Language of document : ECLI:EU:T:2014:955

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 11ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως — Μεταρρύθμιση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης — Λιγότερο ευνοϊκό καθεστώς στον τομέα της κατ’ αποκοπήν πληρωμής των εξόδων ταξιδίου και της προσαυξήσεως της ετήσιας αδείας λόγω χορηγήσεως περαιτέρω ημερών οδοιπορικής αδείας — Πράξη που δεν αφορά ατομικά την προσφεύγουσα — Εξωσυμβατική ευθύνη — Αιτιώδης σύνδεσμος — Προσφυγή εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Στην υπόθεση T‑20/14,

Huynh Duong Vi Nguyen, υπάλληλος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτοικος Woluwe-Saint-Lambert (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον M. Velardo, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον L. Visaggio και την E. Taneva,

και

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους M. Bauer και A. Bisch,

καθών-εναγόμενα,

που έχει ως αντικείμενο, αφενός, προσφυγή ακυρώσεως, ασκηθείσα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, του άρθρου 1, παράγραφος 65, στοιχείο β΄, και παράγραφος 67, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 287, σ. 15), καθόσον οι διατάξεις αυτές συνδέουν το δικαίωμα επιστροφής των εξόδων ετησίου ταξιδίου και την οδοιπορική άδεια για το ταξίδι αυτό από τη χορήγηση επιδόματος αποδημίας ή εκπατρισμού, και, αφετέρου, αγωγή αποζημιώσεως στηριζόμενη στο άρθρο 340 ΣΛΕΕ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προβάλλει ότι υπέστη η προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το άρθρο 4 του παραρτήματος VII του κανονισμού 31 (ΕΟΚ)/11 (ΕΥΡΑΤΟΜ), περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 19), όπως αυτός ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 (στο εξής: Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013), προέβλεπε:

«1.      Το επίδομα αποδημίας, ίσο με το 16 % του συνολικού ποσού του βασικού μισθού, καθώς και του επιδόματος [στέγης] και του επιδόματος συντηρούμενων τέκνων, τα οποία δικαιούται ο υπάλληλος, χορηγείται:

α)      στον υπάλληλο:

–        ο οποίος δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί ο ενδιαφερόμενος, και

–        ο οποίος δεν είχε μόνιμη διαμονή ή δεν άσκησε κατά συνήθη τρόπο, επί πέντε έτη λήγοντα έξι μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του εν λόγω κράτους. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης δεν λαμβάνονται υπόψη οι καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό.

β)      στον υπάλληλο ο οποίος, παρόλο που είναι ή υπήρξε υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί, είχε τη μόνιμη διαμονή του, κατά συνήθη τρόπο, επί δέκα έτη λήγοντα κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του κράτους αυτού για άλλους λόγους εκτός από την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό.

[…]

2.      Ο υπάλληλος, ο οποίος, επειδή δεν έχει και δεν είχε ποτέ την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, δεν πληροί τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1, δικαιούται επίδομα εκπατρισμού ίσο με το ένα τέταρτο του επιδόματος αποδημίας.

[…]»

2        Το άρθρο 7 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 προέβλεπε:

«1.      Ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφής των εξόδων ταξιδίου για αυτόν τον ίδιο, τον/τη σύζυγό της/του και τα συντηρούμενα και πράγματι συγκατοικούντα με αυτόν πρόσωπα:

α)      κατά την ανάληψη καθηκόντων, από τον τόπο προσλήψεως στον τόπο τοποθετήσεως·

β)      κατά την έννοια του άρθρου 47 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, από τον τόπο τοποθετήσεως στον τόπο καταγωγής που καθορίζεται στην κατωτέρω παράγραφο 3·

γ)      για κάθε μετακίνηση που συνεπάγεται μεταβολή του τόπου τοποθετήσεως.

Σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, η χήρα και τα συντηρούμενα πρόσωπα δικαιούνται επιστροφής των εξόδων ταξιδίου υπό τους ίδιους όρους.

Τα έξοδα ταξιδίου καλύπτουν επίσης τα έξοδα για την ενδεχόμενη κράτηση θέσεων, καθώς και τα έξοδα για τη μεταφορά των αποσκευών και, κατά περίπτωση, τα έξοδα των απαραίτητων διανυκτερεύσεων σε ξενοδοχείο.

2.      Η επιστροφή των εξόδων πραγματοποιείται βάσει της συνήθους συντομότερης και οικονομικότερης σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου τοποθετήσεως και του τόπου προσλήψεως ή του τόπου καταγωγής, και βάσει της τιμής εισιτηρίου πρώτης θέσης.

