Language of document : ECLI:EU:C:2024:389

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Μαΐου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 – Διαδικασίες αναδιάρθρωσης, αφερεγγυότητας και απαλλαγής από τα χρέη – Άρθρο 20 – Πρόσβαση σε απαλλαγή – Άρθρο 23 – Παρεκκλίσεις – Άρθρο 23, παράγραφος 4 – Εξαίρεση συγκεκριμένων κατηγοριών χρεών από την απαλλαγή από τα χρέη – Εθνική ρύθμιση η οποία εξαιρεί τις φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές απαιτήσεις από την απαλλαγή από τα χρέη – Δέουσα αιτιολόγηση μιας τέτοιας εξαίρεσης»

Στην υπόθεση C‑20/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal da Relação do Porto (εφετείο του Πόρτο, Πορτογαλία) με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

SF

κατά

MV,

Instituto da Segurança Social IP,

Autoridade Tributária e Aduaneira,

Cofidis SA – Sucursal em Portugal,

παρισταμένου του:

José da Costa Araújo, υπό την ιδιότητά του ως συνδίκου πτώχευσης του SF,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή), N. Wahl, J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο SF, εκπροσωπούμενος από τον U. Freitas, advogado,

–        το Instituto da Segurança Social IP, εκπροσωπούμενο από την A. Serrano, advogada,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη M. Afonso Brigas, την P. Barros da Costa, τον A. de Almeida Morgado, την I. Inverno και την A. Rodrigues,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Ballesteros Panizo,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Braun, τον J. L. Buendía Sierra και την I. Melo Sampaio,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 4, της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (Οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα) (ΕΕ 2019, L 172, σ. 18), καθώς και του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του SF, φυσικού προσώπου το οποίο κατέστη αφερέγγυο (στο εξής: οφειλέτης), και, αφετέρου, του MV, του Instituto da Segurança Social IP (Ιδρύματος κοινωνικής ασφάλισης, Πορτογαλία), της Autoridade Tributária e Aduaneira (φορολογικής και τελωνειακής αρχής, Πορτογαλία) και της Cofidis SA – Sucursal em Portugal, σχετικά με αίτηση περί απαλλαγής από τα χρέη την οποία υπέβαλε ο οφειλέτης στο πλαίσιο της εις βάρος του διαδικασίας αφερεγγυότητας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 78 και 81 της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα:

«(78)      Η πλήρης απαλλαγή από τα χρέη ή η λήξη της ανικανότητας ή της έκπτωσης εντός τριών ετών δεν ενδείκνυται πάντοτε, και μπορούν συνεπώς να θεσπιστούν δεόντως αιτιολογημένες παρεκκλίσεις για λόγους που ορίζονται στις εθνικές νομοθεσίες. Για παράδειγμα, όταν ο οφειλέτης επιδεικνύει ανέντιμη ή κακόπιστη συμπεριφορά. Σε περίπτωση που οι επιχειρηματίες δεν απολαύουν του τεκμηρίου της εντιμότητας και της καλής πίστεως κατά το εθνικό δίκαιο, το βάρος της απόδειξης της εντιμότητας και της καλής πίστεως αυτών δεν θα πρέπει να καθιστά υπερβολικά δύσκολη ή επαχθή την ένταξή τους στη διαδικασία.

[...]

(81)      Όταν υπάρχει δεόντως αιτιολογημένος λόγος κατά την εθνική νομοθεσία, είναι ενδεχομένως σκόπιμο να περιορίζεται η δυνατότητα απαλλαγής για ορισμένες κατηγορίες χρέους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποκλείσουν τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα χρέη από τη δυνατότητα απαλλαγής μόνο μέχρι την αξία της ασφάλειας όπως καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία, ενώ το υπόλοιπο των χρεών θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μη ασφαλισμένο χρέος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν επιπλέον κατηγορίες χρεών αν δικαιολογείται.»

4        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 10, της οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[...]

