποθεμάτων και πολεμικού εξοπλισμού», Βουλγαρία), με αντικείμενο τη νομιμότητα διοικητικών πράξεων του ως άνω αντιπροέδρου με τις οποίες επιβλήθηκε στις εταιρίες αυτές η υποχρέωση δημιουργίας και διατήρησης αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης σε βαρύ μαζούτ για διάρκεια ενός έτους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Συμφωνία ΔΟΕ

3        Με τη συμφωνία περί διεθνούς προγράμματος ενεργείας, η οποία υπογράφηκε στο Παρίσι στις 18 Νοεμβρίου 1974 (στο εξής: συμφωνία ΔΟΕ), συστάθηκε, στο πλαίσιο του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ).

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Οι οδηγίες 68/414/ΕOΚ και 2006/67/ΕΚ

4        Οι πρώτοι κανόνες για τα αποθέματα έκτακτης ανάγκης σε πετρέλαιο ή σε προϊόντα πετρελαίου θεσπίστηκαν με την οδηγία 68/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1968, περί υποχρεώσεως διατηρήσεως ενός ελαχίστου επιπέδου αποθεμάτων αργού πετρελαίου και/ή προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ (ΕΕ ειδ. έκδ. 12/001, σ. 39).

5        Η οδηγία 68/414, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με την οδηγία 98/93/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1998 (ΕΕ 1998, L 358, σ. 100) (στο εξής: οδηγία 68/414), καταργήθηκε με την οδηγία 2006/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2006, περί υποχρεώσεως διατηρήσεως ενός ελαχίστου επιπέδου αποθεμάτων αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη (ΕΕ 2006, L 217, σ. 8). Η δε οδηγία 2006/67 καταργήθηκε, με τη σειρά της, με την οδηγία 2009/119. Η τελευταία έχει εφαρμογή ratione temporis στις διαφορές των κύριων δικών.

6        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 68/414, το οποίο αντιστοιχούσε, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/67, όριζε τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις κατάλληλες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ώστε να διατηρούν, για κάθε κατηγορία προϊόντων πετρελαίου που απαριθμούνται στο άρθρο 2, εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, επί μονίμου βάσεως και με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ένα επίπεδο αποθεμάτων που να αντιστοιχεί τουλάχιστον σε 90 ημέρες μέσης ημερήσιας εσωτερικής κατανάλωσης του προηγουμένου ημερολογιακού έτους που αναφέρεται στο άρθρο 4.»

7        Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 68/414, το οποίο αντιστοιχούσε, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/67, είχε ως εξής:

«Για τον υπολογισμό της εσωτερικής καταναλώσεως καθορίζονται οι εξής κατηγορίες προϊόντων:

–        βενζίνες αυτοκινήτων και καύσιμα αεροπλάνων (βενζίνη αεροπλάνων, καύσιμα αεριοπροωθουμένων τύπου βενζίνης),

–        ντήζελ (gas-oil, diesel-oil), φωτιστικό πετρέλαιο και καύσιμο αεριοπροωθουμένων τύπου κηροζίνης,

–        μαζούτ (fuel-oils).»

 Η οδηγία 2009/119

8        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 5, 8, 11, 21 και 33 της οδηγίας 2009/119 έχουν ως εξής:

«(3)      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο σχέδιο δράσης του (2007 μέχρι 2009), με τίτλο “Μια ενεργειακή πολιτική για την Ευρώπη”, έχει τονίσει την ανάγκη να ενισχυθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού, τόσο στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης [...] συνολικά όσο και για κάθε κράτος μέλος χωριστά, μεταξύ άλλων μέσω της επανεξέτασης των μηχανισμών διατήρησης αποθεμάτων πετρελαίου της Ένωσης, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διαθεσιμότητα σε περίπτωση κρίσης.

[...]

(5)      Σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας [2006/67], ο υπολογισμός των αποθεμάτων γίνεται σε σχέση με τη μέση ημερήσια εσωτερική κατανάλωση του προηγούμενου ημερολογιακού έτους. Αντιθέτως, οι υποχρεώσεις διατήρησης αποθεμάτων που προβλέπονται από τη [συμφωνία ΔΟΕ] αξιολογούνται βάσει των καθαρών εισαγωγών πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου. Κατά συνέπεια, αλλά και λόγω άλλων μεθοδολογικών αποκλίσεων, είναι απαραίτητο να προσαρμοσθούν η μεθοδολογία του υπολογισμού των υποχρεώσεων διατήρησης αποθεμάτων καθώς και εκείνη που αφορά την αξιολόγηση των κοινοτικών αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης, προκειμένου να προσεγγίσουν τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο εφαρμογής της συμφωνίας ΔΟΕ [...]

[...]

(8)      Η διαθεσιμότητα των αποθεμάτων πετρελαίου και η διασφάλιση της παροχής ενέργειας συνιστούν βασικά στοιχεία της δημόσιας ασφάλειας των κρατών μελών και της Κοινότητας. Η ύπαρξη κεντρικών φορέων διατήρησης αποθεμάτων (ΚΦΔΑ) στην Κοινότητα επιτρέπει την προσέγγιση των στόχων αυτών. Προκειμένου να μπορούν τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να αξιοποιούν στο έπακρο την εθνική τους νομοθεσία ώστε να καθορίζουν την εντολή κάθε ΚΦΔΑ μετριάζοντας ταυτόχρονα την οικονομική επιβάρυνση των τελικών καταναλωτών από τις σχετικές δραστηριότητες διατήρησης αποθεμάτων, αρκεί να απαγορεύεται η χρήση τους με σκοπό το κέρδος, ενώ παράλληλα να είναι δυνατό να διατηρούνται αποθέματα πετρελαίου οπουδήποτε στην Κοινότητα και από οποιονδήποτε ΚΦΔΑ που έχει συσταθεί για τον σκοπό αυτό.

[...]

(11)      Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν την απόλυτη διαθεσιμότητα όλων των αποθεμάτων η διατήρηση των οποίων επιβάλλεται από την κοινοτική νομοθεσία. Προκειμένου να διασφαλίζεται η διαθεσιμότητα αυτή, δεν θα πρέπει να υφίσταται κανένας περιορισμός σε ό,τι αφορά το δικαίωμα κυριότητας των συγκεκριμένων αποθεμάτων που θα παρεμπόδιζε τη χρήση τους σε περίπτωση διαταραχής του εφοδιασμού με πετρέλαιο. Τα προϊόντα πετρελαίου των επιχειρήσεων οι οποίες εκτίθενται σε σημαντικούς κινδύνους λόγω διαδικασιών εκτέλεσης που επηρεάζουν τα περιουσιακά τους στοιχεία δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Όταν επιβάλλεται υποχρέωση διατήρησης αποθεμάτων σε οικονομικούς φορείς, η έναρξη διαδικασίας πτώχευσης ή πτωχευτικού συμβιβασμού θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδεικτική μιας τέτοιας κατάστασης κινδύνου.

[...]

(21)      Προκειμένου να αποτραπούν οι αλληλεπικαλύψεις κατά την ενημέρωση από τα κράτη μέλη σχετικά με τις διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1099/2008 [...] θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο αναφοράς για τις διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων πετρελαίου της παρούσας οδηγίας.

[...]

(33)      Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου ασφάλειας του εφοδιασμού με πετρέλαιο στην Κοινότητα χάρη σε μηχανισμούς χαρακτηριζόμενους από αξιοπιστία και διαφάνεια και βασιζόμενους στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών με ταυτόχρονη τήρηση των κανόνων της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και μπορεί συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των επιπτώσεων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης [ΕΚ]. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.»

9        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/119 επιγράφεται «Στόχος» και ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες που αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο ασφάλειας του εφοδιασμού με πετρέλαιο στην Κοινότητα χάρη σε μηχανισμούς χαρακτηριζόμενους από αξιοπιστία και διαφάνεια και βασιζόμενους στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, στη διατήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου αποθεμάτων αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου και στη δημιουργία των απαραίτητων διαδικαστικών μέσων για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης σοβαρής έλλειψης.»

10      Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία στʹ, θʹ, ιʹ και ιβʹ, της οδηγίας 2009/119 περιέχει τους ακόλουθους ορισμούς:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[...]