Όταν η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο διαδρομή υπερβαίνει την απόσταση των 500 χιλιομέτρων, και στις περιπτώσεις που η συνήθης διαδρομή συμπεριλαμβάνει διάβαση θαλάσσης, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος, μετά από προσκόμιση των εισιτηρίων, δικαιούται την επιστροφή των εξόδων αεροπορικού εισιτηρίου διακεκριμένης θέσης ή ισοδύναμης. Εάν χρησιμοποιηθεί διαφορετικό μεταφορικό μέσο από τα προβλεπόμενα ανωτέρω, η επιστροφή των εξόδων πραγματοποιείται βάσει της τιμής του σιδηροδρομικού εισιτηρίου, αποκλειομένης της κλιναμάξης. Εάν ο υπολογισμός δεν μπορεί να γίνει στη βάση αυτή, ο τρόπος επιστροφής των εξόδων καθορίζεται με ειδική απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

3.      Ο τόπος καταγωγής του υπαλλήλου καθορίζεται κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, αφού ληφθεί υπόψη ο τόπος προσλήψεώς του, ή ο τόπος όπου ευρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. Ο καθορισμός αυτός δύναται ακολούθως να αναθεωρηθεί για όσο χρόνο ο ενδιαφερόμενος ευρίσκεται εν ενεργεία και επ’ ευκαιρία της αποχωρήσεώς του από την υπηρεσία, κατόπιν ειδικής αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Εντούτοις, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκεί τα καθήκοντά του, η απόφαση αυτή δύναται να ληφθεί μόνο σε εξαιρετική περίπτωση και κατόπιν προσκομίσεως από τον ενδιαφερόμενο στοιχείων που δικαιολογούν δεόντως την αίτησή του.»

3        Το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 όριζε:

«1.      Ο υπάλληλος δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος, για τον ίδιο και, αν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή τη σύζυγό της/του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 ποσού ίσου προς τα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας του στον τόπο καταγωγής, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 7.

[…]

2.      Η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου της πρόσληψης ή της καταγωγής του· η απόσταση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο που καθορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

0 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ:

0 και 200 χιλιομέτρων

0,3790 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ:

201 και 1 000 χιλιομέτρων

0,6316 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ:

1 001 και 2 000 χιλιομέτρων

0,3790 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ:

2 001 και 3 000 χιλιομέτρων

0,1262 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ:

3 001 και 4 000 χιλιομέτρων

0,0609 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ:

4 001 και 10 000 χιλιομέτρων

0 ευρώ ανά χλμ. για απόσταση άνω των

10 000 χιλιομέτρων.


Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται ένα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

[…]

–        378,93 ευρώ αν η απόσταση σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι ίση ή ανώτερη των 1 450 χιλιομέτρων.

[…]

4.      Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για τους υπαλλήλους των οποίων ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται στην επικράτεια των κρατών μελών. […]

Η επιστροφή αυτών των εξόδων ταξιδίου γίνεται υπό τη μορφή πληρωμής κατ’ αποκοπή ποσού βάσει της τιμής αεροπορικού εισιτηρίου στην αμέσως ανώτερη από την οικονομική θέση.»

4        Το άρθρο 7 του παραρτήματος V του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 όριζε:

«Η διάρκεια [της ετήσιας αδείας] προσαυξάνεται με οδοιπορική αδεία που υπολογίζεται βάσει της σιδηροδρομικής αποστάσεως μεταξύ του τόπου της αδείας και του τόπου της υπηρεσίας με τους ακόλουθους όρους:

μεταξύ 50 και 250 χιλιομέτρων: μία ημέρα για μετάβαση μετ’ επιστροφής,

μεταξύ 251 και 600 χιλιομέτρων: δύο ημέρες για μετάβαση μετ’ επιστροφής,

μεταξύ 601 και 900 χιλιομέτρων: τρεις ημέρες για μετάβαση μετ’ επιστροφής,

μεταξύ 901 και 1 400 χιλιομέτρων: τέσσερις ημέρες για μετάβαση μετ’ επιστροφής,

μεταξύ 1 401 και 2 000 χιλιομέτρων: πέντε ημέρες για μετάβαση μετ’ επιστροφής,

πάνω από 2 000 χιλιόμετρα: έξι ημέρες για μετάβαση μετ’ επιστροφής.

Για την ετήσια άδεια, ο τόπος της αδείας, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, είναι ο τόπος καταγωγής.

Οι προηγούμενες διατάξεις εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. […]

[…]»

5        Το άρθρο 1, παράγραφος 67, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 287, σ. 15), ορίζει τα εξής:

«Το παράρτημα VII τροποποιείται ως εξής:

[…]

δ)      το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“Άρθρο 8

1.      Ο υπάλληλος που δικαιούται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούται, εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 2, κάθε ημερολογιακό έτος, κατ’ αποκοπή αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, για τον ίδιο και, εάν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή τη σύζυγό του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2.

[…]

2.      Η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου της πρόσληψης ή της καταγωγής του.