10)      “πλήρης απαλλαγή από τα χρέη”: ακύρωση της δυνατότητας να ληφθούν διωκτικά μέτρα κατά του επιχειρηματία για τα δεκτικά απαλλαγής χρέη του ή διαγραφή των ανεξόφλητων δεκτικών απαλλαγής χρεών αυτών καθαυτών, στο πλαίσιο διαδικασίας δυναμένης να περιλαμβάνει ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ή σχέδιο αποπληρωμής ή και τα δύο».

5        Το άρθρο 20 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσβαση σε απαλλαγή», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αφερέγγυοι επιχειρηματίες να έχουν πρόσβαση σε τουλάχιστον μία διαδικασία που μπορεί να οδηγεί σε πλήρη απαλλαγή από τα χρέη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν ως προϋπόθεση τη διακοπή της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας με την οποία σχετίζονται τα χρέη ενός αφερέγγυου επιχειρηματία.

2.      Τα κράτη μέλη στα οποία η πλήρης απαλλαγή από τα χρέη τελεί υπό τον όρο της μερικής αποπληρωμής των χρεών από τον επιχειρηματία διασφαλίζουν ότι η σχετική υποχρέωση αποπληρωμής βασίζεται στην ατομική κατάσταση του επιχειρηματία και, ιδίως, ότι είναι αναλογική προς το δεκτικό κατάσχεσης ή διαθέσιμο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία του επιχειρηματία κατά την περίοδο απαλλαγής και λαμβάνει υπόψη το συμφέρον των πιστωτών σύμφωνα με τους κανόνες της ευθυδικίας.

3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρηματίες οι οποίοι έχουν απαλλαγεί από τα χρέη τους μπορούν να επωφεληθούν από τα υφιστάμενα εθνικά πλαίσια που προβλέπουν την παροχή στήριξης σε επιχειρηματίες, περιλαμβανομένης της πρόσβασης σε συναφείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τα πλαίσια αυτά.»

6        Το άρθρο 23 της οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Παρεκκλίσεις», προβλέπει στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών από την απαλλαγή από τα χρέη ή να περιορίζουν την πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη [ή] να θεσπίζουν μεγαλύτερη περίοδο απαλλαγής στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εξαιρέσεις, περιορισμοί ή μεγαλύτερες περίοδοι απαλλαγής αιτιολογούνται δεόντως, όπως στην περίπτωση:

α)      εμπραγμάτως ασφαλισμέν[ων] χρε[ών]·

β)      χρε[ών] που προκύπτουν από ή σε σχέση με ποινικές κυρώσεις·

γ)      χρε[ών] που προκύπτουν από αδικοπρακτική ευθύνη·

δ)      χρε[ών] που αφορούν υποχρεώσεις διατροφής οι οποίες απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις, σχέσεις συγγένειας εξ αίματος, γάμου ή αγχιστείας·

ε)      χρε[ών] που γεννώνται μετά την υποβολή αίτησης για την κίνηση της διαδικασίας που οδηγεί σε απαλλαγή από τα χρέη· και

στ)      χρε[ών] που απορρέουν από την υποχρέωση καταβολής του κόστους της διαδικασίας που οδηγεί σε απαλλαγή από τα χρέη.»

7        Το άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο στις 17 Ιουλίου 2021 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία, με την εξαίρεση των διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 28 στοιχεία α), β) και γ) και οι οποίες θεσπίζονται και δημοσιεύονται το αργότερο στις 17 Ιουλίου 2024 και των διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 28 στοιχείο δ) και οι οποίες θεσπίζονται και δημοσιεύονται το αργότερο στις 17 Ιουλίου 2026. Ανακοινώνουν αμέσως στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία από τις 17 Ιουλίου 2021, με την εξαίρεση των διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 28 στοιχεία α), β) και γ) και οι οποίες εφαρμόζονται από τις 17 Ιουλίου 2024 και των διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 28 στοιχείο δ) και οι οποίες εφαρμόζονται από τις 17 Ιουλίου 2026.»

8        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 35 της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει ότι η οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οδηγία άρχισε να ισχύει στις 16 Ιουλίου 2019.

