Language of document : ECLI:EU:C:2024:375

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 30ής Απριλίου 2024 (1)

Υπόθεση C650/22

Fédération internationale de football association (FIFA)

κατά

BZ,

παρισταμένων των:

Union Royale Belge des Sociétés de Football-Association ASBL (URBSFA)

SA Sporting du Pays de Charleroi,

Fédération Internationale des Footballeurs Professionnels,

Union Nationale des Footballeurs Professionnels,

Fédération Internationale des Footballeurs Professionnels, Division Europe

[αίτηση του Cour d’appel de Mons (εφετείου Μονς, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Απαγορεύσεις συμφωνιών – Κανονισμός της FIFA σχετικά με το καθεστώς και τις μεταγραφές ποδοσφαιριστών – Πρόωρη λύση συμβολαίου μεταξύ συλλόγου και ποδοσφαιριστή – Κανονισμοί που επιβάλλουν κυρώσεις σε άλλον σύλλογο που προσλαμβάνει τον οικείο ποδοσφαιριστή – Απαγόρευση έκδοσης του πιστοποιητικού που απαιτείται για τη μεταγραφή του οικείου ποδοσφαιριστή στον άλλον σύλλογο»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour d’appel de Mons (εφετείο Μονς, Βέλγιο), σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 45 και 101 ΣΛΕΕ, εντάσσεται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του BZ, ποδοσφαιριστή, και της Fédération internationale de football association (Διεθνούς Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου· στο εξής: FIFA), σχετικά με τη ζημία την οποία ο εν λόγω ποδοσφαιριστής ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της εφαρμογής ορισμένων κανόνων της FIFA οι οποίοι διέπουν τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ ποδοσφαιριστών και συλλόγων.

2.        Οι επίμαχοι κανόνες αφορούν την αποζημίωση, τις αθλητικές κυρώσεις και την έκδοση υποχρεωτικού διεθνούς πιστοποιητικού μεταγραφής, σε περίπτωση προβαλλόμενης λύσης του συμβολαίου χωρίς νόμιμη αιτία.

3.        Στις παρούσες προτάσεις θα εξετάσω κατά πόσον οι προσβαλλόμενες διατάξεις αντιβαίνουν στα άρθρα 45 και 101 ΣΛΕΕ ή στο άρθρο 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και το προδικαστικό ερώτημα

Α.      Οι διάδικοι

4.        Ο BZ είναι πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής ο οποίος κατοικεί στο Παρίσι (Γαλλία).

5.        Η SA Sporting du Pays de Charleroi είναι βελγικός ποδοσφαιρικός σύλλογος.

6.        Η FIFA είναι ένωση συσταθείσα το 1904 στο Παρίσι. Εδρεύει στη Ζυρίχη (Ελβετία) και διέπεται από το ελβετικό δίκαιο. Κατά το άρθρο 2 του καταστατικού της, η FIFA έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, «τη θέσπιση κανόνων και διατάξεων που διέπουν το ποδόσφαιρο και τα συναφή ζητήματα και τη μέριμνα για την τήρησή τους» (2) καθώς και «τον έλεγχο του ποδοσφαίρου σε όλες τις μορφές του διά της λήψεως όλων των αναγκαίων ή προσηκόντων μέτρων για την αποτροπή παραβιάσεως του καταστατικού, των κανονισμών, των αποφάσεων της FIFA και των κανόνων του παιχνιδιού» (3). Τα όργανα της FIFA περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το «Συνέδριο», το οποίο αποτελεί το «ανώτατο και νομοθετικό όργανο» (4), ένα «στρατηγικό και εποπτικό όργανο» (5), το οποίο καλείται «Συμβούλιο», καθώς και ένα «εκτελεστικό, επιχειρησιακό και διοικητικό όργανο», το οποίο ονομάζεται «Γενική Γραμματεία» (6).

7.        Κατά τα άρθρα 11 και 14 του καταστατικού της FIFA κάθε «ομοσπονδία υπεύθυνη για την οργάνωση και τον έλεγχο του ποδοσφαίρου» σε συγκεκριμένη χώρα μπορεί να γίνει μέλος της FIFA, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι είναι ήδη μέλος μίας από τις έξι συνομοσπονδίες ηπείρων οι οποίες αναγνωρίζονται από τη FIFA και μνημονεύονται στο άρθρο 22 του εν λόγω καταστατικού. Σε αυτές καταλέγεται η Union des associations européennes de football (Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών· στο εξής: UEFA). Μια τέτοια ομοσπονδία δεσμεύεται να συμμορφωθεί, μεταξύ άλλων, προς το καταστατικό, τους κανονισμούς, τις οδηγίες και τις αποφάσεις τόσο της FIFA όσο και της συνομοσπονδίας ηπείρου της οποίας είναι ήδη μέλος η συγκεκριμένη ομοσπονδία. Στην πράξη, περισσότερες από 200 εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες είναι επί του παρόντος μέλη της FIFA. Υπό την ιδιότητα αυτή, υπέχουν, δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του καταστατικού της FIFA, την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, «να επιβάλλουν την τήρηση του καταστατικού, των κανονισμών, των οδηγιών και των αποφάσεων της FIFA στα μέλη τους» (7), όσο και στο σύνολο όσων δραστηριοποιούνται στον χώρο του ποδοσφαίρου, ιδίως δε στις ενώσεις επαγγελματικών συλλόγων, τους συλλόγους και τους ποδοσφαιριστές. Επιπλέον, «οι σύλλογοι, οι ενώσεις επαγγελματικών συλλόγων ή άλλοι συλλογικοί φορείς σωματείων που συνδέονται με ομοσπονδία μέλος υπόκεινται στη συγκεκριμένη ομοσπονδία και πρέπει να έχουν αναγνωρισθεί από αυτήν» (8).

Β.      Οι προσβαλλόμενες διατάξεις

8.        Στις 22 Μαρτίου 2014, η FIFA εξέδωσε κείμενο με τίτλο «Κανονισμός σχετικά με το καθεστώς και τις μεταγραφές ποδοσφαιριστών» («Regulations on the Status and Transfer of Players» στο εξής: RSTP), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους. Ο ως άνω κανονισμός κατήργησε και αντικατέστησε παλαιότερο κανονισμό με τον ίδιο τίτλο.

9.        Το άρθρο 9.1 του RSTP έχει ως ακολούθως:

«Ποδοσφαιριστής εγγεγραμμένος σε μία ομοσπονδία μπορεί να εγγραφεί σε νέα ομοσπονδία μόνον εφόσον η τελευταία έχει λάβει διεθνές πιστοποιητικό μεταγραφής («International Transfer Certificate», στο εξής: ITC) το οποίο εκδίδει η προηγούμενη ομοσπονδία. Το ITC εκδίδεται δωρεάν, άνευ όρων και χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Κάθε αντίθετη διάταξη είναι άκυρη. Η ομοσπονδία η οποία εκδίδει το ITC υποχρεούται να καταθέτει αντίγραφό του στη FIFA. Η διοικητική διαδικασία έκδοσης του ITC διαλαμβάνεται στο άρθρο 8 του παραρτήματος 3 [...] του παρόντος κανονισμού».

10.      Το άρθρο 8.2.7 του παραρτήματος 3 του RSTP ορίζει ότι «[η] προηγούμενη ομοσπονδία δεν εκδίδει το ITC εάν μεταξύ του προηγούμενου συλλόγου και του επαγγελματία ποδοσφαιριστή υφίσταται συμβατική διαφορά στο πλαίσιο των περιστάσεων που ορίζονται στο άρθρο 8.2.4, στοιχείο b, του παρατήματος 3 [...]».

11.      Το άρθρο 8.2.4, στοιχείο b, του παραρτήματος 3 του RSTP ορίζει ότι, «εντός προθεσμίας επτά ημερών από την ημερομηνία αίτησης του ITC, η προηγούμενη ομοσπονδία οφείλει [...] να απορρίψει την αίτηση του ITC και να εκθέσει [...] τον λόγο απορρίψεως, ο οποίος δύναται να συνίσταται είτε στο γεγονός ότι δεν έχει λήξει το συμβόλαιο μεταξύ του προηγούμενου συλλόγου και του επαγγελματία ποδοσφαιριστή, είτε στο γεγονός ότι δεν υπήρξε αμοιβαία συμφωνία περί πρόωρης λύσεως του συμβολαίου».

12.      Κατά το άρθρο 17 του RSTP:

«Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε περίπτωση λύσεως συμβολαίου χωρίς νόμιμη αιτία:

1.            Σε κάθε περίπτωση, το μέρος που έλυσε το συμβόλαιο υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20 και του παραρτήματος 4 σχετικά με τις αποζημιώσεις κατάρτισης και εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο συμβόλαιο, η αποζημίωση για λύση του συμβολαίου υπολογίζεται λαμβανομένων υπόψη του ισχύοντος οικείου εθνικού δικαίου, των ιδιαιτεροτήτων του αθλήματος και κάθε λοιπού αντικειμενικού κριτηρίου. Τα εν λόγω κριτήρια περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αμοιβή και λοιπές παροχές οφειλόμενες προς τον ποδοσφαιριστή δυνάμει του εν ισχύι συμβολαίου και/ή του νέου συμβολαίου, την υπολειπόμενη διάρκεια του εν ισχύι συμβολαίου με ανώτατο όριο τα πέντε έτη, τα έξοδα και τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ή τις οποίες κατέβαλε ο προηγούμενος σύλλογος (που αποσβέσθηκαν εντός της συμβατικής περιόδου), εφόσον η λύση επέλθει κατά τη διάρκεια περιόδου προστασίας.

2.      Το δικαίωμα στην εν λόγω αποζημίωση δεν δύναται να εκχωρηθεί σε τρίτο. Εφόσον ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης, ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και ο νέος σύλλογός του θα υπέχουν από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή της αποζημίωσης. Το ποσό μπορεί να ορίζεται στο συμβόλαιο ή να συμφωνείται μεταξύ των μερών.