Όταν ο τόπος καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, ευρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και της πρωτεύουσας του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια. Οι υπάλληλοι των οποίων ο τόπος καταγωγής ευρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του εδάφους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και οι οποίοι δεν είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη, δεν δικαιούνται κατ’ αποκοπή πληρωμή.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

0 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ

0 και 200 χιλιομέτρων

0,3790 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ

201 και 1 000 χιλιομέτρων

0,6316 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ

1 001 και 2 000 χιλιομέτρων

0,3790 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ

2 001 και 3 000 χιλιομέτρων

0,1262 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ

3 001 και 4 000 χιλιομέτρων

0,0609 ευρώ ανά χλμ. για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ

4 001 και 10 000 χιλιομέτρων

0 ευρώ ανά χλμ. για απόσταση άνω των

10 000 χιλιομέτρων


Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται ένα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

–        189,48 ευρώ, αν η απόσταση σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεταξύ 600 χιλιομέτρων και 1 200 χιλιομέτρων,

–        378,93 ευρώ, αν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεγαλύτερη από 1 200 χιλιόμετρα.

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και το κατ’ αποκοπή ποσό αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

[…]

4.      Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. […]

Η πληρωμή κατ’ αποκοπή ποσού βασίζεται στην τιμή αεροπορικού εισιτηρίου οικονομικής θέσης.”»

6        Το άρθρο 1, παράγραφος 65, του κανονισμού 1023/2013 προβλέπει τα εξής:

«Το παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

[…]

β)      το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“Οι υπάλληλοι που δικαιούνται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούνται, προκειμένου να μεταβούν στη χώρα καταγωγής τους, συμπληρωματική άδεια δυόμιση ημερών ετησίως.

Η πρώτη παράγραφος εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. Εάν είναι τοποθετημένοι εκτός της επικράτειας αυτής, η διάρκεια της άδειας χώρας καταγωγής καθορίζεται με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.”»

7        Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1023/2013, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονταν από 1ης Ιανουαρίου 2014.

8        Κατά την πρόσληψη της προσφεύγουσας, ήτοι της Huynh Duong Vi Nguyen, ως τόπος καταγωγής της καταχωρίστηκε η Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες). Λαμβανομένης υπόψη της βελγικής ιθαγενείας της και του τόπου στον οποίον υπηρετούσε, ήτοι των Βρυξελλών (Βέλγιο), δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τη λήψη επιδόματος αποδημίας τις οποίες προέβλεπε το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. Δεν πληρούσε ούτε τις προϋποθέσεις που έθετε το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ιδίου Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως προκειμένου να λάβει το εν λόγω επίδομα. Λαμβανομένης υπόψη της ιθαγενείας της και του τόπου στον οποίον υπηρετούσε, δεν ήταν επιλέξιμη ούτε για τη λήψη του επιδόματος εκπατρισμού που προέβλεπε το άρθρο 4, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. Αντιθέτως, ήταν επιλέξιμη για την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου μεταξύ του τόπου υπηρεσίας της και του τόπου καταγωγής της όπως προέβλεπε το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, καθώς και για τη χορήγηση οδοιπορικής αδείας όπως προέβλεπε το άρθρο 7 του παραρτήματος V του ιδίου Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως. Έτσι, από της προσλήψεώς της, ήτοι από 1ης Ιουνίου 2009, ελάμβανε ετησίως ποσό ύψους 4 835,53 ευρώ, ως έξοδα ταξιδίου για την ίδια, τον σύζυγό της και το τέκνο τους, καθώς και έξι ακόμη ημέρες ως οδοιπορική άδεια.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιανουαρίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

10      Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως στις 26 και 27 Μαρτίου 2014, τόσο το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

11      Στις 12 Μαΐου 2014, η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των ενστάσεων που προέτειναν το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο.

12      Με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις διατάξεις του κανονισμού 1023/2013 που τροποποιούν το άρθρο 7 του παραρτήματος V και το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθόσον το δικαίωμα για έξοδα ταξιδιού και οδοιπορική άδεια συναρτάται με το επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού·

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο να της καταβάλλει το ποσό των 169 051,96 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας, καθώς και το ποσό των 40 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, επιδικάζοντας τόκους υπερημερίας και αντισταθμιστικούς τόκους με επιτόκιο 6,75 %·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

13      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

14      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Απριλίου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα δίκη υπέρ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

 Σκεπτικό

16      Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του παραδεκτού χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως. Επιπλέον, κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

17      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι δεν χρειάζεται να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.