 Το πορτογαλικό δίκαιο

 Ο CIRE

9        Το επιγραφόμενο «Γενική αρχή» άρθρο 235 του Código da Insolvência e da Recuperação de Empresas (Κώδικα αφερεγγυότητας και εξυγιάνσεως των επιχειρήσεων), ο οποίος εγκρίθηκε με το Decreto-Lei n.o 53/2004 (νομοθετικό διάταγμα 53/2004), της 18ης Μαρτίου 2004 (Diário da República I, σειρά I-A, αριθ. 66, της 18ης Μαρτίου 2004), και όπως τροποποιήθηκε με τον Lei n.o 9/2022 (νόμο 9/2022), της 11ης Ιανουαρίου 2022 (Diário da República, σειρά 1, αριθ. 7, της 11ης Ιανουαρίου 2022) (στο εξής: CIRE), έχει ως ακολούθως:

«Εάν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, επιτρέπεται η απαλλαγή από τις πτωχευτικές απαιτήσεις που δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή εντός τριών ετών από την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας, υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου.»

10      Το άρθρο 242, παράγραφος 2, του CIRE ορίζει τα εξής:

«Η χορήγηση ειδικών πλεονεκτημάτων σε πιστωτή που μετέχει σε διαδικασία αφερεγγυότητας από τον οφειλέτη ή από τρίτο είναι άκυρη.»

11      Το άρθρο 245, παράγραφος 2, στοιχείο d, του CIRE προβλέπει ότι η απαλλαγή από τα χρέη δεν περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, «τις φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές απαιτήσεις».

12      Το 2022 η Πορτογαλική Δημοκρατία μετέφερε την οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα στην εθνική έννομη τάξη με τον νόμο 9/2022, της 11ης Ιανουαρίου 2022, ο οποίος δεν επέφερε τροποποιήσεις στη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 245, παράγραφος 2, του CIRE απαρίθμηση των εξαιρούμενων από την απαλλαγή από τα χρέη απαιτήσεων, στην οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές απαιτήσεις. Ο νόμος αυτός δεν εισήγαγε κάποιου είδους αιτιολόγηση όσον αφορά την εξαίρεση των ως άνω απαιτήσεων.

 Ο LGT

13      Ο lei Geral Tributária (Γενικός φορολογικός νόμος), ο οποίος εγκρίθηκε με το Decreto-Lei n.o 398/98 (νομοθετικό διάταγμα 398/98), της 17ης Δεκεμβρίου 1998 (Diário da República I, σειρά I-A, αριθ. 290, της 17ης Δεκεμβρίου 1998) (στο εξής: LGT), θεσπίζει και καθορίζει τις γενικές αρχές που διέπουν το πορτογαλικό φορολογικό δίκαιο, τις εξουσίες των φορολογικών αρχών και τις εγγυήσεις των οποίων απολαύουν οι φορολογούμενοι.

14      Το άρθρο 5 του LGT προβλέπει τα κάτωθι:

«1.      Η φορολόγηση αποσκοπεί στην κάλυψη των οικονομικών αναγκών του κράτους και άλλων δημόσιων φορέων και στην προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας των ευκαιριών και της αναγκαίας διόρθωσης των ανισοτήτων στην κατανομή του πλούτου και των εισοδημάτων.

2.      Η φορολόγηση διέπεται από τις αρχές της καθολικότητας, της ισότητας, της νομιμότητας και της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης.»

15      Κατά το άρθρο 30, παράγραφοι 2 και 3, του LGT:

«2.      Η φορολογική απαίτηση είναι αναπαλλοτρίωτη, οι δε προϋποθέσεις που διέπουν τη μείωση ή τη διαγραφή της καθορίζονται μόνον τηρουμένης της αρχής της ισότητας και της φορολογικής νομιμότητας.

3.      Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου υπερισχύουν κάθε ειδικής νομοθεσίας.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2018, έχουσα ισχύ δεδικασμένου, ο οφειλέτης κηρύχθηκε αφερέγγυος.