[…]

4.      Πέραν της υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης, επιβάλλονται αθλητικές κυρώσεις εις βάρος κάθε συλλόγου που αποδείχθηκε ότι έλυσε συμβόλαιο ή υποκίνησε τη λύση συμβολαίου κατά τη διάρκεια της περιόδου προστασίας. Σύλλογος ο οποίος υπογράφει συμβόλαιο με επαγγελματία ποδοσφαιριστή ο οποίος έλυσε χωρίς νόμιμη αιτία το προηγούμενο συμβόλαιό του θεωρείται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι υποκίνησε τον εν λόγω ποδοσφαιριστή στη λύση του συμβολαίου. H κύρωση συνίσταται στην απαγόρευση στον σύλλογο να εγγράψει νέους ποδοσφαιριστές, σε εθνική ή διεθνή κλίμακα, επί δύο πλήρεις και συναπτές μεταγραφικές περιόδους. Ο σύλλογος δύναται να εγγράψει νέους ποδοσφαιριστές, σε εθνική ή διεθνή κλίμακα, μόνον από την περίοδο μεταγραφών που έπεται της πλήρους έκτισης της οικείας αθλητικής κύρωσης. Ειδικότερα, ο σύλλογος δεν θα δύναται να κάνει χρήση της εξαίρεσης και των προσωρινών μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 6.1 του παρόντος κανονισμού προκειμένου να εγγράψει ποδοσφαιριστές πριν από την εν λόγω περίοδο».

Γ.      Η διαφορά της κύριας δίκης

13.      Ο BZ ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής από το 2004 έως το 2019.

14.      Στις 20 Αυγούστου 2013, υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο με τον ρωσικό επαγγελματικό ποδοσφαιρικό σύλλογο Futbolny Klub Lokomotiv (στο εξής: Lokomotiv Μόσχας).

15.      Στις 22 Αυγούστου 2014, η Lokomotiv Μόσχας έλυσε το εν λόγω συμβόλαιο και προσέφυγε ενώπιον του τμήματος διαφορών της FIFA («Dispute Resolution Chamber», στο εξής: DRC) σχετικά με την καταβολή από τον ΒΖ αποζημίωσης ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ, επικαλούμενη παραβίαση και «λύση του συμβολαίου χωρίς νόμιμη αιτία» κατά την έννοια του άρθρου 17 του RSTP. Κατόπιν τούτου, ο BZ προέβαλε ανταπαίτηση ζητώντας από τη Lokomotiv Μόσχας να του καταβάλει τους μη καταβληθέντες μισθούς, καθώς και αποζημίωση ίση με το ποσό της αμοιβής που θα του αναλογούσε βάσει του συμβολαίου αν αυτό είχε λήξει κανονικά.

16.      Εν συνεχεία, ο BZ άρχισε να αναζητεί νέο σύλλογο που θα είχε τη δυνατότητα να τον προσλάβει, το οποίο αποδείχθηκε δυσχερές. Ο BZ υποστηρίζει ότι τούτο οφείλεται στον κίνδυνο ο νέος σύλλογος να καταδικαστεί εις ολόκληρον με τον ίδιο στην καταβολή της οφειλόμενης στη Lokomotiv Μόσχας αποζημίωσης.

17.      Ο BZ επισημαίνει ότι, παρά το ενδιαφέρον που εκδήλωσαν για τον ίδιο πλείονες σύλλογοι, κατόρθωσε να λάβει μόνον μία πρόταση, από μέρους της Sporting du pays de Charleroi, η οποία του απέστειλε στις 19 Φεβρουαρίου 2015 επιστολή δέσμευσης η οποία περιλάμβανε δύο σωρευτικές αναβλητικές αιρέσεις: (1) να εγγραφεί τακτικά, το αργότερο έως την 30ή Μαρτίου 2015, στην Sporting du Pays de Charleroi προκειμένου να συμμετέχει στην πρώτη ομάδα της σε κάθε επίσημο αγώνα που διοργανώνουν η Union Royale Belge des Sociétés de Football-Association ASBL (Βελγική Βασιλική Ένωση Ποδοσφαιρικών Εταιριών· στο εξής: URBSFA), η UEFA και η FIFA· και (2) να λάβει (εντός της ίδιας προθεσμίας) την έγγραφη και άνευ όρων επιβεβαίωση ότι η Sporting du Pays de Charleroi δεν δύναται να θεωρείται ως εις ολόκληρον οφειλέτρια οποιασδήποτε αποζημίωσης (ιδίως της αποζημίωσης για λύση του συμβολαίου) την οποία θα όφειλε ενδεχομένως ο ΒΖ στη Lokomotiv Μόσχας.

18.      Με επιστολές της 20ής Φεβρουαρίου και της 5ης Μαρτίου 2015, οι δικηγόροι, αντιστοίχως, του ΒΖ και της Sporting du Pays de Charleroi ζήτησαν από τη FIFA και από την URBSFA να επιβεβαιώσουν ότι ο ΒΖ μπορούσε να εγγραφεί και να επιλεχθεί νομίμως για να εξελιχθεί εντός της πρώτης ομάδας της Sporting du Pays de Charleroi και ότι δεν θα εφαρμόζονταν εις βάρος του τα άρθρα 17.2 και 17.4 του RSTP.

19.      Με επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2015, η FIFA απάντησε ότι μόνον το αρμόδιο όργανό της με εξουσία λήψης αποφάσεων, και όχι το διοικητικό της όργανο, έχει την εξουσία να εφαρμόσει τις διατάξεις του RSTP. Η URBSFA έκανε γνωστό στις 6 Μαρτίου 2015 ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της FIFA, δεν ήταν δυνατή η εγγραφή του ΒΖ ενόσω δεν είχε εκδοθεί από τον προηγούμενο σύλλογό του ITC.

20.      Με απόφαση της 18ης Μαρτίου 2015, το DRC έκανε εν μέρει δεκτό το αίτημα της Lokomotiv Μόσχας ορίζοντας το ποσό της οφειλόμενης από τον ΒΖ αποζημίωσης σε 10,5 εκατομμύρια ευρώ και απορρίπτοντας τις αξιώσεις του ΒΖ. Το DRC αποφάσισε επίσης ότι δεν θα εφαρμοζόταν μελλοντικά επί του ΒΖ το άρθρο 17.2 του RSTP. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε κατ’ έφεση από το αθλητικό διαιτητικό δικαστήριο («Court of Arbitration for Sport», CAS) στις 27 Μαΐου 2016.

21.      Με συμβόλαιο της 24ης Ιουλίου 2015, ο BZ προσελήφθη από τον σύλλογο Olympique de Marseille (Γαλλία).

22.      Στις 9 Δεκεμβρίου 2015 ο BZ άσκησε αγωγή ενώπιον του tribunal de commerce du Hainaut, division de Charleroi (εμποροδικείου Hainaut, τμήμα Charleroi, Βέλγιο) κατά της FIFA και της URBSFA, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας, ήτοι διαφυγόντος κέρδους ύψους 6 εκατομμυρίων ευρώ, την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της εφαρμογής εκ μέρους τους των προσβαλλομένων διατάξεων οι οποίες εκτιμά ότι αντιτίθενται στο δίκαιο της Ένωσης.

23.      Με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2017, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχήν βάσιμη την αγωγή του ΒΖ, υποχρεώνοντας τη FIFA και τη URBSFA στην καταβολή στον ίδιο ποσού προσωρινώς εκτιμώμενου σε 60 001 ευρώ.

24.      Η FIFA άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Η URBSFA ως προσεπικληθείσα στη δίκη, ζητεί επίσης τη μεταρρύθμιση της ως άνω απόφασης της 19ης Ιανουαρίου 2017.

Δ.      Το προδικαστικό ερώτημα

25.      Στο πλαίσιο αυτό, με διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Οκτωβρίου 2022, το Cour d’appel de Mons (εφετείο Μονς) υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 45 και 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης την έννοια ότι απαγορεύουν:

–        την αρχή της εις ολόκληρον ευθύνης του ποδοσφαιριστή και του συλλόγου που επιθυμεί να τον προσλάβει για την καταβολή της αποζημίωσης που οφείλεται στον σύλλογο με τον οποίο λύθηκε το συμβόλαιο χωρίς νόμιμη αιτία, όπως ορίζει το άρθρο 17.2 του RSTP της FIFA, σε συνδυασμό με τις αθλητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17.4 του ίδιου κανονισμού και τις οικονομικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17.1·

–        τη δυνατότητα της ομοσπονδίας στην οποία υπάγεται ο προηγούμενος σύλλογος του ποδοσφαιριστή να μην εκδώσει το [ITC], αναγκαίο για την πρόσληψη του ποδοσφαιριστή από νέο σύλλογο, εάν υφίσταται διαφορά μεταξύ του προηγούμενου συλλόγου και του ποδοσφαιριστή (άρθρο 9.1 του RSTP της FIFA και άρθρο 8.2.7 του παραρτήματος 3 του εν λόγω RSTP);»

26.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η FIFA, ο BZ, η URBSFA, η Fédération Internationale des Footballeurs Professionnels (Διεθνής Ομοσπονδία Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών) (στο εξής: FIFPro) (9), η Fédération Internationale des Footballeurs Professionnels, Division Europe (στο εξής: FIFPro Europe), η Union Nationale des Footballeurs Professionnels (εθνική ένωση επαγγελματιών ποδοσφαιριστών) (στο εξής: UNFP), η Ελληνική, Γαλλική, Ιταλική και Ουγγρική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Η FIFA, ο BZ, η URBSFA, η FIFPro, η FIFPro Europe, η UNFP, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβαν μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Ιανουαρίου 2024.

III. Εκτίμηση

Α.      Επί του παραδεκτού

27.      Η FIFA και η URBSFA προβάλλουν ασάφεια της διατάξεως περί παραπομπής και υποστηρίζουν ότι η διαφορά της κύριας δίκης πρέπει να θεωρηθεί ως «αμιγώς εσωτερικής φύσεως», επομένως η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να κριθεί απαράδεκτη. Η Ελληνική, η Γαλλική και η Ουγγρική Κυβέρνηση διατυπώνουν παρόμοιες αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της υπόθεσης.