18      Με την παρούσα προσφυγή, η προσφεύγουσα, υπάλληλος AST II που υπηρετεί στη μονάδα «ΜΜΕ/Υπηρεσία Τύπου» της Διευθύνσεως «Επικοινωνία και Διαφάνεια» του Συμβουλίου, ζητεί κατ’ ουσίαν, αφενός, να ακυρωθεί το άρθρο 1, παράγραφος 65, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1023/2013, καθώς και το άρθρο 1, παράγραφος 67, στοιχείο δ΄, του ιδίου κανονισμού (στο εξής: προσβαλλόμενες διατάξεις), στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές συναρτούν το δικαίωμα για έξοδα ετήσιου ταξιδίου και οδοιπορική άδεια για το ταξίδι αυτό με το επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού, και, αφετέρου, να της καταβληθεί αποζημίωση προς επανόρθωση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της εκδόσεως των προσβαλλομένων διατάξεων.

19      Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος, από προσβολή του δικαιώματος ενημερώσεως των εργαζομένων και διαβουλεύσεως με αυτούς, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δεύτερος, από παραβίαση της αρχής του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων, των αρχών περί διαχρονικού δικαίου και της αρχής της ασφαλείας δικαίου, ο τρίτος, από προσβολή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο τέταρτος, από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και, ο πέμπτος, από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

20      Προς στήριξη του αιτήματός της περί καταβολής αποζημιώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των προσβαλλομένων διατάξεων και της υλικής ζημίας την οποία υπέστη υπό τη μορφή μη επιστροφής των εξόδων ταξιδίου και της οδοιπορικής αδείας για τα έτη της υπηρεσίας που της απομένουν μέχρι να συμπληρωθεί ο χρόνος συνταξιοδοτήσεώς της. Υποστηρίζει επίσης ότι η μη επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και της οδοιπορικής αδείας τής προκαλεί ηθική βλάβη καθώς θα καταστήσει δυσχερή τη διατήρηση του συναισθηματικού συνδέσμου με τον τόπο καταγωγής της.

21      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι τόσο το ακυρωτικό αίτημα όσο και το αίτημα περί επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι απαράδεκτα.

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος

22      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αμφισβητούν την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας. Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι η προσφεύγουσα στερείται, εν πάση περιπτώσει, εννόμου συμφέροντος να προσφύγει κατά του άρθρου 8, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του νέου ΚΥΚ.

23      Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν αφορούν άμεσα την προσφεύγουσα, στον βαθμό που μόνον οι ατομικές αποφάσεις που λαμβάνονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), υπό τη μορφή, π.χ., εκκαθαριστικού αποδοχών στο οποίο δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα ταξιδίου ή ατομικής αποφάσεως επί του αριθμού των ημερών αδείας που χορηγούνται ως οδοιπορική άδεια, τροποποιούν κατά τρόπο πρόδηλο τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας και καθορίζουν την τελική θέση του θεσμικού οργάνου έναντι αυτής.

24      Επιπλέον, κατά το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν αφορούν την προσφεύγουσα ούτε κατά τρόπο ατομικό. Υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις έχουν γενικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, προορίζονται να τύχουν εφαρμογής σε όλους τους υπαλλήλους που ευρίσκονται ή θα βρεθούν στο μέλλον, αντικειμενικώς, στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση με αυτήν της προσφεύγουσας.

25      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός 1023/2013 εξεδόθη επί τη βάσει του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, συμφώνως προς τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις εμπίπτουν στην κατηγορία των πράξεων γενικού περιεχομένου, νομοθετικής φύσεως, σε σχέση με τις οποίες το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξαρτά το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως, που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, από την προϋπόθεση ότι η πράξη τα αφορά άμεσα και ατομικά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:625, σκέψεις 56 έως 60).

26      Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί εάν, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα πληροί την προϋπόθεση ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις την αφορούν άμεσα και ατομικά.

27      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση όπως μια πράξη αφορά ατομικά τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν πληρούται παρά μόνον εάν η προσβαλλόμενη απόφαση τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, Συλλογή, EU:C:1963:17, της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑298/00 P, Συλλογή, EU:C:2004:240, σκέψη 36, της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:368, σκέψη 52, και Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2013:625, σκέψη 72).

28      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση να την αφορά ατομικά η πράξη πληρούται διττώς εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να στηρίξει την εξατομίκευσή της στο δικαίωμα κάθε υπαλλήλου να μετέχει στις διαδικασίες περί τροποποιήσεως του ΚΥΚ επί τη βάσει του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και στα αποτελέσματα των προσβαλλομένων διατάξεων έναντι αυτής, ήτοι στην άμεση και βέβαιη απώλεια του ευεργετήματος της επιστροφής των εξόδων ταξιδίου και της οδοιπορικής άδειας.

29      Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι η άρνηση να της αναγνωριστεί ότι η πράξη την αφορά ατομικά θα ισοδυναμούσε, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, με την υποχρέωση να προσφύγει στην προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητική διαδικασία την οποία προβλέπει το άρθρο 90 του ΚΥΚ, ούτως ώστε να μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά των ατομικών εκτελεστικών αποφάσεων της ΑΔΑ επί τη βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, τούτο θα αποτελούσε, κατά την προσφεύγουσα, προσβολή του δικαιώματός της για αποτελεσματική έννομη προστασία.