17      Στις 23 Ιανουαρίου 2019 το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε προσωρινά δεκτή την αίτηση περί απαλλαγής από τα χρέη που είχε υποβάλει ο οφειλέτης.

18      Στις 29 Ιουλίου 2022 ο διορισθείς σύνδικος πτώχευσης υπέβαλε τελική έκθεση, βάσει της οποίας εκτιμούσε ότι έπρεπε να χορηγηθεί στον οφειλέτη απαλλαγή από τα χρέη.

19      Με απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2022, χορηγήθηκε στον οφειλέτη απαλλαγή από τα χρέη, εξαιρουμένων των φορολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών απαιτήσεων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 245, παράγραφος 2, στοιχείο d, του CIRE.

20      Ο οφειλέτης άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Tribunal da Relação do Porto (εφετείου του Πόρτο, Πορτογαλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Προς στήριξη της έφεσής του προέβαλε ότι το άρθρο 245, παράγραφος 2, του CIRE δεν συνάδει με το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα, καθότι η εξαίρεση των φορολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών απαιτήσεων από την απαλλαγή από τα χρέη, αντιθέτως προς ό,τι προβλέπεται στην τελευταία αυτή διάταξη, δεν «αιτιολογ[είται] δεόντως». Επιπλέον, η εξαίρεση αυτή παρακωλύει την υλοποίηση των επιδιωκόμενων από την οδηγία σκοπών.

21      Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο νόμος 9/2022, της 11ης Ιανουαρίου 2022, με τον οποίο μεταφέρθηκε η εν λόγω οδηγία στο πορτογαλικό δίκαιο, δεν περιέχει οποιαδήποτε αιτιολόγηση όσον αφορά την επίμαχη εξαίρεση και ότι τέτοια αιτιολόγηση δεν προβλεπόταν ούτε στο σχετικό σχέδιο νόμου. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, πέραν των αμφιβολιών σχετικά με τη συμβατότητα του άρθρου 245, παράγραφος 2, του CIRE με την οδηγία αυτή, διατηρεί επίσης αμφιβολίες όσον αφορά το ζήτημα αν η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτήν εξαίρεση συνιστά πρόσκομμα, μεταξύ άλλων, στην επίτευξη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας, της Συνθήκης ΛΕΕ και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal da Relação do Porto (εφετείο του Πόρτο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 23, παράγραφος 4, της [οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα] την έννοια ότι η εξαίρεση άλλων χρεών (πέραν των απαριθμούμενων [στη διάταξη αυτή]) επιτρέπεται μόνον όταν “αιτιολογ[είται] δεόντως”;

2)      Πρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα των κρατών μελών να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών από την απαλλαγή από τα χρέη (εφόσον η εν λόγω εξαίρεση αιτιολογείται δεόντως, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 23, παράγραφος 4, της [οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα]) έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαιρούν τις φορολογικές απαιτήσεις (που δεν μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο), με αποτέλεσμα να περιέρχονται σε προνομιακή θέση έναντι των λοιπών πιστωτών;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, ποια κριτήρια πρέπει να πληροί η εν λόγω αιτιολόγηση, κατά το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχουν τόσο ο Ευρωπαίος όσο και ο εθνικός νομοθέτης [“απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας” (άρθρο 18 ΣΛΕΕ) και “επιχειρηματική ελευθερία” (άρθρο 16 του [Χάρτη]), καθώς και θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς];

4)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι ορισμοί (κατά το δίκαιο της Ένωσης και για τον σκοπό της ερμηνείας της [οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα]) των εννοιών των “χρε[ών] που προκύπτουν από ή σε σχέση με ποινικές κυρώσεις” και των “χρε[ών] που προκύπτουν από αδικοπρακτική ευθύνη” περιλαμβάνουν επίσης τις φορολογικές οφειλές, κατά τα προβλεπόμενα στην εσωτερική νομοθετική πράξη περί μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της [οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα] (νόμος 9/2022 της 11ης Ιανουαρίου 2022);»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

23      Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι η οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα δεν έχει εφαρμογή στη διαδικασία από την οποία προέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης καθόσον η επίμαχη αίτηση περί απαλλαγής υποβλήθηκε πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας αυτής.