28.      Δεν συμμερίζομαι το ανωτέρω επιχείρημα. Τα νομικά ζητήματα προκύπτουν σαφέστατα από τη διάταξη περί παραπομπής. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι αντιλήφθηκαν πλήρως το νόημα και το πλαίσιο του προδικαστικού ερωτήματος, το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο αυτό εντάσσεται, καθώς και το γεγονός ότι η διαφορά έχει διασυνοριακό χαρακτήρα, καθόσον ο ποδοσφαιριστής, Γάλλος υπήκοος και κάτοικος Γαλλίας, ισχυρίστηκε ότι τον εμπόδισαν να μετακινηθεί, για επαγγελματικούς λόγους, στο Βέλγιο (10).

Β.      Επί της ουσίας

29.      Με το προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 45 και 101 ΣΛΕΕ απαγορεύουν την εφαρμογή κανόνων, όπως αυτοί που θέσπισε η FIFA, οι οποίοι προβλέπουν: (1) την εις ολόκληρον ευθύνη του ποδοσφαιριστή και του συλλόγου που επιθυμεί να τον προσλάβει για την καταβολή της αποζημίωσης που οφείλεται στον σύλλογο με τον οποίο λύθηκε το συμβόλαιο χωρίς νόμιμη αιτία· και (2) τη δυνατότητα της ομοσπονδίας στην οποία υπάγεται ο προηγούμενος σύλλογος του ποδοσφαιριστή να μην εκδώσει το ITC, αναγκαίο για την πρόσληψη του ποδοσφαιριστή από νέο σύλλογο, εάν υφίσταται διαφορά μεταξύ του προηγούμενου συλλόγου και του ποδοσφαιριστή.

1.      Μεθοδολογικές παρατηρήσεις

30.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο εξέδωσε προσφάτως δύο αποφάσεις-ορόσημα σχετικά με τους κανόνες που θεσπίζουν ιδιωτικοί φορείς επιφορτισμένοι με την οργάνωση και τον έλεγχο του ποδοσφαίρου σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο (11). Τούτο σημαίνει ότι μόλις πραγματοποιήθηκε σημαντική προσπάθεια σύνθεσης και σύνοψης της προγενέστερης νομολογίας. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το Δικαστήριο είναι σε θέση να στηριχθεί στις εν λόγω πρόσφατες αποφάσεις, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν πρωτίστως στις ιδιαιτερότητες της υπό κρίση υπόθεσης (12).

31.      Το Δικαστήριο εξετάζει κανόνες όπως οι προσβαλλόμενες διατάξεις τόσο υπό το πρίσμα των κανόνων του ανταγωνισμού όσο και υπό το πρίσμα των διατάξεων της εσωτερικής αγοράς (13). Κατά συνέπεια, τα άρθρα 101 και 45 ΣΛΕΕ έχουν, κατ’ αρχήν, εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Πρόκειται για μια ρεαλιστική προσέγγιση η οποία μπορεί, ωστόσο, να οδηγήσει σε ενδεχομένως δύσκολες καταστάσεις, όπως θα επιχειρήσω να καταδείξω εν συντομία.

32.      Σύμφωνα με τη λογική των Συνθηκών, τόσο οι θεμελιώδεις ελευθερίες όσο και οι κανόνες του ανταγωνισμού αποσκοπούν στη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς (14). Συναφώς, το πρωτόκολλο (αριθ. 27) σχετικά με την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό διευκρινίζει ρητώς ότι η εσωτερική αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 ΣΕΕ, περιλαμβάνει σύστημα που εξασφαλίζει ότι δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός (15). Σύμφωνα με την αρχική αντίληψη των Συνθηκών, οι θεμελιώδεις ελευθερίες απευθύνονταν στα κράτη μέλη ως δημόσιοι φορείς, ενώ οι κανόνες ανταγωνισμού προορίζονταν για τη δέσμευση των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

33.      Ωστόσο, με την πάροδο των ετών, ο διαχωρισμός αυτός κατέστη ασαφής, καθώς συχνά δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ορισμένοι ιδιωτικοί φορείς ενεργούν κατά τρόπο που προσεγγίζει εκείνον ενός κράτους, είτε λόγω της οικονομικής ισχύος τους είτε λόγω του τρόπου με τον οποίο θεσπίζουν «κανόνες», ενώ υπάρχουν και άλλες καταστάσεις στις οποίες η δράση ενός κράτους προσιδιάζει σε δράση ιδιωτικής επιχείρησης. Επομένως, το Δικαστήριο (όφειλε να) συμβαδίζει με τις ανωτέρω εξελίξεις, η δε νομολογία εξελίχθηκε: αφενός, σε ορισμένες περιπτώσεις, ορισμένες ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς εφαρμόστηκαν σε ιδιωτικούς φορείς (16) ενώ, αφετέρου, σε άλλες περιπτώσεις, έχει κριθεί ότι η δράση των κρατών μελών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού (17). Μια ολοκληρωμένη και καθοριστική εκτίμηση του εν λόγω ζητήματος θα υπερέβαινε το πλαίσιο των παρουσών προτάσεων.

34.      Περαιτέρω, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το ίδιο σύνολο πραγματικών περιστατικών υπόκειται τόσο στις θεμελιώδεις ελευθερίες όσο και στους κανόνες του ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, η προσέγγιση δεν αποτελούσε πλέον μια διττή επιλογή (είτε κανόνες ανταγωνισμού είτε θεμελιώδεις ελευθερίες), αλλά επρόκειτο για παράλληλη (ή σωρευτική) προσέγγιση. Λαμβανομένης υπόψη της αρχικής λογικής των Συνθηκών η οποία εκτέθηκε ανωτέρω, ευλόγως τίθεται το ερώτημα ποιοι λόγοι οδήγησαν το Δικαστήριο σε αυτήν την προσέγγιση. Προφανώς, μολονότι μια τέτοια παράλληλη εφαρμογή των διατάξεων μπορεί να οδηγήσει στην επιθυμητή κατάσταση όπου όλοι οι κανόνες που θεσπίζονται από φορέα όπως η FIFA εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, εντούτοις δεν είναι απρόσκοπτη: τι θα συμβεί, για παράδειγμα, σε περίπτωση κατά την οποία προσβαλλόμενη διάταξη κρίνεται συμβατή με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, αλλά μη συμβατή με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, ή το αντίστροφο; Η ενστικτώδης απάντηση είναι ξεκάθαρη: τα δύο σύνολα κανόνων (ανταγωνισμός και θεμελιώδεις ελευθερίες) πρέπει να αξιολογούνται αυτοτελώς επί της ουσίας.

35.      Ας εξετάσουμε, επί παραδείγματι, την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Royal Antwerp Football Club (18) και ας υποθέσουμε ότι, εφαρμόζοντας τις παραδοχές του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο καταλήγει σε κατάσταση στην οποία οι προσβαλλόμενες διατάξεις (1) έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (19) και (2) συνιστούν περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Εν συνεχεία, πάντοτε εφαρμόζοντας τις παραδοχές της απόφασης Royal Antwerp Football Club στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει ότι ένας ως εκ του αντικειμένου περιορισμός (άρθρο 101 ΣΛΕΕ) απαγορεύεται per se, καθιστώντας αδύνατη την εκτίμησή του υπό το πρίσμα άλλων σκοπών που απορρέουν από τη νομολογία (20) Wouters κ.λπ. (21). Ταυτόχρονα, το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει ενδεχόμενους δικαιολογητικούς λόγους βάσει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και ακόμη και να κρίνει ότι, in casu, οι περιορισμοί είναι δικαιολογημένοι. Κατά συνέπεια, οι προσβαλλόμενες διατάξεις θα ήταν μεν ασύμβατες προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, αλλά συμβατές με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ.

36.      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι οι έννομες συνέπειες που συνδέονται με τις παραβιάσεις των θεμελιωδών ελευθεριών και των κανόνων ανταγωνισμού διαφέρουν θεμελιωδώς: αφ’ ης στιγμής το Δικαστήριο κρίνει ότι η FIFA παρέβη, επί παραδείγματι, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της «δικαιοδοσίας» της FIFA όσον αφορά την εσωτερική αγορά της Ένωσης. Ωστόσο, πρέπει ακόμη να υπάρχει το διασυνοριακό στοιχείο μεταξύ των κρατών μελών. Αντιθέτως, άπαξ διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν, ούτε καν εντός κράτους μέλους.

37.      Εν πάση περιπτώσει, στις παρούσες προτάσεις θα ακολουθήσω την ίδια προσέγγιση με αυτήν του Δικαστηρίου στις ανωτέρω αποφάσεις-ορόσημα, εξετάζοντας τόσο το άρθρο 45 όσο και το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

2.      Οι προσβαλλόμενες διατάξεις

38.      Στο σημείο αυτό, κρίνω σκόπιμο να ανακεφαλαιώσω εν τάχει τις προσβαλλόμενες διατάξεις.

39.      Τα άρθρα 17.1, 17.2 και 17.4 του RSTP προβλέπουν την εις ολόκληρον ευθύνη του ποδοσφαιριστή και του συλλόγου που επιθυμεί να τον προσλάβει για την καταβολή της αποζημίωσης που οφείλεται στον σύλλογο με τον οποίο λύθηκε το συμβόλαιο χωρίς νόμιμη αιτία. Επιπλέον, στον ποδοσφαιριστή και στον σύλλογο επιβάλλονται αθλητικές και οικονομικές κυρώσεις. Στο εξής, θα αναφέρομαι στους εν λόγω κανόνες ως «κανόνες περί αποζημίωσης και κυρώσεων».

40.      Κατά το άρθρο 9.1 του RSTP και το άρθρο 8.2.7 του παραρτήματος 3 του RSTP, η ομοσπονδία στην οποία υπάγεται ο προηγούμενος σύλλογος του ποδοσφαιριστή έχει δικαίωμα να μην εκδώσει το ITC, αναγκαίο για την πρόσληψη του ποδοσφαιριστή από νέο σύλλογο, εάν υφίσταται διαφορά μεταξύ του προηγούμενου συλλόγου και του ποδοσφαιριστή.