30      Ωστόσο, αυτά τα επιχειρήματα πρέπει να απορριφθούν.

31      Ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στο δικαίωμα που κάθε υπάλληλος αντλεί εκ του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων να μετέχει στις διαδικασίες, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρεμβαίνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στη διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση πράξεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι ικανό να το εξατομικεύσει σε σχέση με την εν λόγω πράξη παρά μόνον αν η εφαρμοστέα ρύθμιση της Ένωσης του παρέχει ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις. Όμως, ελλείψει ρητής αντίθετης διατάξεως, ούτε η διαδικασία συντάξεως πράξεων γενικής ισχύος ούτε η φύση των πράξεων αυτών απαιτούν κατ’ αρχήν, δυνάμει των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης μεταξύ των οποίων καταλέγεται το δικαίωμα ακροάσεως, τη συμμετοχή των θιγόμενων προσώπων, τα συμφέροντα των οποίων θεωρείται ότι εκπροσωπούνται από τα πολιτικά όργανα που καλούνται να εκδώσουν τις πράξεις αυτές (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑16/04, Συλλογή, EU:T:2010:54, σκέψη 119).

32      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα ατομικό διαδικαστικό δικαίωμα δεν προβλέπεται υπέρ των μελών του προσωπικού των οργάνων της Ένωσης ούτε από το άρθρο 336 ΣΛΕΕ, επί τη βάσει του οποίου εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες διατάξεις, ούτε από το άρθρο 10 του ΚΥΚ ούτε και από το άρθρο 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

33      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι το δικαίωμα ενημερώσεως των εργαζομένων και διαβουλεύσεως με αυτούς και το δικαίωμα διαπραγματεύσεων και συλλογικής δράσεως, που καθιερώνουν αντιστοίχως το άρθρο 27 και το άρθρο 28 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μπορούν να εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και του προσωπικού της, όπως απορρέει από την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX‑II, Συλλογή, EU:C:2013:570), εντούτοις η άσκησή τους περιορίζεται στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, συμφώνως προς το γράμμα των διατάξεων αυτών.

34      Έτσι, όσον αφορά τους υπαλλήλους της Ένωσης, ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 προέβλεπε στο άρθρο του 10, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, τη διαβούλευση με τους υπαλλήλους, μέσω ενός οργάνου ίσης εκπροσωπήσεως, ήτοι την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, αποτελούμενη από ίσο αριθμό εκπροσώπων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των εκπροσώπων των επιτροπών τους προσωπικού, επί οποιασδήποτε προτάσεως της Επιτροπής περί αναθεωρήσεως του ΚΥΚ. Εξάλλου, το άρθρο 10 β, δεύτερο εδάφιο, του ιδίου ΚΥΚ προέβλεπε ότι οι προτάσεις της Επιτροπής περί των οποίων διαλαμβάνει το άρθρο του 10 μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο των διαβουλεύσεων από τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις.

35      Αντιθέτως, ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 δεν προέβλεπε κανένα ατομικό δικαίωμα συμμετοχής των υπαλλήλων στην αναθεώρησή του.

36      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, εν προκειμένω, δεν τηρήθηκε η προϋπόθεση περί συμμετοχής των συνδικαλιστικών οργανώσεων, πέραν του ότι δεν συνιστά παρά απλή δήλωση προς στήριξη της οποίας η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο, είναι αλυσιτελές, στον βαθμό που η προβαλλόμενη προσβολή ενός διαδικαστικού δικαιώματος των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθεωρήσεως του ΚΥΚ είναι, εν πάση περιπτώσει, άνευ συνεπειών για την άσκηση δικονομικού δικαιώματος από την προσφεύγουσα.

37      Εντεύθεν συνάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αντλήσει κάποιο επιχείρημα από τα άρθρα 27 και 28 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προκειμένου να υποστηρίξει ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις την αφορούν ατομικά.

38      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις την αφορούν ατομικά λόγω του βεβαίου και άμεσου αποτελέσματός τους επί της νομικής της καταστάσεως, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως ορθώς παρατήρησαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ένα τέτοιο επιχείρημα συνδέεται όχι με την απόδειξη ότι η πράξη αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, αλλά με την απόδειξη ότι την αφορά άμεσα.