24      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο της θεσπισθείσας από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της αποφάσεως την οποία πρόκειται να εκδώσει, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να απαντήσει (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Consejería de Presidencia, Justicia e Interior de la Comunidad de Madrid κ.λπ., C‑59/22, C‑110/22 και C‑159/22, EU:C:2024:149, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Άρνηση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβαλλόμενα ερωτήματα (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Consejería de Presidencia, Justicia e Interior de la Comunidad de Madrid κ.λπ., C‑59/22, C‑110/22 και C‑159/22, EU:C:2024:149, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Εξάλλου, από το άρθρο 35 της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα προκύπτει ότι αυτή άρχισε να ισχύει στις 16 Ιουλίου 2019. Επιπλέον, το άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν, δημοσιεύουν και εφαρμόζουν, το αργότερο στις 17 Ιουλίου 2021, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν, μεταξύ άλλων, προς το άρθρο 23 αυτής. Εξ αυτού συνάγεται ότι, από την προμνημονευθείσα ημερομηνία και έπειτα, τα κράτη μέλη όφειλαν, δυνάμει του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 23 της οδηγίας αυτής [πρβλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών 2009/72 και 2009/73), C‑718/18, EU:C:2021:662, σκέψη 118 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

27      Εν προκειμένω, η απόφαση περί απαλλαγής από τα χρέη που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης εκδόθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2022. Κατά συνέπεια, κατά την ημερομηνία αυτή, το δικαστήριο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση όφειλε να πράξει τούτο με πλήρη σεβασμό των σκοπών και των υποχρεώσεων που προβλέπει η οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

28      Η ανωτέρω εκτίμηση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η αίτηση περί απαλλαγής από τα χρέη η οποία οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως υποβλήθηκε πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας αυτής. Συγκεκριμένα, το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα ορίζει ότι η δυνατότητα των κρατών μελών να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων από την απαλλαγή από τα χρέη, να περιορίζουν την πρόσβαση στην απαλλαγή από τα χρέη ή να θεσπίζουν μεγαλύτερη περίοδο απαλλαγής υπόκειται στην προϋπόθεση οι εν λόγω παρεκκλίσεις από την απαλλαγή από τα χρέη να αιτιολογούνται δεόντως. Στο μέτρο που η εν λόγω απαίτηση περί αιτιολογήσεως οριοθετεί το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών όσον αφορά τη θέσπιση των οικείων παρεκκλίσεων, προορίζεται να εφαρμόζεται επίσης οσάκις, ναι μεν οι αιτήσεις περί απαλλαγής από τα χρέη υποβλήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής, πλην όμως η απόφαση επί των αιτήσεων αυτών ελήφθη μετά το πέρας της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

29      Επομένως, η οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, η δε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

30      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα έχει την έννοια ότι τυχόν εξαίρεση άλλης συγκεκριμένης κατηγορίας απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, από την απαλλαγή από τα χρέη επιτρέπεται μόνον εφόσον «αιτιολογ[είται] δεόντως».

31      Συναφώς, διαπιστώνεται καταρχάς ότι η απαρίθμηση των συγκεκριμένων κατηγοριών απαιτήσεων που διαλαμβάνεται στην εν λόγω διάταξη εισάγεται με τη φράση «όπως στην περίπτωση» και ότι διατύπωση έχουσα το ίδιο νόημα χρησιμοποιείται και στις αποδόσεις της στις λοιπές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης της απόδοσης της διάταξης αυτής στην πορτογαλική γλώσσα. Επομένως, από το γράμμα της εν λόγω διάταξης προκύπτει ότι οι συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων που μνημονεύονται σ’ αυτή δεν απαριθμούνται κατά τρόπο εξαντλητικό [πρβλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη), C‑687/22, EU:C:2024:287, σκέψη 37].