στ)      “κεντρικός φορέας διατήρησης αποθεμάτων” (ΚΦΔΑ): οργανισμός ή υπηρεσία στην οποία μπορούν να ανατεθούν αρμοδιότητες προκειμένου να ενεργεί με σκοπό την απόκτηση, τη διατήρηση ή την πώληση αποθεμάτων πετρελαίου, περιλαμβανομένων των αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης και των ειδικών αποθεμάτων.

[...]

θ)      “αποθέματα πετρελαίου”: αποθέματα ενεργειακών προϊόντων, όπως ορίζονται στο παράρτημα Α κεφάλαιο 3.4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1099/2008[, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2010 της Επιτροπής, της 9ης Νοεμβρίου 2017 (ΕΕ 2017, L 292, σ. 3)].

ι)      “αποθέματα εκτάκτου ανάγκης”: αποθέματα πετρελαίου τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 3 πρέπει να διατηρούνται σε κάθε κράτος μέλος.

[...]

ιβ)      “ειδικά αποθέματα”: αποθέματα πετρελαίου που πληρούν τους όρους του άρθρου 9.»

11      Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας φέρει τον τίτλο «Αποθέματα έκτακτης ανάγκης – Υπολογισμός των υποχρεώσεων διατήρησης αποθεμάτων» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλες τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις προκειμένου να διασφαλίσουν, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, τη διατήρηση, προς όφελός τους, στην επικράτεια της Κοινότητας και σε μόνιμη βάση, ενός συνολικού επιπέδου αποθεμάτων πετρελαίου, ισοδύναμου τουλάχιστον με τη μεγαλύτερη από τις ποσότητες που αντιστοιχεί είτε σε 90 ημέρες μέσων ημερήσιων καθαρών εισαγωγών είτε σε 61 ημέρες μέσης ημερήσιας εσωτερικής κατανάλωσης.»

12      Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, σχετικά με τον «[υ]πολογισμ[ό] του επιπέδου των αποθεμάτων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα επίπεδα των διατηρούμενων αποθεμάτων υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους του παραρτήματος III. [...]»

13      Όσον αφορά τους ΚΦΔΑ, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/119 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργούν ΚΦΔΑ.

Τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να δημιουργούν περισσότερους του ενός ΚΦΔΑ ή παρεμφερείς φορείς. Τα κράτη μέλη δύνανται να δημιουργούν τους ΚΦΔΑ τους οπουδήποτε εντός της Κοινότητας.

Όταν τα κράτη μέλη δημιουργούν τους ΚΦΔΑ τους, αυτοί λαμβάνουν τη μορφή μη κερδοσκοπικού φορέα ή υπηρεσίας και ενεργούν προς το γενικό συμφέρον και δεν θεωρούνται οικονομικοί φορείς κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.»

14      Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας φέρει τον τίτλο «Οικονομικοί φορείς» και προβλέπει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος φροντίζει να δίνει σε κάθε οικονομικό φορέα στον οποίο επιβάλλει υποχρεώσεις διατήρησης αποθεμάτων, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του όπως απορρέουν από το άρθρο 3, το δικαίωμα να μεταβιβάζει, τουλάχιστον εν μέρει τις υποχρεώσεις αυτές και κατ’ επιλογή του οικονομικού φορέα, αλλά μόνο:

α)      στον ΚΦΔΑ του κράτους μέλους, για λογαριασμό του οποίου διατηρούνται τα αποθέματα αυτά ή/και

β)      σε έναν ή περισσότερους άλλους ΚΦΔΑ οι οποίοι έχουν δηλώσει εκ των προτέρων ότι προτίθενται να διατηρούν τα αποθέματα αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι οι μεταβιβάσεις υποχρεώσεων έχουν εγκριθεί εκ των προτέρων τόσο από το κράτος μέλος για λογαριασμό του οποίου διατηρούνται τα αποθέματα όσο και από όλα τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων θα διατηρούνται τα αποθέματα.

γ)      σε άλλους οικονομικούς φορείς με πλεονασματικά αποθέματα ή με διαθέσιμη ικανότητα διατήρησης αποθεμάτων εκτός της επικράτειας του κράτους μέλους για λογαριασμό του οποίου διατηρούνται τα αποθέματα εντός της Κοινότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η μεταβίβαση υποχρεώσεων έχει εγκριθεί εκ των προτέρων τόσο από το κράτος μέλος για λογαριασμό του οποίου διατηρούνται τα αποθέματα όσο και από όλα τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων θα διατηρούνται τα αποθέματα ή/και

δ)      σε άλλους οικονομικούς φορείς με πλεονασματικά αποθέματα ή με διαθέσιμη ικανότητα διατήρησης αποθεμάτων εντός της επικράτειας του κράτους μέλους για λογαριασμό του οποίου διατηρούνται τα αποθέματα, υπό την προϋπόθεση ότι η μεταβίβαση υποχρεώσεων έχει κοινοποιηθεί εκ των προτέρων στο κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλουν περιορισμούς ή προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση αυτή.

[...]

2.      Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν το δικαίωμα μεταβίβασης των οικονομικών φορέων στους οποίους επιβάλλουν ή έχουν επιβάλει υποχρεώσεις διατήρησης αποθεμάτων.

Ωστόσο, όταν οι περιορισμοί αυτοί περιορίζουν το δικαίωμα οικονομικού φορέα να μεταβιβάζει την υποχρέωσή του σε σχέση με ποσότητες που αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 10 % της υποχρέωσης διατήρησης αποθεμάτων που του επιβάλλεται, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι έχουν συστήσει ΚΦΔΑ ο οποίος απαιτείται να αποδέχεται μεταβιβάσεις σε σχέση με την ποσότητα που απαιτείται για τη διασφάλιση του δικαιώματος οικονομικού φορέα να μεταβιβάζει τουλάχιστον το 10 % της υποχρέωσης διατήρησης αποθεμάτων που του επιβάλλεται.

Το στοιχειώδες ποσοστό που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή αυξάνεται από 10 % σε 30 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017.

[...]»

15      Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας φέρει τον τίτλο «Ειδικά αποθέματα» και ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να δεσμεύεται να διατηρήσει ένα στοιχειώδες επίπεδο αποθέματος πετρελαίου, υπολογιζόμενο ως ημέρες κατανάλωσης, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος άρθρου.

Τα ειδικά αποθέματα ανήκουν στην κυριότητα του κράτους μέλους ή του ΚΦΔΑ ο οποίος έχει συσταθεί από αυτό και διατηρούνται στην επικράτεια της Κοινότητας.

2.      Τα ειδικά αποθέματα μπορούν να αποτελούνται μόνον από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες κατηγορίες προϊόντων, όπως ορίζονται στο παράρτημα Α κεφάλαιο 3.4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1099/2008[, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2017/2010]:

–        αιθάνιο,

–        υγραέριο (LPG),

–        βενζίνη για κινητήρες,

–        βενζίνη αεροπλάνων,

–        καύσιμο αεριωθούμενων τύπου βενζίνης (καύσιμο αεριωθούμενων τύπου νάφθας ή JP4),

–        καύσιμο αεριωθούμενων τύπου κηροζίνης,

–        άλλου είδους κηροζίνη,

–        πετρέλαιο εσωτερικής καύσης/ντίζελ (απόσταγμα πετρελαίου εξωτερικής καύσης),

–        μαζούτ (υψηλής και χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο),

–        ελαφρό πετρέλαιο και βιομηχανικό πετρέλαιο,

–        λιπαντικά,

–        βιτουμένιο,

–        κεριά παραφίνης

–        οπτάνθρακας από πετρέλαιο.

[...]

5.      Κάθε κράτος μέλος που δεν έχει δεσμευθεί για την πλήρη διάρκεια ενός συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους να διατηρεί ειδικά αποθέματα τουλάχιστον 30 ημερών μεριμνά ώστε το ένα τρίτο τουλάχιστον της υποχρέωσής του για διατήρηση αποθεμάτων να διατηρείται με τη μορφή προϊόντων που αποτελούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

[...]»