39      Η προσφεύγουσα διευκρίνισε πάντως, με τις παρατηρήσεις της επί των ενστάσεων απαραδέκτου, ότι το γεγονός ότι η πράξη την αφορά ατομικά απορρέει από το γεγονός ότι ανήκει σε μια περιορισμένη ομάδα προσώπων, ήτοι 30 υπαλλήλων, έναντι των οποίων οι προσβαλλόμενες διατάξεις θα έχουν το βέβαιο και άμεσο αποτέλεσμα να τους στερήσουν από ένα κεκτημένο δικαίωμα, ήτοι από την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και από την οδοιπορική άδεια. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, οι υπάλληλοι αυτοί είναι οι μόνοι που έτυχαν μέχρι τούδε της επιστροφής των εξόδων ταξιδίου και της οδοιπορικής αδείας χωρίς να λάβουν, ταυτοχρόνως, το επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού. Δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις συνδέουν εφεξής αυτά τα δικαιώματα από τη λήψη επιδόματος αποδημίας ή εκπατρισμού, θα είχαν ως συνέπεια να στερήσουν ένα κεκτημένο δικαίωμα από μια περιορισμένη ομάδα προσώπων. Κατά την προσφεύγουσα, κανένα άλλο πρόσωπο πέραν αυτών που ανήκουν σε αυτήν την ομάδα δεν θα μπορεί, στο μέλλον, να περιέλθει σε παρεμφερή νομική και πραγματική κατάσταση, διότι οι προσλαμβανόμενοι από 1ης Ιανουαρίου 2014 υπάλληλοι δεν θα μπορούν πλέον να έχουν τα δικαιώματα αυτά χωρίς να είναι επιλέξιμοι για το επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού.

40      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν η προσβαλλόμενη πράξη θίγει ομάδα προσώπων τα οποία έχουν εξατομικευθεί ή ήταν δυνατό να εξατομικευθούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής και βάσει κριτηρίων που σχετίζονται ειδικώς με τα μέλη της ομάδας, η εν λόγω πράξη δύναται να αφορά ατομικά τα πρόσωπα αυτά, καθόσον αποτελούν μέρος ενός στενού επιχειρηματικού κύκλου (βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Sahlstedt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑362/06 P, Συλλογή, EU:C:2009:243, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Περαιτέρω, η νομολογία επιτρέπει να θεωρηθεί ότι μια πράξη αφορά ένα πρόσωπο ατομικά διότι ανήκει σε περιορισμένο κύκλο επιχειρηματιών, οσάκις η πράξη αυτή μεταβάλλει τα δικαιώματα που είχε αποκτήσει το πρόσωπο πριν από την έκδοσή της (βλ. διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Galileo Lebensmittel κατά Επιτροπής, C‑483/07 P, Συλλογή, EU:C:2009:95, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Εντούτοις, εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν παρέσχε διευκρινίσεις ως προς τη νομική και πραγματική κατάσταση ούτε ως προς την ταυτότητα των υπαλλήλων οι οποίοι ευρίσκονταν σε κατάσταση παρεμφερή προς τη δική της. Περιορίστηκε να διευκρινίσει ότι ήταν διατεθειμένη να παράσχει περισσότερα στοιχεία εάν το Γενικό Δικαστήριο το έκρινε αναγκαίο και κάλεσε το Γενικό Δικαστήριο να ερωτήσει συναφώς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

43      Πάντως, στην προσφεύγουσα εναπόκειται να αποδείξει, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά πράξεως γενικής ισχύος και νομοθετικής φύσεως, όπως εν προκειμένω, ότι πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ήτοι ότι η πράξη αυτή την αφορά ατομικά.

44      Υπό την έννοια αυτή, δεδομένου ότι υποστηρίζει ότι ανήκει σε περιορισμένο κύκλο υπαλλήλων οι οποίοι ευρίσκονται σε νομική και πραγματική κατάσταση παρεμφερή προς τη δική της, σε αυτήν εναπόκειται να προσκομίσει τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία.

45      Κατά τα λοιπά, έστω και αν αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα ανήκει πράγματι σε περιορισμένο κύκλο υπαλλήλων για τους οποίους οι προσβαλλόμενες διατάξεις θα έχουν ως αποτέλεσμα να τους στερήσουν την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και την οδοιπορική άδεια, όπως φαίνεται εμμέσως πλην σαφώς να αναγνωρίζει το Συμβούλιο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η περίσταση αυτή δεν απορρέει από την κατάργηση κεκτημένου δικαιώματος αυτών και μόνων των υπαλλήλων.

46      Πράγματι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν υφίστατο κεκτημένο δικαίωμα ως προς την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και ως προς την οδοιπορική άδεια αναγνωριζόμενο ειδικώς στους υπαλλήλους που δεν ελάμβαναν το επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού. Όπως προκύπτει από το άρθρο 7 του παραρτήματος V του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 και από το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ιδίου Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, το δικαίωμα για έξοδα ταξιδίου και οδοιπορική άδεια, ανεξαρτήτως του επιδόματος αποδημίας ή εκπατρισμού, ήταν, στην πράξη, δικαίωμα αναγνωριζόμενο σε όλους τους υπαλλήλους της Ένωσης.