32      Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα σύμφωνα με την οποία η απαρίθμηση που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή δεν έχει εξαντλητικό, αλλά ενδεικτικό χαρακτήρα, επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 81 της οδηγίας, από την οποία συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι τα κράτη μέλη «θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν επιπλέον κατηγορίες χρεών αν δικαιολογείται» [απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη), C‑687/22, EU:C:2024:287, σκέψη 38].

33      Επομένως, το άρθρο 23, παράγραφος 4, έχει την έννοια ότι η απαρίθμηση των συγκεκριμένων κατηγοριών απαιτήσεων που διαλαμβάνεται σ’ αυτό δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα και ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν άλλες συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, από την απαλλαγή από τα χρέη, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις [απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη), C‑687/22, EU:C:2024:287, σκέψη 39].

34      Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ρητώς υπαγάγει την άσκηση της κατ’ αυτόν τον τρόπο χορηγηθείσας στα κράτη μέλη δυνατότητας, κατ’ άρθρο 23, παράγραφος 4, στην προϋπόθεση οι εν λόγω εξαιρέσεις να «αιτιολογούνται δεόντως», το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν ο εθνικός νομοθέτης θεσπίζει τέτοιες παρεκκλίσεις, οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπισή τους πρέπει να πηγάζουν από το εθνικό δίκαιο ή από τη διαδικασία που κατέληξε στη θέσπισή τους και ότι με τους λόγους αυτούς πρέπει να επιδιώκεται ένας θεμιτός σκοπός δημοσίου συμφέροντος [απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη), C‑687/22, EU:C:2024:287, σκέψη 42].

35      Ακολούθως, τόσο από την αιτιολογική σκέψη 78 της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα, η οποία κάνει λόγο για «δεόντως αιτιολογημένες παρεκκλίσεις για λόγους που ορίζονται στις εθνικές νομοθεσίες», όσο και από την αιτιολογική σκέψη 81 της οδηγίας, η οποία αναφέρεται στην ύπαρξη «δεόντως αιτιολογημέν[ου] λόγ[ου] κατά την εθνική νομοθεσία», μπορεί να συναχθεί ότι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη της Ένωσης, αρκεί η τήρηση των προβλεπόμενων σχετικώς στα διάφορα εθνικά δίκαια λεπτομερών κανόνων [απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη), C‑687/22, EU:C:2024:287, σκέψη 43].

36      Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών του, η οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα δεν απαιτεί η αιτιολόγηση της εξαίρεσης συγκεκριμένης κατηγορίας απαιτήσεων από την απαλλαγή από τα χρέη να εμπεριέχεται στην ίδια την πράξη με την οποία μεταφέρεται η οδηγία αυτή στο εθνικό δίκαιο.

37      Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, από την εν λόγω οδηγία προκύπτει ότι η αιτιολόγηση που πρέπει να παρέχεται από το εκάστοτε κράτος μέλος προς στήριξη μιας εξαίρεσης όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να απορρέει είτε από τη διαδικασία που οδήγησε στη γένεση της διαφοράς αυτής είτε από το εθνικό δίκαιο. Συνακόλουθα, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, όταν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, οι προπαρασκευαστικές εργασίες, το προοίμιο και η αιτιολογική έκθεση των νομοθετικών ή κανονιστικών πράξεων συνιστούν αναπόσπαστο μέρος των τελευταίων ή αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για την ερμηνεία τους και περιέχουν αιτιολόγηση της εξαίρεσης συγκεκριμένης κατηγορίας απαιτήσεων από την απαλλαγή από τα χρέη, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αιτιολόγηση αυτή συνάδει προς τις απαιτήσεις του άρθρου 23, παράγραφος 4, της ίδιας οδηγίας [πρβλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη), C‑687/22, EU:C:2024:287, σκέψη 54]. Όσον αφορά δε τη δεύτερη περίπτωση, η εν λόγω αιτιολόγηση μπορεί επίσης να περιέχεται σε άλλες διατάξεις του εθνικού δικαίου πέραν εκείνης που προβλέπει την εξαίρεση αυτή όπως σε εθνική συνταγματική, νομοθετική ή κανονιστική διάταξη.