16      Το παράρτημα III της ίδιας οδηγίας φέρει τον τίτλο «Μέθοδοι που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό του επιπέδου των διατηρούμενων αποθεμάτων» και προβλέπει στο έκτο εδάφιο τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν:

α)      να συμπεριλαμβάνουν όλα τα υπόλοιπα αποθέματα προϊόντων πετρελαίου που προσδιορίζονται στο παράρτημα Α κεφάλαιο 3.4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1099/2008[, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2017/2010] και να προσδιορίσουν το ισοδύναμο σε αργό πετρέλαιο πολλαπλασιάζοντας τις σχετικές ποσότητες με τον συντελεστή 1,065· ή

β)      να συμπεριλαμβάνουν μόνο τα αποθέματα των ακόλουθων προϊόντων: βενζίνη για κινητήρες, βενζίνη αεροπλάνων, καύσιμο αεριωθούμενων τύπου βενζίνης (καύσιμο αεριωθούμενων τύπου νάφθας ή JP4), καύσιμο αεριωθούμενων τύπου κηροζίνης, άλλη κηροζίνη, πετρέλαιο εσωτερικής καύσης/ντίζελ (απόσταγμα πετρελαίου εξωτερικής καύσης), μαζούτ (υψηλής και χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο), και να προσδιορίσουν το ισοδύναμο σε αργό πετρέλαιο πολλαπλασιάζοντας τις σχετικές ποσότητες με τον συντελεστή 1,2.»

 Ο κανονισμός 1099/2008

17      Το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1099/2008 ορίζει ότι, για τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, ως «ενεργειακά προϊόντα» νοούνται «καύσιμα, θερμότητα, ανανεώσιμη ενέργεια, ηλεκτρισμός ή οποιαδήποτε άλλη μορφή ενέργειας» .

18      Το παράρτημα Α του εν λόγω κανονισμού φέρει τον τίτλο «διευκρινίσεις ορολογίας». Το κεφάλαιο 3.4 του παραρτήματος αυτού αφορά το «[π]ετρέλαιο (αργό πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου)», στην έννοια του οποίου εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, το μαζούτ (βαρύ μαζούτ), τα λιπαντικά και ο οπτάνθρακας από πετρέλαιο, κατά την έννοια, αντιστοίχως, των σημείων 3.4.18, 3.4.20 και 3.4.23 του εν λόγω παραρτήματος.

 Το βουλγαρικό δίκαιο

19      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του Zakon za zapasite ot neft i neftoprodukti (νόμου περί των αποθεμάτων πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου, DV αριθ. 15, της 15ης Φεβρουαρίου 2013), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών (στο εξής: ZZNN):

«Βάσει του παρόντος νόμου, δημιουργούνται, διατηρούνται, επικαιροποιούνται, χρησιμοποιούνται, αποκαθίστανται και ελέγχονται αποθέματα έκτακτης ανάγκης σε πετρέλαιο και στις ακόλουθες κατηγορίες προϊόντων πετρελαίου:

1.      βενζίνη για κινητήρες·

2.      πετρέλαιο εσωτερικής καύσης, καύσιμο αεριωθούμενων τύπου κηροζίνης και καύσιμο για κινητήρες ντίζελ·

3.      βαρύ μαζούτ·

4.      αέριο προπάνιο-βουτάνιο.»

20      Το άρθρο 3, παράγραφος 4, του ZZNN προβλέπει τα εξής:

«Οι υπόχρεοι οργανώνουν και χρηματοδοτούν, για δικό τους λογαριασμό και με δικούς τους πόρους, τη δημιουργία, τη διατήρηση, την ανανέωση και την αποκατάσταση του επιπέδου αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης που οφείλουν να διατηρούν.»

21      Το άρθρο 12 του ZZNN προβλέπει τα εξής:

«(1)      [...] Ο πρόεδρος της [εθνικής υπηρεσίας “κρατικών αποθεμάτων και πολεμικού εξοπλισμού”] καθορίζει κάθε έτος, το αργότερο στις 30 Απριλίου, τα αποθέματα έκτακτης ανάγκης που πρέπει να συσταθούν και να διατηρηθούν από τα υπόχρεα πρόσωπα και από την κρατική επιχείρηση “Darzhavna petrolna compania” [(εθνική εταιρία πετρελαίου)], με διατάξεις που καθορίζουν το συνολικό και ατομικό επίπεδο αποθεμάτων [...]

[...]

(4)      Τα επίπεδα των αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης κάθε υπόχρεου καθορίζονται ανάλογα με το μερίδιό του στις συνολικές καθαρές εισαγωγές και στις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις ή στη συνολική εγχώρια κατανάλωση κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος σε σχέση με το συνολικό μερίδιο όλων των υπόχρεων οντοτήτων.

[...]

(11)      Σε κάθε βουλγαρικό ή αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγγεγραμμένο ως έμπορος, καθώς και σε κάθε υποκατάστημα αυτού, το οποίο, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, εισήγαγε και/ή παρέδωσε, από ενδοκοινοτικές αποκτήσεις, στο έδαφος της χώρας λιπαντικά έλαια (συμπεριλαμβανομένων των βασικών ελαίων), βιτουμένιο, κεριά παραφίνης, οπτάνθρακα από πετρέλαιο, πίσσα και θείο, κατανέμονται επίπεδα αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης υπό μορφή βαρέος μαζούτ.»

22      Το άρθρο 21 του ZZNN έχει ως εξής:

«(1)      Τα αποθέματα έκτακτης ανάγκης μπορούν να διατηρούνται υπό μορφή πετρελαίου ή/και των προϊόντων πετρελαίου που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1.

[...]

(11)      Τα επίπεδα των αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης σε βαρύ μαζούτ, τα οποία καθορίζονται με βάση τις καθαρές εισαγωγές και τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις ή τη μέση ημερήσια κατανάλωση, μπορούν να δημιουργηθούν και να διατηρηθούν, έως και σε ποσοστό 100 %, υπό μορφή πετρελαίου εσωτερικής καύσης, βενζίνης για κινητήρες αυτοκινήτων και/ή καυσίμου κινητήρων ντίζελ, η δε ποσότητα πρέπει να είναι ίση με την ποσότητα του αποθέματος σε βαρύ μαζούτ για το οποίο ζητείται η υποκατάσταση.

[...]»

 Οι διαφορές των κύριων δικών, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

23      Η Trade Express, προσφεύγουσα της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑395/22, δήλωσε, στη Βουλγαρία, ενδοκοινοτικές αποκτήσεις 89,6 τόνων λιπαντικών ελαίων για το έτος 2020. Τα λιπαντικά αυτά έλαια, τα οποία αντιστοιχούν στο σημείο 3.4.20 του παραρτήματος Α του κανονισμού 1099/2008, προορίζονταν για πώληση.

24      Η Devnia Tsiment, προσφεύγουσα της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑428/22, εισήγαγε στη Βουλγαρία 34 657,39 τόνους οπτάνθρακα πετρελαίου κατά το έτος 2020. Ο οπτάνθρακας πετρελαίου, ο οποίος αντιστοιχεί στο σημείο 3.4.23 του παραρτήματος Α του κανονισμού 1099/2008, χρησιμοποιείται σε ορυκτολογική κατεργασία για την παραγωγή μη κονιοποιημένου τσιμέντου, γνωστού ως «κλίνκερ».

25      Λόγω των ως άνω δραστηριοτήτων, ο αντιπρόεδρος της εθνικής υπηρεσίας «κρατικών αποθεμάτων και στρατιωτικού εξοπλισμού» υποχρέωσε την Devnia Tsiment και την Trade Express, με δύο πράξεις της 28ης και της 29ης Απριλίου 2021 αντιστοίχως, να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν, για δικό τους λογαριασμό και με δικούς τους πόρους, από την 1η Ιουλίου 2021 έως τις 30 Ιουνίου 2022, αποθέματα έκτακτης ανάγκης σε βαρύ μαζούτ. Η Devnia Tsiment όφειλε να δημιουργήσει σχετικό απόθεμα έκτακτης ανάγκης 7 806,058 τόνων και η Trade Express σχετικό απόθεμα 15 947 τόνων.