47      Η επιλογή του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου να εξαρτήσει, μέσω των προσβαλλομένων διατάξεων, την αναγνώριση αυτών των δικαιωμάτων από τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας ή εκπατρισμού έχει ως συνέπεια να στερήσει την προσφεύγουσα από τα εν λόγω δικαιώματα, λόγω της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία αυτή, όπως και άλλοι υπάλληλοι, τελεί επί του παρόντος. Εξάλλου, δεν αποκλείεται, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, και άλλοι υπάλληλοι να βρεθούν, στο μέλλον, σε κατάσταση παρεμφερή προς τη δική της. Υποθετικώς, τούτο θα μπορούσε να αφορά υπάλληλο ο οποίος θα έχανε το επίδομά του αποδημίας κατόπιν μεταθέσεώς του στο έδαφος κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια και ο οποίος δεν θα πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προκειμένου να λάβει το επίδομα εκπατρισμού. Στην περίπτωση αυτή, θα στερείτο της επιστροφής εξόδων ταξιδίου και της οδοιπορικής αδείας.

48      Πάντως, κατά πάγια νομολογία, η δυνατότητα προσδιορισμού με μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ακριβείας, κατά τον χρόνο λήψεως του εριζόμενου μέτρου, του αριθμού ή και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στα οποία εφαρμόζεται ένα μέτρο ουδόλως σημαίνει ότι το μέτρο αυτό πρέπει να θεωρείται ως αφορών τα πρόσωπα αυτά ατομικά, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή αυτή χωρεί βάσει αντικειμενικής έννομης ή πραγματικής καταστάσεως την οποία καθορίζει η εν λόγω πράξη (βλ. απόφαση Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2010:54, σκέψη 106 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Κατά συνέπεια, οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν αφορούν ατομικά την προσφεύγουσα.

50      Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν μπορεί να κλονιστεί από το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο αντλείται από το γεγονός ότι, σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτό στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις την αφορούν ατομικά, θα υποχρεωνόταν να προσφύγει στην προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 90 του ΚΥΚ, πράγμα το οποίο θα συνιστούσε προσβολή του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

51      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας στηρίζεται στην αμφισβητούμενη από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προκειμένη ότι ούτε η μισθολογική της κατάσταση του Ιουλίου 2014 ούτε η αναλυτική κατάσταση των ημερών αδείας που της δόθηκαν ως οδοιπορική άδεια στο ηλεκτρονικό σύστημα διαχειρίσεως των αδειών του Συμβουλίου συνιστούν βλαπτικές πράξεις και, ως εκ τούτου, συμφώνως προς το άρθρο 91 του ΚΥΚ, δεν θα είναι σε θέση να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης παρά μόνο μετά το πέρας της προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητικής διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 90 του ιδίου ΚΥΚ.

52      Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως στρεφομένης κατά των πιθανών αποφάσεων του Συμβουλίου, σιωπηρών ή ρητών, περί εφαρμογής του άρθρου 7 του παραρτήματος V και του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ έναντι της προσφεύγουσας, αλλά προσφυγής ακυρώσεως στρεφομένης κατά των τροποποιητικών διατάξεων του εν λόγω ΚΥΚ. Ωστόσο, το ζήτημα εάν οι προσβαλλόμενες διατάξεις αφορούν ατομικά την προσφεύγουσα και, ως εκ τούτου, εάν η υπό κρίση προσφυγή ασκείται παραδεκτώς δεν μπορεί να εξαρτάται από το παραδεκτό μιας υποθετικής προσφυγής κατά των ατομικών αποφάσεων της ΑΔΑ έναντι της προσφεύγουσας οι οποίες, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, δεν είχαν εν πάση περιπτώσει εισέτι εκδοθεί.

53      Αφετέρου, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, συμφώνως προς το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, καθώς και προς το άρθρο 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91 του ΚΥΚ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των διαφορών μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να προδικάσει, στο πλαίσιο προσφυγής περί ακυρώσεως διατάξεως του ΚΥΚ ασκούμενης από υπάλληλο επί τη βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από τον ίδιο υπάλληλο κατά της μισθολογικής καταστάσεως ή της αναλυτικής καταστάσεως των ημερών αδείας, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή προσφυγή εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ.

54      Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού τυχόν προσφυγής της προσφεύγουσας κατά των ατομικών αποφάσεων της ΑΔΑ περί εφαρμογής των προσβαλλομένων διατάξεων είναι άνευ σημασίας για την εξέταση του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεραπεύσουν την έλλειψη πράξεως η οποία να αφορά εν προκειμένω ατομικά την προσφεύγουσα.

55      Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις περί υπάρξεως πράξεως αφορώσας άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα, της οποίας η ακύρωση ζητείται, είναι σωρευτικές, συνεπάγεται ότι, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να εξεταστεί αν οι προσβαλλόμενες διατάξεις αφορούν εν προκειμένω άμεσα την προσφεύγουσα, αυτή δεν απέδειξε ότι νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει προσφυγή κατ’ αυτών.