38      Στην υπό κρίση υπόθεση, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει, αφενός, ότι το άρθρο 103, παράγραφος 1, του Constituição da República Portuguesa (Συντάγματος της Πορτογαλικής Δημοκρατίας) προβλέπει ότι το φορολογικό σύστημα αποσκοπεί στην κάλυψη των οικονομικών αναγκών του κράτους και των λοιπών δημόσιων φορέων καθώς και στη δίκαιη κατανομή των εισοδημάτων και του πλούτου και, αφετέρου, ότι τα άρθρα 5 και 30 του LGT θεσπίζουν σκοπούς και αρχές που δικαιολογούν την εξαίρεση των φορολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών απαιτήσεων από την απαλλαγή από τα χρέη, όπως είναι η κάλυψη των οικονομικών αναγκών του κράτους, η προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας των ευκαιριών, καθώς και η αναγκαία διόρθωση των ανισοτήτων στην κατανομή του πλούτου και των εισοδημάτων σύμφωνα με τις αρχές της καθολικότητας, της ισότητας, της νομιμότητας, της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης και του αναπαλλοτρίωτου της φορολογικής απαίτησης. Φαίνεται επομένως, a priori, ότι υφίσταται αιτιολόγηση της επίμαχης εξαίρεσης στο πορτογαλικό δίκαιο. Ωστόσο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο, να εκτιμήσει αν η εν λόγω εξαίρεση αιτιολογείται δεόντως δυνάμει του εθνικού δικαίου.

39      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα έχει την έννοια ότι τυχόν εξαίρεση άλλης συγκεκριμένης κατηγορίας απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, από την απαλλαγή από τα χρέη επιτρέπεται μόνον εφόσον αιτιολογείται δεόντως δυνάμει του εθνικού δικαίου.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

40      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, όπως είναι οι φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές απαιτήσεις, από την απαλλαγή από τα χρέη και να τους παρέχουν κατ’ αυτόν τον τρόπο προνομιακό καθεστώς.

41      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, αφενός, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, η εν λόγω διάταξη έχει την έννοια ότι η απαρίθμηση των συγκεκριμένων κατηγοριών απαιτήσεων που διαλαμβάνεται σ’ αυτή δεν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα και ότι τα κράτη μέλη έχουν την δυνατότητα να εξαιρούν άλλες συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, από την απαλλαγή από τα χρέη, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

42      Αφετέρου, όσον αφορά το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά την άσκηση της δυνατότητας αυτής, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι ούτε η οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα ούτε οι προπαρασκευαστικές εργασίες για τη θέσπιση της οδηγίας αυτής περιέχουν στοιχεία ικανά να ενισχύσουν τη θέση σύμφωνα με την οποία, δεδομένης της εσωτερικής συνοχής των κατηγοριών απαιτήσεων που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να περιορίσει το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών ως προς την εξαίρεση από την απαλλαγή από τα χρέη άλλων κατηγοριών απαιτήσεων πέραν εκείνων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτήν, όπως είναι οι φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές απαιτήσεις. Τουναντίον, από τις παρασκευαστικές αυτές εργασίες προκύπτει ειδικότερα ότι εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να καταλείπεται στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να μπορούν, κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό τους δίκαιο, να λαμβάνουν υπόψη την επικρατούσα οικονομική κατάσταση και τις υφιστάμενες νομικές δομές σε εθνικό επίπεδο [πρβλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη), C‑687/22, EU:C:2024:287, σκέψη 40].