26      Οι δύο εταιρίες άσκησαν ενώπιον του Administrativen sad – Varna (διοικητικού πρωτοδικείου Βάρνας, Βουλγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου στις υπό κρίση υποθέσεις, προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των αντίστοιχων πράξεων. Κατ’ ουσίαν, βάλλουν κατά της βαρύνουσας αυτές υποχρέωσης δημιουργίας αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης σε βαρύ μαζούτ, τη στιγμή που το εν λόγω προϊόν πετρελαίου δεν αποτελεί αντικείμενο των οικονομικών δραστηριοτήτων τους.

27      Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Trade Express και η Devnia Tsiment δεν ασκούσαν, κατά το έτος 2020, οικονομική δραστηριότητα που να αφορά άλλους τύπους προϊόντων εκ των απαριθμούμενων στο κεφάλαιο 3.4 του παραρτήματος Α του κανονισμού 1099/2008, πέραν των λιπαντικών ελαίων και του οπτάνθρακα πετρελαίου αντιστοίχως. Υπογραμμίζει ότι οι εταιρίες αυτές δεν διαθέτουν ούτε ποσότητες βαρέος μαζούτ αντίστοιχες προς τα αποθέματα έκτακτης ανάγκης τα οποία απαιτούνταν από τις πράξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 25 της παρούσας απόφασης ούτε αποθήκη για την αποθήκευση τέτοιων αποθεμάτων. Ως εκ τούτου, η δημιουργία και η διατήρηση των επιπέδων αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης που καθορίζονται με τις σχετικές διοικητικές πράξεις συνεπάγονται για τις εταιρίες αυτές σημαντική οικονομική επιβάρυνση.

28      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του ZZNN με τις διατάξεις της οδηγίας 2009/119, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του Χάρτη, στο μέτρο που, βάσει του εν λόγω νόμου, είναι δυνατόν να επιβληθεί, σε εταιρίες όπως η Trade Express και η Devnia Tsiment, η υποχρέωση να δημιουργούν και να διατηρούν αποθέματα έκτακτης ανάγκης προϊόντων πετρελαίου που δεν έχουν σχέση με τις δραστηριότητές τους.

29      Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 33, από το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία θʹ και ιʹ, καθώς και από τα άρθρα 3 και 8 της οδηγίας 2009/119 προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η οδηγία αυτή αποσκοπεί στη δημιουργία αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης για όλα τα προϊόντα που μνημονεύονται στο κεφάλαιο 3.4 του παραρτήματος A του κανονισμού 1099/2008.

30      Όμως, ο ZZNN προβλέπει τη δημιουργία τέτοιων αποθεμάτων μόνο για το πετρέλαιο και τέσσερα ακόμη προϊόντα πετρελαίου, μεταξύ των οποίων το βαρύ μαζούτ. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω νόμος υποχρεώνει κάθε οικονομικό φορέα που έχει εισαγάγει προϊόντα τα οποία μνημονεύονται στο ως άνω κεφάλαιο να δημιουργεί και να διατηρεί αποθέματα έκτακτης ανάγκης για κάποιο από τα προϊόντα αυτά.

31      Επιπροσθέτως, κατά το αιτούν δικαστήριο, η υποχρέωση ενός οικονομικού φορέα να δημιουργεί αποθέματα σε προϊόν πετρελαίου το οποίο δεν χρησιμοποιεί στο πλαίσιο των οικονομικών του δραστηριοτήτων σημαίνει ότι ο ίδιος αναγκάζεται είτε να αγοράσει είτε να δανειστεί, μεταβιβάζοντας μέρος της υποχρέωσής του, την απαιτούμενη ποσότητα του προϊόντος και να την αποθηκεύσει σύμφωνα με τις οικείες ρυθμιστικές απαιτήσεις. Τούτο συνεπάγεται σημαντική οικονομική επιβάρυνσή του και μπορεί να επηρεάσει τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού. Η γενική οικονομία της οδηγίας 2009/119, καθώς και η απαίτηση συνεκτικής ερμηνείας της συνηγορούν μάλλον υπέρ της άποψης ότι ο οικονομικός φορέας πρέπει να υπέχει υποχρεώσεις παροχής σε είδος, όπως η υποχρέωση αποθήκευσης ενεργειακών προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο των εμπορικών του δραστηριοτήτων, προκειμένου να εξασφαλίζεται μια εύλογη ισορροπία μεταξύ των δημόσιων συμφερόντων της Ένωσης και των ιδιωτικών συμφερόντων.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Administrativen sad – Varna (διοικητικό πρωτοδικείο Βάρνας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑395/22:

«1.      Έχουν η αιτιολογική σκέψη 33, το άρθρο 1, το άρθρο 3, το άρθρο 8 και το άρθρο 2, [πρώτο εδάφιο,] στοιχεία θʹ και ιʹ, της [οδηγίας 2009/119], λαμβανομένων υπόψη του σκοπού της [οδηγίας 2009/119] και του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, του [κανονισμού 1099/2008], καθώς και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 52, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του [Χάρτη], την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας μπορεί να επιβληθεί υποχρέωση δημιουργίας αποθεμάτων εκτάκτου ανάγκης σε πρόσωπα που έχουν πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές αποκτήσεις λιπαντικών ελαίων σύμφωνα με το σημείο 3.4.20, του παραρτήματος Α, του [κανονισμού 1099/2008] (και σε εισαγωγείς τέτοιων λιπαντικών ελαίων);

2.      Έχουν η αιτιολογική σκέψη 33, το άρθρο 1, το άρθρο 3, το άρθρο 8 και το άρθρο 2, [πρώτο εδάφιο,] στοιχεία θʹ και ιʹ, της οδηγίας [2009/119], λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 52, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του [Χάρτη], την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας οι τύποι προϊόντων για τους οποίους επιβάλλεται η δημιουργία και διατήρηση αποθεμάτων εκτάκτου ανάγκης περιορίζονται μόνο σε ένα μέρος των τύπων προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2, [πρώτο εδάφιο,] στοιχείο θʹ, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το παράρτημα Α, κεφάλαιο 3.4, του [κανονισμού 1099/2008];

3.      Έχουν η αιτιολογική σκέψη 33, το άρθρο 1, το άρθρο 3, το άρθρο 8 και το άρθρο 2, [πρώτο εδάφιο,] στοιχεία θʹ και ιʹ, της [οδηγίας 2009/119], λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 52, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του [Χάρτη], την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας η πραγματοποίηση από ένα πρόσωπο ενδοκοινοτικών αποκτήσεων ή/και εισαγωγών ενός τύπου εκ των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2, [πρώτο εδάφιο,] στοιχείο θʹ, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το παράρτημα Α, κεφάλαιο 3.4, του [κανονισμού 1099/2008], συνεπάγεται την υποχρέωσή του για δημιουργία και διατήρηση αποθεμάτων εκτάκτου ανάγκης ενός άλλου, διαφορετικού, τύπου προϊόντος;

4.      Έχουν η αιτιολογική σκέψη 33, το άρθρο 1, το άρθρο 3, το άρθρο 8 και το άρθρο 2, [πρώτο εδάφιο,] στοιχεία θʹ και ιʹ, της [οδηγίας 2009/119], λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 52, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του [Χάρτη], την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας ένα πρόσωπο βαρύνεται με την υποχρέωση δημιουργίας και διατήρησης αποθεμάτων προϊόντος το οποίο δεν χρησιμοποιεί στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας και το οποίο δεν συνδέεται με την εν λόγω δραστηριότητα, ενώ, επιπλέον, αυτή η υποχρέωση επιφέρει σημαντική οικονομική επιβάρυνση (η οποία ουσιαστικά συνεπάγεται αδυναμία εκπλήρωσης της υποχρέωσης), δεδομένου ότι το πρόσωπο ούτε διαθέτει το προϊόν ούτε είναι εισαγωγέας ή/και εναποθηκευτής του;

5.      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως σε ένα εκ των ερωτημάτων: Έχουν η αιτιολογική σκέψη 33, το άρθρο 1, το άρθρο 3, το άρθρο 8 και το άρθρο 2, [πρώτο εδάφιο,] στοιχεία θʹ και ιʹ, της [οδηγίας 2009/119], λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 52, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του [Χάρτη], την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο έχει πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές αποκτήσεις ή/και εισαγωγές συγκεκριμένου τύπου προϊόντος, μπορεί να υποχρεωθεί στη δημιουργία και διατήρηση αποθεμάτων εκτάκτου ανάγκης μόνο του ίδιου τύπου προϊόντος ο οποίος απετέλεσε και αντικείμενο των ενδοκοινοτικών
αποκτήσεων/εισαγωγών;»

33      Στην υπόθεση C‑428/22, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε πέντε προδικαστικά ερωτήματα τα οποία είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπα με αυτά που παρατίθενται στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, με μόνη διαφορά ότι το πρώτο ερώτημα αφορά την περίπτωση προσώπων που έχουν πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές αποκτήσεις οπτάνθρακα πετρελαίου, κατά την έννοια του του παραρτήματος Α, σημείο 3.4.23, του κανονισμού 1099/2008, για σκοπούς παραγωγής.