3.      Περιορισμός κατά το άρθρο 45 ΣΛΕΕ

41.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ απαγορεύει κάθε μέτρο, είτε αυτό βασίζεται στην ιθαγένεια είτε εφαρμόζεται ανεξαρτήτως ιθαγένειας, το οποίο ενδέχεται να αποβεί δυσμενές για τους υπηκόους της Ένωσης που επιθυμούν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το κράτος μέλος καταγωγής τους, εμποδίζοντάς τους ή αποθαρρύνοντάς τους να εγκαταλείψουν το δεύτερο (22).

42.      Ο περιοριστικός χαρακτήρας του συνόλου των προσβαλλομένων διατάξεων ουδόλως αμφισβητείται, όπως αποδεικνύεται ιδίως από το γεγονός ότι ουδείς από τους μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία επιχείρησε να αμφισβητήσει τον χαρακτήρα αυτόν.

43.      Πράγματι, οι διατάξεις που προβλέπουν από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη του νέου συλλόγου για την καταβολή της αποζημίωσης που οφείλει ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στον προηγούμενο σύλλογο λόγω πρόωρης λύσεως του συμβολαίου χωρίς νόμιμη αιτία είναι ικανές να αποθαρρύνουν ή να αποτρέψουν τους συλλόγους από το να προσλάβουν τον ποδοσφαιριστή υπό τον φόβο του οικονομικού κινδύνου. Το ίδιο ισχύει για την αθλητική κύρωση που συνίσταται στην απαγόρευση για τον σύλλογο να εγγράψει νέους ποδοσφαιριστές, σε εθνική ή διεθνή κλίμακα, επί δύο πλήρεις και συναπτές μεταγραφικές περιόδους, καθώς και στη μη έκδοση του ITC. Τούτο μπορεί πράγματι να εμποδίσει έναν ποδοσφαιριστή να ασκήσει το επάγγελμά του σε σύλλογο άλλου κράτους μέλους.

44.      Συναφώς, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν οι προσβαλλόμενες διατάξεις συνιστούν έμμεση δυσμενή διάκριση εις βάρος υπηκόων άλλων κρατών μελών ή αν συνιστούν απλώς εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Σημασία έχει ότι οι ποδοσφαιριστές εμποδίζονται κατ’ ουσίαν να μετακινηθούν σε συλλόγους άλλων κρατών μελών. Αυτό ακριβώς συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση: o BZ, Γάλλος υπήκοος που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα, είχε την πρόθεση να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα στο Βέλγιο, κράτος του οποίου δεν είχε την ιθαγένεια. Οι προσβαλλόμενες διατάξεις τον εμπόδισαν κατ’ ουσίαν να το πράξει.

4.      Επί του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

45.      Κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

46.      Οι προσβαλλόμενες διατάξεις συνιστούν αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 101 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (23) που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της ίδιας διάταξης (24). Συναφώς, επισημαίνω ότι το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις έχουν αντικείμενο που γενικώς θα ενέπιπτε στο εργατικό δίκαιο δεν μεταβάλλει το ανωτέρω συμπέρασμα. Ειδικότερα, η λεγόμενη «εξαίρεση Albany» δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, για τον απλούστατο λόγο ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν συνιστούν συλλογικές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων (25). Αντιθέτως, όπως ορθώς επισημαίνει ο BZ, η FIFA θέσπισε το RSTP ακριβώς λόγω της έλλειψης τέτοιων συμβάσεων.

47.      Εν συνεχεία, θα εξετάσω αν οι προσβαλλόμενες διατάξεις συνιστούν συμπεριφορά που έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

48.      Ο BZ και η FIFPro ισχυρίζονται ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις έχουν ως αντικείμενο (26) τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το άρθρο 17, το άρθρο 9.1 του RSTP καθώς και το άρθρο 8.2.7 του παραρτήματος 3 του RSTP, λαμβανομένων υπόψη της διατύπωσής τους, του οικονομικού και νομικού πλαισίου τους καθώς και του σκοπού που επιδιώκουν, έχουν ως αντικείμενο, και εν πάση περιπτώσει, ως αποτέλεσμα, τόσο πραγματικό όσο και δυνητικό, την επιβολή στο σύνολο των «επιχειρήσεων», οι οποίες, από οικονομική άποψη, είναι οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι που είναι μέλη των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών οι οποίες είναι μέλη της FIFA, ενός συνόλου προϋποθέσεων τόσο απαγορευτικών και αποτρεπτικών, προκειμένου να διασφαλιστούν οι υπηρεσίες ποδοσφαιριστών υψηλού επιπέδου οι οποίοι δεν είναι πλέον συμβεβλημένοι με ανταγωνιστή σύλλογο, αλλά των οποίων το συμβόλαιο φέρεται να λύθηκε χωρίς νόμιμη αιτία, ώστε να πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις περιορίζουν ή δεσμεύουν υπέρμετρα, από νομική και πρακτική άποψη, τη δυνατότητα των συλλόγων αυτών να ανταγωνίζονται μεταξύ τους κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ένας τέτοιος περιορισμός καθίσταται ακόμη πιο ουσιώδης στο μέτρο που σχετίζεται με στοιχείο το οποίο, σύμφωνα με τη νομική και οικονομική θεωρία, αποτελεί μία από τις κύριες παραμέτρους βάσει των οποίων οι σύλλογοι μπορούν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, δεδομένου ότι η ίδια η πρόσληψη ποδοσφαιριστών συνδέεται με την οργάνωση και τη μετάδοση διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων. Περαιτέρω, οι ανωτέρω κανόνες περιορίζουν, κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό, τη δυνατότητα των ίδιων των ποδοσφαιριστών να ανταγωνίζονται μεταξύ τους.

49.      Αντιθέτως, η FIFA και η URBSFA αμφισβητούν την ύπαρξη περιορισμού κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και επικεντρώνονται σε ενδεχόμενη δικαιολόγηση των προσβαλλομένων διατάξεων. Η Ελληνική και η Ουγγρική Κυβέρνηση προβάλλουν παρεμφερή επιχειρήματα. Η Γαλλική Κυβέρνηση παραπέμπει κατ’ ουσίαν στο αιτούν δικαστήριο τον έλεγχο του ζητήματος περιορισμού ως εκ του αντικειμένου ή ως εκ του αποτελέσματος κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (27).

50.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι υπάρχει περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος. Υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου τους, του οικονομικού και νομικού πλαισίου τους και των σκοπών που επιδιώκουν, στο μέτρο που εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση λύσης συμβολαίου χωρίς νόμιμη αιτία και, επομένως, ουδόλως επηρεάζουν τη δυνατότητα των συλλόγων να ανταγωνίζονται ελεύθερα με την υπογραφή συμβολαίων με ποδοσφαιριστές τόσο κατά τη λήξη του συμβολαίου που τους δεσμεύει με τον προηγούμενο σύλλογό τους όσο και κατά τη διάρκεια του συμβολαίου αυτού, εφόσον η ανωτέρω υπογραφή συμβολαίου έχει συμφωνηθεί από όλους τους εμπλεκόμενους και έχουν τηρηθεί οι διάφοροι χρονικοί και ουσιαστικοί κανόνες που διέπουν τη μεταγραφή των ποδοσφαιριστών.

α)      Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ)

51.      Προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ή ως εκ του αποτελέσματος, πρέπει να εξετασθεί, σε πρώτο στάδιο, το αντικείμενο της επίμαχης συμπεριφοράς. Σε περίπτωση κατά την οποία, κατά το πέρας της συγκεκριμένης εξετάσεως, αποδεικνύεται ότι η συμπεριφορά έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, παρέλκει η εξέταση του αποτελέσματός της επί του ανταγωνισμού. Επομένως, μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω συμπεριφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο απαιτείται να εξετασθεί, σε δεύτερο στάδιο, το αποτέλεσμα αυτό (28). Προκειμένου να διαπιστωθεί, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αν μια συμφωνία, μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή μια εναρμονισμένη πρακτική είναι, ως εκ της φύσεώς της (29), αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, απαιτείται να εξετασθεί, πρώτον, το περιεχόμενο της επίμαχης συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής, δεύτερον, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και, τρίτον, οι σκοποί των οποίων επιδιώκεται η επίτευξη με την εν λόγω συμφωνία, απόφαση ή πρακτική (30).

52.      Ο συνδυασμός των προσβαλλομένων διατάξεων οδηγεί στην ακόλουθη κατάσταση: το άρθρο 17 του RSTP προβλέπει ότι εάν ποδοσφαιριστής λύσει το συμβόλαιο χωρίς νόμιμη αιτία, πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση και επιβάλλονται αυστηρές αθλητικές κυρώσεις. Επιπλέον, κατά το άρθρο 8.2 του παραρτήματος 3 του RSTP, στον εν λόγω ποδοσφαιριστή δεν χορηγείται ITC που καθιστά δυνατό σε έναν σύλλογο να τον χρησιμοποιήσει.

53.      Με άλλα λόγια, οι συνέπειες της λύσης του συμβολαίου από έναν ποδοσφαιριστή χωρίς νόμιμη αιτία είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικές με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά απίθανο ποδοσφαιριστής να ακολουθήσει αυτήν την οδό. Οι προσβαλλόμενες διατάξεις είναι σχεδιασμένες ώστε να λειτουργούν αποτρεπτικά και εκφοβιστικά για τους ποδοσφαιριστές. Το ίδιο ισχύει και για τους συλλόγους που ενδεχομένως ενδιαφέρονται να προσελκύσουν νέους ποδοσφαιριστές, ενόσω οι τελευταίοι έχουν τρέχουσα δέσμευση με ισχύον συμβόλαιο. Το «τίμημα» μιας τέτοιας ενέργειας είναι εξαιρετικά υψηλό.