43      Εξάλλου, μια εξαίρεση απαιτήσεων, όπως των φορολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών απαιτήσεων, από την απαλλαγή από τα χρέη μπορεί να αιτιολογείται δεόντως. Πράγματι, ούτε όλες οι απαιτήσεις είναι της ίδιας φύσεως, ούτε όλοι οι πιστωτές υπάγονται στο ίδιο καθεστώς, η δε είσπραξη των απαιτήσεων αυτών μπορεί να ανταποκρίνεται σε ειδικούς σκοπούς. Συνακόλουθα, δεδομένης της φύσεως των φορολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών απαιτήσεων καθώς και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της είσπραξης των φόρων και των επιβαρύνσεων κοινωνικής ασφαλίσεως, τα κράτη μέλη μπορούν ευλόγως να θεωρούν ότι οι δημόσιοι θεσμικοί πιστωτές δεν ευρίσκονται, από πλευράς εισπράξεως των επίμαχων απαιτήσεων, σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των πιστωτών του εμπορικού ή ιδιωτικού τομέα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το να παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να εξαιρούν τις φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές απαιτήσεις από την απαλλαγή από τα χρέη δεν σημαίνει ότι οι δημόσιοι θεσμικοί πιστωτές περιέρχονται αδικαιολόγητα σε προνομιακή θέση σε σχέση με τους λοιπούς πιστωτές που δεν απολαύουν τέτοιας εξαιρέσεως.

44      Επομένως, το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα δεν περιορίζει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη ως προς την επιλογή άλλων κατηγοριών απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, τις οποίες προτίθενται να εξαιρέσουν από την απαλλαγή από τα χρέη [πρβλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Agencia Estatal de la Administración Tributaria (Εξαίρεση των απαιτήσεων του Δημοσίου από την απαλλαγή από τα χρέη), C‑687/22, EU:C:2024:287, σκέψη 41].

45      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, όπως είναι οι φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές απαιτήσεις, από την απαλλαγή από τα χρέη και να τους παρέχουν κατ’ αυτόν τον τρόπο προνομιακό καθεστώς, εφόσον μια τέτοια εξαίρεση αιτιολογείται δεόντως δυνάμει του εθνικού δικαίου.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

46      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η δέουσα αιτιολόγηση μιας θεσπισθείσας από κράτος μέλος στην εθνική έννομη τάξη του εξαίρεσης συγκεκριμένης κατηγορίας απαιτήσεων από την απαλλαγή από τα χρέη πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, της προβλεπόμενης στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, της κατοχυρούμενης στο άρθρο 16 του Χάρτη επιχειρηματικής ελευθερίας καθώς και των θεμελιωδών οικονομικών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς.

47      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το πνεύμα συνεργασίας το οποίο πρέπει να πρυτανεύει στη λειτουργία του συστήματος της προδικαστικής παραπομπής επιτάσσει να εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, στην απόφασή του περί παραπομπής, για ποιους συγκεκριμένους λόγους εκτιμά ότι είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί η απάντηση στα ερωτήματά του σχετικά με την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2023, Commune d’Ans, C‑148/22, EU:C:2023:924, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, προϋπόθεση για να παρασχεθεί χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι να έχει τηρήσει το εθνικό δικαστήριο αυστηρά τις σχετικές με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως απαιτήσεις που προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2023, Commune d’Ans, C‑148/22, EU:C:2023:924, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Συνακόλουθα, είναι απολύτως αναγκαίο, σύμφωνα με το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η απόφαση περί παραπομπής να εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία συγκεκριμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη σχέση που το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2023, Commune d’Ans, C‑148/22, EU:C:2023:924, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων να δύναται να γίνει αντιληπτή η σχέση που το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.

51      Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

 Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

52      Δεδομένων των απαντήσεων που δόθηκαν στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (Οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα),

έχει την έννοια ότι:

τυχόν εξαίρεση άλλης συγκεκριμένης κατηγορίας απαιτήσεων, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, από την απαλλαγή από τα χρέη επιτρέπεται μόνον εφόσον αιτιολογείται δεόντως δυνάμει του εθνικού δικαίου.

2)      Το άρθρο 23, παράγραφος 4, της οδηγίας 2019/1023

έχει την έννοια ότι:

τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, όπως είναι οι φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές απαιτήσεις, από την απαλλαγή από τα χρέη και να τους παρέχουν κατ’ αυτόν τον τρόπο προνομιακό καθεστώς, εφόσον μια τέτοια εξαίρεση αιτιολογείται δεόντως δυνάμει του εθνικού δικαίου.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.