34      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Αυγούστου 2022, οι υποθέσεις C‑395/22 και C‑428/22 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

35      Με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Ιανουαρίου 2024, η Devnia Tsiment ζήτησε να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

36      Προς στήριξη του αιτήματός της, η Devnia Tsiment επικαλείται την ύπαρξη ενός νέου πραγματικού περιστατικού, ήτοι μιας νομοθετικής τροποποίησης που επήλθε μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά την Devnia Tsiment, η νομοθετική αυτή τροποποίηση πρέπει να ληφθεί υπόψη για τις απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα, ακόμη και αν δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στις διαφορές της κύριας δίκης. Με την εν λόγω αίτηση, η Devnia Tsiment προβάλλει, εξάλλου, επιχειρήματα επί της ουσίας για την απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα.

37      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς, ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου, ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένων.

38      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο κρίνει, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 83. Πράγματι, πέραν του γεγονότος ότι το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεν καλείται να αποφανθεί επί του εθνικού δικαίου, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η νομοθετική τροποποίηση την οποία επικαλείται η Devnia Tsiment δεν έχει, σύμφωνα με όσα η ίδια ισχυρίζεται, εφαρμογή στις διαφορές της κύριας δίκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω νομοθετική τροποποίηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 83.

39      Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως και ότι για την επίλυση των υπό κρίση συνεκδικαζομένων υποθέσεων δεν χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση ενώπιόν του.

40      Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

41      Με το δεύτερο ερώτημά του σε καθεμία από τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/119, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 1 καθώς και με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία θʹ και ιʹ, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διατηρούν αποθέματα έκτακτης ανάγκης για το σύνολο των κατηγοριών ενεργειακών προϊόντων του κεφαλαίου 3.4 του παραρτήματος A του κανονισμού 1099/2008 ή μπορούν να εκπληρώνουν την υποχρέωση διατήρησης αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης που υπέχουν δυνάμει του εν λόγω άρθρου 3 διατηρώντας αποθέματα έκτακτης ανάγκης αποτελούμενα αποκλειστικώς από ορισμένες από τις ως άνω κατηγορίες προϊόντων.

42      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/119, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 3, 8 και 33, η οδηγία αυτή αποσκοπεί, πρώτον, στην κατοχύρωση υψηλού επιπέδου ασφάλειας του εφοδιασμού με πετρέλαιο στην Ένωση, χάρη σε μηχανισμούς που χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και βασίζονται στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, διασφαλιζομένης ταυτόχρονα της τήρησης των κανόνων της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού, δεύτερον, στη διατήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου αποθεμάτων αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου και, τρίτον, στη δημιουργία των απαραίτητων διαδικαστικών μέσων για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης σοβαρής έλλειψης. Ως εκ τούτου, η ως άνω οδηγία αποσκοπεί στη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας των κρατών μελών και της Ένωσης, ουσιώδη στοιχεία της οποίας αποτελούν η διαθεσιμότητα των αποθεμάτων πετρελαίου και η διασφάλιση της παροχής ενέργειας.

43      Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία θʹ και ιʹ, της οδηγίας 2009/119 ορίζει τις έννοιες «αποθέματα πετρελαίου» και «αποθέματα εκτάκτου ανάγκης» για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

44      Τα «αποθέματα πετρελαίου», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο θʹ, είναι τα αποθέματα ενεργειακών προϊόντων, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 3.4 του παραρτήματος A του κανονισμού 1099/2008. Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει κατάλογο 24 κατηγοριών προϊόντων υπό τον τίτλο «[π]ετρέλαιο (αργό πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου)», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το βαρύ μαζούτ (βαρύ πετρέλαιο), τα λιπαντικά και ο οπτάνθρακας πετρελαίου.

45      Τα δε «αποθέματα εκτάκτου ανάγκης», κατά την έννοια του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2009/119, ορίζονται ως τα αποθέματα πετρελαίου τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας πρέπει να διατηρούνται σε κάθε κράτος μέλος.

46      Συνακόλουθα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/119 επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν όλες τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις προκειμένου να διασφαλίσουν τη διατήρηση, προς όφελός τους, στην επικράτεια της Ένωσης και σε μόνιμη βάση, ενός συνολικού επιπέδου αποθεμάτων πετρελαίου, ισοδύναμου τουλάχιστον με τη μεγαλύτερη από τις ποσότητες η οποία αντιστοιχεί είτε σε 90 ημέρες μέσων ημερήσιων καθαρών εισαγωγών είτε σε 61 ημέρες μέσης ημερήσιας εσωτερικής κατανάλωσης. Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας καθορίζει τις μεθόδους και τον τρόπο υπολογισμού του επιπέδου αυτού.

47      Για την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, κατά πάγια νομολογία, όχι μόνον το γράμμα τους, αλλά επίσης το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Bank Melli Iran, C‑124/20, EU:C:2021:1035, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Κατά πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/119 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν τη διατήρηση ενός «συνολικού επιπέδου αποθεμάτων πετρελαίου», το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους και τον τρόπο που καθορίζονται στο άρθρο αυτό. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών του, το εν λόγω άρθρο προσδιορίζει, επομένως, τον απαιτούμενο όγκο των ως άνω αποθεμάτων. Αντιθέτως, η διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου ουδόλως προσδιορίζει τη συγκεκριμένη σύνθεση των αποθεμάτων ως προς τις κατηγορίες προϊόντων που πρέπει να περιλαμβάνονται σε αυτά.

49      Επομένως, από το ως άνω γράμμα δεν προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διατηρούν αποθέματα έκτακτης ανάγκης για το σύνολο των ενεργειακών προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα A, κεφάλαιο 3.4, του κανονισμού 1099/2008. Αντιθέτως, από το ίδιο γράμμα προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να παράσχει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτίμησης προκειμένου να προσδιορίζουν τα ίδια, ειδικότερα, τη συγκεκριμένη σύνθεση των αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης.

50      Το γεγονός ότι, στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2009/119, τα «αποθέματα πετρελαίου», κατά την έννοια της οδηγίας, ορίζονται με αναφορά στα ενεργειακά προϊόντα που απαριθμούνται στο κεφάλαιο 3.4 του παραρτήματος Α του κανονισμού 1099/2008 δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική ερμηνεία. Πράγματι, ο κανονισμός 1099/2008 συνιστά, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2009/119, νομική πράξη αναφοράς σε σχέση με την οδηγία αυτή. Συνεπώς, ο κανονισμός αυτός δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε την έκταση της υποχρέωσης ούτε το περιθώριο εκτίμησης των κρατών μελών, όπως αυτά προκύπτουν από το άρθρο 3 της ως άνω οδηγίας, σε συνδυασμό με τον ορισμό των «αποθεμάτων εκτάκτου ανάγκης» του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας.