54.      Συνεπώς, ως εκ της φύσεώς τους (31), οι προσβαλλόμενες διατάξεις περιορίζουν τη δυνατότητα των ποδοσφαιριστών να αλλάζουν συλλόγους και, αντιστρόφως, τους (νέους) συλλόγους να προσλαμβάνουν ποδοσφαιριστές, σε περίπτωση κατά την οποία το συμβόλαιό τους λύθηκε χωρίς νόμιμη αιτία. Όπως ρητώς έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο, η πρόσληψη ταλαντούχων ποδοσφαιριστών συνιστά «μία από τις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στον οποίο μπορούν να επιδίδονται οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι» (32), γεγονός που καθιστά τους ποδοσφαιριστές τον σημαντικότερο «συντελεστή παραγωγής» (33) για τους συλλόγους.

55.      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι προσβαλλόμενες διατάξεις, περιορίζοντας τη δυνατότητα των συλλόγων να προσλαμβάνουν ποδοσφαιριστές, οπωσδήποτε επηρεάζουν τον ανταγωνισμό μεταξύ συλλόγων όσον αφορά την απόκτηση επαγγελματιών ποδοσφαιριστών.

56.      Τα ανωτέρω στοιχεία συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Υπάρχουν προφανώς άλλες περιπτώσεις στις οποίες οι ποδοσφαιριστές μπορούν να αλλάξουν συλλόγους και να προσληφθούν, ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει, όπως υπονοεί η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, ότι δεν υφίσταται περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (34). Σε περίπτωση κατά την οποία το συμβόλαιο λυθεί χωρίς νόμιμη αιτία, δυνάμει των προσβαλλομένων διατάξεων, ο ανταγωνισμός παύει. Φρονώ ότι η ως άνω περίπτωση αποτελεί παράδειγμα περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

β)      Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος (άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ)

57.      Κατόπιν της ανάλυσής μου, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν οι προσβαλλόμενες διατάξεις συνεπάγονται περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος. Τούτου λεχθέντος, κατά τη γνώμη μου είναι προφανές ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις έχουν, τουλάχιστον, ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της FIFA διευκρίνισε ότι δεν υφίσταται στην πράξη λύση συμβολαίου χωρίς νόμιμη αιτία, γεγονός που εκτιμώ ότι αποτελεί σαφέστατη απόδειξη του γεγονότος ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις λειτουργούν εκφοβιστικά, όπως εκτέθηκε ανωτέρω.

γ)      Εξαίρεση (άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ)

58.      Φρονώ ότι προδήλως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για ενδεχόμενη εξαίρεση κατά το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, λόγος για τον οποίο δεν θα εξεταστεί στις παρούσες προτάσεις (35).

δ)      Συμπέρασμα σχετικά με το άρθρο 101

59.      Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αντιτίθεται στις προσβαλλόμενες διατάξεις. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού όχι ως εκ του αντικειμένου, αλλά ως εκ του αποτελέσματος, το επόμενο στάδιο περιλαμβάνει την εκτίμηση των προσβαλλομένων διατάξεων υπό το πρίσμα άλλων σκοπών σύμφωνα με τη νομολογία Wouters κ.λπ. (36), προκειμένου να εξακριβωθεί αν δικαιολογούνται από την επιδίωξη ενός ή περισσοτέρων θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν αφ’ εαυτών αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα (37). Συναφώς, ο έλεγχος είναι κατ’ ουσίαν συγκρίσιμος με τον έλεγχο του δικαιολογημένου χαρακτήρα κατά το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, το οποίο θα εξετάσω εν συνεχεία.

5.      Δικαιολογητικοί λόγοι

60.      Περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων δεν επιτρέπεται, εκτός αν, πρώτον, δικαιολογείται από έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (38) ή από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος (39) και, δεύτερον, συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, όπερ προϋποθέτει ότι είναι κατάλληλος να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (40).

α)      Διαπίστωση της συνδρομής επιτακτικού λόγου δημόσιου συμφέροντος

61.      Η FIFA και η URBSFA υποστηρίζουν ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις αποσκοπούν στη διατήρηση της συμβατικής σταθερότητας στον τομέα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και, ειδικότερα, στη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν τόσο οι ποδοσφαιριστές όσο και οι σύλλογοι.

62.      Φρονώ ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι λόγοι ως επιτακτικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος, στο μέτρο που δεν αποτελούν σκοπούς αμιγώς οικονομικής φύσης (41). Επιπλέον, στο μέτρο που η συμβατική σταθερότητα φέρεται να συμβάλλει σε ορισμένους ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των συλλόγων, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ρητώς τον σκοπό της διατηρήσεως ισορροπίας μεταξύ των συλλόγων, διά της εξασφαλίσεως των ίσων ευκαιριών και του απρόβλεπτου των αποτελεσμάτων (42).

β)      Αρχή της αναλογικότητας

63.      Περαιτέρω, οι προσβαλλόμενες διατάξεις πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι πρέπει να είναι κατάλληλες για τη διασφάλιση, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, της υλοποίησης του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνουν πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει την αναλογικότητα των προσβαλλομένων διατάξεων. Συναφώς, η FIFA φέρει το βάρος αποδείξεως της αναλογικότητας των προσβαλλομένων διατάξεων.

1)      Καταλληλότητα

64.      Οι προσβαλλόμενες διατάξεις φαίνεται ότι είναι γενικώς ικανές να ευνοήσουν τη συμβατική σταθερότητα και να συμβάλουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τόσο στη σταθερότητα της σύνθεσης των ομάδων στις αθλητικές διοργανώσεις όσο και στην επίτευξη ορισμένης ισορροπίας μεταξύ των συλλόγων στις αθλητικές διοργανώσεις διασφαλίζοντας σε ορισμένο βαθμό ίσες ευκαιρίες. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω άθλημα έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, δεδομένου ότι για να λειτουργήσει το σύστημα των ποδοσφαιρικών συλλόγων χρειάζονται αντίπαλοι (43).

65.      Η υποχρέωση του ποδοσφαιριστή και του νέου συλλόγου να καταβάλλουν αποζημίωση (44) αποθαρρύνει τους ποδοσφαιριστές από τη λύση των συμβολαίων τους χωρίς νόμιμη αιτία και αποτρέπει τους συλλόγους από την πρόσληψη ποδοσφαιριστή ο οποίος έλυσε πρόωρα το συμβόλαιό του χωρίς νόμιμη αιτία. Το ίδιο ισχύει για τις αθλητικές κυρώσεις (45) καθώς και για το ITC (46), η μη έκδοση του οποίου επιδεινώνει τη δυσχερή θέση των ποδοσφαιριστών καθόσον δημιουργεί τεχνικό εμπόδιο για τη μεταγραφή τους σε νέο σύλλογο που ανήκει σε άλλη ομοσπονδία.

2)      Αναγκαίος χαρακτήρας

66.      Περαιτέρω, οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν πρέπει να βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της συμβατικής σταθερότητας (47).

i)      Αποζημίωση λόγω λύσης του συμβολαίου (άρθρο 17.1 του RSTP)

67.      Η καταβολή αποζημίωσης λόγω λύσης συμβολαίου χωρίς νόμιμη αιτία μπορεί να θεωρηθεί ως ευλόγως αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της συμβατικής σταθερότητας. Εντούτοις, ο υπολογισμός της εν λόγω αποζημίωσης πρέπει να είναι τέτοιος ώστε το ποσό που οφείλει ο συμβαλλόμενος στον οποίο καταλογίζεται η έλλειψη νομίμου αιτίας να μην υπερβαίνει αυτό που μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί αναγκαίο για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο έτερος συμβαλλόμενος λόγω λύσης του συμβολαίου και για να αποτρέψει, στην υπό κρίση υπόθεση τον ποδοσφαιριστή, από τη λύση του συμβολαίου χωρίς νόμιμη αιτία (48).

ii)    Από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη (άρθρο 17.2 του RSTP) και αθλητικές κυρώσεις (άρθρο 17.4 του RSTP)

68.      Μολονότι, κατά την άποψη της FIFA, είναι δύσκολο να προσδιοριστούν οι λόγοι που οδήγησαν στην πρόωρη λύση του συμβολαίου του επαγγελματία ποδοσφαιριστή με τον προηγούμενο σύλλογό του, όταν ποδοσφαιριστής προσλαμβάνεται από άλλο σύλλογο, φρονώ ότι η συστηματική απόδοση ευθύνης στον νέο σύλλογο βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού, σε περίπτωση κατά την οποία ο νέος σύλλογος ουδεμία ανάμειξη είχε στη λύση του συμβολαίου. Το τεκμήριο του άρθρου 17.4 του RSTP, ότι ο νέος σύλλογος υποκίνησε τον ποδοσφαιριστή στη λύση του συμβολαίου είναι μάλλον υπερβολικά αυστηρό, δεδομένου ότι δεν αντιλαμβάνομαι πώς ο νέος σύλλογος μπορεί να αποδείξει ότι δεν ευθύνεται. Καίτοι μπορεί να υποστηριχθεί, όπως προβάλλουν η FIFA και η Επιτροπή, ότι είναι δυνατή παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 17.2 του RSTP, καθόσον το DRC διαθέτει την εξουσία να περιορίσει την εφαρμογή της αρχής της από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνης (49), είμαι της γνώμης ότι η παροχή τέτοιας διακριτικής ευχέρειας στο DRC δεν παρέχει την απαραίτητη ασφάλεια δικαίου στους ποδοσφαιριστές και τους συλλόγους, καθώς τα πάντα εξαρτώνται από την επάρκεια και την ταχύτητα μιας διαδικασίας που φαίνεται δύσκολο να αξιολογηθεί.

iii) Διεθνές πιστοποιητικό μεταγραφής (άρθρο 8.2.7 και άρθρο 8.2.4, στοιχείο b, του παραρτήματος 3 του RSTP)

69.      Στην υπό κρίση υπόθεση, το άρθρο 8.2.7 του παραρτήματος 3 του RSTP ενέχει τον κίνδυνο άρνησης έκδοσης του ITC, απλώς βάσει του ισχυρισμού ότι ο ποδοσφαιριστής αθέτησε τους όρους του συμβολαίου του και ότι ο σύλλογος υποχρεώθηκε να λύσει το συμβόλαιο λόγω της προβαλλόμενης αθέτησης εκ μέρους του ποδοσφαιριστή των συμβατικών του υποχρεώσεων. Και στην περίπτωση αυτή, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το σύστημα ενέχει την αναγκαία ευελιξία, υπό την έννοια ότι, εάν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποδοσφαιριστή και του προηγούμενου συλλόγου του, η FIFA μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του νέου συλλόγου και υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να λάβει προσωρινά μέτρα (50). Ωστόσο, εν προκειμένω, φρονώ ότι τα εν λόγω στοιχεία είναι υπερβολικά αδύναμα ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία για την επίτευξη της συμβατικής σταθερότητας.

