Language of document : ECLI:EU:T:2015:509

Υπόθεση T‑391/10

Nedri Spanstaal BV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Όριο του 10 % του κύκλου εργασιών — Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη — Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Μέγιστο ύψος — Υπολογισμός — Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη — Κύκλος εργασιών της εταιρικής χρήσεως που προηγείται της επιβολής του προστίμου — Έννοια — Στοιχεία που αντιστοιχούν σε πλήρη άσκηση της συνήθους οικονομικής δραστηριότητας — Κύκλος εργασιών που δεν αποτυπώνει την πραγματική οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια της παραβάσεως — Περιστάσεις που δεν δικαιολογούν, εφόσον δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τη συνεκτίμηση του κύκλου εργασιών προηγούμενης εταιρικής χρήσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

2.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Εκτίμηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως — Υποχρέωση διευκρινίσεως όλων των σχετικών πραγματικών και νομικών στοιχείων — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Αναλογικότητα — Περιεχόμενο

4.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Κανόνες επιείκειας — Μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η οικεία επιχείρηση — Προσδιορισμός του ποσοστού της μειώσεως — Σωρευτικώς εφαρμοζόμενα κριτήρια — Συνεκτίμηση του χρόνου της παρασχεθείσας συνεργασίας — Εύρος της συνεργασίας της επιχειρήσεως μετά τη συνεισφορά της

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 20 έως 23)

1.      Όσον αφορά τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει ο καθορισμός, στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ενός ανωτάτου ορίου ίσου με το 10 % του κύκλου εργασιών της κάθε επιχειρήσεως η οποία μετέσχε στην παράβαση είναι να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η επιβολή ενός προστίμου με ύψος μεγαλύτερο από αυτό το ανώτατο όριο να υπερβαίνει την ικανότητα πληρωμής την οποία έχει η επιχείρηση κατά την ημερομηνία κατά την οποία κρίνεται ως υπεύθυνη για την παράβαση και της επιβάλλεται χρηματική κύρωση. Η εφαρμογή του ως άνω ανώτατου ορίου προϋποθέτει, αφενός, ότι η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της τον κύκλο εργασιών της τελευταίας χρήσεως πριν την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεώς της και, αφετέρου, ότι τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν μια πλήρη χρήση κανονικής οικονομικής δραστηριότητας επί δώδεκα μήνες.

Συναφώς, όταν, λόγω της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, ο κύκλος εργασιών τον οποίο έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση κατά την εταιρική χρήση πριν την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής δεν αντιστοιχεί στα κριτήρια αυτά και, συνεπώς, δεν αποτελεί λυσιτελή ένδειξη της πραγματικής καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως, η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου, την τελευταία εταιρική χρήση η οποία αντικατοπτρίζει ένα πλήρες έτος κανονικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, η μνεία σε «πλήρη εταιρική χρήση κανονικής οικονομικής δραστηριότητας» αποσκοπεί στο να μη λαμβάνεται υπόψη εταιρική χρήση κατά την οποία η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως στην αγορά δεν αντιστοιχεί στη συμπεριφορά επιχειρήσεως που ασκεί οικονομική δραστηριότητα υπό κανονικές συνθήκες. Αντιθέτως, μόνον το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών ή το κέρδος που έχει πραγματοποιηθεί σε μια συγκεκριμένη εταιρική χρήση υπολείπεται ή υπερβαίνει κατά πολύ τον κύκλο εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί σε προγενέστερες χρήσεις δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη χρήση δεν αποτελεί πλήρη εταιρική χρήση κανονικής οικονομικής δραστηριότητας.

Κατά συνέπεια, η εκ νέου ανάληψη των δραστηριοτήτων ενός ανταγωνιστή, καθώς και η αύξηση του κύκλου εργασιών δεν συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσε το να λάβει η Επιτροπή υπόψη της προγενέστερη εταιρική χρήση. Ειδικότερα, δεν είναι απαραίτητο ο κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη να αποτυπώνει την πραγματική οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 92, 94, 95, 97, 102, 104)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 98)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 99)

4.      Σύμφωνα με τα σημεία 20 έως 23 της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, ενόψει του καθορισμού του ποσοστού της μειώσεως που δικαιούται η δεύτερη επιχείρηση που προσκόμισε σχετικά με τη φερόμενη παράβαση αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία σε σχέση με τα στοιχεία που έχει ήδη στη διάθεσή της η Επιτροπή, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη της τη χρονική στιγμή κατά την οποία υποβλήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία και το μέγεθος της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας τους. Η Επιτροπή μπορεί επίσης, αλλά δεν υποχρεούται, να λάβει υπόψη της τον βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας της επιχείρησης μετά την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων. Ο έγκαιρος χαρακτήρας της συνεργασίας και το μέγεθος της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων στοιχείων, όπως και η συνεκτίμηση του βαθμού της συνεργασίας της επιχειρήσεως μετά την προσκόμιση των εν λόγω στοιχείων, αποτελούν σωρευτικώς εφαρμοζόμενα κριτήρια, τα οποία σταθμίζονται σε συνάρτηση με το πλαίσιο και τις περιστάσεις εκάστης υποθέσεως, η δε εκπλήρωσή τους ενδέχεται να έχει ως συνέπεια τη μείωση του προστίμου κατά 20 % έως 30 %.

Συναφώς, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η συνεργασία δεν παρασχέθηκε αμέσως μετά τη διενέργεια ελέγχων σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 120, 124, 126, 127)