51      Κατά δεύτερον, η γραμματική ερμηνεία που εκτίθεται στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης επιρρωννύεται από το πλαίσιο και το ιστορικό της θέσπισης του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/119, καθώς και από τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

52      Πρώτον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω άρθρο 3, αφενός, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το παράρτημα III της οδηγίας 2009/119, τα επίπεδα των διατηρούμενων αποθεμάτων, πλην των αποθεμάτων αργού πετρελαίου, υπολογίζονται με βάση το ισοδύναμο σε αργό πετρέλαιο. Συναφώς, το έκτο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, του παραρτήματος III της οδηγίας αυτής προβλέπει δύο εναλλακτικές μεθόδους υπολογισμού. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη μπορούν να συμπεριλαμβάνουν, κατά τον υπολογισμό του επιπέδου των διατηρούμενων αποθεμάτων, «όλα τα υπόλοιπα αποθέματα προϊόντων πετρελαίου που προσδιορίζονται στο παράρτημα Α κεφάλαιο 3.4 του [κανονισμού 1099/2008]» ή μόνο τα αποθέματα ορισμένων από τα εν λόγω προϊόντα [βενζίνη για κινητήρες, βενζίνη αεροπλάνων, καύσιμο αεριωθούμενων τύπου βενζίνης (καύσιμο αεριωθούμενων τύπου νάφθας ή JP4), καύσιμο αεριωθούμενων τύπου κηροζίνης, άλλη κηροζίνη, πετρέλαιο εσωτερικής καύσης/ντίζελ (απόσταγμα πετρελαίου εξωτερικής καύσης), μαζούτ (υψηλής και χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο)].

53      Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 65 των προτάσεών του, η παροχή της δυνατότητας αυτής επιλογής στα κράτη μέλη προϋποθέτει ότι αυτά διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης προκειμένου να καθορίζουν τη συγκεκριμένη σύνθεση των αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης.

54      Αφετέρου, από τη συνολική ανάγνωση της οδηγίας 2009/119 προκύπτει ότι μόνον το άρθρο 9, παράγραφος 5, της οδηγίας περιλαμβάνει στοιχεία για τον καθορισμό της σύνθεσης των αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης των κρατών μελών. Δυνάμει της εν λόγω διάταξης, τα κράτη μέλη που δεν έχουν δεσμευθεί για την πλήρη διάρκεια ενός συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους να διατηρούν ειδικά αποθέματα τουλάχιστον 30 ημερών, κατά την έννοια του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας αυτής, μεριμνούν ώστε το ένα τρίτο τουλάχιστον της υποχρέωσής τους για διατήρηση αποθεμάτων να διατηρείται με τη μορφή προϊόντων, η σύνθεση των οποίων είναι σύμφωνη με το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας. Η εν λόγω παράγραφος 2 περιλαμβάνει κατάλογο δεκατεσσάρων κατηγοριών προϊόντων πετρελαίου, όπως αυτά ορίζονται στο κεφάλαιο 3.4 του παραρτήματος A του κανονισμού 1099/2008.

55      Από τη σύγκριση του άρθρου 3 με το άρθρο 9, παράγραφος 5, της οδηγίας 2009/119 μπορεί να συναχθεί ότι, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης προτίθεται να περιορίσει το περιθώριο εκτίμησης των κρατών μελών ως προς τη σύνθεση των αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης, το προβλέπει ρητώς.

56      Δεύτερον, το ανωτέρω συμπέρασμα επιρρωννύεται και από το ιστορικό θέσπισης του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/119.

57      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, με το άρθρο 1, παράγραφος 1, και με το άρθρο 2, οι οδηγίες 68/414 και 2006/67 επέβαλλαν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διατηρούν αποθέματα έκτακτης ανάγκης για τρεις ειδικές κατηγορίες προϊόντων πετρελαίου τις οποίες αφορούσε ρητώς το εν λόγω άρθρο 2, ήτοι, πρώτον, για τις βενζίνες αυτοκινήτων και τα καύσιμα αεροπλάνων (βενζίνη αεροπλάνων, καύσιμα αεριοπροωθουμένων τύπου βενζίνης), δεύτερον, για τα ντήζελ (gas-oil, diesel-oil), το φωτιστικό πετρέλαιο και το καύσιμο αεριοπροωθουμένων τύπου κηροζίνης και, τρίτον, για τα μαζούτ (fuel‑oils).

58      Αντιθέτως, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/119 δεν προσδιορίζει πλέον τις κατηγορίες προϊόντων που πρέπει να περιλαμβάνονται στα αποθέματα έκτακτης ανάγκης. Ο νομοθέτης της Ένωσης, παραλείποντας τον προσδιορισμό των εν λόγω κατηγοριών, εξέφρασε τη βούλησή του να παράσχει πλέον στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας αυτής, η ως άνω αλλαγή προσέγγισης εξηγείται από την ανάγκη προσαρμογής της μεθόδου υπολογισμού των υποχρεώσεων διατήρησης αποθεμάτων, προκειμένου αυτή να προσεγγίσει τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της συμφωνίας ΔΟΕ.

59      Τρίτον, όσον αφορά τους υπομνησθέντες στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης σκοπούς της οδηγίας 2009/119, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών του, ότι ο σκοπός της κατοχύρωσης υψηλού επιπέδου ασφάλειας του εφοδιασμού με πετρέλαιο στην Ένωση δικαιολογεί την παροχή στα κράτη μέλη ενός τέτοιου περιθωρίου εκτίμησης. Πράγματι, όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση αυτού του περιθωρίου εκτίμησης, μπορούν, μεταξύ άλλων, να αποφασίζουν τη διατήρηση αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης των πλέον αναγκαίων και στρατηγικών προϊόντων, λαμβανομένων υπόψη των τρόπων κατανάλωσης καθώς και της παραγωγής ή των εισαγωγών των εν λόγω προϊόντων σε εθνικό επίπεδο.

60      Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/119, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 1 καθώς και με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία θʹ και ιʹ, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να διατηρούν αποθέματα έκτακτης ανάγκης για το σύνολο των κατηγοριών ενεργειακών προϊόντων του κεφαλαίου 3.4 του παραρτήματος A του κανονισμού 1099/2008. Αντιθέτως, μπορούν να εκπληρώνουν την υποχρέωση διατήρησης αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης που υπέχουν δυνάμει του εν λόγω άρθρου 3 διατηρώντας αποθέματα έκτακτης ανάγκης αποτελούμενα αποκλειστικώς από ορισμένες από τις ανωτέρω κατηγορίες προϊόντων.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

61      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 3 και 8 της οδηγίας 2009/119 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μπορεί να επιβληθεί υποχρέωση δημιουργίας και διατήρησης αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης σε οικονομικό φορέα ο οποίος πραγματοποίησε εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων που εμπίπτουν στο κεφάλαιο 3.4 του παραρτήματος Α του κανονισμού 1099/2008.

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/119, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διατηρούν ορισμένο επίπεδο αποθεμάτων πετρελαίου έκτακτης ανάγκης.

63      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε κράτος μέλος φροντίζει να δίνει σε κάθε οικονομικό φορέα στον οποίο επιβάλλει υποχρεώσεις διατήρησης αποθεμάτων, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του όπως απορρέουν από το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το δικαίωμα να μεταβιβάζει, τουλάχιστον εν μέρει, τις υποχρεώσεις αυτές σε ΚΦΔΑ ή σε άλλους οικονομικούς φορείς με πλεονασματικά αποθέματα ή με διαθέσιμη ικανότητα διατήρησης αποθεμάτων στο έδαφος της Ένωσης.

64      Από τον συνδυασμό των δύο αυτών διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι, όπως εξάλλου συμφωνούν όλοι οι διάδικοι και οι ενδιαφερόμενοι που υπέβαλαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη μπορούν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους για διατήρηση αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης επιβάλλοντας υποχρεώσεις διατήρησης αποθεμάτων σε οικονομικούς φορείς.

65      Τούτου λεχθέντος, ούτε οι ως άνω διατάξεις ούτε καμία άλλη διάταξη της οδηγίας 2009/119 ορίζουν την έννοια «οικονομικός φορέας». Υπό τις συνθήκες αυτές, η σημασία και το περιεχόμενο του όρου αυτού πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά του στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου ταυτοχρόνως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτός χρησιμοποιείται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσεται (απόφαση της 12ης Ιουνίου 2018, Louboutin και Christian Louboutin, C‑163/16, EU:C:2018:423, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Συναφώς, καταρχάς, διαπιστώνεται ότι ο όρος «οικονομικός φορέας» παραπέμπει συνήθως σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί οικονομική δραστηριότητα.

67      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιείται ο όρος αυτός, παρατηρείται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2009/119 διακρίνει, κατ’ ουσίαν, τον οικονομικό φορέα, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, από τον ΚΦΔΑ, ο οποίος, κατά το γράμμα της εν λόγω διάταξης, έχει «τη μορφή μη κερδοσκοπικού φορέα ή υπηρεσίας και ενεργ[εί] προς το γενικό συμφέρον».