γ)      Επί του άρθρου 15 του Χάρτη

70.      Δεδομένου ότι ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία επικαλούνται το άρθρο 15 του Χάρτη, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω την εν λόγω διάταξη στις παρούσες προτάσεις.

1)      Πεδίο εφαρμογής: άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη

71.      Πριν εξετάσω το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 του Χάρτη, πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί αν το άρθρο αυτό έχει, κατ’ αρχήν, εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Με άλλα λόγια, δεσμεύεται η FIFA, κατά τη θέσπιση κανόνων όπως το RSTP, από τον Χάρτη, και ειδικότερα από το άρθρο 15 αυτού;

72.      Είμαι της γνώμης ότι η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι καταφατική.

73.      Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, το οποίο καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.

74.      Η FIFA δεν αποτελεί stricto sensu κράτος μέλος που εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης.

75.      Εντούτοις, όπως έχω εξηγήσει σε άλλη υπόθεση, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, ιδιωτικοί φορείς όπως η FIFA δεν είναι συγκρίσιμοι από λειτουργικής απόψεως με θεσμικό όργανο της Ένωσης, αλλά με κράτος μέλος το οποίο επιδιώκει να δικαιολογήσει περιορισμό θεμελιώδους ελευθερίας (51). Κατά πάγια νομολογία, από την έκδοση της απόφασης Walrave and Koch (52), οι διατάξεις της Συνθήκης εφαρμόζονται σε φορέα όπως η FIFA. Ένας τέτοιος φορέας αντιμετωπίζεται σαν να ήταν κράτος μέλος το οποίο επιδιώκει να δικαιολογήσει περιορισμό θεμελιώδους ελευθερίας (ή, ενδεχομένως, περιορισμό του ανταγωνισμού). Κατά συνέπεια, είναι λογικό, σε μια τέτοια περίπτωση, να έχουν εφαρμογή σε αυτήν οι διατάξεις του Χάρτη υπό την έννοια ότι δεσμεύεται από αυτές. Με άλλα λόγια, με δεδομένο ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίσταται ζήτημα οριζόντιας εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ σε φορέα όπως η FIFA, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την εφαρμογή του Χάρτη (53).

76.      Η φράση «εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης» διευκρινίστηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Åkerberg Fransson (54), στην οποία το Δικαστήριο στηρίχθηκε στις επεξηγήσεις του Χάρτη και έκρινε ότι η υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων που καθορίζονται στο πλαίσιο της Ένωσης επιβάλλεται στα κράτη μέλη μόνον όταν ενεργούν εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (55). Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη πρέπει να γίνονται σεβαστά όταν εθνική κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, δεν μπορούν να υφίστανται περιπτώσεις που να εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά στις οποίες να μην μπορούν να εφαρμοστούν τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα. Η δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται τη δυνατότητα εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη (56).

77.      Φρονώ ότι μια τέτοια «αρχή παράλληλης εφαρμογής» συνάδει πλήρως με τη ratio του άρθρου 51 του Χάρτη, η οποία συνίσταται στη διασφάλιση, εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, του σεβασμού των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στον Χάρτη.

78.      Εξάλλου, υπενθυμίζω την επί πολλά έτη νομολογία, τόσο πριν (57) όσο και μετά (58) τη θέση σε ισχύ του Χάρτη, σύμφωνα με την οποία, όταν ένα κράτος μέλος προτίθεται να επικαλεστεί δικαιολογητικό λόγο στο πλαίσιο περιορισμού θεμελιώδους ελευθερίας, το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης.

79.      Βάσει των προεκτεθέντων, δεν βλέπω κανέναν λόγο για τον οποίο, εν τοιαύτη περιπτώσει, οι διατάξεις του Χάρτη δεν θα πρέπει να εφαρμοστούν υπό την έννοια να δύνανται οι ιδιώτες να τις επικαλούνται έναντι φορέα όπως η FIFA (59).

80.      Τέλος, θα ήθελα να διατυπώσω άλλη μια σύντομη παρατήρηση σχετικά με τη μεθοδολογία. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, υποστηρίζω ότι η ενδεδειγμένη προσέγγιση για την εξέταση της συμβατότητας των προσβαλλομένων διατάξεων με τον Χάρτη είναι στο πλαίσιο της ανάλυσης του δικαιολογητικού λόγου που προέβαλαν η FIFA και η URBSFA. Συναφώς, συμμερίζομαι πλήρως τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe ότι, «όταν το Δικαστήριο εξετάζει εθνική κανονιστική ρύθμιση υπό το πρίσμα των ελευθεριών κυκλοφορίας, η προβαλλόμενη προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στον Χάρτη δεν δύναται να εξεταστεί ανεξάρτητα από το ζήτημα της προσβολής των εν λόγω ελευθεριών» (60). Αρκεί να προστεθεί ότι αυτή είναι η προσέγγιση την οποία έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα και το Δικαστήριο: τα ζητήματα που αφορούν θεμελιώδη δικαιώματα σε υποθέσεις ελεύθερης κυκλοφορίας εξετάζονται στο πλαίσιο της δικαιολόγησης του περιορισμού (61).

2)      Ουσιαστικές απαιτήσεις του άρθρου 15 του Χάρτη

81.      Θα ήθελα να διευκρινίσω ήδη στο παρόν στάδιο ότι η ανάλυση που ακολουθεί σχετικά με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του Χάρτη (62) δεν διαφέρει ουσιωδώς από την ανάλυση επί του άρθρου 45 ΣΛΕΕ.

82.      Πρώτον, σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, το οικονομικό δικαίωμα (θεμελιώδες και ατομικό) που προβλέπεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ (63) πρέπει να θεωρηθεί ως λειτουργικώς ισοδύναμο με το άρθρο 15 του Χάρτη (64), συνεπώς θα περιοριστώ, για λόγους πληρότητας, στις σκέψεις που ακολουθούν (65). Συναφώς, θα ήθελα να επισημάνω ενδεχόμενα προβλήματα, τα οποία θα πρέπει να επιλυθούν από το Δικαστήριο σε κάποιο στάδιο.

83.      Πρώτον, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή του, το άρθρο 15, παράγραφος 1, του Χάρτη, προβλέπει το δικαίωμα επιλογής και άσκησης επαγγέλματος ή απασχόλησης (66). Δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις αφορούν την άσκηση του επαγγέλματος του ποδοσφαιριστή, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προστασίας του άρθρου 15, παράγραφος 1, του Χάρτη.

84.      Δεύτερον, όσον αφορά τον ενδεχόμενο περιορισμό του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος, το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει ότι κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

85.      Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν το RSTP πρέπει να θεωρηθεί «νόμος» κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη (67). Εδώ, η ενστικτώδης και κατά τη γνώμη μου εν τέλει πειστική απάντηση είναι ότι, σε αφηρημένο επίπεδο, πράξη όπως το RSTP μπορεί να συνιστά «νόμο», με τη συλλογιστική και σε αυτήν την περίπτωση να είναι ανάλογη με εκείνη επί του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω: εφόσον μια πράξη της FIFA ή της URBSFA θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Χάρτη σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, τότε η πράξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως «νόμος» κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Με άλλα λόγια, θα ήθελα να προκρίνω μια λειτουργική προσέγγιση όσον αφορά τον ορισμό του όρου «νόμος» και να θεωρήσω το RSTP «ουσιαστικό δίκαιο», δεδομένου ότι έχει διατυπωθεί και προορίζεται να εφαρμοστεί κατά τρόπο αφηρημένο. Μολονότι έχω επίγνωση της συνταγματικής σημασίας μιας τέτοιας διαπίστωσης, η οποία ασφαλώς χρήζει ενδελεχούς εξέτασης σε περίπτωση κατά την οποία το άρθρο 15 του Χάρτη δεν «απορροφάται», όπως στην υπό κρίση υπόθεση, από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, φρονώ ότι πρόκειται για συνέπεια της επέκτασης της τελευταίας διάταξης σε φορείς όπως η FIFA.

86.      Ακολούθως, οι επίμαχοι κανόνες πρέπει να είναι επαρκώς προσβάσιμοι και διατυπωμένοι με επαρκή ακρίβεια (68). Φρονώ ότι τούτο συμβαίνει στην περίπτωση του RSTP.

87.      Τέλος, όσον αφορά τον εναπομείναντα έλεγχο του περιορισμού (προσδιορισμός δικαιολογητικού λόγου, αναλογικότητα), δεδομένου ότι είναι λειτουργικώς ισοδύναμος με εκείνον του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, παραπέμπω στις αντίστοιχες σκέψεις που αναπτύχθηκαν ανωτέρω στις παρούσες προτάσεις.