56      Ως εκ τούτου, η προσφυγή ακυρώσεως της προσφεύγουσας κατά των προσβαλλομένων διατάξεων πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, παρέλκει δε η εξέταση του ζητήματος εάν η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον να στραφεί κατά του άρθρου 1, παράγραφος 65, στοιχείο β΄, και παράγραφος 67, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1023/2013.

 Επί της αγωγής αποζημιώσεως

57      Προεισαγωγικώς, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι η προσφεύγουσα είναι υπάλληλος του Συμβουλίου, τα αιτήματά της περί καταβολής αποζημιώσεως δεν στρέφονται κατ’ αυτού, ως οργάνου από το οποίο εξαρτάται, αλλά κατά του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου από κοινού, με την ιδιότητά τους ως συντακτών του κανονισμού 1023/2013, που αποτελεί, κατά την προσφεύγουσα, την απώτερη αιτία της βλάβης την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη.

58      Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα επικαλείται, ως έρεισμα των αιτημάτων της περί καταβολής αποζημιώσεως, τα άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ και όχι το άρθρο 270 ΣΛΕΕ.

59      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει εαυτό αρμόδιο να αποφανθεί επί των ανωτέρω αιτημάτων της προσφεύγουσας.

60      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτομένης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτομένης συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, 26/81, Συλλογή, EU:C:1982:318, σκέψη 16, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, Beamglow κατά Κοινοβουλίου κ.λπ., T‑383/00, Συλλογή, EU:T:2005:453, σκέψη 95).

61      Εφόσον δεν πληρούται η μία από τις τρεις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα αποζημιώσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑146/91, Συλλογή, EU:C:1994:329, σκέψη 81, και της 20ής Φεβρουαρίου 2002, Förde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑170/00, Συλλογή, EU:T:2002:34, σκέψη 37). Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να ακολουθεί μια καθορισμένη σειρά εξετάσεως των προϋποθέσεων αυτών (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, Συλλογή, EU:C:1999:402, σκέψη 13).

62      Ως προς την προϋπόθεση που αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτομένης συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας, η νομολογία απαιτεί την ύπαρξη βεβαίας και άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πλημμέλειας στην οποία υπέπεσε το οικείο όργανο και της προβαλλομένης ζημίας, συνάφεια την οποία εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει. Περαιτέρω, η προβαλλόμενη ζημία πρέπει να απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την προσαπτόμενη συμπεριφορά, δεδομένου ότι αυτή η τελευταία πρέπει να αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας (βλ. διάταξη της 4ης Ιουνίου 2012, Azienda Agricola Bracesco κατά Επιτροπής, T‑440/09, EU:T:2012:269, σκέψεις 37 και 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Εν προκειμένω, από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας συνάγεται ότι αυτή θεωρεί ότι τόσο η περιουσιακή όσο και η μη περιουσιακή βλάβη που υποστηρίζει ότι υπέστη στηρίζονται επί των διατάξεων του κανονισμού 1023/2013 των οποίων την έλλειψη νομιμότητας υποστηρίζει στο πλαίσιο της προσφυγής της ακυρώσεως.

64      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υφίσταται άμεση και βέβαιη συνάφεια μεταξύ των διατάξεων αυτών και των προβαλλομένων ζημιών, δεδομένου ότι αυτές οι ζημίες δεν μπορούν να απορρέουν, κατά περίπτωση, παρά μόνον από απόφαση του θεσμικού οργάνου στο οποίο υπηρετεί η προσφεύγουσα, ήτοι του Συμβουλίου, να της χορηγήσει αριθμό ημερών αδείας, ως οδοιπορική άδεια, μικρότερο από αυτόν που της εχορηγείτο υπό το κράτος ισχύος του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως που ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 και να της αρνηθεί την επιστροφή των εξόδων του ετησίου ταξιδίου, κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω διατάξεων.

65      Συνεπώς, προδήλως δεν πληρούται η προϋπόθεση περί υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτομένης συμπεριφοράς του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ως από κοινού συντακτών της προσβαλλομένης πράξεως και των προβαλλoμένων ζημιών.

66      Ως εκ τούτου, τα αιτήματα αποζημιώσεως της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως αβάσιμα.

67      Κατά συνέπεια, η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη.

68      Υπό τις περιστάσεις αυτές, παρέλκει η εξέταση του αιτήματος παρεμβάσεως που υπέβαλε η Επιτροπή, στις 16 Απριλίου 2014, προς στήριξη των αιτημάτων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα έξοδα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, συμφώνως προς το σχετικό αίτημά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Huynh Duong Vi Nguyen φέρει, επιπλέον των δικαστικών της εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Καταργείται η δίκη επί του αιτήματος παρεμβάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Λουξεμβούργο, 11 Νοεμβρίου 2014.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Δ. Γρατσίας


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.