68      Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 2009/119, ο οποίος συνίσταται στην κατοχύρωση υψηλού επιπέδου ασφάλειας του εφοδιασμού με πετρέλαιο στην Ένωση, δικαιολογείται να θεωρούνται ως οικονομικοί φορείς, κατά την έννοια της οδηγίας, ιδίως οι φορείς των οποίων η δραστηριότητα συνδέεται με τα ενεργειακά προϊόντα που εμπίπτουν στο κεφάλαιο 3.4 του παραρτήματος A του κανονισμού 1099/2008. Πρόκειται, ειδικότερα, για τους παραγωγούς, τους εισαγωγείς και τους εμπόρους των εν λόγω προϊόντων, καθώς και για τους κατασκευαστές που τα χρησιμοποιούν για σκοπούς παραγωγής.

69      Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 3 και 8 της οδηγίας 2009/119 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μπορεί να επιβληθεί υποχρέωση δημιουργίας και διατήρησης αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης σε οικονομικό φορέα ο οποίος πραγματοποίησε εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων που εμπίπτουν στο κεφάλαιο 3.4 του παραρτήματος Α του κανονισμού 1099/2008.

 Επί του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

70      Με το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις της οδηγίας 2009/119, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 17 και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στο να γεννά η εισαγωγή εκ μέρους οικονομικού φορέα ενεργειακών προϊόντων που εμπίπτουν σε μία κατηγορία προϊόντων του κεφαλαίου 3.4 του παραρτήματος Α του κανονισμού 1099/2008 υποχρέωση του εν λόγω φορέα να δημιουργεί και να διατηρεί απόθεμα έκτακτης ανάγκης ενεργειακού προϊόντος που εμπίπτει σε άλλη κατηγορία προϊόντων του ίδιου κεφαλαίου, τούτο δε ακόμη και όταν, αφενός, ο οικείος φορέας δεν χρησιμοποιεί το προϊόν αυτό στο πλαίσιο της οικονομικής του δραστηριότητας, με την οποία το εν λόγω προϊόν δεν σχετίζεται, και, αφετέρου, η υποχρέωση αυτή συνιστά σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τον οικονομικό φορέα.

71      Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι από τις απαντήσεις που δόθηκαν στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις προκύπτει ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 8 της οδηγίας 2009/119, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης ως προς τον καθορισμό της σύνθεσης των αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης τα οποία οφείλουν να διατηρούν δυνάμει του εν λόγω άρθρου 3 και ότι μπορούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις διατήρησης αποθεμάτων στους οικονομικούς φορείς, όπως σε φορέα που έχει πραγματοποιήσει εισαγωγές λιπαντικών ελαίων ή οπτάνθρακα πετρελαίου, κατά την έννοια, αντιστοίχως, των σημείων 3.4.20 και 3.4.23 του κεφαλαίου 3.4 του παραρτήματος A του κανονισμού 1099/2008.

72      Ελλείψει οποιασδήποτε ρητής διάταξης της οδηγίας 2009/119 και λαμβανομένου υπόψη του ως άνω περιθωρίου εκτίμησης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή καθεαυτή η οδηγία δεν αποκλείει την εκ μέρους κράτους μέλους, το οποίο αποφάσισε ότι το απόθεμά του έκτακτης ανάγκης θα αποτελείται αποκλειστικά από τέσσερις κατηγορίες προϊόντων πετρελαίου του ως άνω κεφαλαίου 3.4, επιβολή σε οικονομικό φορέα υποχρέωσης να δημιουργεί και να διατηρεί απόθεμα έκτακτης ανάγκης για μία από τις κατηγορίες αυτές, μολονότι η οικεία κατηγορία δεν σχετίζεται με την οικονομική δραστηριότητα του εν λόγω φορέα.

73      Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των ζητημάτων που έθεσε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει, κατά δεύτερον, να εξακριβωθεί μήπως οι διατάξεις του Χάρτη αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει τέτοια υποχρέωση. Μολονότι το αιτούν δικαστήριο περιόρισε τα ερωτήματά του στην ερμηνεία του άρθρου 17 του Χάρτη, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα ιδιοκτησίας, και στην ερμηνεία της αρχής της αναλογικότητας, εντούτοις οι διάδικοι και οι ενδιαφερόμενοι εξέθεσαν επίσης τις απόψεις τους, ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου, ως προς το ζήτημα της συμβατότητας της εν λόγω ρύθμισης με την επιχειρηματική ελευθερία, κατά την έννοια του άρθρου 16 του Χάρτη. Ως εκ τούτου, προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο πλήρης και χρήσιμη απάντηση, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη.

74      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη ορίζεται στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2017, Florescu κ.λπ., C‑258/14, EU:C:2017:448, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 27ης Ιανουαρίου 2022, Sātiņi-S, C‑234/20, EU:C:2022:56, σκέψη 51).

75      Όπως όμως διαπίστωσε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, όταν κράτος μέλος λαμβάνει μέτρα κάνοντας χρήση του περιθωρίου εκτίμησης που του παρέχεται από πράξη της Ένωσης, όπως η οδηγία 2009/119, και επιβάλλει σε οικονομικούς φορείς, κατά την έννοια της οδηγίας, υποχρεώσεις διατήρησης αποθεμάτων προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.

76      Κατά το άρθρο 16 του Χάρτη, η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές. Η προστασία που παρέχει το άρθρο αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία ασκήσεως οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας, τη συμβατική ελευθερία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό (αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 42, και της 16ης Ιουλίου 2020, Adusbef κ.λπ., C‑686/18, EU:C:2020:567, σκέψη 82).

77      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί, και κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.

78      Τούτου λεχθέντος, η επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Adusbef κ.λπ., C‑686/18, EU:C:2020:567, σκέψεις 83 και 85).

79      Ως εκ τούτου, από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη προκύπτει ότι επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται με αυτόν, όπως είναι η επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

80      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται σε οικονομικό φορέα να δημιουργεί και να διατηρεί, για χρονικό διάστημα ενός έτους, για λογαριασμό του και με δικούς του πόρους, απόθεμα έκτακτης ανάγκης ενός προϊόντος πετρελαίου, ήτοι βαρέος μαζούτ, το οποίο δεν σχετίζεται με τις οικονομικές του δραστηριότητες, είναι ικανή να περιορίσει την επιχειρηματική του ελευθερία και το δικαίωμά του ιδιοκτησίας.

81      Συναφώς, στο μέτρο που ο εν λόγω περιορισμός προβλέπεται από τη σχετική εθνική ρύθμιση, εν προκειμένω τον ZZNN, πρέπει να θεωρηθεί ότι προβλέπεται από τον νόμο, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

82      Όσον αφορά το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση δημιουργίας και διατήρησης αποθέματος έκτακτης ανάγκης, η οποία εξάλλου είναι χρονικώς περιορισμένη, δεν συνεπάγεται στέρηση της ιδιοκτησίας και, επομένως, δεν συνιστά επέμβαση θίγουσα την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Ομοίως, δεδομένου ότι μια τέτοια υποχρέωση ουδόλως εμποδίζει, καταρχήν, την άσκηση των δραστηριοτήτων του οικείου οικονομικού φορέα, σέβεται επίσης το βασικό περιεχόμενο της επιχειρηματικής ελευθερίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Adusbef κ.λπ., C‑686/18, EU:C:2020:567, σκέψη 89).

83      Όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκουν ο ZZNN και οι υποχρεώσεις διατήρησης αποθέματος που ο νόμος αυτός επιβάλλει στις προσφεύγουσες της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι σκοποί αυτοί συνίστανται στη διασφάλιση του εφοδιασμού με πετρέλαιο.

84      Ο εν λόγω σκοπός συνιστά σκοπό γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διατήρηση, στο εθνικό έδαφος, αποθέματος προϊόντων πετρελαίου, προκειμένου να διασφαλίζεται ο συνεχής εφοδιασμός, συνιστά σκοπό δημόσιας ασφάλειας (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1984, Campus Oil κ.λπ., 72/83, EU:C:1984:256, σκέψη 35, και της 25ης Οκτωβρίου 2001, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑398/98, EU:C:2001:565, σκέψη 29), του οποίου η σημασία αντικατοπτρίζεται, όσον αφορά το πετρέλαιο, στην οδηγία 2009/119 (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑212/09, EU:C:2011:717, σκέψη 82).