IV.    Πρόταση

88.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Cour d’appel de Mons (εφετείο Μονς, Βέλγιο) ως εξής:

(1)      το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνες που θεσπίσθηκαν από ομοσπονδία επιφορτισμένη με τη διοργάνωση ποδοσφαιρικών αγώνων σε παγκόσμιο επίπεδο και εφαρμόζονται τόσο από την εν λόγω ομοσπονδία όσο και από τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες που είναι μέλη της, οι οποίοι προβλέπουν την εις ολόκληρον ευθύνη του ποδοσφαιριστή και του συλλόγου που επιθυμεί να τον προσλάβει για την καταβολή της αποζημίωσης που οφείλεται στον σύλλογο με τον οποίο λύθηκε το συμβόλαιο χωρίς νόμιμη αιτία και προβλέπουν ότι ομοσπονδία στην οποία υπάγεται ο προηγούμενος σύλλογος του ποδοσφαιριστή έχει δικαίωμα να μην εκδώσει το πιστοποιητικό διεθνούς μεταγραφής, αναγκαίο για την πρόσληψη του ποδοσφαιριστή από νέο σύλλογο, εάν υφίσταται διαφορά μεταξύ του προηγούμενου συλλόγου και του ποδοσφαιριστή, εάν διαπιστωθεί, αφενός, ότι οι εν λόγω αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και, αφετέρου, ότι έχουν είτε ως αντικείμενο είτε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων, εκτός αν, στη δεύτερη από τις ανωτέρω περιπτώσεις, αποδειχθεί, με πειστικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία, ότι δικαιολογούνται από την επιδίωξη ενός ή περισσοτέρων θεμιτών σκοπών και είναι απολύτως αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

(2)      το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή κανόνων που θεσπίσθηκαν από ομοσπονδία επιφορτισμένη με τη διοργάνωση ποδοσφαιρικών αγώνων σε παγκόσμιο επίπεδο και εφαρμόζονται τόσο από την εν λόγω ομοσπονδία όσο και από τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες που είναι μέλη της:

–        οι οποίοι προβλέπουν την εις ολόκληρον ευθύνη του ποδοσφαιριστή και του συλλόγου που επιθυμεί να τον προσλάβει για την καταβολή της αποζημίωσης που οφείλεται στον σύλλογο με τον οποίο λύθηκε το συμβόλαιο χωρίς νόμιμη αιτία, εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι πράγματι δυνατό, εντός εύλογης προθεσμίας, να μην εφαρμοστεί η ως άνω αρχή, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί ότι ο νέος σύλλογος δεν είχε ανάμειξη στην πρόωρη και αδικαιολόγητη λύση του συμβολαίου του ποδοσφαιριστή·

–        οι οποίοι προβλέπουν ότι ομοσπονδία στην οποία υπάγεται ο προηγούμενος σύλλογος του ποδοσφαιριστή έχει δικαίωμα να μην εκδώσει το πιστοποιητικό διεθνούς μεταγραφής, αναγκαίο για την πρόσληψη του ποδοσφαιριστή από νέο σύλλογο, εάν υφίσταται διαφορά μεταξύ του προηγούμενου συλλόγου και του ποδοσφαιριστή, εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί ότι μπορούν να ληφθούν αποτελεσματικά, πραγματικά και άμεσα προσωρινά μέτρα σε περίπτωση κατά την οποία ο ποδοσφαιριστής απλώς φέρεται να αθέτησε τους όρους του συμβολαίου του και ότι ο σύλλογος αναγκάστηκε να λύσει το συμβόλαιο λόγω της προβαλλόμενης αθέτησης εκ μέρους του ποδοσφαιριστή των συμβατικών του υποχρεώσεων.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Βλ. άρθρο 2, στοιχείο c, του καταστατικού της FIFA.


3      Βλ. άρθρο 2, στοιχείο d, του καταστατικού της FIFA.


4      Βλ. άρθρο 24, παράγραφος 1, του καταστατικού της FIFA.


5      Βλ. άρθρο 24, παράγραφος 2, του καταστατικού της FIFA


6      Βλ. άρθρο 24, παράγραφος 3, του καταστατικού της FIFA.


7      Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο d, του καταστατικού της FIFA.


8      Βλ. άρθρο 20, παράγραφος 1, του καταστατικού της FIFA.


9      Οι FIFPro, FIFPro Europe και η UNFP είναι ομοσπονδίες ή «συνδικαλιστικές οργανώσεις» οι οποίες εκπροσωπούν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και γαλλικό επίπεδο. Οι ανωτέρω ομοσπονδίες ζήτησαν να παρέμβουν εκουσίως στη διαφορά της κύριας δίκης, κατόπιν της απόφασης του αιτούντος δικαστηρίου να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε στο Δικαστήριο ότι οι τρεις αιτούσες την παρέμβαση ομοσπονδίες πρέπει να θεωρηθούν ως μετέχουσες στη διαδικασία βάσει των εθνικών κανόνων που έχουν εφαρμογή επ’ αυτών. Κατά συνέπεια, μπορούν να μετάσχουν στην έγγραφη και προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.


10      Συνεπώς, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης δεν περιορίζονται στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, παρέλκει η εξέταση των εξαιρέσεων που περιέχονται στην απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten (C‑268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 50).


11      Βλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company (C‑333/21, EU:C:2023:1011, στο εξής: απόφαση European Superleague Company), και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club (C‑680/21, EU:C:2023:1010, στο εξής: απόφαση Royal Antwerp Football Club). Περαιτέρω, την ίδια ημέρα το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία εξέτασε ρύθμιση θεσπισθείσα από διεθνή αθλητική ένωση στον τομέα της παγοδρομίας: βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής (C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, στο εξής: απόφαση International Skating Union).


12      Ενδεικτικά, θα θεωρήσω πολλά νομικά ζητήματα ως δεδομένα, όπως το γεγονός ότι οι κανόνες που θεσπίζονται από φορείς όπως η FIFA και η URBSFA, οι οποίες, σύμφωνα με τα αντίστοιχα καταστατικά τους, είναι ενώσεις ιδιωτικού δικαίου που είναι επιφορτισμένες με την οργάνωση του ποδοσφαίρου σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό ή εθνικό επίπεδο, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.


13      Θα ήθελα να επισημάνω παρεμπιπτόντως ότι ο παράλληλος έλεγχος του Δικαστηρίου τόσο βάσει των κανόνων ανταγωνισμού όσο και των κανόνων της εσωτερικής αγοράς αποτελεί σχετικά νέο φαινόμενο. Πράγματι, στην απόφαση Bosman, το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι οι επίμαχες διατάξεις ήταν αντίθετες προς το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, για λόγους δικονομικής οικονομίας έκρινε ότι παρέλκει η ερμηνεία των νυν άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 138). Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση εκείνη αφορούσαν τόσο τους κανόνες ανταγωνισμού όσο και τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lenz στην υπόθεση Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:293).


14      Βλ., λεπτομερώς, Müller-Graff, P.-C., «Die Verfassungsziele der Europäischen Union», σημεία 128 έως 136, σε Dauses, M. A., Handbuch des EU-Wirtschaftsrechts, τόμος I, EL 59, C.H. Beck, Μόναχο, 2023.


15      Η ως άνω επιβεβαίωση στο επίπεδο του πρωτογενούς δικαίου (του οποίου τα πρωτόκολλα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος, βλ. άρθρο 51 ΣΕΕ) ήταν αναγκαία δεδομένου ότι το πρώην άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, ΕΚ (κατά το οποίο η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει «ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά») δεν αποτυπώνεται πλέον στα άρθρα 3 έως 6 ΣΕΕ, τα οποία, με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, αντικατέστησαν, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 3, παράγραφος 1, ΕΚ.


16      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1974, Walrave και Koch (36/74, EU:C:1974:140, σκέψη 17).


17      Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν σε ισχύ νομοθεσία η οποία επέτρεπε σε επιχείρηση να παραβιάζει το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης, διότι η νομοθεσία αυτή ήταν ικανή να εξαλείψει την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου του ανταγωνισμού.  Βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1987, van Vlaamse Reisbureaus (311/85, EU:C:1987:418, σκέψη 10).


18      Στην οποία είχα την ευκαιρία να αναπτύξω τις προτάσεις, όσον αφορά το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, τις οποίες με ικανοποίηση διαπίστωσα ότι ακολούθησε, σε μεγάλο βαθμό, το Δικαστήριο στην απόφασή του.


19      Βλ. απόφαση Royal Antwerp Football Club (σκέψεις 101 έως 111).


20      Βλ. απόφαση Royal Antwerp Football Club (σκέψη 115). Βλ., επίσης, αποφάσεις European Superleague Company (σκέψη 186) και International Skating Union (σκέψη 113).


21      Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002 (C‑309/99, EU:C:2002:98). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company (C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψη 186), και International Skating Union (C‑124/21 P, EU:C:2023:1012, σκέψη 113)


22      Βλ. απόφαση Royal Antwerp Football Club (σκέψη 136 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, Graf (C‑190/98, EU:C:2000:49, σκέψη 18), και της 10ης Οκτωβρίου 2019, Krah (C‑703/17, EU:C:2019:850, σκέψη 40).


23      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Royal Antwerp Football Club (σκέψη 81).


24      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Royal Antwerp Football Club (σκέψη 84).


25      Η εν λόγω εξαίρεση αφορά τρεις αποφάσεις του Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν την ίδια ημέρα, σχετικά με την υποχρεωτική υπαγωγή σε κλαδικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Ειδικότερα, στην υπόθεση Albany, μια ολλανδική επιχείρηση αμφισβήτησε την υποχρεωτική υπαγωγή όλων των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα σε σύστημα επικουρικών συντάξεων, υποστηρίζοντας ότι η επιταγή αυτή περιόριζε τον ανταγωνισμό και ήταν ασυμβίβαστη προς το νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ, καθόσον οι εταιρίες δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν εναλλακτικές συντάξεις για την προσέλκυση εργαζομένων. Με την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Albany (C‑67/96, EU:C:1999:430, σκέψεις 59 επ.), το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι «ασφαλώς, ορισμένα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα είναι σύμφυτα με τις συλλογικές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων», ωστόσο οι συμβάσεις αυτές «ως εκ της φύσεως και του αντικειμένου τους δεν εμπίπτουν στο άρθρο [101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ]». Βλ., επίσης, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Brentjens’ (C‑115/97 έως C‑117/97, EU:C:1999:434, σκέψεις 56 επ.), και της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Drijvende Bokken (C‑219/97, EU:C:1999:437, σκέψεις 46 επ.).


26      Ή, επικουρικώς, τουλάχιστον ως αποτέλεσμα.


27      Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν λαμβάνει θέση επί του ζητήματος αυτού.


28      Βλ. απόφαση Royal Antwerp Football Club (σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


29      Δηλαδή, «καθαυτήν», βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 57).


30      Βλ. απόφαση Royal Antwerp Football Club (σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


31      Μολονότι έχω προφανώς επίγνωση του γεγονότος ότι εναπόκειται εν τέλει στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν οι προσβαλλόμενες διατάξεις είναι, ως εκ της φύσεώς τους, αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν «ως αντικείμενο» τον περιορισμό του ανταγωνισμού, φρονώ ότι, βάσει των στοιχείων που έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, το τελευταίο είναι σε θέση να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο επ’ αυτού.


32      Βλ. απόφαση Royal Antwerp Football Club (σκέψη 107).


33      Συμφωνώ πλήρως με τον εν λόγω όρο, τον οποίο χρησιμοποίησε η FIFPro στις γραπτές παρατηρήσεις της.


34      Αντιθέτως, συμμερίζομαι τη μη δεσμευτική δήλωση της Επιτροπής, που περιλαμβάνεται στις «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης στις συλλογικές συμβάσεις όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας των αυτοαπασχολούμενων χωρίς υπαλλήλους», ανακοίνωση της Επιτροπής (ΕΕ 2002, C 374, σ. 2), όπου επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία οι επαγγελματικοί αθλητικοί σύλλογοι ενός κράτους μέλους συμφωνούν μεταξύ τους να μην προσλαμβάνουν αθλητές ο ένας από τον άλλον κατά τη διάρκεια ισχύος των συμβάσεων των αθλητών με κάποιον από τους αθλητικούς συλλόγους, μια τέτοια συμφωνία ενδέχεται να συνιστά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ως εκ του αντικειμένου, διότι περιορίζει τον ανταγωνισμό μεταξύ των αθλητικών συλλόγων για την πρόσληψη των καλύτερων αθλητών στην αγορά.


35      Επί των τεσσάρων σωρευτικών στοιχείων που πρέπει να συντρέχουν στο πλαίσιο αυτό, βλ., λεπτομερώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, European Superleague Company (C‑333/21, EU:C:2023:1011, σκέψεις 189 έως 200).


36      Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002 (C‑309/99, EU:C:2002:98).


37      Βλ. απόφαση Royal Antwerp Football Club (σκέψεις 113 επ.).


38      Δημόσια τάξη, δημόσια ασφάλεια ή δημόσια υγεία.


39      Το Δικαστήριο έχει χρησιμοποιήσει, με την πάροδο των ετών, διαφορετική ορολογία για να προσδιορίσει λόγους μη οικονομικής φύσης ως δικαιολογητικούς λόγους οι οποίοι έχουν αναπτυχθεί (και αναπτύσσονται) από τη νομολογία. Βλ. Martucci, F., Droit du marché intérieur de l’Union européenne, Presses Universitaires de France, Παρίσι, 2021, σημείο 261. Χάριν ευκολίας, στις παρούσες προτάσεις, θα χρησιμοποιώ τον όρο «επιτακτικός λόγος δημόσιου συμφέροντος».


40      Πρβλ., κατ’ ουσίαν, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 104), της 16ης Μαρτίου 2010, Olympique Lyonnais (C‑325/08, EU:C:2010:143, σκέψη 38), και της 10ης Οκτωβρίου 2019, Krah (C‑703/17, EU:C:2019:850, σκέψη 55).


41      Κατά πάγια νομολογία, σκοποί αμιγώς οικονομικής φύσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη: βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, Prestige and Limousine (C‑50/21, EU:C:2023:448, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


42      Βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 106).


43      Πρβλ. Weatherill, S., «Is Sport “Special”?», EU Law Live, 23.01.2024, https://eulawlive.com/competition-corner/op-ed-is-sport-special-by-stephen-weatherill/.


44      Άρθρα 17.1 και 17.2 του RSTJ.


45      Άρθρο 17.4 του RSTJ.


46      Άρθρο 8.2.7 και άρθρο 8.2.4, στοιχείο b, του παραρτήματος 3 του RSTJ.


47      Θα ήθελα να επαναλάβω ότι δεν βλέπω κανέναν λόγο που να δικαιολογεί παρέκκλιση από την πάγια νομολογία και την παροχή, στη FIFA, ευρύτερης διακριτικής ευχέρειας από ό,τι θα παρεχόταν κανονικά. Βλ., λεπτομερέστερα, προτάσεις μου στην υπόθεση Royal Antwerp Football Club (C‑680/21, EU:C:2023:188, σημεία 74 έως 78).


48      Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 17.1 του RSTJ, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης περιλαμβάνουν την αμοιβή και λοιπές παροχές οφειλόμενες προς τον ποδοσφαιριστή δυνάμει του εν ισχύι συμβολαίου και/ή του νέου συμβολαίου, την υπολειπόμενη διάρκεια του εν ισχύι συμβολαίου με ανώτατο όριο τα πέντε έτη, τα έξοδα και τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ή τις οποίες κατέβαλε ο προηγούμενος σύλλογος (που αποσβέσθηκαν εντός της συμβατικής περιόδου), εφόσον η λύση επέλθει κατά τη διάρκεια περιόδου προστασίας.


49      Όπως φαίνεται να συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση.


50      Βλ. άρθρο 8.2.7, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος 3 του RSTJ.


51      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Royal Antwerp Football Club (C‑680/21, EU:C:2023:188, σημείο 54). Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση αφορά περίπτωση αρνητικής ολοκλήρωσης, στην οποία μια οντότητα προτίθεται να περιορίσει θεμελιώδη ελευθερία, προκειμένου να προωθήσει μια άλλη πολιτική την οποία θεωρεί υπέρτερης σημασίας.


52      Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1974 (36/74, EU:C:1974:140, σκέψη 17).


53      Όσον αφορά την αλληλεπίδραση μεταξύ του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 15 του Χάρτη, την άποψη αυτή συμμερίζονται οι Kühling, J., Drechsler, S., σε Pechstein, M., Nowak, C., Häde, U. (επιμ.), Frankfurter Kommentar zu EUV, GRC und AEUV, 2η έκδ., τόμος I, Mohr Siebeck, Tübingen, 2023, άρθρο 15 του Χάρτη, σημείο 5.


54      Βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 20).


55      Όπ.π.


56      Βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 21). Πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής (C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 62), της 21ης Μαΐου 2019, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Επικαρπία επί γεωργικών γαιών) (C‑235/17, EU:C:2019:432, σκέψη 63), και της 6ης Οκτωβρίου 2021, ECOTEX BULGARIA (C‑544/19, EU:C:2021:803, σκέψη 85).


57      Βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991, ΕΡΤ (C‑260/89, EU:C:1991:254, σκέψη 43).


58      Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Pfleger κ.λπ. (C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 35).


59      Την άποψη αυτή συμμερίζεται, εξάλλου, το κυρίαρχο μέρος της θεωρίας: βλ., για παράδειγμα, Kliesch, J., Der Status des Profifußballers im Europäischen Recht, Nomos, Baden-Baden, 2017, σ. 151 έως 159.


60      Βλ. προτάσεις στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις SEGRO και Horváth (C‑52/16 και C‑113/16, EU:C:2017:410, σημείο 142).


61      Βλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth (C‑52/16 και C‑113/16, EU:C:2018:157, σκέψεις 127 επ.), και της 21ης Μαΐου 2019, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Επικαρπίες επί γεωργικών γαιών) (C‑235/17, EU:C:2019:432, σκέψεις 54 επ.).


62      Για λόγους πληρότητας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι –όπως προκύπτει και από την ίδια τη διατύπωση της διάταξης– το άρθρο 15, παράγραφος 2, του Χάρτη δεν έχει δικό του κανονιστικό περιεχόμενο με αποτέλεσμα να καθίσταται τελικά πλεοναστικό, καθώς αντικατοπτρίζει κατ’ ουσίαν τις θεμελιώδεις ελευθερίες που περιέχονται στα άρθρα 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 15 του Χάρτη (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17). Πρβλ. Kühling, J., Drechsler, S., σε Pechstein, M., Nowak, C., Häde, U. (επιμ.), Frankfurter Kommentar zu EUV, GRC und AEUV, όπ.π., άρθρο 15 του Χάρτη, σημείο 11, και Streinz, R., σε Streinz, R. (επιμ.), EUV/AEUV Kommentar, C.H. Beck, Μόναχο, 3η έκδ., 2018, άρθρο 15 του Χάρτη, σημείο 14. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει παγίως ότι η ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, του Χάρτη ανταποκρίνεται στην ερμηνεία των άρθρων 45 και 49 ΣΛΕΕ, βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2013, Gardella (C‑233/12, EU:C:2013:449, σκέψη 39), της 7ης Απριλίου 2016, ONEm και M. (C‑284/15, EU:C:2016:220, σκέψη 33), και της 8ης Ιουλίου 2021, Lietuvos Respublikos sveikatos apsaugos ministerija (C‑166/20, EU:C:2021:554, σκέψη 32).


63      Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lenz στην υπόθεση Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:293, σημείο 203), όπου το άρθρο 45 ΣΛΕΕ χαρακτηρίζεται ως «θεμελιώδες δικαίωμα πoυ παρέχει η Συvθήκη ατoμικά σε όλoυς τoυς εργαζoμένoυς της [Ένωσης]».


64      Βλ., επί του ζητήματος αυτού, Mantouvalou, V., Frantziou, E., σε Peers, S., Hervey, T., Kenner, J., και Ward, A. (επιμ.), The EU Charter of Fundamental Rights: A Commentary, 2η έκδ., C.H. Beck, Hart, Nomos, 2021, άρθρο 15, σημείο 15.04.


65      Τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το άρθρο 15 του Χάρτη έχει αυτοτελές κανονιστικό περιεχόμενο σε σχέση με το περιεχόμενο του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, σε κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, όπου το μέτρο όντως περιορίζει σαφώς την ελεύθερη κυκλοφορία, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.


66      Πρβλ. Jarass, H. D., Charta der Grundrechte der Europäischen Union, 4η έκδ., C.H. Beck, Μόναχο, 2021, άρθρο 15, σημείο 8.


67      Πρβλ., Kliesch, J., Der Status des Profifußballers im Europäischen Recht, Nomos, Baden‑Baden, 2017, σ. 279.


68      Επί της απαίτησης αυτής, βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ, Sunday Times κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1979:0426JUD000653874, § 49).