85      Εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής στους οικονομικούς φορείς υποχρεώσεων δημιουργίας αποθεμάτων προκειμένου να εκπληρωθεί η υποχρέωση διατήρησης αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης που υπέχει το οικείο κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/119 και, ως εκ τούτου, η επιβολή τέτοιων υποχρεώσεων στους εν λόγω φορείς φαίνονται κατάλληλες για την επίτευξη του ως άνω σκοπού.

86      Τέλος, όσον αφορά την αναλογικότητα των υποχρεώσεων δημιουργίας αποθεμάτων που μπορούν να επιβληθούν σε οικονομικούς φορείς δυνάμει μιας τέτοιας εθνικής ρύθμισης, στο μέτρο που οι υποχρεώσεις αυτές αφορούν προϊόντα πετρελαίου διαφορετικά από εκείνα που χρησιμοποιούν οι εν λόγω οικονομικοί φορείς στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει την αναλογικότητα αυτή προβαίνοντας σε σφαιρική εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων των διαφορών των κύριων δικών.

87      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ως άνω φορείς μπορούν, δυνάμει της εθνικής ρύθμισης που μεταφέρει το άρθρο 8 της οδηγίας 2009/119 στο εθνικό δίκαιο, να μεταβιβάζουν τουλάχιστον μέρος των υποχρεώσεών τους για δημιουργία αποθέματος σε κάποιον ΚΦΔΑ ή σε άλλον οικονομικό φορέα εντός της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 79 των προτάσεών του, η παροχή πραγματικής δυνατότητας μεταβίβασης, με εύλογο κόστος, των υποχρεώσεων δημιουργίας αποθεμάτων σε ΚΦΔΑ ή σε άλλον οικονομικό φορέα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί εγγύηση της αναλογικότητας των εν λόγω υποχρεώσεων.

88      Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη την έκταση των οικείων υποχρεώσεων, όσον αφορά τη διάρκεια της απαιτούμενης διατήρησης αποθεμάτων και τις ποσότητες των προϊόντων πετρελαίου που πρέπει να αποθηκευτούν, καθώς και τις δυνατότητες εκμίσθωσης, ακόμη και αγοράς και μεταπώλησης, των αποθεμάτων κατά τη λήξη της περιόδου υποχρεωτικής διατήρησης αποθεμάτων. Το γεγονός ότι η επιβαλλόμενη υποχρέωση δημιουργίας αποθεμάτων είναι χρονικώς περιορισμένη για μια προκαθορισμένη ποσότητα μπορεί επίσης να συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι αναλογικές.

89      Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη το χρηματοοικονομικό αποτέλεσμα των υποχρεώσεων δημιουργίας αποθεμάτων σε σχέση με το μέγεθος των οικείων οικονομικών φορέων και με τον κύκλο εργασιών που αυτοί πραγματοποιούν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, καθώς και να συγκρίνει το αποτέλεσμα αυτό με την επιβάρυνση που επιβάλλεται σε όλους τους λοιπούς οικονομικούς φορείς που υπόκεινται σε υποχρεώσεις δημιουργίας αποθεμάτων. Στο ίδιο πλαίσιο, λαμβανομένης υπόψη, εξάλλου, της αιτιολογικής σκέψης 11 της οδηγίας 2009/119, το γεγονός ότι η επιβολή υποχρέωσης δημιουργίας αποθεμάτων ενέχει σοβαρό κίνδυνο για την οικονομική επιβίωση του οικείου οικονομικού φορέα ή είναι ικανή να επηρεάσει ουσιωδώς την ανταγωνιστική του θέση συνιστά ένδειξη του δυσανάλογου χαρακτήρα της υποχρέωσης αυτής, εκτός αν η τελευταία συνοδεύεται από προσήκουσα αποζημίωση.

90      Υπό την επιφύλαξη της εκτίμησης της αναλογικότητάς της, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 16 και 17 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη δεν αντιτίθενται στην επιβολή σε οικονομικό φορέα υποχρέωσης δημιουργίας και διατήρησης αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης για προϊόντα που δεν σχετίζονται με τη δραστηριότητά του, τούτο δε ακόμη και όταν η εκπλήρωση της συγκεκριμένης υποχρέωσης συνεπάγεται σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τον εν λόγω οικονομικό φορέα.

91      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τρίτο, στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα σε καθεμία από τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2009/119, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των άρθρων 16 και 17 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στο να γεννά η εισαγωγή εκ μέρους οικονομικού φορέα ενεργειακών προϊόντων που εμπίπτουν σε μία κατηγορία προϊόντων του κεφαλαίου 3.4 του παραρτήματος A του κανονισμού 1099/2008 υποχρέωση του εν λόγω φορέα να δημιουργεί και να διατηρεί απόθεμα έκτακτης ανάγκης ενεργειακού προϊόντος που εμπίπτει σε άλλη κατηγορία προϊόντων του ίδιου κεφαλαίου, τούτο δε ακόμη και όταν, αφενός, ο οικείος φορέας δεν χρησιμοποιεί το προϊόν αυτό στο πλαίσιο της οικονομικής του δραστηριότητας, με την οποία το εν λόγω προϊόν δεν σχετίζεται, και, αφετέρου, η υποχρέωση αυτή συνιστά σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τον οικονομικό φορέα, υπό την προϋπόθεση ότι η ως άνω υποχρέωση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

92      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/119/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με υποχρέωση διατήρησης ενός ελάχιστου επιπέδου αποθεμάτων αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική οδηγία (ΕΕ) 2018/1581 της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 2018, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 1 καθώς και με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία θʹ και ιʹ, της οδηγίας 2009/119, όπως τροποποιήθηκε,

έχει την έννοια ότι:

τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να διατηρούν αποθέματα έκτακτης ανάγκης για το σύνολο των κατηγοριών ενεργειακών προϊόντων του κεφαλαίου 3.4. του παραρτήματος A του κανονισμού (ΕΚ) 1099/2008, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για τις στατιστικές ενέργειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2146 της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2019. Αντιθέτως, μπορούν να εκπληρώνουν την υποχρέωση διατήρησης αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης που υπέχουν δυνάμει του εν λόγω άρθρου 3 διατηρώντας αποθέματα έκτακτης ανάγκης αποτελούμενα αποκλειστικώς από ορισμένες από τις ανωτέρω κατηγορίες προϊόντων.

2)      Τα άρθρα 3 και 8 της οδηγίας 2009/119, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική οδηγία 2018/1581,

έχουν την έννοια ότι:

δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μπορεί να επιβληθεί υποχρέωση δημιουργίας και διατήρησης αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης σε οικονομικό φορέα ο οποίος πραγματοποίησε εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων που εμπίπτουν στο κεφάλαιο 3.4 του παραρτήματος Α του κανονισμού 1099/2008, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2019/2146.

3)      Οι διατάξεις της οδηγίας 2009/119, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική οδηγία 2018/1581, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των άρθρων 16 και 17 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχουν την έννοια ότι:

δεν αντιτίθενται στο να γεννά η εισαγωγή εκ μέρους οικονομικού φορέα ενεργειακών προϊόντων που εμπίπτουν σε μία κατηγορία προϊόντων του κεφαλαίου 3.4 του παραρτήματος A του κανονισμού 1099/2008, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2019/2146, υποχρέωση του εν λόγω φορέα να δημιουργεί και να διατηρεί απόθεμα έκτακτης ανάγκης ενεργειακού προϊόντος που εμπίπτει σε άλλη κατηγορία προϊόντων του ίδιου κεφαλαίου, τούτο δε ακόμη και όταν, αφενός, ο οικείος φορέας δεν χρησιμοποιεί το προϊόν αυτό στο πλαίσιο της οικονομικής του δραστηριότητας, με την οποία το εν λόγω προϊόν δεν σχετίζεται, και, αφετέρου, η υποχρέωση αυτή συνιστά σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τον οικονομικό φορέα, υπό την προϋπόθεση ότι η ως άνω υποχρέωση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.